Η προέλευση του Ισλαμικού κράτους και οι επιδιώξεις του

0
703

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α) Η σκυτάλη της αμφισβήτησης περνάει από τους εθνικιστές και τους μαρξιστές στους ισλαμιστές στη Μέση Ανατολή.
Β) Ουαχαμπισμός και Σαλαφισμός και η σημασία τους για τη γέννηση του Τζιχαντισμού.
Γ) Η προέλευση και τα πιστεύω του ισλαμικού κράτους.
Δ) Η εδαφικότητα και η σημασία της για την ανακήρυξη χαλιφάτου.
Ε) Η αποκαλυπτική σκέψη του Ισλαμικού κράτους και η κρίση του πολιτισμού.
ΣΤ) Επέκταση ή θάνατος.
Ζ) Η ισλαμική τερατογένεση και το πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας.
Α) Η σκυτάλη της αμφισβήτησης περνάει από τους εθνικιστές και τους μαρξιστές στους Ισλαμιστές στη Μέση Ανατολή
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα εθνικιστικά κινήματα απέσπασαν από τα ισλαμιστικά ρεύματα τα ηνία στον αγώνα της ανεξαρτησίας των χωρών του αραβικού κόσμου. Διαφάνηκε προς στιγμήν ότι και στη Μέση Ανατολή η θρησκεία θα είχε την τύχη που της επιφυλάχθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, θα καταντούσε σταδιακά, δηλαδή, ιδιωτική υπόθεση και θα έπαυε να επηρεάζει στο μέλλον τη δημόσια σφαίρα.
Η ήττα τον Ιούνιο του 1967 των στρατών των αραβικών κρατών (προοδευτικών και συντηρητικών) στον πόλεμο των έξι ημερών με το Ισραήλ, αποτελεί την απαρχή για μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης των ηγετικών ομάδων των αραβικών χωρών, που η θέση τους είχε ήδη κλονισθεί από την ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό ζήτημα.
Αποτέλεσμα της ήττας είναι ότι σημείο αναφοράς για τους αραβικούς πληθυσμούς δεν είναι πια ο Νασερισμός και γενικά εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία, αλλά μια οργάνωση μαχητική που θυμίζει τις καλύτερες πλευρές των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης της προηγούμενης δεκαετίας, η PLO του Παλαιστίνιου Γιασέρ Αραφάτ. Τώρα περισσότερο από ποτέ φαίνεται πως ήρθε η ώρα των καθαρόαιμων μαρξιστών, που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι υπερασπιστές της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Δεν επρόκειτο να είναι όμως ο μαρξισμός, που θα ενέπνεε την εξέγερση της δεκαετίας του ’70, αλλά κάτι το τελείως απρόσμενο: το πολιτικό Ισλάμ. Κορυφαίο γεγονός της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή, ήταν η ιρανική επανάσταση που γκρέμισε το καθεστώς του Σάχη το 1979. Καταλύτης και έναυσμα της διαδικασίας που κατέληξε στην επανάσταση αυτή, ήταν ο νέος πόλεμος Αράβων και Ισραήλ το 1973. Μολονότι νικητής στο στρατιωτικό τομέα ήταν και πάλι το εβραϊκό κράτος, η νίκη που υπήρξε πύρρεια. Η χρησιμοποίηση του πετρελαίου ως πολιτικού όπλου αποδείχθηκε εργαλείο εξαιρετικά αποτελεσματικό για τον εκβιασμό της Δύσης και κατ’ επέκταση και του ίδιου του Ισραήλ.
Πώς φτάσαμε ως τον πόλεμο του 1973; Από το 1967 μέχρι το 1973, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Φεϋζάλ θα περνούσε σταδιακά από τη συμμαχία με το Ισραήλ ενάντια στην Αίγυπτο, σε μια ξεκάθαρη συμπόρευση με την Αίγυπτο ενάντια στο Ισραήλ. Η πλήρης χρεοκοπία του αιγυπτιακού νασερικού καθεστώτος δεν ήταν χρήσιμη από ένα σημείο και πέρα στον Φεϋζάλ. Αντίθετα, μέσα στο οξυμένο κλίμα της αραβικής ταπείνωσης μετά τον πόλεμο του 1967, μιας ταπείνωσης που άγγιξε βαθιά και την ίδια τη σαουδαραβική διανόηση, όπως θα δούμε παρακάτω, η πλήρης χρεοκοπία του Νασερισμού απειλούσε τη θέση και την αξιοπιστία και του ίδιου του σαουδαραβικού θρόνου.
Αληθινός νικητής, λοιπόν, της σύρραξης του 1973, ήταν το πετρο-Ισλάμ. Από τότε, τα ισλαμικά κινήματα στον αραβικό κόσμο άρχισαν να παίρνουν αποφασιστικά τη σκυτάλη από κάθε εισαγόμενη κοσμική ιδεολογία (εθνικισμό, σοσιαλισμό, κομμουνισμό) στην αμφισβήτηση της Δύσης και του Ισραήλ. Η αντιμετώπιση των κινημάτων αυτών τόσο από τις πετρελαιοπαραγωγικές μοναρχίες (που μέχρι την έκρηξη της ιρανικής επανάστασης χρηματοδοτουσαν αφειδώς οτιδήποτε είχε να κάνει με το Ισλάμ) όσο και από τα υπόλοιπα αραβικά κράτη ήταν ευνοϊκή.
Στη σιϊτική Περσία η επανάσταση πέτυχε γιατί είχε δημιουργηθεί μια συμπαγής συμμαχία ανάμεσα σ’ ένα μέρος του κλήρου πρώτον, τις ισλαμικές ελίτ δεύτερον, των μορφωμένων νεολαίων που η κοινωνική τους ανέλιξη εμποδιζόταν από το καθεστώς του Σάχη και τρίτον τους «απόκληρους», τους στοιβαγμένους στα προάστια.
