Η Φύση ως Εξερευνήτρια και οι Πολιτικοί ως Playmobil

0
336

Τῷ γνόντι ἑαυτόν, ἡ γνῶσις τῶν πάντων δίδοται αὐτῷ.

Τὸ γὰρ γινώσκειν ἑαυτόν, πλήρωμα τῆς γνώσεως τῶν ἁπάντων ἐστί.

Καὶ ἐν τῇ ὑποταγῇ τῆς ψυχῆς σοῦ ὑποταγήσεται σοι τὰ πάντα.

Αββά Ισαάκ Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί ΚΣ 58-60

Φύσει ορέγεται του ειδέναι, ο άνθρωπος1. Το λειτουργικό του προηγείται της συνειδήσεώς του. Η μίμηση - κύρια μορφή αυτο-εκμάθησης - ξεκινάει με το που γεννηθεί: έχουμε στοιχεία νεογνών 42 λεπτών που λειτουργούν ήδη σε αυτό το πλαίσιο (π.χ. βγάζουν τη γλώσσα τους ή μιμούνται τις κινήσεις του κεφαλιού κάποιου)! Η διάκριση ποσοτήτων είναι επίσης δεξιότητα των μόλις λίγων μηνών βρεφών2.

Η ανθρώπινη φύση είναι φύσει εξερευνήτρια· οι ικανότητες και οι κατακτήσεις της είναι ραγδαίως αυξανόμενες καθώς εποπτεύει, ασυνειδήτως, το περιβάλλον της. Παράδοξο μοιάζει το ότι η εποπτεία του εαυτού της είναι μία μετέπειτα επίκτητη και καλλιεργήσιμη δυνατότητα.

Η συνείδηση ψηλώνει, η συλλογή δεδομένων μεγαλώνει, η βάση δεδομένων σκληραίνει, τακτοποιείται, στερεοποιείται. Ο κόσμος μονίμως, στα μάτια του παιδιού, αναβλύζει αινίγματα. Το αγαθόν της ικανότητας να εντοπίζει, αναλύει και στοιχειοθετεί την πραγματικότητα, είναι ένα δεδομένο της «εργοστασιακής» του «ρύθμισης». Όλο και περισσότερο συμβαίνει ένας κατακλυσμός βεβαιοτήτων, από τα κεκτημένα, που όμως δεν επιλύει το βασικότερο των προβλημάτων του, την απόλυτη ερώτηση που υποκατηγοριοποιείται σε απορίες: γιατί ο κόσμος, γιατί εγώ, οι άλλοι, το βάσανο, το άδικο, το τέλος; Η ανθρώπινη νόηση αγωνιά για ενότητα, ειδικά όταν αντιλαμβάνεται ότι η βάση δεδομένων δεν είναι βάση, αλλά μία αχαρτογράφητη αποθήκη.

*

Ο  Νεάντερνταλ , 200.000 χρόνια πριν από εμάς, πίστεψε ότι αυτή η ζωή είναι στάδιο κι όχι αυτοτελές επεισόδιο: έθαβε τους νεκρούς του προσφέροντάς τους «τροφή και άνθη»3. Μάλιστα η αγγλική λέξη για την ανθρωπότητα (Humanity), σε διαφοροποίηση με την ελληνική κατά την οποία «άνθρωπος» είναι αυτός που κοιτάει προς τα άνω (άνω θρώσκων), προέρχεται από το λατινικό «humare», σημαίνων «ενταφιάζω». Φαίνεται πως για να φτάσουμε στο «αγαπάτε αλλήλους» του χριστιανισμού, έπρεπε φυσιολογικά να προηγηθεί το «μνημονεύετε». Σάμπως αυτό δε συμβαίνει και με τον άνθρωπο που εισέρχεται στην κοινωνία των ανθρώπων;

Το φαινόμενο του υπαρκτικού μηδενισμού (βιολογικοποίηση κάθε προοπτικής) των σύγχρονών μας συλλογικοτήτων (πάντα υπήρχαν δύσπιστοι σε ό,τι δεν ψηλαφάται άμεσα, αλλά ποτέ μαζικώς), μοιάζει ακόμα πιο εκπληκτικό όταν πληροφορούμαστε πως δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία ανθρώπινη φυλή που να μη πίστευε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι η ζωή δεν τελειώνει με τον θάνατο4. Αυτή η πίστη είναι που καθόρισε τις κατευθυντήριες γραμμές του αγαθού της εξερεύνησης γνωστών κι αγνώστων δεδομένων. Κι εφόσον, επαναλαμβάνουμε, τα απόλυτα ζητήματα παραμένουν αναπάντητα, καταλαβαίνουμε πως η πίστη είναι κι αυτή στη φύση του λειτουργικού μας· γιατί η ροπή μας, εκφραζόμενη με την περιέργεια και την ευχαρίστηση των απαντήσεων, εκδηλώνει έτσι οπτιμισμό και όχι πεσιμισμό: θέλουμε να μάθουμε κι ας μη ξέρουμε ούτε γιατί, ούτε για τί το θέλουμε αυτό. Η αίσθηση της ματαιότητας θα αμαυρώσει τη διάθεσή μας κάπως αργότερα, ως αναπόφευκτο κομμάτι της όλης αυξητικής διαδικασίας της συνείδησης.

