Πρόλογος
Μέσα στο ελληνικό χωροχρονικό πλαίσιο των τελευταίων 200 χρόνων, είναι γεγονός ότι η επιστήμη, ως σύνολο πρακτικών και πεποιθήσεων περί του κόσμου, βασιζομένων στην υλική εμπειρία, και οι διαφωτιστικές ιδέες, εν γένει, εκφράστηκαν είτε μονοσήμαντα και κάπως συγχυσμένα είτε άργησαν να σχηματοποιηθούν, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτό συνέβη στη Δύση. Πολλοί νεοέλληνες στοχαστές, λοιπόν, ακόμη και πριν την οικοδόμηση του νεοελληνικού κράτους, είχαν εκφράσει προβληματισμούς σχετικά με τις εντόπιες προσλαμβάνουσες της νεοελληνικής πραγματικότητας σε σύγκριση με την, τότε, Ευρώπη. Βέβαια, αυτός ο αρχικός προβληματισμός, ο οποίος, όμως, συνοδευόταν από έναν έντονα αισιόδοξο τόνο, περί της δυνατότητας προσαρμογής της χώρας στην ατραπό των «ανεπτυγμένων χωρών», έδωσε πολλές φορές τη θέση του, ειδικά καθώς περνούσαν τα χρόνια, ακόμη και σε πιο κριτικές και μετρημένες στάσεις. Μια τέτοια στάση εκπροσωπούσε ως πρόσωπο και ο Σπύρος Κυριαζόπουλος, που έζησε κατά το τέλος του πρώτου και αρχές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, «κληρονομώντας», όμως, αυτόν τον διάλογο δύο ολόκληρων αιώνων, σχετικά με το «έξωθεν» και το «καθ’ημάς». Πιο συγκεκριμένα, στο έργο του Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, διατυπώνει τη θέση ότι η σύγχρονη τεχνική και η εκπορευόμενη, εκ αυτής, τεχνολογία, ως ολιστικά και οργανικά φαινόμενα που αφορούν από μια μηχανή μέχρι τον τρόπο δημιουργίας ενός έργου τέχνης οδηγεί σε μια κατάσταση αποπνευματικοποιημένης λατρείας της επιβολής στην φύση, και έτσι καθιστά τον άνθρωπο ανήμπορο να διαχειριστεί σωστά το λογικό κομμάτι του εαυτού του και των δημιουργημάτων του. Σε αυτήν τη μελέτη θα εξετάσουμε: α) τη μορφή και τη σημασία της μη νεωτερικής τεχνικής κυρίως στην αρχαιότητα και β) τις διαφορές αυτής από τη νεωτερική τεχνική, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του στοχαστή και ποιητή Σπύρου Κυριαζόπουλου.[i]
- Η φύση και η μορφή της τεχνικής στην αρχαιότητα
Η τεχνική και γενικότερα το πλαίσιο των ανακαλύψεων στο τομέα των εφευρέσεων και των τεχνουργημάτων ήταν, κατά τον Σπύρο Κυριαζόπουλο, διαφορετικό στον αρχαίο κόσμο.
Όμως, για να αναδείξουμε το φαινόμενο αυτό πρέπει να κατανοήσουμε πρώτα την κοσμοαντίληψη και τον τρόπο δόμησης της κοινωνικής πραγματικότητας της τότε εποχής.
Αρχικά, πρέπει να ειπωθεί ότι τόσο λόγω της πολιτικοινωνικής πορείας του αρχαίου κόσμου όσο και λόγω του περάσματός του στην κλασική εποχή, δεν υπήρχαν δομημένες αυθεντίες πόσω δε μάλλον επιβολή μιας θρησκευτικής ή δεσποτικής αρχής.
Αυτό δε σήμαινε βέβαια ότι υπήρχε τότε παντού πλήρης ελευθερία και συμμετοχική αμεσότητα στην όλη πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι, πράγμα που θα ήταν δύσκολο ειδικά για αρχαίες πόλεις-κράτη, αλλά ότι η τάξη της φύσης ταυτιζόταν με μια ενδογενή κοινή και στον άνθρωπο τάξη του πνεύματος που συνένωνε λογική και περιβάλλοντα κόσμο.
Αυτό οδηγούσε στη μη υποτίμηση του φυσικού περιβάλλοντος, στην αντικατάσταση της θρησκευτικής υπακοής με τη λογική ευθύνη, και τέλος στη καλλιέργεια μιας πρώτης μορφής επιστήμης και τεχνικής.
