Η εμπιστοσύνη ως ιστοριογραφική μεταβλητή

1
1523

Υπάρχει στην ανθρώπινη ζωή μια λέξη-κλειδί που, ως κολλητική ουσία, αρμολογεί τους πάντες και τα πάντα. Είναι η εμπιστοσύνη. Είναι αυτός ο κόμβος, ο άξονας, η οικουμενική έννοια και πράξη που υποστυλώνει όλη τη δομή της καθημερινότητας αλλά και ολόκληρη τη διάρθρωση της ιστορίας. Δεν πρόκειται απλώς για μια συναισθηματική, αλλά για μια βαθιά οντολογική κατηγορία. Συγκροτεί μια εξαιρετική δύναμη της ψυχής, διότι έχει την ικανότητα να κάνει τον κόσμο οικείο, οικοδίαιτο, άξιο να εμπνεύσει τους ανθρώπους αλλά και να βιωθεί από αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια κρίσιμη, εντατική και βιοπάροχη μυθοπλασία φιλοξενίας και υποδοχής του Άλλου, ένα θεμελιώδες δηλαδή κίνητρο για τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών, οικογενειακών, φιλικών κλπ. δομών. Ο λόγος είναι ότι ο κόσμος και η ζωή μέσα σε αυτόν δεν είναι χώροι και χρόνοι βεβαιοτήτων (στατιστικών ή μη), αλλά χώροι, χρόνοι και, κυρίως, τρόποι αέναης διακινδύνευσης, την οποία η εμπιστοσύνη διατρέχει από άκρου εις άκρον.

     Αν λοιπόν, σύμφωνα με τον Ζακ Λε Γκοφ, η ιστορία «καθίσταται πάντοτε συν-εκτατική [co-extensive] προς τον άνθρωπο», με τη σειρά της η εμπιστοσύνη καθιδρύεται ως συν-εκτατική αλλά και συν-εντατική της διακινδύνευσης αυτού του ανθρώπου. Περνώντας όμως μέσα από τη διαρκή δραματικότητα της ζωής, η εμπιστοσύνη, κάποτε και προς καιρόν, κρυσταλλώνει την πορεία των ανθρώπων, επιτρέποντάς τους να κάνουν θαρρετά και σταθερά, με χρηστές ελπίδες, το επόμενο βήμα μέσα σε αυτήν, ανεξάρτητα από την τελική, θετική ή αρνητική, έκβαση του εγχειρήματός τους. Αυτό λοιπόν που για τους ανθρώπους, από ένα σημείο και μετά, εγκαθιδρύεται ως «αληθινό», δηλαδή άξιο λόγου να το ζήσει κανείς και να συνεχίσει την πορεία του πάνω και μέσα από αυτό, είναι ακριβώς αυτό που τελικά εμπιστεύονται. Η εμπιστοσύνη γίνεται έτσι το θεμέλιο της αλήθειας των πραγμάτων, προηγείται από αυτήν, την τρέφει, την καθορίζει και τελεσιδικεί δι’ αυτής. Δεν πρόκειται λοιπόν περί επιλογής αλλά περί μιας ουσιώδους και βαθιάς όρεξης εμπιστοσύνης, μιας πείνας και δίψας για εμπιστοσύνη, μιας εμπιστευτικής ακατανίκητης επιρρέπειας…

     Πρόκειται για ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου, που λειτουργεί ως μια καθολική ροπή προς το εμπιστεύεσθαι, ακριβέστερα αποτελεί μια γενική προϋπόθεση για την εκδίπλωση και χρησιμοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου προς αμοιβαίο όφελος των εκάστοτε συμβαλλομένων. Συνδέεται επίσης με την ίδια τη (σχετικώς πάντοτε) ελεύθερη βούληση του ανθρώπου ή, έστω, τη βούληση εκείνη που προσανατολίζεται προς τη συνέχιση και σταθεροποίηση της ζωής. Αποτελεί το πρώτιστο εκβλάστημα ενός ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει αλλά και στοχάζεται διαρκώς την ίδια του τη ζωή και τη διακινδύνευσή της μέσα από τη συνταρακτική αναγκαιότητα της επικοινωνίας, της συναλληλίας του με τους άλλους και το περιβάλλον του…