Καθόρισε, λέμε , τις κατευθυντήριες γραμμές... Η «πίστη της εξερευνήσεως» είναι αυτομάτως και μία ιεράρχηση των αγαθών σε υπηρετικά των «καθαυτών»5, σε επικουρικά κι απόλυτα. Ο αναβαθμός της σημαντικότητας και ποιότητας της ιεραρχίας κυμαίνεται από το κοινωνικο-κοσμικό έως το διαιωνιζόμενο-μεταφυσικό επίπεδο, από τον ιδανικό αθλητή, πολεμιστή, επαγγελματία-τεχνίτη ή πολίτη μιας πόλεως π.χ., έως την θεώρηση του ανθρώπου υπό του πρίσματος ενός δυνητικού «τέλειου βίου»6.

Όλα αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι φύσει επιστήμων και θεολόγος· κι αυτές δεν είναι δύο διαφορετικές ιδιότητες, αλλά μία ροπή του νου και της αισθήσεως, διψώσα να μάθει κυριολεκτικά τα πάντα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν το πιστεύει αυτό, παρόλο που το ζει, και ζουν και οι γύρω του της συνέπειες της «πίστης» του αυτής. Δεν πιστεύει, δηλαδή, στον εαυτό του, ο οποίος, με ό,τι κι αν ασχολείται, και με ό,τι κι αν απορρίπτει, τελεί, αναπόφευκτα, υπό μίας «κοσμοθεωρίας», με ή χωρίς Θεό και επιστήμη (:βάση και μέθοδο πρόσληψης και καταγραφής των όλων δεδομένων της ύπαρξης). Αυτό μας λέει ακόμα περισσότερα για την φύση του: εντός του λειτουργικού του - που προηγείται των συνειδητών αποφάσεών του - υπάρχει το στοιχείο της ελευθερίας. Εν προκειμένω της ελευθερίας να ασχοληθεί ή όχι με κάποιο ζήτημα. Η ελευθερία καλλιεργείται, όπως κάθε έκφραση της εξερευνητικότητας του ανθρώπου, και «είναι τόσο πρωταρχική, τόσο αρχέγονη, όσο δεν είναι ούτε ο Θεός», ακριβώς «διότι τούτον μπορεί να τον αρνηθεί»7.

Μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια τις όποιες θεωρίες επί της ολότητας της ζωής εν κόσμω και μετα-κόσμον· μπορεί να τρέξουν άλλοι να του τις πετάξουνε γι’ αυτόν, ερήμην του. Κι αυτό συμβαίνει κυρίως, αν δεχθούμε τα προαναφερθέντα περί φυσικότητας. Κι αυτό θα αναλύσουμε τώρα.

*

Είπαμε πως η θεώρηση του υπέρτατου αγαθού αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή των επικουρικών αγαθών που δραστηριοποιούνται προς την εύρεσή του. Τα σύγχρονα συστήματα εκπαίδευσης προετοιμάζουν κρατικούς – έμμεσους και άμεσους - υπαλλήλους· υποστηρικτές του ΑΕΠ του κράτους, «τη συνολική αγοραία αξία όλων των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα» (Wikipedia). Δηλαδή, έχοντας ταυτίσει το απόλυτο με την ευδαιμονία του κράτους, τα τελευταία, υποχρεώνουν - σε μεγάλο βαθμό - τον άνθρωπο, εκπαιδεύοντάς τον προς αυτή την κατεύθυνση, να ταυτίσει τη δυνητική ευδαιμονία του με το βαθμό μετοχής του στην αύξηση της δυνάμεως αυτού του απρόσωπου μηχανισμού. Σκοπός του ανθρώπου, κατά το κράτος, είναι η καλοπέραση. Σκοπός της πορείας του πολίτη είναι να γίνει από βίδα, κατσαβίδι και τόρνος, έως και να εκλεγεί μάστορας και διαχειριστής των όλων εργαλείων. Έχουμε «αρχηγό κράτους» και  βάσει των πεποιθήσεών του καθορίζεται και η εκπαιδευτική κατεύθυνση των υπ-αλλήλων του. Ο ύψιστος αναβαθμός στην κλίμακα των αρχηγών φέρει τον τίτλο του «πλανητάρχη», ο οποίος ασκεί  πλανητική πολιτική, η οποία καθόλου άσχετη κι αδιάφορη δεν είναι για τις κατά τόπους πολιτικές, και κατ’ επέκταση κατευθυντήριες γραμμές εκπαίδευσης. Υπάρχουν βέβαια «λύκοι και περιστερές» ως προς το σύστημα. Εμείς, ως Έλληνες, εφόσον σταματήσαμε να είμαστε πλανητάρχες (Ελληνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), γεννάμε πολιτικούς της δεύτερης κατηγορίας, αν και την ελευθερία να το κάνουμε αυτό μας την εξασφάλισαν οράματα και πράξεις ανθρώπων της πρώτης (βλ. 1821).