Αυτή βέβαια η μορφή τεχνικής εμφάνιζε καίριες διαφορές από την τωρινή μορφή της. Αυτό γιατί πέρα από τις όποιες τεχνικές διαφοροποιήσεις της εποχής και του τότε καταμερισμού της εργασίας, όπως επίσης και λόγω του θεσμού της δουλείας που καθιστούσε μάταιη την πλήρη ανάπτυξη της μηχανικής, ήταν διαφορετικός, όπως είδαμε συνοπτικά παραπάνω, ο τρόπος θέασης της φύσης ήταν διαφορετικός, αφού δεν υπήρχε διάθεση επιβολής του ανθρώπου σε αυτήν δια της δύναμης όπως έγινε αργότερα.
Πιο συγκεκριμένα, η σύνδεση και η κοινή πορεία μεταξύ φύσης και ανθρώπινου πνεύματος, ως κοινή συνιστώσα ενός έλλογου σύμπαντος, οφειλόταν στην πίστη σε μια σχεδόν ημιθρησκευτική ενότητα μεταξύ κόσμου και θείου θελήματος, το οποίο εκφραζόταν από ένα πολυποίκιλο και πλουραλιστικό σύνολο θεών και θεοτήτων.
Αυτοί οι θεοί και οι θεότητες μάλιστα, συνδέονταν με εκφάνσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας, όπως η εργασία, οι εμπορικές σχέσεις και η συντήρηση των όποιων επαγγελμάτων, χωρίς να καταπέφτει βέβαια η τότε θρησκευτική πίστη σε έναν άσκοπο υλισμό και υμνολόγηση της πρακτικής εργασίας, όπως μαρτυρά η κάπως υποτιμητική θέση του Ηφαίστου, του θεού των τεχνιτών μέσα στο πανόραμα της παραδεδομένης από τότε μυθολογίας.
Δομήθηκε έτσι, μια θρησκευτική τάξη που δεν ταυτιζόταν με μια άμεση επιβολή κάποιου απόλυτου θεού, όπως σε πολλές άλλες θρησκείες, αλλά αντιθέτως βασιζόταν σε μια κοινή σχεδόν δημοκρατική αλληλοσυμπλήρωση. Με την οποία παρατηρούμε να συνδέεται όχι μόνο η ορφική πίστη, με τον μυστικιστικό και λυτρωτικό της χαρακτήρα, αλλά και η αρχαία τραγωδία, μέσω της υπέρβασης των άμεσων γεγονότων και φαινομένων - με σκοπό την προσέγγιση ενός πιο εκστατικού πεδίου της πραγματικότητας.
Όλα αυτά, βέβαια, κάτω από το φως της ύπαρξης μιας «κοινής ευπρέπειας», κατά τον φιλόσοφο, εντός της συλλογικής ζωής που δεν συνέδεε δεοντολογικά αλλά οργανικά την επιστήμη, την ηθική, τη θρησκεία και τέλος την καλαισθησία.
Επίσης, η επιστήμη συνδεόμενη τόσο με την πολιτική όσο και με τη φιλοσοφία, και κυρίως με την τέχνη, δεν ήταν προσανατολισμένη σε μια άσκοπη χρησιμοθηρία, αλλά αντιθέτως στηριζόταν, σε θεωρητικό επίπεδο, σε μη αλληλογκρουόμενα και αλληλοκαταρριπτόμενα μεταξύ τους αξιώματα που στόχευαν σε μια πιο ουσιώδη και όχι συνεχώς μεταβαλλόμενη πρόσληψη της πραγματικότητας.
Λόγω αυτού, δεν υπήρχε σκοπός ανάπτυξης ενός κατεξοχήν τεχνικού πνεύματος, με τη σύγχρονη και πιο ευρεία κλίμακας μορφή, στην αρχαιότητα. Καθώς, η κατεύθυνση της τότε κοσμοαντίληψης προσανατολιζόταν προς την τοποθέτηση του ανθρώπου εντός του έξωθέν του περιβάλλοντος, τόσο κοσμολογικά όσο και οντολογικά και όχι αυστηρά ιστορικά και χωροχρονικά, αφού ο σκοπός ήταν η σύζευξη με τη σταθερή ουσία του Είναι του Κόσμου και όχι με το Γίγνεσθαι των παρερχομένων γεγονότων.