Στους κόλπους του σουνιτικού αραβικού κόσμου τα κινήματα επανισλαμισμού πνίγηκαν στο αίμα σε κάθε περίπτωση αντιπαράθεσης με το Κράτος, στην Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία και αλλού, κυρίως γιατί σε αντίθεση με το σιϊτικό Ισλάμ (που διέθετε μια τάξη ημικληρικών με δική της ιεραρχία και πλατιά ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία), οι ειδήμονες του Ιερού Νόμου, οι «ουλεμά» του σουνιτικού Ισλάμ, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν μία πραγματική ανεξαρτησία απέναντι στα καθεστώτα που πήραν την εξουσία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις αραβικές χώρες.
Β) Ουαχαμπισμός και Σαλαφισμός και η σημασία τους για τη γέννηση του Τζιχαντισμού
Το φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν μπορεί να αποδοθεί αμιγώς σε εξαγόμενο σαουδαραβικό ουαχαμπισμό, όπως κάποιοι σχολιαστές ισχυρίζονται. Στην πραγματικότητα, η πνευματική αφετηρία, κατά μια έννοια ομάδων σαν την Αλ-Κάιντα είναι περισσότερο ο Σαλαφισμός, ένα κίνημα που ξεκίνησε στην Αίγυπτο για να εισαχθεί αργότερα στη Σαουδική Αραβία.
Ο ουαχαμπισμός, λοιπόν, υιοθετήθηκε από τους βεδουΐνους της Νατζντ (μιας επαρχίας της αραβικής ερήμου του 18ου αιώνα, ελεγχόμενης από τον Μουχάμμαντ μπιν Σαούντ). Κατά τον ουαχαμπισμό, η παρακμή του μουσουλμανικού κόσμου προκλήθηκε από ολέθριες εισαγόμενες καινοτομίες. Το Ισλάμ έπρεπε να αποκαθαρθεί από τις πρακτικές του Σουφισμού που συναινούσαν στη λατρεία διαφόρων «Αγίων», στη διεξαγωγή μυστικιστικών τελετών, στην επίσκεψη των πιστών σε τάφους και στις παρακλήσεις στους νεκρούς, για μεσολάβηση στο Θεό προς ευνοϊκή μεταχείριση των ζώντων κατά την ημέρα της κρίσης κ.λπ. Οι πρακτικές αυτές καταδικάζονται ως πολυθεϊστικές και δίνεται μεγάλη έμφαση στον μονοθεϊσμό και μεγάλη σημασία στον ιερό πόλεμο, στο Τζιχάντ.
Ο Σαλαφισμός με τη σειρά του άρχισε να αποκρυσταλλώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα στην Αίγυπτο. Άλλοι σαλαφιστές τονίζουν τη σημασία του πολιτικού ακτιβισμού, άλλοι επιδιώκουν τη σταδιακή επανισλαμοποίηση της κοινωνίας, ενώ άλλοι πάλι τονίζουν το στοιχείο της προσωπικής κάθαρσης, του εσωτερικού πολέμου κατά των παθών, που θεωρείται σημαντικότερος από τον εξωτερικό κατά των απίστων. Τον εξωτερικό τον επιφυλάσσουν οι τελευταίοι και τον εγκρίνουν μόνον ως αμυντικό μέσο, στην περίπτωση που κινδυνεύσει η πίστη.
Γενικά μιλώντας, ο ουαχαμπισμός απορρίπτει συνολικά τις μοντέρνες επιρροές. Ο Σαλαφισμός επεδίωξε να συμφιλιώσει το Ισλάμ με το μοντερνισμό. Θεωρεί ότι το Ισλάμ είναι συμβατό με τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία και ταυτόχρονα επιδιώκει να εφαρμοσθεί ο ισλαμικός νόμος της εποχής των «ευσεβών πατέρων», ώστε να ανακοπεί η πολιτική και κοινωνική παρακμή, της κοινότητας των πιστών, της Ούμμα.
Η Σαουδική Αραβία ίδρυσε και χρηματοδότησε πολλές οργανώσεις υπερεθνικής εμβέλειας, αλλά οι ηγετικές φιγούρες σ’ αυτές τις οργανώσεις ήταν κυρίως ξένοι ισλαμιστές. Μεταξύ του 1920 και του 1960, η Σαουδική Αραβία αναδυόταν ως σύγχρονο κράτος. Η αυξανόμενη παραγωγή πετρελαίου απαιτούσε τεχνικές υποδομές και εκπαιδευμένα στελέχη, με αποτέλεσμα η ζήτηση για τέτοιου είδους στελέχη να ξεπεράσει τις δυνατότητες του σαουδαραβικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η αιγυπτιακή οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων (μια ομάδα που ο ιδρυτής της, ο αλ-Μπάνα, ήταν πεπεισμένος ότι κλειδί για την επιτυχή αντίσταση των μουσουλμάνων απέναντι στη δυτική διείσδυση, ήταν η μεταβολή του σαλαφιστικού Ισλάμ σε πολιτική ιδεολογία) αντιπροσώπευσε μια πηγή εκπαιδευτικών, γραφειοκρατών και μηχανικών για τη Σαουδική Αραβία, με πολλούς απ’ αυτούς να είναι πρόθυμοι να φύγουν από την Αίγυπτο. Ορισμένοι από τους αιγύπτιους σαλαφιστές που έφθασαν στη Σαουδική Αραβία, ήταν οπαδοί του επίσης Αιγύπτιου Σάγιντ Κούτμπ (1906-1966), ο οποίος ξεκίνησε τη διαδρομή του ως ενεργό μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων, στην πορεία όμως επεξεργάσθηκε τη δική του θεωρία, αποτελώντας τον ιδεολογικό πρόγονο του σύγχρονου Τζιχαντισμού.
