Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
ήγουν, κείμενο χρησιμοθηρικό*, ευροφελές, θερμοφελές και...πυράντοχο
Οκτωβρίου 23 σήμερα. Καιρός βροχερός έως πολύ βροχερός, και η θερμοκρασία να πέφτει. Ανυπομονώ ν' ανάψω τη σόμπα με τα ξύλα. Δεν είναι μόνο που η υγρασία, η ψύχρα του δωματίου, το απαιτεί. Είναι και το ότι βρίσκω μια παράξενη(;) ευχαρίστηση στη σχέση που στήνω μ' αυτό το στοιχείο της φύσης. Κι έξι μήνες τώρα μου έχει λείψει. Αυτό το πράγμα: να την ανάβεις και μετά να τη φροντίζεις...ούτε πολύ ώστε να καίγεσαι ούτε και λίγο ώστε να κρυώνεις! Ούτε πολύ, να κινδυνεύεις ούτε και λίγο να σου σβήνει. Καμιά φορά, από απροσεξία, από βιασύνη, από το “έλα μωρέ”, να μη σου κάνει το χατίρι ν' ανάψει. Φέτος, έχω κι έναν λόγο επιπλέον να ανυπομονώ: θέλω να ελέγξω κάτι “βελτιώσεις” που έχω κάνει στο “σύστημα”. Θέλω να δω αν θα λειτουργήσουν έτσι πως το είχα σχεδιάσει.
Την είχα “τάμα” αυτή τη σόμπα. Όταν θα φτιάξω το “κελλί” μου, έλεγα, θα βάλω σόμπα με ξύλα. Ούτε τζάκι ούτε καλοριφέρ. Πέρσι την έβγαλα με μηδέν κόστος θέρμανσης. Ή μάλλον με το κόστος του πετρελαίου που χρησιμοποίησα για να προσάναμα και το κόστος της βενζίνης που έκαψα στο αλυσοπρίονο. Κάπου δέκα πέντε (15) ευρώ, δηλαδή, για είκοσι τετραγωνικά δώμα, κεραμοσκεπές, χωρίς διπλά τζάμια και μονώσεις.
Από πέρσι θέλω να γράψω ένα κείμενο για την ενέργεια και τους διάφορους τρόπους εξοικονόμησής της. Από πέρσι, γιατί δεν μπόρεσα να χωνέψω που τόσοι άνθρωποι έμειναν χωρίς ζεστασιά, σε κρύα παγωμένα σπίτια, μικροί μεγάλοι κουκουλωμένοι και χοντροντυμένοι, με ξυλιασμένα άκρα, να μη μπορούν να ησυχάσουν, να μη μπορούν να νιώσουν τη θαλπωρή της εστίας τους. Αντίθετα, εγώ πέρσι, την έβγαλα καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά. Η ξυλόσομπα με δυο τρία παλιόξυλα κόρωνε, μπουμπούνιζε, και αν δεν έκανα λίγο κράτει η θερμοκρασία έφτανε ψηλά κι άνοιγα τα παράθυρα μέχρι να ξαναπέσει.
Η πύρα της πείρας
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε χωριό. Τότε που οι άνθρωποι έμεναν σε σπίτια δύο δωματίων, πλην όμως ευρύχωρων, ψηλοτάβανων, με κεραμίδια και με πέτρινα ντουβάρια. Ανατολικομεσημβρινά κατά το πλείστον και με μιαν αυλή στην πόρτα τους, έστω και μικρούτσικη.
Μια ροδιά απαραίτητα, μια τριανταφυλλιά, η ροδακινιά, το αγιόκλημα, ένα παρτέρι γύρω γύρω, με διόσμους, βασιλικά, κανά κρεμμυδάκι, καμιά ντομάτα, καμιά πιπεριά, κανάν κατιφέ, ότι δεν πιάνει καρπούς το περιβόλι χωρίς την “σωστά διπλωμένη” παρουσία του. Δεν αποκλείεται, ενδεχομένως και τα λαχανικά να έχουν τους έρωτές τους.
Η κουζίνα του σπιτιού, που ήταν μάλλον μικρή, δεν ήταν πάντα μέρος του σπιτιού, ενώ η τουαλέτα πάντα ήταν στην άλλη άκρη της αυλής. “Μύριζε” το “μέρος”, λέγανε, και δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αφού, τότε τα χωριά αποκτούσαν δίκτυα ύδρευσης.
Τότε ακριβώς, όσοι είχαν απομείνει στην Ελλάδα και δεν είχαν μεταναστεύσει στις “παραδεισένιες” χώρες του Νορδικού Βορρά και του Νορδικού Νότου της Προηγούμενης Ημέρας, άρχισαν να βελτιώνουν την οικονομική τους κατάσταση, και κάνοντας “το σκατό τους παξιμάδι” αποφάσισαν να βάλουν την τουαλέτα “μέσα”, την κουζίνα δίπλα, και να προσθέσουν κανά δυο δωμάτια ακόμη για τα παιδιά, για τον παππού, για την γιαγιά, αναλόγως.
Το έκαναν με ό, τι υλικά βρήκαν, εκείνη την ώρα δίπλα τους, και με ότι “μυαλά” κυκλοφορούσαν....και “οπλοφορούσαν”. Αποτέλεσμα; “Σκότωσαν” το παλιό σπίτι του χωριού και μαζί σκότωσαν και τη μαστορική του, την από αιώνες συμπυκνωμένη μέσα του σοφία στη διαχείριση της ενέργειας, στη διαχείριση του “μέσα- έξω”, του “μικρού-μεγάλου”. Τελικά, του “όμορφου- άσχημου” και του “καλού-κακού”.
Τα σπίτια που φτιάχτηκαν, τα δωμάτια που προστέθηκαν, οι τοίχοι που χτίστηκαν, όλες οι ευκολίες που κερδήθηκαν, κόστισαν εξίσου σπουδαία και απαραίτητα πράγματα στη ζωή των ανθρώπων, της οικογένειας.
Τα κεραμίδια έγιναν “πλάκα”, ταράτσα, με την προοπτική του “πανωσηκώματος”, ότι τα επιπλέον τετραγωνικά, αν μη τι άλλο, ήταν επιπλέον εισόδημα. Οι πέτρες στο ντουβάρι, έγιναν τούβλα, “μπατικά” και “δρομικά”, χωρίς μόνωση. Οι αυλές έγιναν δωμάτια και τουαλέτες. Τα κρεμμυδάκια και οι ντομάτες, τα ρόδια και τα τριαντάφυλλα, έγιναν προϊόντα κι έπρεπε να δώσεις παράδες για να τα έχεις. Ο κατιφές εξαφανίστηκε μαζί με την τόσο ευωδιαστή “σωστά διπλωμένη” παρ-ουσία του.
Μαζί με όλα αυτά, χαθήκανε και τα τζάκια! Των νοικοκυρών πρωτοστατούντων και των εργολάβων συνεργούντων (που δεν είχαν ιδέα πως φτιάχνονταν τα τζάκια) το σπίτι έμεινε χωρίς τζάκι! Είχε “μαυρίσει” το μάτι, γιαγιάδων και μανάδων, από την κάπνα του τζακιού και είπαν, αφού φτιάχνουν σπίτι μοδέρνο, να μην μαυρίζει από την κάπνα. Στη θέση του τζακιού και της σόμπας των ξύλων, μπήκε η σόμπα πετρελαίου. Αυτά, τα της απίθανης έμπνευσης κακόγουστα αντικείμενα, πήραν τη θέση της εστίας και το σπίτι παρέμεινε καθαρό και ασπρισμένο. Μια δυο φορές το εικοσιτετράωρο έπρεπε να ρίξεις, με το ποτιστήρι, πετρέλαιο στο ντεπόζιτο και να προσέχεις, πάντα, να μη χυθεί έξω και, βέβαια, να μη βάλεις φωτιά. Να μην ανάψεις τη σόμπα όταν είναι ζεστή και να τη σβήσεις το βράδυ, για ασφάλεια.
Κατά τα άλλα, στη “σάλα” βάζαμε τον τέτζερη με τον μπακλαβά, κατάχαμα στα μωσαϊκά, για να μη μουχλιάσει. Η “σάλα” είχε την ιδανική θερμοκρασία: +5 βαθμούς Κελσίου! Στη σόμπα στεγνώναμε και το αμύγδαλο μετά το ξεφλούδισμα, ζεσταίναμε και τις πιζάμες γιατί κανείς δεν μπορούσε να τις φορέσει τόσο κρύες που τις διατηρούσε η ντουλάπα. Τώρα που το σκέφτομαι, λέω, μήπως έπρεπε να βάζουμε τον μπακλαβά στη ντουλάπα και τις πιζάμες στη “σάλα”. “Στη σόμπα” κοιμόταν το παιδί με την γιαγιά και άνοιγε η πόρτα λίγες ώρες το βράδυ, για να “σπάσει” το κρύο στο δωμάτιο του ανδρόγυνου. Να πω ότι, τουλάχιστον, κάνανε πολλά παιδιά; Δεν το λέω. Από τότε και μετά, τα παιδιά λιγόστευαν στην οικογένεια, λες και η πολυτεκνία είναι αντιστρόφως ανάλογα με τον “συντελεστή δόμησης”. Οι πιο “προοδευτικοί” είχαμε και δεύτερη σόμπα στην κουζίνα που ήταν πια και τραπεζαρία. Οι κιμπάριδες είχανε σόμπα “Κρέσκι”.
Με τούτα και με τα άλλα, είδε κι αποείδε ο πατέρας μου και κινητοποίησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα που είχε μέσα του. Είχε δει, στα προπολεμικά σπίτια της Αθήνας, κάτι περίεργες σόμπες όπου γύρω γύρω είχαν λέβητα νερού. Σαν εκείνο που έχουν τα καλοριφέρ, μόνο που ήταν μικρός. Βρήκε, στα παλιατζίδικα, μια τέτοια σόμπα, μαντεμένια παρακαλώ, σκουριασμένη, ξεχαρβαλωμένη, και την κουβάλησε στο σπίτι. Ήταν αρχές της δεκαετίας του '70, χούντα “και των γονέων”, που λένε.
Την έπλυνε με πίεση πολλή, την έβαψε με πυράντοχη μπογιά, την σενιάρισε. Έβγαλε από μέσα τη συσκευή καύσης του φωταερίου και την έβαλε στην κουζίνα. Γύρω γύρω, στα δωμάτια, άρχισε να χτίζει ένα αυτοσχέδιο δίκτυο καλοριφέρ με χαλκοσωλήνες. Για κανονική εγκατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται! Ήταν ακριβά σπορ, το καλοριφέρ και ο θερμοσίφωνας! Έμαθα εύκολα να κόβω και να κολλάω σωλήνες χάλκινες και το εγχείρημα έλαβε γρήγορα τέλος. Μόνο του “μειονέκτημα” ήταν ο μικρός κυκλοφορητής που ήταν απαραίτητος. Όχι ότι έκανε θόρυβο, αλλά να, άλλη είναι η μαστοριά να κυκλοφορεί το νερό μόνο του, με τους νόμους της θερμοδυναμικής και άλλο με τους νόμους...του κράτους και της ΔΕΗ. Αν κοβόταν το ρεύμα; Και τότε κοβόταν ταχτικά τον χειμώνα.
Τέλος πάντων, το σύστημα δούλεψε. Για καύσιμη ύλη είχαμε κάρβουνο της καλύτερης ποιότητας, ανθρακίτη. Ρίχναμε έναν δύο πλαστικούς κουβάδες, του “έσεξ”, πρωί βράδυ και είχαμε ομοιόμορφη θέρμανση όλου του σπιτιού. Είχαμε και άφθονο ζεστό νερό αφού στις “επιστροφές” βάλαμε ένα εξίσου αυτοσχέδιο μπόιλερ. Είχαμε και πριν άφθονο ζεστό νερό, αλλά, είχε μια κάποια διαδικασία.
Είχε δει κάτι ξαδέρφια του που ήθελαν μπόλικο νερό για να ζεματάνε τα γουρούνια που σφάζανε. Είχαν πάρει αυτοί μια φιάλη υγραερίου μεγάλη. Την είχαν αφήσει καιρό ανοιχτή και όταν είχε φύγει όλο το αέριο, την τρύπησαν σε δύο σημεία. Έβαλαν μούφες και σύνδεσαν σωλήνες εισόδου και εξόδου του νερού. Από κάτω έβαζαν φωτιά και έτσι είχαν όσο νερό θέλανε. Πήρε λοιπόν την ιδέα, την εντοίχισε, κάτω από το πετρογκάζ στην κουζίνα, γέμισε τον χώρο γύρω της με άμμο θαλάσσης και από κάτω έφτιαξε μια μικρή θυρίδα από λαμαρίνα για να μπαίνουν τα ξύλα και να βγαίνει η στάχτη. Με μερικά παλιόξυλα και χαρτόνια συσκευασιών από το μπακάλικο, είχαμε μέσα σε λίγα λεπτά, άφθονο τρεχούμενο ζεστό νερό με μηδέν κόστος. Σημειώνω δε ότι τότε δεν υπήρχε στο χωριό “σύστημα αποκομιδής των σκουπιδιών”.