Υπήρχε βέβαια, κατά τον συγγραφέα, και ιστορική εξήγηση σε πρακτικό επίπεδο αυτής της στάσης. Πρώτα από όλα, αυτή η κοσμοαντίληψη και η αντίστοιχη κοσμοεικόνα της είχαν τις πρακτικές ρίζες τους σε μια κοινωνία όπου επιτελούνταν μεγάλη χρήση ζώων και δούλων.
Καθότι η αρχαία ελληνική κοινωνία όπως και πολλές άλλες κοινωνίες της εποχής προέκυψαν από τη βίαιη εγκατάσταση νομάδων σε ξένες περιοχές, ερχόμενοι αυτοί εν τέλει σε ώσμωση με τους ντόπιους (εννοώντας ο συγγραφέας μάλλον τους Ινδοευρωπαίους), και στη συνέχιση αυτής της επιθετικής πρακτικής κατά τα ύστερα χρόνια της αρχαίας αποικιοποίησης κατά των ηττημένων ή κατεκτημένων εχθρών – όπως παρατηρείται και με την περίπτωση της Ρώμη η οποία βέβαια λόγω ακριβώς της αυτοκρατορικής και ημιοικουμενικής δομής πάνω στην οποία αναδιαρθρώθηκε, υπήρξε αλλοτρίωση του όλου αυτού συστήματος παραγωγής.
Όπως είναι λογικό μέσα σε μια τέτοιας μορφής κοινωνία, όπου υπάρχει διαστρωμάτωση και καταμερισμός εργασίας και ταυτόχρονα η σκληρή δουλειά επιτυγχανόταν λόγω της συνέργειας δούλων και ζώων, η σχόλη και η απέχθεια για τη σωματική εργασία και την εύρεση καλύτερων τεχνικών υποδομών ως βοηθητική συνθήκη τεχνικής εξέλιξης των επιτελούμενων εργασιών, ήταν κάτι δεδομένο, δημιουργώντας κατά κύριο λόγο μόνο συσχετιζόμενες με τον πόλεμο, την υδροδότηση και την ανατροφοδότηση με πρώτες ύλες (βρώσιμες ή μη) εφευρέσεις.[ii]
- Η πορεία προς τη σύγχρονη τεχνική και τα κύρια χαρακτηριστικά της
Στη Δύση τόσο λόγω της κατάρρευσης του εκεί τμήματος της αυτοκρατορίας όσο και λόγω της πολιτικοκοινωνικής αναρχίας που ακολούθησε, υπήρξε μια έντονη διαπάλη μεταξύ καθολικής εκκλησίας του Πάπα (ως κληρονόμου εν πολλοίς της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας στο ιταλικό διάτμημα) και των νέων ηγεμόνων που αναδύθηκαν στην περιοχή.
Αυτή εκφράστηκε, βέβαια, κατά κύριο λόγο και στον τρόπο θέασης από πλευράς καθολικής εκκλησίας του κόσμου, ως ενός πεδίου όπου ο θεός δεν αποκάλυπτε την χάρη του εύκολα παρά μόνο επιλεκτικά και δια της διαμεσολάβησης του παπικού ιερατείου.
Λόγω αυτού, ο άνθρωπος καθίσταται ανήμπορος να αποκτήσει προσωπική επαφή με τη θρησκεία και έτσι στρέφεται κυρίως στις πρακτικές καθημερινές εργασίες, στο εμπόριο, στην επιστήμη και τέλος στην τέχνη. Απορρίπτοντας βέβαια, όπως θα δούμε στην συνέχεια, σταδιακά ακόμη και την ίδια τη θρησκεία ως μεταφυσική αρχή.
Πως όμως φτάσαμε από αυτή τη δικαίωση της εργασίας από την καθολική εκκλησία στη μορφή του σύγχρονου υπερ-ορθολογικού τεχνικού πνεύματος, το οποίο εν τέλει εκκοσμίκευσε τα στοιχεία αυτά της καθολικής θεολογίας;
Κατά τον συγγραφέα αυτό πραγματοποιήθηκε χάρις σε μια σταδιακή και οργανική πορεία που επιτελέστηκε εντός του δυτικού πολιτισμού, παράγωγο της οποίας ήταν το τεχνικό πνεύμα ως βασικό απότοκο της Κοσμοαντίληψής του.
