Οι Καλοί Κακοί και το Πέρα από το Πέρα

5
1077

Περιβάλλουμε τον εαυτό μας με σημαντικότητες γιατί φοβόμαστε να τον δούμε μόνο, να κάνουμε την νεκροψία. Είμαστε καλοί που κάνουνε κακά πράγματα. Ό,τι και να κάνουμε, είμαστε καλοί, αν είναι καλός, εντέλει, ο - δυσανάδειχτος - λόγος της υπάρξεώς μας. Και βλέπουμε, ρεαλιστικά, πως ποτέ δεν υπήρξε θεωρία περί «κακολογίας» της ύπαρξης, αλλά μόνο περί του «έως πού» μπορεί να εργαστεί κανείς το νόημά της.

Για να καταλήξεις στο ότι η ζωή είναι άνευ νοήματος πρέπει να είσαι είτε σε φάση περικάλυψης κάποιας κακομοιριάς σου είτε κλινικά καταθλιπτικός. Και το να καταλήξεις δε ότι η ζωή είναι κάτι το κακό και περιττό, σημαίνει είτε (περί εσού) ότι η απόγνωσή σου σε οδηγεί από την αυτοκαταστροφή έως την αυτοκτονία, είτε (περί άλλων) ότι είσαι δυνάμει δολοφόνος, και - σε ευρεία κλίμακα - γενοκτόνος. Είναι άρρωστη οποιαδήποτε θεωρία κατά την οποία κάποιος περισσεύει• είναι μία κακιά θεωρία, ενός εν δυνάμει αγίου όντος.

Κακός είναι μόνο αυτός που ξέρει την αλήθεια κι αντιστέκεται. Μόνο αυτός μπορεί να είναι τέτοιος, εκτός, πάλι, αν υποφέρει για την αντίστασή του αυτή (σημαίνει ότι, όπως και να 'ναι, ο νους του είναι στραμμένος στο καλό). Γι' αυτό και κακό είναι το ψέμα - ή η παθητική τύφλωση ως προς την αλήθεια - και το ψέμα είναι το μη ον, γιατί δε μετέχει της έλλογης «του παντός διοικήσεως». Έτσι, ως ψεύτες-τυφλοί καλοί, μόνο το κακό προσπαθούμε να αποφύγουμε, να γλιτώσουμε, να προαποτρέψουμε, να μην δούμε. Το κακό όμως, εδώ εννοούμε πως είναι η αποφυγή της αλήθειας περί του κακού μας - του δικού μας - εφόσον η αποφυγή του έξωθεν κακού (ενός οποιουδήποτε δεινού που επρόκειτο να κάνει τη ζωή μας μαύρη) είναι κάτι το φυσικό, κάτι το α-ήθικο, κάτι το ούτε καλό ούτε κακό. Το τί είναι όντως κακό όμως (και συμβαίνει για «το κακό» μας), έχει πάλι να κάνει με το πώς βλέπουμε-ζυγίζουμε τα πράγματα προσωπικά.

Είναι ένα κακό πράγμα λοιπόν, η αποφυγή της αλήθειας - περιεκτικό των «μυρίων που έπονται» (Σοφοκλής) - που κάνουμε καλοί όντες. Κατά την αποφυγή της αποφυγής αυτής, έχουμε, μέσα μας τη συνείδηση, έξω μας τη συνείδηση των άλλων που ενισχύει την πρώτη. Συνείδηση είναι ο πρώτος βαθμός ενός θείου ελέγχου, ενός πολυώροφου καθαρτηρίου που προσδίδει ακριβώς αυτή την νοηματοφόρο και νοηματοποιό προοπτική της ύπαρξής μας• καλό είναι να την αφήσουμε να μας ελέγχει, έως και τον αναβαθμό να αποζητάμε αυτόν τον έλεγχό της με κάθε μέσον. Αποτέλεσμα των μισούντων τους ελέγχους του καλού: αφροσύνη (Παρ. 12,1).