Την Ελλάδα κυβερνάνε πολιτικοί οι οποίοι απορρίπτονται στη θεωρία του Αριστοτέλη (κι αυτοί κι οι τρόποι τους). Οι νέοι, λέει, δε κάνουν για πολιτική (ούτε καν για κουβέντα περί αυτής, όχι άσκησή της), γιατί τους λείπουν τα χρόνια εν ζωή (ότι η πολιτική, τα περί ζωής πραγματεύεται), αλλά κυρίως γιατί βρίσκονται και κινούνται υπό την επήρεια των παθών τους8. Οπότε, είτε προ είτε μετά Χριστόν θέσουμε τον πήχη της ωριμότητας, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι οι «νομίμως» τις μάζες εκπροσωπούντες, είναι παντελώς αβαδείς πνευματικώς. Κι ένας κομπλεξικός όχλος, που κραδαίνει τα πτυχία που πήρε ψυχαναγκαστικά κι ασθμαίνοντας, είναι λοιπόν πίσω από αυτή την ακαταλληλότητα των κυβερνώντων που τον έχουν καταντήσει τέτοιον. Είναι κάπως σαν την κότα και το αυγό, απλώς ούτε η μεν ούτε το δε τρώγεται. Είναι ένας χορός κι αναφυρμός, αγγλοσαξονικής προέλευσης, ειδικευμένων ξιπασμένων, άσχετος με αυτό που διδάσκει η παράδοσή μας ως καλλιέργεια κι εξανθρώπιση.

Αυτονοήτως τα πάθη είναι αρνητικά και ανθρωπόλεθρα κατά τον αρχαίο στοχαστή-ασκητή. Όμως, κατά τον σύγχρονο διανοητή-πολιτικό, τα πάθη είναι φυσιολογικά, και η ανεκτικότητα απέναντί τους είναι ταυτισμένη με την πρόοδο. «Οι κοινωνίες προχωρούν», μας λένε οι κυβερνώντες. Όλως τυχαίως, όσο προχωρούν οι κοινωνίες, τα πάθη δείχνουν να προχωρούν, επίσης. Αυτή είναι μία «πρόοδος», η οποία αφορά στην συμπεριχώρηση των δυσκολεμένων υπό τα πάθη τους, στον βαθμό που, ανεπιστημονικώς, τα τελευταία, να απαλλάσσονται από την κατηγορία τους ως τέτοια (να μην θεωρούνται πάθη, να μη θεωρούνται αφύσικα και παράλογα: π.χ. δύο άντρες ή γυναίκες να θεωρούνται πως «κάνουν οικο-γένεια», κι ας μη γεννούν). Γιατί βοηθάνε τους ανθρώπους να ψεύδονται εις εαυτόν; Απαντήθηκε παραπάνω: εφόσον η ευδαιμονία ταυτίζεται με την αύξηση της δυνάμεως, η καλοπέραση προσφέρεται σε κάθε είδους εμπαθή που θα εκπαιδευτεί να βάλει το λιθαράκι του στον μηχανισμό της. Το τί τραβάει ο ίδιος, και το πόσο υποτιμάται η ίδια η φύση, είναι συζήτηση δύο προκατειλημμένων αντικρουόμενων πλευρών. Σε αυτό στοχεύει και η διευκόλυνση των διαζυγίων, όπως και η προώθηση της «δυναμικής» γυναίκας - ή άντρα - μέσω καριέρας και όχι τεκνανάθρευσης. Ξέρετε πόσο λιγοστεύει το ΑΕΠ όταν ένας από τους δύο γονείς αφοσιωθεί στα παιδιά του κι όχι σε κάποια εταιρεία; Ξέρετε πόσα ξοδεύει μια γυναίκα κάθε φορά που ζητά την «ανανέωση» μετά από τον χωρισμό; Υπολογίστε τα σε κλίμακα εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ατόμων, αν θέλετε. Και, περί όλων τούτων, στην πραγματική ζωή, συνυπολογίστε πως είναι πνευματικός αναβαθμός - που απαιτεί πνευματικό υπόβαθρο - το να δέχεσαι και συμπεριχωρείς αυτόν που κάνει λάθος, χωρίς να δέχεσαι το λάθος του και χωρίς βέβαια να το αφηγείσαι ως κάτι άλλο από τέτοιο. Κι αυτό αφορά όλους μας ως εμπαθείς· κι αυτό είναι η ελπίδα και η χαρά μας. Κανένα σύστημα δε το «χωράει» αυτό.