Για να το κατανοήσουμε, όμως, αυτό πρέπει να αναλύσουμε διεισδυτικότερα το ζήτημα της εργασίας και των πρακτικών έργων, που προαναφέραμε. Η καθολική εκκλησία, λοιπόν, επιβράβευε τη χειρωνακτική εργασία καθόσον αυτή η πρακτική σταθεροποιούσε την καισαροπαπική εξουσία της και καθιστούσε τους πιστούς αρκετά πιο συμβατικούς με τις επιταγές της.
Μέσα σε αυτό το σύστημα υπακοής και ενθάρρυνσης της υλικής παραγωγής του πρακτικού έργου έναντι της πνευματικής ενασχόλησης, που ούτως ή άλλως αφορούσε τα μοναστήρια, διαβλέπουμε στοιχεία του μετέπειτα αυστηρού προτύπου εργασίας των εργοστασιακών εγκαταστάσεων, με τον σχεδόν απόλυτο, ταξικό και ως έναν βαθμό αμετάβλητο διαχωρισμό, των ενταγμένων εντός μιας κάθετης ιεραρχίας αρμοδιοτήτων.[iii]
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι μετέπειτα αλλαγές που επήλθαν εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και η επακόλουθη αμφισβήτηση ακόμη και των ίδιων των τότε προϋπαρχόντων μεταφυσικο-πολιτικών θεμελίων δεν άλλαξε τη θεμελιώδη αυτή κοινωνική σύνθεση και λογική.
Αργότερα, ακολουθεί η πρώτη ρήξη με το επίσημο θρησκευτικό δόγμα μέσω της Αναγέννησης. Μετά την Αναγέννηση ακολούθησε η Μεταρρύθμιση, η οποία επί της ουσίας συντέθηκε από κάποιες τάσεις εντός των θρησκευτικών κύκλων της περιφέρειας, με προεξέχουσες μορφές τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, και είχε ως σκοπό όχι μόνο την αλλαγή της επίσημης έκφρασης του δόγματος αλλά και της ίδιας της καθολικής εκκλησίας, ως τέτοιας.
Αυτό, όμως, που άλλαξε μέσα από τη σύγκρουση που επέφερε αυτή και κυρίως μέσω των αυτόνομων ρευμάτων του καλβινισμού, πουριτανισμού και αγγλικανισμού τα οποία γέννησε, ήταν ότι δόθηκε ακόμη μεγαλύτερη επικέντρωση στην εργασία χωρίς όμως τη διαμεσολάβηση ενός αυστηρού ιερατείου, ή ακόμη και αν υπήρχε αυτό δεν αναμειγνυόταν τόσο πολύ στα πολικά ή κοινωνικά δρώμενα.
Ο απλός άνθρωπος και η εργασία του, λοιπόν, «εξαγιάζονται» και δεν θεωρείται η δεύτερη πλέον «αναγκαίο κακό», αλλά αντιθέτως μια βασική προϋπόθεση ενός έντιμου βίου, όπως τον όριζε η θεία μοίρα. Καθώς η θεία θέληση επειδή ακριβώς δεν μπορεί να γίνει γνωστή στον άνθρωπο, αυτός ο τελευταίος δεν πρέπει να προσπαθεί συνεχώς να την ερμηνεύει, πράγμα στην τελική αδύνατο και ίσως βέβηλο για τότε. Έτσι, καθίσταται πρέπον για αυτόν να επικεντρώνεται στην καθημερινή εργασία του που είναι το μόνο σίγουρο και σταθερό δεδομένο της ζωής του, προσφέροντάς του κοινωνική άνοδο και ευδαιμονία.
Οι προοπτικές της ανέλιξης αυτής βασιζόντουσαν, εξάλλου, σε απτά δεδομένα οικονομικής μεταβολής, καθώς τότε, ειδικά στο αγγλοσαξωνικό κόσμο, παρατηρείται μια έντονη συμμετοχή των πολιτών εντός των πολιτικοκοινωνικών δρωμένων, συσσώρευση μέσω των γεωγραφικών «ανακαλύψεων» στο Νέο Κόσμο ιδιωτικού κεφαλαίου και τέλος δημιουργία μιας αυτοδημιούργητης πρώιμης μεσαίας τάξης, η οποία ασκούσε ελεύθερα επαγγέλματα, μη συνδεδεμένα με την αγροτική παραγωγή.
