Ἡ χρησιμότητα τῶν κλασσικῶν καί θεολογικῶν σπουδῶν

4
874

Τονίζεται πανταχόθεν – καί νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀπόλυτα θεμιτό καί, θἄλεγα, ἀναγκαῖο − ἡ παιδεία νά συνδεθεῖ μέ τήν παραγωγή καί τίς ἀνάγκες τῆς ἀγορᾶς ἐργασίας. Ὡς ἐκ τούτου οἱ κλασσικές καί θεολογικές σπουδές, ἐπειδή δέν εἶναι ἄμεσα προσοδοφόρες καί κερδοφόρες, θεωροῦν ὁρισμένοι ἐκσυγχρονιστές ὅτι εἶναι ἄχρηστες καί ἐπιβάλλεται, ἄν μή νά ἐγκαταλειφθοῦν τελείως, νά περισταλοῦν δραστικά καί τή θέση τους νά πάρουν ἄλλου περιεχομένου σπουδές, πιό χρήσιμες καί κερδοφόρες. Μέ τό παρόν σημείωμα θέλω ἀκροθιγῶς νά τονίσω τήν ἐπικαιρότητα καί τήν ἔμμεση βεβαίως, πλήν ὅμως ὑψίστης σπουδαιότητος, χρησιμότητα τῶν κλασσικῶν καί γενικώτερα ἀνθρωπιστικῶν καί θεολογικῶν σπουδῶν. Γνωρίζω ὅτι τό ἐγχείρημα τοῦτο προϋποθέτει ἐμπεριστατωμένη μελέτη καί ὀγκώδη πραγματεία· ἐγώ θά περιορισθῶ σέ μία ἀκριθιγῆ καί ἐπιγραμματική ἐπισήμανση τῆς ὑψίστης ἀξίας τῆς κλασσικῆς καί θεολογικῆς παιδείας καί τῆς ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης νά ἐνισχυθοῦν παντοιοτρόπως στό ἐκπαιδευτικό σύστημα τῆς χώρας μας.

  1. Οἱ κλασσικές καί θεολογικές σπουδές εἶναι ἀνθρωποπλαστικές καί ἠθοπλαστικές. Καί αὐτό ἔχει πρωτίστως, κατ᾿ ἐξοχήν καί κυρίως ἀνάγκη ὁ σύγχρονος κόσμος. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει γιά τήν ἀποσύνθεση τῶν συγχρόνων Δυτικῶν κοινωνιῶν μετά τήν κονιορτοποίηση τοῦ Μαρξισμοῦ-Λενινισμοῦ. Ὁ καπιταλισμός, ἰσχυρίζεται ὁ Κ. Καστοριάδης, στηρίχθηκε γιά τήν λειτουργία του σέ ἀνθρωπολογικούς τύπους, τούς ὁποίους κληρονόμησε ἀπό προηγούμενες ἱστορικές περιόδους, πού οὔτε ὁ ἴδιος μπόρεσε νά δημιουργήσει, οὔτε μπορεῖ νά δημιουργήσει. Ἐπί παραδείγματι φέρει τόν ἀδέκαστο καί ἀδιάφθορο δικαστή, πού ἐπιτελεῖ ἄψογα καί ἀμερόληπτα τό καθῆκον του, τούς ἀκέραιους, βεμπεριανοῦ τύπου, δημόσιους ὑπάλληλους, τόν ἐκπαιδευτικό μέ τό μεράκι πού ἐπιτελεῖ τήν κοινωνική ἀποστολή του εὐσυνείδητα παρά τήν πενιχρότητα τοῦ μισθοῦ του καί τόν ἁπλό βιομηχανικό ἐργάτη μέ ἕνα μίνιμουμ ἐπαγγελματικῆς εὐσυνειδησίας, πού βιδώνει τέλεια τίς βίδες, ὥστε νά μή ἐκτροχιασθοῦν τά τραῖνα, ἀσχέτως τοῦ πόσο ἀμείβεται.