Το ιδιότυπο και πρωτότυπο για το χωριό σύστημα καλοριφέρ δούλεψε με κάρβουνο μεγάλης θερμαντικής απόδοσης μέχρι το 1981. Ο καταραμένος ιμπεριαλισμός και οι ίντριγκες του Βατικανού, έφεραν σε δύσκολη θέση τους συντρόφους στην Πολωνία. Ο σύντροφος Μπρέσνιεφ για να δείξει την σοσιαλιστική αλληλεγγύη στο σύντροφο Γιαρουζέλσκι έκοψε τις εξαγωγές κάρβουνου προς τις καπιταλιστικές χώρες. Η Ελλάδα, τότε, ήταν μία από αυτές. Ως γνωστόν, σοσιαλιστική έγινε μετά. Μη υπάρχοντος του ανθρακίτη, εμείς στενοχωρηθήκαμε πολύ. Γλιτώσαμε τις πετρελαϊκές κρίσεις και θα την πάθουμε τώρα από κάρβουνο; Από κάρβουνο; Είναι δυνατόν; Καταφύγαμε στη λύση του “κοκ”, ήτοι του υποπροϊόντος της παραγωγής φωταερίου. Έτσι είδα, τότε, το Γκάζι από μέσα. Όμως έκλεισε και το Γκάζι και το γυρίσαμε στον λιγνίτη. Δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Και σαβούρα πολύ και απόδοση μικρή. Μικρή γαρ η θερμαντική του ικανότητα.
Μετά από λίγο, ευτυχώς, το πετρέλαιο φθήνηνε, οι τσέπες μας πάχυναν λιγάκι, και είπαμε να εκσυχρονισθούμε έτι περαιτέρω. Βάλαμε έναν μικρό καυστήρα πετρελαίου στο σύστημα, βάλαμε θερμοστάτες, βάλαμε αισθητήρες και ηλεκτροβαλβίδες και έγινε ένα κανονικό καλοριφέρ. Λειτουργεί ακόμη, στο παλιό το σπίτι.
Συμπέρασμα: Και τι δεν κάνει ο Έλληνας για να έχει ζεστό σπίτι και ζεστό νερό!
Και μη νομίζεται ότι είναι μόνο αυτά. Κάποια στιγμή, οι γυναίκες πάλι, κίνησαν τα νήματα της διαπλοκής για να ξαναφτιαχτούν τα τζάκια στα σπίτια. Δεν άντεξαν ούτε μια δεκαετία χωρίς τη ζωντανή φωτιά. Τώρα η μόδα και η “μαγκιά” είναι το “ενεργειακά” τζάκια, τότε ήταν τα τζάκια καλοριφέρ. Αυτά που είχαν λέβητες και σωληνώσεις με νερό και συνέδραμαν το κυρίως δίκτυο του καλοριφέρ. Είχαν όμως μιαν ατέλεια και αυτά: όταν κοβόταν το ρεύμα, το νερό έβραζε και εκτονώνονταν με οργή από τις βαλβίδες ασφαλείας, στην οποία, φευ, δεν υπήρχε ίχνος πολιτικής γονιμότητας. Αντί να ψάξουμε να βρούμε τρόπο να τιθασεύσουμε τους νόμους της θερμοδυναμικής, εμείς καταργήσαμε τη διέλευση του νερού μέσα από το τζάκι. Αλίμονο, τώρα το βρίσκουμε μπροστά μας.
Το σύστημα “κεντρικής θέρμανσής”
Στην Αθήνα, όπου έζησα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω το σύστημα κεντρικής θέρμανσης.
Εδώ τα πράγματα ήταν πολιτισμένα, καθαρά, εύκολα, ξεκούραστα. Αρκεί να πλήρωνες ένα ποσόν κάθε μήνα και είχες ζέστη στο σπιτάκι σου όλο το εικοσιτετράωρο! Τις συνελεύσεις τις γλίτωνες αν ήσουν, που ήσουν, ενοικιαστής. Τέλεια! Δυο τριες ώρες το πρωί, δυο το μεσημέρι και δυο τρεις το βράδυ. Χονδρικά, τα πράγματα ήταν υποφερτά. Μέχρι που οι πετρελαιάδες άρχισαν να μας κάνουν κόλπα. Και το φυσικό αέριο αργούσε να μας σώσει. Είδατε; Πάλι ο Μόσκοβος!
Τα σπίτια, εν τω μεταξύ μεγάλωσαν. Αρχές του '90, οι άνθρωποι του κέντρου της Αθήνας την έκαναν για τα βόρεια προάστια, για να γλιτώσουν το νέφος. Εκεί τα σπίτια ήταν ακόμα πιο μεγάλα, ακόμα πιο κρύα, ακόμα πιο δαπανηρά και απαιτητικά. Είχαν, βέβαια, τη φύση μεσοτοιχία, είχαν και καθαρό αέρα. Είχαν και τα αυτοκίνητα στο κάτω πάτωμα όπως είχε ο παππούς μου τον κυρ- Μέντιο. Χλίδα να πούμε, “και των γονέων”!
Παρ' όλα αυτά όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς μπορούσαν να κάνουν οικονομία στη θέρμανση. Δεν το καταλάβαιναν ούτε οι καθ' ύλην αρμόδιοι ούτε οι κατά το πνεύμα αναρμόδιοι. Δεν καταλάβαιναν ότι το πρόβλημα της θέρμανσης του σπιτιού είναι και πρόβλημα αίσθησης της διαφοράς θερμοκρασίας. Όταν το σπίτι πιάνει 23 βαθμούς Κελσίου, όταν ανάβει το καλοριφέρ, και μετά, όταν σβήνει, πέφτει στους 17, τότε, η αίσθηση της διαφοράς είναι μεγάλη. Μια ζεσταίνεσαι και ανακουφίζεσαι και μια κρυώνεις και ξυλιάζεις. Πώς θα κρατήσουμε μια μέση θερμοκρασία με μικρή διακύμανση, λοιπόν; Ιδού το ερώτημα!
Αν υπάρχει κεντρική θέρμανση χωρίς αυτονομία, πρέπει να έχουμε ζεστό νερό σε συνεχή κυκλοφορία στα σώματα. Δεν χρειάζεται να έχουμε καυτό νερό ώστε τα σώματα να καίνε. Χρειάζεται ζεστό νερό που να κυκλοφορεί διαρκώς και να κρατάει τα σώματα χλιαρά. Πιο λίγη ενέργεια για πιο πολύ ώρα αντί και πολλή ενέργεια για λίγη μόνον ώρα. Το έργο που παράγεται είναι το ίδιο, η κατανομή του είναι διαφορετική. Είναι ισόμετρη, κατά το δυνατόν, στον χώρο και στον χρόνο. Σοσιαλιστικά πράγματα δηλαδή. Ε, αυτό το απλό πράγμα, δεν το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι. Και ούτε και δέχονται να προβληματιστούν και να πειραματιστούν. Ενώ είναι έτοιμοι να πειραματιστούν με τον Βούτση και τον Τσίπρα, ότι “δεν έχουν να χάσουν τίποτα, μόνο τις αλυσίδες τους”, ζορίζονται να πειραματιστούν με τα θερμόμετρα και τους χρονοδιακόπτες! Ήμαρτον Κύριε!
Αν, πάλι, υπάρχει κεντρική θέρμανση με αυτονομία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Εκεί, δεδομένου ότι, αυτονομία ίσον ελευθερία και δημοκρατία, δεν χρειάζεται να “ψήσετε” τον διαχειριστή, ούτε τη γυναίκα του, προκειμένου να γίνει το πείραμα. Εκεί απλώς θα βάλετε ένα θερμόμετρο στο πιο κρύο δωμάτιο και ένα στο πιο ζεστό. Βλέποντας και κάνοντας. Ανάλογα και με τη χρήση. Με το ένα μάτι στον θερμοστάτη πάντα, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της θερμοκρασίας μερικές μέρες και νύχτες. Πρώτα πρώτα θα δούμε ποια είναι η διακύμανση, πόση διαφορά θερμοκρασίας έχουμε όταν είμαστε με το καλοριφέρ αναμμένο και με το καλοριφέρ σβηστό. Στις πιο πολλές περιπτώσεις θα είναι πάνω από δύο και τρεις βαθμούς. Αυτό πρέπει να το μειώσουμε. Πώς; Ρυθμίζοντας τον θερμοστάτη. Οι πολύ παλιοί, οι διμεταλλικοί, έχουν δύο βίδες. Αυτές ρυθμίζουν τον βαθμό αντίδρασης του θερμοστάτη, το πόσο ευαίσθητος είναι στην αυξομείωση της θερμοκρασίας. Ρυθμίζοντας το διάκενο, την απόσταση των δύο ορίων, ρυθμίζουμε την ευαισθησία τους, το ρεφλέξ του, δηλαδή. Προσοχή όμως στο ρεύμα. Ειδικά αν παίρνει ρεύμα από τον σύστημα του λέβητα και όχι από το πίνακα του σπιτιού.
Καλύτερα είναι να πάρει κανείς έναν καινούργιο, ηλεκτρονικό. Αυτοί έχουν, παρόλο που κανείς δεν μας μαθαίνει τη χρήση του, έναν ειδικό ρυθμιστή της ευαισθησίας. Αρκεί να τον στρέψεις με ένα μικρό κατσαβίδι προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση για να γίνει η ρύθμιση. Υπάρχουν κι άλλα συστήματα, “τρε σοφιστικέ”, κομπιουτεράιζ, με αισθητήρες έξω, με αισθητήρες μέσα, με καταχώρηση στατιστικών στοιχείων για τις κλιματολογικές συνθήκες, με καταχώρηση στοιχείων για την αντίστοιχη με τις συνθήκες κατάσταση στο σπίτι κ.ά. Δεν σας το συνιστώ και φαντάζομαι ότι κατανοείτε το γιατί.
Βασική αρχή: Πρέπει να κρατάμε το σπίτι μέρα νύχτα σε μια σταθερή θερμοκρασία. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο. Όταν το αφήνουμε να κρυώσει και το ξαναζεσταίνουμε δεν κάνουμε τίποτα σωστά. Και ενέργεια σπαταλάμε και ζέστη δεν έχουμε. Αυτά για την “κεντρική θέρμανση”.
Ενάντια στις βασικές μας τις αρχές
Εμείς, όμως, ξέρουμε(;), ότι οι βασικές αρχές δεν έχουν καθολική ισχύ και ότι, αν έχουν ή αν δεν έχουν ισχύ, το εξετάζουμε κάθε φορά, στο συγκεκριμένο χώρο και στο συγκεκριμένο χρόνο. Πότε, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει ισχύ η παραπάνω βασική αρχή; Μπορούμε να αφήνουμε το σπίτι να παγώνει και μετά να το ζεσταίνουμε όσο χρειαζόμαστε και όπου το χρειαζόμαστε;
Η απάντηση είναι...ασαφής. Βεβαίως και το μπορούμε αρκεί να μπαίνουμε στο σπίτι και να βγαίνουμε όλοι μαζί. Ή αρκεί να μένουμε μόνοι μας σε ένα σπίτι. Ή αρκεί να μένουμε μαζί με άλλον στον σπίτι και αμέσως να χωνόμαστε στα ζεστά(;) παπλώματα. (Αυτό - για τα παπλώματα όχι για τον άλλονε- δεν σας στο συνιστώ εκτός κι αν δεν έχετε ανάγκες για τουαλέτα, για νερό, φαΐ, διάβασμα κλπ). Τέλος, αρκεί έστω, να έχουμε μεγάλα θερμαντικά σώματα, που πολύ γρήγορα ανεβάζουν τη θερμοκρασία στο χώρο και φυσικά άφθονη φθηνή ενέργεια!
Στην αρχή, σας είπα πότε τα σπίτια άρχισαν να μεγαλώνουν και να γίνονται απαιτητικά. Εσείς ξέρετε πόσο απαιτητικά κατέληξαν να είναι. Μεγάλα, χωρίς να μπορείς να απομονώσεις κάποιους χώρους, ώστε να ζεστάνεις μόνο αυτούς που σου χρειάζονται, σε μέρες δύσκολες του χειμώνα. Χωρίς σωστό προσανατολισμό, χωρίς μονώσεις, χωρίς στεγανότητες. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι όποιος θέλει να ζεστάνει το σπίτι του με μια σταθερή θερμοκρασία σπαταλάει ενέργεια πολλή και ακριβή. Σπαταλάει ενέργεια για να ζεστάνει χώρους που δεν θα κάτσει κανείς και καμία ώρα του εικοσιτετραώρου, ίσως και καμία ώρα όλου του χειμώνα. Αυτές οι απώλειες είναι και η μεγάλη ζημιά στο πορτοφόλι μας. Μπορεί κάποιος, ποιο μεθοδικός από μένα, να την υπολογίσει και με νούμερα.
Ξυλόσομπα + παλέτες = κομμουνισμός!