Ο Κουτμπ θα μιλήσει για τη «γενιά του Κορανίου», η οποία ζει απομονωμένη στη σύγχρονη «Τζαχιλίγια» (ο όρος αυτός χαρακτηρίζει την περίοδο της «άγνοιας», τα χρόνια της «βαρβαρότητας» που προηγήθηκαν του κηρύγματος του Μωάμεθ), ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κάνει τους ηγέτες του αυταρχικού αραβικού εθνικισμού «θεούς στη θέση του θεού» και έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την έννοια της μοναδικότητας του θεού και της υπάτης εξουσίας του στα ανθρώπινα. Στόχος του Κουτμπ ήταν να μετατρέψει αυτή τη γενιά σε μια «Ισλαμική εμπροσθοφυλακή», η οποία θα εγκαθιδρύσει την «κυριαρχία του Θεού». Ο Κουτμπ τονίζει ότι για να δώσει τη μάχη, η «γενιά του Κορανίου» θα πρέπει να «αποστασιοποιηθεί» και να «απεθισθεί» από το «ασεβές» περιβάλλον των τύποις και μόνον μουσουλμανικών κοινωνιών. Ο αληθινός μουσουλμάνος θα πρέπει να απαρνηθεί την τζαχιλίγια και μάλιστα να την καταστρέψει με όπλο το τζιχάντ, ώστε να θεμελιώσει πάνω στα ερείπια το ισλαμικό κράτος.
Συμπερασματικά, ο Βασιλιάς Φεϋζάλ της Σαουδαραβίας αγγαλιάζοντας τον πανισλαμισμό του Σαλαφισμού, πέτυχε τον κύριο στόχο του: να υπερφαλαγγίσει τον παναραβισμό του Νάσερ. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργήθηκε στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας μια ομάδα ακραίων στελεχών, μέλη της οποίας το σαουδαραβικό καθεστώς χρηματοδότησε και συνεχίζει ως τις μέρες μας να χρηματοδοτεί. Η χρηματοδότηση βέβαια περιορίζεται στους πιο νομιμόφρονες σαλαφιστές.
Γ) Η προέλευση και τα πιστεύω του Ισλαμικού Κράτους
Η Αλ-Κάιντα, που παρακλάδια της αποτέλεσαν μία από τις συνιστώσες δημιουργίας του ισλαμικού κράτους, είναι ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση που πρωτοεμφανίσθηκε δημόσια το 1989 και προήλθε από τις τάξεις των Αφγανών μουτζαχεντίν. Κεντρικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση του «αγώνα» των μουντζαχεντίν κατά των Σοβιετικών εισβολέων (η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Σοβιετικών ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1979), έπαιξε ο παλαιστινιακής καταγωγής Αμπντάλλα Αζάμ, ο οποίος ήταν κουντμπιστής και στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, όπου δίδαξε σε ισλαμικό πανεπιστήμιο, γνωστό εκείνη την εποχή για το ριζοσπαστικό του προσανατολισμό. Το 1984 με την παρότρυνση της Σαουδικής Αραβίας, θα αποφασίσει να αφιερωθεί στον αγώνα των Μουτζαχεντίν και θα μεταβεί στο Πεσαβάρ του Πακιστάν. Εκεί θα φθάσει ύστερα από λίγο καιρό και ο παλιός του μαθητής στο Πανεπιστήμιο της Τζέντα Οσάμα μπιν Λάντεν (1957-2011). Ο μπιν Λάντεν, ο μετέπειτα ιδρυτής και αρχηγός της Αλ-Κάιντα, γεννήθηκε στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια που είχε δεσμούς με το βασιλικό οίκο της χώρας. Κατά τον ρωσο-αφγανικό πόλεμο πήγε στο Αφγανιστάν, προκειμένου να οργανώσει θύλακες αντίστασης κατά των Σοβιετικών, χρηματοδοτούμενος από τις ΗΠΑ. Οι συνεχείς επεμβάσεις των Αμερικανών στα εσωτερικά της χώρας μετά την αποχώρηση των Ρώσων, συνετέλεσαν ώστε πολλοί από τους Μουτζαχεντίν να στραφούν κατά των νέων κατακτητών και ορισμένοι απ’ αυτούς να ενταχθούν στην Αλ-Κάιντα.
Το ισλαμικό κράτος με τη σειρά του είναι μια οργάνωση που έχει τις ρίζες της σε παρακλάδια της Αλ-Κάιντα, που λειτουργούσαν από το 1999 στην Ιορδανία και το Αφγανιστάν υπό τον αλ-Ζαρκάουι και αναμείχθηκαν με μέρος της γραφειοκρατίας του σουνίτικης προέλευσης καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η οργάνωση αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του χάους και της ανομίας, που επέφερε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, καθώς και της «άλωσης του κράτους», από τη σιϊτική πλειοψηφία της χώρας και τις ένοπλες πολιτικοφυλακές της.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, ο ηγέτης του Ισλαμικού κράτους, φέρεται ότι είναι σαλαφιστής. Οι περισσότεροι σαλαφιστές βέβαια απορρίπτουν το ισλαμικό κράτος. Είναι μεν υπέρ της εξάπλωσης του Νταρ-αλ-Ισλάμ, των εδαφών του Ισλάμ, ακόμη πιθανόν και με την υιοθέτηση βίαιων πρακτικών, όπως οι ακρωτηριασμοί και η δουλεία, αλλά τοποθετούν το όλο εγχείρημα στο μακρυνό μέλλον.
Ο Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι ηγείται του ισλαμικού κράτους από τον Μάιο του 2010, ένα χρόνο σχεδόν πριν αρχίσει ο πόλεμος στη Συρία. Στις 5 Ιουλίου του 2014 αυτοανακηρύχθηκε χαλίφης αναβαθμιζόμενος από κυνηγημένος αντάρτης σε υποτιθέμενο αρχηγό όλων των Μουσουλμάνων. Η εισροή τζιχαντιστών από όλο τον κόσμο, που ακολούθησε την ανακήρυξη του χαλιφάτου, ήταν χωρίς προηγούμενο σε ρυθμό και σε όγκο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς διακοπή. Από τα λεγόμενα του Μπαγκντάντι και την προπαγάνδα του ισλαμικού κράτους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κράτος αυτό απορρίπτει την ειρήνη από θέση αρχής, ότι καταστατικά είναι ανίκανο να υποστεί αλλαγές, ακόμη κι αν αυτές θα διασφάλιζαν την επιβίωσή του, και ότι θεωρεί, «χιλιαστικά», ότι είναι ο κατ’ εξοχήν μοχλός στο επικείμενο τέλος του κόσμου, στην επικείμενη συντέλεια.