Σε αυτό το πλαίσιο για να πετύχει ένας άνθρωπος την προσωπική του ευμάρεια, θα έπρεπε να απέφευγε, τις διασκεδάσεις, να επιδείκνυε συστηματική επιμέλεια, πνεύμα οικονομίας (φειδώ), και τέλος σκληρότητα στην εργασία του (τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους τυχόν εργαζόμενους που έχει υπό την εποπτεία του). Οι βάσεις για την απόλυτη ρήξη με την πίστη σε έναν απόλυτο θεό στο επέκεινα είχαν λοιπόν μπει στις ράγες τους και το τεχνικό πνεύμα μαζί με την επιστήμη, η οποία πλέον είχε αποκτήσει μια πιο εμπειρική-πειραματική διάσταση, ήταν έτοιμα να συγκρουστούν πλήρως με τον μεσαιωνικό κόσμο.[iv]
Η σύγκρουση αυτή ήρθε στο τέλος μέσα στους επόμενους αιώνες κατά την διάρκεια της αποκρυστάλλωσης και της έξαρσης του κινήματος του Διαφωτισμού, που επέφερε επαναστατικές αλλαγές με τις ριζοσπαστικές προτάσεις του περί δημοκρατίας, ισότητας, ελεύθερης έκφρασης, κρατικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων και τέλος άρσης των μονοπωλίων με σκοπό τη συμμετοχή του πολίτη στην άμεση παραγωγή, που ειδικά μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης πήρε νέες διαστάσεις.
Αυτή η κατάσταση γέννησε επίσης και τη λεγόμενη σύγκρουση μεταξύ «λογικής και μεταφυσικής πρόληψης». Βέβαια, σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι στοιχεία που συναντάμε στον χριστιανισμό, όπως η πίστη σε έναν μελλοντικό ερχόμενο κόσμο και η αισιοδοξία ότι θα επικρατήσει μια νέα εποχή λύτρωσης, η οποία τώρα απέκτησε τη μορφή μιας χωρίς όρια ύμνησης τους παρόντος, ενώθηκαν κάτω από τις επιταγές ενός προοδευτικού ορθού λόγου, ο οποίος διακήρυττε ότι μέσω της μόρφωσης ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να αφήσει πίσω του την οπισθοδρόμηση του παρελθόντος και να προχωρήσει στη νέα εποχή.[v]
Αυτή λοιπόν η νέα εποχή, όπως διαφαίνεται, ταλαντευόταν από τους ρυθμούς της γρήγορης βιομηχανικής ανάπτυξης και των νέων μηχανών, των οποίων η γρήγορη προοδευτική κίνηση προς τα εμπρός έδωσε ένα ανάλογο μελλοντολογικό και εκκοσμικεύμενο χαρακτήρα στο τεχνικό πνεύμα της Δδύσης. Κατά αυτόν τον τρόπο το τεχνικό πνεύμα από την πρώιμη αισθητική των καθεδρικών γοτθικών ναών που συμβόλιζαν κατά βάθος μια πρώιμη βαβελ-ική νίκη του δυτικοευρωπαίου απέναντι του θεού, έφτασε μέσω των νέων εφευρέσεων του ρολογιού, του χάρτη, του νερόμυλου και τέλος της ίδιας της μηχανής στη μετατροπή της φύσης σε ενέργεια, παρέχοντας μια νέα μαξιμαλιστική αισθητική προσέγγιση του, διασπασμένου εργαστηριακά σε αναλυόμενα στοιχεία από την επιστήμη, περιβάλλοντος.[vi]
Επιπροσθέτως, αυτή η κατάσταση οδήγησε τέλος στο να εξελίξει ο τεχνικός άνθρωπος των μεγαλουπόλεων και μια ανάλογη γλώσσα συμβόλων-τοτέμ, με προεξέχοντα τον όρο «πρόοδο», μέσω των οποίων επέστρεψε σε μια αρχικά λησμονημένη αλλά πάντα παρούσα πάλη του ανθρώπου με τη φύση, με σκοπό όμως αυτή τη φορά να την καθυποτάξει πλήρως.[vii]
Συμπεράσματα
Κλείνοντας, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος αποτέλεσε μια σπάνια περίπτωση ενός ανθρώπου που έστρεψε τον φιλοσοφικό του στοχασμό προς μια γνησίως καλλιτεχνική και αισθητικοποιημένη μορφή ανάλυσης του τεχνικού-τεχνολογικού φαινομένου, ως παράγωγου της ενιαίας και οργανικής τάσης όλων των εκφάνσεων της εκδηλούμενης κοσμοαντίληψης ενός πολιτισμού.