     Το Ιστορούμεν δι’ Εμπιστοσύνης: Η εμπιστοσύνη ως ιστοριογραφική μεταβλητή είναι αφιερωμένο στην εμπιστοσύνη, σε αυτήν όμως που συνέχει ειδικά τον χώρο της ιστορίας και της ιστοριογραφίας. Πρόκειται για ένα εγχείρημα ανασκαφής ενός ουσιαστικού θεμελίου τους. Θα προσπαθήσει συνεπώς να τις εντάξει  μέσα στο ευρύτατο συγκείμενο της έννοιας και της πράξης της εμπιστοσύνης, ως μιας πανανθρώπινης ιδιότητας και μιας υποχρεωτικής αναφοράς, αλλά και να αναζητήσει την κατάλληλη δίοδο για την εισαγωγή της εμπιστοσύνης σε αυτές τις γνωστικές περιοχές. Το βιβλίο αυτό πασχίζει να εγκαθιδρύσει ανάμεσά τους μια αμοιβαιότητα, ακριβέστερα, μια δυναμική συμ-μέλεια: η εμπιστοσύνη να επιμεληθεί την ιστορία/ιστοριογραφία και η ιστορία/ιστοριογραφία να υιοθετήσει ασμένως την επιμέλεια της εμπιστοσύνης.

     Διότι η εμπιστοσύνη ήδη μετέχει και συγκροτεί την ιστορία και την ιστοριογραφία, εφόσον οι τελευταίες αποτελούν μύηση, έρευνα και στοχασμό, συγκροτώντας μια εντατική και εκτατική «επιστήμη των ανθρώπων μέσα στον χρόνο». Λειτουργεί έτσι μέσα τους ως μια εξαιρετικά αινιγματική ιχνηλασία που αναζητεί επιμόνως την πάντοτε μυστηριώδη παρουσία ή αφουγκράζεται εταστικά την αινιγματική απουσία του ανθρώπινου προσώπου μέσα και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, χωρίς να εγκλείεται σε καμιά. Κι αυτό το ανθρώπινο πρόσωπο, του οποίου οι ιδέες, οι πράξεις, οι διαθέσεις και προθέσεις του παρελθόντος εμπλέκονται αξεδιάλυτα με εκείνες του παρόντος, ενώ αναπόφευκτα καθρεφτίζονται, με αδιαφάνεια και αβεβαιότητα, σε εκείνες του μέλλοντος, διυλίζει τα πάντα μέσα από την εμπιστοσύνη. Το παρελθόν λοιπόν αναδύεται μέσα στην ιστορική γραφή πάντοτε μαζί με το παρόν αλλά και το μέλλον, με τρόπους και ποσοστώσεις πολύ συχνά αόρατες ή δυσερμήνευτες.   

     Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ιστορία είναι οι τόποι, οι χρόνοι και οι τρόποι της παρουσίας των ανθρώπινων πράξεων μέσα στην χρονική ακολουθία, οι οποίοι ζυμωμένοι μαζί και εντατικά μεταπλάσσονται συνεχώς μέσα στους λόγους της εκάστοτε ιστορικής γραφής. Ο χρόνος και οι χρονικότητές του, το νόημα και η κατανόηση, η οντολογία των παρελθόντων και παρόντων προσώπων, το πάντοτε εναργές όραμα της ουτοπίας και οι εσχατολογικές του διαστάσεις, συνωθούνται, αλληλο-κατανέμονται και κάποτε συγκρούονται μέσα σε αυτό το όντως παράτολμο, ιδιάζον διακύβευμα της ιστοριογραφίας. Η μια χρονικότητα λοιπόν βλέπει και ορέγεται την άλλη, καθρεφτίζεται πάνω στην άλλη, επικοινωνεί με συχνά αδιόρατους τρόπους με αυτήν, και όλες μαζί διαπλάθονται και διαπλάθουν τη ζωή του κάθε ανθρώπου και της κάθε εποχής. Ο William Faulkner θα εκφράσει αυτήν την αλήθεια ποιητικά: «Το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν», ενώ ο Luc Huyse θα δώσει έναν ανάλογο τίτλο στο βιβλίο του: «Όλα πρέπει να περάσουν, εκτός από το παρελθόν».