Σε αντίθεση με την Αλ-Κάιντα, που αντιμετώπιζε τις τρομοκρατικές μεθόδους της, ως πρόλογο για τη δημιουργία χαλιφάτου στο απώτερο μέλλον και ήταν μια οργάνωση ευέλικτη, λειτουργώντας σαν γεωγραφικά διάχυτο δίκτυο αυτόνομων κυττάρων, το ισλαμικό κράτος απαιτεί έδαφος για να παραμείνει νόμιμο και μια διοίκηση να κυβερνά την επικράτεια (η γραφειοκρατία του διαιρείται σε πολιτική και στρατιωτική και το έδαφός του σε επαρχίες).
Σε αντίθεση πάλι με τον Μπιν Λάντεν της Αλ-Κάιντα, που απαιτούσε από τους αντιπάλους του συγκεκριμένες πολιτικές παραχωρήσεις, όπως την απόσυρση των δυνάμεων των ΗΠΑ από τη Σαουδική Αραβία, οι Τζιχαντιστές του Ισλαμικού κράτους δεν έχουν κανένα σχεδόν κοσμικό πολιτικό στόχο. Στην πραγματικότητα, πολλά απ’ αυτά που κάνουν θα τα θεωρούσε κανείς παράλογα, αν δεν αποδέχονταν ότι στόχος τους είναι να επιστρέψει ο κόσμος στο νομικό περιβάλλον του έβδομου αιώνα, όπως το κατανοούν οι ίδιοι και τελικά να επισπευσθεί η Αποκάλυψη.
Κατά του Τζιχαντιστές, η άρνηση της αγιότητας του Κορανίου ή των προφητειών του Μωάμεθ, είναι καθαρή αποστασία. Αλλά το ισλαμικό κράτος θεωρεί ότι πολλές άλλες πράξεις μπορούν να οδηγήσουν στον αφορισμό ενός Μουσουλμάνου. Αυτές περιλαμβάνουν την πώληση αλκοόλ ή ναρκωτικών, την ένδυση με δυτικό ρουχισμό, το να λαμβάνει μέρος κανείς σε εκλογές, έστω κι αν ψηφίζει μουσουλμάνο υποψήφιο. Το ισλαμικό κράτος υιοθετεί την άποψη ότι υπάρχει και ένας άλλος τύπος αποστασίας, η συλλογική αποστασία. Το να είσαι σιΐτης, όπως οι περισσότεροι Άραβες του Ιράκ καλύπτει το κριτήριο της αποστασίας, επειδή το ισλαμικό κράτος θεωρεί το σιϊτισμό καινοτομία και το να εισάγονται καινοτομίες στο Κοράνι ισοδυναμεί με άρνηση της αρχικής του τελειότητας. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι όλοι οι Σιΐτες προορίζονται για θανάτωση. Για θάνατο προορίζονται και οι επικεφαλής του κράτους κάθε μουσουλμανικής χώρας που έθεσαν τον ανθρώπινο νόμο πάνω από τη Σαρία. Η αντίληψη αυτή περί συλλογικής αποστασίας, που επιρρίπτεται σε ολόκληρους πληθυσμούς, παραβιάζει την κυρίαρχη στους κόλπους του Ισλάμ άποψη ότι η αποστασία ως κατηγορία, μπορεί να επιρριφθεί μόνο σε μεμονωμένα άτομα, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση θεολόγων – νομικών.
Στο ισλαμικό κράτος εκτελέσεις ατόμων γίνονται καθημερινά και μαζικές εκτελέσεις κάθε λίγες εβδομάδες. Μουσουλμάνοι «αποστάτες» είναι τα πιο συνηθισμένα θύματα. Οι Χριστιανοί εξαιρούνται από την άμεση εκτέλεση, εφ’ όσον δεν προβάλουν αντίσταση στη νέα κυβέρνηση και εφ’ όσον καταβάλουν έναν ειδικό φόρο και αποδεχθούν την υποταγή τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη μεθοδολογία κατάκτησης νέων εδαφών από το ισλαμικό κράτος: Το κράτος αυτό δημιουργεί ζώνες αναρχίας, ανομίας και αυθαιρεσίας, ώστε όχι μόνο να μειωθεί η αντίσταση των κατοίκων στις ζώνες αυτές, αλλά να γίνει αποδεκτή ως σωτηρία από το χάος η άτεγκτη εφαρμογή του  ισλαμικού νόμου, που ακολουθεί την επέκταση στα νέα αυτά εδάφη. Για να δικαιολογήσει αυτή την «χαοποίηση» που προηγείται της κατάκτησης, η ηγεσία των τζιχαντιστών επικαλείται το γεγονός ότι και οι πρώιμες κατακτήσεις του ίδιου του Μωάμεθ δεν ήταν εύτακτες και ανώδυνες υποθέσεις. Όσο διασταλτικά όμως και εάν ερμηνεύσει κανείς την τακτική των τζιχαντιστών, πόρρω απέχει από την ισλαμική ορθοδοξία.
Δ) Η εδαφικότητα και η σημασία της για την ανακήρυξη χαλιφάτου 
Το τελευταίο χαλιφάτο ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, που έφτασε στο απόγειό της τον 16ο αιώνα, όταν σταμάτησε η επέκτασή της μπροστά στα τείχη της Βιέννης για να μπει, αμέσως μετά, σε μια πορεία μακράς παρακμής. Πολλοί οπαδοί του Ισλαμικού κράτους δεν αναγνωρίζουν αυτό το χαλιφάτο ως νόμιμο, επειδή δεν εφάρμοζε πλήρως τον ισλαμικό νόμο και επειδή οι χαλίφες του δεν κατάγονταν από τη φυλή του Προφήτη.