Θα έχετε, ίσως, ακούσει την κουβέντα του Λένιν “Εξηλεκτρισμός + σοβιέτ = σοσιαλισμός”. Ε, αυτά ίσχυαν στη φάση του Ιμπεριαλισμού. Στη φάση της Παγκοσμιοποίησης ισχύει το ανωτέρω. Γιατί; Μα γιατί καθιερώνει το “από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”.
Η ξυλόσομπα, το τζάκι, η σόμπα πέλετ, το κλιματιστικό, είναι θερμαντικά σώματα που μας ζεσταίνουν όταν και όπου θέλουμε. Ανάλογα με τις ανάγκες μας. Σε αντίθεση με το καλοριφέρ που θέλει σταθερή και ρυθμισμένη λειτουργία. Το παν είναι να τα φουλάρεις έτσι ώστε μέσα σε λίγα λεπτά να “σπάσει” το κρύο και να μπορείς να σταθείς χωρίς να γίνεις άγαλμα.
Η κλασική ξυλόσομπα είναι ιδανική για τη δουλειά αυτή. Κι αν έχουμε παλιόξυλα, όπως πχ παλέτες άχρηστες, τότε τα πράγματα είναι τέλεια. Γι' αυτούς, βέβαια, που μένουν σε μονοκατοικίες ή που κατοικούν στα χωριά. (Οπότε η αντίθεση πόλης – χωριού δεν αίρεται αλλά αντιθέτως βαθαίνει σε βάρος της πόλης).
Πάρτε μια μαντεμένια σόμπα ελληνικής κατασκευής. Εκατόν εξήντα ευρώ κάνει και είναι πολύ προσεγμένη. Έχει τσιμούχες στις ενώσεις για να μη καπνίζει, έχει πλαϊνή πόρτα τροφοδοσίας για τον ίδιο λόγο, είναι καλαίσθητη και δεν πιάνει χώρο. Κάνει για χώρο, η πιο μικρή, σαράντα τετραγωνικών μέτρων ή 100 και πλέον κυβικών μέτρων. Πάρτε και ένα αλυσοπρίονο. Τα ηλεκτρικά είναι πολύ φθηνά (60€), τα βενζινοκίνητα είναι λίγο ακριβά (180€). Η ξυλόσομπα έχει το πλεονέκτημα ότι καίει τα πάντα. Στο τζάκι σκάνε και υπάρχει κίνδυνος, άσε που δεν είναι ωραίο να καις παλιόξυλα. Η ξυλόσομπα είναι ένας κλίβανος, ιδιωτικός, μικρής κλίμακας, όπου μπορείς να καις λίγα λίγα, πολλά από τα παράλογα και ομόλογα σκουπίδια της ζωής μας. Όλα τα χαρτιά. Όλα τα χαρτόνια. Όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Όλα τα φύλλα και τα “σκουπίδια” του κήπου, του μπαλκονιού ή της ταράτσας. Παλιά σανίδια και υπόλοιπα κατασκευών και επισκευών. Μοριοσανίδες που δεν ξέρουμε που να τις πετάξουμε. Ένα σωρό άλλα αντικείμενα που βρομίζουν και εμποδίζουν τη ζωή μας στο εξοχικό ή στο σπίτι στο χωριό. Κι όλα αυτά πάντα προς όφελος της ζεστασιάς μας και της τσέπης μας. Φρονώ πως κάθε σπίτι στο χωριό ή στα προάστια, κάθε μονοκατοικία ή μικρή πολυκατοικία, πρέπει να έχει έστω και μία ξυλόσομπα!
Ακόμα κι αν δεν επαρκούν τα παλιόξυλα να καλύψουν τις ανάγκες όλου του χειμώνα, είναι ένας καλός τρόπος να ζεσταθούμε κάμποσες μέρες. Έγκειται στις ικανότητες του καθενός, να ψάξει στο περιβάλλον του, για φθηνές ή και ανέξοδες λύσεις. Για την καλύτερη απ' όλες τις άλλες λύσεις, την δενδροκομία, είπαμε στο κείμενο Για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Πατρίδας. Σε προτελευταία ανάλυση, και ξύλα να πρέπει να αγοράσει τον συμφέρει η σόμπα. Η σόμπα επίσης καίει και μπριγκέτες πέλετ. Το πέλετ σε κόκκους δεν το καίει γιατί η φωτιά δεν αερίζεται και σβήνει. Εκτός και αν έχει κανείς τον τρόπο να ρίχνει λίγο λίγο.
Κοντολογίς, ενώ το καλοριέρ πρέπει να ζεστάνει το σπίτι για να ζεσταθεί ο άνθρωπος, η ξυλόσομπα ζεσταίνει τον άνθρωπο όσο και όταν είναι παρών και παρεμπιπτόντως το σπίτι. Παρέχει θέρμανση εξατομικευμένη, προσωπική. Τόση και όση απαιτείται από τις τρέχουσες ασχολίες. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της είναι η μεγάλη της θερμιδική απόδοση και το μηδαμινό κόστος της καύσιμης ύλης.
Πολλοί τη φοβούνται γιατί νομίζουν ότι καπνίζει και ότι ανάβει δύσκολα. Άλλο να πατάς ένα κουμπί... Το κάπνισμα, με λίγη προσοχή και με τα υλικά που υπάρχουν σήμερα, αντιμετωπίζεται. Η σόμπα καπνίζει και μυρίζει λιγότερο από το τζάκι. Όσο για τη δυσκολία του ανάματος, δεν νομίζω ότι είναι τόσο μεγάλη. Όλα τα πράγματα θέλουν τον τρόπο τους. Και το άναμα της φωτιάς επίσης. Έχει και την πλάκα του. Είναι ένα είδος παιγνίου, α-σχολίας. Να, πώς να το πούμε, όπως “χάνεις” τον χρόνο σου για να φτιάξεις τον καφέ σου και δεν παραγγέλνεις στο ντελίβερι. Η διαδικασία είναι: καλό προσάναμα-λιανόξυλα-χοντρά ξύλα.
Για προσάναμα κάντε το εξής κόλπο. Τη στάχτη μη την πετάτε. Μπορείτε να φτιάξετε, μ' αυτή, εκτός από αλισίβα, και ένα σπουδαίο προσάναμα. Βάλτε τη στάχτη μέσα σε ένα δοχείο και ρίξτε πετρέλαιο μέχρι να γίνει λάσπη. Αν είσαστε μεθοδικοί, φτιάχτε χωνάκια με χαρτί (ξέρετε να φτιάχνετε χωνάκια;) και γεμίστε τα με την εύφλεκτη “λάσπη”. Φυλάξτε τα σε ασφαλές και στεγνό μέρος. Ένα μικρό χωνάκι σαν “φουσέκι” ή μια μικρή ποσότητα “λάσπης” αρκεί να ανάψει τη σόμπα ή το τζάκι. Δεν θα χρειαστεί να αγοράσετε από το σούπερ μάρκετ αυτά τα άσπρα προσανάματα που είναι σαν παγάκια. Αν είστε ακόμα πιο μεθοδικός/η, θα βρείτε ξύλα μικρά και θα τα σχίσετε με το σκεπάρνι ή το τρεκουράκι. Παλιά, όταν είχαμε ρετσινιάριδες που πελεκούσαν τα πεύκα για τη ρετσίνη, είχαμε και δαδιά. Το πληγωμένο κομμάτι του πεύκου συγκέντρωνε τη ρετσίνη και όταν το έκοβες και το έσχιζες σε μικρά δαδάκια είχες μικρούς δαυλούς που άναβαν με το σπίρτο και μοσχομύριζαν καιόμενοι. Θα έχετε, επίσης, και στα σχετικά λιανόξυλα για να πετύχετε την κλιμάκωση της πυράς. Έχει, βλέπετε, και η πυρά την κλίμακά της. Όλα τακτοποιημένα στη θέση τους. Τα ψιλά ξύλα, τα πιο χοντρά, τα κούτσουρα.
Με τον τρόπο αυτό η σόμπα(και το τζάκι) ανάβει στο “άψε σβήσε”. Αν τη φουλάρετε με ξύλα, τότε, σε λίγα λεπτά ο χώρος θα γίνει υπέροχα ζεστός. Η επαφή με τη ζωντανή φωτιά θα σας γοητεύσει και η φροντίδα της θα σας ενθουσιάσει.
Το μόνο κακό που έχει η μαντεμένια σόμπα είναι πως ζεσταίνει πολύ και δεν μπορείς να βάλεις κοντά της έπιπλα ή άλλα αντικείμενα. Γι΄ αυτό, φέτος, οχυρώθηκα. Έχτισα δεξιά κι αριστερά δύο θωράκια πυρίμαχα. (Στην πλάτη υπάρχει τοίχος). Όπως αυτά που έχουν τα τζάκια, από πυρότουβλα. Τα έχτισα σε μια απόσταση δέκα πόντων από το μέταλλο της σόμπας για να κυκλοφορεί ο αέρας και για να καθαρίζεται η σόμπα. Με τον τρόπο αυτό, από τις τρεις πλευρές, δεν ακτινοβολεί την θερμότητα αλλά την αποθηκεύει στο πυρίμαχο υλικό. Έτσι γίνεται περισσότερη ήπια και φιλική, τιθασεύεται η έντονη καύση, χωρίς να χάνει την αποτελεσματικότητά της. Τελικά, αυτή η ιδιότητά της, να καίει ό, τι καίει μέσα στον χώρο που πρέπει να θερμάνει, είναι ακόμα μια οικονομία που κάνει. Δεν χάνεται ούτε η τελευταία θερμίδα, ούτε η τελευταία ρανίδα ζέστης. Το τζάκι δεν είναι έτσι. Μεγάλο μέρος της θερμότητας φεύγει από την καμινάδα. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ενεργειακά τζάκια δεν με ενθουσιάζουν.
Ίσως μερικοί θεωρούν κακό και την απομάκρυνση της στάχτης. Κυρίως γιατί επικάθεται στον γύρω χώρο, στα χαλιά κλπ. Εκεί υπάρχουν διάφορες πατέντες για την γρήγορη και παστρική απομάκρυνσή της. Ένας απ' αυτούς είναι να βάλεις εκεί δίπλα την ηλεκτρική σκούπα να ρουφάει τη σκόνη που σηκώνεται από την στάχτη που τραβιέται έξω. Προσέχουμε όμως μήπως ρουφήξει και στάχτη μαζί με κάποιο αναμμένο κάρβουνο.
Τη σόμπα πέλετ δεν θα σας την συνιστώ. Είναι πολύ σοφιστικέ και η προκοπή της είναι πολύ “εύθραυστη”. Είναι πολύ ακριβή. Χρειάζεται ρεύμα, έχει ηλεκτρονικά συστήματα τροφοδοσίας και πολύ αυστηρές προδιαγραφές καυσίμου. Οι αυστριακές πχ, θέλουν πέλετ...αυστριακό ή έστω κάποιο πέλετ με συγκεκριμένες προδιαγραφές που δεν φτιάχνεται στην Ελλάδα. Αλλιώς χάνεις την εγγύηση! Και καλά να πάρεις το εργαλείο από τους Αυστριακούς. Αλλά να παίρνεις και την καύσιμη ύλη; Να κουβαλάμε από την Αυστρία καύσιμα έστω κι αν αυτά είναι ιδιαίτερα συμφερτικά; Τριάντα λεπτά το κιλό έχει το πέλετ στην αγορά. Σκεφτείτε πόσο έχει στην Αυστρία. Και υπολογίστε πόσο το “δικό τους” το ευρώ έχει μεγαλύτερη αξία από το “δικό μας”. Για να μη πούμε για τη δραχμή.
Ο καυστήρας πέλετ
Αντίθετα με την σόμπα πέλετ, ωραίο εργαλείο είναι ο καυστήρας πέλετ. Έχει κι αυτός σοφιστικέ συστήματα τροφοδοσίας αλλά καίει τα πάντα. Πέλετ, βιοκαύσιμο, καλαμπόκι. Αυτά προς το παρόν. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ ελληνικού και αυστριακού πέλετ. Είναι λίγο ακριβός αλλά τα βγάζει τα λεφτά του σε ένα δύο χρόνια. Είναι, βέβαια, κατάλληλος για σπίτια που έχουν κάποιο χώρο για την αποθήκευση της καύσιμης ύλης. Να λογαριάσετε ότι ένα λίτρο πετρελαίου αντιστοιχεί σε δύο (2) κιλά πέλετ. Για να πάρεις τις ίδιες θερμίδες, για το πέλετ (της Αυστρίας) δίνεις 0,60€ ενώ για πετρέλαιο δίνεις 1,40€! Διαφορά ολοφάνερη!
Αν τώρα, αντί για πέλετ (Αυστρίας) κάψεις καλαμπόκι (Θεσσαλίας) τότε το κόστος πέφτει ακόμα πιο δραματικά. Το καλαμπόκι κυμαίνεται, στο χρηματιστήριο δημητριακών, από 0,13€ έως 0,25€. Πέρσι βρισκόταν γύρω στο 0,20€. Αν θεωρήσουμε ότι έχει την ίδια θερμαντική ικανότητα με το πέλετ(μπορεί να έχει και περισσότερη λόγω του καλαμποκέλαιου) τότε το αντίστοιχο κόστος, σε κάθε λίτρο πετρελαίου, είναι μόλις 0,40€!