     Η σημασία και η προοπτική της ζωής πάνω σε αυτόν τον πλανήτη είναι διάστικτη λοιπόν από την ενεργό συμμετοχή του παρελθόντος. Κάθε σκέψη όμως που θα το επεξεργαστεί απαιτείται να έχει ένα ιδιαίτερα εταστικό βλέμμα, στο οποίο θα καθρεφτίζονται, όχι μόνο οι αλγοριθμικές και ρασιοναλιστικές, αλλά όλες οι δυνάμεις καθώς και οι αδυναμίες του ανθρώπου που θα αναλάβει αυτό το έργο. Η ιστορία, εξάλλου, (θα έπρεπε να) είναι ένας από τους πλέον κλασικούς στίβους της βαθιάς ανθρώπινης περισυλλογής. Αλλά αυτή η σκέψη πρέπει πρωτίστως να αποβάλλει τη φαντασίωση της αποστασιοποίησης, της «θέας από το πουθενά», καταλαμβάνοντας δηλαδή «τη θέση ενός μακρινού, αμερόληπτου παρατηρητή και όχι τη θέση του ενεργού συμμέτοχου».

     Το Ιστορούμεν δι’ Εμπιστοσύνης όμως συν-ομολογεί επίσης ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (Γ. Σεφέρης). Ως άνθρωποι και ως συγγραφείς γεννιόμαστε λοιπόν μέσα σε μια παράδοση, η οποία προσδιορίζει λίγο ή πολύ την πορεία όλων μέσα στο χρόνο, ακόμη και αν θελήσουμε ή υποχρεωθούμε κάποτε να την αρνηθούμε. Όπως θα σημειώσει και ο R. Barthes,

     «ο άνθρωπος που θέλει να γράψει πρέπει να γνωρίζει ότι αρχίζει μια μακρά παράνομη συμβίωση με μια γλώσσα που είναι πάντοτε πρωθύστερη από αυτόν. Ο συγγραφέας δεν ‘αποσπά με τη βία’ τον λόγο από τη σιωπή, όπως μας είχε ειπωθεί από μια ευσεβή φιλολογική αγιογραφία, αλλά αντίθετα… αποσπά μια δευτερογενή γλώσσα από τη λάσπη των πρωτογενών γλωσσών που του προσφέρει ο κόσμος, η ιστορία, η ύπαρξή του, δηλαδή, με λίγα λόγια, μια κατανοητότητα που προηγείται από αυτόν, εφόσον έρχεται σε έναν κόσμο γεμάτο από γλώσσα και δεν πράξη στον κόσμο αυτόν, έχει όρια μέσα στα οποία ζει, αλλά όρια ευκίνητα, ευμετάβλητα, ευρισκόμενα υπό αίρεση, υπό διαρκή έκκληση, παρέκκλιση και μετασχηματισμό, θεμελιώνοντας μια ορθάνοιχτη διαδικασία και λειτουργία έρευνας και στοχασμού. Είναι όρια πληθυντικά και πρωτεϊκά που ορίζουν, περιορίζουν, προσδιορίζουν, αλλά και αναπροσδιορίζουν συνεχώς την ύπαρξή τους και την αποστολή τους».   

     Αυτή η γνώση επιτείνεται μάλιστα από το γεγονός ότι εκφέρεται αλλά και κατανοείται πάντοτε μέσω της γλώσσας, δηλαδή κινείται, υποκινείται και δια-κινείται μέσα στον ορίζοντα του πλέον ευέλικτου (εύφλεκτου αλλά και υπερ-ευάλωτου) εγκόσμιου οργάνου που είναι ο λόγος. Ο λόγος αυτός διηνεκώς μεταφράζει και τροποποιεί τα δεδομένα αλλά και τα ενδεχόμενα αυτού του κόσμου. Σταματά όμως κάποτε πάνω σε «φράσεις που οριοθετούν μια περιοχή προς ισόβια εξερεύνηση και εξέταση», ανοίγοντας πλούσια κοιτάσματα νοήματος, νοήματος που συγκροτείται ακριβώς ως εύλογος, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ως έλλογος λόγος. Είναι όμως πάντοτε δυνατό να προσκρούσει ακόμη και στα τείχη μιας μη-μεταφρασιμότητας, εφόσον είναι συχνή και πάντοτε εφικτή η αδυνατότητα να συλληφθεί και να κατανοηθεί το νόημά του. Τότε ο συγγραφέας αρκείται απλώς στο να «γρατζουνάει αυτά τα τείχη».

     Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίο να κρατήσουμε την υπόμνηση του Steiner ότι «αξιόλογες ερμηνείες… είναι όλες όσες καθιστούν ορατά τα όριά τους, τις ήττες τους. Αυτή η ορατότητα, με τη σειρά της, βοηθά να γίνει φανερό το πόσο ανεξάντλητο είναι το αντικείμενο».