Το ισλαμικό κράτος, το τωρινό χαλιφάτο, δεν είναι απλώς μια πολιτική οντότητα για τους τζιχαντιστές, αλλά και ένα όχημα σωτηρίας. Δηλώσεις πίστης και υποταγής έρχονται από τζιχαντιστικές ομάδες από όλο τον κόσμο. Ορισμένες απ’ αυτές διαθέτουν και εδάφη, όπως στη Λιβύη. Ένας μουσουλμάνος που αναγνωρίζει έναν παντοδύναμο θεό και προσεύχεται καθημερινά, αλλά που πεθαίνει χωρίς να δηλώσει πίστη και υποταγή σ’ ένα νόμιμο χαλίφη, δεν έχει ζήσει μια πλήρως ισλαμική ζωή.
Για να γίνει κανείς χαλίφης πρέπει να πληρεί ορισμένους όρους, ένας από τους οποίους είναι να διαθέτει συγκεκριμένα εδάφη πάνω στα οποία θα εφαρμόσει τον ισλαμικό νόμο. Ο χαλίφης πρέπει λοιπόν να εφαρμόζει τη Σαρία. Κάθε παρέκκλιση από την εφαρμογή της υποχρεώνει όσους έχουν δηλώσει πίστη και υποταγή στο χαλίφη να του επισημάνουν ιδιωτικώς ότι κάνει λάθος και σε εξαιρετικές περιπτώσεις να τον αφορίσουν και να τον αντικαταστήσουν, αν επιμένει στα λάθη του. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις του χαλίφη είναι να εφαμρόζει τον ποινικό κώδικα, που προβλέπει αποκεφαλισμούς και κόψιμο των χεριών των κλεφτών. Στις υποχρεώσεις του είναι επίσης η παροχή ελεύθερης στέγασης, διατροφής και ένδυσης για όλους, αν και οποιοσδήποτε που θέλει να πλουτίσει με την εργασία του μπορεί να το κάνει. Οι προβλέψεις οι σχετικές με τις κοινωνικές παροχές δεν είναι απλώς πολιτική του ισλαμικού κράτους, αλλά μια υποχρέωση προβλεπόμενη από το νόμο του Θεού.
Ε) Η αποκαλυπτική σκέψη του Ισλαμικού κράτους και η κρίση του πολιτισμού
Όλοι οι Μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν ότι μόνον ο θεός γνωρίζει το μέλλον. Το ισλαμικό κράτος διαφέρει από σχεδόν όλα τα τζιχαντιστικά κινήματα, επειδή πιστεύει ότι εμπεριέχεται στη γραφή του θεού σαν κεντρικός παράγων της Αποκάλυψης. Είναι ως προς αυτό το σημείο κυρίως, που το ισλαμικό κράτος διαφέρει ριζικά από τους προκατόχους του.
Σε αδρές γραμμές, η Αλ-Κάιντα, για παράδειγμα, δρα σαν ένα παράνομο πολιτικό κίνημα με κοσμικούς στόχους κατά νου, όπως την εκδίωξη των μη μουσουλμάνων από τη Σαουδική Αραβία, την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ κ.λπ. Το ισλαμικό κράτος έχει το μερίδιο του κοσμικών στόχων (περιλαμβανομένων στα εδάφη που κατέχει της συλλογής σκουπιδιών ή της παροχής νερού), αλλά η συντέλεια είναι ένα λάιτ-μοτίφ της όλης προπαγάνδας του. Ο Μπιν Λάντεν σπανίως αναφερόταν στην ημέρα της κρίσεως και όταν το έκανε έδειχνε να υποθέτει ότι θα είναι καιρός πολύς, που ο ίδιος θα έχει πεθάνει όταν γίνει η δοξασμένη εμφάνιση του Θεού. Ένα μέρος της αποκαλυπτικής σκέψης του Ισλαμικού κράτους βασίζεται σε κάποιες σουνιτικές πηγές. Αυτές περιλαμβάνουν την πίστη ότι θα υπάρξουν μόνον 12 χαλίφες νόμιμοι (ο Μπαγκντάντι υποτίθεται ότι είναι ο όγδοος). Ότι οι στρατοί της Ρώμης θα συγκεντρωθούν για να συναντήσουν τους στρατούς του Ισλάμ στη Βόρεια Συρία και συγκεκριμένα στο Νταμπίκ, μια συριακή πόλη κοντά στο Χαλέπι.
Το ισλαμικό κράτος έχει δώσει μεγάλη σημασία στην πόλη αυτή. Ονόμασε το προπαγανδιστικό του περιοδικό Νταμπίκ και γιόρτασε όταν με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές κατέκτησε τα ασήμαντα από στρατηγική άποψη εδάφη του Νταμπίκ. Είναι εδώ που ο Προφήτης αναφέρει ότι θα στρατοπεδεύσει ο στρατός της Ρώμης. Οι στρατοί του Ισλάμ θα συναντηθούν με τους αντιπάλους τους και το Νταμπίκ θα γίνει το Βατερλώ της Ρώμης.
Τώρα που κατέλαβε το Νταμπίκ, το ισλαμικό κράτος περιμένει την άφιξη χερσαίων δυνάμεων του εχθρού εκεί, των οποίων η ήττα θα σημάνει την αντίστροφη μέτρηση για την Αποκάλυψη. Τι εννοεί η αποκαλυπτική γραμματεία όταν αναφέρεται στη Ρώμη, είναι ζήτημα συζήτησης. Ορισμένες πηγές του ισλαμικού κράτους ταυτίζουν τη Ρώμη με ένα στρατό απίστων, και οι Αμερικανοί πληρούν τις σχετικές προδιαγραφές.