Τον κακό που βλέπουμε - τον άλλο, όχι «τον δικό μας» - τον αγαπάμε κατά βάθος. Ότι «πρώτην φωνὴν τὴν ὁμοίαν πᾶσιν ἴσα κλαίων», ο κακός υπάρχει κι αυτός σε αυτή «την ὁμοιοπαθῆ γῆν» (Σοφ. Σολ. 7,3). Είναι καλός κι αυτός• δε ξέρει τί του γίνεται, και, όπως εμείς, δεν υπάρχει «κατά φύσιν» ως τέτοιος (Ιω. Δαμασκηνός).

 

*


Όλη η προσωκρατική φιλοσοφία λέει ότι οι αισθήσεις μας εξαπατούν (στους τόμους του Diels-Kranz, συναντάς τη φράση αυτολεξεί δεκάδες φορές). Κι όλη η μετέπειτα φιλοσοφία, όμως, το ίδιο λέει. Έμμεσα και άμεσα, αυτό μας λέει ότι το πρόβλημα του ανθρώπου, που ακριβώς αναστοχάζεται τον εαυτό του και τον κόσμο, είναι ότι δεν είναι εκ των προτέρων εκεί που θέλει να πάει, δεν είναι ο εαυτός του ποτέ, δεν είναι «στατικά νερά» (καταντούν δηλητηριώδη, απόσιμα, αφιλόξενα) η ζωή του, συνεπώς οποιαδήποτε αισθησιακή πώρωση τον υποτιμά (με το να την υπερτιμά ο ίδιος και τα πρότυπά του). Οι εσχατιές της αυτής θεώρησης, βρίσκονται στον Μάξιμο τον Ομολογητή και γενικότερα στον «ανθρωπολογικό αποφατισμό» της μυστικής θεολογίας (π. Ν. Λουδοβίκος, Ψυχανάλυση και Ορθόδοξη Θεολογία): ο άνθρωπος «δεν είναι μόνο η ψυχή του, το σώμα του, το άθροισμα των δύο• είναι κάτι το οποίο ξεπερνά συνεχώς οτιδήποτε μπορούμε να πούμε για ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο πλάσμα».

Το κλειδί είναι ο αγώνας και η αγωνία, είναι η θέληση της πραγμάτωσης του ιδανικού. Δηλαδή, από την ανάκαμψη εκ της ψευδολογίας, στην ανάπτυξη της αληθειοδρομίας. Όλο το θέατρο της δήθεν, καλουμένης καλής ή κακής, σημαντικότητάς μας είναι τείχη, που το κλειδί αυτό δεν χρειάζεται (γιατί δεν μπορεί, δε δουλεύει εκεί) να προσπαθήσει ν' ανοίξει, αλλά απ' τις πόρτες (πηγές γνώσης - δυνάμει ανοιχτές) και τα περάσματα (ίδιον βίωμα κι αντίληψη - κατά χάριν ανοιχτά), ο «αγωνιών» διαπερνά τους ου-τόπους, βαδίζοντας προς την ένδειξη-ενσάρκωση μιας χάριτος ζωής, μιας «καλής λίαν» κατάστασης (προσωπικής) που επαγωγικώς μιλά εύγλωττα για την «καλήν λίαν» κατάσταση του παντός, που παραγωγικώς μιλά για την προηγούμενη.

 

*


Ένας έδειξε, κάποτε, πώς η φιλοσοφία είναι φυσιολογική: υπάρχει Θεός, άρα υπάρχει Πρόνοια, άρα υπάρχει Σοφία, άρα υπάρχει θέληση για Σοφία, άρα υπάρχει ο ανθρωπο-λογικά «φίλος» της - ένα της - άνθρωπος-φιλόσοφος (Μ. Ψελλός via Β. Τατάκης, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία). Έτσι λοιπόν και η ασοφία μας, ανακολούθως της κλίμακος αυτής, είναι φυσική, με την έννοια ότι παράγει φυσικώς τα παραφύσιν δεδομένα της: δεν υπάρχει Θεός (στη πεποίθηση-ζωή μας), Πρόνοια (ανώτερος από τον δικό μας σκοπός), Σοφία (ανώτερος από τον δικό μας προγραμματισμός), άρα το άτομο «σκοπεύει», μόνο του, εδώ κι εκεί, το ένα και το άλλο, περιβάλλοντας το μετέωρο (υποκείμενο, αντικείμενο, θεωρία) με στέρεα επιχειρήματα κανονικότητας: αφύσικο, άσοφο, άσκοπο, άθεο, «φυσικώς». Η φιλοσοφία δεν είναι εφικτή εν αθεϊσμώ, ενώ, αντιστρόφως, εν ελληνοχριστιανισμώ τουλάχιστον, συνουσιάζεται με τη θεολογία (βλ. Απ. Παύλο, Μ. Ομολογητή κ.ά.).

