Κυριάκος Κατσίμανης*
1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα
Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:
- Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, το 15. αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
- Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1].
Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές– εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:
- Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
- Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.
Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης– της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Η ριζική διαφωνία μου με τις παραπάνω θέσεις έγκειται στην επιμονή των εκπροσώπων τους (ή, καλύτερα, στον ένθεο ζήλο και στο «ιερό» πάθος τους) να ταυτίσουν στην προκειμένη περίπτωση την έννοια της μεταβολής με την έννοια της οριστικής ρήξης, με σκοπό να αποδείξουν πως η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα. [2]. Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του ιστορικού χρόνου συνεπάγεται μεταβολές αλλά όχι πάντοτε και υποχρεωτικά ριζικές τομές. Ειδικότερα, πιστεύω πως η κάθε αλλαγή στην Ελληνική Ιστορία –και αυτό ισχύει και για τη Βυζαντινή περίοδο– εμπεριέχει και ενσωματώνει το παλιό συνθέτοντάς το με το καινούργιο σε μια σειρά διαδοχικών πραγματοποιήσεων, στις οποίες οι έννοιες της μεταβολής και της συνακόλουθης διαφοράς δεν είναι ασυμβίβαστες με την έννοια της συνέχειας. Χωρίς αμφιβολία, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Βυζαντινών Ελλήνων, καθώς και η προβληματική συμβίωση του ελληνικού με το χριστιανικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθούν. Πιστεύω, όμως, πως η εξέλιξη του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες και από εκεί και πέρα ως το 19. αιώνα ήταν αδιάσπαστη και, άρα, το να μιλάμε για διαφορετικές φάσεις του ίδιου λαού, όπως έδειξε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος[3], αποτελεί τεκμηριωμένη επιστημονική αλήθεια.
Ειδικότερα, τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και, επομένως, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διακοπεί, τους θεωρώ επιστημονικώς αθεμελίωτους και ανυπόστατους για τους ακόλουθους λόγους:
1. Στην Ανατολική Αυτοκρατορία το κρατικά κυρίαρχο ρωμαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε μεγάλη μειοψηφία, ενώ το στοιχείο που δημογραφικά/εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με αυτό ήταν το ελληνικό. Όσο για τις ζώνες πολιτιστικής επιρροής, μόνο βορείως της ιδεατής «Γραμμής Jirecek» (από το όνομα του Τσέχου ιστορικού Konstantin Jirecek), η οποία εκτείνεται από την πόλη Laçi της σημερινής Αλβανίας και περνώντας από τη Σόφια καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο, έχουμε έντονη ρωμαϊκή παρουσία. Αντίθετα, νοτίως της γραμμής αυτής ο ελληνισμός επικρατεί από τον 4. κιόλας αιώνα. Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση, η οποία, όμως, όφειλε πολλά στα ελληνικά δάνεια, καθώς οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν υποστεί μεγάλη επίδραση από τις ελληνιστικές μοναρχίες, στη βάση των οποίων υπήρχαν θεσμοί ελληνικοί[4]. Πέρα τούτου, η ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7. κιόλας αιώνα να καταρρέει (εξαιτίας της de facto «εθνολογικής κάθαρσης» λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε προαιώνια ελληνικά εδάφη) και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει[5]. Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα αυτό ήτο ανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου[6]. (…) Το Ανατολικόν κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν, αποτελούσε δε συνέχειαν, αν και όχι εντελώς αγνήν, της ελληνικής παραδόσεως (…). Tο κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν»[7].
2. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7. κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε με βαριά καρδιά ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους (534 μ.Χ.)[8]. Τοποθετημένη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνει και αφομοιώνει ετερόκλιτους τυχοδιώκτες από Δύση και Ανατολή, για να τους μεταμορφώσει μέσα σε λίγο χρόνο σε Έλληνες και να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα βάρβαρα ιδιώματά τους, γράφει ο Α. Rambaud, ώστε να μιλήσουν την καλλιεργημένη και εξελιγμένη γλώσσα της Βασιλεύουσας[9]. Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», σύμφωνα με τον Wittgenstein[10]. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη[11], δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν κατακτήσει μόνο τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Όσο για τη λατινική, αυτή μετά τους πρώτους αιώνες είχε τελείως εξαφανιστεί και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν κάποιες στερεότυπες φράσεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες και ακατάληπτες από τους πάντας, αλλά εκφωνούμενες κατά την άφιξη των επισήμων στην εκκλησία για λόγους παράδοσης. Για παράδειγμα, «Κρίστους. Δέους. Νοστερ. κουμ. σερβετ. ιμπεριουμ. βεστρουμ. περ. μουλτοσαννος. ετ. βόνος» (=Christus Deus noster conservet imperium vestrum per multos annos et bonos) (Περί Βασιλείου Τάξεως, 10. αιώνας μ.Χ.).[12] — Όσο αυτό το λατινο-greeklish είναι «ζωντανά» λατινικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με αρκετή, βέβαια, δόση υπερβολής, άλλο τόσο ο όρος «Ρωμαίοι» αποδίδει αυθεντικά τους Βυζαντινούς Έλληνες!
3. Και το πιο σημαντικό: όπως γράφει ο Διον Ζακυθηνός, «Τα ονόματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και του Ευκλείδου ήσαν γνώριμα εις ευρυτάτας μάζας του πληθυσμού του (Βυζαντίου ), η παιδεία του ήτο αποκλειστικώς ελληνική, όλαι δε αι πνευματικαί του εκδηλώσεις, ταπειναί ή γενναιότεραι, υπεβλήθησαν μονομερώς είς την πειθαρχίαν των Ελλήνων»[13]. Κατά τους Ν. H. Baynes-H.St.L.B. Moss «Η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων»[14]. Με αυτά τα δεδομένα, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι τάσεις «μιας γενικευμένης ‘επιστροφής’ στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετα τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη ‘Παλαιολόγεια Αναγέννηση’ στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα»[15]. — Στα παραπάνω δεδομένα θα μπορούσε να προστεθεί η μαρτυρία του Δημητρίου Κυδώνη και του Νικόλαου Καβάσιλα, σύμφωνα με την οποία η Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14. αιώνα, φιλοδοξούσε να μιμηθεί την Αρχαία Αθήνα και αναδεικνυόταν κέντρο ελληνικών σπουδών, οι οποίες κατακτούσαν ευρύτατα στρώματα του λαού[16].
Με την ευκαιρία, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αβασάνιστη απόρριψη των αναρίθμητων αναφορών στον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, στην οποία προβαίνουν οι ρωμαιολάτρες και οι λοιποί ελληνομηδενιστές, με την αιτιολογία ότι αυτές εντοπίζονται τάχα σε λόγια κείμενα. Οι λόγιοι, όμως, δε ζουν και δε δραστηριοποιούντα ερήμην του λαού. Ανήκουν σε αυτόν, προέρχονται από αυτόν και επηρεάζονται από αυτόν. Και επειδή οι διανοητικές «κεραίες» τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και η παιδεία τους ευρύτερη και πιο βαθιά, επιστρέφουν στο λαό και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονται δικαιωματικά οι πνευματικοί ηγέτες του και καθοδηγητές του. Έχοντας αποκτήσει μάλιστα, χάρη στις ενοράσεις και την ακονισμένη κρίση τους, οξεία συνείδηση καταστάσεων, τολμούν κάποτε, αψηφώντας τους κινδύνους, να βροντοφωνάξουν τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Όπως έκανε ο Ψελλός, όταν απάντησε στις επικρίσεις του παλιού φίλου του Ιωάννη Ξιφιλίνου, που καταμαρτυρούσε στον Ψελλό υπερβολική προσήλωση στον Πλάτωνα και ανεπίτρεπτη ελευθερία σκέψης. Στην απάντησή του, λοιπόν, αυτή, στην οποία υπολανθάνει ένα δύσκολα συγκαλυπτόμενο πνεύμα εξέγερσης, ο Ψελλός θα διαδηλώσει την προσήλωσή του στον Αθηναίο φιλόσοφο («Εμός ο Πλάτων, αγιώτατε και σοφώτατε, εμός, ω γη και ήλιε»)[17] και θα υπεραμυνθεί της λογικής σκέψης ως πολύτιμου οργάνου για την αναζήτηση και εύρεση της αλήθειας («το γαρ συλλογίζεσθαι, αδελφέ, ούτε δόγμα εστί της Εκκλησίας αλλότριον ούτε θέσις τις των κατά φιλοσοφίαν παράδοξος, αλλ’ ή μόνον όργανον αληθείας και ζητουμένου πράγματος εύρεσις»)[18]. Είναι κάτι σαν ένα πρώιμο μανιφέστο ελληνικότητας, που σε μια περισσότερο απερίφραστη μορφή του θα το βρούμε στο «Εσμέν γαρ ουν (…) Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»[19] του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, μερικούς αιώνες αργότερα.
Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο κάτι το φυσιολογικό και το αποδεκτό και την ίδια στιγμή να «βυζαντινολογούμε» για το αν και κατά πόσο ο όρος «Έλληνας» ήταν σε χρήση στους βυζαντινούς ή τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και για το αν ο όρος αυτός είχε στη γλώσσα του λαού εθνολογική υποδήλωση ή παρέπεμπε απλώς σε όντα με υπερφυσικές δυνάμεις και εξαιρετική γενναιότητα. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αντιπαρερχόμαστε τη «συνειδησιακή εθνοκάθαρση», στην οποία είχε υποβληθεί ο ελληνισμός επί σειρά αιώνων προκειμένου να ενστερνιστεί την καθεστωτική «ρωμαϊκότητα», και την ίδια στιγμή όχι μόνο να υπεραμυνόμαστε αυτής της «ρωμαϊκότητας» θεωρώντας την κάτι το λογικό, το αυτονόητο και το ιστορικά «καθαγιασμένο», όχι μόνο να αποσιωπούμε το ότι η εν λόγω ρωμαϊκότητα συγκάλυπτε απλώς την πανταχού παρούσα βυζαντινή ελληνικότητα, αλλά και με ένα μορφασμό βαθιάς περιφρόνησης να απορρίπτουμε ως «λόγιες» τις πάμπολλες μαρτυρίες, όπου διατρανώνεται η παρουσία και η συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Λες και είναι πρωτόγνωρο να φωτίζεται ένας λαός από τους πνευματικούς ηγέτες του, οι οποίοι οραματίζονται και επισπεύδουν τις εξελίξεις μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατολή των καινούργιων ιδεών. Λες και οι εθνικές συνειδήσεις προκύπτουν δια παρθενογενέσεως και δεν απορρέουν από το υπόγειο ρεύμα πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, το οποίο παρακολουθεί ένα λαό στις διαδοχικές φάσεις της ιστορικής διαδρομής του!
2. «Ένα πουκάμισο αδειανό»
Αν, λοιπόν, μετά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ, ενώ το ρωμαϊκό ήταν από ανύπαρκτο έως αμελητέο, αν η γλώσσα και η παιδεία αυτών των «χριστιανών Αλεξανδρινών» του Βυζαντίου ήταν, όπως είπαμε, αμιγώς ελληνικές, αν τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν επίσης ακραιφνώς ελληνικά, αν ο πολιτισμός που τους διαπερνούσε είχε ως σταθερή βάση αναφοράς του την κλασική Ελλάδα και, επιπλέον: αν οι άνθρωποι αυτοί στην πολύ μεγάλη αν όχι και τη συντριπτική πλειονότητά τους (από την οποία πρέπει να εξαιρέσουμε ασφαλώς τους αυλικούς αγορητές και τους καθεστωτικούς «υμνωδούς»[20]) δεν ήξεραν ούτε μια λέξη λατινική, δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα στίχο από Λατίνο συγγραφέα και –πιθανότατα– δεν είχαν ακούσει το παραμικρό για Καρχηδονιακούς Πολέμους ή για κοινωνικούς αγώνες στη Ρώμη, τότε ποια ήταν επί τέλους εκείνα τα γνωρίσματα που τους έκαναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»; Η ζωηρή ή η θολή ανάμνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (τη «Νέα Ρώμη») εκ μέρους του Μ. Κωνσταντίνου, το 330 μ.Χ., θα μπορούσε άραγε να αποτελέσει «αποχρώσα αιτία» ικανή να δημιουργήσει τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας»;[21]
Πριν δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επιβάλλονται κάποιες διευκρινίσεις: ουδείς ασφαλώς θα διενοείτο να αμφισβητήσει το αυτονόητο και το πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η χριστιανική ρωμαϊκή ιδέα είχε κατακτήσει ευρύτατα πλήθη αποτελώντας ένα είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί Έλληνες να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι». Στη συνείδηση των υπηκόων/πιστών της Αυτοκρατορίας η ιδέα αυτή αποτελούσε μια μεγαλειώδη σύνθεση της ρωμαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης εξ Αποκαλύψεως αλήθειας σχετικά με τον αληθινό Θεό – μια σύνθεση προορισμένη να παγιώσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ηθική αναγέννησή τους. Ωστόσο, εκείνο που υποστηρίζεται εδώ είναι το εξής: με αφετηρία την παραπάνω παραδοχή, δε «νομιμοποιείται» κανείς ιστορικά να συναγάγει ότι η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και ότι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διασπαστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών μπορεί να ανταποκρινόταν αρχικά στα ιστορικά δεδομένα της εποχής και στη συνέχεια να διατηρήθηκε ακόμη και μετά την Άλωση, ωστόσο, μετά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, είχε καταντήσει ένας απλός τύπος, ένας λόγος κενός. Οπότε «Ρωμαίος», στην πραγματικότητα, σήμαινε «Έλληνας»[22].
Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα: ο προσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων» τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία: είτε ότι οι Έλληνες ως έθνος ταυτίζονταν με τους Ρωμαίους είτε ότι ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε απλώς υπηκοότητα και όχι εθνικότητα είτε, τέλος, ότι ο όρος «Ρωμαίοι» εχρησιμοποιείτο απλώς αντί του όρου «Έλληνες». Αν ίσχυε το πρώτο, τότε έχουμε παραβίαση της λογικής αρχής της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της ή με το σύνολο των γνωρισμάτων της. Να σημειωθεί πως οι Έλληνες είχαν «ενιαία ιστορική παράδοση» και «συνολική πολιτισμική συνείδηση» όταν υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους[23] και ότι οι Ρωμαίοι έδωσαν, βέβαια, το 212 μ.Χ. στους Έλληνες τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την προσωνυμία «Ρωμαίοι» για λόγους φορολογικούς και στρατολογικούς, σεβάστηκαν, όμως, την ελληνική τους συνείδηση που ήταν αλληλένδετη με το εθνικό τους όνομα και δεν επιχείρησαν να την αλλοιώσουν. Άλλωστε, η άρση των διωγμών κατά χριστιανών και, πολύ περισσότερο, η αρνητική νοηματική φόρτιση των λέξεων «Έλλην» / «ελληνισμός» λόγω της ταύτισής τους με την ειδωλολατρία θα συντελεσθούν αργότερα. Αν, πάλι, ίσχυε το δεύτερο, δηλαδή αν ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε υπηκοότητα και όχι εθνικότητα και, άρα, οι Έλληνες δεν ταυτίζονταν ως έθνος με τους Ρωμαίους, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή: από κάποια χρονική περίοδο και μετά, λόγω του ουσιαστικού εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, ο ήδη καθιερωμένος όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ως ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς «Έλληνες» χωρίς όμως να προφέρει την κακόσημη λέξη. Οπότε η «ρωμαϊκότητα» των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των συνθηκών της προέλευσής της, κατέληξε να είναι στ’ αλήθεια μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη. Όχι γιατί έλειπαν οι τυπικοί όροι της γνησιότητας (αυτοί υπήρχαν και με το παραπάνω), αλλά γιατί, λόγω της ριζικής αλλαγής των δεδομένων και συγκεκριμένα της de facto μετατροπής του κράτους σε ελληνικό μετά τους πρώτους αιώνες, οι ουσιαστικοί όροι της γνησιότητας ήταν πλέον ανύπαρκτοι.
Επομένως, αν, παρ’ όλα αυτά, οι Βυζαντινοί επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι, πρέπει να θεωρήσουμε την επιμονή αυτή προϊόν της συστηματικής καθοδήγησης και «κατήχησης» –αν όχι και «πλύσης εγκεφάλου»– στις οποίες το Κράτος και η Εκκλησία είχαν υποβάλει επί αιώνες τους υπηκόους/πιστούς για κάποιους από τους παρακάτω λόγους ή και για όλους μαζί:
1. Απέχθεια προς τον αρνητικά φορτισμένο όρο «Έλληνας». — Σημειωτέον ότι το φόβητρο της «ειδωλολατρίας» δεν έπαψε ποτέ να κατατρύχει τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ακόμη και το 18. αιώνα θα βρούμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία σαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό να διδάσκει τον απλό λαό: «Δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο και που το χαρακτηρίσαμε παραπάνω «συνειδησιακή εθνοκάθαρση» του ελληνισμού είναι στ’ αλήθεια κάτι το πρωτοφανές. Οι Βυζαντινοί (και ήδη χριστιανοί) Έλληνες να είναι από κάθε άποψη Έλληνες, αλλά να υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι», επειδή το αληθινό τους όνομα είχε διασυρθεί σημασιολογικά, με αποτέλεσμα να δηλώνει το μη χριστιανό και συγκεκριμένα τον «ειδωλολάτρη»[24]. Για την ιστορία μάλιστα προσθέτω ότι στην Αρχαία Ελλάδα ποτέ δε λατρεύτηκαν είδωλα. Οι Έλληνες υπήρξαν ασφαλώς παγανιστές πριν εκχριστιανισθούν, δεν υπήρξαν, όμως, ποτέ ειδωλολάτρες[25] -– τουλάχιστον περισσότερο ειδωλολάτρες από τους εικονολάτρες χριστιανούς και κατά τα άλλα, βέβαια, διώκτες των «ειδώλων» !…
2. Εξυπηρέτηση εξωτερικών σχέσεων και διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο και, παράλληλα, σκληρές αντιπαραθέσεις με τον παπισμό με αφετηρία τη δογματική διελκυστίνδα και τα υποκρυπτόμενα σ’ αυτήν κρατικά συμφέροντα. — Πραγματικά, πίσω από την εμμονή στη «ρωμαϊκότητα» υπήρχαν θρησκευτικές σκοπιμότητες και κρατικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μεταξύ τους και υποστηρίζονταν αμοιβαία. Σημείο, μάλιστα, σύγκλισής τους ήταν ο αδιάλλακτος αποκλεισμός του ονόματος «Έλλην» ως όρου που θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον όρο «Ρωμαίος». Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος διηγείται ότι κατά την πρεσβεία του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) του είχε μεταφέρει μια επιστολή του πάπα, στην οποία ο Νικηφόρος ονομαζόταν «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» και ο Όθων ο Α’ «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στο Βυζάντιο κάτι σαν νευρική κρίση. Οι «Γραικοί», γράφει ο Λιουτπράνδος, καταριόνταν τη θάλασσα, που, αντί να βυθίσει το πλοίο του πάπα, το άφησε να φτάσει σώο στην Κωνσταντινούπολη και να μεταφέρει τόση ανοσιότητα![26]. Πανικός, λοιπόν, στο Κράτος και στην Εκκλησία, επειδή, μεταξύ άλλων, οι Έλληνες ονομάστηκαν με το αληθινό τους όνομα και όχι «Ρωμαίοι» από τον πάπα, ο οποίος, ακόμη και αν εξυπηρετούσε σκοπιμότητες (και πιθανότατα εξυπηρετούσε), στήριξε αυτή την ονομασία σε ακλόνητη ιστορική βάση[27]. Σε επίσης ακλόνητη ιστορική βάση στηριζόταν και το περιεχόμενο της επιστολής του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Β΄ στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α΄, έναν αιώνα νωρίτερα (το 871 μ.Χ.). Εκεί τονιζόταν ότι πραγματικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι όποιος κατέχει την παλαιά Ρώμη. Και ότι οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως αυτοκράτορες της Ρώμης όχι μόνο γιατί ήταν κακόδοξοι, αλλά και γιατί: α) Εγκατέλειψαν την παλαιά Ρώμη. β) Αντικατέστησαν τη λατινική γλώσσα με κάποια άλλη (την ελληνική.). Και γ) Απεμπόλησαν τη ρωμαϊκή εθνικότητα και απέκτησαν μια εθνικότητα τελείως διαφορετική (την ελληνική)[28].
3. Ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ορθόδοξης χριστιανικής επιρροής μέσα από την προβολή μιας «ξεθυμασμένης», έστω, ρωμαϊκής οικουμενικότητας. Και, αντιστρόφως, αγώνας για διάσωση και ενίσχυση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της πνευματικής ακτινοβολίας της Εκκλησίας.– Για τους Βυζαντινούς Έλληνες η αποκλειστική και καθολικώς αναγνωριζόμενη επίγεια βασιλεία είναι η εκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –- γι’ αυτό και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Ρωσίας, το 1393, θα τονίσει το εξής: οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός ηγεμόνας εκτός από το Βυζαντινό αυτοκράτορα αποδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του βασιλέα, ουσιαστικά προβαίνει σε ενέργεια βίαιη, παράνομη και αντίθετη προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων[29]. Σε τελευταία ανάλυση, η περιφρούρηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας αποτέλεσε υπέρτατη κρατική προτεραιότητα, αφού μέσω αυτής είχαν επί αιώνες αναχαιτιστεί και τεθεί υπό έλεγχο φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας λόγω ιδεολογικών, εθνικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. «Το γένος των Ρωμαίων ήταν μια αναλυτική κατηγορία που έχανε τη λειτουργικότητά της. Έμοιαζε με ψεύτικη ταυτότητα, ήταν μια δυσεξήγητη ονομασία. (…) Η πολιτική σκοπιμότητα της ψεύτικης καταγωγής μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, όμως η προσωνυμία Ρωμαίοι διατηρήθηκε όσο και το Βυζαντινό Κράτος, χάρη στην ιδεολογία της οικουμένης»[30].
4. Αυτόβουλη και ολόψυχη ταύτιση του χριστιανισμού με την ανάμνηση του ρωμαϊκού imperium, χάρη στο οποίο η Εκκλησία, από θύμα διωγμών που ήταν αρχικά, είχε τελικά μετατραπεί σε διώκτη... — Μακρύς και θλιβερός είναι ο κατάλογος των διωγμών που ασκήθηκαν από τη συντονισμένη δράση της Εκκλησίας και του κράτους εναντίον των υπολειμμάτων της αρχαίας θρησκείας. Από την εποχή του Θεοδοσιανού Κώδικα, τον 4. αιώνα, ως και τον 6. αιώνα τα στίφη των φανατισμένων πιστών, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των μηχανισμών της εξουσίας, θα προβούν σε καταστροφές μνημείων και έργων τέχνης, ακόμη και σε θανατώσεις αντιφρονούντων[31], ενώ το ελληνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως ή και σε πείσμα των τιμών που απολάμβανε στο χώρο της παιδείας –και παρά τη συμβολή του χριστιανισμού στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας[32]– θα αποτελέσει θύμα των παλινωδιών της εκκλησιαστικής αδιαλλαξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «αναθέματα» κατά της Ελληνικής Φιλοσοφίας που διαβάζονταν παλαιότερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιέχονται στο «Συνοδικό» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.). Ενδεικτικά παραθέτω ένα από αυτά: «Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι (…) Ανάθεμα». Και, τέλος,
5. Αδιάλλακτη προσκόλληση, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παράδοσης, σε ένα κενό περιεχομένου ρωμαϊκό γόητρο, στενά συνδεδεμένο με το στοιχείο της μεγαλομανίας και της ματαιοδοξίας, που είχαν αμετακίνητα εδραιωθεί στον εσώτατο ψυχισμό του διοικητικού και τού εκκλησιαστικού κατεστημένου. — Εύγλωττα είναι όσα παρατηρούσε ο Κ. Κούμας για τους κληρονόμους και τους διαπρύσιους ζηλωτές της αντίληψης αυτής Φαναριώτες: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας»[33]. Γι’ αυτό και ο Φαναριώτης Καταρτζής θα διεξαγάγει αγώνα εναντίον του ονόματος «Έλλην», χαρακτηρίζοντας τη ροπή προς την «ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που το’ χουν τιμή τους να επιγράφουνται κ’ Έλληνες, (…) ανάξιο πράγμα σ’ έναν Ρωμηό χριστιανό»[34].