Δεν σας κρύβω τη φαντασίωσή μου: για να ισοφαρίσουμε 2.000 λίτρα πετρελαίου θέλουμε 4.000 κιλά καλαμπόκι. Κάθε στρέμμα αποδίδει, περίπου, 1.000 κιλά καλαμπόκι. Για να παραχθούν τα 4.000 κιλά καλαμπόκι χρειάζονται τέσσερα στρέμματα καλλιέργειας. Φαντασιώνομαι λοιπόν ότι, καλλιεργούμε τέσσερα στρέμματα καλαμπόκι για τη θέρμανση της χρονιάς, όπως καλλιεργούσαμε παλιά, μερικά στρέμματα στάρι, για το ψωμί της χρονιάς! Ή να αναθέτουμε σε κάποιον γεωργό να μας καλλιεργήσει το καλαμπόκι της χρονιάς, όπως παλιά αναθέταμε σε κάποιον κτηνοτρόφο να μας αναθρέψει το αρνάκι του Πάσχα. Καλά λόγια ακούω και για την καλλιέργεια αγριογκινάρας για την παραγωγή πέλετ. Εκεί η στρεμματική απόδοση φτάνει στα 1.600 κιλά. Δεν χρειάζεται νερό πολύ, δεν χρειάζεται λίπανση και η αρχική φύτευση διαρκεί κάποια χρόνια. Να ιδούμε...
Δεν μπορεί να μας συμφέρει να φέρνουμε καύσιμη ύλη από την Αυστρία και να μη μας συμφέρει να φτιάξουμε καύσιμη ύλη εδώ τριγύρω.
Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω, σε τρόπους αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας για την παροχή ζεστού νερού κλπ. Θα “πλατιάσω” πολύ. Άλλωστε το κύριο τώρα είναι ο χειμώνας που έρχεται. Αν τα βρίσκετε χρήσιμα όλα αυτά, θα πάμε και στα άλλα. Παραθέτω εδώ κάποια στοιχεία για την αντιστοιχία που υπάρχει στη θερμαντική ικανότητα των διαφόρων καυσίμων. Τη βρήκα στην ιστοσελίδα γνωστού καταστήματος εργαλείων και ειδών σπιτιού και κήπου.
1 λίτρο πετρελαίου = 1,3 λιτ. Υγραερίου = 3,2 κιλά ξύλου = 0,957 κυβικό μέτρο φυσικού αερίου = 2 κιλά πέλετ ή καλαμπόκι = 11,21 Kwh.
Οι τιμές των μονάδων είναι:
1 λίτρο πετρέλαιο: 1,40€
1 Kwh ηλεκτρικού: 0,14€
1 κιλό ξύλα: 0,18€
1 κυβικό φυσικό αέριο: 0,86€
1 κιλό πέλετ Αυστρίας: 0,30€
πηγή: Aντίφωνο
1 κιλό καλαμπόκι: 0,20€
* Οι γιανναριστές και ο Γιανναράς να μη το διαβάσουν....ότι “δεν είναι γι' αυτούς να αναζητούνε το χρήσιμο”.
Προερχόμενος από τον τεχνικό κόσμο, θα διαφωνήσω με την προτροπή «πάρτε μια ξυλόσομπα και ρίξτε μέσα ό,τι έχετε και μπορεί να καεί». Αν μη τι άλλο το θέμα χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση, εννοώ προς την κατεύθυνση των εκπομπών προς την ατμόσφαιρα. Διανύσαμε μακρύ δρόμο τεχνολογικά για τον περιορισμό των ατμοσφαιρικών ρύπων από μηχανές εσωτερικής καύσης, βιομηχανικούς και οικιακούς καυστήρες ώστε να γίνει βιώσιμη η κατάσταση στις μεγαλουπόλεις. Το να προτείνουμε ως επαγγελματίες, ελαφρά τη καρδία, την ανεξέλεγκτη καύση ως τρόπο ελάφρυνσης του κόστους θέρμανσης το βρίσκω ελαφρώς ανεύθυνο.
@Kostis57:
Είχα κι εγώ την ίδια ένσταση με τη δική σας. Πράγματι οι σόμπες ξύλου παράγουν περισσότερα καυσαέρια από τους καυστήρες κεντρικής θέρμανσης.
Όμως, ο κ. Σαλεμής γράφει: “[i]Η ξυλόσομπα είναι ένας κλίβανος, ιδιωτικός, μικρής κλίμακας, όπου μπορείς να καις λίγα λίγα, πολλά από τα παράλογα και ομόλογα σκουπίδια της ζωής μας. Όλα τα χαρτιά. Όλα τα χαρτόνια. Όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Όλα τα φύλλα και τα “σκουπίδια” του κήπου, του μπαλκονιού ή της ταράτσας. Παλιά σανίδια και υπόλοιπα κατασκευών και επισκευών. Μοριοσανίδες που δεν ξέρουμε που να τις πετάξουμε[/i].”
Αν αφαιρέσουμε τα φύλλα και τα “σκουπίδια” του κήπου, που μπορούν να αποδομηθούν βιολογικά επί τόπου, έχει υπολογιστεί πως περισσότερα καυσαέρια παραγόνται και περισσότερη ρύπανση προκαλείται από τα καυσαέρια των φορτηγών τους, όταν τα χαρτιά, χαρτόνια, εφημερίδες, κλπ. μεταφέρονται στα εργοστάσια ανακύκλωσης που απέχουν πάνω από κάποιο συγκεκριμένο όριο χιλομέτρων (δεν το θυμάμαι ακριβώς) από τον τόπο απόρριψής τους από ό,τι αν καίγονταν επί τόπου. Ίσως στις τρεις τέσσερις μεγάλες πόλεις τα εργοστάσια ανακύκλωσης να απέχουν λιγότερο και να είναι συμφερότερη οικολογικά η μεταφορά τους. Για τη μεγάλη πλειονότητα όμως των πόλεων και χωριών της περιφέρειας, αυτό δεν ισχύει. Κι ο αρθρογράφος μένει κάπου στην ύπαιθρο.
Επομένως, κι από οικολογική άποψη αν το δει κανείς, η πρόταση του αρθρογράφου έχει και τα υπέρ (κάψιμο χαρτιών, κλπ.) και τα κατά (κάψιμο ξύλων) της.
Δεν έχω διερευνήσει το θέμα και ως εκ τούτου δεν μπορώ να επιχειρηματολογήσω σε αυτά τα περί «συνθηκών κλιβάνου». Για μένα είναι προς απόδειξη. Θα δεχθώ την άποψη αλλά κατόπιν τεκμηρίωσης. Γενικά γνωρίζω ότι η καύση πάσης φύσεως υλικών, μόνο αν γίνεται σε βιομηχανική κλίμακα μπορεί να παρέχει κάποια εχέγγυα ως προς το θέμα των εκπομπών. Για οικιακή χρήση το θεωρώ πολύ δύσκολο εγχείρημα. Πώς θα συμβαδίσουν με τις νομοθεσίες περί ppm και μικρογραμμαρίων; Τι λένε τα συναφή υπουργεία και το συναφές Επιμελητήριο; Εκτός αν συμφωνήσουμε ότι στην περίπτωσή μας αυτά είναι πολυτέλειες.
Μα, αυτό είναι θέμα νομοθεσίας ή οικολογικής συνείδησης ενός εκάστου;
Αν ξέρω πως τα κάθε φύσεως οργανικά σκουπίδια μου που δεν αποδομούνται βιολογικά από μόνα τους (όταν δεν ενοχλούν τους άλλους με τη δυσοσμία τους κατά την αποδόμηση), θα ρυπάνουν περισσότερο την ατμόσφαιρα αν τα ρίξω στους κάδους, και μπορώ να τα κάψω στη θερμάστρα μου, γιατί να μην το κάνω; Επειδή δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία περί ppm και μικρογραμμαρίων; Δεν έχω προσωπική ευθύνη, ανεξάρτητα των υπουργείων και του αρμόδιου Επιμελητήριου;
Αν τα ξέρω όλα αυτά και δεν το κάνω, επικαλούμενος τα παραπάνω, απλώς “προφασίζομαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις”.
Το θέμα δεν έχει να κάνει με ανακύκλωση, οργανικά απορρίμματα, οικολογική συνείδηση και τα τοιαύτα. Μιλάμε για υποκατάσταση καυσίμου (πετρελαίου και αερίου) με ανεξέλεγκτη καύση χαρτιού – με ό,τι είναι εμποτισμένο, ξύλου, μοριοσανίδων και οποιασδήποτε άλλης δωρεάν ή φθηνής πηγής θερμίδων. Η προτροπή του αρθρογράφου, τουλάχιστον όπως την εξέλαβα εγώ διαβάζοντας το κατά τα άλλα συμπαθέστατο κείμενο, είναι όλα αυτά να τα καίμε σε ξυλόσομπα. Όχι για λόγους ανακύκλωσης αλλά για λόγους οικονομίας (κόστους) σε σχέση με το πετρέλαιο το αέριο και το ηλεκτρικό.
Αγαπητέ Kostis57,
Εγώ δεν είπα «πάρτε μια ξυλόσομπα και ρίξτε μέσα ό,τι έχετε και μπορεί να καεί», αυτό το λες εσύ ότι το λέω εγώ. Άρα, ο Theo έχει δίκιο που το επισημαίνει.
Εσύ, επίσης, λες: “Διανύσαμε μακρύ δρόμο τεχνολογικά για τον περιορισμό των ατμοσφαιρικών ρύπων από μηχανές εσωτερικής καύσης, βιομηχανικούς και οικιακούς καυστήρες ώστε να γίνει βιώσιμη η κατάσταση στις μεγαλουπόλεις. Το να προτείνουμε ως επαγγελματίες, ελαφρά τη καρδία, την ανεξέλεγκτη καύση ως τρόπο ελάφρυνσης του κόστους θέρμανσης το βρίσκω ελαφρώς ανεύθυνο”.
Αφού προέρχεσαι από τον “τεχνικό κόσμο” πες μας λοιπόν αν τα καυσαέρια ενός λίτρου πετρελαίου θέρμανσης είναι λιγότερο ή περισσότερο επιβλαβή από τα καυσαέρια 3,2 κιλών ξύλου. Γιατί περί αυτού πρόκειται, σε πρώτη φάση. Η ξυλόσομπα βασικά καίει ξύλα. Από όσα γράφουνε οι άνθρωποι που προέρχονται από τον “τεχνικό κόσμο” προκύπτει ότι τα καυσαέρια του πετρελαίου είναι πιο επιβλαβή, πιο “κακά”, καυσαέρια από εκείνα του ξύλου. Είναι σωστό αυτό ή δεν είναι;
Φυσικά δεν έθεσα ζήτημα να αντικαταστήσουμε τους λέβητες πετρελαίου της κεντρικής θέρμανσης των μεγαλουπόλεων με λέβητες καυσοξύλων. Επομένως κι εδώ η παρέμβαση του Theo είναι σωστή. Γιατί το χαρτί ή θα το πετάξεις ή θα το ανακυκλώσεις; Αν πάρουμε την εκδοχή που κάποιος νοιάζεται το περιβάλλον τότε θα το ανακυκλώσει. Οπότε πες μας αν αυτά που σου λέει ο Theo για το περιβαλλοντικό κόστος είναι σωστά ή είναι λάθος.