Μπορεί να λέμε πολλές αλήθειες μέσα σ' ένα ψέμα, αντιλαλούντες τον αέρα στον αέρα, να πείθουμε ο ένας τον άλλο ότι πρόκειται περί «σοβαρών» (θεωριών και προσώπων). Μπορεί να πιστεύουμε ότι ο ιδανικός άνθρωπος είναι τέτοιος ως «αεροθάλαμος» (Ζ. Λορεντζάτος, Ο Σωκράτης Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα). Όλα είναι μια αίρεση ως προς το πώς τα σέβεσαι, αλλιώς θα σεβόμασταν ολοκληρωτικά είτε ένα παράδεισο, είτε μία κόλαση και θα είχαμε ξεμπερδέψει. Τώρα - σύγχρονη εποχή-κοινωνία-«φιλοσοφία» - είμαστε απλά «όπου φυσάει ο άνεμος», χαμερπή-πετούμενα έρμαια κάθε τέτοιου, που κατά κανόνα φυσάει προς τα εκεί που προμηνύεται ατομικό συμφέρον. «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλ. 145,3).

Είναι φυσικό να κυνηγάμε το συμφέρον μας έκαστος, απλά είναι παραφυσικές οι προσεγγίσεις μας περί αυτού. «Το βλέπουμε ολόγυρά μας και δε θέλομε να το παραδεχτούμε πως, με τούτα και με τα άλλα, κατάντησε σήμερα να λέγονται ανθρωπιστές αυτοί που δεν δίνουν δεκάρα για τον άνθρωπο, ή μάλλον που δίνουν τον άνθρωπο για μία δεκάρα», γράφει ο Λορεντζάτος (Διόσκουροι/2. Δ. Καπετανάκης). Αρμολογώ το τελευταίο για να συνοψίσω το πώς λέμε σήμερα (ανθρωπιστές) τους κακούς, που είναι καλοί βέβαια, αλλά όχι δυνατότεροι της βολεψιάς και του σκανδαλισμού τους, με αποτέλεσμα να κάνουν «κακά πράγματα». Απ' ό,τι φαίνεται, έχει ευλογία - «μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. 5,39).

 

*


«Αλήθεια είναι ο κορμός», είπε ένας Αρχαίος Κινέζος Κριτικός (περί κειμένων) και Ποιητής (Lu Chi, Wen Fu), ή και ο Όμηρος, ο Ηράκλειτος, ο Αισχύλος, ο Επίκτητος, η γιαγιά σου ίσως, ο Χριστός (όντας ο «κορμός»). «Αλήθεια, μία είναι, και πολυσχιδές το ψέμα», συμπληρώνει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (P.G. 35, Λόγοι 30,20). Ο Όμηρος, ο Θεολόγος και η γιαγιά σου, ενδέχεται να μην αποσπάστηκαν απ' τον κορμό αυτό, να μην έμειναν στο στάδιο όπου κοιτάζεις και αδικοφορτώνεις τοίχους, για πολύ ή λίγο. Όλοι οι άνθρωποι, ούτως πολιτευόμενοι, σε σχέση με τους άλλους, που είναι «φύσει μόνο καλοί» όπως είπαμε, είναι παράλληλα και αγωγοί και μύστες στην καλότητα του κόσμου (της αλήθειας).