Το έγκλημα είναι απείρως (κυριολεκτικά) μεγαλύτερο απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται ο μέσος εκπαιδευμένος νους, του μέσου βιδολόγου. Το βασικό έγκλημα σχετίζεται με τους πολιτικούς που, ασκώντας την υπέρτατη (κατ’ Αριστοτέλη πάλι9) τέχνη-επιστήμη της πολιτικής, η οποία είναι αυτή που, εν είδει στρατηγού, «αποφασίζει» ποιες τέχνες κι επιστήμες θα προωθούνται και διδάσκονται (και με ποιο τρόπο βέβαια), γελοιοποιούν - όχι μόνοι με την παρεούλα τους αλλά εντός των συνειδήσεων των ανθρώπων10 - την ανθρώπινη φύση και τις προοπτικές της. Η «τέχνη» του «ενιαίου», είναι στο μπουντρούμι, λογιζόμενη από ενοχλητική έως επικίνδυνη· και οι μουγγοί φορείς της είναι χρήσιμοι και σεβαστοί μόνο ως βοηθητικές νοσοκόμες, που δε μας βγάζουν γλώσσα όταν, ως ανώτεροι αξιωματικώς - όχι ειδικότεροι - κάνουμε το κουμάντο μας. Αυτό και μόνο φτάνει για να συμφωνήσουμε στην γενικόλογη άποψη του Ιονέσκο, ότι η σύγχρονη πολιτική είναι ο διάβολος» και «το κράτος ο θάνατος»11. Διαβάλλεται η αλήθεια και θανατώνεται η προοπτική.

Η πολιτική έχει περιπέσει στο επίπεδο του marketing (τέχνη προώθησης απόψεων και προϊόντων). Οι πολιτικοί έχουν περιπέσει στο επίπεδο του Playmobil. Και το έγκλημα είναι ακριβώς ότι θέλουν να κάνουν τον κόσμο έτσι, ο οποίος, από λαός, με τη σειρά του, έχει περιπέσει στο επίπεδο της συμφρονούσης ή αντιφρονούσης αγέλης. Είναι ακόμα χειρότερο από αυτό: εφόσον σκοπός είναι η αύξηση της δύναμης που επιφέρει καλοπέραση, κι ο τρόπος για να το πετύχουμε είναι, αναγκαστικά, η συμμαχία ενός ικανού αριθμού ατόμων, ακόμα και η «αγέλη», δεν λογίζεται ως σύνολο ατομικοτήτων, αλλά ως μονάς, ως ένα άγριο ζώον, του οποίου η καλή διάθεση (η περιστερά) πρέπει να καλοταϊστεί και η εχθρική να κατασταλεί (ο λύκος). Αν το ζώο ημερέψει, η «κομματική γραμμή» θα μακροημερεύσει, ακόμα κι αν η τελευταία αφορά μόνο και μόνο στην συναισθηματική ικανοποίηση του κυβερνώντα. Ω, και τί δε κάνει ο τελευταίος για να βρει την ντοπαμίνη του! Το Playmobil  θα διαφημίσει ότι πιστεύει σε οτιδήποτε του την εξασφαλίσει: πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς κι Ιούδας. Παντού και πουθενά βρίσκεται, σε όλα και στο τίποτα πιστεύει.

