Η πανθομολουγουμένως διαρκής εξασθένιση, υπονόμευση και εν τέλει απομείωση του κύρους σειράς κρατικών ή ορθότερα δημοσίας αναφοράς λειτουργιών, μηχανισμών και υποδομών της ελληνικής πολιτείας, αντί να οδηγήσει σε έναν υγιή προβληματισμό για τα περιθώρια και τους τρόπους ριζικής όσο και γόνιμης αναδιοργάνωσης και ανάταξής τους στο πλαίσιο πάντοτε του ελληνικού Δημοσίου, καταλήγει να αποτελεί πεδίον «δόξης» λαμπρόν για την κυρίαρχη σήμερα -αν και εξαιρετικώς ευάριθμη- ιδεολογικοπολιτικά ομάδα: τους εμμονικούς φιλελέδες, οι οποίοι και αδράττουν την ευκαιρία για να κάνουν σπέκουλα με το ιδεολογικό τους πρόταγμα:
την απαίτηση πλήρους ιδιωτικοποίησης των πάντων, ώστε κάθε σχεδόν αγαθό ή υπηρεσία να καταστεί εμπορεύσιμο αντικείμενο.
Έτσι, εγκλωβισμένοι σε ένα απίθανο πλέγμα ιδεοληπτικών αγκυλώσεων και ψευδαισθήσεων υπεροχής, που τούς έχει «χαρίσει» η -με αισθήματα ενθουσιώδους υποταγής- αποστήθιση μερικών τσιτάτων του τοτέμ τους, Μίλτον Φρίντμαν, στις αντιλήψεις του οποίου και έχουν άκριτα παραδοθεί με το ίδιο ακριβώς τυφλό πάθος, με το οποίο κάθε συνεπής κομμουνιστής έχει εμπιστευθεί την κριτική λειτουργία του εγκεφάλου του στην απόλυτη αυθεντία του Μαρξ, δεν διστάζουν να μάς περιπαίζουν λίγο-πολύ ως εξής:
«Καλά να πάθετε, αναχρονιστικά απομεινάρια, αφού επιμένετε οι θεμελιώδεις υποδομές και λειτουργίες να ανήκουν στο Κράτος και όχι σε ευγενείς ιδιώτες businessmen.».
Ωστόσο, καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουμε κάποτε, ότι η ύπαρξη Δημοσίου, δημοσίων λειτουργών και δημόσιων υπαλλήλων σε πολλούς κρισίμους τομείς, που άπτονται της «κοινής χρείας» και συνδέονται με την παραγωγή ή την παροχή πρωτεύουσας σημασίας κοινωνικών αγαθών ή υπηρεσιών, αποτελεί κατ’ αρχήν ένδειξη πολιτισμού, σημάδι πνευματικής προόδου, κατόρθωμα αυθυπέρβασης.
Πρωτίστως διότι προϋποθέτει αίσθηση, εμπέδωση και πρόταξη της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος• και, συνεπώς, συρρίκνωση της ηθικής, δικαιοπολιτικής και νομικής νομιμοποίησης της ιδιοτέλειας.
Άλλο, βεβαίως, ζήτημα η απολύτως αναγκαία εμπέδωση των αρχών της αξιοκρατίας και της χρηστής διοίκησης, της άσκησης σοβαρού πειθαρχικού ελέγχου και της δικαιοκρατικής λειτουργίας του Δημοσίου.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, αυτό, για το οποίο προσπαθούν να μάς πείσουν οι φιλελέδες και ιδίως σε αυτούς τους τόσο δύσκολους για την πατρίδα και ολόκληρη την ανθρωπότητα καιρούς, ότι δηλαδή, αν θέλουμε, πράγματι να «προοδεύσουμε» και να αναγνωριστούμε ως κινούμενοι στην σύγχρονή «πρωτοπορία» των πολιτικών ιδεών, πρέπει να ιδιωτικοποιήσουμε και αυτόν ακόμη τον αέρα που αναπνέουμε, να επιδεικνύουμε απόλυτη απέχθεια προς αυτήν καθ’ εαυτήν την έννοια του «δημοσίου» και να αντικρίζουμε την πραγματικότητα αποκλειστικώς μέσα από το πρίσμα της εγωτικής κατίσχυσης και κυριαρχίας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν αποτελεί παρά ένδειξη ακραίας μορφής ιδιωτείας, παθολογικού ατομικισμού και εν τέλει πρωτογονισμού, παραπέμπει δε σε θατσερικά αποφθέγματα μνημειώδους ρηχότητος («δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον τα άτομα και οι οικογένειές τους»).
Αξίζει να θυμόμαστε, ότι ακόμη και αυτή η έννοια του φορολογίας ως μηχανισμού αναδιανομής του εισοδήματος προς ικανοποίηση κοινών αναγκών και στήριξη των ασθενεστέρων, μέσα από την εισαγωγή στον κοινό βίο θεσμών, υποδομών και λειτουργιών δημοσίου ενδιαφέροντος, ήταν απλώς αδιανόητη στην βαρβαρική μεσαιωνική Δύση (Barbarian West), όπως διαμορφώθηκε κατόπιν της μαζικής εισβολής των γερμανικών φύλων (Φράγκων, Γότθων, Βανδάλων, Αλαμανών κλπ.) στην Ευρώπη κατά την περίοδο από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ..