[1] Αὐτοί οἱ ἀνθρωπολογικοί τύποι, πού εἶναι τόσο ἀπαραίτητοι γιά νά λειτουργήσει ὀρθά ἡ κοινωνία, εἶναι ἐν πολλοῖς, ὄχι βέβαια ἀποκλειστικά, ἀπότοκοι τῆς κλασσικῆς καί θεολογικῆς παιδείας πού ἐδιδάχθησαν στό σχολεῖο τους – ὄχι βέβαια τό μοντέρνο μαζικό, “δημοκρατικό” σχολεῖο τῆς ἀμάθειας καί τοῦ χαβαλέ! Καί ἄς μή ἔχουμε οὐδόλως τήν ψευδαίσθηση, ὅτι ἡ περιβόητη ἀξιολόγηση θά ἀποτελέσει πανάκεια καί θά λύσει τό πρόβλημα, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ παντοειδεῖς ἐκσυγχρονιστές τῆς ἐθνικῆς παιδείας μας. Ἀλήθεια τί θά ἐμποδίσει τόν ἀσυνείδητο ἐκπαιδευτικό νά χαζεύει μέσα στήν τάξη καί νά κάνει “πρότυπο” μάθημα, ἁπλά ὅταν ἀξιολογεῖται; Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης γράφει τά ἑξῆς συνταρακτικά καί ἀμειλίκτως ἀφοπλιστικά: «Πῶς μπορεῖ, μέ τέτοιες συνθῆκες, καί προχωρεῖ ἀκόμα τό σύστημα; Προχωρεῖ γιατί εἰσπράττει ἀκόμη τά ὀφέλη μοντέλων ταύτισης πού εἶχαν παραχθεῖ ἄλλοτε· τοῦ μαθηματικοῦ πού μόλις ἀνέφερα, τοῦ “ἀκέραιου” δικαστῆ, τοῦ νομιμόφρονα γραφειοκράτη, τοῦ εὐσυνείδητου ἐργάτη, τοῦ ὑπεύθυνου γιά τά παιδιά γονιοῦ, τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ὁ ὁποῖος, χωρίς νά ὑπάρχει κανένας λόγος, ἐνδιαφέρεται ἀκόμα γιά τό ἐπάγγελμά του. Τίποτα ὅμως μέσα στή σημερινή μορφή τοῦ συστήματος δέν δικαιώνει τίς “ἀξίες” πού τά πρόσωπα αὐτά ἐνσαρκώνουν, ἐγκολπώνονται καί διακονοῦν στά πλαίσια τῆς δραστηριότητάς τους. Γιά ποιό λόγο ἕνας δάσκαλος νά κάθεται νά ἱδρώνει μέ τά πιτσιρίκια, καί νά μήν ἀφήσει νά περνᾶ ἡ ὥρα τοῦ μαθήματος, ἐκτός ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔρχεται ὁ ἐπιθεωρητής; γιά ποιό λόγο πρέπει ὁ ἐργάτης νά ἐξαντλεῖται ὥσπου νά βιδώσει καί τήν ἑκατοστή πεντηκοστή βίδα, ἄν μπορεῖ νά ἐξαπατήσει τόν ποιοτικό ἔλεγχο;».[2]
  2. Οἱ κλασσικές σπουδές συμβάλλουν τά μέγιστα στή διαμόρφωση πολιτικῆς συνειδήσεως καί δημοκρατικοῦ ἤθους. Ἡ ἀρετή, ἀκόμη καί ἡ πολιτική ἀρετή, κατά τόν Ἀριστοτέλη, εἶναι μεσότητα μεταξύ ἐλλείψεως καί ὑπερβολῆς (ἡ θέση αὐτή ἔχει υἱοθετηθεῖ καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀρετή συνίσταται στήν ἀποφυγή τῶν ἀκροτήτων καί στήν ἐπίγνωση τῶν ὁρίων, ἐντός τῶν ὁποίων ὁριοθετεῖται ἡ πολιτική καί γενικώτερα ἡ νομιμότητα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ἡ τραγωδία στήν κλασσική Ἀθήνα τοῦ Ε΄ αἰώνα αὐτή ἀκριβῶς τήν λειτουργία ἐπιτελοῦσε: τήν κατάδειξη καί ὁριοθέτηση τῶν ὁρίων τῆς πολιτικῆς καί γενικώτερα τῆς καθολικῆς ἀνθρωπίνης δράσεως, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁποίων συνιστᾶ “ὕβριν” καί ἀναπόδραστα ἡ Νέμεσις, ἡ φύλαξ τῆς παγκοσμίου τάξεως, θά ἐπιφέρει ἀφεύκτως τήν “ἄτη”, δηλαδή τή συμφορά. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, βεβαίως ὑπό διαφορετικές ὀντολογικές-μεταφυσικές καί θεολογικές προϋποθέσεις, τονίζει ὅτι ἀρετή εἶναι νά μένει κανείς μέσα στά ὅρια τῆς δικῆς του φύσεως: «ἀρετή γάρ ἐστι τό μένειν ἐν τοῖς ὅροις τῆς οἰκείας φύσεως».[3] Στήν ἐποχή μας, ἐποχή ἀμετρίας καί ἀκροτήτων, ἐποχή ἀκραίων ἐπολογῶν καί ἐνεργειῶν τόσο στόν προσωπικό ὅσο καί στό δημόσιο βίο, (βλ. ἐπί παραδείγματι τά ναρκωτικά στήν προσωπική ζωή τό builling στή σχολική ζωή καί τόν κίνδυνο γενικῆς καί πυρηνικῆς ἀναφλέξεως συλλογική-διεθνῆ ζωή) λαμβάνει δραματική ἐπικαιρότητα ἡ θέση αὐτή τῶν ἀρχαίων σοφῶν καί τῶν Πατέρων, ἡ δέ ἐμπέδωση της ἀποτελεῖ ἐπιτακτική ἀνάγκη ἀπό τά σύγχρονα παιδιά.

Καί κάτι σημαντικό ἀκόμα: οἱ ἀρχαῖοι σοφοί καί κυρίως ὁ Ἀριστοτέλης τονίζουν ὅτι στήν ἀρίστη πολιτεία πρέπει νά ἀποφεύγονται οἱ οἰκονομικές ἀκρότητες στήν περιουσιακή κατάσταση τῶν πολιτῶν, δηλαδή ἡ ὑπερβολή τοῦ πλούτου σέ ὁρισμένους καί ἡ ἔλλειψη τῆς φτώχειας (δηλαδή ἡ ἔλλειψη τοῦ ἀναγκαίου εἰσοδήματος πού καθιστᾶ τόν πολίτη ἱκανό νά ἐπιτελεῖ ἐπαρκῶς τά πολιτικά του καθήκοντα) σ᾿ ἄλλους καί ἐντέλει ὅτι ἡ μεσαία τάξη ἀποτελεῖ τή ραχοκοκκαλιά τῆς Δημοκρατίας. Ὁ Θαλῆς αἴφνης ἐρωτηθείς ποία εἶναι ἡ ἀρίστη πολιτεία ἀπάντησε «ἡ μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσα πολίτας». Στή σύγχρονη ἐποχή τῆς Παγκοσμιοποίησης παρατηρεῖται ἡ τάση πρός τίς ἀκρότητες τῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως, δηλαδή ἡ συσσώρευση τρομακτικοῦ πλούτου σέ λίγους καί ἡ μαζική φτωχοποίηση πολλῶν· κατάσταση, ἡ ὁποία κυριολεκτικά ἀποτελεῖ δυναμίτη στά θεμέλια τοῦ δημοκρατικοῦ μας πολιτεύματος. Παρεκβατικῶς ἄς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό, λίαν χαρακτηρηστικό, ἀπό τήν σχολική ἐμπειρία μου. Πρίν μερικά χρόνια, ὅταν ἐδίδασκα ἀρχαία ἱστορία στήν πρώτη Λυκείου, ἐξηγοῦσα στούς μαθητές πῶς ἐδρομολογήθηκε ἡ κατάρρευση τῆς ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας (res publica) συνεπείᾳ τῆς ἐξαφανίσεως τῆς μεσαίας ρωμαϊκῆς τάξεως, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό στυλοβάτη καί τόν κορμό τῆς Δημοκρατίας. Ὅταν δέ τούς ἀνέφερα ὅτι αὐτή ἡ μεσαία ρωμαϊκή τάξη μετεβλήθη σ᾿ ἕνα ὄχλο (ἡ λεγομένη ρωμαϊκή πλέμπα- plebs), χωρίς οὐσιαστικά καμμία περιουσία καί εἰσόδημα, ἀλλά μέ πλήρη πολιτικά δικαιώματα, καί ὅτι ἐπαρουσιαζόταν κάθε πρωΐ στούς πλούσιους Ρωμαίους καί ἐξαργύρωνε τήν ψῆφο του ἔναντι ἄρτου καί θεάματος, ὁρισμένα παιδιά εἶπαν, horribile dictu, ὅτι εὐχαρίστως θά ἔκαναν τό ἴδιο ἀπέναντι στούς σημερινούς πολιτικούς! Ἰδού ἡ παντελής ἔλλειψη πολιτικῆς συνειδήσεως! Μήπως τό ἴδιο οὐσιαστικά δέν κάνουμε καί ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι, ὅταν ψηφίζουμε μέ κριτήριο τό προσωπικό μας βόλεμα καί ὄχι τό γενικώτερο καλό τοῦ τόπου; Ἡ κλασσική παιδεία μπορεῖ νά σταθεῖ πολύτιμη ἀρρωγός στή διαμόρφωση ὑγιῶν πολιτικῶν κριτηρίων στό σημερινό κλῖμα τοῦ ἄκρατου ἀτομικισμοῦ, ἄν γίνει βίωμα στό παιδί ὅτι οἱ Ἕλληνες τῆς κλασσικῆς περιόδου ἔθεταν σέ πρώτη μοῖρα τήν πόλη καί σέ δεύτερη τό ἄτομό τους, ἤ μᾶλλον θεωροῦσαν τήν προσωπική τους μοῖρα ἀξεδιάλυτα δεμένη μέ τή μοῖρα τῆς πόλεώς τους. Ἔτσι ὁ Περικλῆς, στόν τελευταῖο – ἀπ᾿ ὅσους διέσωσε ὁ Θουκυδίδης − κρίσιμο λόγο του, μποροῦσε νά πεῖ στούς Ἀθηναίους: «ἐγώ γάρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τούς ἰδιώτας ἤ καθ᾿ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἀθρόαν δέ σφαλλομένην»[4] (μετάφραση τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου: «ἐγώ τοὐλάχιστον πιστεύω, ὅτι ἡ πόλις, ἡ ὁποία ἀκμάζει ὡς σύνολον, ὠφελεῖ περισσότερον τούς ἰδιώτας, παρά ἐάν, ἐνῶ καθείς ἀπό τούς πολίτας εὐτυχῇ, ἐκείνη ὡς σύνολον ἀποτυγχάνῃ»[5]), λόγια πού στό σύγχρονο ἄνθρωπο θά προκαλοῦσαν καγχασμό καί χλεύη. Ἀλήθεια πῶς μπορεῖ νά πεισθεῖ ὁ σύγχρονος Ἕλληνας πολίτης ὅτι εἶναι ἐπιβεβλημένο νά ὑποβάλλεται σέ ἀτομικές θυσίες γιά τό κοινό καλό, πῶς μπορεῖ τό σύγχρονο παιδί νά μή προβαίνει σέ βίαιες πράξεις, ὅταν ἀδικεῖται ἡ ὁμάδα του ἀπό τόν τάδε διαιτητή, ἄν δέν ἐννοήσει καί δέν τοῦ γίνει βίωμα ὅτι τό καθόλου προηγεῖται ἀξιολογικά τοῦ ἐπιμέρους καί ἐπιπλέον ὅτι αὐτό τό τελευταῖο (δηλαδή τό ἐπιμέρους) ὑπάρχει χάρη στό πρῶτο (δηλαδή τό καθόλου) καί ἐάν ἐκλείψει