Ας μην αμφιβάλλουμε ότι τα Playmobil ασκούν marketing και τίποτα σχετικό με την ανάπτυξη των φυσικών ροπών του ανθρωπίνου είναι. Αντιθέτως: οι ροπές δε τα βοηθούν στον σκοπό τους και γι’ αυτό περιφρονούνται. Κατ’ επέκταση, ας μην αμφιβάλλουμε πως όσο κι αν το Playmobil μας χαμογελάει, προσπαθώντας να εκπέμψει μία αισιόδοξη νότα, το ίδιο δεν είναι καθόλου αναπαυμένο και υγιές. Όταν έχεις διαπρέψει, και ηγείσαι, στην κλίμακα του ψέματος, τα δεδομένα είναι ακριβώς ανάποδα απ’ ό,τι παρουσιάζονται: είσαι αυτός που ταλαιπωρείται περισσότερο απ’ όλους, κι αυτός που, χωρίς απολογία τίμια ενώπιον του Κριτηρίου της Αλήθειας του Ενιαίου, θα εξακολουθείς να ταλαιπωρείσαι, και αμέτρως περισσότερο, και αιωνίως, και, επιτέλους, ακουστώς και επισήμως. Όταν ανοίξουν τα «βιβλία»12 της ζωής, αυτός ο κόσμος που μοιάζει με τηγάνι, θα δυναμώσει όχι ως ΑΕΠ, αλλά ως προς την θερμοκρασία του. Αυτό δεν είναι εκφοβισμός: είναι απλή διασκευή κάποιων σοβαρών ισχυρισμών του Ευαγγελίου13. Οι υπόλοιποι, ορθολογούντες τα της φύσης και της θέσης μας, έχουμε δύο πραγματάκια να κάνουμε κυρίως, από το να υποτασσόμαστε δουλικώς ή να κατηγορούμε καφενειακώς και γκρινιάζουμε υστερικώς αποφεύγοντας τις ευθύνες μας: έρευνα και προσευχή (επιστήμη και θεολογία).

Ας επιστρέψουμε στην βιολογία μας και ας συνδυάσουμε τα μέχρι τώρα δεδομένα.

*

Όταν ένα νήπιο βλέπει κάτι άγνωστο που το εκπλήσσει, για να το εκλογικεύσει κι εσωτερικεύσει, αναζητά την πρέπουσα αντίδραση στο βλέμμα του κηδεμόνα του. Συχνά, κοιτάει το πρόσωπο του τελευταίου, επιδεικνύοντας το φαινόμενο ενδιαφέροντος με το δάχτυλο. Η εξελικτική ψυχολογία  και παιδαγωγική ονομάζουν το φαινόμενο «κοινωνική αναφορά»14.

Μέχρι ενός σημείου οι απορίες λύνονται. Όταν όμως το ζητούμενο αφορά στον κόσμο του απολύτου (αγαθού) - ερωτήσεις περί της αιτίας της ζωής και του θανάτου, περί της ύπαρξης του Θεού κτλ. - το βλέμμα του κηδεμόνα τί έχει να προσφέρει; Με ποια «κοσμολογία» είναι εξοπλισμένο - έστω και πλανεμένα - ώστε να ενισχύσει το νήπιο (μικρό ή ενήλικο) στο ταξίδι του επί της αναζήτησης της συνοχής; Η απάντηση δόθηκε στις σκέψεις περί πολιτικών: marketing.

[Επί του τελευταίου αυτού ενδεχομένου, θυμάμαι μία κινηματογραφική σκηνή15: Ένας οικογενειακός γνωστός και φίλος κάποιας οικογένειας έχει ένα πρόβλημα, στο οποίο η τελευταία δε μπορεί να τον βοηθήσει. Το παιδί της οικογένειας που τον συμπαθεί εξόχως, κάθεται στην κουζίνα, τον σκέφτεται και στεναχωριέται. Η μητέρα το αντιλαμβάνεται και προσπαθεί να το βοηθήσει: «έλα να κλείσουμε τα μάτια, να του στείλουμε θετικές σκέψεις», του λέει… Τέλος της σκηνής. Σχόλιο: Συναισθηματισμών μιζέρια.]