Επομένως, η δήθεν ρωμαϊκή συνείδηση ήταν στην πραγματικότητα μια συνείδηση ελληνική με ρωμαϊκό όνομα — μια ελληνική συνείδηση που σιγόκαιγε και που, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, έλαμψε με εκθαμβωτικό φως[35]. Το «Γένος Ρωμαίων» ήταν ένα γένος χωρίς Ρωμαίους, το οποίο είχε συγκροτηθεί… από Έλληνες! Ας το επαναλάβουμε: ο όρος «Ρωμαίος» μόνο κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, από κάποια χρονική περίοδο και μετά ο αυτοπροσδιορισμός ενός Βυζαντινού ως «Ρωμαίου» ήταν ένας τρόπος για να δηλώσει όχι τι είναι αλλά τι ΔΕΝ είναι, δεδομένου ότι η λέξη αυτή παρέπεμπε νοηματικά στη λέξη «Έλληνας» και ήταν ταυτόσημη με αυτήν. Τα γνωρίσματα της έννοιας του «Ρωμαίου» ήταν δάνεια που προέρχονταν από την ανάλυση της έννοιας του «Έλληνα» και αυτήν ακριβώς την έννοια του Έλληνα προσδιόριζαν κατά τρόπο καίριο και ολοσχερή. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί πως η «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών ήταν απλώς μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη, «ένα πουκάμισο αδειανό».– «Ο όρος Ρωμαίος (…) δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής (…).Υπάρχουν (…) επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον “ ελληνόφωνοι Ρωμαίοι” (…). Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος “ Ρωμαίος” και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»[36].
3. Παραδείγματα και μαρτυρίες
Πρέπει να σημειωθεί πως οι φράσεις «ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα», «ένα πουκάμισο αδειανό» ή «ένας άλλος τρόπος για να πεις ή να μην πεις Έλληνας/Ελληνισμός», τις οποίες χρησιμοποιώ εδώ, δεν είναι σχήματα λόγου, αλλά ανταποκρίνονται κατά τη γνώμη μου στην ιστορική πραγματικότητα. Ιδού ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Τον 9. αιώνα ο χαλίφης Αλ-Μαμούν πρόσφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο μεγάλες ποσότητες χρυσού και αιώνια ειρήνη με ένα και μόνο αντάλλαγμα: να επιτρέψει ο τελευταίος στο Λέοντα το Μαθηματικό να μεταβεί για λίγο στην αυλή του Άραβα ηγεμόνα, ώστε να μεταδώσει εκεί κάποια στοιχεία από τις γνώσεις του στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στις άλλες επιστήμες. Μιλάμε για πολιτιστικά επιτεύγματα όχι, βέβαια, ρωμαϊκά αλλά ακραιφνώς ελληνικά. Άλλωστε ο Λέων ο Μαθηματικός, χάρη στη μεγάλη αναστροφή και τη βαθιά εξοικείωσή του με την ελληνική επιστήμη και τα ελληνικά γράμματα, είχε αξιωθεί το παρωνύμιο «Έλλην». Ο Θεόφιλος απέρριψε την προσφορά με την ακόλουθη αιτιολογία: θα ήταν παράλογο, είπε, να δώσει κανείς το δικό του αγαθό σε άλλους και να παραδώσει σε ξένους τη γνώση των όντων, χάρη στην οποία οι πάντες τιμούν και θαυμάζουν το Γένος των Ρωμαίων! («αλλ’ ο Θεόφιλος ανταποκρίνας και άλογον το οικείον δούναι ετέροις καλόν και την των όντων γνώσιν έκδοτον ποιήσαι τοις έθνεσι δι’ ης το των Ρωμαίων γένος θαυμάζεταί τε και τιμάται παρά πάσιν»)[37].
Ναι, διαβάσατε σωστά. Τα μαθηματικά και η αστρονομία είναι το καύχημα του «Γένους των Ρωμαίων»! Και να σκεφτεί κανείς ότι στην κλασική περίοδο της λατινικής γραμματείας, τότε που διαμορφωνόταν πρωθύστερα η ιδεολογία του ιστορικού προορισμού της Ρώμης ως κοσμοκράτειρας, η αποστολή του ρωμαϊκού λαού προδιαγράφεται με σαφήνεια. Εκείνο στο οποίο οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δεν είναι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι το imperium! O Αγχίσης, συγκεκριμένα, τονίζει στο γιο του Αινεία, όταν ο τελευταίος τον συναντά στον κάτω κόσμο, πως η μετάδοση ζωής στο χαλκό, η σμίλευση ζωντανών μορφών στο μάρμαρο, οι εύστοχες δικανικές ομιλίες αλλά και η μέτρηση με το διαβήτη της κίνησης του ουρανού και της τροχιάς των αστέρων, αυτά όλα είναι επιδόσεις, στις οποίες κάποιοι άλλοι (εννοεί τους Έλληνες) θα αποδειχτούν περισσότερο ικανοί. Και του δηλώνει εμφατικά ότι ο ίδιος, ως Ρωμαίος, πρέπει να θυμάται πως οι δικές του οι «τέχνες» είναι κάτι το διαφορετικό: να επιβάλλει στους άλλους λαούς την κυριαρχία του, να θεσπίζει τους νόμους της ειρήνης μεταξύ των εθνών, να δείχνει επιείκεια προς τους ηττημένους και να κατανικά τους αλαζόνες («excudent alii spirantia mollius aera/(credo equidem), vivos ducent de marmore voltus,/orabunt causas melius, caelique meatus /describent radio et surgentia sidera dicent: /tu regere imperio populos, Romane, memento/(hae tibi erunt artes), pacisque imponere morem,/parcere subiectis et debellare superbos»)[38].
Ο Θεόφιλος δεν αμφισβητεί προφανώς την ελληνική πατρότητα των επιστημών ούτε, βέβαια, τη διεκδικεί για λογαριασμό των «Ρωμαίων». Απλούστατα, αντί να αναφερθεί ονομαστικά στους Έλληνες, θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να τους αποκαλέσει «Ρωμαίους» ακολουθώντας την αυτονόητη χρήση της εποχής. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αμέσως μετά την λέξη «Ρωμαίων» στη φράση «τω των Ρψμαίων γένος» ο Ζακυθηνός επεξηγεί μέσα σε παρένθεση: «(των Βυζαντινών, των Ελλήνων)»[39]. Ενώ ο Paul Lemerle, αποδίδοντας ελεύθερα το ίδιο χωρίο, τονίζει ευθέως πως η γνώση των όντων «αποτελούσε παντού τη δόξα των Ελλήνων»[40]. Προφανώς, τον ισχυρισμό ότι η χρήση του όρου «Ρωμαίος» ήταν ένας άλλος τρόπος για να πεις (ή για να μην πεις) «Έλληνας» τον υιοθετούν και οι δύο διαπρεπείς αυτοί βυζαντινολόγοι, αλλά τον εκφράζουν με το δικό τους έμμεσο και περισσότερο κομψό τρόπο.
Στο σημείο αυτό οι μεγάλοι (και όχι οι «αγνώστων λοιπών στοιχείων») βυζαντινολόγοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι κατηγορηματικοί: «Το Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος», γράφει ο Ostrogorsky. «Βυζαντινό είναι το εκχριστανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» θα πει ο Aug. Heisenberg. «Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής», θα χαρακτηρίσει το Βυζάντιο η Γλύκατζη-Αρβελέρ. «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα» και «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού», θα τονίσει ο Krumbacher. «Υπάρχει συνέχεια (στην ελληνική ιστορία) τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (…) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες», θα προσθέσει ο Dοuglas Dakin. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό!… Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, από τους Λατίνους, τους Σλάβους και τους Βουλγάρους –συχνά ή κατά κανόνα– η Ελλάδα ονομαζόταν «Γραικία» (Graecia=Ελλάδα) και οι Έλληνες «Γραικοί» (Graeci=΄Ελληνες).
Με την ευκαιρία, παραθέτουμε τα εμπνευσμένα λόγια ενός ιεράρχη, που αποτελούν ύμνο για την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, ο οποίος κατά τους βυζαντινούς χρόνους ενσωμάτωσε το χριστιανισμό και συνυφάνθηκε αζί του. Πρόκειται για τον Πενταπόλεως Νεκτάριο Κεφαλά — τον Άγιο Νεκτάριο: «Η δράσις του Ελληνισμού εν τω Βυζαντίω εστίν η δράσις της Ελλάδος εν τη Ανατολή, ο κρίκος της αλύσεως , ο συνδέων την αρχαίαν μετά της νεωτέρας Ελλάδος, η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας» (…) «Το ελληνικόν έθνος (…) ου μόνον δεν εξηφανίσθη, αλλά και τους επιδρομείς (…) αφομοίωσε και υπό το όνομα του Έλληνος Ρωμαίου Χριστιανού σωτηρίως και επωφελώς έδρασε»». (…) «[Το] ελληνικόν βυζαντινόν κράτος (…) και την παιδείαν και τας επιστήμας και τας τέχνας εκαλλιέργει και (…) ουδέν απέβαλε της κληροδοτηθείσης αυτώ πνευματικής κληρονομίας»[41].
Επομένως, το να αρνείται κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως το συνεκτικό δεσμό που ενώνει την Αρχαία με τη Νέα Ελλάδα και το να επιβάλλει τη «Ρωμιοσύνη»[42] ως απαρχή της εθνικής μας ιστορίας με ταυτόχρονο αποκλεισμό της Αρχαίας Ελλάδας από το ενιαίο και αδιάσπαστο ελληνικό τρίπτυχο: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νέοι Χρόνοι αποτελεί επιεικώς ιστορικό ατόπημα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση προκρούστειας προσαρμογής των ιστορικών δεδομένων σε ιδεολογικές επιλογές και σκοπιμότητες.
4. Η ελληνικότητα ως αγώνισμα
Αναφέρθηκα παραπάνω στο ρεύμα της ελληνικότητας, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλά υπόγεια στη συνείδησή του απλού Έλληνα. Στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στις παροικίες του εξωτερικού η ελληνική συνείδηση, με όχημα τη γλώσσα, ήταν πανταχού παρούσα. Μπορεί επί αιώνες η Εκκλησία στη θέση του Έθνους να τοποθετούσε συστηματικά το Γένος, στη θέση της πατρίδας αποκλειστικά και μόνο την πίστη και στη θέση του Ελληνισμού τη Ρωμιοσύνη και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, η διαχρονική Ελλάδα δεν έσβησε. Παρέμεινε ακμαία στη σκέψη, στα λόγια και στα κείμενα των πνευματικών ηγετών του Έθνους, που φώτιζαν το μυαλό και πυρπολούσαν την ψυχή του απλού λαού (προς μεγάλο σκανδαλισμό, εννοείται, των καθ’ ημάς νεοφαναριωτών και «λοιπών ρωμαιόπληκτων δυνάμεων», που θα επιθυμούσαν διακαώς η επίδραση στον απλό λαό να ήταν μονόπλευρα εκκλησιαστική…). Προ πάντων, όμως, η Ελλάδα παρέμενε ολοζώντανη στις ίδιες τις ψυχές των Ελλήνων. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με αφετηρία το ’21, ξεχύθηκε σαν ορμητική λάβα ηφαιστείου που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα.
«Και ξαφνικά, γράφει ο Ιω. Κακριδής, από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει (ο λαός) πως και αυτός είναι Έλληνας. Τον βεβαιώνουν οι αρχηγοί του, το βροντοφωνάζει κάθε στιγμή ο Κολοκοτρώνης, οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου μιλούν για τη νεκρανάσταση των Ελλήνων. Ο ταπεινωμένος αιώνες τώρα ραγιάς είναι λοιπόν, ίδια φυλή και φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθάνατων Ελλήνων ήταν λοιπόν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του απλού, ταπεινού αγωνιστή βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλα – έναν μύθο»[43].– Ούτε, όμως, ο Κολοκοτρώνης, θα πρόσθετε η ταπεινότητά μου, ούτε «οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου» ούτε ο ουρανοκατέβατος «μύθος» θα μπορούσαν ποτέ να μετατρέψουν «εν ριπή οφθαλμού» τους αγράμματους φουστανελάδες σε «Έλληνες», αν η ίδια η διαχρονική ελληνικότητα δεν ήταν πανταχού παρούσα και παντοδύναμη στη συνείδησή τους. Εύγλωττη στο σημείο αυτό είναι η μαρτυρία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[44].
Το ότι, πάντως, όπως ισχυρίζεται ο Ιω. Κακριδής, «διαβάζοντας τα κείμενα του Αγώνα βλέπουμε ότι την εποχή εκείνη το όνομα Έλληνες χαρακτηρίζει μόνο τον επαναστατημένο λαό», το ότι δηλαδή μόνο οι αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων ανακτούν το όνομα των μυθικών ηρώων που φάνταζαν στη λαϊκή αντίληψη σαν όντα υπερφυσικά –-και ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο αυτό αληθεύει– μοιάζει να περικλείει έναν βαθύτερο συμβολισμό. Ότι δηλαδή η ελληνικότητα δεν είναι κάτι το δεδομένο, το εύκολο και το ανέξοδο, αλλά συνυφαίνεται με τον αγώνα, ξεπροβάλλει από τον αγώνα και κατακτάται χάρη στον αγώνα. «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον», φέρεται από το Θουκυδίδη να διακηρύσσει ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του[45]. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Οι ήρωες του ’21 κέρδισαν με το σπαθί τους όχι μόνο την ανεξαρτησία τους από τον Τούρκο αλλά και την ίδια την ελληνικότητά τους, που την επέβαλαν σε εχθρούς και φίλους, μολονότι επί αιώνες η κρατική εξουσία και η Εκκλησία την είχαν συγκαλύψει κάτω από μια ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα».
Θα ήταν, ωστόσο, ανιστόρητο και άδικο να αποσιωπήσει κανείς το ότι η Ορθοδοξία, σε χαλεπούς καιρούς, περιέθαλψε, στήριξε και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό προστατεύοντας τον υπό την σκέπην των πτερύγων της έστω και αν τον αντιμετώπιζε ως Ρωμιοσύνη, καθώς και το ότι από τους κόλπους της αναδείχτηκαν ιεράρχες με ακμαίο ελληνικό φρόνημα, οι οποίοι φώτισαν το χειμαζόμενο Γένος καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής δοκιμασίας του[46]. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι στην ορθόδοξη χριστιανική μας ταυτότητα η Ελλάδα είχε εναποθέσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της. Βαρυσήμαντη επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του Ευσεβίου, του επισκόπου Καισαρείας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί ‘φυτόν ουράνιον’ και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμηι»[47].
Το γεγονός είναι ότι μέσα από την πάλη κατά του εχθρού το Γένος γίνεται πανηγυρικά Έθνος και οι ραγιάδες Ρωμιοί, που αγωνίζονται ταυτόχρονα και για «του Χριστού την πίστη», αναδεικνύονται ελεύθεροι Έλληνες με δική τους πλέον ανεξάρτητη πατρίδα. Και ο αγράμματος Μακρυγιάννης, που ούτε σε σχολείο είχε ποτέ του πατήσει ούτε είχε ακούσει ποτέ τι θα πει Διαφωτισμός, θα αντιταχτεί σθεναρά στο ενδεχόμενο να πουληθούν σε ξένους δύο αρχαία αγάλματα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε», θα πει. Οπότε κατάπληκτος ο Σεφέρης θα παρατηρήσει: «Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος˙ μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. ‘Γι’ αυτά πολεμήσαμε’. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου (…)». Και συμπληρώνει: «‘Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη’ τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι’ αυτό πέτυχε, και γι’ αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ’ όλο τo ΙΘ’ αιώνα, και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της»[48].
Αυτό το τελευταίο («…και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της») ας το κρατήσουμε βαθιά μέσα μας στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.
Σημειώσεις
[1] Για παράδειγμα, Clifton R. Fox, Τι είναι, αν είναι κάτι, ένας Βυζαντινός; http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm
[2] Και αυτό συνήθως το κάνουν σε λαθρόβιες ιστοσελίδες, στις οποίες αρθρογραφούν κατά κανόνα οι ίδιοι και οι οποίες έχουν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσουν τη «μεγάλη ιδέα» του ελληνομηδενισμού. Tη διάδοση της ιδέας αυτής την έχουν αναλάβει περίπου εργολαβικά με τις θεματικά μονότονες καταχωρίσεις τους αλλά και με τη συστηματική διαδικτυακή μετακίνησή τους «από αναρτήσεως εις ανάρτησιν», όπου, λειτουργώντας κάθε φορά ως «ουρά», επαναλαμβάνουν και διαχέουν στερεότυπα τις γνωστές θέσεις τους. Και αυτά όλα, βέβαια, με τη γενναιότητα και τη λεβεντιά των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα!…
[3] Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.
[4] Διον. Ζακυθηνού, Το Βυζάντιον, Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική ανασκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ. 39.
[5] Όπ. παρ., σελ. 25.
[6] Η επισήμανση με έντονα γράμματα σε αυτό το άρθρο κάποιων φράσεων σε εντός εισαγωγικών παραθέματα είναι δική μου και δεν υπάρχει στα κείμενα των συγγραφέων.
[7] Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σσ. 636-637.
[8] «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι, ώστε άπασιν αυτόν είναι γνώριμον δια το πρόχειρον της ερμηνείας», Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35. Πόση απέχθεια σε εκείνο το «ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι», ιδιαίτερα όταν η αναφορά στην ελληνική γίνεται κατ’ αντιπαράθεση προς την πατροπαράδοτη γλώσσα του αυτοκράτορα («ου τη πατρίω φωνή») !…Να σημειωθεί ότι από το 397 είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα ελληνικά οι διαθήκες, Κωνσταντίνου Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 19633 σελ. 52.
[9] Α. Rambaud, L’ Empire grec au Xe siècle, Παρίσι, 1870, σελ. 539.
[10] Tractatus Logico-Philosophicus, 5,6.
[11] Πανηγυρικός, 50, 1-8.
[12] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 1999, σελ.137.
[13] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σελ.73. Πρβλ. και σσ. 64-65.
[14] Byzantium, An Introduction to East Roman Civilization, (ελλ. μτφρ.Δ. Σακκά, Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό), εκδ. Δ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1988, σελ. 23.
[15] Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού, Εισαγωγή.
[16] Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σσ.98-99.
[17] . Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 5, σελ. 444
[18] Όπ. παρ., σελ. 447.
[19] Σπυρίδωνος Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ΄, σελ. 247.
[20] Πολύ περισσότερο: η επίκληση και η παράθεση εντελώς ανεπεξέργαστων «σεντονιών» με κείμενα αυλικών αγορητών ή καθεστωτικών «υμνωδών», τα οποία ανασύρονται από τον TLG με κατάχρηση της διαδικασίας «αντιγραφή – επικόλληση» δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξει κανείς τη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών…
[21] Η αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας των Βυζαντινών δεν έχει καμιά σχέση με αξιολογικές αποτιμήσεις, αλλά σχετίζεται με την επεξεργασία των ιστορικών δεδομένων. Κατά τα άλλα, ο υπογραφόμενος, ο οποίος έχει γνωρίσει τους Ρωμαίους μέσα από την Ιστορία και τη Γραμματεία τους, τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για αυτούς τους σοβαρούς, πειθαρχημένους, πρακτικούς, ουσιαστικούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους, οι οποίοι, επιπλέον, υπήρξαν λαμπροί μαθητές των Ελλήνων. Για τους ανθρώπους που αναδείχτηκαν κοσμοκράτορες, επειδή διέπρεψαν στον τομέα της κρατικής συγκρότησης, της διοικητικής οργάνωσης και της νομοθεσίας και τοποθέτησαν στο κέντρο του πολιτισμού τους ιδέες/αξίες όπως η gravitas, η auctoritas και η constantia, στις οποίες ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχει να επιδείξει, δυστυχώς. ιδιαίτερη προσήλωση… (Εννοείται ότι μιλάμε για τους αληθινούς Ρωμαίους, όχι για τα μεταλλαγμένα ιδεοληπτικά υποκατάστατα στη σκέψη των ρωμαιόπληκτων εκπροσώπων του καθ’ ημάς νεοφαναριωτισμού!).
[22] Κατά τον Sture Linnér, μολονότι οι Βυζαντινοί ένιωθαν υπερήφανοι ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος». Επίσης: «Την ώρα που η πολιτική εξουσία κατέρρεε, οι Βυζαντινοί κρατιούνταν γερά από τη μεγάλη τους πολιτιστική περιουσία. Σε έναν κόσμο που θαύμαζε όλο και περισσότερο την αρχαία ελληνική παιδεία, εκείνοι διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων», Bysantinsk Kulturhistoria (ελλ. μτφρ. Ζαννή Ψάλτη, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού), Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1999, σσ. 219-220.
[23] Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα.
[24] Με αφετηρία μάλιστα τον 5. με 6. μ.Χ. αιώνα, οι Έλληνες θα χρησιμοποιήσουν επιπροσθέτως την ονομασία «Γραικοί», σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσουν την ιστορική τους ιδιαιτερότητα και να αντιδιασταλούν από τους υπόλοιπους «Ρωμαίους» της αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Πρίσκος αφηγείται ότι ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής εκ μέρους του Θεοδοσίου του Β΄ είχε βρεθεί στην αυλή του Αττίλα, λίγο πριν από το 450. Εκεί συνάντησε κάποιον, ο οποίος έμοιαζε με Σκύθη ευγενή και ο οποίος τον χαιρέτησε στα ελληνικά. Ο Πρίσκος, από περιέργεια για τα ελληνικά του συνομιλητή του, ζήτησε από αυτόν λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος είναι, οπότε γελώντας ο τελευταίος του δήλωσε «Γραικός μεν είναι το γένος, κατ’ εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω Μυσών πόλιν» (Απόσπασμα 8, 458-479). Ωστόσο, το όνομα Γραικοί ήταν πανάρχαιο, όπως φαίνεται και από τη σχετική αναφορά του Αριστοτέλη: «αύτη δ’ εστίν (η Ελλάς η Αρχαία) η περί Δωδώνην και τον Αχελώον˙ ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν˙ ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ’ ΄Ελληνες» (Μετεωρολογικά, 352 α 35 – b 3).
[25] «Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε (ο Χριστιανισμός) κατά του κλασσικού κόσμου ήτο η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες», Νκολάου Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν , τόμος Α 2, Αθήναι, 1956, σελ. 24.