Ο Denis Crouzet και ο Gilles Kepel συσχετίζουν τις «χιλιαστικές προσδοκίες» των τζιχαντιστών με την κρίση του πολιτισμού, την παρακμή της νεωτερικότητας, σε συνέντευξή τους που αναδημοσιεύεται στο περιοδικό «Άρδην» (διπλό τεύχος 101-102, Αύγουστος – Νοέμβριος 2015): «Για να κατανοήσουμε γιατί τόσοι νεαροί Γάλλοι νιώθουν τον πειρασμό να ενταχθούν στο Ισλαμικό κράτος, δεν αρκούν οι κοινωνιολογικές αναλύσεις. Κατ’ αρχήν δεν θα έπρεπε να πιστέψουμε ότι προέρχονται αποκλειστικά από υποβαθμισμένα προάστια. Όλο και περισσότερο αυτοί οι Γάλλοι τζιχαντιστές δεν προέρχονται από πρόσφατους μετανάστες, αλλά από τη μικροαστική τάξη… κατοικούν σε περιοχές που δεν υποφέρουν ιδιαίτερα στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο». Ταυτοχρόνως, δεν ανήκουν πουθενά, είναι «άνθρωποι χωρίς ιδιότητες», όπως θα έλεγε ο Μούζιλ, μετέωροι, με απουσία συνεκτικής ταυτότητας. «Νεαροί χωρίς κανένα σημείο αναφοράς… μπορεί να προσπαθήσουν να αναζητήσουν σ’ ένα μυθοποιημένο παρελθόν, εκείνο του αρχέγονου Ισλάμ, μια τάξη που μπορεί να τους προσφέρει κανόνες και αξίες… Εγγράφονται σ’ ένα συλλογικό πρόταγμα, την οικοδόμηση του χαλιφάτου, που εμφανίζεται σαν μια επίγεια ουτοπία, όπου όλος ο κόσμος έχει δουλειά, δεν υπάρχουν φτωχοί και μπορείς να πάρεις μία πρόγευση από τον κόσμο του επέκεινα. Προφανώς για να περάσεις από τον φόβο του τέλους του κόσμου και της υπαρξιακής αγωνίας στην πιο ακραία βία, πρέπει να πραγματοποιήσεις ένα βήμα που δεν είναι τόσο απλό… Η επιθυμία για τον πόλεμο και τη βία είναι ένας τρόπος για να αποδείξεις στο Θεό την πίστη σου… αναβαθμίζοντας τη σημασία του μικρού τζιχάντ, του πολέμου κατά των άπιστων και των αποστατών εις βάρος του μεγάλου τζιχάντ, δηλαδή της εσωτερικής μάχης πάνω στο δρόμο του θεού, διευκολύνεις την επιλογή των βίαιων ενεργειών».
ΣΤ) Επέκταση ή θάνατος
Η ιδεολογική ακαμψία του ισλαμικού κράτους έχει για τους αντιπάλους του μία αρετή. Επιτρέπει να προβλεφθούν μερικές από τις ενέργειές του. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ήταν σπάνια προβλέψιμος και έκρυβε τα σχέδιά του. Το ισλαμικό κράτος, αντίθετα, περηφανεύεται ανοιχτά για τα δικά του σχέδια. Η εξαπόλυση πολέμου για να επεκτείνει το κράτος του είναι ένα ουσιώδες καθήκον του χαλίφη. Ο ισλαμικός νόμος επιτρέπει προσωρινές, μόνον, συνθήκες ειρήνης, που διαρκούν λιγότερο από μία δεκαετία. Παρομοίως, η αποδοχή οποιουδήποτε συνόρου ως σταθερού είναι ανάθεμα. Εάν ένας χαλίφης ενδώσει σε μακρές περιόδους ειρήνης και σε σταθερά σύνορα, βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Ο χαλίφης πρέπει να διεξάγει τζιχάντ τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Το μοντέρνο σύστημα διεθνών σχέσεων γεννήθηκε το 1648 στη Βεστφαλία. Στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των συνόρων απ’ όλα τα κράτη, έστω όχι αγόγγυστα. Για το ισλαμικό κράτος, αυτή η αναγνώριση σημαίνει ιδεολογική αυτοκτονία.
Η Δύση ανέχτηκε αρχικά την ίδρυση και την επέκταση του ισλαμικού κράτους, για να ανατρέψει το καθεστώς του Ασάντ (ένα καθεστώς που βάσει στήριξής του είναι οι αλαουΐτες, μια σιϊτική μειονότητα σε μια κατά πλειοψηφία σουνιτική χώρα, τη Συρία), μεταξύ των άλλων. Αυτό που ήθελαν οι Αμερικανοί, οι Τούρκοι, οι Ισραηλινοί και οι μοναρχίες του Κόλπου, ήταν το ισλαμικό κράτος να εξασθενήσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα τον Άσαντ, αλλά χωρίς να αποκτήσει μεγάλη δύναμη και να καταλάβει τη Δαμασκό.
Όταν οι Τζιχαντιστές άρχισαν να προκαλούν με τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς, η Δύση επιδίωξε να τους αποδυναμώσει δι’ αντιπροσώπων, δια πληρεξουσίων, των Κούρδων και των Ιρακινών σιιτών, καθώς και με αεροπορικές επιδρομές. Αυτή η στρατηγική δεν εκτόπισε το ισλαμικό κράτος από οποιαδήποτε από τις μεγάλες κατακτήσεις του, αλλά το εμπόδισε πάντως να επιτεθεί στη Βαγδάτη και στην πρωτεύουσα των Κούρδων του Ιράκ, την Ερμπίλ.
Ορισμένοι δυτικοί παρατηρητές κάλεσαν για κλιμάκωση του πολέμου, με την αποστολή χερσαίων δυνάμεων. Τα χαλιφάτα, πράγματι, δεν μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως λαθρόβιες πραγματικότητες, διότι η εδαφικότητα, η κατοχή εδαφών, είναι ουσιώδης απαίτηση της ύπαρξής τους. Όλοι οι όρκοι πίστεως και υποταγής χωρίς κατεχόμενα εδάφη, θα «πήγαιναν περίπατο». Κατά πολλούς, όμως, το ρίσκο της κλιμάκωσης είναι τεράστιο. Εξάλλου, ο κυριότερος υποστηρικτής μιας αμερικανικής εισβολής είναι το ίδιο το ισλαμικό κράτος. Μια εισβολή με χερσαίες δυνάμεις θα επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους των Μουσουλμάνων όπου γης, για τη διεξαγωγή μιας νέας σταυροφορίας που θα ενθαρρύνει νέες μαζικές στρατολογήσεις. Αν προστεθεί η ανικανότητα της Αμερικής ως δύναμης κατοχής (όπως δείχνει το παράδειγμα του Ιράκ και του Αφγανιστάν), η κλιμάκωση των επιχειρήσεων θα αποδεικνυόταν εν τέλει καταστροφική.