Στα συνεχώς επαναλαμβανόμενα μεγάλα ζητήματα για τα οποία απορεί φυσιολογικώς ο άνθρωπος, η κοινωνία  - που προχωράει δήθεν - εκπαιδεύει και προτείνει μπάζωμα· μπάζωμα δια συναισθηματικής χειραγώγησης και νοητικής χαύνωσης. Όποιος, λοιπόν, θέλει να μετέχει του μπαζώματος και της προσωρινής καλοπέρασης που επιφέρει (όσο δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι που έχουμε πραγματική ανάγκη διεξόδου από κάποιο αληθινό κώλυμα), δεν έχει παρά να επωφεληθεί των χορηγιών του κράτους του, και να εκπαιδευτεί, ώστε ν’ ανέβει στο άρμα των πιστών του ταλαιπώρων, και, αν το ‘χει το παιδί που λέμε, να κατακτήσει μια θέση μεταξύ των αρχιταλαίπωρων (κυβερνητικό επίπεδο), οι οποίοι βέβαια είναι οι αρμόδιοι για την στήριξή του κατά τη διαδρομή προς την «τελείωση». Η εκπαίδευση, όπως είπαμε με άλλα λόγια, είναι μια «θητεία στον βαρβαρισμό»16, της οποίας το αντικείμενο είναι αναγκαστικά, πρωτίστως, αποφατικό: η δια αποστάσεως και μπαζώσεως λησμοσύνη ενός σημαντικού δεδομένου: πως «η σύγχρονη κατάκτηση του εξωτερικού κόσμου έχει ως προϋπόθεση τις μεγάλες στιγμές της εσωτερικότητος του παρελθόντος»17. Γιατί, βέβαια, αν το ρίξουμε στην εσωτερικότητα και την ολιστική αγάπη της ζωής, ποιος θα ασχοληθεί να δουλέψει για ένα τέτοιο κράτος στη συνέχεια, να γίνει Playmobil; Δε γίνεται να αφήσει το κράτος τον άνθρωπο να γίνει άνθρωπος, ο οποίος «είναι» τέτοιος «επειδή του λείπει η ενότητα κι επειδή την απαιτεί»18.

Ξεψαχνίζοντας την αναπόφευκτη εσωτερική μας ιεραρχία, μπορούμε να καταλάβουμε τί πιστεύει ο καθένας, τί είναι ικανός να κάνει, ποιες είναι οι σημαντικότητες κι ασημαντότητές του, ποιες είναι οι προτεραιότητες, κι αν όντως μας εκφράζουν. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση στο ποιος είναι πραγματικά ο Θεός του καθενός. Εκεί θα καταλάβουμε πως αφενός «εδώ και 20 αιώνες, το συνολικό άθροισμα του κακού δε μειώθηκε στον κόσμο»19, κι αφετέρου ότι «ο πολιτισμός της τεχνολογίας του καιρού μας, εξίσου χρήσιμος και βλαβερός, δεν σμίκρυνε το κακό στον κόσμο, αλλά σμίκρυνε στους ανθρώπους τη δύναμη να εξεγείρονται ενάντια στο κακό»20. Και δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά τους «λύκους», που ανήκουν στο ίδιο ζωϊκό βασίλειο με τις περιστερές· γιατί στην πραγματικότητα, οι συμφρονούντες κι οι αντιφρονούντες με τα σύγχρονα συστήματα, δίχως την θεωρητική αρχικώς και βιωματική εν συνεχεία κατάσταση της προοπτικής του απολύτου, είναι όλοι ζωάκια κατσιασμένα, που τους δώσαμε αλκοόλ για να μη μας μεγαλώσουνε και να γίνουνε «του καναπέ». Τα μεν και δε ζωάκια τ’ αποκόψαμε από την πορεία της διαρκούς εξανθρώπισης, που κατά τα δεδομένα της παράδοσής μας τελειούται στις διαστάσεις της θέωσης. Λίγοι άνθρωποι κατευθύνθηκαν ντουγρού για εκεί - κυρίως άνθρωποι που δεν υπέστησαν την ανθρωποκτόνο ιδεολογία των κρατών, δε δασκαλεύτηκαν στην «ηθική της ποσότητας»21, δεν αναγκάστηκαν να ξεβλακέψουν «με τη βία» όπως εμείς. Αυτό συνέβη στα σύγχρονα Playmobil (άρχοντες κι αρχομένους), κι από αυτό πάσχουν και υποφέρουν. Να είναι άσχετο, λέτε, που η πρώτη σε δύναμη χώρα (δηλαδή το κράτος που «τα κατάφερε») είναι και η πρώτη σε κατανάλωση ψυχοφαρμάκων22,23; Να είναι άσχετο δεδομένο αυτό σε σχέση με τα ψυχοφάρμακα-ναρκωτικά που πίνανε οι Ναζί ώστε να μη βαδίζουν αλλά να καλπάζουν πάνω στο χάρτη της Ευρώπης, και να μην νικάνε αλλά να εξοντώνουν αγρίως τους αντιφρονούντες κι ανυπότακτους24 - ή (αντίστροφα) με τον Πόλεμο του Οπίου στην Κίνα, με τα εκμισθωμένα παιδιά της Μ. Βρετανίας της Βιομηχανικής Επανάστασης25,26, με τους Αμερικανούς στρατιώτες στο Βιετνάμ, με τα παιδιά που μαζεύουν διαμάντια στην Αφρική, με τον τζιχαντισμό; Να είναι άσχετο που η τεχνητή αντιπαλότητα επιστήμης και θρησκείας, και κυρίως θρησκείας με θρησκείας (τσουβάλι με πατάτες οι παραδόσεις των ανθρώπων), συμπίπτει με την εκκίνηση ακριβώς της πλανητικής σπουδής της πολιτικής των τότε υπερδυνάμεων27; Να είναι άσχετα όλα αυτά με το ότι ενώ το παιδί ζητάει να μάθει για να ζήσει, τα απόλυτα κι ωραία, καταλήγει απλά τα υπαλληλεύει, καταναλώνει ό,τι προλάβει και ψοφάει σα το σκυλί στ’ αμπέλι (ή στην άσφαλτο - δε βάζω παραπομπή σε στοιχεία…);