Πάνω σε αυτό έχω να προσθέσω κάτι ακόμα. Αν κάποιος θέλει να ζεσταθεί και έχει την ευαισθησία τη δική σου και δεν έχει την “ελαφρά καρδία” τη δική μου, τότε δεν θα κάψει ξύλα και λοιπά προϊόντα ξύλου. Τι θα κάψει; Μέχρι να μας πεις αν πρέπει να διαλέξει το πετρέλαιο, αυτός ενδεχομένως να κάψει ηλεκτρικό ρεύμα. (Τι άλλο να κάψει; Φυσικό αέριο δεν υπάρχει παρά σε λίγες περιοχές. Μπορεί να καύσει την καρδία του, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι πιο “υγιεινό” για τους κατοίκους της πόλης αλλά είναι θάνατος για την Πτολεμαΐδα. Σωστά; Πες μας λοιπόν, είσαι υπέρ αυτής της λογικής; Γιατί απ’ ότι βλέπω κι εσύ με κάποιον τρόπο το παραδέχεσαι: “ώστε να γίνει βιώσιμη η κατάσταση στις μεγαλουπόλεις” λες. Έγινε λοιπόν βιώσιμη η κατάσταση στις μεγαλουπόλεις και καταστραφήκανε περιοχές σαν την Πτολεμαΐδα. Οπότε εγώ, που δεν προέρχομαι από τον “τεχνικό κόσμο” και δεν είμαι “επαγγελματίας”, βάλλω κατά της υποκρισίας της εποχής μας και της τάχα προστασίας του περιβάλλοντος με όλες αυτές τις θεωρίες και τις αντίστοιχες “πιστοποιήσεις” τους. Αυτά τα περί ppm και μικρογραμμαρίων τα ακούω βερεσέ και την “επιστήμη” σας την κοροϊδεύω κατάμουτρα. Ότι αυτή είναι που μας έκανε το βίο αβίωτο. “Επιστήμονες” έφτιαξαν τις μεγαλουπόλεις, τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια, τις μηχανές εσωτερικής καύσεις. Ακόμα όμως δεν έχουν καταφέρει να φτιάξουν ένα KW ενέργειας. Κι όταν το αποκτούν προσωρινά από τη μετατροπή της ενέργειας που ο Θεός προίκισε τη φύση, το 75% το χάνουν στη μεταφορά. Είναι σαν να κουβαλάνε νερό με τις κάλτσες(!) Δίνουν “καθαρή ενέργεια” στους Αθηναίγους και πεθαίνουν στον καρκίνο του κατοίκους της Δ. Μακεδονίας. Ενώ εγκαθιστούν παντού κλιματιστικά! Μετά μας μαλώνουν που αφήνουμε την τηλεόραση στην αναμονή και καίει το λαμπάκι(!) Οι άνθρωποι σήμερα έτσι είναι. Ενώ θεωρούν ότι είναι αυτονόητο δικαίωμά τους να “πετάξουν” στην Πράγα για καφέ και στο Λονδίνο για ψώνια, “οικονομούν” το λαμπάκι της τηλεόρασης(!) Φτηνοί στο αλεύρι και ακριβοί στα πίτουρα. Όντας δε μέσα στα πίτουρα τους τρώνε και οι κότες. (Το στάρι έχει 0,25€, το αλεύρι 0,80€ και το πίτουρο έχει ο,40€. Πάντα σε κιλά μιλάμε).
Επί τη ευκαιρία: Έμαθα πως υπάρχει μια συσκευή (προφανώς προερχόμενη από τον “τεχνικό κόσμο”) η οποία αφού υγράνεις τα χαρτιά που είναι προς ανακύκλωση τα μετατρέπει σε μπριγκέτες που μπορούν να καούν! Αν ξέρει κάποιος ας μας πει περισσότερα.
Αξιότιμε κ. Σαλεμή,
Με πήρατε φαλάγγι! Κατ’ αρχάς διαβάζοντας το άρθρο σας και κάποια παλιότερά σας στο ΑΝΤΙΦΩΝΟ σας είχα κατατάξει εν μέρει και στον «τεχνικό κόσμο», κάπως σχημάτισα την εντύπωση ότι είστε μηχανικός – πολλές φορές ο τρόπος που σκέφτεστε εκεί παραπέμπει. Παρεξήγηση και συγγνώμη αν αυτό σας προσβάλλει.
Στην απάντησή σας θέτετε πολλά θέματα καθένα από τα οποία σηκώνει μεγάλη συζήτηση την οποία δεν είχα πρόθεση να ανοίξω ούτε είμαι δε θέση να συνεχίσω.
Για μένα η προτροπή «πάρτε μια ξυλόσομπα και ρίξτε μέσα ό,τι έχετε και μπορεί να καεί» σαφώς και προκύπτει από τα γραφόμενά σας. Αν τώρα διευκρινίζετε ότι δεν είναι αυτό στις προθέσεις σας, δεκτό. Πάνω σε αυτό και μόνο είναι η ένστασή μου και λέω ότι προκειμένου να προτείνει κάποιος κάτι τέτοιο με ελαφριά ή βαριά καρδιά (να προσθέσω, το «ελαφριά» αν ενοχλεί το αποσύρω) χρειάζεται να μπορεί να το τεκμηριώσει και με επιστημονικά στοιχεία (του τύπου πόσα ppm και μικρογραμμάρια εκπέμπονται συγκριτικά με το πετρέλαιο). Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε για να παίρνουμε αποφάσεις.
Κατά τα λοιπά, συνεχίζω να σας διαβάζω με ευχαρίστηση.
Σας ευχαριστώ κύριε που διαβάζετε τα κείμενά μου και χαίρομαι που σας φαίνονται χρήσιμα.
Προς διευκόλυνση της συζητησης, αντιγράφω από άρθρο του δρος Ευάγγελου Μπούρμπου (γεωπόνος-οικοτοξικολόγος)
“Τι ακριβώς λοιπόν συμβαίνει με τα κλασικά τζάκια καυσόξυλων και τις ξυλόσομπες; Ρυπαίνουν τόσο πολύ την ατμόσφαιρα και τον εσωτερικό χώρο των κατοικιών; Μήπως μερικοί θέλουν να γίνουν ο ‘αποδιοπομπαίος τράγος’ της, από τόσες άλλες πηγές παραγωγής αιωρούμενων μικροσωματιδίων; Ή μήπως αποτελούν τα ‘θύματα’ ειδικής εκστρατείας κατασυκοφάντησης, ώστε να διεκδικήσουν την αγορά άλλα μέσα θέρμανσης πιο σύγχρονα και πιο ακριβά;
‘Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα παραδοσιακά τζάκια με καυσόξυλα και οι ξυλόσομπες αποτελούν πηγές παραγωγής αιωρούμενων μικροσωματιδίων. Δεν είναι όμως οι μόνες. Έπειτα τα εκλυόμενα από τις πηγές αυτές θέρμανσης μικροσωματίδια, αν η καιόμενη ύλη είναι καθαρή και το περιβάλλον στο οποίο διαχέονται είναι απαλλαγμένο από άλλους ρύπους, θα είχαν μικρότερη βλαβερότητα στην υγεία του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο όμως είναι εντελώς απίθανο. Κατά συνέπεια και το τζάκι και η σόμπα καυσόξυλων έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Ακόμα οι πηγές αυτές θέρμανσης μειώνουν τον πολύτιμο για την αντιμετώπιση του φαινόμενου της υπερθέρμανσης του πλανήτη βιοάνθρακα και γίνονται μέσα αφανισμού ακόμα και δασών φυσικών μνημείων.
“Η τακτική όμως που ακολουθείται σήμερα και με την οποία τα τζάκια και οι σόμπες καυσόξυλων θεωρούνται το ‘κόκκινο πανί’ και ο ‘αποδιοπομπαίος τράγος’ για τη ρύπανση του εξωτερικού και εσωτερικού των κατοικιών περιβάλλοντος αποπροσανατολίζει κάθε προσπάθεια επίλυσης του μεγάλου προβλήματος της ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Αν με τη λειτουργία των πηγών αυτών θέρμανσης ξεπερνιούνται τα ανώτατα επιτρεπτά όρια της συγκέντρωσης των αιωρούμενων μικροσωματιδίων την πρώτη και μεγάλη ευθύνη έχουν όλοι οι άλλοι ρύποι που τροφοδοτούν τη ρύπανση αυτή και τη διατηρούν κοντά στην ανεκτή οριακή γραμμή. Στις Περιφερειακές Ενότητες για παράδειγμα της Κοζάνης και της Φλώρινας στις οποίες τα αιωρούμενα μικροσωματίδια τις περισσότερες μέρες του χρόνου είναι κοντά ή πάνω από την κόκκινη γραμμή δεν φταίει το τζάκι και η σόμπα καυσόξυλων. Κανείς δεν θυμάται αυτές τις μέρες την πραγματική αλήθεια πως η δημιουργία του νέφους στην Αθήνα οφείλεται κατά 95% στα καυσαέρια από τα αυτοκίνητα.”
το άρθρο θα βρείτε εδώ
http://www.haniotika-nea.gr/88843-%CE%A4%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CF%83%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%82%20%CE%BA%CE%B1%CF%85%CF%83%CF%8C%CE%BE%CF%85%CE%BB%CF%89%CE%BD:%20%CE%A0%CE%B7%CE%B3%CE%AE%20%CF%81%CF%8D%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%B7%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82%20.html
Αγαπητός φίλος μου γράφει: “Στο απολαυστικό σου κείμενο για τη θέρμανση θα πρόσθετα τη δυνατότητα για μασίνα αν υπάρχει χώρος στη κουζίνα (ξυλόσομπα με φούρνο και επιφάνεια για μαγείρεμα επάνω, μαζί με τη θέρμανση) αλλά και το γεγονός ότι στην αγορά της ξυλόσομπας θα μπορούσε να αποτελεί παράμετρο η δυνατότητα τοποθέτησης κατσαρόλας επάνω της (να σιγοβράζει η φασολάδα και να μυρίζει το σέλινο…) για όσους δεν τους ενοχλεί να μυρίζει φαγητό σε καθιστικό χώρο. Επάνω στη σόμπα συνήθως έμπαινε τσαγερό για τσάι αλλά και για σαλέπι! σε χαρτοπετσέτα (ναι) ανοιχτή ζεσταίναμε το μπαγιάτικο ψωμάκι, βάζαμε φλούδες από πορτοκάλι και μανταρίνι να μυρίσει ο χώρος, σε ειδική κατασκευή στο μπουρί στέγνωναν τα ρούχα (τι σου γράφω τώρα, τα θυμάσαι). Να σου πω, ζούμε σε σπίτι του ’26 στο κέντρο της Αθήνας. Το πρόβλημα είναι ότι οι προηγούμενοι μπάζωσαν τις καμινάδες. Στην επόμενη συντήρηση του σπιτιού θα μπω στον κόπο να τις ξεβουλώσω (το λέω εδώ και καιρό, να δούμε πότε θα το κάνω, άσε που έχει καμινάδα εντοιχισμένη απευθείας από το υπόγειο -είχε καυστήρα και καζάνι για τα ρούχα- όταν μπήκα προ δεκαπενταετίας στο σπίτι είχε ακόμα και τις καμινάδες στην κουζίνα μαζί με την φουφού, δεν γινότανε όμως την έβγαλα, κράτησα όλα τα υλικά του πάγκου -μάρμαρο 10 πόντων πάχος, μου βγήκε η πίστη να το μετακινήσω. Το σπίτι είναι πέτρινο μπροστά μπατικό πίσω. Έχω απώλειες από τα παράθυρα, γαλλικό σχέδιο, σκέφτομαι να τ΄αλλάξω αλλά κι η σκέψη μόνο πονάει (άσε που θες και ένα σωρό λεφτά που δεν τα έχω). Το πρόβλημα είναι η ψύξη κυρίως. Στην Αθήνα έχεις 2 μήνες κρύο. Το σπίτι πέρσι με το ψύχος δεν κατέβηκε κάτω από 15 βαθμούς. Καίμε αρκουδίσιον εδώ και χρόνια γύρω στα 400 ευρώ έρχεται η θέρμανση το χρόνο, πριν είχα 2 κεροσάν αλλά κρυώναμε. “
Μου έφερε στο μυαλό το σπίτι που μέναμε για τρία χρόνια, από το 1988 έως το 1991. Στον Άγιο Παντελεήμονα, στη Διογένους Λαερτίου. Είχε ένα σύστημα καλοριφέρ όπως αυτό που περιγράφω στο κείμενο. Χωρίς κυκλοφορητή! Εϊχε ένα καζανάκι διαστολής στην ταράτσα και αυτό ήταν όλο. Το νερό, σε ελάχιστα λεπτά, ζέσταινε τα σώματα τα οποία ήταν τεράστια και αμέσως “έσπαγαν” το κρύο. Αυτό έλυνε το πρόβλημα της θερμοκρασίας που έπεφτε όταν δεν ήμασταν στο σπίτι. Το σβήναμε για ασφάλεια. Έκαιγε πετρέλαιο με ένα απλό καρμπιρατέρ “κρέσκι” και ένα πρωτόγονο πλην όμως τελείως αθόρυβο βεντιλατέρ.
Εδώ σας θέλω, άνθρωποι του τεχνικού κόσμου. Μπορείτε να νεκραναστήσετε το σύστημα κυκλοφορίας του νερού στο δίκτυο χωρίς κυκλοφορητή; Μπορεί να γίνει αυτό με τα καινούργια συστήματα, υποδαπέδιες σωληνώσεις κ.τ.τ.; Σε συνδυασμό με το φυσικό αέριο ίσως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια πατέντα όπου δεν θα χρειαζότανε καθόλου ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτές είναι μαστοριές…μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας…
Γράφω από Γρεβενά. Το βραδάκι προχθές είχαμε τρεις βαθμούς Κελσίου.
Η τετραόροφη οικοδομή στην οποία και μένω μετά της συνοδείας έχει γίνει μουσείο-εκθετήριο παντός είδους θέρμανσης
Γράφω όμως για άλλο λόγο: να πω ένα μπράβο στον Γιώργο για το θαυμάσιο δοκίμιο του, που από μόνο του με ζέστανε!
Σε μεγάλες φόρμες παραμένεις αγαπητέ Γιώργο!
Το κείμενο καρφιτσώνεται στα χρήσιμα [i]και [/i]όμορφα – εξαιρετικό δηλαδή.