[26] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σσ. 30-31
[27] Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη «ρωμαιοπληξία» του Κράτους και της Εκκλησίας, ο αποδιοπομπαίος όρος «Έλλην» εμφανίζεται προς το τέλος ως ισότιμος προς τον όρο «Ρωμαίος» και μάλιστα σε επίπεδο επίσημου Βυζαντίου, το οποίο, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον», στέργει σε ένα συγκερασμό του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού στοιχείου στη λέξη «Ρωμέλληνες»: ο ανώνυμος συντάκτης του Πανηγυρικού εις Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους αναφέρεται σε «γένος έν το επισημότατόν τε και κάλλιστον, ους και ει τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι» (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, , τόμ. Γ’, 1926, σελ. 152). Βέβαια, το στοιχείο στην πραγματικότητα ήταν πριν από αιώνες ήδη μόνο ένα, δηλαδή το ελληνικό. Το να ακουστεί, όμως, και να προβληθεί επισήμως ο όρος «Ρωμέλληνες» εκεί όπου, παλιότερα, είχαν προηγηθεί τα γνωστά κωμικοτραγικά επεισόδια με την πρεσβεία του Λιουτπράνδου σημαίνει ότι η πίεση τον πραγμάτων για την αποκατάσταση και τυπικά του Ελληνισμού ήταν τη φορά ετούτη πολύ ισχυρότερη από τις σκοπιμότητες και τις ιδεοληπτικές προσκολλήσεις στην καθεστωτική «ρωμαϊκότητα».
[28] Ιωάννη Ρωμανίδη, Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα, http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm
[29] Δ. Ζακυθηνός, όπ. παρ., σελ. 31
[30] Πάρι Γουναρίδη, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1996, σελ. 14.
[31] Βλ. Λιβανίου, Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα υπέρ των Ιερών (κυρίως 6 κ. εξ. όπου, μεταξύ άλλων, διεκτραγωδούνται οι επιδόσεις των «μελανειμονούντων»!), in Διον. Ζακυθηνού, Βυζαντινά Κείμενα, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1957, σσ. 1-14.
[32] Κατά τoν Jorga ο χριστιανισμός υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας του εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, (in Κωνσταντίνου Αμάντου, όπ. παρ.,σελ. 58, υποσημ.2)
[33] Κ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τόμος 12ος, Βιέννη, σελ. 535 (in Φ. Κ. Βώρου, όπ. παρ.).
[34] Δ. Καταρτζής, Τα Ευρισκόμενα, Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, Αθήναι, Ερμής 1970, σελ. 49.
[35] Κυριάκου Κατσιμάνη, Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους, «Αντίβαρο», 30/4/2011 και «Φιλολογική», τεύχος 115, Απρίλιος-Ιούνιος 2011, σσ. 3-5.
[36]Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης & Βenjamin Ηendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία.
[37] Τα μετά τον Θεοφάνη, 190, 18-21.
[38] Αινειάδα, VI, 847-853.
[39] Όπ. παρ., σελ. 72.
[40] Le premier humanisme byzantin (ελλ. μτφρ. Μαρίας Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σελ. 132.
[41] Ιn Πάρις Γουναρίδης, όπ. παρ., σελ. 33.
[42] Όπως έκανε ο Εφταλιώτης με την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901. Το όλο θέμα θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικού άρθρου μου.
[43] Ιωάννης Κακριδής, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, στον τόμο Φως Ελληνικό, Εστία, 1963.
[44] In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, όπ. παρ., σελ. 45.
[45] Θουκ., II, 43,4.
[46]Πρβλ. Dοuglas Dakin, «αντί να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να δούμε το θέμα ξεκινώντας από τη βάση ότι υπήρχαν δύο μορφές “ Ελληνισμού”, ο εθνικός “ Ελληνισμός” και ο εκκλησιαστικός “ Ελληνισμός”, και οι δύο με κοινές σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως ακαθόριστες επιδιώξεις», The Unification of Greece, 1770-1923 (ελλ. μτφρ. Α. Ξανθόπουλου, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1779-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009, σελ. 26).
[47] Ευαγγελική Προπαρασκευή, βιβλ. 8, κεφ. 14, παράγρ. 66, στ. 6-8).
[48] Γιώργου Σεφέρη, Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης, από τις «Δοκιμές
πηγή: Aντίφωνο
Δε ξέρω αν το Βυζάντιο αποδειχθεί τελικά ρωμαϊκό ή ελληνικό, είναι ένα περίπλοκο θέμα που θα το κρίνουν οι ειδικοί. Αυτό που μπορώ να αντιληφθώ είναι ότι το συγκεκριμένο άρθρο είναι εξαιρετικό, τεκμηριωμένο με σωστά και δυνατά επιχειρήματα. Εντυπωσιακές και οι αναφορές του. Αξίζει όχι απλώς να το διαβάσουμε αλλά να εμβαθύνουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Το μόνο ίσως που θα μπορούσα να παρατηρήσω “αρνητικά” κατά την υποκειμενική μου άποψη είναι η μεγάλη του έκταση. Ενδεχομένως με μικρότερη έκταση να περνούσαν καλύτερα τα μηνύματά του. Θερμά συγχαρητήρια ούτως ή άλλως.
Γράφει ὁ κ. Κατσιμάνης:
Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν.
Θὰ ἔπρεπε εἴτε νὰ ἀναφερθεῖ σὲ αὐτὲς τὶς μελέτες, εἴτε νὰ ἐξηγήσει ποιές εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη του, αὐτὲς οἱ “σκοπιμότητες΄΄ τῶν ἀρθρογράφων (μάλλον ἐννοεῖ ἕναν συγκεκριμένο ἀρθρογράφο ὁ κ. Κατσιμάνης, διότι στὴν ἀντίληψή μας ὑπέπεσε ἕνας ἀποκλειστικὰ συγγραφέας τέτοιων κειμένων, τελευταία, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε περισσότερους…).
Ἐπειδὴ τυγχάνει νὰ εἶμαι “ἕνας΄΄ ἐξ αὐτῶν τῶν ἀρθρογράφων, νιώθω βαθύτατα προσβεβλημένος γιὰ αὐτὴ τὴν ἀπαξίωση. Καὶ ζητῶ ἐξηγήσεις, τί ὑπονοεῖ ὁ κ. Κατσιμάνης: τί “σκοπιμότητα΄΄ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ γραφὴ ἑνὸς τριαντάχρονου, ποὺ γράφει πράγματα ποὺ συγκρούονται μετωπικὰ μὲ τὶς ἐπιβεβλημένες ἐθνοφυλετικὲς ἀπόψεις τῆς ἐγχώριας διανόησης. Ἐπίσης, ὁ κ. Κατσιμάνης εἶναι δάσκαλος τῆς φιλοσοφίας: δὲν βρίσκονται μακριὰ τὰ ἀντικείμενά μας, μιὰ καὶ τὰ μαθηματικὰ (θὰ ἔπρεπε νὰ) θεμελιώνουν τὶς μεθόδους ἀπόδειξης ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ φιλοσοφία. Καὶ ἀναρωτιέμαι, σὰν μαθηματικός, πῶς “ἀποδεικνύονται΄΄ τόσο ἀπόλυτοι ἰσχυρισμοί, μὲ ποιά λογική; Μέσω ἀναφορῶν στὴν περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἀφαιρέσεις τοῦ τύπου “ἡ ὁνομασία Ῥωμαῖος ἦταν ἕνα πουκάμισο ἀδειανό΄΄;
Ὅσον ἀφορὰ στὸ καθεαυτὸ ἄρθρο: τὸ νὰ βάζει κανεῖς τὸν ὅρο Ῥωμαϊκότητα σὲ εἰσαγωγικά, εἶναι μιὰ ἐμπαθὴς κίνηση, ποὺ δείχνει ὅχι μόνο ἄγνοια τῶν πηγῶν, καὶ τῆς πραγματικότητας ὅπως ὑφίσταται ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας, ἀλλὰ προσδίδει καὶ ἀντεπιστημονισμὸ στὸ κείμενο. Διότι, πῶς νὰ τὸ κάνουμε, ἀκόμα καὶ ἄν βαπτίζει “Ἕλληνες΄΄ ὁ κ. Κατσιμάνους τοῦς λατινοφώνους Ἀρμάνους, ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς μητέρας μου, δὲν καταγόμαστε ὅλοι ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὅπως αὐτός: ὑπάρχουν ἄνθρωποι (ὅπως ὁ πατέρας μου), μὲ καταγωγὴ ἀπὸ Τραπεζούντα καὶ Κωνσταντινούπολη, καὶ δὲν μπορεῖ κανεῖς νὰ μᾶς ὑποδείξει τὴν καταγωγή μας: εἶναι προσβολὴ γιὰ τοὺς ἴδιους μας τοὺς προγόνους. Δὲν ἐνώνει αὐτὴ ἡ γραφή: χωρίζει κ. Κατσιμάνη. Καὶ μάλλον θὰ πρέπει νὰ ἀντιστρέψουμε τὸ ἐρώτημά σας: τί ἐπιδιώκεται μὲ ἕνα μεταξικῆς ἐμπνεύσεως κείμενο, ποὺ μᾶς _ἐπιβάλλει_ ἐθνικὴ καταγωγή, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ χρειαζόμαστε ἐνότητα;
Μὲ ἀφαιρέσεις τέτοιου τύπου, καὶ καθολικὴ ἔλλειψη πρωτογενῶν πηγῶν, δὲν γίνεται διάλογος.
Μήπως διαφεύγουν κάποια πράγματα στὸν κ. Κατσιμάνη; Τόσο ὅτι “Βυζάντιο΄΄ δὲν ὑπήρξε ποτέ, ὅσο καὶ ὅτι ὁ Ἥρωας τῶν Ῥωμαίων, ἐπὶ αἰώνες, ὑπήρξε ὁ μυθικὸς Δι-γενὴς Ἀκρίτας. Ἄν κατανοήσει ὁ ἀρθρογράφος τὴν σημασία τοῦ ὅρου Δι-γενής, ἴσως κοπάσει στὴν γραφή του ἡ ὑπερβολὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἐθνοφυλετισμό.
Ἄλλωστε, στὸ κείμενο ὑπάρχει μιὰ ἀποκλειστικὰ πρωτογενὴς πηγή, καὶ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη: παράξενο, διότι θὰ ἦταν πολυτιμότερο γιὰ τοὺς ἀναγνώστες νὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ μελετήσουν πρωτότυπα κείμενα διαφορετικῶν περιόδων, ὤστε νὰ ἔχουν σαφὴ εἴκόνα γιὰ τὸ πόσο “ψευδεπίγραφη΄΄ὑπήρξε ἡ Ῥωμαϊκότητα τῶν Ῥωμαίων.
Μιὰ Ῥωμαϊκότητα πού, ἄν καὶ ξεκίνησε νὰ ζυμώνεται ἀπὸ τὰ πρώτα αὐτοκρατορικὰ χρόνια ὅπου πολλοὶ κόσμοι συναντήθηκαν, πήρε ὑπόσταση στὰ λόγια τοῦ Παύλου, ποὔ ἀναπαράγει [1] ὁ Ἀκροπολίτης (13ος αἰώνας):
καὶ τοῦτο ἦν τὸ μέγα περὶ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους
μυστήριον, ἵνα συνάψῃ τὰ πάντα ἐν ἑαυτῷ καὶ εἰς ὁμο-
φροσύνην συνάξῃ τῆς πίστεως, ὅπερ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον,
οὐχ Ἕλλην οὐ βάρβαρος οὐ Σκύθης οὐκ Ἰουδαῖος οὐδ’
ἄλλο τι τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων παρείληπται, ἀλλὰ μόνον (10)
καὶ ὅλον Χριστὸς αὐτοῖς τὸ ἐπίσημον
Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε δὲν μᾶς ἀρέσει, δὲν μποροῦμε νὰ παραβλέπουμε τὰ λόγια [1]:
κἀντεῦθεν ἵνα μὴ τοῖς ἐθνικοῖς
τούτοις ὀνόμασι περιγράφωνται, τῇ πρεσβυτέρᾳ Ῥώμη ἑτέρα (20)
νέα ἀντῳκοδόμηται, ἵνα ἐξ οὕτω μεγίστων πόλεων κοινὸν
ἐχουσῶν τοὔνομα Ῥωμαῖοι πάντες κατονομάζοιντο καὶ ὡς τὸ
τῆς πίστεως κοινὸν οὕτως ἔχοιεν καὶ τὸ τῆς κλήσεως. καὶ
ὡς ἐκ Χριστοῦ ταὐτὸ τὸ τιμιώτατον ἔλαχον ὄνομα, οὕτω καὶ
τὸ ἐθνικὸν αὐτοῖς ἐπηγάγοντο. καὶ πάντα δὲ τὰ ἄλλα (25)
ὑπῆρχε τούτοις κοινά, ἀρχαὶ νόμοι λόγοι βουλαὶ δικαστήρια,
αὐτὴ ἡ εὐσέβεια, οὐδὲν ὅτι μὴ κοινὸν Ῥωμαίοις τοῖς πα-
λαιοτέροις καὶ νεωτέροις.
Λόγια ποὺ μόνο “πουκάμισο ἀδειανὸ΄΄ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, ὅπως ἀναφέρει, μὲ μπόλικο σαρκασμό, ὁ κ. Κατσιμάνης.
Ἐπειδὴ μιὰ ὁλοκληρωμένη ἀπάντηση στὸ παραπάνω κείμενο θὰ μποροῦσε νὰ γίνει μόνο μέσω ἀρθογραφίας, τὴν ὁποία ἐπιφυλασσόμαστε, ἐπανερχόμενοι μὲ ἀρθρο, θὰ ἤθελα νὰ θίξω, ἐπιλογίζοντας, τὴν παραποίηση τῶν πηγῶν. Ὁ Clifton R. Fox ἀναφέρεται μὲ ἐντελῶς ἐσφαλμένο τρόπο. Στὴν ἐργασία ποὺ ἀναφέρει ὁ κ. Κατσιμάνης τὸ γράφει ξεκάθαρα:
The names by which things are called are important in shaping our interpretation of reality. People are often surprised to discover that historical labels which define the past are inventions of later scholarship and ideology, not parts of the past itself. Men and women of the Middle Ages did not know that they lived in the Middle Ages: people who lived in Classical Athens or Renaissance Italy suffered the same disability. The people of the “Byzantine Empire” had no idea that they were Byzantine. They regarded themselves as the authentic continuators of the Roman world: the Romans living in Romania.
Ἡ παραποίηση τοῦ κ. Κατσιμάνη: χρησιμοποιεῖται μιὰ τόσο σαφὴς διατύπωση, γιὰ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι οἱ (ἐπὶ ἐκατονταετηρίδες αὐτοαποκαλούμενοι) Ῥωμαίοι δὲν ὑπήρξαν Ῥωμαίοι πραγματικά, ἀλλὰ “κρύβονταν΄΄ πίσω ἀπὸ τὸ “ἀδειανὸ πουκάμισο΄΄ τῆς ῥωμαϊκότητας.
[1] A.Heisenberg, Georgii Acropolitae opera, vol. 2. Leipzig: Teubner, 1903 (repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth)): 30-66.
Όταν κάποιος βάζει την “Ρωμαϊκότητα” σε εισαγωγικά, το κάμει από εμπάθεια, όταν κάποιος άλλος θεωρεί ότι οι λατινόφωνοι Αρμάνοι έχουνε βαπτισθεί απλά Έλληνες, στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε ιστορικές πηγές…
…το δε επιχείρημα:
“ο παππούς μου στην Τραπεζούντα αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίος”
τα συμπεράσματα δικά σας!
Ἀνώνυμε Λοῦμπεν,
Κατὰ καιροὺς βλέπω νὰ μοῦ ἐπιτίθεσαι, σὲ προσωπικὸ τόνο, χωρὶς νὰ ἐκθέτεις τὸ ὁνοματεπώνυμό σου. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ προδίδει ἕνα δειλὸ ἀνθρωπίδιο, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ μιὰ ὀθόνη. Γράψε ἐπώνυμα, καὶ βρίσε με: ἀντιμετώπισέ με ὅμως ἐπώνυμα. Μὲ Πρόσωπο. Ὅχι ἀπρόσωπα…ἄν ἔχεις δηλαδὴ πρόσωπο…
Ἡ κοινὴ λογικὴ λέει ὅτι ὅταν ἀπευθύνεσαι σὲ κάποιον προσωπικά, τὸ κάνεις ἐπώνυμα.
Ὅσον ἀφορὰ στὸν προπαπού μου τὸν Βασίλειο: Ῥωμαῖος αὐτοπροσδιοριζόταν, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Καὶ, πρὸς ἐνημέρωση τῶν φίλων τῆς ἀλήθειας, ἀπὸ τὴν Σχολὴ Ῥωμαίων τῆς Τραπεζούντας ἀποφοίτησε. Ἄν βρεθεῖτε στὴν Τραπεζούνται, ἀκόμα κρέμεται ἡ τεράστια ταμπέλα, στὴν σπουδαία αὐτὴ σχολὴ τοῦ Γένους:
ΡΩΜΑΙΩΝ ΣΧΟΛΗ
Τὰ συμπεράσματα δικά σας.
Υ.Γ.
Καλῶ τὸν φίλτατο καὶ ἀγαπητὸ διαχειριστὴ νὰ ἔχει ὑπόψιν τὶς προσωπικὲς ἀναφορὲς ἀπὸ ἀνωνύμους. Δὲν βοηθοῦν στὸν διάλογο, μᾶλλον προσπαθοῦν νὰ τὸν τερματίσουν μὲ ἀθέμιτα μέσα.
Με αποκαλεί “ανθρωπίδιο” και μετά διαμαρτύρεται στον “αγαπητό” διαχειριστή για τις προσωπικές αναφορές οι οποίες γίνονται εναντίον του.
Όπως και επίσης, αφού ισχυρίζεται ότι τους λατινόφωνους Αρμάνους τους “βαφτίσανε” απλά Έλληνες, κατηγορεί τον αρθρογράφο ότι θέλει να επιβάλλει σε τρίτους εθνικές συνειδήσεις.
Εθνικές συνειδήσεις βέβαια δεν μπορεί να επιβάλλει κανείς, ακόμη και εάν απαιτεί από τον διαχειριστή της ιστοσελίδας να επιβάλλει λογοκρισία!
Υ.Γ. σχετικά με τώρα με την ανωνυμία, είμαι ΕΛΛΗΝΑΣ, GREEK, GRIECHE, αυτό φθάνει ως πληροφορία για κάποιον ο οποίος δέχεται να ανεβάζει άρθρα σε μια ιστοσελίδα στην οποία γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι περισσότεροι σχολιαστές χρησιμοποιούνε ψευδώνυμα!
Κε Κατσιμάνη,
Δεν είναι καθόλου κακό να γράφονται απόψεις για το τί ήταν ή δεν ήταν το Βυζάντιο. Ομως, απουσιάζει πλήρως η άλλη θέση -για να ξέρουμε απο πρώτο χέρι τι έχει γράψει- και η βιβλιογραφία σας χωλαίνει μιας εκτός της απουσίας των πρωτογενών πηγών δεν περιλαμβάνεται σε αυτή ουτε κάν ο Ράνσιμαν… αλλά αντιθέτως υπάρχει ο έγκριτος οικονομολόγος κ’ εργαλειακός μαρξιστής κ.Γ.Καραμπελιάς. Χωρίς κανένα ίχνος αποστροφής θα ήθελα να σας υποδείξω πως δεν μπορεί να είναι παρών, επι παραδείγματι, ο Κ.Αμαντος στην βιβλιογραφία σας, και να λείπει ο Δ.Χατζής εφ όσον επιμείνετε στο να χρησιμοποιείτε μόνον Ελληνικές βιβλιογραφικές αναφορές.Η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να περνά απο τον Γκίμπον κατ’ ευθείαν στην Αρβελέρ προκειμένου να δικαιώσει το συναισθημά της.
Και ο Στυλιανός Αλεξίου αποδόμησε εξαιρετικά τον Κύριλλο Μάνγκο
καθώς και τον δασκαλό του Romilly Jenkins… αλλα το έκανε με τον επιστημονικό τρόπο και κυρίως κατανοητό στον απλό αναγνώστη. Αναμένουμε λοιπόν τις υποδείξεις και παραπομπές σας.
καλά σας λέει κε. Κατσιμάνη,
είναι άκρως αντιεπιστημονικό να προσπαθείτε να δικαιώσετε τα δικά σας συναισθήματα και όχι τα δικά τους;
Γράφει ὁ κ. Κατσιμάνης (sic):
Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους (…)
Ὁ ὅρος “Βυζάντιο΄΄ εἶναι τελείως ἀδόκιμος. Μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἡ ἀγγλικὴ Σχολή ἀποκαλοῦσε Late Roman Empire (ὕστερη ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία), τὴν μακρὰ περίοδο ποὺ ὁνομάζουμε σήμερα “Βυζάντιο΄΄, ἐνὼ ἡ γερμανικὴ ἱστορικὴ Σχολὴ τὴν ἀποκαλοῦσε oströmischen Reiches (ἀνατολικοῥωμαϊκὸ βασίλειο).
Ἡ κ. Ἀρβελὲρ ἀναφέρει, σὲ ὅλα της σχεδὸν τὰ συγγράμματα, ὅτι τὸ “Bυζαντινὴ΄΄ αὐτοκρατορία ἐπικράτησε στὰ γαλλόφωνα πανεπιστήμια (καὶ πανεπιστημιακὰ-ἐρευνητικὰ συγγράμματα). Οἱ δὲ Γερμανοὶ καὶ Ἄγγλοι σταμάτησαν νὰ ἀναφέρονται στὴν ῥωμαϊκότητα τοῦ δήθεν “Βυζαντίου΄΄ μετὰ τὴν ἴδρυση τῆς “Ἔδρας Βυζαντινῶν Σπουδῶν΄΄, στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
Ὁ δὲ ὅρος “Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία΄΄ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰερόνυμο Βόλφ, ἐφόσον οἱ Φράγκοι κατακτητὲς διεκδίκησαν δυναμικὰ τὴν ῥωμαϊκότητα, μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυση (τέλη 8ου μ.Χ. αἰώνα) τῆς Ἁγίας Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ ἔδρα τὴν Παλαιὰ Ῥώμη.
Λούμπεν,
α) Μάλλον δεν έχεις ιδέα ποιός είναι ο Αλεξίου και τι υποστήριζε ο Μάνγκο. Αλλοιώς δεν θα έγραφες αυτά που γράφεις.
β) Ο Κος Κατσιμάνης υπογράφει με τους επιστημονικούς του τίτλους
και οχι ώς “Ελλην ο Αγανακτισμένος” πράμα που σημαίνει πως προσπαθεί να αναιρέσει κάτι με το οποίο δεν συμφωνεί- επιστημονικά και όχι γηπεδικά.
γ)Και βέβαια είναι αντιεπιστημονικό να προσπαθείς να δικαιώσεις τα
συναισθηματά σου σε ιστορικό επίπεδο. Οι Σκοπιανοί για παράδειγμα αυτό κάνουν και υποστήριζουν ένα κάρο ανακρίβειες και μπαρούφες. Τα συναισθήματα μόνο σε οντολογικό επίπεδο. Ρώτα τον κο Κατσιμάνη που είναι και καθηγητής φιλοσοφίας.
Εάν το πρόβλημά σας είναι η επιστημονική μου ασχετοσύνη τότε δεν καταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίο συμμετέχετε σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο και δεν περιορίζεσται στην έκθεση των απόψεων και γνώσεών σας σε επιστημονικά συνέδρια.