Μη ξέροντας τον «κορμό» (το νόημα της ζωής) οι καλοί μοιάζουν κακοί, όταν ασχολούνται με το «πόσο καλοί» είναι, και οι κακοί είναι καλοί, αν τυχόν ασχολούνται με το «πόσο κακοί» είναι και παλεύουν για μία αναβάθμιση. Γενικότερα, η ψυχολογία έχει εντοπίσει πως «όλοι», στρατηγικά, ψάχνουν (ψάχνονται) για διαπιστευτήρια των πεποιθήσεών τους και μόνο, καθώς και για τα αντίστοιχα που καταρρίπτουν τις αντίθετες (στις εφημερίδες που διαβάζουν, στις εκπομπές παρακολουθούν, στους επιστήμονες που διαλέγουν να συμβουλευτούν κτλ./βλ. Confirmation Bias και Cognitive Dissonance - Leon Festinger). Γι' αυτό και όλοι - κακοί-καλοί και καλοί-κακοί - είναι κακομοίρηδες, κατά κάποιο τρόπο∙ είναι τέτοιοι όλοι αυτοί που δεν βλέπουν ότι τίποτα δεν είναι κανενός γιατί όλα είναι όλων, ότι τίποτα δεν είναι ένας μόνος του γιατί, δυνάμει, ολόκληρη η κτίσις δικαιώνεται (ή όχι) εντός του. Είναι σίγουρα επίπονη μια τόσο ρευστή πραγματικότητα, αλλά η κακομοιριά είναι μια  ψευδολύση ανακούφισης που λειτουργεί μόνο στην «παρεούλα» μας (μια μορφή άρνησης της μοναξιάς και νεκροψίας, βέβαια).

Εγώ «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» (fr. 101) και τα έμαθα όλα, υπονόησε• είδε τον εαυτό του μόνο του, είχε τ' άντερα να κάνει τη νεκροψία, να απεκδυθεί τους κοινωνικούς προσδιορισμούς (ήταν βασιλόπαιδο, για όσους δε το γνωρίζουν). Γι' αυτό ήταν κακός για κάποιους ο Ηράκλειτος. Αλλά εννοούσαν άβολος, δειλοί όντες. Εκείνος, έφυγε από την κοινωνία, ασκήτεψε, βυθίστηκε στον εαυτό του, όχι στη φαντασία του (ή των άλλων). Κι όντως καλοί είναι όλοι (έχοντας την δυνατότητα της αυτογνωσίας, όπως είπε μετά/fr. 116), και καλός Αυτός που μιλάει την παρουσία (ή απουσία) του μέσα από τους πάντες τους. Αυτόν να ακούμε (τον Λόγο) λέει ο φιλόσοφος (fr. 50) και θα διαπιστώσουμε τί εστί τί.

