Η Χρονική συγγραφή του Γεωργίου Ακροπολίτη κλείνει ως εξής: «ἤδη γὰρ μεσεμβρινὰς τὰς ἀκτῖνας ὁ ἥλιος ἔβαλλε καὶ ὁ τοῦ ἀρίστου παρῄει καιρός». Ο βασιλιάς Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος κάθεται μαζί με ευγενείς και αξιωματούχους, έτοιμοι να γευματίσουν μέσα σε ένα ιλαρό κλίμα ενώ ο ήλιος καταυγάζει την σκηνή με τις μεσημεριανές του ακτίνες. Είναι το πρώτο γεύμα στην ελεύθερη Κωνσταντινούπολη τον 15Αύγουστο του 1261 μετά από 57 χρόνια κατάληψής της από τους Φράγκους. Η Χρονική συγγραφή κλείνει αφήνοντας μας την αίσθηση, ότι με το που ανακατέλαβε ο αυτοκράτορας την βασιλεύουσα, αρχίζει πάλι το γεύμα της βασιλείας του Θεού στη γη, που είχε για χρόνια σταματήσει.
Αντίθετα το επιτάφιο ποίημα του Μεγάλου Σαββάτου έργο και αυτό του Ακροπολίτη «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας…[1]» θα μπορούσε να είναι προοίμιο της Χρονικής του συγγραφής και η Χρονική συγγραφή το καλύτερο ερμηνευτικό υπόμνημα στο ποίημα. Εδώ ό ήλιος κρύβει τις ακτίνες του και ακολουθεί η καταστροφή του καταπετάσματος του Ναού “τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ”. Προφανώς το ποίημα σε ένα δεύτερο επίπεδο αναφέρεται στα 58 χρόνια ξενητειάς από την Κωνσταντινούπολη, χρόνια κατά τα οποία το όραμα για μια χριστιανική αυτοκρατορία που εργάζεται τη βασιλεία του Θεού στη γη χανόταν.
Πολύ ωραία έχει διατυπωθεί ότι ο Βυζαντινός Μεσσιανισμός είναι η συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ότι η αυτοκρατορία ήταν η πραγμάτωση του χριστιανικού ιδεώδους από τη στιγμή που την κυβέρνησή της την ανέλαβαν χριστιανοί[2]. Ο Ακροπολίτης εμπνεόμενος από παλαιότερο εγκωμιαστικό λόγο εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου, έργο του Αγίου Επιφανίου Κύπρου εκφράζει τους δικούς του καημούς, τα δικά του οράματα. Ο ίδιος είναι ξένος σε έναν κόσμο όπου το όραμα της αυτοκρατορίας που ενσαρκώνει τη βασιλεία του Θεού στη γη έχει χαθεί προσωρινά.
Ο συγγραφέας συνθέτει το έργο του μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαίους-Βυζαντινούς και προσπαθεί να ανασυνθέσει ως άλλος Ευσέβιος Καισαρείας την ιδεολογία που θα βοηθήσει την ανασύσταση της ουτοπίας του νέου κράτους. Παράλληλα είναι και ένας μεσσιανικός προφήτης που βλέπει στο πρόσωπο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον ελέω Θεού εγγυητή της Βασιλείας. Αν θα είχε διασωθεί και ο πανηγυρικός λόγος του, κατά την είσοδο του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη θα μπορούσε καλύτερα να παραλληλιστεί το πορτραίτο του με αυτό του Ευσεβίου Καισαρείας.
Σκοπός του Ακροπολίτη είναι να σφυρηλατήσει μια ενωτική ιδεολογία απέναντι στα διάφορα αντιφατικά ρεύματα, που κινδύνευαν να εξουδετερώσουν την προσπάθεια για την ανανέωση των οραμάτων για την αυτοκρατορία[3]. Σε πρώτο πλάνο ο ξένος του ποιήματος είναι ο Χριστός που ξενιτεύτηκε από τον Ουράνιο Πατέρα και ήρθε να σώσει τον κόσμο και έπαθε ως ξένος στον κόσμο που έπλασε. Ωστόσο σε ένα δεύτερο επίπεδο ξένος είναι ο ξενιτεμένος Βυζαντινός αυτοκράτορας, η αυτοκρατορία που αναζητά τα εδάφη της, την ενότητα και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ακροπολίτης βλέπει ότι πίσω από κάθε κακό κρύβονται τα εμφύλια μίση και πάθη «ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον». Οι πολίτες της αυτοκρατορίας δεν έχουν ομόνοια μεταξύ τους. Τα μίση είναι αυτά που οδηγούν στην πτώση της Βασιλεύουσας και αυτά διαιωνίζουν το κακό. Η δε ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης είναι ένα θαύμα, μια παρέμβαση του Θεού και σε καμία περίπτωση ανθρώπινη κατάκτηση. Πίσω από τον ίδιο στίχο μπορούμε να πούμε ότι πιθανόν βρίσκονται τα βασίλεια της Ηπείρου και του Πόντου που υπονομεύουν την ενότητα της αυτοκρατορίας και την ανταγωνίζονται. Ο ίδιος ο Ακροπολίτης πολέμησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου και φυλακίστηκε ως αιχμάλωτος από τους ομοεθνείς του.