Αλλά εκεί βέβαια η τάση σας να υποδεικνύετε σε άλλους την βιβλιογραφία την οποία οφείλουν να μελετήσουν θα προκαλούσε και τις ανάλογες αντιδράσεις.
Εν πάσει περιπτώσει, για να μην χάνουμε τον χρόνο άσκοπα, θα σας παρακαλούσα να μου αποδείξετε, έστω με παραπομπές, το γεγονός ότι η χρήση του όρου Ρωμαίος από πολιτικούς, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και κληρικούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την εποχή την οποία χαρακτηρίζεται ως βυζαντινή περίοδο στις μέρες μας δεν έκρυβε πολιτικές σκοπιμότητες αλλά εξέφραζε την εθνική συνείδηση των υπηκόων της (όπως ισχυρίζετε ο Κυριάκος). Θα σας ήμουν πραγματικά ευγνώμων!
Πώς πιστοποιείται ότι το “Κυριάκος Παπαδόπουλος” αντιστοιχεί σε υπαρκτό πρόσωπο και αυτό είστε εσείς, αγαπητέ; Ε;;;
Είτε σας αρέσει είτε δεν σας αρέσει, εδώ είναι Διαδίκτυο και έχει τους δικούς του όρους, με τους οποίους είσαι υποχρεωμένος να πορευθείς, ή να το εγκαταλείψεις. Εδώ, λοιπόν, κρίνονται τα λόγια, οι σκέψεις του καθενός, και όχι το “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε!”
Επίσης, η χρήση ονοματεπώνυμων, κυρίως, δεν γίνεται για λόγους διαφάνειας, αλλά αποσκοπεί στο να γίνει γνωστός ο φορέας τους.
YG. Mόλις μπήκα εδώ, και δεν ξέρω κανέναν. Όμως, αυτή η καραμέλα για τα ψευδώνυμα και τα επώνυμα δεν μου αρέσει…
Φίλε/φίλη, μάλλον δὲν γνωρίζεις ὅτι μποροῦν εὔκολα νὰ ταυτοποιηθοῦν οἱ IP διευθύνσεις. Οἱ φορεῖς τοῦ Ἀντιφώνου εὔκολα μποροῦν νὰ ταυτοποιήσουν τὴν IP μου μὲ τὴν ἀντίστοιχη IP τῶν email ποὺ τοὺς στέλνω. Ἄλλωστε γράφω πάντοτε ἀπὸ τὸν φορητό μου, ὅχι σὰν κάποιους-κάποιους ἀπὸ σᾶς, ποὺ ἀλλάζετε Η/Υ (ἄλλοι πάνε σὲ ἴντερνετ καφέ, ἄλλοι γράφουν μάλλον ἀπὸ computer labs, διότι ἀλλάζει διαρκῶς ἡ IP τους).
Ἡ ἀνωνυμία εἶναι ἐντελῶς φαινομενικὴ στὸ διαδίκτυο. Δὲν κατηγόρησα τὴν “ἀνωνυμία΄΄, ἀλλὰ τὴν μετωπικὴ σύγκρουση ἑνὸς ἀνωνύμου μὲ ἕναν ποὺ γράφει ἐπώνυμα. Δὲν εἶναι ἀνδρίκια πράγματα αὐτὰ.
@ Λούμπεν
..Το αυτόν και δια την χρησιμοποίηση του Μαρξιστικού όρου Λούμπεν στο ψευδώνυμό σου.. μήπως κρύβει πολιτική σκοπιμότητα ή εκφράζει πραγματικά το συνειδητό “αλητοειδές” του ανώνυμου χρήστη??
@ Κυριάκος
Τελικά είμαστε πραγματικοί απόγονοι του Βυζαντίου γιατί ενώ μας έχουν κυκλώσει οι οχτροί, εμείς συζητάμε για τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ των παλαιότερων εποχών.
Φαίνεται ότι κανένας από τους δυό σας δεν ζεί σε ότι έχει απομείνει από το παλαιό Βυζάντιο για να βιώσει στο πετσί του τι θα πει Ιστορική συνέχεια..
δε μπορω να παρακολουθησω το αρθρο, σα να προκειται για προσωπικη διαμαχη με καποιον και βγαζει απωθημενα
κατά τα άλλα δεν μπορείς να…παρακολουθήσεις το άρθρο!
Ο αρθρογράφος έχει δίκαιο όσον αφορά στο ζήτημα των ονομάτων και άδικο όσον αφορά στα περί διώξεων. Δεκάδες δυτικοί ιστορικοί έκαναν λόγο για την ελληνικότητα του Βυζαντίου και τη συνέχεια μεταξύ Βυζαντινών και Νεοελλήνων καταρρίπτοντας το επιχείρημα ότι η ονομασία Έλληνας για τους Ρωμιούς συνεπάγεται αυταπόδεικτα εναντίωση στο Βυζάντιο. Μεταξύ αυτών η Αρβελέρ γράφει:
«…το αδόκιμο όνομα Βυζάντιο για τη μεσαιωνική [b]ελληνική [/b] αυτοκρατορία» (Γιατί το Βυζάντιο, σ. 17)
«Η αυτοκρατορία με την ποικιλία των λαών και των εθνών που περιελάμβανε προηγούμενα το Βυζάντιο, παραχώρησε τη θέση της σε μια [b]ελληνορθόδοξη [/b] Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία» (Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σ. 60).
«..το μεγαλείο της μεσαιωνικής [b]ελληνοσύνης [/b] της Ρωμανίας, του Βυζαντίου δηλαδή» (Γιατί το Βυζάντιο, σ. 69)
Να και -κατά τους ρωμανιδιστές- κάποιοι “φραγκεμένοι οπαδοί του Καρλομάγνου”:
Θεόδωρος Μετοχίτης
ἡμῖν οἳ καὶ τοῦ [b]γένους [/b] ἐσμὲν καὶ τῆς [b]γλώσσης [/b] [b]αὐτοῖς [/b] [τοῖς Ἕλλησι] κοινωνοὶ καὶ διάδοχοι
Νικηφόρος Γρηγοράς, 14ος αι.
«στ’ αλήθεια σοφός ήταν εκείνος που πρώτος σκέφτηκε και είπε …να μακαρίζεις τον εαυτό σου μ’ όλη σου την καρδιά γιατί [b]δεν γεννήθηκες βάρβαρος αλλά Έλληνας[/b]» (Ρωμαϊκή Ιστορία, viii, 14)
Νικήτας Χωνιάτης 12ος αι.
Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ [b]Ἑλλήνων [/b]πράξεσι χαριζόμενος»
ανώνυμος Αθηναίος 11ος αι.
δεῖ λοιπὸν καὶ ἡμᾶς τοὺς Ἀθηναίους, ὅπως φροντίζωμεν πῶς ἂν [b]οἱ ἄλλοι Ἕλληνες [/b] δοξάζωνται
Μιχαήλ Ψελλός 11ος αι.
«περιγελά τον Ιωάννη Λογγιβάρδο για το γεγονός ότι είναι Ρωμαίος, παιδί της Ρώμης, [b]ἀφ’ ἧς οὐδεὶς … ἐγεωμέτρησε πώποτε[/b]» (Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 188).
Και κυρίως (είναι φραγκεμένοι!!) [b]οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας[/b], [b]Κύριλλος[/b], [b]Θεοφάνης[/b], [b]Θεόδωρος Στουδίτης[/b], [b]Γεννάδιος Σχολάριος[/b], οι οποίοι [b] καταρρίπτουν την άποψη ότι το “Έλληνας” συνεπάγεται τον εκδυτικισμό και και γι’ αυτό είναι απορριπτέο[/b]
Ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος, αδελφός του Μεθόδιου, τον 9ο αιώνα γράφει προς τους Μουσουλμάνους: «[b]εξ ημών [/b] προήλθον πάσαι αι επιστήμαι» (ΙΕΕ τ. Η’, σ. 93 και 234 κ.ε.).
Για τον Θεοφάνη, τον 9ο αι., ο λαός του Βυζαντίου είναι Γραικοί, η γλώσσα είναι γραικική, η παιδεία είναι γραικική. Μόνο η πολιτεία ονομάζεται ρωμαϊκή πολιτεία.
Για τον Θεόδωρο Στουδίτη (8ος-9ος), το βυζαντινό κράτος καλείται Γραικία, οι πολίτες του Γραικοί
Ο Γεννάδιος Σχολάριος γράφει
[b]Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες[/b]
και ονομάζει τους σύγχρονούς του Έλληνες
ὁπότε τὰ Ἑλλήνων…ἤνθει
βέλτιστε τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων
κοσμεῖς δὲ ἄρα τοιοῦτος ὢν τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων
πᾶσιν Ἕλλησι τοῖς ὑπολελειμμένοις
πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς
τῶν ἐν τῷ κλίματι τῷδε Ἑλλήνων πάντων
καὶ νῦν οὐκέτι τὰ τῶν Ἑλλήνων ὁ ἀνθρώπινος βίος ἕξει σεμνά, οὐδὲ τὰ μνημεῖα τῆς προγονικῆς ἡμῶν ἀρετῆς ἢ ἐστήξει, ἢ μένοντά που καλῶς γνωσθήσεταί τε καὶ θαυμασθήσεται.
εἶδον…τὴν ἐλπίδαν τοῦ δυστήνου τῶν Ἑλλήνων λειψάνου πᾶσαν ἀνηρημένην
Ἑλλάς, ἡ πρὸς [b]ἡμῖν [/b]αὕτη καὶ [b]ἀρχαία πατρὶς ἡμῶν[/b]
Όσο για τους Βλάχους εμένα ο προπαππούς μου ήταν Βλάχος και ήταν Έλληνας, οι δε Αβέρωφ κλπ. χάριζαν πολεμικά και έκτιζαν πολυτεχνεία κι ελληνικές σχολές και σχολεία όχι στην Πόλη ούτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά στην Ελλάδα βλέποντάς την ως συνέχεια του Βυζαντίου. Όσοι νοιώθουν βλάχοι Ρωμαίοι ας μην τολμήσουν να ξαναφτιάξουν ρουμανικό πριγκιπάτο της Πίνδου.
Τὸ θέμα μὲ ἀφορὰ ἄμεσα, γι’ αυτὸ θὰ σᾶς ἀπαντήσω προσωπικά. Ἄν θεωρήσετε τὸν τόνο μου ἔντονο, δὲν θὰ ἀπολογηθῶ, διότι τόσο τὸ κείμενο τοῦ κ. Κατσιμάνη, ὅσο καὶ τὸ σχόλιό σας, πετάει στὴν κυριολεξία τὸ γάντι.
~~~
1. Ἐφόσον ἔχετε ὅντως τὸ (ἐξαντλημένο πιὰ) βιβλίο τῆς κ. Ἀρβελέρ, μοῦ προξενεῖ ἐντύπωση ποὺ δὲν ἔχετε διαβάσει τὸν πρόλογο, καὶ τὴν συμβατικότητα τῶν ὁρισμῶν ποὺ δίνει: ἐκεῖ ἐξηγεῖ πῶς ὁνομάζεται σήμερα τὸ κάθε τί, καὶ γιὰ ποιὸν λόγο (ποιοί συσχετισμοὶ δηλαδὴ μᾶς ἐπιβάλλουν στὸ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ῥωμαῖος).
Παρακολουθεῖστε ὅλη τὴν συνέντευξη τῆς κ. Ἀρβελὲρ στὸ Ἀρχονταρίκι (σᾶς παραθέτω τὸ πρῶτο μέρος), γιὰ νὰ καταλάβετε τὶ ἐννοῶ:
http://www.youtube.com/watch?v=OhroRvJVPgk
~~~
2. Ἡ λέξη Ἕλλην χρησιμοποιεῖται διαρκῶς, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὅμως ἀλλὰζει ἡ ἐτυμολογία της. Τὸν 12ο αἰώνα, πέρα ἀπὸ τὸν παγανιστή, Ἕλλην σήμαινε ἐνίοτε καὶ τὸν Βάρβαρο (ξένο), ὅπως π.χ. τὸν Κινέζο ἤ τὸν Πέρση! Ἄν ἐπιθυμεῖτε νὰ πάρετε μιὰ γεύση, καὶ μιὰ σωστὴ κατεύθυνση στὴν μελέτη τῶν πηγῶν, μπορεῖτε νὰ μελετήσετε τὴν ὑποδειγματικὰ γραμμένη (ὡς πρὸς τὴν ἀνάλυση) ἐργασία ποὺ σᾶς παραθέτω παρακάτω:
http://elocus.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?filename=%2Fvar%2Fwww%2Fdlib-portal%2F%2Fdlib%2F3%2Fb%2Ff%2Fattached-metadata-dlib-13ea583b8e924da363fd5b0dbcc288f3_1243838527%2F20080904_Malatras_Christos_Mc.pdf&lang=el&pageno=1&pagestart=1&width=595&height=842&maxpage=109
Νομίζω ὅτι εἶναι ἀστεῖες οἱ σκόρπιες ἀναφορὲς στὴν χρήση “Ἕλλην΄΄, μάλιστα ὅταν δὲν δίνετε τὴν ἀκριβὴ πηγὴ ποὺ χρησιμοποιεῖτε (τὰ κείμενα ὑφίστανται βελτιώσεις μὲ τὸν καιρό, καὶ ἄλλα ἀποδεικνύονται ψευδεπίγραφα: πῶς γνωρίζουμε ἄν ἡ ἔκδοση ἀπὸ τὴν ὁποία πήρατε τὸ κείμενο εἶναι up-to-date καὶ ἀποδεχτὴ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ κοινότητα;) . Ὑπάρχουν ἄλλες τόσες ἀναφορὲς ποὺ ταυτίζουν τὴν λέξη Ἕλλην μὲ εἰκόνες ποὺ μάλλον δὲν θὰ θέλατε νὰ ἔχετε ὑπόψιν…πάντως πρέπει νὰ ἐξηγεῖτε τὴν μέθοδο ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ βγάλετε συμπεράσματα. Διότι Ἕλλην, γιὰ παράδειγμα πολὺ ἀργότερα, ὁ Μακρυγιάννης ἀποκαλεῖ καὶ τὸν Σέρβο.
Τέλος, ἡ ἀναφορά σας στὴν περίοδο 14ου καὶ 15ου αἰώνα, ὅπου ἄκμασαν οἱ Πληθωνικοὶ καὶ οἱ φραγκοσπουδαγμένοι λόγιοι, μάλλον δείχνει ὅτι χρησιμοποιεῖτε τὶς πηγὲς χωρὶς κάποια μέθοδο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς σκόρπιες ἀναφορὲς τοῦ κ. Κατσιμάνη: πραγματικὰ μὲ ἐξέπληξε ἡ μονομέρεια τῆς ἀνάλυσης. Θὰ κάνω, πάνω σ’ αύτό, τὶς ἐξὴς παρατηρήσεις.
Ἤδη, διαβάζοντας τὸν τίτλο Ἡ Διαχρονικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Συνείδησης καὶ ἡ Ψευδεπίγραφη “Ῥωμαϊκότητα΄΄ τῶν Βυζαντινῶν, διέκρινα ἕνα ἐκκωφαντικὸ λάθος. Ὁ κ. Κατσιμάνης ἀποκαλεῖ “Βυζαντινοὺς΄΄ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ αὐτοπροσδιορίζονταν Ῥωμαίοι, καὶ βάζει σὲ εἰσαγωγικὰ τὴν οὐσία τῆς ἐθνοτικῆς τους ἰδιαιτερότητας. Ἄν δὲν ὑπήρχαν εἰσαγωγικὰ στὴν λέξη “Ῥωμαϊκότητα΄΄, θὰ ὑπέθετα ὅτι ὁ συγγραφεῦς ἀνήκει στὴν ἑλληνοκεντρικὴ σχολή, τῶν κοραϊστῶν. Ὅμως, μὲ τὴν μὴ τυχαία χρήση τῶν εἰσαγωγικῶν, γεννῶνται τὰ ἐξῆς εὕλογα ἐρωτήματα: (i) δὲν γνωρίζει ὁ κ. Κατσιμάνης τὸ θέμα τὸ ὁποῖο πραγματεύεται στὸ ἄρθο του ἤ μήπως (ii) σκοπίμως προσπαθεῖ νὰ φορτίσει τὸν προσδιορισμὸ Ῥωμαῖος ἀρνητικά, ὥστε νὰ συμπαρασύρει τὸν ἀνυποψίαστο ἀναγνώστη στὴν ἐρμηνεία ποὺ ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος νὰ δώσει. Ἄλλωστε, τὸ κείμενο βρίθει ἀπαξιωτικῶν καὶ ἀντιεπιστημονικῶν ἐκφράσεων γιὰ τὴν ῥωμαϊκότητα. Παραθέτω μόνο μερικὰ ἀπὸ τὰ δεκάδες ἀποσπάσματα (sic):
(Ι) Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση (…)
(ΙΙ) Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο (…)
(Σημείωση: άκολουθεῖ ἡ ἀναφορὰ στὴν Ῥωμαϊκότητα πάντοτε σὲ εἰσαγωγικά, ἐνῶ ὁ ὅρος Βυζαντινὸς δίδεται χωρὶς εἰσαγωγικά!)
(ΙΙΙ) « Ένα πουκάμισο αδειανό»
(Σημείωση: άναφορὰ στὸν ὅρο Ῥωμαῖος. Σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἀκόμα καὶ ἡ ὁνομασία τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς Νέα Ῥώμη μπαίνει σὲ εἰσαγωγικά, ἐνῶ ἡ λέξη Βυζάντιο χωρὶς εἰσαγωγικά!)
Δὲν θὰ δώσω ἐγὼ τὴν ἀπάντηση στὸν κ. Κατσιμάνη, ἀλλὰ θὰ παραθέσω τὴν θέση τῆς κ. Ἑλένης Γλύκατζη-Ἀρβελὲρ πάνω στὸ θέμα. Ὁ ὅρος “Βυζάντιο΄΄ εἶναι τελείως ἀδόκιμος. Μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἡ ἀγγλικὴ Σχολή ἀποκαλοῦσε Late Roman Empire (ὕστερη ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία), τὴν μακρὰ περίοδο ποὺ ὁνομάζουμε σήμερα “Βυζάντιο΄΄, ἐνὼ ἡ γερμανικὴ ἱστορικὴ Σχολὴ τὴν ἀποκαλοῦσε oströmischen Reiches (ἀνατολικοῥωμαϊκὸ βασίλειο). Ἡ κ. Ἀρβελὲρ τονίζει ὅτι ὁ ὅρος “Bυζαντινὴ΄΄ αὐτοκρατορία ἐπικράτησε στὰ γαλλόφωνα πανεπιστήμια (καὶ πανεπιστημιακὰ-ἐρευνητικὰ συγγράμματα). Οἱ δὲ Γερμανοὶ καὶ Ἄγγλοι σταμάτησαν νὰ ἀναφέρονται στὴν ῥωμαϊκότητα τοῦ δήθεν “Βυζαντίου΄΄ μετὰ τὴν ἴδρυση τῆς “Ἔδρας Βυζαντινῶν Σπουδῶν΄΄, στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ὁ ὅρος “Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία΄΄ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰερόνυμο Βόλφ, ἐφόσον οἱ Φράγκοι κατακτητὲς διεκδίκησαν δυναμικὰ τὴν ῥωμαϊκότητα, μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυση (τέλη 8ου μ.Χ. αἰώνα) τῆς Ἁγίας Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ ἔδρα τὴν φραγκοκατακτημένη Παλαιὰ Ῥώμη.
~~~
3. Ἡ μέθοδος “Σὸκ καὶ Δέος΄΄ ἦταν ἀνέκαθεν ἀποτελεσματική, προκειμένου νὰ ὑποτιμηθεῖ καὶ νὰ ὑποβαθμιστεῖ ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἡ ἀξία μιὰς συγκεκριμένης θέσης. Κάποτε, ὁ Μάνος Χατζιδάκις “ἔπιασε ἀπὸ τὸ αὐτὶ΄΄ τὸν Διονύση Σαββόπουλο, ζητώντας του ἐξηγήσεις γιὰ τὸ τραγούδι-παρωδία τοῦ δευτέρου “Χατζηδάκιαμ Θωδοράκιαμ΄΄. Ὁ Σαββόπουλος ἀπολογήθηκε στὸ στὺλ “καλά, Ἑσεῖς ὁλόκληρος Χατζηδάκις τί ἔχετε νὰ φοβηθεῖτε ἀπὸ ἕναν κλόουν σὰν ἐμένα΄΄, καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν μεγάλο μας συνθέτη ἦταν “Ὁ θυμὸς πουλάει Νιόνιο μου, ὁ θυμὸς πουλάει!΄΄. Καὶ εἶχε δίκιο ὁ Χατζιδάκις: ἀρέσει στὸν μαζικοποιημένο κόσμο τὸ φρέσκο αἵμα τῶν μονομάχων ποὺ ῥέει ἄφθονο πιὰ στὶς διαδικτυακές ἀρένες. Θὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος. Θὰ ἐπικολλήσω (sic) τὴν πρώτη παράγραφο τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Κατσιμάνη:
Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν.
Θὰ ἔπρεπε εἴτε νὰ ἀναφερθεῖ συγκεκριμένα σὲ αὐτὲς τὶς μελέτες ὁ κ. Κατσιμάνης, εἴτε νὰ ἐξηγήσει ποιές εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη του, αὐτὲς οἱ “σκοπιμότητες΄΄ τῶν ἀρθρογράφων (μάλλον ἐννοεῖ ἕναν συγκεκριμένο ἀρθρογράφο, διότι στὴν ἀντίληψή μας ὑπέπεσε ἕνας ἀποκλειστικὰ συγγραφέας τέτοιων κειμένων, τελευταία, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε περισσότερους!).
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἕνας δάσκαλος ξεκινᾶ νὰ γράφει μὲ ἀφορισμούς, χωρὶς νὰ στοιχειοθετεῖ τὸν λόγο του, κλονίζεται καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸ γραπτό του. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει συχνά-πυκνὰ καὶ ἡ κ. Ἀρβελὲρ “Ἔχουμε κακὸ ὅνομα στὴν Σορβώνη, ἐπειδὴ ὅταν ἔρχονται ἑλλαδίτες νὰ σπουδάσουν ἀντὶ νὰ σπουδάσουν «διδάσκουν» στοὺς δασκάλους τους΄΄. Νὰ ἤτανε μόνο στὴν Σορβώνη τὸ κακό μας ὅνομα, κ. Ἀρβελέρ!
~~~
4. Κι ἐσεῖς μοῦ φαίνεται χρησιμοποιεῖτε τὴν ἴδια μέθοδο: ΣΟΚ καὶ ΔΕΟΣ: άπορῶ, πῶς μπορεῖτε (ἐν ἔτῃ 2012), νὰ μᾶς γράφετε “μὴν τολμήσετε΄΄. Ἔχουμε ἤ δὲν ἔχουμε ἐλευθερία στὸν λόγο; Μοῦ φέρνετε στὸν νοῦ τὶς διηγήσεις τῆς γιαγιάς μου, γιὰ τὸ ἀπίστευτο ξύλο στὰ Ἀρμανόπουλα, σὰν κάνανε καὶ μιλούσανε τὴν νεο-λατινική τους διάλεκτο, ἐπὶ Μεταξά…
~~~
5. Δὲν εἴμαστε ὅλοι τὸ ἴδιο. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβετε ἐσεῖς οἱ “βέροι΄΄ Ἕλληνες. Πεῖτε μας γραφικοὺς καὶ ὅτι θέλετε: νὰ ξέρετε ὅμως ὅτι ἡ “ὁμοιογένεια΄΄ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ Κράτος εἶναι ψευδὴς καὶ ἀνύπαρκτη. Εἶναι ὑποχρέωση ὅλων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν νὰ ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ Κράτους στὸ ὁποῖο ἀνήκουν. Μέχρι ἐκεῖ: στὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐθνικὴ καταγωγὴ τῶν κοινοτήτων/μειονοτήτων/ἐθνοτικῶν ὁμάδων, ὑπάρχει μεγάλη καταπίεση καὶ ἀνελευθερία. Τὸ καταλαβαίνουνε αὐτὸ μερικοὶ θολοκουλτουρίαρηδες, δὲν τὸ καταλαβαίνουνε, τὸ πρόβλημα θὰ τὸ βρίσκουν πάντοτε μπροστά τους.
