
Ένα απόγευμα σαν το πρώτο της ιστορίας βρίσκει στεριά η πυξίδα της ψυχής. Είναι Σάββατο και άνοιξη δύοντας η χιλιετία στη Λάρισα των Πρωτόθρονων Πέτρου και Παύλου. Πριν τη Δαμασκό μια ποιητική στιγμή, μαγεία του αναπάντεχου και “ανοίγουν μάτια ανθρώπων στην έκπληξη της ζωής”. Το ταξίδι που λέγαμε…
Κάποτε, μια νεανική παρέα σαν παραμύθι από τα βάθη της ιστορίας. Αγόρια και κορίτσια, γέλια και χαρές, ο ναός του Αλκαζάρ και η βυσσινί θεά, εκδρομές και ανέμελος χρόνος. Η Λάρισα στην ένθερμη μελωδία της. Στο παγκάκι έξω της εκκλησιάς, στο ρυθμό της άναρχης αναζήτησης. Μια φιλική φωνή σαν όνειρο μέσα στα όνειρα διαπερνά το χρόνο, ακόμα ηχεί. Είναι ο Απόστολης που ξαφνιάζει: φεύγω τώρα αμέσως για το κατηχητικό!
Λέξη αποκρουστική. Σαν μουσειακό κατάλοιπο, σαν κακόγουστο αστείο. Κι όχι άδικα. Η περιέργεια όμως παραμένει ανίκητη. Όσο κι αν μονομαχήσεις στο τέλος θα παραδοθείς. Συνοδεύουν τα σύννεφα καχυποψίας. Χώρος λιτός, μια συντροφιά κι ένας κληρικός να συζητούν: την άλλη μέρα η εκδρομή τους. Κυριακή αλλιώτικη, όπως και η ζωή από εδώ και πέρα. Ζωή που ξεβολεύει και σε ξεπερνά. Συνεχώς αποκαλύπτεται και δεν έχει λόγο να τελειώσει ποτέ.
Κατόπιν, μια νεανική παρέα σαν παραμύθι από το μέλλον της ιστορίας. Αγόρια και κορίτσια, γέλια και χαρές, ο ναός της Νεάπολης και ο ταπεινός Θεός, εκδρομές και ανέμελος χρόνος. Η Λάρισα στην πύρινη μελωδία της. Στο στασίδι μέσα της εκκλησιάς, στο ρυθμό της Άναρχης αναζήτησης. Μια φιλικότατη φωνή σαν όνειρο μέσα στα όνειρα διαπερνά το χρόνο, ακόμα ηχεί. Είναι ο Απόλυτος που ξαφνιάζει: περιμένω μια άδολη προαίρεση για Δείπνο προσωπικό!
Δείχνει το δρόμο δίχως μοναξιά. Μια λέξη γνωστή και άγνωστη ταυτόχρονα: εκκλησία. Δηλώνει – άσχετη με ιδεολογίες και θρησκείες – έναν τρόπο “να αγαπάς κι αυτούς που δεν είναι όπως τους θέλεις”. Σχέση όχι διανοητική, μα μέσω της τροφής, φανέρωση Ευχαριστιακή. Κάθε αληθινή αγάπη διασχίζει το μονοπάτι της θυσίας, δίχως ίχνος ναρκισσισμού ή προσμονή ανταπόδωσης, αλλά επειδή και μόνο επέλεξες να αγαπάς.
Υπάρχει αγάπης ενορία να βαστάζει δάκρυα; Να ποτίζει χαρίσματα; Να φωλιάζει όνειρα… Η εκκλησιά εκεί γλυκαίνει αδιόρατα. Είναι ενθουσιασμός ή η αισθητική του ναού που συλλαβίζεται; Η αυτόχθονη οικειότητα ή το αδόκητο καλωσόρισμα; Μπορεί και όλα αυτά μαζί. Θαμώνας σε τόπους πολλούς σαν αυτήν τη θαλπωρή άλλη δε βρέθηκε.
Δημιουργός εκ του μηδενός και εμπνευστής ο π. Δημήτριος. Βοηθοί του σμιλεμένοι στο βιβλίο του Αρνίου: Βασιλική, Αφροδίτη και Γιώργος (θωρεί από ψηλά), Πολυξένη, Θεόδωρος… Ανεκτίμητος στο πέρασμά του ο λευίτης του στρατού π. Παντελεήμων. Πρόσωπα και φιλίες καλωπίζουν, φιλοκαλικές αφηγήσεις ανασταίνονται. Άβατο σε πιστούς και άπιστους ενοίκους της αυτάρκειας. Οι πιστοί διανθίζονται σε μοναστηριακά στολίδια, ιχνηλατώντας ακριτικές Θερμοπύλες. Γίνεται και το παρεκκλήσι του Άη – Σπυρίδωνος συντροφιά, υπόγεια μαζεύεται ξαστεριά, ολόιδια η φιλανθρωπία της “Αγίας Ταβιθά”, που ελεεί όπως η ανεπαίσθητη αναπνοή μας. Η κοινότητα που λέγαμε…
Όλα όμως στροβιλίζονται στο σύμπαν. Έτσι και οι άνθρωποι μετοικίζουν, γερνούν, φεύγουν. Μόνη ασάλευτη παραμένει η ενορία στην Ευχαριστιακή της προσδοκία: “Ναὶ ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ” για τους αγαπημένους Σου. Για τον καθένα μας.
*θεολόγος – φιλόλογος
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σύνθεση δύο ζωγραφικών πινάκων του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα “Ενώπια Παμφανόωντα” (1993).
Πολύ ωραίο κείμενο,…συγχαρητηρια στον κ. Ελ. Βάσσο…