Αν από τα χρονικά της Άλωσης δεν είχε σωθεί τίποτα παρά μόνο η Χρονική συγγραφή του Ακροπολίτη δεν θα είχαμε τις αποτρόπαιες εικόνες και σκηνές που προκάλεσαν οι Φράγκοι (Χριστιανοί επίσης) στην Δ΄ Σταυροφορία τους. Η Χρονική Συγγραφή προσπερνά τις καταστροφές και τις θηριωδίες των αλλοφύλων-ξένων με μια κυνικότητα που ξαφνιάζει. Αναφέρει: το τι έγινε μπορεί να το φανταστεί ο καθένας σκεπτόμενος το τι γίνεται σε μια πόλη που λεηλατείται. Αντίθετα εκεί που δίδεται βαρύτητα είναι η αιτία της Άλωσης, δηλαδή οι εσωτερικές αντιζηλίες και ο φθόνος μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογενείας. Σε αυτό το σημείο ο Ακροπολίτης εστιάζει το κακό μεταξύ των Ρωμαίων-Χριστιανών. Ο Αλέξιος Κομνηνός ανέτρεψε από τον θρόνο τον αδελφό του Ισαάκιο και τον τύφλωσε. Σε αντίποινα ο γιός του Ισαάκιου στράφηκε στους Φράγκους και στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει τον θρόνο τους παρέδωσε την Πόλη.
Ίσως βέβαια το πνεύμα της Χρονικής Συγγραφής εξυπηρετούσε την φιλοδυτική πολιτική του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου[4]. Αυτό που αποκρύπτει ή δεν εντοπίζει ο Ακροπολίτης είναι ότι η παρακμή των Ρωμαίων ήταν απότοκος της ισχύoς και της δύναμης που έχτισαν οι δυναστείες των Κομνηνών και των Αγγέλων. Λίγο πριν εκπνεύσει ο 12ος μ.Χ. αιώνας το Βυζάντιο ήταν πανίσχυρο, γεγονός που οδήγησε σε έναν τρυφηλό τρόπο ζωής των ευγενών, οι οποίοι πιέζοντας τους αγροτικούς πληθυσμούς διέλυσαν κάθε ενότητα και την ίδια την αυτοκρατορία[5].
Η Χρονική Συγγραφή με πολύ γλαφυρά και τραγικά παραδείγματα εξιστορεί πως κυριαρχεί το κακό. Δολοφονίες, τυφλώσεις, γάμοι και διαζύγια με πολιτική σκοπιμότητα και συμφέρον, εξορίες σε μοναστήρια. Αν και πολλοί αυτοκράτορες αντάλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ράσο του μοναχού, συνήθως τα μοναστήρια ήταν τόπος όπου εξόριζαν τους αντικαθεστωτικούς. Άλλοι πάλι υπήκοοι ψάχνουν να βρουν καταφύγιο στους Σελτζούκους ή στους Βενετούς φοβούμενοι ότι ο αυτοκράτορας θα τους θανατώσει ή στην καλύτερη θα τους τυφλώσει. Μέσα στη Χρονική Συγγραφή φανερώνεται ότι όλοι αυτοί που μυστικά εικόνιζαν στη λατρεία τους τα Χερουβίμ, συγκροτούσαν μια όχι και τόσο αγγελική πολιτεία.