~~~
6. Έμεῖς προτείναμε, μὲ τὸ ἄρθρο Πρόταση γιὰ Μιὰ Διαφορετικὴ Παγκοσμιοποίηση, νὰ ψηλαφίσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἐνώνουν. Ἐσεῖς ἀσκεῖτε (λεκτικὴ: ἄν μπορούσατε θὰ τὴν μετατρέπατε καὶ σὲ σωματικὴ) βία, σὲ ὅποιον διανοηθεῖ κι ἐκφέρει διαφορετικὴ ἄποψη.
Σᾶς εὐχαριστοῦμε πάντως, διότι ἔχετε τὸ θράσσος καὶ δὲν κρύβετε τὰ Γκαιμπελικῆς ἐμπνεύσεως τσιτάτα σας (πρὸς ἐκφοβισμό).
Θέλω να ομολογήσω το [i]«σοκ και δέος»[/i] μου από το “όλον” της άποψης του κ. Κ. Παπαδόπουλου: Ως προς ένα, δηλαδή, παντελώς (κατά την ταπεινή μου γνώμη) ασύστατο δίλημμα μεταξύ [i]ρωμαϊκότητος[/i] και [i]ελληνικότητος[/i].
Θέλω (κατά τα άλλα) να συμφωνήσω μαζί του σε ό,τι αφορά τη χρήση του επιθέτου «βυζαντινός» από τον συγγραφέα του βασικού, σ’ αυτή τη σελίδα, κειμένου.
Αλλά θέλω και να συγχαρώ τον κ. Κατσίμανη, αφ’ ενός, για τη νηφαλιότητα τού λόγου του και, αφ’ ετέρου, για την αξιοπρέπεια τής σιωπής του.
ΥΓ: Απορώ πάντα μ’ εκείνους που ομολογούν (εμπράκτως) ότι ο μόνος τρόπος να πείσουν είναι να κατακρατήσουν, για λογαριασμό τους, όχι μόνο την [b]πρώτη[/b] αλλά και την [b]τελευταία[/b] λέξη κάθε διαλόγου.
Ακόμα περισσότερο, όταν πιστεύουν ότι αρκεί να προλάβουν να αποδώσουν [i]«πέταγμα γαντιού»[/i] στον… άλλον, προκειμένου να έχει δικαιωθεί η αδιήγητη επιθετικότητα – μίας προς μία – όλων τους των παρεμβάσεων.
Καλοδεχούμενη ἡ παρατήρησή σας, ἀλλὰ ἔχω μιὰ ἔνσταση:
Δὲν συμμετείχα _σχεδὸν ποτέ_ σὲ συζητήσεις στὸ Ἀντίφωνο, παρὰ _σχεδὸν ἀποκλειστικά_ σὲ ἐλάχιστες δημοσιεύσεις, ποὺ ἀφοροῦν στὸ συγκεκριμένο θέμα__.
Εἴχα μῆνες νὰ γράψω ἔστω κι ἕνα σχόλιο, κι ἔχει δύο βδομάδες ποὺ μπῆκα στὴν συζήτηση γιὰ τὸ θέμα: ἄν σᾶς δημιουργεῖ πρόβλημα τὸ γεγονὸς ὅτι μπῆκα στὸ συγκεκριμένο debate, ἀπολογοῦμαι…
Ὅσον ἀφορὰ στὴν ἐπιθετικότητα κάποιων καὶ τὴν ὑπομονὴ κάποιων ἄλλων, καλῶς νὰ κρίνετε, ὅμως κάποιος μ’ ἔχει ἀποκαλέσει, πρόσφατα, δημόσια “ὑπερασπιστὴ τοῦ νεο-Ὀθωμανισμοῦ΄΄, καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἴχα αὐτὸ στὸ νοῦ, ὅταν σχολίασα σὲ ἄρθρο (του) ὅπου μεταξὺ ἄλλων (δεῖτε σημείωση ἀρ. 20) συκοφαντεῖται σχεδὸν ἄμεσα ἡ γραφή μου.
Δὲν θὰ τὸ συνεχίσω, σεβόμενος τὴν παρέμβασή σας, γιὰ τὴν ὁποία πάντως σᾶς εὐχαριστῶ.
Θερμὲς Εὐχὲς
Αντί να δοξάζουμε τον Θεό που το όνομα [u]Έλληνας [/u] έχει πλέον ‘καθαριστεί’ από τους ρύπους σε σημείο να μας λέει ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλορόφσκυ :
[u]«ἄς γίνωμεν περισσότερον ‛Ἕλληνες’, ὥστε νά ἀποβῶμεν ἀληθινοί Χριστιανοί» [/u]
όπως διαβάζουμε στο πολύ ωραίο άρθρο του κ. Τσιτσίγκου, εδώ στην πρώτη σελίδα του Αντιφώνου, στο:
Φαινομενολογία της Ελλαδικής και Οικουμενικής Ορθοδοξίας
[url]https://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Θεολογία-Θρησκειολογία/Άρθρα/1414-Φαινομενολογία-της-Ελλαδικής-και-Οικουμενικής-Ορθοδοξίας-σήμερα.html[/url] ,
σήμερα καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε απίστευτες διαμάχες για το τι πρέπει να υιοθετήσουμε: Τη Ρωμιοσύνη ή τον Ελληνισμό!! Το Ρωμαίος/Ρωμηός ή το Έλληνας!
Έ Λ Ε Ο Σ
Ο κ. Τσιτσίγκος γράφει ακόμη:
[i]«ὁ Χριστιανισμός διά τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατέστη παγκόσμια θρησκεία»
Ἡ ἑλληνική, ὅμως, αὐτή ἐκδοχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόσο μέσω τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης καί τοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καί μέσω τῆς γλώσσας, δέν θά πρέπει ―ἀκόμα καί στό χῶρο τῆς Διασπορᾶς― νά νοεῖται ἐγωκεντρικά καί ἐθνικιστικά, ἀλλά διεθνικά καί οἰκουμενικά, σύμφωνα μέ τό βαθύτερο πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ (βλ. Πλάτων, Ἰσοκράτης κ.ἄ.). [/i]
Ποιος ο λόγος να επιμένουμε σε ονόματα όπως Ρωμαίος(οδηγεί το νου μεμιάς σε ‘ρύπο’, σε αίρεση), Ρωμηός κτλ ;;
[u]Ο Χριστιανός Έλληνας [/u] είναι ό,τι καλύτερο.
Μη αναλώνεστε λοιπόν σε ανύπαρκτα θέματα! Όλη η προσπάθειά μας πρέπει να έχει ένα και μόνο στόχο: Να μη χάσει ο Έλληνας την Πίστη του! Έχετε να πείτε κάτι που θα βοηθήσει ώστε ο Έλληνας να γίνει καλύτερος χριστιανός; Πείτε το!
Το να ασχολείστε με ό,τι άλλο νομίζω πως είναι… τζάμπα κόπος!
Η ελπίδα του κόσμου είναι η Ορθοδοξία
Και “[i]Μέσα στήν Ορθοδοξία ο Ελληνισμός προσέλαβε καί ολοκλήρωσε τή νέα του αυτοσυνειδησία[/i]” όπως μας λέει και ο κ. Τσιτσίγκος
Γιατί ποιείτε την νήσσαν κ. Παπαδόπουλε; Ενας από αυτούς που αναφέρει είστε εσείς με το άρθρο σας για την “διαφορετική παγκοσμιοποίηση”.
Χαίρομαι πάντως που το σχόλιό μου και η υπόδειξη γιά το άρθρο του κ. Κατσιμάνη έπιασε τόπο και δημοσιεύτηκε σαν απάντηση στο δικό σας.
Μεταξύ άλλων είπατε και τα εξής γιά τον συγγραφέα και γιά το άρθρο αυτό:
Κ.Π.:
“1) Ὁ κ. Κατσιμάνης δὲν φέρει τὸν τίτλο ποὺ γράφετε. Μετακινήθηκε
σὲ ἄλλον τομέα…
2) Πέφτει σὲ ἀπίστευτες ἀντιφάσεις καὶ λάθη (λίγα ἀπὸ αὐτά: ὁ ὅρος Ῥωμαῖος ἐγκαταλείφθηκε σταδιακά, ὁ προσδιορισμὸς Ῥωμαῖος ἀφοροῦσε τὴν ὑποταγὴ στὸν αὐτοκράτορα κλπ.)
3) Ὅταν ἀντιλόγησα στὸ γραπτό του, μὲ ἀποδοκίμασε καὶ μὲ χαρακτήρησε “ὀπαδὸ τοῦ νεο-ὀθωμανισμοῦ΄΄.
Μὲ τέτοιους ἐρασιτέχνες ἔφτασε ἡ παιδεία μας ἐδῶ ποὺ ἔφτασε…
Κ.Π. “
Και η απάντησή μου σε σας ήταν η εξής:
Αρης: “
1) άσχετο
2) ποιές και γιατί
3α) τακτική που χρησιμοποιείτε και εσείς πυκνά συχνά
3β) είστε οπαδός του νεο-οθωμανισμού;
4) Εδώ που φτάσαμε, δεν φτάσαμε εξ΄αιτίας των ερασιτεχνών, αλλά εξάιτίας των σπουδαγμένων και των επαγγελματιών.
Ξανακοίταξα τις απαντήσεις σας στα διάφορα σχόλια στο άρθρο και διαπίστωσα ότι στην ουσία δεν απαντάτε ποτέ, δεν κάνετε διάλογο με κανένα, παρά συνεχίζετε και χτίζετε με μονόλογο στις πάγιες θέσεις σας, και όταν στριμώχνεστε, χρησιμοποιείτε την τακτική της αφισοκόλλησης και της κυκλικης λογικής, χαρακτηρίζοντας και βάζοντας ταμπέλες στούς σχολιαστες.
Οι πηγές σας και οι αναφορές είναι μονόπλευρες, και παρ΄όλη την μεγαλοπρέπεια και την ραφινάτη ευγένεια και υπομονή πού θελετε να δειξετε με τον τρόπο του γραψίματος και των απαντήσεών σας σ΄αυτούς που, είτε έχουν διαφορετική γνώμη από εσάς, είτε που ακόμη ψάχνονται, είτε που ακόμη προσπαθούν να συνέλθουν από την αυθάδεια της πρότασής σας , στην ουσία το μόνο που φαίνεται είναι μιά σκληράδα και μιά μεγάλη προσπάθεια να κρατηθήτε για να μην τους κατασπαράξετε.
Ηρεμία λοιπόν, κ. Παπαδόπουλε. Ο διάλογος με θέσεις τσιμέντο δεν έχει αποφέρει ποτέ. Απλώς κολλάει, βουλιάζει στα απύθμενα και τραβάει μαζύ του στο βυθό και τους συμπαρασύρει όλους. “
Με τις υγείες σας τώρα, και στον αγώνα, και ας με βρίσκετε και λίγο υπέρ του δέοντος ευαίσθητο.
Γνωριζόμαστε, καὶ τὸ ξέρω…
Όλοι οι συμμετέχοντες σ’ αυτή τη συζήτηση χωρίς καμία εξαίρεση, ανοικτά η συγκεκαλυμμένα, έχουμε ήδη πάρει τις αποφάσεις μας για το δίκαιο και το άδικο για το αληθινό και το ψεύτικο. Οι αποφάσεις μας αυτές έχουν σχέση: 1) με το αποτέλεσμα της διαδικασίας του σχηματισμού της προσωπικής και συλλογικής μας ταυτότητας. Διαδικασία που με την σειρά της συντελέστηκε κατά την διάρκεια της προσπάθειας να επιβιώσουμε ως πρόσωπα μέσα στις de facto πολεμικές συνθήκες των κοινωνικών σχέσεων. 2)με την πολεμική μας διάθεση και ετοιμότητα να υπερασπίσουμε ή να διεκδικήσουμε τον ζωτικό χώρο που κρίνεται απαραίτητος για την επιβίωση της συλλογικότητας με την οποία κάθε φορά ταυτιζόμαστε. Ο απαραίτητος ζωτικός χώρος δεν έχει να κάνει μόνο με το έδαφος και τις οικονομικές δυνατότητες αλλά και με την ψυχολογία, με άλλα λόγια έχει να κάνει με την πολιτισμική και την ιστορική κληρονομιά που διεκδικούμε ως συλλογική περιουσία. Η συλλογικότητα με την οποία κάθε φορά ταυτιζόμαστε διατυπώνει μία κυρίαρχη αντίληψη ταυτότητας για τον εαυτό της και μία σχετική με αυτήν ιστορική αφήγηση. Οι προσωπικές αντιλήψεις για την συγκεκριμένη συλλογική ταυτότητα και την ιστορία της σε σχέση με την κυρίαρχη αντίληψη , είτε συγκλίνουν είτε αποκλίνουν, ενώ στην διαμόρφωση τους , πολλές φορές αλλά όχι πάντα, τον καθοριστικό ρόλο παίζει η ένταξη σε επιμέρους εθνοτικές ,ταξικές, πολιτικές,γλωσσικές ή άλλες συλλογικότητες.
Στην περίπτωση δε που η προσωπική ταυτότητα κάποιου, σε σχέση με την κυρίαρχη συλλογική, αλληλοαποκλείονται και στο βαθμό που το πρόσωπο αυτό δεν θέλει να περιοριστεί στο ρόλο του αποκλεισμένου ‘’άλλου’’ αλλά επιδιώκει είτε να καταστήσει το περιβάλλον του πιο φιλόξενο είτε να κυριαρχήσει πάνω σε αυτό ,τότε η σχέση αυτού του προσώπου με αυτούς που ταυτίζουν την προσωπική τους αντίληψη με την κυρίαρχη συλλογική, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι σχέση συζήτησης μεταξύ φίλων αλλά σχέση πολεμική μεταξύ εχθρών.
Είναι επομένως αφελές να προσπαθεί κάποιος να πείσει ότι μοναδικό του κίνητρο είναι η αναζήτηση της αλήθειας και όχι η επικράτηση και να διεκδικεί από τους άλλους ‘’σωστή’’ αντιμετώπιση.
Από την άλλη επειδή ο ‘’κοινός λόγος’’ είναι προϋπόθεση της συζήτησης ( συν – ζήτησης) μόνον και όχι της πολεμικής, σε ότι με αφορά ,συζήτηση κάνω μόνο με τους υποστηρικτές της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού και επομένως αναζητώ μαζί τους τον ‘’κοινό λόγο’’ ενώ με τους πολέμιούς της, ανεξαρτήτως ύφους, κάνω πολεμική και θεωρώ την αναζήτηση ‘’κοινού λόγου’’ χάσιμο χρόνου.
Υπέρ της συνέχειας υπάρχει γκάμα επιχειρημάτων που εδράζονται στην ράτσα, στη γλώσσα και στον πολιτισμό. Το επιχείρημα της ράτσας, δηλαδή το επιχείρημα ότι τα γονίδια των σημερινών ελλήνων είναι πάνω κάτω τα ίδια με τα γονίδια του Αγαμέμνονα, στα πλαίσια του Zeitgeist της πολιτικής ορθότητας ακούγεται πολύ σπάνια, το επιχείρημα της γλώσσας αντίθετα είναι το ισχυρό ατού των υπερασπιστών της συνέχειας. Ενάντια στην συνέχεια ορθώνονται τα επιχειρήματα των ξένων κατακτήσεων και επιμειξιών, υποβαθμίζεται η σημασία της γλώσσας και αναβαθμίζεται σε απόλυτο βαθμό η σημασία του πως διαμορφωνόταν ιστορικά η αυτοσυνείδηση του ελληνικού πληθυσμού. Το γεγονός δηλαδή ότι οι έλληνες σταμάτησαν κάποια στιγμή να θεωρούν τον εαυτό τους απόγονο της Πύρρας και του Δευκαλίωνα και άρχισαν να τον θεωρούν απόγονο του Αδάμ και της Εύας, θεωρείται αρκετό για να τους αποκόψει από το ελληνικό τους παρελθόν και να τους μεταβάλει σε Ρωμαίους. Αυτό το επιχείρημα στην περίπτωση του Κυριάκου Παπαδόπουλου ενισχύεται και με το ανιστόρητο επιχείρημα του δήθεν εκλατινισμού των ελλήνων. Στην βάση αυτού του επιχειρήματος βρίσκεται η λανθασμένη αντίληψη της Ρωμαϊκής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, ως λατινοκρατίας (κατά το τουρκοκρατία). Η αντίληψη δηλαδή ότι το ‘’λατινικό έθνος’’ ήρθε και αφού κατέκτησε, στην συνέχεια αφομοίωσε το ‘’ελληνικό έθνος’’.
Δυστυχώς παρόμοια αντίληψη για την Ρωμαϊκή περίοδο φαίνεται να έχει και ο κ. Κατσίμανης ο οποίος δείχνει να ταυτίζει τον όρο Ρωμαϊκός με τον όρο Λατινικός. Αναφερόμενος πχ στους λόγους που οι έλληνες του μεσαίωνα επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι γράφει για την ‘’εξυπηρέτηση… διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο. Έτσι όμως του διαφεύγει ότι η βασική διαμάχη δεν ήταν με το λατινικό αλλά με το τευτονικό στοιχείο. Με άλλα λόγια κάνει το ίδιο λάθος που κάνει και η πλειοψηφία των δυτικών ιστορικών: ΤΑΥΤIZEI TOYΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ(ΛΟΜΒΑΡΔΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ) ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΕΚΤΗΣΑΝ. Χαρίζει με αυτό τον τρόπο ένα μέρος της δικιάς μας ιστορικής κληρονομιάς στους σφετεριστές της ,δηλαδή στον Αλάριχο στον Καρλομάγνο και στους πλαστογράφους της Κωνσταντίνειας δωρεάς.
Έτσι όμως δίνει επιχειρήματα στον κ. Παπαδόπουλο που σωστά έχει πιάσει το γεγονός ότι μια μερίδα ελλήνων (οι εθνοφυλετιστές κατά την άποψη του) έχουν πιαστεί κορόιδα από τους δυτικούς (τους απόγονους των γερμανών βαρβάρων ανεξάρτητα αν αυτοί είναι γερμανόφωνοι ή λατινόφωνοι) και τους έχουν χαρίσει ένα κομμάτι από το δικό μας πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν.
Τέλος στο βαθμό που θα εξακολουθούμε να θεωρούμε την Ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας μας ως λατινοκρατία θα εξακολουθούμε ταυτόχρονα να αδυνατούμε να απαντήσουμε και στο κορυφαίο ερώτημα του γιατί ο έλληνας έγινε τούρκος που πολύ ορθά τέθηκε από κάποια παρέμβαση στο άρθρο του Κυριάκου Παπαδόπουλου:
Kατά την άποψη μου ο Ρωμαίος δεν κατάφερε να μετατρέψει τον έλληνα σε Λατίνο γιατί δεν είχε τα φόντα και δεν τα είχε γιατί πριν καλά- καλά εγκαθιδρύσει την πολιτική του κυριαρχία είχε ο ίδιος μετατραπεί σε έλληνα. Αντίθετα ο τούρκος είχε τα φόντα και τα είχε γιατί κατάφερα να αντλήσει από τις δεξαμενές του αραβοπερσικού ισλάμ γενικά και της Σαρία ειδικότερα.
Κύριε Διακομόπουλε,
Γράφετε ἐνδιαφέροντα πράγματα: προσπάθησα νὰ σᾶς βρῶ ἰντερνετικά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα.
Δὲν ἔχω χρόνο, τὴν συγκεκριμένη στιγμή, νὰ σᾶς γράψω ἀναλυτικότερα: μ΄ἀρέσει πολὺ αὐτὸ τὸ debate, κι ἐλπίζω ὁ κ. Καστρινάκης (ποὺ μ’ ἔκραξε δίκαια) νὰ μ’ ἐπιτρέψει τὸν περαιτέρω σχολιασμὸ στὸ μέλλον…
Εἶναι καταπληκικὰ αὐτὰ ποὺ γράφετε: εἶχα κι ἐγὼ στὸ μυαλό μου κάποια πράγματα, ποὺ τὰ παραθέτετε στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου σας. Ἡ προσωπικὴ καὶ ἡ συλλογικὴ ταυτότητα δὲν ταυτίζονται, ἀλλὰ ἀλληλοεξαρτώνται. Εἶναι τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα γράμματα, γιὰ τὰ ὁποῖα μιλοῦσε ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης, στὴν Πολιτεία.
Θὰ ἤθελα ἀπλὰ νὰ διορθώσω μιὰ παρανόηση ποὺ ἔχει γίνει: δὲν ἔχω ὑποστηρίξει ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλατινίστικαν. Θαρρῶ πῶς δὲν ἔχουμε μάθει (και πρῶτος ἀπ΄ ὅλους ἐγὼ) νὰ μελετοῦμε προσεκτικὰ τὰ κείμενα τῶν ἄλλων. Μὲ παρεξηγήσατε, καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω ποὺ ἀκριβῶς.
Κατέθεσα τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Ἑλληνιστικὸς καὶ Λατινικὸς Κόσμος σμίξανε, στὰ πρῶτα αὐτοκρατορικὰ χρόνια, καὶ δημιουργήσαν (σταδιακά, μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Καρακάλλα) τὸν ῥωμαϊκὸ Πολιτισμό. Aὐτὸ συζητοῦσα πρόσφατα καὶ μὲ φίλτατο ἱστορικό, ποὺ τελειώνει τὸ διδακτορικό του ἐδώ, στὸ Birmingham, πάνω στὸ ἀντικείμενο. Μιὰ σοβαρὴ καὶ πολύπλευρη μελέτη κειμένων, ἀρχαιολογική μελέτη, κοινωνιολογική, πολιτειακή, ἀποκαλύπτει ὅτι μέσα στὰ πρῶτα αὐτοκρατορικὰ χρόνια ἔχουμε τὴν γένεση ἑνὸς νέου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποίος ἔχει ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ἑλληνιστικὰ θεμέλια. Ἡ ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὡς παγκόσμιας γλώσσας, δὲν συνεπάγεται ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ καθαρότητα. Οἱ ἀμερικανοὶ δὲν εἶναι Ἄγγλοι, πῶς νὰ τὸ κάνουμε. Ὑπάρχουνε ὅμως Σαιξπηρικοὶ ἀμερικανοὶ λόγιοι ἠθοποιοῖ, συγγραφεῖς, καλλιτέχνες, ποὺ νιώθουν περισσότερο Ἄγγλοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἐν Ἀγγλίᾳ Ἄγγλους!