ἐκεῖνο θά συναπολεσθεῖ καί τοῦτο; (πλατωνική καί ὡς ἕνα σημεῖο, ὄχι ἐπακριβῶς, χριστιανική ὀντολογία − λέγω καί χριστιανική ὀντολογία, διότι, ἄν κατά τούς Πατέρες τά ἀρχέτυπα-παραδείγματα τῶν ὄντων δέν εἶναι ὀντότητες, ἀναξάρτητες τοῦ Θεοῦ, κατά τήν πλατωνική ἐκδοχή, ἀλλά ἀγαθά ἐννοήματα καί βουλήματα τοῦ Θεοῦ, οἱ λεγομένοι ἄκτιστοι λόγοι τῶν ὄντων, ὅμως κατά τόν ἅγιον Μάξιμο τόν Ὀμολογητή οἱ καθολικώτεροι λόγοι τῶν ὄντων περιλαμβάνουν καί συνέχουν τούς μερικωτέρους λόγους τῶν ἐπιμέρους ὄντων). Εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη τό παιδί νά συνειδητοποιήσει βαθιά πώς, ἄν κάθε φορά πού μία ποδοσφαιρική ὁμάδα ἠδικεῖτο σέ μία ἐπιμέρους περίπτωση, ἀκυρώνονταν οἱ ἀποφάσεις τῶν διαιτητῶν καί ὁ καθένας (ποδασφαιριστής ἤ φίλαθλος) ἐπέβαλε δικαιοσύνη κατά τό δοκοῦν, τότε θά τιναζόταν στόν ἀέρα ὁ θεσμός τοῦ πρωταθλήματος. Τά ἔκτροπα πού βλέπουμε συχνά στά γήπεδα εἶναι ἀποτέλεσμα καί ἄλλων παραμέτρων βεβαίως, ὅπως π.χ. τῆς ἀνεργίας, ἀλλά καί τῆς ἐλλείψεως παιδείας (ὄχι μόνο βεβαίως, ἀλλά καί ἀνθρωπιστικῆς παιδείας).

Εἶναι ἀδύνατον νά ἐκσυγχρονισθεῖ τό Ἑλληνικό κράτος χωρίς τή διαμόρφωση τῆς κατάλληλης πολιτικῆς συνειδήσεως καί χρηστοῦ ἤθους τῶν πολιτῶν. Τό αἴτημα γιά ἐκσυγχρονισμό τοῦ κράτους αἰωρεῖται ἐδῶ καί μία τεσσαρακονταετία στό πολιτικό στερέωμα τῆς Ἐλλάδος καί ἀκόμη δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ (νομίζω ὅτι κατέχουμε μία ἀπό τίς πρῶτες θέσεις στόν πίνακα τῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν ὅσον ἀφορᾶ τή διαφθορά τῆς Δημοσίας Διοικήσεως). Νομίζω ὅτι στό αἴτημα αὐτό μπορεῖ νά συμβάλει οὐσιαστικά ἡ κλασσική παιδεία μας καί, ὅταν λέγω κλασσική παιδεία ἐννοοῶ καί τήν χριστιανική-πατερική γραμματεία, ὡς ἀναπόσπαστα συνδεομένη καί μάλιστα συμπληροῦσα καί τελειοῦσα αὐτή - τήν κλασσική παιδεία. Ἄλλοι Εὐρωπαϊκοί λαοί διεχειρίσθησαν σωστά τήν δική μας, ἀρχαιοελληνική κουλτούρα καί προώδευσαν, ἄν καί τώρα πού τήν ἔχουν ἐγκαταλείψει ἀπό καιρό, ἀρχίζουν κατά τόν Κ. Καστοριάδη, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, νά ἀποσαθρώνονται οἱ βάσεις τοῦ πολιτισμοῦ τους. Ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε ἤ καί ἀπαξιώνουμε τή δική μας κουλτούρα, ἀρχαιοελληνική καί Πατερική, καί ἔτσι βραδυποροῦμε.