Ο Ακροπολίτης μένει πιστός στην αυτοκρατορία και ότι αυτή συμβόλιζε ακόμη και όταν απογοητεύεται από τον βασιλιά Θεοδώρο Β΄ Λάσκαρη, ο οποίος για λόγους γοήτρου τον μαστιγώνει μπροστά στο πλήθος και απομακρύνει από τα αξιώματα τους ευγενείς και προαγάγει μη ικανούς ανθρώπους. Μάλιστα απέφυγε να κάνει Πατριάρχη τον λόγιο μοναχό Νικηφόρο Βλεμμύδη και διάλεξε κάποιον αγράμματο. Και σχολιάζει ο Ακροπολίτης: «Οι βασιλείς θέλουν οι πατριάρχες να διαθέτουν αδύνατο χαρακτήρα και να υποκύπτουν με ευκολία στις επιθυμίες τους, σαν σε διαταγές. Και αυτό συμβαίνει ιδίως με τους πιο άξεστους πατριάρχες, γιατί δεν μπορούν να έχουν πεποίθηση στη δύναμη του λόγου τους˙ αντίθετα οι πιο μορφωμένοι αποδεικνύονται πιο ασυμβίβαστοι και αντιτάσσονται στις προσταγές των βασιλιάδων». Από την άλλη ο Πατριάρχης Αρσένιος που προώθησε ο Θεόδωρος Β΄ Ο Λάσκαρης είναι αυτός που θα αντιδράσει και θα ξεσηκώσει τον λαό εναντίον του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου για τον σφετερισμό του θρόνου και την τύφλωση του ανήλικου Ιωάννη Λάσκαρη, γιού του Θεοδώρου.
Κατά την ολονυκτία του νεκρού βασιλιά Θεοδώρου, όσοι ευγενείς είχαν τυφλωθεί, αδικηθεί και τιμωρηθεί από αυτόν συγκεντρώθηκαν ενάντια στον Γεώργιο Μουζάλωνα και τα αδέρφια του που είχαν προσωρινά την εξουσία. Αν και αυτοί σφιχταγκάλιασαν την αγία τράπεζα στο ιερό του ναού για να σωθούν οι φονιάδες τους (Χριστιανοί) τους έσφαξαν εκεί, τους τεμάχισαν κόβοντας τις αρθρώσεις τους σε μικρά κομμάτια κρατώντας ο καθένας το δικό του. Στη συνέχεια στάθηκαν γύρω από το σκήνωμα του βασιλιά Θεοδώρου βρίζοντάς τον.
Σκληρό τέλος για τον αυτοκράτορα ποιητή του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα στη Θεοτόκο. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης με μεγάλη παιδεία ανάλωσε τη ζωή του σε μάχες για να προφυλάξει και να μεγαλώσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Η φιλολαϊκή πολιτική καθώς και ο νευρωτικός χαρακτήρας του, τον έκαναν να αποκτήσει πολλούς εχθρούς. Χρόνια έπασχε από επιληψία και κατάθλιψη ύστερα από το χαμό της μητέρας του. Πέθανε από ασθένεια που τον καθήλωσε για καιρό. Ήταν επόμενο ένας τόσο πονεμένος άνθρωπος και πτοημένος από τις κοινές και προσωπικές αποτυχίες να συνθέσει ένα ποίημα που εκφράζει τον πιο βαθύ ανθρώπινο στεναγμό.
Ένα τέτοιο ποίημα είναι ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στη Θεοτόκο του Λάσκαρη. Ο άνθρωπος παντελώς αδύναμος και αποκαμωμένος ζητά να βρει καταφυγή στην αγκαλιά της Θεοτόκου. Η ζωή είναι γεμάτη νέφη, ζάλες, μπόρες, τρικυμίες και σκοτάδι και ο ποιητής αναρωτιέται:
«Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνὴ; Ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν; Ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν; Ποῖον ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι, καὶ ἐπὶ σὲ θαρρῶν κατέφυγον».
Με το ποίημα αυτό του Θεόδωρου απομακρυνόμαστε από το πρότυπο της Θεοτόκου ως Υπερμάχου Στρατηγού μιας ισχυρής ιμπεριαλιστικής αυτοκρατορίας και εγκαινιάζεται η μορφή της Θεοτόκου ως καταφύγιο των κατατρεγμένων ραγιάδων στους μετέπειτα δύσκολους αιώνες.
Περιδιαβαίνοντας τις σελίδες οποιασδήποτε Βυζαντινής χρονογραφίας γίνεται έντονα αισθητό αυτό που έγραφε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Η "Ιερά αυτοκρατορία" του Μεσαίωνα ήταν καθαρή αποτυχία, και στην ανατολική και στη δυτική της μορφή. Ήταν ταυτόχρονα ουτοπία και συμβιβασμός…Το Βυζάντιο απέτυχε, λυπηρά απέτυχε, να θεμελιώσει αναμφίβολη και ανάλογη σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και της ευρύτερης κοινοπολιτείας. Δεν πέτυχε να ξεκλειδώσει την πύλη του χαμένου παραδείσου»[6].