Ούτε οι Κούρδοι, ούτε οι Σιίτες, θα μπορούσαν να επανακτήσουν όλο το έδαφος του Ιράκ και της Συρίας, που ελέγχει το ισλαμικό κράτος. Μισούνται στα εδάφη αυτά και επιπλέον δεν έχουν όρεξη για μια τέτοια περιπέτεια. Μπορούν όμως οι δυνάμεις αυτές να εμποδίσουν να επεκταθεί το ισλαμικό κράτος και το πέτυχαν ήδη από την άνοιξη του 2015. Η διακοπή της επέκτασής του κινδύνευε να καταστήσει τη διακήρυξη του ισλαμικού κράτους, ότι είναι εργαλείο της θέλησης του θεού και μοχλός της Αποκάλυψης, λιγότερο πιστευτή στα μάτια των ανά τον κόσμο οπαδών του. Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε το ισλαμικό κράτος να εγκαταλείψει την αρχική του επιλογή, να περιορίσει τη δράση του στη Μέση Ανατολή. Υιοθέτησε από ένα σημείο και πέρα τη στρατηγική της Αλ-Κάιντα, για μεταφορά του πολέμου στην Ευρώπη και αλλού, μέσω τρομοκρατικών επιθέσεων.
Ένας πρόσθετος παράγοντας που άλλαξε τα δεδομένα, ήταν οι αεροπορικές επιθέσεις των Ρώσων, που κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στο ισλαμικό κράτος, καταστρέφοντας τις υποδομές και διαταράσσοντας το λαθρεμπόριο καυσίμων και όπλων και τη διακίνηση τζιχαντιστών από και προς την Ευρώπη, που διεξάγεται μέσω των συνόρων Τουρκίας και Συρίας. Τελευταία μάλιστα οι Κούρδοι της Συρίας και οι δυνάμεις του καθεστώτος του Ασάντ, υποβοηθούμενες από τη ρωσική αεροπορία και στα πλαίσια μιας γενικότερης αντεπίθεσης ενάντια στο ισλαμικό κράτος, βρίσκονται κοντά στο στόχο του πλήρους σφραγίσματος των συνόρων Τουρκίας και Συρίας.
Το παζλ των εξελίξεων στην περιοχή συμπληρώνει η αγωνία και οι σπασμωδικές αντιδράσεις της Τουρκίας (κατάρριψη ρωσικού μαχητικού) και της Σαουδικής Αραβίας (εκτέλεση του Σιίτη Ιμάμη Νιμρ-αλ-νίμρ). Τα δύο αυτά κράτη νοιώθουν ότι ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία και Ιράν έχουν, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, καταλήξει σε συμφωνία για την επίλυση της κρίσης. Μια συμφωνία που δημιουργεί προοπτικά τις προϋποθέσεις να απειληθεί ακόμη και η ίδια η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας και εν πάσι περιπτώσει δεν τους εξασφαλίζει έναν υπολογίσιμο περιφερειακό ρόλο.
Οι όποιες αντιδράσεις όμως της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, δεν μοιάζουν να μπορούν να βραχυκυκλώσουν τις αναπότρεπτες εξελίξεις και απ’ αυτήν την άποψη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μάχες οπισθοφυλακών. Γενικότερα, πάντως, το μέλλον των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη νέα αρχιτεκτονική της Μέσης Ανατολής. Τυχόν εξακολούθηση της αντιπαράθεσης θα θέσει υπό αίρεση τις διευθετήσεις που προωθεί η Αμερική στην περιοχή.
Ζ) Η ισλαμική τερατογένεση και το πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας 
Η κρίση νομιμοποίησης των κοσμικών καθεστώτων στις αραβικές χώρες, η ιρανική επανάσταση, οι ζυμώσεις στους κόλπους της σαουδαραβικής διανόησης και η διάδοση του Ουαχαμπισμού – Σαλαφισμού από την ιδιαίτερα ωφελημένη από την κρίση του πετρελαίου Σαουδική Αραβία, ο επιτυχής αγώνας των Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν, αποτελούν κάποια από τα βήματα της διαδικασίας απο-εκκοσμίκευσης και ισλαμοποίησης της Μέσης Ανατολής. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας φαίνεται να χάθηκε ο έλεγχος. Με τη συνδρομή και των δυτικών επεμβάσεων στην περιοχή, παλαιότερων και πιο πρόσφατων, το όλο εγχείρημα κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου τερατογένεση, με τη δημιουργία της Αλ-Κάιντα αρχικά και του ισλαμικού κράτους αργότερα.
Η ισλαμική παράδοση, όπως είδαμε, επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η παράδοση των σουνιτών ιδιαίτερα, καθώς δεν διαθέτουν διακριτό σώμα κληρικών, βρίθει μιας πανσπερμίας προσεγγίσεων και ερμηνειών. Απ’ αυτή την άποψη, κάθε ουσιοκρατική προσέγγιση περί μιας πάγιας ουσίας του Ισλάμ είναι άτοπη. Παρά τη δογματική «χαλαρότητα» του Ισλάμ, πάντως, οι υποστηρικτές του ισλαμικού κράτους είναι ηθικά υπόλογοι για την ερμηνεία που διάλεξαν. Μια ερμηνεία που είναι τουλάχιστον «τραβηγμένη από τα μαλλιά». Συνολικά, το ισλαμικό κράτος δεν βασίζεται απλά και μόνον σε μια νεοφουνταμελιστική εκδοχή της ισλαμικής παράδοσης, στα πλαίσια μιας εξειδανίκευσης της πρωτοϊσλαμικής εποχής και μιας εμμονής στο γράμμα των ιερών κειμένων, αλλά κυρίως σε μια διαστρέβλωση των ισλαμικών παραδόσεων. Όπως γράφει και ο καθηγητής της κοινωνικής ανθρωπολογίας των ισλαμικών κοινωνιών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γεράσιμος Μακρής σε πρόσφατο άρθρο του: «…σε καμιά περίπτωση το ισλαμικό κράτος δεν πρέπει να κατανοηθεί ως έστω μία ακραία μορφή Ισλάμ. Πρόκειται μάλλον για καρκίνωμα στο σώμα της ισλαμικής παράδοσης. Σίγουρα ξεπηδά από τα σπλάχνα της, όπως κάθε καρκίνος, στην ουσία όμως διαστρέφει τη λογική της και προδίδει τη μακραίωνη κοινωνική και πολιτισμική κληρονομιά της.