     Κατά ένα οξύμωρο ίσως σχήμα, ο λόγος αυτός αποτελεί ακριβώς και την αεικίνητη σταθερά της ιστοριογραφίας, τη σταθερή προϋπόθεση της αεικινησίας της. Είναι αυτή μάλιστα που συντρέχει και την έξοχη μεθοριακότητά της ανάμεσα στις άλλες επιστήμες. Διότι, εκκινώντας με τους ιστορικούς των Annales, καθιέρωσε τον αλληλο-δανεισμό, τις αλληλεγγυότητες και τις μεταπλάσεις όλων των στοιχείων, των όρων, των προταγμάτων και των αφηγήσεων. Εξέφρασε έτσι και θέσπισε «μια συμπεριφορά μεταιχμίου», αποτυπώνοντας «μια κανονιστική της σχοινοβασίας». Με τη μεθοριακή αυτή διαγωγή η Νέα Ιστορία που ξεπήδησε από τα Annales έφερε στο φως ιστορίες-σφουγγάρια (Sponge-Histories), που απορροφούσαν κάθε  παραμελημένη, περιθωριακή εξιστόρηση για να την εντάξουν όμως στη συνέχεια στους νέους ηγεμονικούς λόγους μιας πολυ-ίστορος ολο-ιστορίας .

     Πέρα λοιπόν από μερικές θεμελιώδεις προϋποθέσεις κάθε ιστοριογραφικής διερεύνησης, τις οποίες θα εξετάσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο, ολόκληρη η υπόλοιπη διαδικασία είναι (ή μπορεί να φανερωθεί) ως μετέωρη. Αυτό ίσως εκληφθεί ως αρνητικό στοιχείο ή ακόμη και ως σκάνδαλο. Αντίθετα όμως, θεωρούμε ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια λειτουργία έκτακτα θετική. Διότι ακριβώς κινείται στην προοπτική μιας εξαιρετικής γονιμότητας, προσφέροντας διαρκώς ένα λιπαρό, εύκαρπο έδαφος για διάλογο, για μια δημιουργική συνομιλία με τους ανθρώπους, τις εποχές τους, τις πράξεις τους, τους φόβους και τους πόθους τους, μια δυναμική ερωταπόκριση με το συνειδητό αλλά και το ασυνείδητό τους. Αφήνει έτσι επαρκή «χώρο για να πετάξει το πουλί», κατά την ιαπωνική ποιητική έκφραση που χρησιμοποιεί ο Robert A. Rosenstone, ανοίγοντας την ιστορία/ιστοριογραφία στον ευρύτατο μυθοπλαστικό της ορίζοντα.

     Πρόκειται για ένα διάλογο κατ’ εξοχήν εμπιστευτικό, που αποτελεί και το απόλυτο σημείο αναφοράς, το αρχιμήδειο σημείο της ακατάπαυστης περιπέτειας του ανθρώπου να αρθρώσει το λόγο, το νόημα και την αλήθεια της δικής του ύπαρξης, των συνανθρώπων του και του κόσμου τους.

     Στο πρώτο λοιπόν κεφάλαιο του βιβλίου, Η Εμπιστοσύνη ως διαχρονική, παγκόσμια και πανανθρώπινη σταθερά, θα προσφέρουμε κάποιες μόνο νύξεις για την εξαιρετική σημασία που φαίνεται πλέον να διαδραματίζει η εμπιστοσύνη στο σύγχρονο διεπιστημονικό πεδίο ερευνών, στο πλαίσιο των οποίων θα κινηθεί και το δικό μας εγχείρημα.

     Στο δεύτερο κεφάλαιο, Μερικοί θεμελιώδεις όροι και όρια της ιστοριογραφικής διερεύνησης, θα διατυπώσουμε κάποιες από τις βασικές προϋποθέσεις κάθε ιστοριογραφικής διερεύνησης, αρχές που κατέχουν μια θεμελιώδη λειτουργία μέσα της και τις εκλαμβάνουμε επίσης ως όρια, μέσα στα οποία στη συνέχεια θα αναζητήσουμε την ίδια την πράξη της εμπιστοσύνης. Αυτές είναι: α) Το παρελθόν είναι πραγματικό, αλλά αμετάκλητα ανεπίσκεπτο, β) Η ιστορία/ιστοριογραφία προοικονομείται από μια «πιθανή ιστορία», γ) Η ιστοριογραφία είναι υπόθεση της γλώσσας, δ) Η ιστοριογραφία συνθέτει και σκηνοθετεί, ε) Η ιστοριογραφία δεσμεύεται στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής συντεχνίας και στ) Ο φιλοπόλεμος χαρακτήρας της ιστοριογραφίας.