Και τούτο, ακριβώς διότι ήταν απλώς αδύνατον γι' αυτά να προσεγγίσουν την σχετικώς θεμελιώδη έννοια του «δημοσίου συμφέροντος», η οποία, αντιθέτως, ήταν ήδη από αιώνες εδραιωμένη στον ελληνικό και ελληνορωμαϊκό κόσμο και η οποία, βεβαίως, χαρακτήριζε σαφώς και την Ανατολική Ρωμαϊκή («Βυζαντινή») Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο της οποίας και είχαν εγκαθιδρυθεί αντίστοιχοι θεσμοί και λειτουργίες δημοσίου δικαίου, που, ασφαλώς, προϋπέθεταν μία κατ’ αρχήν κοινωνική λειτουργία του φόρου.
Άλλο, βεβαίως, ζήτημα, ότι εν Ελλάδι -και σε πλήρη αντίθεση προς τα σύγχρονα συμπεράσματα και αυτής ακόμη της δυτικής ιστορικής επιστήμης- επιμένουμε ακόμη σήμερα να μιλάμε για το «σκοταδιστικό» Βυζάντιο και την δήθεν πολιτισμική του «υπανάπτυξη» και να αναμηρυκάζουμε ανθελληνικά όσο και ανιστόρητα τσιτάτα τύπου «δεν περάσαμε Αναγέννηση, γι' αυτό και δεν κατορθώσαμε να γίνουμε Ευρωπαίοι».
Καλώς ή κακώς, Αναγέννηση χρειάστηκε να περάσουν όσοι πέρασαν Μεσαίωνα. Και στον Μεσαίωνα βυθίστηκαν κοινωνίες, οι οποίες πρωτευόντως αδυνατούσαν να συλλάβουν την έννοια του «δημοσίου συμφέροντος», των οποίων μονάδα συλλογικότητας ήταν το φέουδο [:ο ένας (ηγεμόνας) να κατέχει και να κυριαρχεί και οι λοιποί (υποτελείς) να υποτάσσονται στον ένα] και οι οποίες συγκροτούσαν βασίλεια και ηγεμονίες, που δεν αποτελούσαν παρά ατομικές ιδιοκτησίες ενός δυνάστη: δηλαδή οντότητες που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την έννοια του «κράτους» ως «δημοσίου οργανισμού» (res publica), ήτοι ως πολιτειακού μορφώματος με θεσμικό και νομικό πλαίσιο προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Συνεκδοχικώς, Αναγέννηση χρειάσθηκε να περάσουν όσες κοινωνίες διακρίνονταν κυρίαρχα από την «ιδιωτικοποίηση των πάντων» (privatisation generale), που αποτελεί και θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταρωμαϊκής - μεσαιωνικής βαρβαρικής Δύσης• μίας Δύσης στην οποία ασφαλώς και επ’ ουδενί πρέπει να επιστρέψουμε. Πόσω δε μάλλον με ψευδαισθήσεις ιστορικής πρωτοπορίας και υπεροχής. Και δη διαστρέφοντας και αυτήν την κοινωνική λειτουργία του φόρου από εργαλείο αναδιανομής του εισοδήματος κατά τα ανωτέρω σε μηχανισμό -εν όψει μάλιστα της διαρκούς απομάκρυνσης από πολιτικές προοδευτικής φορολογίας- φτωχοποίησης των πολιτών, διόγκωσης των οικονομικών ανισοτήτων, αποτροπής της κοινωνικής κινητικότητας και εγκαθίδρυσης ενός νεο-φεουδαρχικού μοντέλου: με νεο-βαρώνους και νεο-υποτελείς.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόταξη της κοινωνιοκεντρικής έννοιας του καθήκοντος όσο και εκείνης του δημοσίου συμφέροντος, έστω και αν πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταχρηστικής επίκλησής τους, θα αποτελεί πάντοτε, όπως ο αείμνηστος Χρήστος Γιανναράς έχει καταδείξει, το βασικό σημείο διάκρισης της «πόλεως», ήτοι της πολιτισμένης συλλογικότητας που συγκροτείται -όχι ως «αγορά» αλλά- ως κοινωνία εδραζομένη επί τη βάσει μιας δέσμης κοινών αναφορών, αξιών και προτύπων και προσανατολιζομένη -κατ’ αρχάς- στον στόχο της υπηρεσίας της κοινωνίας της χρείας, από τον πρωτογονισμό του αχαλίνωτου ατομοκεντρισμού των «αγορών».
Στην πραγματικότητα δε, οι κρίσεις πάντοτε μάς απευθύνουν μια κλήση, μάς «καλούν», ως αφορμές πρόσκτησης εσωτερικού «κάλους», σε μια καίρια οντολογική μετάβαση - μεταμόρφωση: καλούμαστε από απομονωμένα και ομφαλοσκοπούντα άτομα να καταστούμε «πρόσ-ωπα», στρέφοντα το βλέμμα μας «προς» τον άλλον, ανταποκρινόμενοι όχι απλώς στις απαιτήσεις μίας σχετικής ηθικολογίας αλλά στις προϋποθέσεις ψηλάφησης της όντως ελευθερίας και, συνεπώς, της αληθινής χαράς των σχέσεων κοινωνίας.
*Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Θεσσαλονίκη") είναι έργο του Θανάση Μπακογιώργου.