Θα ήταν, λοιπόν, εύκολο, ανακριβές και παρακινδυνευμένο να αποκαλέσει κανείς το πρόβλημα με το ισλαμικό κράτος ως ένα πρόβλημα με το Ισλάμ εν γένει, ένα πρόβλημα σύγκρουσης πολιτισμών. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, περί σύγκρουσης πολιτισμών, δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη έκβαση στην εξελισσόμενη σύγκρουση, εκτός από τη νίκη ή του Ισλάμ επί της Δύσης και την δημιουργία ενός παγκόσμιου χαλιφάτου (δηλαδή μιας ισλαμικής αυτοκρατορίας) ή τη νίκη των «αμερικανικών αξιών» που θα γίνουν αποδεκτές και από ένα «εκσυγχρονισμένο» Ισλάμ σε ένα «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο. Η ανάγνωση αυτή είναι ένα «κείμενο διωγμών», όπως θα έλεγε και ο ανθρωπολόγος Ρενέ Ζιράρ, δηλαδή μία εναγώνια προσπάθεια να αποκτήσουν οι ΗΠΑ ένα υποκατάστατο της συσπειρωτικής δύναμης του πάλαι ποτέ αντικομμουνισμού στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, στα πλαίσια της οποίας, περισσότερο από ποτέ, αναφύεται η ανάγκη για αποδιοπομπαίους τράγους και κοινούς εχθρούς.
Όμως, ο αγώνας για να μπλοκαρισθεί και να αποτραπεί μια νέα σταυροφορία ενάντια στο Ισλάμ εν γένει (ή ακόμη και ένας ανοιχτός εμφύλιος πόλεμος επί ευρωπαϊκού εδάφους που θα ξεκινούσε με την ανταποδοτική βία των Ευρωπαίων, με επιθέσεις σε τζαμιά και μουσουλμανικές γειτονιές), δεν επαρκεί για να αντιμετωπισθούν τα αδιέξοδα ενός κόσμου αποδιοργανωμένου και αφιλόξενου, ενός κόσμου σήψης των αξιών και διαφθοράς, διεκδίκησης για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας και αποσυντιθέμενου ατομικισμού, υπερκατανάλωσης και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Θα έπρεπε παράλληλα και κύρια να γίνει προσπάθεια να αρθρωθεί μια μετανεωτερική απάντηση απέναντι στην εξάντληση της δυναμικής των νέων χρόνων, στην αποσύνθεση του ανθρωπολογικού υποβάθρου της Δύσης και τις διαλυτικές της συνέπειες για τον πλανήτη στο σύνολό του. Η ισλαμική τερατογένεση και η μανιχαϊστική παραπειστική της μετατόπιση στον υποτιθέμενο «πόλεμο των πολιτισμών», κρύβουν τελικά το πραγματικό πρόβλημα, που δεν είναι του ισλαμικού κράτους, αλλά των αντιπάλων του. Είναι η εσωτερική ανθρωπολογική κατάρρευση του νεωτερικού πολιτισμού και η ανάγκη μετανεωτερικής διεξόδου. Και όχι βέβαια νεοφουνταμενταλιστικής βασισμένης στις «ρίζες» του ενός ή του άλλου πολιτισμού ή πολύ περισσότερο τερατογενέσεων όπως το ισλαμικό κράτος.
Αθήνα, Ιανουάριος 2016
ΠΗΓΕΣ
Η επιστροφή του Θεού. Του Gilles Kepel. Εκδόσεις «Νέα Σύνορα», Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992.
Understanding the origins of Wahhabism and Salafism. Terrorism monitor. Volume: 3. Issue: 14.
What ISIS really wants. Του Graime Wood στο The Atlantic, March 2015 Issue.
Τι είναι η οργάνωση «ισλαμικό κράτος». Του Γεράσιμου Μακρή, στην ιστοσελίδα Capital.gr στις 7/12/15.
Το Ισλάμ. Του Dominique Sourdel. ΒΗΜΑγνώση, 2007.
Ισλαμισμός και Ισλαμοφοβία. Των Φώτη Παπαγεωργίου και Αντώνη Σαμουρή. Εκδόσεις «Ταξιδευτής», 2012.
Το δόγμα της αποκάλυψης. Του Βασίλη Βιλιάρδου στην ιστοσελίδα analyst.gr.
A critical comparison of Christianity and Islam through the lens of Mimetic Theory. Του Brent I. Brentley.
The «clash of civilizations». Του Thierry Meyssan-Voltairenet.org 4/6/2004.
Το Ισλάμ, η Ευρώπη και οι Έλληνες. Αφιέρωμα του περιοδικού «άρδην». Διπλό τεύχος 101-102, Αύγουστος – Νοέμβριος 2015.
Τζιχάντ και ISIS στο περιοδικό Απαγορευμένη Ιστορία. Τεύχος 22.
Αφιέρωμα στο Ρενέ Ζιράρ. Του Θεόδωρου Ζιάκα. Δημοσιεύεται σε τρεις συνέχειες στο www.antifono.gr.
Η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, η εκτέλεση του Ιμάμη και η Συρία. Του Μαγκριώτη Γιάννη. ΤοΒΗΜΑγνώμες, 8/1/2016.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, γάλλου, Πωλ Σινιάκ.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