     Στο τρίτο κεφάλαιο, Εμπιστοσύνη: Μια κρίσιμη ιστοριογραφική μεταβλητή, θα επιχειρήσουμε τη διάκριση και την ανάλυση τεσσάρων διαστάσεων της ιδιάζουσας αυτής σύναψης ανάμεσα στην ιστορία/ιστοριογραφία και την εμπιστοσύνη. Πρόκειται α) για την εμπιστοσύνη του ιστορικού στον εαυτό του, β) την εμπιστοσύνη του ιστορικού στις πηγές του, γ) την εμπιστοσύνη του ιστορικού στο κείμενό του και δ) την εμπιστοσύνη των αναγνωστών στον ιστορικό.

     Στο τέταρτο κεφάλαιο, Το πρόβλημα των «ιστορικών κανόνων»: Ο εμπειριστική προσκόλληση στη μεθοδολογία, θα εξεταστεί το επίσης επίμαχο ζήτημα της ιστοριογραφικής μεθοδολογίας και η συχνή, αμυντική προσκόλληση σε αυτήν των ιστορικών αλλά και των αναγνωστών της ιστορίας. Θα προβληματιστούμε επιπλέον πάνω στην άρνηση να συμπεριληφθεί η έννοια και η πράξη της εμπι-στοσύνης στην ιστορική/ιστοριογραφική εμπειρία.   

     Στο πέμπτο κεφάλαιο, Η εμπιστοσύνη ανάμεσα στην «αλήθεια» και την «επίφαση» της ιστορικής πραγματικότητας, θα εξετάσουμε τον σύνδεσμο που επιτελεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στην αλήθεια, την πραγματικότητα ή την ευλογοφάνεια των μαρτυριών του παρελθόντος και της πλασματικότητας που κάθε φορά ελλοχεύει μέσα σε αυτά. Επίσης, θα διερευνήσουμε τα δικαιώματα του συν-δυασμού της εμπιστοσύνης και της ισχύος στο πεδίο της ιστοριογραφίας.

     Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο, Ιστορία και μυστήριο: Διό Μυθ-Ιστορούμεν δι’ εμπιστοσύνης, θα καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις πάνω στη μυστηριώδη υφή της ιστορίας και τη δυνατότητα πρόσληψης αυτού του μυστηρίου από την ιστοριογραφία.

     Εν κατακλείδι, όταν αναλογιστεί κανείς βαθύτερα την ιστορική έρευνα και γραφή αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί

     «μια γιγαντιαία και πραγματικά πολυμερή επιχείρηση, στην οποία συμμετέχουν με ετεροβαρείς πάντοτε όρους, όχι απλώς οι γνώσεις, αλλά η πολυμάθεια, το ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, η ατέλειωτη ποικιλομορφία των επιρροών, η προσωπικότητα και η προσωπική ικανότητα ή ανικανότητα του ιστορικού, τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντα της συντεχνίας του, οι επαγγελματικές απαιτήσεις, η φορτικότητα του χρόνου, το τυχαίο, οι εμμονές, το άχθος του παρελθόντος, η σκόπευση του μέλλοντος, η βαρυθυμία του παρόντος, η αέναη ποιητικότητα του υπάρχοντος… Όλα αυτά, κι ακόμη περισσότερα αλλά εισέτι αδιάγνωστα, συναιρούνται, άλλοτε ευφρόσυνα και άλλοτε βασανιστικά, μέσα στο ιστοριογραφικό έργο και ο περιορισμός της ιστορίας στην ιδέα απλώς μιας κριτικής επεξεργασίας των ιστορικών πηγών, και επιπλέον η εξάρτηση μιας επιστημονικής ‘αλήθειας’ από αυτήν, αποτελεί μάλλον μια μερικευτική φαντασίωση».

 

Ο Αντώνης Σμυρναίος είναι καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας, Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης και Διδακτικής της Ιστορίας στο ΠΤΔΕ του Παν. Θεσσαλίας.

Από τον Πρόλογο του πρόσφατου βιβλίου του: Ιστορούμεν δι’ εμπιστοσύνης: Η εμπιστοσύνη ως ιστοριογραφική μεταβλητή (Αρμός, 2023), σσ. 13-28.

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