Η πολιτική σπόντα (που αδικεί κόσμο) να έλειπε, θα ήταν άψογο.
Όσο για τους φίλους που ανησύχησαν με την προτροπή σου να καίμε στις ξυλόσομπες και μοριοσανίδες (που πράγματι περιέχουν πολύ επικίνδυνες κόλλες), ναι μεν καλύτερα να μην τις καίμε εκεί, αλλά επιτέλους, φίλοι, πόσες μοριοσανίδες πια έχει για κάψιμο ένα σπιτικό;
Γιάννη ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Παραμένω σε φόρμα γιατί, όπως φαίνεται στο κείμενο, προπονούμαι πολύ στο σπίτι και από πολύ μικρό παιδί. Σπόντα είναι κι αυτή, αυτοσαρκαστική, σαν τις τόσες άλλες που έχει το κείμενο. Δεν είναι μόνο μία η σπόντα που, όπως λες, αδικεί πολύ κόσμο. Αυτό που επιδιώκω πάντως δεν είναι να προσβάλλω αλλά να “πειράξω”, να προκαλέσω, τους ανθρώπους να πειραματιστούν και να δοκιμάσουν. Κι αν πειραματίζονται με τα μεγαλύτερα γιατί όχι και με τα μικρότερα.
Επ’ ευκαιρία να συμπληρώσω:
Για το τι καίμε στις ξυλόσομπες υπάρχουν αντιρρήσεις. Εγώ λέω ευθέως τα εξής: Έχουμε πόλεμο και έχουμε και χειμώνα. Προκειμένου να παγώνουν οι άνθρωποι ας κάψουν και μοριοσανίδες. Σίγουρα πρέπει να “κάψουν” και τις παλιές νοοτροπίες. Αυτές τις υποκριτικές που συνοψίζονται στο “σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου”. Δεν είναι μόνο αυτό που λες κι εσύ, ότι πόσες μοριοσανίδες μπορεί να έχει ένα σπιτικό. Είναι και το ότι αυτές οι σανίδες έτσι κι αλλιώς υπάρχουν. Και μαζί με τις επικίνδυνες κόλλες τους κάπου πάνε για να αποσυντεθούν. Να δούμε, λοιπόν, ποιο είναι το ένα περιβαλλοντικό κόστος και ποιο είναι το άλλο. Να τις ανακυκλώσουμε ή να τις θάψουμε από τη μια και να τις κάψουμε από την άλλη. Να βάλουμε του ρύπους της μιας και της άλλης διαδικασίας και να δούμε μετά πόσο επιβαρύνει το κάψιμο.
Μετά να βάλουμε κάτω το τι άλλο μπορεί να ζεστάνει εκείνον που θα κάψει μοριοσανίδες. Κι αν αυτή η μέθοδος είναι καθαρότερη και πόσο είναι καθαρότερη. Τέλος να δούμε τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής εκείνου που καταγγέλλει το κάψιμο των μοριοσανίδων στη ξυλόσομπα. Να δούμε τότε πόσο βαραίνει η γνώμη του. Δεν μπορεί εκείνος που πχ πάει πάνω κάτω στην Ευρώπη με το αεροπλάνο να καταγγέλλει εκείνον που θέλει να ζεσταθεί στοιχειωδώς. Δεν μπορεί το αεροπλάνο που ξερνάει τόση μόλυνση να θεωρείται αδιαπραγμάτευτο αναγκαίο κακό και η σόμπα να προκαλεί κρίσεις υστερίας.
Αξιότιμε κ. Σαλεμή,
Αυτά που γράφετε για μαλάκια (με τον τόνο σε άλλη θέση), αεροπλάνα και κρίσεις υστερίας, σε ποιους από τους προλαλήσαντες τα απευθύνετε; Αν έχουν στόχο εμένα που ξεκίνησα τη συζήτηση, λυπάμαι και δεν πρόκειται να δώσω συνέχεια. Μένω σε ό,τι έχω πει στις προηγούμενες παρεμβάσεις μου.
Με εκτίμηση
Κων. Βήχος
Μηχανολόγος μηχανικός.
Αγαπητέ κ. Βήχο
Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι σε σας. Η συζήτηση μαζί σας έκλεισε με τις αμοιβαίες διευκρινίσεις. Ό,τι είχα να πω πάνω στην άποψή σας το είπα και δεν έδωσα συνέχεια. Ούτε ό, τι λέμε ντε και καλά αφορά κάποιον από τους συνομιλητές.
Ε, ναι, το ξέρεις άλλωστε, ότι όταν τα πράγματα τρέχουν για το γκρεμό, τη διέξοδο δεν μπορούν να τη διακρίνουν εκείνοι που σκέφτονται με όρους αίτιου-αποτελέσματος πάνω στην ίδια γραμμική αλυσσίδα, αλλά αυτοί που είναι σε θέση να κάνουν το “άλμα” έξω από αυτήν και να συλλάβουν μορφές του αδιανόητου …
… δηλαδή όχι οι “καθωσπρέπει” αλλά οι “αιθεροβάμονες” (που ασφαλώς δεν ταυτίζονται με τους φαφλατάδες).
Εξαιρετικό!
Και δίνει καλή αφορμή να φύγουμε από την άγονη, όπως εξελίχθηκε, συζήτηση για τα καυσαέρια.
Τι θα ήταν το αιθεροβάμον – εκτός αλυσίδας στην περίπτωσή μας; Η ξυλόσομπα; Αυτή είναι μια εστία εναλλακτικών του πετρελαίου καυσίμων. Αιθεροβάμον θα ήταν, ας πούμε, να πεισθούμε ότι το κρύο δεν μας προβληματίζει, ότι δεν έχουμε ανάγκη θέρμανσης. Φθάνει και στα όρια του αδιανόητου.
Κλαπ – κλαπ -κλαπ!
🙂
Αυτό όμως, που πράγματι αφορούσε εσάς, κ. Βήχο, ούτε εγώ το θυμήθηκα χθες ούτε κι εσείς το προσέξατε αρκούντως. Έγραψα παραπάνω: “Εδώ σας θέλω, άνθρωποι του τεχνικού κόσμου. Μπορείτε να νεκραναστήσετε το σύστημα κυκλοφορίας του νερού στο δίκτυο χωρίς κυκλοφορητή; Μπορεί να γίνει αυτό με τα καινούργια συστήματα, υποδαπέδιες σωληνώσεις κ.τ.τ.; Σε συνδυασμό με το φυσικό αέριο ίσως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια πατέντα όπου δεν θα χρειαζότανε καθόλου ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτές είναι μαστοριές…μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας…” και δεν είχε τίποτα ειρωνικό, υβριστικό ή επικριτικό, για σας ειδικά. Η φράση του Περικλή έχει την αρχική της σημασία η οποία δεν ήταν ίδια με τη σημερινή.Δεν είναι υπαινιγμός για σας αλλά, το ξαναλέω, για τον τρόπο που σκέφτεται η “επιστήμη” και ο “τεχνικός κόσμος” όταν φτιάχνουν κάτι παράξενες και εξεζητημένες ενεργειοβόρες συσκευές στο όνομα της …οικονομίας και του περιβάλλοντος. (Ακόμα και οι ηλιακοί θερμοσίφωνες επικράτησε να είναι επίπεδοι…ενώ ο ήλιος διαγράφει τόξα…οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είναι σφαιρικοί ή γιατί δεν ενσωματώνουν ένα σύστημα κατόπτρων…σαν κι αυτά του Αρχιμήδη που έκαψαν τον ρωμαϊκό στόλο).
Εδώ, σε τέτοιους είδους μαστοριές, ο ρόλος σας είναι απαραίτητος και αναντικατάστατος. Γιατί κανείς, όταν δεν έχει διδαχτεί, την τέχνη παλιά και την επιστήμη σήμερα, δεν μπορεί να φτιάξει καλοριφέρ χωρίς κυκλοφορητή.
Kales protheseis. Isws kapoia shmeia exoun ena endiaferon alla to arthro genika einai epipedou syzitishs se kafeneio ths eparxias. Opws swsta epesimane o mhxanikos sxoliasths parapanw den einai arketa doulemeno gia na apotelesei mia sobarh genikh protash, Periptosiologiko.
Εξακολουθώ να αισθάνομαι βαθύτατα προσβεβλημένος παρά και την επίκληση του Περικλέους, η οποία μάλλον χειρότερα κάνει τα πράγματα.
Με ωθείτε να εκφράσω κάποιες προσωπικές κρίσεις, πράγμα που ουδόλως επιθυμώ, αλλά τελικά αποφάσισα να το κάνω.
Νομίζω κ. Σαλεμή, ότι στην ευγενή προσπάθειά σας να φανείτε «χρήσιμος» επιχειρείτε αφενός να επανανακαλύψετε τον τροχό, αφετέρου να διδάξετε πράγματα για τα οποία δεν έχετε επαρκή προς τούτο κατάρτιση. Παράδειγμα η θέση σας για τους ηλιακούς συλλεκτήρες. Η ροή της ηλιακής ακτινοβολίας την οποία μπορούμε να εκμεταλλευθούμε είναι όση διέρχεται σε ένα ημερήσιο ας πούμε κύκλο από το πλαίσιο του συλλέκτη. Αν έχουμε τη δυνατότητα να στρέφουμε το συλλέκτη ώστε συνεχώς να αντικρίζει τον ήλιο κάθετα τότε θα διέλθει το μέγιστο δυνατόν ποσό ενέργειας για το μέγεθος του συλλέκτη. Το πόσο από αυτό θα αξιοποιήσουμε εξαρτάται από το πόσο επιτυχώς έχει σχεδιασθεί ο συλλέκτης αλλά και από τον σκοπό για τον οποίο έχει σχεδιασθεί. Το σύστημα με κάτοπτρα που σας αρέσει οδηγεί στην επίτευξη μεγαλυτέρων θερμοκρασιών νερού, όχι όμως κατανάγκη και σε υψηλότερο βαθμό ενεργειακής απόδοσης. Παίρνουμε δηλαδή πιο ζεστό νερό αλλά λιγότερα λίτρα και συνολικά ίσως λιγότερες θερμίδες, όμως μπορούμε έτσι ευκολότερα π.χ. να παράγουμε ατμό. Η επιλογή του τύπου γίνεται με τέτοια κριτήρια και σας διαβεβαιώ άνευ της «Περικλεϊκής» μαλακίας.
Βέβαια μπορεί κάλλιστα να φανείτε χρήσιμος έως και επαναστατικός με τον τρόπο που εύστοχα αναφέρει ο κ. Ιωαννίδης λίγα σχόλια πιο κάτω: Κάνοντας το «άλμα έξω από την αλυσίδα». Επιτρέψτε μου όμως τη γνώμη ότι αυτό δεν έγινε στο θέμα της ξυλόσομπας.
Κ.Β.
“…τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων· ἐβλασφήμησεν· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν· 66τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπαν· ἔνοχος θανάτου ἐστίν”. Κατά Ματθαίον.
“[b]Ο δε αρχιερεύς Ανανίας προσέταξε τους παρεστώτας πλησίον αυτού να κτυπήσωσι το στόμα αυτού[/b].” Οι πράξεις των Αποστόλων
Απ τις πιό όμορφες και χρηστικές συμβουλές που έχω διαβάσει ( και ακούσει ) τελευταία..Ιδίως όλα αυτά για την ξυλόσομπα και τα…προσανάμματα..Παρακάμπτω τις όποιες, σεβαστές, πλήν άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, αξιόλογες κατα τα άλλα, αντιρρήσεις των αναγνωστών, και επικεντρώνω στην ουσία : Μπορούμε να ζεσταθούμε με μηδενικό κόστος..αρκεί να έχουμε κέφι, λίγο μυαλό, και όρεξη για πρωτοτυπία..Στο εξοχικό μου, στα 1200 μέτρα, έχω μια υπέροχη μαντεμένια σόμπα που κάνει θαύματα…Απλά συμπληρωματικά, έχω, απο χρόνια μερικά πάνελ υπερυθρης ακτινοβολίας, που σε ζεσταίνουν όπως ο ήλιος..Συμφωνώ είναι ακριβά στη απόκτισή τους, αλλά είναι πέραν κάθε υποψίας, ονειρικά να νοιώθεις την ιδιαίτερη θέρμη της ηλιακής ακτινοβολίας μέσα στο σπίτι σου, και παράλληλα να ακούς το τρίξιμο του ξύλου στη σόμπα..Δεν αναφέρω για…τα εδέσματα που μπορούν να συνοδεύσουν αυτή την απόλαυση, γιατί θα ξεφύγω…Μένω σ αυτά και τις ευχαριστίες μου για….τα προσανάμματα…Με τίμή Κοσμάς Σερ.