Δυστυχώς για τα συστήματα των σύγχρονων κοινωνιών, που διακωδωνίζουν με συνθήματα της πεντάρας ότι προοδεύουν, και μαρκετάρουν τον εαυτό τους ως φιλάνθρωποι οργανισμοί, δυστυχώς για τα σχέδιά τους κι ευτυχώς για τις υποστάσεις των ταλαίπωρων ανθρώπων που εκμεταλεύονται αλλά και των ιδίων, η παράδοση δεν πέθανε, ούτε υπέστειλε τη σημαία, ούτε προώθησε μια ριγμένη ένταση των απαιτήσεων του ανθρώπου με σκοπό είτε να εκλεχθεί δημοσίως είτε να καλοζωΐσει ιδιωτικώς, όπως η πλειοψηφία των ατόμων εν γη αυτή τη στιγμή.

Τον ξέρουμε τον δρόμο, είμαστε σε επαφή με τον εαυτό μας και ποτίζουμε την ορμή του προς αληθοποίηση κι αληθινή ευδαιμονία. «Ο άνθρωπος», με το καλό (εύπιστος) ή με το κακό (δύσπιστος), «οφείλει να φτάσει έως εκεί που γίνεται η αρπαγή»28. Εκεί τελειώνει η ζωή μέσω του κόσμου, κι αρχίζει η ζωή με τον κόσμο, υπέρτερη του κόσμου, «για να ζήσει ο κόσμος»29. Ο Δρόμος30 σαρξ εγένετο31. Τώρα, που ο κόσμος γειτόνεψε για τα καλά κι ετοιμάζεται να ξαναζήσει μια τρομακτική αυτοδιάλυση, το μόνο που του μένει είναι να το μάθει. Θα συμβεί, φυσιολογικά.

 