Ο μόνος τρόπος να μην είναι κακομοίρης κάποιος - κι αυτό με κάθε πιθανή του έννοια (κυριολεκτική και μεταφορική-χλευαστική) - είναι να βρει το δρόμο στου οποίου το τέλος είναι οι καλοί και το καλό: οι καλοί πάντες, πάντα τα φαινόμενα (ἁρμονίη ἀφανὴς/fr. 54), κι όσα είναι ακόμα πιο πέρα και από τα φαινόμενα κι από το «πέρα» τους που αντέχουμε. Αυτό το πιο «πέρα κι απ' το πέρα» είναι ό,τι πιο «εδώ» υπάρχει, ό,τι νιώθουμε ότι πάντα μας διαφεύγει. Αυτό κάνει «το εγώ» να είναι «ένας άλλος» (A. Rimbaud). Αυτό είναι η απόδειξη κι επίδειξη πως «η συνείδηση δεν χωράει τη ζωή μου» (Γ. Σαραντάρης). Κι ό,τι είναι τόσο «εδώ» με το στανιό (δικές μας θεωρίες), συνήθως απουσιάζει σε βάθος χρόνου κι επιζεί την ανυπαρκτότητά του. Κι όταν τύχει και ένας «άλλος τόπος» διαλύσει τον δικό σου (αυτά που είναι τόσο πολύ «εδώ», δήθεν), κι απεκδυθείς την ύβρη που φοράς και μεταφέρεις και ποτίζεις - όσο φοβάσαι να σε δεις μόνο, να κάνεις τη νεκροψία, να σε δεις ως εν δυνάμει έχεις, να σε δεις μέσα στο καλό που φυσικά περιβάλλει τις αφύσικες αυτοπεριβολές σου - πρέπει να έχεις το σθενικό ανάχωμα, να ψυλλιαστείς - αν δε μπορείς να είσαι σίγουρος «εξαίφνης» - πως μία ευεργεσία σου συνέβη και υπάρχεις, κι οφείλεις να συνεχίσεις, να το χαρείς. Εν καιρώ η ευεργεσία γίνεται αισθητότερη και η χαρά αληθεύει χωρίς πολλά υποκατάστατα. Κι είναι καλά όλα αυτά, κι εσύ, επίσης, ό,τι κακό κι αν έκανες. Άρα, προς ατομικό και συλλογικό συμφέρον, σου εύχομαι αυτή την αίσθηση, κι ο Θεός μαζί σου προς τα εκεί.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (χωρίς τίτλο, 1962) είναι έργο του, αμερικανού, Gy Twombly.

5 Σχόλια

  1. Οι Κομφουκιανοί πιστεύουν σε 4 αρετές, ως τελείωση του ανθρώπου. Η κυριότερη είναι η Ανθρωπιά. Για κάθε μία, λένε, έχουμε ενδείξεις από τη νηπιακή ηλικία. Π.χ. η ένδειξη για την ανθρωπιά είναι η σπλαχνικότητα (δείτε τί λέει και η Γ. Γαβριηλία για τα παιδιά), η οποία με την καλλιέργεια οδηγεί στην πρώτη.

    Η ζωή πάντα ίδια ήτανε (εντός). Το πρόβλημα της μετανεωτερικότητας είναι η εκθετική, σε σχέση με παλαιότερα, διαιρερικότητα. Κι έτσι, αντιστρόφως ανάλογα, καλλιεργούμε την απανθρωπιά. Και μάλιστα πολλοί καλλιεργειτές της είναι της κατηγορίας που αναφέρει ο Ζ. Λ. Αλλά το να διαλέγεις ψυχές από ψυχές είναι εκ του πονηρού, και τις περισσότερες φορές ο ακτιβισμός π.χ., που είναι το πιο εκλεπτυσμένο παιδί όλων αυτών που δηλώνει ότι μισεί, δεν είναι άλλο από ένα βολικό κύκλο όπου το μίσος μας βρίσκει παρέα και Confirmation Bias (χαμένα παιδάκια με ή χωρίς πτυχία κι επιχειρήματα).

    Νομίζω κάνει καλό αυτή η κλιμάκωση της ηλιθιότητας και πως θα βοηθηθούμε στο να αποζητήσουμε τον κορμό, όσοι δε χάσουμε τα λογικά μας ανεπιστρεπτί. Κατά το ενδεχόμενο της απόλυτης κρίσης, τα πράγματα πάνε καλά λοιπόν. Και προτιμώ να ζήσω την κόλαση και να βγω συνειδητά στο φως, πάρα αυτή τη χλιαρότητα και νεύρωση γύρω από τις οποίες γυρίζει ο βίος του πρώην Υπουργού Μεταφορών και του Αντιστασία του συνθήματος (αυτοί οι δύο ήταν πάντα πολύ κοντά, εσωτερικά, αν και ο δεύτερος είχε πάντα πολλές περισσότερες ελπίδες για αναβάθμιση, ενώ ο πρώτος είναι η καμήλα που θα προσπαθήσει να περάσει απ’ τη βελόνα…).

    Υ.Γ. Αυτό το άρθρο γράφτηκε πριν το περιστατικό στα Τέμπη.

    Υ. Γ. 2. Ευχαριστώ για την ερώτηση, κ. Γεράσιμε.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