Έτσι, οι συγκρίσεις που επιτέλεσε ανάμεσα στην αρχαιότητα και τους κληρονόμους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε ανατολή και δύση, δεν έγινε με σκοπό κάποια μορφή ένδειξης κάποιας άστοχης και συνηθισμένης στην τότε εποχή από απλοϊκά μυαλά, ελληνοκεντρικής προσέγγισης της ιστορίας.
Αντιθέτως, με γνώμονα ότι τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα ως σύνολο έχουν κάποια άμεση σύνδεση και διαφοροποιήσεις, προσπάθησε να σκιαγραφήσει τις διαφορές καθώς και το πώς οδηγηθήκαμε στο νέο πνεύμα αυτό ερμηνείας της τεχνικής προόδου και της μηχανής.
Αυτή η γενεαλογική έρευνα είναι σημαντική γιατί η παγκοσμιοποίηση αυτού του τεχνικού πνεύματος, το οποίο τράβηξε μετά τον Β’.Π.Π. όλο τον κόσμο προς τα δίκτυα του, με αποκορύφωμα τον 21ον αιώνα στον οποίο διαβιούμε και το οποίον δεν πρόλαβε να δει ο συγγραφέας να ανατέλλει· καθώς και η ανάδυση του μετα-καταναλωτικού American way of life επέφεραν ένα νέο κοινωνικό πρότυπο, το οποίο ενδεδυμένο με τον χιτώνα μιας νεόκοπης πίστης στην πρόοδο, αισθητικοποιείται μέσω των νέων μορφών γρήγορης παραγωγής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κατά τον συγγραφέα, ο άνθρωπος δεν νοείται ότι πρέπει να γυρίσει πίσω τον χρόνο, ούτε να σταματήσει την κίνηση αυτή, μέσω μιας στάσιμης αποτελμάτωσης, δεν θα ήταν εξάλλου αυτό δυνατόν.
Αντιθέτως, το ζήτημα που μας θέτει ο Κυριαζόπουλος μπορούμε να πούμε ότι κατά βάθος είναι να επιλέξουμε μεταξύ της απώλεσης της ανθρωπινότητάς μας και της μετατροπής μας σε έναν απλό ψηφιοποιημένο και απορροφημένο από την τεχνολογία κάτοικο του σώματός μας και της επαναφοράς ή και ανύψωσης του συλλογικού μας πνεύματος σε άλλες βάσεις πιο κοντά σε μια μορφή ειρηνικής συνύπαρξης του ανθρώπου με τον βιολογικό εαυτό του, ως έχει και με εκδήλωση ανάλογου ελέγχου και εξανθρωπισμού της απρόσωπης δύναμης της τεχνολογίας, μέσω της αλλαγής της αισθητικής προσέγγισής μας περί του φυσικού κόσμου και της ζωής.
Σημειώσεις
[i] Η παρούσα μελέτη είναι μέρος εισήγησης, με αρχικό τίτλο «Οι θέσεις του Σπύρου Κυριαζόπουλου σχετικά με την καταγωγή και τη φύση της σύγχρονης τεχνικής», η οποία εκφωνήθηκε στο πλαίσιο του «Συνεδρίου για την Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας στη Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα 1821-2021», που πραγματοποιήθηκε στο ΙΦΕ (Τμήμα Ιστορίας της Φιλοσοφίας της Επιστήμης) του ΕΚΠΑ στις 9 -10 Σεπτεμβρίου 2021.
[ii] Βλ. Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1965, σσ. 38-80, passim.
[iii] Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, σσ. 156-163, passim.
[iv] Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, σσ. 167-171, passim.
[v] Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, σσ. 135-138, passim.
[vi] Σπύρος Κυριαζόπουλος, Ενώπιον της τεχνικής, Γρηγόρη, Αθήνα 1971, σσ . 110-111.
[vii] Βλ. Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η σημερινή γλώσσα: η γλωσσολογία της τεχνικής, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1964, κεφ. ΧΙ «Η γλώσσα της τεχνικής δημοκρατίας».
* Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Ε.Κ.Π.Α.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Γυναίκα που κρατάει ζυγαριά", 1664) είναι έργο του, ολλανδού, Γιοχάνες Βερμέερ.