Κάποτε τὰ “ἔβαλα΄΄ μὲ τὸν John Prag, τοῦ παν. τοῦ Μάντσεστερ, καὶ διευθυντὴ τοῦ ἀρχαιολογικοῦ μουσείου αὐτῆς τῆς πόλης. Ἤρθαμε σὲ ἐπικοινωνία, μετὰ τὴν συνέντευξή του στὸν Γκάρντιαν (If You Like, This is Where Greek History Starts, 27/5/2004). Ἤμουν τότε μεταπτυχιακὸς φοιτητὴς στὸ Λίβερπουλ, καὶ τοὺ ἔγραψα μὲ τὸ παράπονο τοῦ νέου “ξενιτεμένου Ἕλληνα΄΄, ποὺ κάποιοι “τολμήσαν΄΄ νὰ πιάσουνε στὸ στόμα τους τὴν κουλτούρα του καὶ τὴν ἱστορία του. Ὑποστήριζε λοιπὸν ὁ καθ. Prag:
“I’d like to go on to look at DNA from other bodies found in other parts of Greece from the same period,” says Prag. “The modern Greeks would love to know they’re descended from the ancient Greeks. But since 1500BC Greece has been invaded and occupied so many times I’m not sure we’re going to get the answer they want.”
Moῦ ἀπάντησε ἄμεσα, καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄρχισε νὰ φθίνει ὅ (νεανικός μου) ἐθνικισμὸς (ὁ “πιὸ παγκόσμιος΄΄, ποὺ θὰ ‘λεγε καὶ ὁ Σαββόπουλος). Μοῦ ἐξήγησε τὴν διαφορὰ ethnic origins καὶ ethnicity, καθῶς καὶ πολλὲς λεπτομέρεις γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἔρευνάς του.
Τότε ἀναρωτήθηκα, καὶ ἐξακολουθῶ νὰ ἀναρωτιέμαι, τί γίνανε τόσοι πολιτισμοί, καὶ πληθυσμοὶ ποὺ βρίσκονταν στὴν Μεσόγειο, μέσα στὴν ῥωμαϊκὴ εἰρήνη, καὶ “ἐξαφανίστηκαν΄΄. Τί ἀπογίνανε οἱ Θράκες (δεύτερη σὲ πληθυσμὸ ἐθνοτικὴ ὁμάδα, μετὰ τοὺς Κέλτες;). Διάβαζα μιὰ διατριβή, ποὺ ἐκπονήθηκε στὸ Δ.Π.Θ., καὶ ἔμαθα ὅτι ἀρκετὲς λέξεις, ποὺ σήμερα τὶς θεωροῦμε ἀμιγῶς ἑλληνικές, εἶναι θρακικῆς προέλευσης.
Ἡ θέση μου, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἐγκαταλείψω εὔκολα, εἶναι ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, εἰδικὰ στὶς μέρες μας, νὰ βροῦμε τί μᾶς ἐνώνει, καὶ ὅχι τί μᾶς χωρίζει.
Δὲν θὰ διστάσω νὰ τὸ ξαναγράψω: οἱ Ἀρμάνοι (λατινόφωνοι Ὀρθόδοξοι) καταπιέστηκαν τὸν 20ο αιώνα σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια, χωρὶς νὰ ἐξαιρεῖται τὸ ἑλλαδικὸ Κράτος: ὑπήρχαν πρὸ τῆς ἀπελευθέρωσης στὴν γὴ τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας (Μεγάλης Βλαχίας), καὶ ὧ τοῦ θαύματος, τοῦς ἀπαγορεύτηκε νὰ ὁμιλοῦν δημόσια τὴν γλώσσα τους, στὰ χρόνια τοῦ Μεταξᾶ. Δὲν θὰ σταματῶ νὰ καταθέτω τὶς μαρτυρίες συγγενῶν μου, πάνω σ΄ αὐτό. Στὸ ἐθνικὸ Κράτος πλανώταν ἡ ἀπειλὴ διάσπασής του, εἰδικὰ μετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ φασισμοῦ στὴν Εὐρώπη. Κατανοῶ μερικῶς τὴν βίαιη καὶ ἐσπευσμένη κρατικὴ ἀντίδραση, μὲ στόχο τὴν ὁμογενοποίηση καὶ τὴν ἐνότητα τῶν πολιτῶν.
Αὐτὸ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι τί μᾶς φοβίζει νὰ ἀνοίγουμε τέτοια θέματα στὶς μέρες μας, τὴν στιγμὴ ποὺ γίνονται ἄλλα καὶ ἄλλα, καὶ ὁ κόσμος λιώνει μπροστὰ στὶς κακόγουστες ἀνατολίτικες σαπουνόπερες.
Ἕνας εἰλικρινὴς διάλογος θὰ μὰς κάνει καλό: τὸν χρειαζόμαστε.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Ένωσης Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, που αποτελεί το Δευτεροβάθμιο όργανο εξήντα πέντε {65} Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων από όλη την Ελλάδα, αναφορικά με την τελευταία έκθεση του Αμερικανικού Στέητ Ντηπάρτμεντ για την χώρα μας:
1ον. Διαμαρτυρόμαστε για τον χαρακτηρισμό των Βλαχοφώνων Ελλήνων {Βλάχων} έμμεσα ή άμεσα ως εθνικής, γλωσσικής ή άλλης μειονότητας.
2ον. Δηλώνουμε ότι ποτέ εμείς οι ίδιοι οι Βλαχόφωνοι Έλληνες δεν ζητήσαμε την αναγνώριση μας από το κράτος μας, ως μειονότητα αφού ιστορικά και πολιτισμικά ήμασταν και είμαστε αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού.
3ον. Η ύπαρξη και η ομιλία και ενός δευτέρου γλωσσικού ιδιώματος, αποτέλεσμα της μακραίωνης ελληνορωμαικής πολιτιστικής παράδοσης στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο δεν συνιστά λόγο χαρακτηρισμού της ως μειονοτικής γλώσσας με τις γνωστές πολιτικές και άλλες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
4ον. Καταδικάζουμε από οιονδήποτε την εκμετάλλευση για πολιτικούς λόγους ή άλλες σκοπιμότητες ενός καθαρά πολιτιστικού στοιχείου και την αναγωγή του ως στοιχείο εθνικής ή άλλης διαφοροποίησης των Βλαχόφωνων Ελλήνων.
5ον Εκφράζουμε την δυσαρέσκεια μας και αμφισβητούμε ευθέως τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκαν οι συντάκτες της εν λόγω έκθεσης και τους προκαλούμε να προσκομίσουν τα εν λόγω τεκμήρια.
6ον. Δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι σύσσωμοι θα αντιδράσουμε και θα βρεθούμε απέναντι σε οιονδήποτε σκόπιμα παραπληροφορεί και παραποιεί ιστορικά και σύγχρονα δεδομένα αναφορικά με την συλλογική εθνική ταυτότητα των Βλαχόφωνων Ελλήνων.
Το παρόν ψήφισμα διαβιβάζεται στο Αμερικανικό Στέητ Ντηπάρντμεντ και κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Βουλής, Πρωθυπουργό, Αρχηγό Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αρχηγούς Πολιτικών Κομμάτων και το Συμβούλιο της Ευρώπης,
Ο Πρόεδρος
Δήμας Ιωάννης Ο Γεν Γραμματέα ς
Αδάμ Κωνσταντίνος
Ο Α΄Αντιπρόεδρος
Ο Β΄Αντιπρόεδρος
Ο Ταμίας
Ο Ειδ. Γραμματέας
Τα μέλη:
Τσούτσιας Αστέριος
Σαράντης Βασίλειος
Βέρρος Ιωάννης
Βλαίκος Βασίλειος
Γαργαλέτσος Απόστολος
Τσούτσιας Αστέριος
Σαράντης Βασίλειος
Το να φέρνει κάποιος ως παράδειγμα τους αμερικάνους, που αν και μιλούν αγγλικά αυτό ΔΕΝ τους κάνει αυτομάτως και άγγλους, για να μας δείξει ότι και οι πληθυσμοί που μιλούν ελληνικά δεν είναι απαραιτήτως έλληνες είναι απλά, απίστευτο.
Φυσικά για τον απλούστατο λόγο:
Αν οι αμερικάνοι, που φυσικά μιλούν αγγλικά, κατοικούσαν 2000 χρόνια στην Αγγλία, ζούσαν και διδάσκονταν όπως όλοι οι κάτοικοι τις Αγγλίας ανά τους αιώνες, φυσικά θα θεωρούνταν άγγλοι. Έλεος!
[u]Είμαστε έλληνες, με ελληνική γλώσσα, ελληνική παιδεία, δισχιλιετή πίστη των προγόνων μας, ζούμε στα χώματα των προγόνων μας, διδαχθήκαμε από τους προγόνους μας να θεωρούμε αδελφό μας, ΕΛΛΗΝΑ, τον αλλογενή [/u](είτε είναι μαύρος είτε κίτρινος και με DNA εντελώς διαφορετικό από το δικό μας) [u]που θα ακολουθήσει τα δικά μας ‘χνάρια’ κι έτσι πορευόμαστε! [/u]
Αδιαφορούμε για την ελληνική πολιτιστική καθαρότητα βασισμένη στο DNA.
Εμείς είμαστε ‘περήφανοι’ που το όνομα Έλληνας ήταν συνώνυμο του πνευματικού ανθρώπου και τώρα φυσικά είμαστε ‘περήφανοι’ που το όνομα Έλληνας είναι συνώνυμο του Ορθόδοξου Χριστιανού! [u]Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από αυτή!!![/u]
Δεν έχουμε ανάγκη το όνομα Ρωμηός για να θεωρήσουμε αδελφούς μας τους βούλγαρους ή τους Σέρβους! Μας φτάνει η κοινή πίστη (το γένος, Βούλγαροι, Σέρβοι κτλ δε μας απασχολεί).
Αφού, λοιπόν, πήραμε το όνομά μας πίσω, ‘καθαρό’ και πολύ πιο δοξασμένο πώς κάποιοι πιστεύουν ότι μας πρέπει άλλο όνομα;!
Μάλλον άλλοι λόγοι κάνουν κάποιους να εμμένουν σε τέτοιου είδους ζητήματα..
Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι; Καλό θα ήταν να μας τους πουν όσοι εμμένουν σε ονομασίες που, καλώς ή κακώς, παρήλθαν!
Άρη, επιμένεις να κάνεις κριτική με τέτοιον τρόπο στα σχόλια του κ.Παπαδόπουλου, λες και όλοι οι υπόλοιποι επιδεικνύουν υποδειγματική συμπεριφορά και εκείνος είναι ο μόνος που κάνει λάθος.
Επειδή με κέντρισε το τελευταίο σχόλιο σου, αναγκάστηκα να διαβάσω τους ‘διαλόγους’ που αναπτύχθηκαν και στα 2 άρθρα και έχω να επισημάνω το εξής: το τελευταίο σχόλιο σου, με εξαίρεση τις 4 πρώτες και την τελευταία πρόταση είναι copy-paste 2 σχολίων που αναρτήθηκαν πάνω σε ένα άλλο άρθρο, εκείνο του κ Παπαδόπουλου. Με μεγαλύτερο αριθμό σχολιαστών και διαφορετική αλληλουχία σχολίων.
Μου κάνει εντύπωση λοιπόν που ενώ του προσάπτεις τόσα και τόσα , είσαι εσύ και όχι εκείνος που μεταφέρει εδώ παλαιότερο σχόλιο που είχε κάνει.
Γιατί λοιπόν κάνεις κάτι τέτοιο;
Να υποθέσω ότι στην πραγματικότητα δεν επιθυμείς και τόσο την «ηρεμία» που εσύ ο ίδιος συνέστησες στον κ.Παπαδόπουλο;
Αγαπητέ Κυριάκο συγχώρεσε μου τον ενικό αλλά ,παρά την διαφωνία μας , πιστεύω ότι συγγενεύουμε. Συγγενεύουμε υπό την έννοια ότι το ξένο περιβάλλον αποτέλεσε και για μένα την αφορμή να διαβάσω ιστορία και να ασχοληθώ με το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας. Όταν το 1977 βρέθηκα να σπουδάζω οικονομικά στην LUND της Σουηδίας στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο και στην ανάγκη να μιλήσω στους Σουηδούς για το δίκιο της κυπριακής υπόθεσης , βρήκα μεγάλες δυσκολίες που σε γενικές γραμμές είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι η δικιά μου αντίληψη για τον ελληνισμό και την ιστορία του, αντιμετώπιζε καλοπροαίρετες αλλά και κακοπροαίρετες αμφισβητήσεις. Το διάβασμα μου έκτοτε ήταν βουλιμικό αλλά ποτέ συστηματικό, δεν θεωρούσα ούτε θεωρώ τον εαυτό μου διανοούμενο, ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα έρθει κάποτε η στιγμή να κοινωνώ τις απόψεις μου σε άγνωστους σε μένα ανθρώπους. Ήμουνα πάντοτε άνθρωπος της δράσης, συγκεκριμένα ανέπτυξα για χρόνια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών μέχρι το 2005 όταν κάποιες λανθασμένες επιλογές με οδήγησαν στην χρεωκοπία. Μόνο σχετικά πρόσφατα ξεκίνησα να γράφω γιατί απλά κάτι έπρεπε να κάνω για να αναπληρώσω την έλλειψη δραστηριότητας . Για τους λόγους αυτούς τα ίχνη μου στο διαδίκτυο είναι ελάχιστα, συγκεκριμένα 2 ή 3 άρθρα στο αντίφωνο και κάποιες παρεμβάσεις σε άρθρα άλλων. Μπορείς να τα αναζητήσεις μέσω google πληκτρολογώντας απλά το ονοματεπώνυμο μου. Σ’ ευχαριστώ που βρίσκεις τις απόψεις μου ενδιαφέρουσες, δεν ξέρω αν είναι πρωτότυπες , σίγουρα από κάπου θα τις έχω κλέψει απλά δεν θυμάμαι από πού. Βλέπεις δεν είμαι συστηματικός μελετητής, δεν κρατάω σημειώσεις ούτε διατηρώ αρχείο. Σε κάθε περίπτωση όμως ομολογώ προκαταβολικά την λογοκλοπή.
Αν με διακρίνει κάτι είναι η εμμονή μου με την ελληνιστική περίοδο γι αυτό σε παρακαλώ να απευθυνθείς στον φίλο σου που μου γράφεις τον ιστορικό στο Birmingham , αυτόν που η μελέτη του αναδεικνύει τα ελληνιστικά θεμέλια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και να θέσεις στην κρίση του το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο μου που λόγω αμφιβολιών δεν έχω ακόμα δημοσιεύσει και αφορά στις σχέσεις ελλήνων και εβραίων :
Η έλευση στην περιοχή της Ρωμαϊκής εξουσίας και η pax romana έφεραν τους υποβαθμισμένους πλέον έλληνες μπροστά στο πρωτοφανές γι αυτούς δεδομένο ενός μονοπολικού και από μη έλληνες εξουσιαζόμενου κόσμου και τους εβραίους μπροστά στην καταστροφή του θρησκευτικού και εθνικού τους κέντρου. Συν τω χρόνω και οι δύο λαοί πολιτογραφήθηκαν Ρωμαίοι πολίτες, όμως η διαδικασία πολιτογράφησης τους, είχε διαφορετικά αποτελέσματα για τους δύο λαούς.
Οι έλληνες κατέκτησαν την πολιτική ισοτιμία σε ένα περιβάλλον όπου έτσι και αλλιώς ήταν πολιτιστικά κυρίαρχοι με αποτέλεσμα οι ψυχολογικοί τους δεσμοί με την αυτοκρατορία να γίνουν ισχυρότεροι σε σημείο που να ταυτιστούν πλήρως μαζί της. Οι εβραίοι από την μεριά τους διεκδίκησαν και κέρδισαν μαζί με το προνόμιο του Ρωμαίου πολίτη το δικαίωμα στην πολιτιστική τους αυτονομία ως secundum genus . Οι πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε αυτή η αυτονομία ήταν 1) το δικαίωμα στην θρησκευτική τους ηγεσία να φορολογεί τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας αποκτώντας έτσι τις υλικές προϋποθέσεις να ασκεί εθναρχικά καθήκοντα και 2)το δικαίωμα των μελών αυτής της κοινότητας να εξαιρούνται από την υποχρέωση να συμμετέχουν στην λατρεία του Αυτοκράτορα.
Το ιστορικό αυτό προηγούμενο το οποίο εν είδει δεδικασμένου επεκτάθηκε αργότερα και στους Χριστιανούς ως tertium genus, απετέλεσε κοσμοϊστορικής σημασίας καινοτομία για τον τρόπο διαχείρισης του εντός των τειχών διαφορετικού. Η ιδιαιτερότητα δεν συνίστατο στην de facto αναγνώριση μιας πολιτικής αναγκαιότητας στα πλαίσια μιας πρακτικής διευθέτησης ανάμεσα στην κατά τα άλλα απόλυτα κυρίαρχη Ρωμαϊκή εξουσία και μια ηττημένη ομάδα. Συνίστατο αντίθετα σε μια συνειδητή – de jure- παραίτηση από την αρχή της καθολικής ισχύος του εφαρμοζόμενου νόμου και στην θεσμοθέτηση του αυτοπεριορισμού των κυριαρχικών και εξουσιαστικών δικαιωμάτων του Imperium έναντι συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών ως πάγια αρχή δικαίου που θεμελιώνεται ακριβώς στην διαφορετικότητα αυτών των κατά τα άλλα ισότιμων πολιτών.
Στο επόμενο διάστημα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ενώ αντιμετωπίζει την αμφισβήτηση του ζωτικού της χώρου από τους Πάρθους στην Ανατολή και τα Τευτονικά φύλα στην Δύση μετά από μία σειρά κοινωνικών, εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων επιδίωξε την ενίσχυση της εσωτερικής της συνοχής μέσα από την υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Όμως η νέα χριστιανική αντίληψη για την οικουμενικότητα, θεσμίζοντας τον προσδιορισμό του ‘άλλου’ όχι πλέον στο γεγονός ότι ο ‘άλλος’ ανήκε σε μια ηττημένη, ή απλά διαφορετική ομάδα αλλά στο γεγονός ότι η ‘αλλότητα’ του εθεωρείτο το αποτέλεσμα μιας κακής προσωπικής επιλογής, όχι μόνο απότυχε να ενσωματώσει το εν τοις πράγμασι διαφορετικό αλλά κατόρθωσε να αποξενώσει και το μέχρι πρότινος οικείο στο μέτρο που αυτό επέλεγε να διαφοροποιείται από τη εκάστοτε κυρίαρχη νόρμα.
Έτσι οι διαμάχες μεταξύ αιρετικών και ορθοδόξων δεν είχαν ως ζητούμενο την παράλληλη ύπαρξη αυτόνομων κοινοτήτων στα πλαίσια ενός ανεκτικού αν όχι ουδέτερου κράτους κατά τα πρότυπα του καθεστώτος των γενών και της συνθήκης των Μεδιολάνων αλλά τον προσεταιρισμό της κρατικής εξουσίας για την ολοκληρωτική επιβολή των μεν εναντίον των δε.
Με ενδιαφέρει να μάθω αν ο ισχυρισμός που διατυπώνω είναι δόκιμος, αν δηλαδή η πολιτογράφηση των εβραίων έγινε όντως κάτω από ειδικό νομικό καθεστώς και αν η πολιτογράφηση αυτή απετέλεσε όντως δεδικασμένο και για τους χριστιανούς.
Αν πρέπει να στείλω ολόκληρο το άρθρο γνωστοποιήστε μου ένα mail στο daristot@hotmail.com
Σχετικά με τον john Prag διάβασα το σχετικό άρθρο και έχω να παρατηρήσω τα εξής:
1.Ψιλοειρωνεύεται τον ισχυρισμό του Σλήμαν ότι η χρυσή μάσκα ανήκει στον Αγαμέμνονα στηριζόμενος στην βέβαιη χρονολόγηση της μάσκας στο 1500, με άλλα λόγια θεωρεί δεδομένη την χρονολόγηση του τρωικού πολέμου 200 ή 300 χρόνια νωρίτερα. Ως γνωστόν η επίσημη ακαδημαϊκή άποψη στηριζόμενη σε γενεαλογίες αρχαίων συγγραφέων τοποθετεί τον τρωικό πόλεμο κάπου ανάμεσα στο 1140 και το 1340. Η χρονολόγηση όμως αυτή αν και επίσημη δεν είναι καθόλου βέβαιη, ο τρωικός πόλεμος μπορεί κάλλιστα να έγινε γύρω στο 1500. Νομίζω ότι οι ακαδημαϊκοί αρχαιολόγοι παραδοσιακά έχουν την τάση να περιορίζουν το χρονικό όριο της ελληνικής ιστορικής παρουσίας και όπως και οι ιστορικοί να βλέπουν ασυνέχεια εκεί που η συνέχεια βγάζει μάτια.
2.Ισχυρίζεται ότι λόγω πολλαπλών εισβολών και κατοχών η σύγκριση του DNA από τους σκελετούς του 1500 με το σημερινό δεν θα ικανοποιήσει τους σημερινούς έλληνες. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα των ερευνών του
3.Το άρθρο μας δίνει την ευκαιρία να αντιληφθούμε ότι η καταδίκη στις μέρες μας του εθνοφυλετισμού δεν εμποδίζει την επιστημονική μεθοδολογία να καταφεύγει σε σχετικές με την ανθρώπινη βιολογία μεθόδους .
Τελειώνοντας σου αφιερώνω το σχετικό με τα παραπάνω ποιηματάκι που βρήκα στο youtube:
Old Sir Arthur Evans, on clay tablets, found some writing,
In the ruins of Knossos, which archaeologists thought exciting.
Linear B is what we call that script which Cretans scratched in clay,
Many thousand years ago, recording what they’d say.
“This is some unknown Cretan tongue,” Sir Arthur felt quite sure,
“Spoken by King Minos and his famous Minotaur.”
Sir Arthur couldn’t read the script, nor the language it did speak,
But one thing he was certain of: it wasn’t ancient Greek!
When Sir Arthur passed away, up came Miss Alice Kober,
Who analyzed and scrutinized and carefully thought things over.
“These symbols are not letters, like in our alphabet,
But as in Babylonian, they’re syllables, I’ll bet.”
In many ancient languages, words vary at the end,
The final sound is changed to show which meaning you intend.
She hoped that this might offer up a clever new technique,
But the only thing she knew for sure: it wasn’t ancient Greek!
By looking for repeated words in the tablets, she could see,
Some symbols at the ends of words changed consistently.
If a consonant and vowel make up each symbol’s sound,
Then those that start and end the same can easily be found.
She didn’t know the language nor the sound of any word,
But she knew which groups of symbols rhymed, if only they were heard.
Scholars cheered her, “Now it’s nearer, the translation that we seek!”
And on one thing they were all agreed: it wasn’t ancient Greek!
When Miss Alice passed away, Michael Ventris had a go,
He realised that in the text there was one thing we might know:
Those words that crop up oftenmost are probably city names,
Other words may change a lot but names can stay the same.
For the first time in three thousand years, through guesswork he had found,
The key to read this Cretan script and work out how it sounds.
He thought perhaps Etruscan was the language they did speak,
For one thing every scholar knew: it wasn’t ancient Greek!
He took the names that he had guessed, and Alice Kober’s table,
That grouped the symbols by their sounds, and found that he was able,
To sound some other symbols out; then the words began to speak,
And to Michael Ventris’ great surprise: the words were ancient Greek!