Έλεγα, λοιπόν, για έναν…σφαιρικό ηλιακό θερμοσίφωνα. Τον φαντάζομαι σαν έναν μεγάλο γλόμπο με διάμετρο, ας πούμε, ενός μέτρου ή και παραπάνω. Έχετε δει τις παλιές δαμζάνες που βάζανε τα ποτά κάποτε; Φυσητό γυαλί τριάντα και πλέον λίτρων. Κάπως έτσι. Η πλευρά προς τον βοριά να είναι καθρέφτης για να αντανακλά τον ήλιο. Το γυαλί με την κυρτότητά του είναι ήδη, και μπορεί να γίνει περισσότερο, κάτοπτρο που συγκεντρώνει τις ακτίνες του ήλιου σε συγκεκριμένο χώρο. Φαντάζομαι ότι υπάρχει η σχετική τεχνολογία ώστε να έχουμε έναν…πολυεστιακό θόλο πχ 50-100 λίτρων. Μέσα στο θόλο-γλόμπο φανταστείτε ένα σύστημα χαλκοσωλήνων μικρού διαμετρήματος. Σπείρες και ελλείψεις, η μία μέσα στην άλλη, έτσι ώστε να αυξάνεται η ηλιακώς πανταχόθεν βαλλόμενη επιφάνεια. Στους σωλήνες μέσα να ρέει το γνωστό υγρό που δεν παγώνει τον χειμώνα.
Η διάταξη αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε τον ήλιο στον συλλέκτη μας από την πρώτη στιγμή που θα σκάσει μύτη μέχρι την ώρα που θα βασιλέψει, Έλληνά μου.
Έχω υπόψη μου ότι οι φίλοι μας οι Γερμανοί πειραματίζονται ιδιαίτερα στο πώς θα πάρουν ζεστό νερό από την πρώτη ώρα της ανατολής του ήλιου. Να πάρουν έστω και λίγο, όσο χρειάζεται για να κάνουν οι άνθρωποι τα πρωινό τους μπάνιο πριν πάνε στη δουλειά. Για τον λόγο αυτό διαιρούν τον λέβητα αποθήκευσης και ζεσταίνουν τμηματικά το νερό ώστε να μη πρέπει να θερμανθεί πρώτα όλη αυτή η μεγάλη ποσότητα για να έρθει στην κατάλληλη θερμοκρασία.
Έχοντας λοιπόν ήλιο στο συλλέκτη μας άμα τη εμφανίσει του ήλιου έχουμε και ζεστό νερό. Όσο πιο πολύ ζεστό νερό έχουμε τόσο το καλύτερο. Έστω κι αν είναι πολύ ζεστό το νερό και λίγα τα λίτρα του νερού. Μπορούμε να αυξήσουμε την ταχύτητα ροής του νερού και να πάρουμε κι άλλα λίτρα. Αν όμως παίρναμε και ατμό ακόμα καλύτερα…θα μπορούσαμε ίσως να παραγάγουμε ηλεκτρικό με μια μικρή τουρμπίνα…τσέπης.
Σημείωση: Και ο Ιούλιος ο Βερν παραμυθάς ήντονε…αλλά ακόμα κονομάει ο τεχνικός κόσμος από τα …παραμύθια του.
Ὑπακούοντας στὴν ἐπιτακτικὴ παραίνεση τοῦ ἀρθρογράφου ἐν ἀστερίσκῳ, δὲν διάβασα τὸ ἄρθρο.
Επί του “αστερίσκου”.
Αγαπητέ Γιώργο λάβε υπόψη την ακόλουθη εκτίμηση του κ. Φ. Σχοινά δημοσιευμένη σε άλλη θέση στο Αντίφωνο:
[b]”Θεωρῶ τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ ὡς τόν κορυφαῖο Ἕλληνα διανοούμενο τοῦ 20ου αἰῶνα, διότι εἶναι ὁ μόνος πού συνδυάζει ἐπαρκῆ γνώση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς διανοήσεως, τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί τῆς νεωτέρας Εὐρωπαϊκῆς σκέψεως καί ἀνάλογο ἔργο στίς τρεῖς αὐτές περιοχές τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος καί ὁ Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος ἐλάχιστα γνώριζαν τήν Πατερική θεολογία. Ὁμοίως καί ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς. Ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος, ἄν καί θεολόγος, ἀγνοοῦσε τούς Πατέρες. Ὁ Βασίλειος Τατάκης εἶχε μέν γερή γνώση τῶν Πατέρων, ἀλλά ὄχι ἐπαρκῆ γνώση τῆς νεώτερης διανόησης καί ὁπωσδήποτε ὁ σταχασμός του δέν εἶναι τῆς ἐμβελείας τοῦ Γιανναρᾶ. Ὁ μόνος πού πλησιάζει τήν σφαιρική γνώση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς, Πατερικῆς καί Εὐρωπαϊκῆς σκέψεως εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης, ἀλλά καί αὐτός νομίζω ὅτι ὑπελείπετο στήν βαθιά γνώση τῶν Πατέρων. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης, βασικά γαλλόφωνος, ἀγνοεῖ παντελῶς τό Βυζάντιο. Ὁ Κώστας Παπαϊωάννου, γαλλόφωνος βασικά κι αὐτός, δέν εἶχε βαθιά γνώση τῶν Πατέρων. Ἴσως κάνω λάθος, ἴσως εἶμαι ὑπερβολικός ἀλλά νομίζω ὅτι ὁ κ. Γιανναρᾶς μέ σύνολο τό ἔργο του δικαιοῦται τόν χαρακτηρισμό τοῦ κορυφαίου Ἕλληνα διανοουμένου τοῦ 20ου αἰῶνα. Τώρα ἄν ἡ ἐλαχιστότητά μου ἔχει διαφορετική ἄποψη σέ ὁρισμένα θέματα – ὅπως τοῦ προσώπου καί τῆς φύσεως, τοῦ ἔρωτα, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ ἀειπάρθενου τῆς Θεοτόκου κ. ἄ – αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐμφοροῦμαι ἀπό ἀντιπάθεια στό πρόσωπο τοῦ κ. Γιανναρᾶ. Ἁπλᾶ κριτική (καί αὐτή θἄλεγα ἀναιμική–δέν ἔχω τά κότσια νά ἀναμετρηθῶ ἐπί ἴσοις ὅροις μέ τόν Γιανναρᾶ) κάνω σέ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ ἔργου του, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγώτερο. Νομίζω πάντως ὅτι κατανοοῶ σέ γενικές, θἄλεγα καί εἰδικές, γραμμές τό ἔργο τοῦ Γιανναρᾶ, ἐνῶ ὁρισμένοι, ὄχι μόνο ἀπό τόν συντηρητικό, ἀλλά καί ἀπό τόν προοδευτικό χῶρο, ἀσκοῦν κριτική στόν Γιανναρᾶ χωρίς νά τόν κατανοοῦν… Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι κινοῦνται ὑπό τόν ἀστερισμό του…”[/b]
Νομίζω ο αστερίσκος αδικεί τους στοχαστές. Στα “πολιτικά” βέβαια και στα “πρακτικά” οι στοχαστές δεν είναι καλύτεροι από μας τους αστόχαστους.
Αγαπητέ μου Γιώργο,
ξέρω άνθρωπο που το χειμώνα του 1948-49 αναγκάστηκαν με την οικογένειά του, λόγω ελλείψεως χρημάτων για να αγοράσουν καυσόξυλα ή έστω κοκ, να ξηλώσουν το ξύλινο πάτωμα του προσφυγικού χαμόσπιτου που έμεναν για να ζεσταθούν, και κινούνταν πάνω στο χώμα που υπήρχε από κάτω.
Αυτά σου τά γράφω ως μικρή συμβολή στη “νοητή ξυλόσομπα”, κάτι που ίσως μόνο μια “αγαθή συμμορία” θα μπορούσε να σκεφτεί και να σχεδιάσει.
ΥΓ. Φυσικά γνωρίζεις και το “Μάρτης γδάρτης και παλουκοκαύτης”, όταν σώνονταν τα ξύλα και στις παγωνιές του Μαρτίου έκαιγαν και τα παλούκια του φράκτη.
Καί αυτό και το άρθρο “Γιά την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Πατρίδας” του Γιώργου Μιλτ. Σαλεμή μου θύμισαν ότι ένα βασικό κεφάλαιο στα βιβλία της Οχυρωτικής των αρχαίων συγγραφέων ήταν αυτό που έδινε οδηγίες για την συντήρηση και φύλαξη των τροφών και γενικά των εφοδίων. Καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για να αντέξεις σε μία πολιορκία, αλλά και για να την αποφύγεις.
Θεωρώ απολαυστικό το χιούμορ του Γιώργου Μιλτ. Σαλεμή, επειδή πολλαπλασιάζει το νοηματικό περιεχόμενο των γραπτών του, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα. Ίσως ενοχλεί τους ευσεβείς, αλλά υπάρχει και μία άλλη μορφή ευσέβειας που έχει πειραχτικό χαρακτήρα. Άλλοι άνθρωποι είναι Άγγελοι και άλλοι Βοϊδάγγελοι, και τα δύο σύμβολα Ευαγγελιστών. Παραθέτω τον Πρόλογο από την ομώνυμη συλλογή του Σκαρίμπα, χωρίς άλλη επεξήγηση.
Στην άγια χέρα του Κυρίου ─ ουράνια βέλη ─
Μια συνοδεία εξαίσια και φτερωτή
Πετάν και παν’ αράδα ωραίοι οι αγγέλοι,
Δούλοι ξιφουλκημένοι και πιστοί.
Όμως αντάρτες μεις ─ ως πριν κορόιδα ─
Γκρουπ χονδρομούτσουνων παιδιών με ωραία φτερά,
Αράδα πάμε κι είμαστε όλοι άγγέλοι βόιδα,
Βοϊδάγγελοι είμαστε με κέρατα και ουρά…
Αγαπητέ μου κυρ- Αλέξανδρε, αυτή η “νοητή ξυλόσομπα”- αλήθεια πώς θα την λέγαμε στα ελληνικά…”νοητή ξυλοθερμάστρα”;- φαίνεται πως έχει ανάψει και πως έχει αρχίσει να θερμαίνει τις καρδιές μας. Είτε καθαρές είναι αυτές είτε ελαφριές είτε βαριές. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει και πυρκαγιά…υπέρυθρης ακτινοβολία, οπού θα μας ζεσταίνει χωρίς να μας καίει. Το σύστημα πάντως, να φέρνει ο καθένας το ξύλο του και να συνδαυλίζει τη φωτιά, αποδίδει.
κ. Δεληνικόλα,το χιούμορ δίπλα στη σόμπα είναι εκ των ων ουκ άνευ. Παλιά ψήναμε και λουκάνικα στις…βελόνες του πλεξίματος της γιαγιάς! Τώρα, ούτε γιαγιά ούτε βελόνες ούτε λουκάνικα….”χαμαί πέσε Δέδαλος αυλά ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν”. Μα φαίνεται πως το “λάλον ύδωρ” τη γλίτωσε και ρέει υποδωρίως. Ευχαριστώ για τους στίχους υψηλής θερμαντικής αξίας.
Αγαπητέ κ. Ζιάκα, αν και εκ χωρίου έχω υπόψη μου το χωρίον. Κάποτε πίστευα κι εγώ κάτι ανάλογο. Το είχα μάλιστα δηλώσει δημοσίως μερικές φορές. Βέβαια, από τότε, είχα βάλει ακόμα έναν δίπλα του, στο βάθρο το ψηλότερο το και Θαβώρ αποκαλούμενον. Αν το κριτήριο είναι τι ξέρει κάποιος, τότε ναι, ο Γιανναράς είναι κορυφαίος. Αν όμως το κριτήριο είναι τι ξέρει και τι μολογάει, εμένα επιτρέψτε μου να αρκεστώ στον έτερο του βάθρου.
Από το 2008, θεωρώ πως “finis Γιανναράς”. Ό, τι ήταν να δώσει, φαίνεται, πως το έδωσε. Τα δε στερνά απο-τιμούν τα πρώτα. Τι να το κάνω εγώ, ο χρησιμοθήρας, που ξέρει για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και την ίδια στιγμή παροξύνει του ζηλωτές στα μπεντένια; Πού είναι η νηπτικότητα που όλοι χρειαζόμαστε; Αντ’ αυτού μας εμπαίζει κιόλας-προφανώς χωρίς να το νιώθει- όταν μας λέει ότι δεν πρέπει να επιζητούμε το χρήσιμο. Ας είναι όμως, φαίνεται πως ο Θεός δεν μας έχει ξεχάσει και μας τη στέλνει εκείνη τη ζείδωρη νηπτικότητα με άλλους τρόπους και με άλλους ανθρώπους… “Θου Κύριε φυλακήν τω στοματί μου”
Δεν ήμουν τόσο προσεκτική όσο ο παραπάνω σχολιαστής και …την πάτησα με τον αστερίσκο!
Μη υποψιαζόμενη λοιπόν ότι ο αστερίσκος αφορά μια κατηγορία “μη πυράντοχων” αναγνωστών και θεωρώντας ότι θα αφορά μια διευκρίνιση/υποσημείωση για το “χρησιμοθηρικό”, τον άφησα για….αργότερα και προχώρησα στην ανάγνωση του ωραίου κειμένου (με ιδιαίτερη προσοχή μάλιστα!), για να βρεθώ στο τέλος σε μεγάλη αμηχανία (!).
Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει “γιανναριστές”, αλλά αυτή η “ταμπέλα” μάλλον φαίνεται να αφορά κι εμένα, εφόσον θεωρούσα πάντα και εξακολουθώ να θεωρώ τον κ. Γιανναρά έναν μεγάλο δάσκαλο, που σε πολύ κόσμο και κοσμάκη έχει προσφέρει με το έργο του
και για μένα προσωπικά ήταν αφορμή μελέτης και ενασχόλησης με θέματα που διαφορετικά δεν θα με προσέλκυαν…
Δεν καταλαβαίνω επίσης τί σημαίνει “τα στερνά απο-τιμούν τα πρώτα” για το έργο ενός ανθρώπου (κάθε σημαντικού ανθρώπου), που κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να απο-τιμάται συνολικά και διαχρονικά…
Συνεπώς, κι εφόσον μπαίνουν οι “ταμπέλες”, θα έλεγα ότι θα μπορούσα να έχω και μια-δυο άλλες, αλλά και η συγκεκριμένη ισχύει… άρα;;; Επέλεξα λοιπόν – μιάς και “κόλλησα” στην πρώτη γραμμή του κειμένου, να γράψω αυτό το σχόλιο , αλλά να μην σχολιάσω το παρακάτω, κάποια σημεία, δηλαδή, του κειμένου που θεώρησα ενδιαφέροντα, “παριστάνοντας” ότι δεν το διάβασα όλο…
ή μάλλον ότι…ξέχασα ό,τι διάβασα….
“ότι δεν είναι για μένα (μάλλον) να αναζητάω το χρήσιμο (;;;)”
Και σκέφτομαι ότι μάλλον θα πρέπει να γίνω πιο σχολαστική με τους αστερίσκους, διότι όπως χρησιμοποιούνται στην εποχή μας…κρύβουν σημαντικές και δυσερμήνευτες λεπτομέρειες, που μας εκπλήσσουν και ανατρέπουν τα δεδομένα!
Τελικά, μια συζήτηση για τη σόμπα μπορεί, αν θέλουμε, να μεταβληθεί σε συζήτηση για τα μέγιστα! Με άλλον τρόπο προκύπτει αυτό που θέλω να τονίσω. Ότι το χρήσιμο δεν είναι πάντα άσχημο…και άχρηστο. Ο Γιανναράς επαναλαμβάνει τακτικά πλέον ότι: “Ποιος διαχειριστής της τύχης του Eλληνισμού σήμερα θα μπορούσε έστω και να υποψιαστεί την επικαιρική δυναμική της φράσης του Aριστοτέλη: «Tο να ζητάς παντού το χρήσιμο, δεν αρμόζει στους ελεύθερους και μεγαλόψυχους»;” (Από την επιφυλλίδα της 30/9/2012 “Σφάγια στον βωμό του πελατειακού κράτους”). Πάνω σε αυτή τη ρήση του Αριστοτέλη πραγματοποιεί απείρου κάλλους σοφιστικές ακροβασίες. Εγώ, ο ελάχιστος, αντίθετα θεωρώ ότι η παράδοσή μας μάς μαθαίνει να κάνουμε το χρήσιμο όμορφο και το όμορφο χρήσιμο. Πρώτα πρώτα, γιατί μεσολάβησαν πολλά θαυμαστά και Χρηστά πράγματα από τότε που είπε ο Αριστοτέλης αυτό που είπε.
Θέλοντας να τονίζω κομψά και απαλά αυτή μου την άποψη, δημοσίευσα στο Ισοκράτημα, αρκετό καιρό πριν από του νυν, (7/8/2011) εκτεταμένα αποσπάσματα από το Μικρό Ευχολόγιο. Εκεί λέει, ότι το σκεύος που είναι απλώς χρήσιμο είναι τόσο σπουδαίο που είναι χρήσιμο ώστε ακόμη κι αν τι μιαρόν εμπεσείν δεν το πετάμε αλλά το πλένουμε και το ευλογάμε και μετά πίνει πρώτα ο παπάς και μετά όλη η οικογένεια. [ https://www.antifono.gr/portal/Προσεγγισεις/Ισοκράτημα/3043-Όταν-τι-μιαρόν-ή-ακάθαρτον-εμπεσείν-εις-αγγείον.html%5D Λίγοι το πήραν χαμπάρι προφανώς γιατί αναζητούσαν το χρήσιμο έξω από τα χρήσιμα και τα Χρηστά.
νομίζω πως όλη η «παρεξήγηση» λύνεται αν προσέξουμε πως αυτό που λέει ο Αριστοτέλης και νομίζω και ο Γιανναράς (όσο τον έχω ακούσει και διαβάσει) δεν είναι «τό ζητεῖν τό χρήσιμον, ἥκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καί ἐλευθερίοις».. αλλά «τό ζητεῖν [b]ἁπανταχοῦ[/b] τό χρήσιμον, ἥκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καί ἐλευθερίοις» … όλοι αναζητούν το χρήσιμο γιατί… είναι χρήσιμο! Το θέμα είναι αν στο βωμό της χρησιμότητας θυσιάζουμε άλλα πράγματα… και για να γυρίσω και στο θέμα, η λογική του «πανωσηκώματος» νομίζω πως ακριβώς εκεί αρχίζει…
[i]”Τελικά, μια συζήτηση για τη σόμπα μπορεί, αν θέλουμε, να μεταβληθεί σε συζήτηση για τα μέγιστα”[/i]
Κλασσικά ελληνικά πράγματα δηλαδή, έτσι δεν είναι;
Υ.Γ. Άλλο το χρήσιμο πάντως, και άλλη η χρησιμοθηρεία. Νομίζω πως ο Γιανναράς τα έχει με τη δεύτερη, όχι με το πρώτο.
Αν και οι συζητήσεις- κυρίως για τα μέγιστα, αφενός δεν ευνοούνται μέσα απο τα σύντομα (αναγκαστικά) και άρα ελλιπή σχόλια της ιστοσελίδας και αφετέρου, προσωπικά αισθάνομαι ανεπαρκής στο να τις υποστηρίξω με περιεκτικό γραπτό λόγο, επιχειρώ ακόμα ένα σχετικό σχόλιο…
Το συγκεκριμένο άρθρο “Σφάγια στον βωμό του πελατειακού κράτους” το έχω διαβάσει, καθώς και παρόμοια του κου Γιανναρά που αφορούν την πολιτική επικαιρότητα… Παρότι διαφωνώ σε κάποια σημαντικά σημεία με τις προσεγγίσεις του σε αυτά τα θέματα, δεν βρήκα κακή και άκαιρη την αναφορά στην ρήση του Αριστοτέλη, γιατί και για μένα η λέξη «παντού» είναι το κλειδί στην ερμηνεία της…
Ισως βέβαια εσείς να βλέπετε κάτι άλλο που εγώ δεν το «λαμβάνω» με τον ίδιο τρόπο… Αλλωστε, η αντί-ληψη για τα πράγματα διαφέρει απο άνθρωπο σε άνθρωπο…
Η αντίληψη για τα πράγματα διαφέρει επίσης και στον ίδιο άνθρωπο μέσα στον χρόνο…Γι’αυτό, ξανα-διαβάζοντας το κείμενο που προτείνατε απο το Ισοκράτημα, αντιλήφθηκα και λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, το νόημα του κειμένου, μετά τις διευκρινίσεις για το τί θέλατε να τονίσετε…το οποίο όμως δεν τονίσατε τότε με υποσημείωση ή αστερίσκο και το είχα διαβάσει…. βάζοντας τους δικούς μου… τόνους!
Το χρήσιμο είναι ‘σπουδαίο’ και άρα δεν το πετάμε αν πέσει μέσα σ’αυτό κάτι μιαρό, όπως τονίσατε. Προσπαθώντας να θυμηθώ το πώς οι παλιοί το αντιμετώπιζαν, σκέφτομαι επίσης ότι, ως ‘χρήσιμο’, είναι και ‘ωραίο’ (με την κλασσική σημασία της λέξης) και ίσως αν ασχοληθούμε μαζί του, όχι μόνο ‘χρησιμοποιώντας’ το, για την κάλυψη των αναγκών μας, αλλά και για να το περιποιηθούμε και να το ‘στολίσουμε’, έχει μεγάλες πιθανότητες να γίνει και όμορφο….Η παράδοσή μας, μας το μαθαίνει αυτό, έχετε δίκιο.
Ισως/μάλλον μας διδάσκει και το αντίστροφο και το πιο δύσκολο, νομίζω…. «το όμορφο να γίνει χρήσιμο», διαχρονικά χρήσιμο και ταυτόχρονα όμορφο και όχι «αναλλώσιμο» στην σύγχρονη χρησιμοθηρική μας απληστία…Εδώ χρειάζεται πιστεύω και η πιο μεγάλη συζήτηση… και αναζήτηση…
Επί της θεωρίας, αγαπητή Βάσια, δεν βρίσκω ότι έχω να προσθέσω κάτι. Αν τώρα κάποιος ωφελείται από τα γραπτά- παλαιότερα και τωρινά- του Χ. Γιανναρά, πάλι δεν βλέπω τι να προσθέσω. Αυτά τα πράγματα είναι σαν τα αντιβιοτικά ή καλύτερα σαν τα παυσίπονα. Αν κάποιος παίρνει ασπιρίνη και του περνάει ο πονοκέφαλος γιατί να πάρει πονστάν;
Η δουλειά να γίνεται.
Κι αν κάποιος μπορεί να αποβάλλει “τι μιαριόν” που ενδεχομένως υπάρχει στη ζωή του άλλου και με τον κατάλληλο καθαρμό συνεχίσει να χρησιμοποιεί το [i]ευλογημένο [/i]”σκεύος-άλλος”, τότε ακόμα καλύτερα.
(Μη πει κανείς, τώρα, ότι θεωρώ τους ανθρώπους σκεύη, σχήμα λόγου είναι).
Ευχαριστώ για την χρήσιμη απάντηση!
Παρά την αρχική μου εντύπωση ότι με τον αστερίσκο σας ρίχνετε στην πυρά μια κατηγορία αναγνωστών, απο την πρώτη κιόλας γραμμή του άρθρου σας, απο τα σχόλια σας κρατάω αυτό που τονίσατε και αυτό που παρατήρησα διαβάζοντας παλαιότερα και ξανά-διαβάζοντας το κείμενο στο Ισοκράτημα: ότι ο καθαρμός για όλα ανεξαιρέτως τα χρήσιμα σκεύη, ακόμα και τα «πυράντοχα», γίνεται με το αγιασμένο ύδωρ και όχι με κάποιου τύπου πυρά…
Να υποθέσω απο το τελευταίο σχόλιό σας ότι και οι «γιανναριστές» υπάρχει πιθανότητα να είναι κάπου-κάπως χρήσιμοι και ότι… γλυτώνουν απο το «πέταμα» ; Θα είμαι χαρούμενη να έχω την άδεια να ασχοληθώ με το παρακάτω, με τα πρακτικά ζητήματα του άρθρου και να εμπλουτίσω την θεωρία με πρακτικές “χρήσης” της (!)
Ένας αστερίσκος, μια σπόντα παιγνιώδης, είναι “πυρά” και “πέταμα”;;;!!!Έλεος!
Παιγνιώδης (γι’αυτό και υπερβολική ίσως) και επηρεασμένη απο το θέμα του άρθρου, η χρήση και απο την πλευρά μου των λέξεων «πυρά», «πέταμα», που μάλλον σας έκανε να χάσετε την υπομονή σας! Δεν είχα τέτοια πρόθεση, απολογούμαι….
Σχετικά με το άρθρο που τελικά διάβασα….Βρήκα πολύ ωραία και έξυπνη την ιδέα κατασκευής προσανάματος «χωνάκι», με εφημερίδα-στάχτη-πετρέλαιο. Ευτυχώς τα χωνάκια είναι εύκολο να φτιαχτούν, προχωρώ σε άμεση πρακτική εφαρμογή και καταργώ τα « σαν παγάκια» του σουπερ μάρκετ! (Μου έχουν πεί και μία ιδέα με χρήση τηγανόλαδου, θα την διερευνήσω επίσης…)
Προτείνετε πολλά ωραία πράγματα…
Ενα μεγάλο ζητούμενο, μεταξύ των άλλων, είναι να καταφέρουμε να μην θυσιάσουμε, με φωτιά και τσεκούρι (εδώ δεν υπάρχει υπερβολή νομίζω στη χρήση των λέξεων) και άλλα απο τα, λίγα, πολύτιμα και δύσκολα αναγεννήσιμα πια, Εληνικά δάση. Ακομα και τα -παραδοσιακά «εύκολα», πεύκα, δύσκολα πλέον βρίσκουν τόπο να αναγεννηθούν και να δημιουργήσουν δάση….
Καλή συνέχεια στον δύσκολο χειμώνα, προσδοκώντας να βρούμε αρκετά απο αυτά που χάσαμε και …μερικά ακόμα!…