Βιβλιογραφία

  1. Μετά τα Φυσικά, 980a
  2. Francisco Mora, Νευροεκπαίδευση (ΠΕΚ, 2021, σσ 54,55)
  3. Isaak Asimov, Το Χρονικό των Επιστημονικών Ανακαλύψεων (ΠΕΚ, 2022, σ. 99)
  4. G. Frazer, The Belief in Immortality/Ι, 53: Στο ερώτημα αν η συνειδητή προσωπικότητά μας επιζεί μετά θάνατον, έχει δοθεί καταφατική απάντηση από όλες σχεδόν τις ανθρώπινες φυλές. Στο σημείο αυτό σχεδόν δεν υπάρχουν, ή δεν υπάρχουν καθόλου, σκεπτικιστές ή αγνωστικιστές λαοί (via E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το Παράλογο, Ινστ. Του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, 1996, σ. 249)
  5. Ηθικά Νικομάχεια 1096b
  6. ό.π. 1098a
  7. Χρήστος Μαλεβίτσης, Η Εσωτερική Διάσταση/Η Τραγωδία της Ιστορίας (Αρμός, 2010, σ. 242)
  8. ό.π. 1095a
  9. ό.π. 1094b
  10. Χρ. Μαλεβίτσης, ό.π., σ. 224: […]η εξέγερση των συνειδήσεων πνίγεται μέσα στα πλέγματα των ποικίλων συμφερόντων […]συντελείται ένα είδος προδοσίας του ανθρώπου μέσα σε όλες τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
  11. Ionesco, Η Ελεγεία ενός Παράλογου Κόσμου (Ροές, 2007, σσ 42,51)
  12. Προσόμοιον Στιχηρόν Εσπερινού, Κυριακή της Αποκρεώ: βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος, διηχήσει δέ, ἡ κοιλὰς ἅπασα, φοβερῶ βρύγματι, τοῦ κλαυθμῶνος […]
  13. Ματθ. 13.41-42: ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
  14. Lightfoot, M. Cole, S. R. Cole, Η Ανάπτυξη των Παιδιών (Gutenberg, 2014, σ. 330)
  15. One Hour Photo, 2002
  16. Χρ. Μαλεβίτσης, ό.π., σ. 264
  17. ό.π., σ. 28
  18. ό.π., σ. 90
  19. Αλμπέρ Καμύ, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος (Μπουκουμάνη, 1971, σ. 376)
  20. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Αργά Βαδίζει ο Χριστός (Εν Πλω, σ. 46)
  21. Χρ. Μαλεβίτσης, ό.π., σ. 426
  22. com/1 in 6 Americans takes a Psychiatric Drug (13/12/2016)
  23. Περιοδικό Der Spiegel, άρ. 33/44, 15.8.1993: «Από έρευνα στις ΗΠΑ, σε 4.126 διευθυντές και ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους, προέκυψε ότι το 78% ήταν σκλάβοι της ηγετικής θέσεώς τους. Αισθάνοντας εξάρτηση από την εργασία και είχαν διάθεση και δυναμισμό μόνο κατά τον χρόνο της υπηρεσίας τους. Τα Σαββατοκύριακα, και προπαντός την περίοδο των διακοπών, πολλοί είχαν την αίσθηση ότι είναι άδειοι, άχρηστοι και χαμένοι. Κάτω από κάποια επίφαση επιτυχίας και δυνάμεως, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν αβεβαιότητα, απουσία σκοπού στην προσωπική ζωή και λανθάνουσα μελαγχολία. Οι άνθρωποι αυτοί χάνουν την ταυτότητά τους όταν τους αφαιρεθεί η εργασία». (via Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, τ. 2. , σ. 544)
  24. Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1940, οι Γερμανοί αξιωματικοί του Δυτικού Μετώπου, κατανάλωσαν περισσότερα από 35 εκατομμύρια χάπια μεθαμφεταμίνης· άντεχαν έως και τρεις μέρες χωρίς ύπνο κατά την εισβολή στη Γαλλία. Η Βρετανία διένειμε 72 εκατομμύρια ταμπλέτες αμφεταμίνης καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου (via https://en.wikipedia.org/wiki/Use_of_drugs_in_warfare).
  25. Σπ. Δ. Κυριαζόπουλου, Η Καταγωγή του Τεχνικού Πνεύματος (ΑΘΗΝΑΙ, 1965, σ. 180): διεδόθη […]μεταξύ πουριτανών και εις τας εργατικάς τάξεις, όχι μόνον ότι οι υψηλοί μισθοί διαφθείρουν το εργατικόν ήθος, αλλ’ ότι η απασχόλησης ανηλίκων εις εργοστάσια έχει, εκτός του ότι είναι κοινωνικώς χρήσιμος, παιδαγωγικήν σημασίαν […]διευθύνσεις ορφανοτροφείων ενοικιάζουν ανηλίκους εις ιδιοκτήτας εργοστασίων […]γονείς […]εκμισθώνουν τα τέκνα των, δια να εργάζωνται εις ανθρακωρυχεία ή κλωστήρια 10 έως 14 ώρας ημερησίως, έστω και αν δεν είχον υπερβή το έβδομο έτος της ηλικίας των! […]εις τα υφαντουργεία της Μ. Βρετανίας και της Ιρλανδίας το έτος 1875 απησχολούντο 117.994 παιδιά κάτω των 13 ετών με μισθόν […]ενός εβδόμου και ενός τρίτου εκείνου των ενηλίκων […]
  26. Η ανάπτυξη των Παιδιών (ό.π., σ. 53): Η Επιτροπή Παιδικής Εργασίας στα Εργοστάσια της Αγγλίας […]πραγματοποίησε το 1833 μια μελέτη για να διαπιστώση αν τα παιδιά μπορούσαν να δουλέψουν 12 ώρες την ημέρα χωρίς αυτό να τα βλάπτει. Τα περισσότερα μέλη της επιτροπής αποφάσισαν ότι το δωδεκάωρο ήταν αποδεκτό ημερήσιο ωράριο για τα παιδιά.
  27. Thomasius, On the Right on Protestant Princes regarding Heretics (via Peter Harrison, Οι Επικράτειες της Επιστήμης και της Θρησκείας, Ροπή, 2023, σ. 217): οι θρησκείες ως ανταγωνιστικά ομολογιακά συστήματα δημιουργήθηκαν συνδιαστικά από τον κλήρο και το κράτος.
  28. Αρχιμ. Βασιλείου, Εισοδικόν (Ι.Μ. Ιβήρων, 2003, σ. 153)
  29. Ιω. 10.10: ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν
  30. ό.π. 14.6 […]ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς […]
  31. ό.π. 1.14

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του, Στέλιου Φαϊτάκη.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