Ἀγαπητὲ Ἀριστοτέλη,
Εἴμαστε ἀρκετὰ νέοι γιὰ πληθυντικούς: θὰ ἤθελα νὰ σὲ παρακαλέσω θερμὰ νὰ μοῦ στείλεις ἕνα κενὸ μήνυμα στὴν διεύθυνσή μου kxp878 ” at ” bham.ac.uk καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ στοιχεῖα δύο διαφορετικῶν (ὡς πρὸς τὶς ἀπόψεις) νέων ἐπιστημόνων, ἐδῶ στὸ Birmingham: μιὰς ἀρχαιολόγου, κι ἑνὸς ἱστορικοῦ, ποὺ μελετᾶ συστηματικὰ τὴν συνάντηση τῶν πολιτισμῶν, ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν “Κόσμο τῶν Ῥωμαίων΄΄. Θὰ ἤθελα νὰ ἐπαναλάβω ὅτι δική μου διαπίστωση καὶ θέση εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνιστικὸς πολιτισμὸς ἀποτέλεσε, καὶ ἀποτελεῖ, δομικὸ λίθο τῆς Ῥωμαϊκότητας, ἀλλὰ δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ συνιστώσα. Αὐτὴ ἡ παρεξήγηση (τοῦ νὰ βαπτίζουμε τὰ πάντα ἑλληνικά, δημιουργεῖ ἀπίστευτες ὑπεραπλουστεύσεις στὴν ἱστορικὴ ἐρμηνεία (τὸ γράφει ἄψογα ὁ κ. Ζιάκας: δὲς τὸ ἀπόσπασμα ἀντίστοιχου κειμένου του στὸ Ἀντίφωνο, ἀπὸ τὸ βιβλίο Αὐτοείδωλο Ἐγενόμην).
Ἄντε τώρα νὰ ἐρμηνεύσει κανεῖς τὸ τραγούδι Ῥωμάνα (ῥωμηοπούλα), μὲ ἀμιγῶς ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια:
http://www.youtube.com/watch?v=LEMsBwCNwdc&context=C376424bADOEgsToPDskJloAPSDctafyZKrtiF6mKK
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχομαι ὅτι παρέκκλινα “ἐλαφρῶς΄΄ τῆς εὐπρεπίας, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει ἕναν τέτοιον διάλογο, καὶ δὲν αἰσθάνομαι ὑπερήφανος γι’ αὐτὸ. Σίγουρα φταίει τὸ μέσον, καὶ πλῆθος κακόβουλων σχολίων, ἀπὸ ἀνωνύμους.
Θὰ περιμένω μὲ χαρὰ μήνυμά σου.
Θερμὲς Εὐχὲς
λῶλ, Λοῦμπεν, καλὴ ἡ προσπάθειά σου, ὅμως ποὺ νὰ κάνεις κωλοτοῦμπες, καὶ νὰ χοροπηδᾶς μέχρι τὸ ταβάνι, ἡ πραγματικότητα δὲν ἀλλάζει. Οὔτε βέβαια θὰ τὴν ἀλλάξουν τέτοιοι έπίσημοι ὀργανισμοὶ καὶ συμβούλια… (κανένα σχόλιο ἐπ΄ αὐτοῦ)… ἄντε νὰ πείσουνε γιὰ τὴν “ἑλληνικότητα΄΄ τῶν ἀπανταχοῦ Ἀρμάνων, ἐκτὸς συνόρων…ξύπνα Λοῦμπεν, γιατὶ δὲν μᾶς βλέπω καλά! Τὸ Κράτος μας φαλήρησε πρώτα πνευματικά: τὰ ἐπιχειρήματά σας δὲν πιάνουνε δεκάρα στὴν Εὐρώπη. Δὲν ζοῦμε σὲ γυάλα, θὰ πρέπει νὰ καταλάβετε (ὅταν θὰ τὸ καταλάβετε ἴσως νὰ εἶναι ἤδη πολὺ ἀργὰ)…
Και γιατί σας κάνει εντύπωσι το ότι μετέφερα παλαιότερα σχόλια; Υπάρχει κανένας αγραφος νόμος που το απαγορεύει; Ή μήπως το θέμα και η συζήτησι είναι διαφορετικά; Για το παρόν άρθρο δεν ήταν τα σχολιά μου αλλά και οι απαντήσεις του κ. ΚΠ.;
Σας ενόχλησε η παρέμβασί μου και η επιμονή να πάρω μερικές απαντήσεις; Δεν σας κέντρισαν τα σχόλια του κ. ΚΠ για τον κ. Κατσιμάρη, ή για τους άλλους σχολιαστές; Διαβάτε και λίγο πιό κάτω, άν θελετε.
Προφανώς όμως όχι. Είναι και αυτή μιά θέσι, άλλα μας κεντρίζουν και άλλα όχι, και δεν μπορεί πλέον κανείς να υποθέση τίποτα.
Επί του άρθρου όμως.
Οι γερμανικοί λαοί που κατέκτησαν την ιταλική χερσόνησο δεν εξαφάνισαν το λατινικό στοιχείο αλλά αναμείχθηκαν με αυτό. Το ίδιο έγινε και στην Ισπανία με το ιβηρικό και στις Γαλλία και Αγγλία με το κελτικό κλπ.
Άρα είχαν λόγο να θεωρούν την κληρονομιά των Λατίνων δική τους κατά την ίδια έννοια που οι απόγονοι του αναμειχθέντος με άλλους λαούς ελληνικού στοιχείου έκαναν το ίδιο με την κληρονομιά των Ελλήνων.
Μια βασική κληρονομιά των Λατίνων ήταν η Ρώμη. “Ρώμη” δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι καταρχήν κάτι συγκεκριμένο: η πόλις Ρώμη. Μετά είναι φυσικά η λατινική γλώσσα. Και τέλος είναι και η αυτοκρατορία που ξεπήδησε από αυτήν την πόλη.
Το ερώτημα είναι πολύ απλό: κατά ποίαν έννοια ένας λατινόφωνος κάτοικος Ρώμης (ας δεχτούμε ότι ήταν αγνώστου φυλετικής καταγωγής) ήταν λιγότερο “ρωμαίος” από έναν ελληνόφωνο κάτοικο Κων/πολης (κι αυτόν βέβαια αγνώστου καταγωγής θα πρέπει να τον πούμε). Μπορεί να ήταν εξίσου “ρωμαίοι” (υπήκοοι) όσο υπήρχε μια ενιαία αυτοκρατορία που περιελάμβανε και τους δύο. Αλλά χωρίς αυτήν, ποιος δικαιούται περισσότερο τον τίτλο “ρωμαίος”;
Κάποιοι μένουν φυσικά στο γεγονός της μεταφοράς της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κων/πολη. Αλλά τελικά η αυτοκρατορία διασπαστηκε και το δυτικό τμήμα μαζί με τη Ρώμη απεκόπη. Αν οι βυζαντινοί ήταν έμπλεοι της αρχικής ρωμαϊκότητας του λατινικού χαρακτήρα θα έπρεπε πάση θυσία, με νύχια και δόντια, να κρατήσουν την πολη Ρώμη στην αυτοκρατορία τους.
Κάποτε όμως εγκατέλειψαν τις προσπάθειες, ίσως να ήταν και αναπόφευκτο, και τότε είναι που ο Πάπας, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, έχρισε “αυτοκράτορα Ρωμαίων” τον Καρλομάγνο ώστε να είναι υπό την προστασία του.
Τυπικά βέβαια έδρα της παλαιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ακόμα η Κων/πολη. Αλλά πλέον η πόλις Ρώμη ξεκινούσε να φτιάξει νέα, δική της αυτοκρατορία, με καινούρια υλικά. Ποιοι ήταν λοιπόν πιο “ρωμαίοι” εκ των δύο;
Για να χρησιμοποιήσω το προσφιλές παράδειγμα του κ.Παπαδόπουλου, δεν μπορεί οι Αμερικανοί να είναι περισσότερο “Βρετανοί” από τους Βρετανούς της Βρετανίας, ασχετως του ότι στο παρελθόν ήταν και αυτοί μέρος της Βρετανικής αυτοκρατορίας.
Αν δηλαδή είχε μεταφερθεί η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Ουάσιγκτον και μετά η Βρετανία αποκόπτονταν, ποιος θα δικαιούτο περισσότερο τον τίτλο του Βρετανού, οι κάτοικοι της Βρετανίας ή οι Αμερικάνοι;
Ἀγαπητὲ Insider,
Eἶναι πολὺ δυνατὴ ἡ θέση σου, καὶ ἀφετηρία τοῦ ἱστορικοῦ διαλόγου ποὺ ξεκίνησε στὰ μέσα τοῦ 20ου αἰώνα.
Ἴσως σὲ αὐτὸ νὰ εὐθύνεται ἡ ὑπερχιλιετὴς ὕπαρξη Ῥωμαϊκοῦ Κράτους (1ος αἰώνας π.Χ. ἔως 15ος αἰώνας μ.Χ.). Οἱ Φράγκοι δὲν μπόρεσαν νὰ πείσουν οὔτε τοὺς ἰδίους ὅτι ἦταν Ῥωμαίοι: κανεῖς καθολικὸς δὲν αὐτοπροσδιορίζεται σήμερα Ῥωμαῖος. Οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ἀνατολῆς (Ῥοῦμ), οἱ Λατίνοι Ὀρθόδοξοι (Romani/Armani) καὶ οἱ ἐκτὸς Ἑλλάδος Ῥωμηοὶ (Ῥωμαίοι) δὲν ἔχουν “ξεχάσει΄΄ τὴν ταυτότητά τους.
Ἄν φέρουμε τὸ Σοβιετικὸ παράδειγμα κατὰ νοῦ, θὰ δοῦμε ὅτι ἐπτάμιση σχεδὸν δεκαετὶες ἦταν ὑπεραρκετὲς γιὰ νὰ μεταλλάξουν τὴν πάλαι ποτὲ “ἀμιγῶς Χριστιανικὴ΄΄ ῥωσικὴ κουλτούρα. Καὶ ὅμως, ἄν μελετήσουμε προσεκτικὰ τὸ παράδειγμα τῆς Σοβιετικῆς Ἔνωσης, καὶ τὸ συγκρίνουμε μὲ τὸ ὑπερχιλιετοῦς ὕπαρξης παράδειγμα “τῆς τῶν Ῥωμαίων Ἐπικρατείας΄΄, θὰ δοῦμε ὅτι ὑπήρχε κάποιος ἰσχυρὸς συνδετικὸς κρίκος, ποὺ ἔνωνε τοὺς ἀπανταχοῦ Ῥωμαίους, ἐντὸς κι ἐκτὸς Ῥωμαϊκοῦ Κράτους. Ἴσως νὰ μᾶς βοηθήσει σὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου:
Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι
τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ’ ἀγαθόν
τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ’ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν
ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὐκοῦν οὐ προγόνων περι-
φάνειαν, οὐκ ἰσχὺν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ (5)
τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν,
οὐχ ὅ τι ἂν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων, μέγα, ἀλλ’ οὐδ’
εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ’
ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι, καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν.
[1] S. Giet, Basile de Césarée. Homélies sur l’hexaéméron, 2nd edn. [Sources chrétiennes 26 bis. Paris: Éditions du Cerf, 1968]: 86-522.
Προς τον Κύριον Σίμωνα Γ. Σίναν,
Εδέχθημεν μετά πολλής ευγνωμοσύνης την ποσότητα των 2.007 (99/100) διστήλων, τα οποία μετά των εν Βιέννη συμπολιτών σας Γραικο- Βλάχων προσφέρετε δωρεάν εις τα δημόσια της Ελλάδος καταστήματα. Νομίζοντες δε και συμφερώτερον και προ πάντων ευάρεστον εις τους δωρητάς ν΄ αφιερωθώσιν εις όφελος του Ορφανοτροφείου οι ετήσιοι τόκοι των κεφαλαίων τούτων, ασφαλισθέντων εις την Εθνικήν Τράπεζαν, διετάξαμεν την επί ταύτης Επιτροπήν να συνεννοηθή με τον εν Κερκύρα Κύριον Αναστάσιον Ι. Κόνιαρην. Άμα δε λάβη παρ΄ αυτού την διαληφθείσαν ποσότητα, θέλει σας ειδοποιήσει. Εις το Ορφανοτροφείον παιδεύονται ήδη 500 ορφανά, και οι εξελθόντες μέχρι τούδε από το κατάστημα τούτο κατά την ιδιαιτέραν κλίσιν και ικανότητα έκαστος ενασχολούνται εις την ναυτικήν υπηρεσίαν και τας τέχνας και εργόχειρα ή διδάσκονται εις τα εν Αιγίνη δύο Τυπικά σχολεία της αλληλοδιδακτικής και των ανωτέρων μαθημάτων. Εάν και άλλοι ομογενείς συνδράμωσι με αυτήν προθυμίαν εις βοήθειαν των Ελληνοπαίδων, των οποίων γέμουσιν οι Ελληνικοί τόποι, και μάλιστα αι επαρχίαι, όπου υπήρχον ποτε πόλεις, τότε και τα διδακτικά καταστήματα θέλουν στερεωθή και η επομένη γενεά θέλει λάβει αγωγήν αξίαν της μελλούσης τύχης, εις την οποίαν προσεκλήθη παρά της θείας προνοίας. Είθε το ιδικόν σας παράδειγμα και των εν αλλοδαπή Ελλήνων, όσοι συνεισέφεραν φιλοτίμως υπέρ της εκπαιδεύσεως της Ελληνικής νεολαίας, να εγείρη και τους άλλους ομογενείς, οι οποίοι έχοντες τα αυτά προς την Πατρίδα αισθήματα δεν έδειξαν εισέτι δια των έργων τους οποίους τρέφουσιν υπέρ αυτής αγαθούς σκοπούς.
Εκφράζομεν προς σε, Κύριε, και δια σου προς τους συμπολίτας σου Γρακο- Βλάχους πολλήν ευγμωμοσύνην εκ μέρους των ορφανών και παρ΄ ημών την εξαίρετον υπόληψιν και τιμήν.
Εν Ναυπλίω την 16 Μαίου 1830
Ο Κυβερνήτης
πολύ καταπίεση βρε παιδάκι μου…
Αγαπητέ insider,
Από την παρέμβαση σου προκύπτει ότι κατά την άποψη σου τόσον οι γερμανικοί λαοί που κατέκτησαν αλλά δεν εξαφάνισαν όσον και οι Λατίνοι που κατακτήθηκαν αλλά δεν αφομοιώθηκαν έχουν λόγο να θεωρούν την κληρονομιά των Λατίνων δική τους. Μόνον οι έλληνες δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα. Στο κάτω-κάτω οι έλληνες έχουν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, γιατί να μπερδεύονται με τις δευτεράντζες?
Αλλά και ο Αρχιμήδης και οι ελεάτες στους γερμανούς και τους Λατίνους ανήκουν μιας και η Μεγάλη Ελλάδα και αυτή κατακτήθηκε. Όσο για τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο, αυτοί λογικά θα πρέπει να ανήκουν στους τούρκους στο κάτω-κάτω και αυτή η ayasofya σαν τούρκικο τζαμί μοιάζει.
Πίστεψε με δεν μου αρέσει η ειρωνεία ,δεν είναι το στυλ μου αλλά από την άλλη σαν πολύ λάρτζ δεν γίναμε οι νεοέλληνες και χαρίζουμε δώθε κείθε?
ΥΓ Σου θυμίζω1. ότι η Παλαιά Ρώμη είχε καταρρεύσει ήδη από τον καιρό του Διοκλητιανού, τον ρόλο της πρωτεύουσας στη Δύση είχαν αναλάβει το Μιλάνο και η Ραβένα. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία πορευόταν χωρίς την Ρώμη ,μια γενικευμένη κρίση την απειλούσε αλλά δεν την γονάτισε ,η αυτοκρατορία σώθηκε γιατί στράφηκε στις ρίζες της, στα ελληνιστικά της θεμέλια ,στις αστείρευτες δεξαμενές του ελληνικού πνεύματος που πάντα δίνει την λύση. 2. Ότι από την παλαιά Ρώμη δεν ξεκίνησε καμία καινούργια αυτοκρατορία, εκτός αν θεωρήσουμε γενεσιουργό αιτία της Αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους όχι τον δυναμισμό των Φράγκων αλλά τον Πάπα.
Λοῦμπεν, γενικὰ δυσκολεύεις ὅλες τὶς συζητήσεις, διότι πετᾶς σποραδικὰ κείμενα καὶ σχόλια, χωρὶς νὰ ἔχεις μελετήσει προσεκτικὰ τὸ ἀντικείμενο. 1) Δὲν γράφεις ἀπὸ ποῦ πῆρες τὴν ἐπιστολὴ (ἔκδοση κ.λπ.) 2) τὸ 1830 τὸ ἑλλαδικὸ Κράτος ΔΕΝ εἶχε στὴν ἐπικράτειά του τὴν Ἤπειρο καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ 3) Τὸ νὰ παραθέτεις τὴν ἐπιστολὴ ἑνὸς κονδυλοφόρου Διαφωτιστοῦ (καλὰ δὲν διαβάζεις τί μᾶς στέλνεις πρὶν τὸ παραθέσεις;) δὲν δείχνει τίποτα γιὰ τὴν διαβίωση τῶν Ἀρμάνων ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Δαλματίας μέχρι τὸν Δούναβη. Τὸ 1830 δὲν ὑπήρχε οὔτε κὰν Ῥουμανία…ἔλεος Λοῦμπεν!
α. δεν υπήρξαν ποτέ δύο ρωμαϊκές αυτοκρατορίες ταυτόχρονα, αλλά μία με δύο αυτοκράτορες (μέχρι την κατάλυση της Ρώμης από τον Οδόακρο).
β. από το 212 μ.Χ. ο όρος Ρωμαίος Πολίτης παύει πια να έχει οποιαδήποτε έννοια εθνικού προσδιορισμού και δηλώνει καθαρά πολιτική ιδιότητα αφού αποδίδεται σε όλους τους ελεύθερους πολίτες εντός της αυτοκρατορίας (οι οποίοι ως γνωστόν δεν ήτανε όλοι Ρωμαίοι).
Ξέρω ότι σε δυσκολεύουνε οι συζητήσεις όταν έχεις να αντιμετωπίσεις επιχειρήματα. Το αντικείμενο είναι φυσικά ο ανιστόρητος και ατεκμηρίωτος ισχυρισμός σου ότι υπήρξε καταπίεση των Βλάχων από το ελληνικό κράτος.
στο 1) αμφισβητείς την γνησιότητά της;
στο 2) το 1830 υπήρχαν ΓΡΑΙΚΟ – Βλάχοι οι οποίοι προσέφεραν τον οβολό τους προς στήριξη του ελληνικού κράτους, παρόλο που οι γενέτειρές των βρισκότανε εκτός της επικράτειάς του. Γιατί;
στο 3) δεν μας ενδιαφέρουνε οι σύνθήκες διαβίωσης των Αρμάνων “από την Δαλματία μέχρι τον Δούναβη”. Για αυτές να απευθυνθείς στους…Ρωμαίους της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας
έχεις κάποιο αντίστοιχο επιχείρημα εσύ, εκτός από τον χυδαίο χαρακτηρισμό του Καποδίστρια ως “κονδυλοφόρου Διαφωτιστοῦ”;
Διάβασε Λοῦμπεν, γιατὶ σὲ πιάνω ἐντελῶς ἀδιάβαστο:
http://elocus.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?filename=/var/www/dlib-portal//dlib/3/b/f/attached-metadata-dlib-13ea583b8e924da363fd5b0dbcc288f3_1243838527/20080904_Malatras_Christos_Mc.pdf&lang=el&pageno=1&pagestart=1&width=595&height=842&maxpage=109
Moῦ φαίνετα πετᾶς ὅτι σοῦ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ κεφάλι…
σόρρυ αλλά ο σύνδεσμος που έδωσες δεν με βγάζει πουθενά.
Είναι ελεύθερη η πρόσβαση;
Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν πήγαινε στὸν Capo D’ Istria: Λοῦμπεν δὲν εἶμαι συνταξιοῦχος άργόσχολος ὅπως ἐσύ, καὶ γενικὰ δὲν μ’ αρέσει αὐτὸ τὸ τζαμπουκαλίστικο ὗφος, μὲ τὴν ἀσφάλεια τῆς “ἀνωνυμίας΄΄. Δὲν ἀσχολοῦμαι πιὰ μαζί σου, γιατὶ παραλλασεις πάντοτε τὰ σχόλιά μου (μας). Προσπάθησα νὰ μπῶ σὲ διάλογο μαζί σου, ἀλλὰ ἀπ’ ὅτι φαίνεται κωλοβαρᾶς στὸ διαδύκτιο…
επιχείρημα 1ο:
“Λοῦμπεν δὲν εἶμαι συνταξιοῦχος άργόσχολος ὅπως ἐσύ”
επιχείρημα 2ο:
“Δὲν ἀσχολοῦμαι πιὰ μαζί σου, γιατὶ παραλλασεις πάντοτε τὰ σχόλιά μου (μας)”
επιχείρημα 3ο:
“Προσπάθησα νὰ μπῶ σὲ διάλογο μαζί σου, ἀλλὰ ἀπ’ ὅτι φαίνεται κωλοβαρᾶς στὸ διαδύκτιο”
σε ευχαριστώ πολύ για τον “διάλογο”
Πές μου αὐτὸ τὸ τελευταῖο, καὶ σὲ ἀφήνω γιατὶ ἔχουμε ξυπνήματα στὶς 6 τὸ πρωί, γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν…
Πόσες φορὲς προσπάθησα νὰ μπῶ σὲ διάλογο μαζί σου, πάνω στὸ θέμα, καὶ μὲ σνόμπαρες μὲ τὴν “ἀσφάλεια΄΄ τῆς ἀνωνυμίας σου; Πάντα εἰρωνικός, πετᾶς ὅτι σοῦ κατέβει στὸ κεφάλι, ἀπὸ search στὸ google, πάντα κακόβουλα, καὶ ΠΟΤΕ πρὸς ὅφελος τῆς συζήτησης.
Ὁ χαρακτηρισμὸς “χυδαῖος΄΄ πραγματικὰ μὲ ἔχει ἐκνευρίσει. Δὲν χάνω πιὰ λεπτὸ μαζί σου, διότι δὲν σὲ ἐνδιαφέρει ὁ διάλογος: ἄρχισε νὰ γράφεις μὲ ὅνομα, καὶ ἴσως νὰ τὰ ξαναποῦμε, στὸ μέλλον…
@K. Παπαδόπουλος,
Ο Σίνας ήταν Έλληνας-Βλάχος από τη Μοσχόπολη!(ΓραικοΒλάχος)!
[u]Το ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι ευεργέτες της Ελλάδας ήταν Έλληνες-Βλάχοι θα έπρεπε να σας βάλει σε σκέψεις για το πώς αυτοπροσδιορίζονταν οι Έλληνες-Βλάχοι![/u]
Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ΕΛΛΗΝΕΣ και φυσικά έτσι τους έβλεπαν και όλοι οι άλλοι! Με δωρεά του Σίμωνα Σίνα, λοιπόν, υπάρχει η ‘[u]Ακαδημία των Αθηνών’ [/u] με αρχική ονομασία την:
[b]‘Σιναία Ακαδημία’!!! [/b]
Τι να λέμε για τον Ζάππα (Ζάππειο Μέγαρο), για τον Αβέρωφ (Ε.Μ.Π., Παναθηναικό στάδιο), για τον Τοσίτσα και άλλους…
Σχετικά με την περίοδο Μεταξά δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι η προπαγάνδα από τη Ρουμανία καλά κρατούσε: ‘Ρουμάνικα’ σχολεία φύτρωναν παντού!