Η δυσφορία μεταξύ ουτοπίας και συμβιβασμού είναι αυτό που γέννησε την αναχώρηση, την ξενητεία. Οι ευαίσθητοι και πληγωμένοι από την αδικία και το κακό πολίτες μιας αυτοκρατορίας που αυτοπροσδιοριζόταν ως επι γης του Θεού βασιλεία αναζητούσαν απογοητευμένοι να βρουν ένα πιο δίκαιο κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα κεφάλαια των ασκητικών κειμένων τιτλοφορούνται περί αποταγής και ξενητείας του κόσμου. Αποταγή και φυγή από την αδικία και το κακό που υπήρχε στον κόσμο, ο οποίος καυχιόταν ότι ήταν η επί γης Βασιλεία του Θεού[7].
Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος κάποιους αιώνες νωρίτερα κλείνει κάπως έτσι τα ασκητικά του κείμενα τουλάχιστον στην ελληνική μετάφραση: «Ἐνταῦθα δὲν ὑπάρχει τελειότης˙ καὶ ποῦ ἐφάνη τελειότης εἰς τοῦτον τὸν κόσμον; Ὅπου ὁ ἥλιος τῆς ψυχῆς ἀνατέλων καὶ δύνων εὐρίσκεται ἐν μέσω τῶν νεφελῶν τῶν παθῶν. Καὶ ὅπου ἄλλοτε εἶναι καιρὸς εὔδιος καὶ καλοσύνη, καὶ ἄλλοτε συννεφία. Καὶ πότε μὲν χαρά, πότε δὲ λύπη καὶ κατήφεια… Εἴθε ο Πανάγαθος Θεὸς να στηρίξῃ τὸ θεμέλιον τῆς ἡμετέρας πολιτείας εἰς τὴν ἀληθῆ αὐτοῦ ὑπόσχεσιν, καὶ εἰς τὴν ἁγίαν αὐτοῦ διδασκαλίαν» [8]. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα ασκητικά κείμενα μιλούν για μια πολιτεία ή για ένα πολίτευμα που προσδιορίζεται ως αγγελικό και υπόγεια αντιδιαστέλλεται από τον «κόσμο». Όμως, ποῦ ἐφάνη τελειότης εἰς τοῦτον τὸν κόσμον; Ειδικά όταν τα σύννεφα των παθών κρύβουν τον ήλιο!
Πηγές:
Χρονική Συγγραφή, Γεωργίου Ακροπολίτη, εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2004
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα, Ἑκδόσεις Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002
Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Ἑκδόσεις Αποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002
[1] Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα· Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι, καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
[2] π. Αντώνιος Πινακούλας, Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της, Βυζαντινός Μεσσιανισμός, Η περίοδος της Ουτοπίας, σελ. 130, εκδόσεις Άρτος Ζωής
[3] Ελένη Γλυκατζή -Αρβελέρ, Η πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορία, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 133
[4] Ελένη Γλυκατζή -Αρβελέρ, Η πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορία, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 143
[5] Αρβελέρ, ο.π., σελ. 124-132
[6] π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Αντινομίες της Χριστιανικής Ιστορίας, Αυτοκρατορία και Έρημος στο Χριστιανισμός και Πολιτισμός, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 86-127] Περισσότερα για την γέννηση και την εξέλιξη του αναχωρητισμού στα κείμενα του Δημητρίου Μόσχου, Τό ορθόδοξο ασκητικό ήθος ως συνιστώσα του πολιτικού φαινομένου, περ. Σύναξη 55 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1995) 63-71. Η εσχατολογία στον αιγυπτιακό μοναχισμό επί τη βάσει της Ιστορίας των κατ' Αίγυπτον μοναχών και της Λαυσαϊκής Ιστορίας, στο Ι. Μ. Δημητριάδος-Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών (επιμ.), Εκκλησία και Εσχατολογία, Χειμερινό Πρόγραμμα 2000-2001, Αθήνα 2003, 191-221. Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, Τόμος Ά, Εκδόσεις Ακρίτας σελ. 133-138
[7] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τὰ Σωζώμενα
πηγή: Aντίφωνο