Μήπως κι εσείς είστε μέρος μιας κάποιας προπαγάνδας; ….λέω εγώ!
Όταν μιλάτε για τους Έλληνες-Βλάχους να είστε, λοιπόν, πολύ πιο προσεκτικός γιατί εκτίθεστε στα μάτια όσων γνωρίζουν κάτι παραπάνω κι όχι φυσικά στα μάτια των άσχετων με το θέμα!
–Πείτε μας όμως, ποιος είναι ο ‘[i]Διαφωτιστής κονδυλοφόρος’ [/i]τον οποίο είδατε στην επιστολή του Καποδίστρια προς τον Ελληνα-Βλάχο μεγάλο ευεργέτη των Ελλήνων, Σίμωνα Σίνα;;;;
–Πείτε μας και το άλλο: Τους Αμερικάνους που μιλούν αγγλικά και μένουν 2000 χρόνια στο Λονδίνο τι όνομα τους πρέπει;;;; ([i]μπορείς να πάρεις βοήθεια κι από τον insider) [/i]
έλεος
Roman Catholic αυτοπροσδιορίζονται, Roman Curia είναι ο τίτλος του διοικητικού σώματος της εκκλησίας τους, Roman Rite είναι το καθολικό λειτουργικό τυπικό.
Γενικά, η βασική ισχύς του δικού σας επιχειρηματος είναι στον παλαιό ρωμαϊκό αυτοπροσδιορισμό της ανατολής, για τον οποίο φυσικά μπορείτε να βρίσκετε άφθονα παραδείγματα σε πηγές, αν και η θεση του κ.Κατσίμανη είναι να βλέπουμε το περιεχόμενο αυτού του αυτοπροσδιορισμού και να μη μένουμε μόνο στον τίτλο του.
Εκείνο που είναι αντικειμενικά αδύνατο να αναιρέσετε είναι τον ρωμαϊκό αυτοπροσδιορισμό των …Ρωμαίων της Ρώμης, ο οποίος βέβαια έχει διαφορετικό περιεχόμενο από τον προηγούμενο.
Δηλαδή εδώ μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε, αν πάτε και τους πείτε αυτά στη Ρώμη(ότι δεν είναι πραγματικοί Ρωμαίοι), δεν ξέρω πώς ακριβώς θα σας αντιμετωπίσουν.
Αυτό που κάνετε και κάνει κι ο κ.Διακομόπουλος παραπάνω είναι να χρησιμοποιείτε ένα κατ’ουσίαν φυλετικό επιχείρημα, ότι αυτοί είναι Φράγκοι,Τεύτονες κλπ. άρα δεν είναι αυθεντικοί Ρωμαίοι αλλά “σφετεριστές”.
Το οποίον βέβαια αφενός δεν είναι σαφές σε τι βαθμό ισχύει, υπήρχαν και θύλακες που διατηρήθηκε και λατινικό στοιχείο όπως περιοχές Ρώμης, Βενετίας κλπ. [Δηλαδή μπορείτε να αμφισβητείτε εύκολα την ρωμαϊκότητα του Καρλομάγνου, αλλά είναι πιο δύσκολο να αμφισβητήσετε τη ρωμαϊκότητα του Ρωμαίου Πάπα που έχρισε τον Καρλομάγνο “Ρωμαίο”.]
Αφετέρου γεννά το ερώτημα: με αυτήν τη λογική(φυλετικά δηλαδή) πόσο αυθεντικοί Ρωμαίοι ήταν και εκείνοι της ανατολής; Προφανώς ακόμα λιγότερο και από αυτούς της Ρώμης.
Άρα είτε χρησιμοποιούμε φυλετικά κριτήρια, οπότε δεν μας βγαίνει κανείς ρωμαίος, είτε μένουμε στον αυτοπροσδιορισμό του καθενός, επομένως πρέπει να επιλέξουμε ποιος δικαιούται περισσότερο τον τίτλο “ρωμαίος”.
1) Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα στην κληρονομιά των Ελλήνων, εσείς δηλαδή διεκδικείτε και τον Κικέρωνα και τον Σενέκα και τον Ιούλιο Καίσαρα κλπ.;
2) Ναι σε σχέση με Πλάτωνα και Αριστοτέλη οι Λατίνοι αντίστοιχοι ήταν “δευτεράντζες”, χωρίς βέβαια να θέλω να θέλω να τους απαξιώσω τελείως. Αυτό το παραδέχονταν οι ίδιοι οι τότε Λατίνοι και το αμφισβητείτε εσείς που υποτίθεται διεκδικείτε την κληρονομιά τους;
3) Οι Έλληνες κατέκτησαν κάποτε και διοίκησαν επί αιώνες την Αίγυπτο, πιστεύετε ότι πρέπει εμείς σήμερα να διεκδικούμε και τις πυραμίδες; Μηπως εσείς είναι που παραείστε λαρτζ και διεκδικείτε πράγματα πέραν λογικών ορίων;
4) Μια αυτοκρατορία που στρέφεται “στις ρίζες της, στα ελληνιστικά της θεμέλια ,στις αστείρευτες δεξαμενές του ελληνικού πνεύματος” είναι πλέον “ρωμαϊκή” μόνο κατά τον τίτλο ή το τυπικό. Αυτό είναι ουσιαστικά και η θέση του άρθρου του κ.Κατσίμανη.
5) Και οι Φράγκοι είχαν δυναμισμό αλλά και οι Πάπες, οι οποίοι επί αιώνες έχριζαν βασιλείς σε όλη την Δυτική Ευρώπη, οργάνωναν Σταυροφορίες κλπ. Δηλαδή η Ρώμη ήταν κέντρο θρησκευτικής αλλά και κοσμικής εξουσίας.
Κ.Π.,
1. Όσον αφορά στην Αρβελέρ, εσύ είσαι αυτός που πρέπει να αποδείξει ότι η αναφορά της στην ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου αντικρούεται από άλλα γραπτά ή συνεντεύξεις της. Επειδή όμως, το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι (Γιατί το Βυζάντιο) είναι το πρόσφατό της, το πολύ-πολύ να ισχυριστείς ότι αναθεώρησε τις απόψεις της ή αντιφάσκει προς τις παλιές, πράγμα που αμφιβάλλω πως μπορείς να κάνεις. Αυτό που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις είναι ότι θεωρεί το Βυζάντιο ελληνική αυτοκρατορία. Σελίδα 17. Και ότι θεωρεί το Βυζάντιο ελληνορθόδοξη (και όχι χριστιανορωμαϊκή αυτοκρατορία).
2. Εσύ είσαι, επίσης, αυτός ο οποίος πρέπει να αποδείξεις ότι τα Έλληνας αναφέρονται σε κάθε περίπτωση από τις παραπάνω σε α) παγανιστές, β) βαρβάρους, γ) σύνολο εθνών. Για να δούμε αν μπορείς να αποδείξεις ότι ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο ανώνυμος Αθηναίος του 11ου αιώνα γράφοντας για Έλληνες εννοούν τις α,β,γ περιπτώσεις. Γιατί, είναι προφανές ότι αναφέρονται σε συγγένεια και συνέχεια με τους αρχαίους Έλληνες.
3. Επιπλέον, σε προκαλώ να αποδείξεις ότι οποιοδήποτε από τα παραπάνω αποσπάσματα κειμένων που παρέθεσα είναι “μη βελτιωμένα”(;), ψευδεπίγραφα ή μη αποδεκτά από την ιστορική κοινότητα. Επειδή αμφισβητείς την παράθεση που έκανα, ισχυριζόμενος με θράσος ότι ψεύδομαι όσον αφορά τα αποσπάσματα κειμένων και ότι τα φαντάστηκα, αυτά βρίσκονται στα:
-Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, σ. 117.
-Ν. Σβορώνου, Το ελληνικό έθνος – γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, σ. 67, και Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, σσ. 154-155.
-Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 54
-Απ. Βακαλόπουλου, Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα)
-Athanasios D. Angelou, “Who am I?” Scholarios’ answers and the Hellenic identity
-Δ. Κωνσταντέλου, Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές, Πεμπτουσία, διάφορα τεύχη
4. Γράφεις ότι “[i]Τέλος, ἡ ἀναφορά σας στὴν περίοδο 14ου καὶ 15ου αἰώνα, ὅπου ἄκμασαν οἱ Πληθωνικοὶ καὶ οἱ φραγκοσπουδαγμένοι λόγιοι, μάλλον δείχνει ὅτι χρησιμοποιεῖτε τὶς πηγὲς χωρὶς κάποια μέθοδο.[/i]”
Προφανώς, δεν διάβασες τις αναφορές μου σε πολλούς αιώνες πριν από τον 14ο και 15ο, τους οποίους μάλλον έχεις διαγράψει από την ιστορία του Βυζαντίου. Δεν πειράζει, γιατί στον 15ο αιώνα ζει κι ο “φραγκοσπουδαγμένος” και “πληθωνικός” Γεννάδιος Σχολάριος, αλλά αφού διέγραψες τον 15ο αιώνα λογικό είναι να μην θυμάσαι τι έχει γράψει.
5. Τελικά, η καραμέλα των ημιαμόρφωτων ρωμανιδιστών ειναι ότι όσοι κάνουν λόγο για Έλληνες είναι φραγκοσπουδαγμένοι και πληθωνικοί του 14ου και 15ου αιώνα, και ότι οι “πραγματικά”(!) ορθόδοξοι απορρίπτουν ή απέρριπταν το Έλληνας”. Ένα επιχείρημα ηλίθιο, ανόητο, συνωμοσιολογικό, γενικευτικό. Αλλά αυτά είναι αναμενόμενα από τη “σχολή Ρωμανίδη” που θεωρούσε τον Ρήγα Φεραίο πράκτορα.
Τέτοιες ανοησίες καταρρίπτοντει γιατί δεν βρίσκουν εφαρμογή:
ούτε στους [b]Κύριλλο-Μεθόδιο[/b], που [b]ΕΖΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΕΝΑΤΟ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ στον 14ο-15ο[/b]
ούτε στον [b]Θεοφάνη [/b] που έζησε στον [b]ΕΝΑΤΟ ΚΑΙ ΟΧΙ στους 14ο-145ο[/b]
ούτε στον [b]Θεόδωρο Στουδίτη [/b] που έζησε στους [b]ΟΓΔΟΟ-ΕΝΑΤΟ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ στους 14ο-15ο[/b]
ούτε στον [b]Γεννάδιο Σχολάριο [/b] που [b]ΕΖΗΣΕ ΣΤΟΝ 15ο ΑΙΩΝΑ[/b]
ούτε στον [b]Νικόλαο Καβάσιλα [/b] που [b]ΕΖΗΣΕ ΣΤΟΝ 14ο ΑΙΩΝΑ[/b]
(“[b]δεν υπάρχει ούτε ένας από τους σύγχρονους Έλληνες παντού σε όλη τη χώρα μας, που να μην τιμά την πόλη μας σαν πρόγονο, θεωρώντας την μητέρα της παιδείας…Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της πόλης μας και με τέτοια ακρίβεια σε κάθε τι που γινόταν διαφύλαξε τους νόμους των αρχαίων Ελλήνων. Η σχέση της μαζί τους δεν περιορίστηκε μονάχα στο όνομα. Γιατί παραλείπω την φιλοσοφία κι όσους ασχολήθηκαν εδώ μ’ αυτήν· είναι τόσοι πολλοί, που ούτε σε ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχουν τόσοι[/b]” (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 98)).
ούτε στον [b]Αθανάσιο Πάριο [/b] που ονομάζει Γραικική Αυτοκρατορία το Βυζάντιο (Αντιφώνησις, κεφ. Δ’) και [b]ΕΖΗΣΕ ΣΤΟΝ 18ο-19ο ΑΙΩΝΑ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΥς 14ο-15ο[/b]
Σύμφωνα με την καραμέλα των ρωμανιδιστών το Έλληνας ήρθε από τη Δύση και/ή δεν έχει σχέση με τους Ορθόδοξους. Είτε λοιπόν οι παραπάνω δεν ήταν Ορθόδοξοι είτε ήταν φραγκοσπουδαγμένοι/πληθωνιστές του 15ου αι. είτε η θεωρία ότι το Έλληνας είναι ασύμβατο (ως “φραγκικό”/παγανιστικό) με την Ορθοδοξία είναι καταγέλαστη και διαψευόμενη.
Συνεπώς, ανακύπτει το ερώτημα: Έως πότε θα αποκρύβουν τα παραπάνω αποσπάσματα κειμένων και θα αποσιωπούν την ύπαρξή τους;
6. Τέλος: Γράφεις περί σοκ και δέους. Για ποιο σοκ και δέος και ποιον εκφοβισμό κάνεις λόγο; Το σύνταγμα της Ελλάδας απαιτεί να προασπιζόμαστε την Ελλάδα και αυτό θα κάνει κάθε Έλληνας αν φτάσουν ώς εκεί τα πράγματα. Αν οι “ρωμανίζοντες” Βλάχοι ξαναδοκιμάσουν στο όνομα του ρωμανισμού να αποσπάσουν τμήμα της Ελλάδας όπως επί Κατοχής, θα πάθουν τα ίδια και χειρότερα, όχι από απλώς Έλληνες αλλά από τους Βλάχους που είναι πολλές φορές Έλληνες – πλην γελοίων εξαιρέσεων σαν αυτούς του πριγκιπάτου της Πίνδου επί Κατοχής
Αγαπητέ Insider.
Θα σου φανεί περίεργο, αλλά οι απόψεις μου συγγενεύουν με τις δικές σου και του κ. Κατσίμανη, όχι με του Κυριάκου Παπαδόπουλου.
Το πουλόβερ που τον 19ο αιώνα με σοφία έπλεξε ο Παπαρηγόπουλος δεν μου πέφτει στενό, μου είναι πολύ άνετο και το φοράω με καμάρι.
Οι διαφορές μας πιστεύω είναι στις αποχρώσεις και ίσως στην νοοτροπία.
Ο αυτοπροσδιορισμός συναρτάται με μια συγκεκριμένη ιστορική αφήγηση την οποία κάποιος επιλέγει ως αληθινή αλλά η επιλογή που αυτός ο κάποιος κάνει, σπανίως έως καθόλου εξαρτάται από την πνευματική του εντιμότητα.
Ο αυτοπροσδιορισμός και η επιλογή ιστορικης αφήγησης βασικά εξαρτώνται από την διάθεση που έχει κάποιος να διεκδικήσει τον ζωτικό του χώρο, να υπερασπίσει αυτό που θεωρεί κοινή συλλογική περιουσία.
Με άλλα λόγια πολύ σπάνια κάποιος σπεύδει να αλάξει τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται επειδή κάποιος άλλος του επισημαίνει λογικές αντιφάσεις ή τεκμήρια από τις ιστορικές πηγές. Αντίθετα θα επιδιώξει τις αλλαγές αν η διάθεση του, του το υπαγορεύει.
Πχ αν εγώ δεν έχω καμία διάθεση να στείλω τον υιό μου να πολεμήσει στην Κύπρο, μου είναι πολύ βολικό να θεωρώ ότι οι Κύπριοι αποτελούν διαφορετικό έθνος και ως εκ τούτου προσαρμόζω αντίστοιχα (στενεύω) τον αυτοπροσδιοριμό μου και αλλάζω την ιστορική μου αφήγηση κατά το δόγμα Ρεπούση.
Αν αντίθετα οι έλληνες ως έθνος είχαμε τα κότσια και την διάθεση να αναλάβουμε την προστασία των ορθοδόξων της Συρίας και του Λιβάνου και εγώ προσωπικά συμφωνούσα με μια τέτοια πολιτική αντίστιχα θα προσάρμοζα (θα φάρδενα) τον εθνικό μου αυτοπροσδιορισμό ενθυμούμενος τον ”ένδοξο μου βυζαντινισμό ”.
Ή ακόμα εσύ τί νομίζεις ? Ο αυτοπροσδιορισμός των Σκοπιανών ως Μακεδόνων είναι που τους κάνει να λιγουρεύονται την Μακεδονία ή αντίθετα το γεγονός ότι λιγουρεύονται την Μακεδονία είναι αυτό που τους κάνει να αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες.
Μη φοβάσαι δεν διεδικώ τις πυραμίδες , δεν ισχυρίζομαι ότι ο κατακτητής αποκτά αυτοδίκαια την πολιτιστική κληρονομιά του κατακτημένου, αυτό μάλον εσύ το κάνεις που χαρίζεις την προ του 4ου αιώνα λατινική κληρονομιά στους απόγονους των τευτόνων.
Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι στην Δύση μετά τον 4ο αιώνα γεννήθηκε ένας καινούργιος κόσμος , η φεουδαρχία και ο καθολικισμός που την εκφράζει είναι ένας καινούργιος πολιτισμός ,το Σχίσμα κατά μία έννοια σηματοδοτεί την ρήξη του παλιού κόσμου(της ελληνορωμαικής αρχαιότητας) με τον νέο κόσμο της φεουδαρχίας.
Ο ελληνορωμαικός κόσμος συνέχισε να ζει στην ανατολή και κάτω από την επίδραση του χριστιανισμού να μεταλλάσσεται και αυτός. Σε κάθε περίπτωση όμως ενώ στην Ανατολή ο κανόνας είναι η συνέχεια ,στη Δύση ο κανόνας είναι η ασυνέχεια .Υπ’ αυτή την έννοια και απαντώ στο ερώτημα σου είναι προφανές ποιός δικαιούται περισσότερο τον ”τίτλο ρωμαίος”
Στην ίδια λογική διεκδικώ και τον Κικέρωνα και τον Σενέκα, στην λογική ότι ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Ανατολής είναι η φυσική συνέχεια του πολιτισμού της αρχαιότητας πράγμα που δεν είναι ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης . Συνεπώς το επιχείρημα μου κάθε άλλο από φυλετικό είναι.
Γράφεις :”Μια αυτοκρατορία που στρέφεται “στις ρίζες της, στα ελληνιστικά της θεμέλια ,στις αστείρευτες δεξαμενές του ελληνικού πνεύματος” είναι πλέον “ρωμαϊκή” μόνο κατά τον τίτλο ή το τυπικό. Αυτό είναι ουσιαστικά και η θέση του άρθρου του κ.Κατσίμανη.”
ΣΥΜΦΩΝΩ ΚΑΙ ΕΠΑΥΞΑΝΩ γι’ αυτό άλλωστε διαφωνώ με την εμμονή του Κυριάκου Παπαδόπουλου να αντικαταστήσουμε σώνει και καλά το έλληνας με το ρωμαίος.
Έδωσα μάλλον λάθος εντύπωση,ίσως γιατί ο δικός μου εθνικός αυτοπροσδιορισμός είναι όντως πολυσυλεκτικός. Αλλά τι να κάνουμε δεν έχω καμμία διάθεση να πάψω να θεωρώ ”δικούς μου” τον Κικέρωνα και τον Σενέκα που ήταν ρωμαίοι και γράφανε στα λατινικά ή τον Φίλωνα τον Ιουδαίο τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Λουκιανό που ήτανε σημίτες και γράφανε ελληνικά ή ακόμα τον Λίβιο Ανδρόνικο που ήταν έλληνας αλλά έγραφε λατινικά ή τέλος τον Μάρκο Αυρήλιο που ήταν ρωμαίος αλλά έγραψε ελληνικά.
Πίστεψε με η πολυσυλεκτικότητα αυτού του είδους δεν αντιφάσκει λογικά με την θέση μου για την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Για μένα η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είναι ”ψηλαφητή πραγματικότητα” δεν είναι ιδεολόγημα και πιστεύω ότι το όνομα έλληνας την εκφράζει καλύτερα από ότι το Ρωμαίος.
Στη Λέρο απ’ όπου κατάγομαι υπάρχει μια πανέμορφη παραλία γεμάτη με χοντρά βότσαλα, εκεί και σε απόσταση να κάτσεις θα ακούσεις το θόρυβο που τα βότσαλα κάνουν όταν το κύμα τα μεταφέρει πάνω κάτω. Το όνομα αυτής της παραλίας είναι Βρωμόλιθος ,από το ομηρικό βρώμος (γδούπος ,θόρυβος) και το διαχρονικά ελληνικό λίθος .
Επομένως εσείς διεκδικείτε όλη την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, καλά είπα ότι παραείστε λαρτζ.
Άρα με αυτήν τη λογική πρέπει να πάμε και ακόμα πιο πίσω, στον Ρωμύλο και τον Ρέμο, τους ιδρυτές της πόλης που έφτιαξε την αυτοκρατορία της οποίας συνέχεια ήταν η μεσαιωνική ανατολή και να τους διεκδικούμε και αυτούς.
Δεν νομίζω ότι στέκουν αυτά. Το φαινόμενο Ρώμη, το πώς αυτή η πόλη αναπτύχθηκε, επεκτάθηκε και τελικά κατέκτησε σχεδόν το σύνολο της τότε γνωστής οικουμένης είναι σαφώς διακριτό από το φαινόμενο Ελλάς. Μπορεί φυσικά τελικά να συγχωνεύθηκαν όλοι μαζί σε μια ενιαία ρωμαϊκή οικουμένη, αλλά δεν μπορούμε αναδρομικά να συγχωνεύουμε και το παρελθόν τους.
Άλλωστε το γράφει σχετικά ο κ.Κατσίμανης στο κείμενό του:
[b]
Και να σκεφτεί κανείς ότι στην κλασική περίοδο της λατινικής γραμματείας, τότε που διαμορφωνόταν πρωθύστερα η ιδεολογία του ιστορικού προορισμού της Ρώμης ως κοσμοκράτειρας, η αποστολή του ρωμαϊκού λαού προδιαγράφεται με σαφήνεια. Εκείνο στο οποίο οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δεν είναι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι το imperium! O Αγχίσης, συγκεκριμένα, τονίζει στο γιο του Αινεία, όταν ο τελευταίος τον συναντά στον κάτω κόσμο, πως η μετάδοση ζωής στο χαλκό, η σμίλευση ζωντανών μορφών στο μάρμαρο, οι εύστοχες δικανικές ομιλίες αλλά και η μέτρηση με το διαβήτη της κίνησης του ουρανού και της τροχιάς των αστέρων, αυτά όλα είναι επιδόσεις, στις οποίες κάποιοι άλλοι (εννοεί τους Έλληνες) θα αποδειχτούν περισσότερο ικανοί. Και του δηλώνει εμφατικά ότι ο ίδιος, ως Ρωμαίος, πρέπει να θυμάται πως οι δικές του οι «τέχνες» είναι κάτι το διαφορετικό: να επιβάλλει στους άλλους λαούς την κυριαρχία του, να θεσπίζει τους νόμους της ειρήνης μεταξύ των εθνών, να δείχνει επιείκεια προς τους ηττημένους και να κατανικά τους αλαζόνες («excudent alii spirantia mollius aera/(credo equidem), vivos ducent de marmore voltus,/orabunt causas melius, caelique meatus /describent radio et surgentia sidera dicent: /tu regere imperio populos, Romane, memento/(hae tibi erunt artes), pacisque imponere morem,/parcere subiectis et debellare superbos»)[38].[/b]
Άλλοι ήταν λοιπόν ιστορικά οι Λατίνοι και άλλοι οι Έλληνες. Κι αφού όπως λέτε στο προηγούμενο σχόλιό σας το Βυζάντιο στράφηκε τελικά στα ελληνιστικά του θεμέλια και στις αστείρευτες δεξαμενές του ελληνικού πνεύματος, είναι νομίζω σαφές με ποιων την κληρονομιά έχουμε εμείς σήμερα περισσότερη σχέση.