3. Κατά τό ἀνθρωπολογικό καί ψυχολογικό μοντέλο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς Πατερικῆς θεολογίας, τό λογικόν μέρος τῆς ψυχῆς πρέπει νά κυριαρχεῖ καί νά κατευθύνει, τό ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς, δηλαδή τό θυμοειδές καί τό ἐπιθυμητικόν. Τοῦτο εἶναι ἄκρας σπουδαιότητος καί ὑψίστης σημασίας νά τό συνειδητοποιήσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καί τό σύγχρονο παιδί, ὁ αὐριανός πολίτης, διότι στή σύγχρονη ἐποχή παρατηρεῖται μία ἀνεπίτρεπτη κατίσχυση τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων μορίων τῆς ψυχῆς καί κατ᾿ ἐξοχήν ἔναντι τοῦ λογικοῦ, ὅπως γράφει καί ὁ John Anton (Ἰωάννης Ἀντωνόπουλος). Ἔχουμε κυριολεκτικά μία ἀποθέωση τῆς ἄλογης ἐπιθυμίας, χωρίς τό χαλινό τοῦ λογικοῦ. Ὅθεν ὁ ἄκρατος καί ἰσοπεδωτικός καταναλωτισμός (φυσικά καί ὁ ἀχαλίνωτος καί ἄλογος ἐρωτισμός). Συνέπεια τοῦ ἄκρατου καταναλωτισμοῦ καί τῆς ἄμετρης κερδοσκοπίας τῶν μεγάλων ἐταιρειῶν πού τροφοδοτοῦν αὐτό τόν καταναλωτισμό, προκαλώντας μία ἄμετρη καί ἄλογη διαποίκιλση τῶν ἀνθρωπίνων “ἀναγκῶν”, εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος πού λαμβάνει ἐφιαλτικές διαστάσεις καί καθιστᾶ προβληματική καί αὐτή ἀκόμη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτό τό πλανήτη. Μόνη λύση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος εἶναι ἡ αὐτοσυγκράτηση καί ἡ ἀντίσταση τῶν καταναλωτῶν. Πῶς ὅμως μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτή ὅταν νόημα ζωῆς συνιστᾶ ὁ καταναλωτισμός; Οἱ σύγχρονες Ἑταιρείες παράγουν καταναλωτικά ἀγαθά πού ἔχουν, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, ἕνα ὀντολογικό καί ψυχολογικό βάθος καί ἀποσκοποῦν στήν κατάκτηση τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Πρέπει λοιπόν ὁ ἀνθρώπινος ψυχικός ὁρίζοντας νά στραφεῖ σέ ἄλλες ἀξίες, ὅπου προτεραιότητα θά δίδεται στήν παιδεία, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη καί ὄχι στήν οἰκονομική ἀνάπτυξη, ἄν θέλουμε νά εἶναι βιώσιμος ὁ πλανήτης μας γιά τίς μελλοντικές γενιές. Στό σημεῖο αὐτό κρίνω ἀναγκαῖο νά παραθέσω αὐτολεξεί τά ἑξῆς βαρυσήμαντα πού γράφει ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης: «Θά ἔπρεπε νά θέλουμε μιά κοινωνία στήν ὁποία οἱ οἰκονομικές ἀξίες θά ἔχουν πάψει νά κατέχουν κεντρική (ἤ μοναδική) θέση, ὅπου ἡ οἰκονομία θά ἔχει ξαναμπεῖ στή θέση της, δηλαδή θά ἔχει γίνει ἕνα ἁπλό μέσο τοῦ ἀνθρώπινου βίου καί ὄχι ὕστατος σκοπός, στήν ὁποία ἑπομένως θά ἔχουμε παραιτηθεῖ ἀπό τήν τρελή κούρσα πρός μία συνεχῶς αὐξανόμενη κατανάλωση. Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς ἀναγκαῖο γιά ν᾿ ἀποφύγουμε τήν τελεσίδικη καταστροφή τοῦ γήινου περιβάλλοντος. Εἶναι ἀναγκαῖο κυρίως γιά νά βγοῦμε ἀπό τήν ψυχική καί ἠθική ἐξαθλίωση τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων. Θά ἔπρεπε λοιπόν ἀπό δῶ καί ἐμπρός οἱ ἄνθρωποι (μιλάω γιά τίς πλούσιες χῶρες) νά δεχτοῦν ἕνα ἀξιοπρεπές ἀλλά λιτό βιοτικό ἐπίπεδο καί νά παραιτηθοῦν ἀπό τήν ἰδέα ὅτι ὁ κεντρικός στόχος τῆς ζωῆς τους εἶναι νά αὐξάνεται ἡ κατανάλωσή τους κατά 2 μέ 3% τόν χρόνο. Γιά νά δεχτοῦν αὐτό, θά ἔπρεπε κάτι ἄλλο νά δίνει νόημα στή ζωή τους. Ξέρουμε, ξέρω ποιό εἶναι αὐτό τό κάτι ἄλλο – τί ὠφελεῖ ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού ἡ μεγάλη πλειονότητα τοῦ κόσμου δέν τό δέχεται καί δέν κάνει αὐτό πού πρέπει ὥστε νά γίνει πραγματικότητα; Αὐτό τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἀνθρώπων, ἀντί γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν σκουπιδοπροϊόντων. Κάτι τέτοιο θά ἀπαιτοῦσε μιά ἄλλη ὀργάνωση τῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά πάψει νά εἶναι ἀγγαρεία καί νά γίνει πεδίο προβολῆς τῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἀνθρώπου· ἄλλο πολιτικό σύστημα, μιάν ἀληθινή δημοκρατία πού θά συνεπαγόταν τήν συμμετοχή ὅλων στή λήψη τῶν ἀποφάσεων· μιάν ἄλλη ὀργάνωση τῆς παιδείας, ὥστε νά διαπλάθονται πολίτες ἱκανοί νά ἄρχουν καί νά ἄρχονται, σύμφωνα μέ τή θαυμάσια ἔκφραση τοῦ Ἀριστοτέλη – καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς».[6] Ἡ συμβολή τῆς κλασσικῆς καί τῆς θεολογικῆς παιδείας μπορεῖ νά εἶναι καθοριστική στή ἀντιστροφή τοῦ ἀξιολογικοῦ ὁρίζοντα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ κλασσική καί χριστιανική παιδεία μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό λογικόν πρέπει νά ἄρχει καί νά κατευθύνει τό συναίσθημα καί τήν ἐπιθυμία καί ὄχι νά κυριαρχεῖται, νά ὑποδουλώνεται καί νά κατευθύνεται ἀπό αὐτά. Ἰδιαιτέρως μάλιστα ἡ Πατερική διδασκαλία μᾶς τονίζει ὅτι τό παθητικόν καί ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς πρέπει ὄχι νά ἀπονεκρώνεται ἀλλά νά μεταμορφώνεται ἐπί τά κρείττω. Τό θυμικόν μέρος τῆς ψυχῆς, περιεκτική ἀρετή τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀγάπη, καί τό ἐπιθυμητικόν μέρος τῆς ψυχῆς, περιεκτική ἀρετή τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἐγκράτεια, πρέπει νά ἀποβάλλουν τήν ἄλογη φιλαυτία καί νά στραφοῦν στήν ἔλλογη φιλοθεΐα καί φιλαδελφία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει κατά τούς Πατέρες νά κάνει ἔλλογη χρήση τοῦ κόσμου καί μάλιστα νά τόν ἀναφέρει στόν Δημιουργό του, γιά νά λειτουργεῖ ὁ κόσμος ὀρθά καί νά ἀποφεύγει τήν ἀπολυτοποίηση καί κατάχρησή του – πρᾶγμα πού ἀκριβῶς κάνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος − καί πού ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν καταστροφή τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου.

4. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, ἡ σύγχρονη κουλτούρα, ὁ σύγχρονος κόσμος διακατέχεται ἀπό ἕνα ὑπερβολικό διανοητισμό. Αὐτό δέν ἔρχεται σέ ἀντίφαση μέ αὐτά πού ἐγράψαμε μόλις ἀνωτέρω γιά τήν κυριαρχία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ πάνω στό λογιστικόν. Στό σύγχρονο κόσμο παρατηρεῖται μία ὑπερανάπτυξη, μία ὑπερτροφία τῆς διανοίας καί ταυτόχρονα ὑποταγή αὐτῆς στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἄλογης ἐπιθυμίας. Ὄργανο θεογνωσίας, κοσμογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας ἔχει καταστεῖ ἡ διάνοια (ἡ ratio), παραμερίζοντας ὅλες τίς ἄλλες γνωστικές, ἀλλά καί ἠθικές καί ψυχοσυναισθηματικές δυνάμεις τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Στήν ἀρχαιοελληνική, ἀλλά καί στήν Πατερική παράδοση ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ νοῦ καί διανοίας (ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τόν λόγο-λογική). Κατά τόν Πλάτωνα ὁ νοῦς εἶναι τό νοερόν ὄμμα τῆς ψυχῆς, τό ὀπτικόν τῆς ψυχῆς πού θεᾶται τίς ἰδέες καί κυρίως τήν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ, τήν ἐπέκεινα οὐσίας καί νοήσεως, ἐνῶ ἡ διάνοια ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἐνασχολήσεώς της τά Μαθηματικά, πού εἶναι τά μεταξύ νοητοῦ καί αἰσθητοῦ κόσμου.[7] Ἀκόμη καί στόν λογοκρατικό  Ἀριστοτέλη ὁ νοῦς εἶναι αὐτός πού συλλαμβάνει τό εἶδος κατά τρόπον ἄμεσο, μέ μία συνοπτική ματιά.[8] Ἄλλωστε κατά τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη «λέγοντες εἶδος καί ἰδέαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νοοῦν κάτι τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς ὁράσεως, ἐκεῖνο τό ὁποῖον συλλαμβάνεται διά τῆς ὁράσεως»[9] Ὁμοίως καί στήν Πατερική θεολογία ὑπάρχει διάκριση μεταξύ νοῦ καί διανοίας. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀνωτάτη γνωστική δύναμη τῆς ψυχῆς, «ὥσπερ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς»[10] γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός καί τόν χαρακτηρίσει ὡς ἡγεμονικόν ψυχῆς καί σαρκός «Ἡγεμονικόν μέν γάρ ψυχῆς τε καί σαρκός νοῦς, τῆς ψυχῆς τό καθαρώτατον».[11] Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.[12] Ὁ νοῦς ὡς ἡ ἀνωτάτη γνωστική δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι τό γνωστικό ὄργανο πού δέχεται τή θεία ἔλλαμψη (ὁρᾶ τό ἄκτιστον φῶς), ἐνῶ ἡ διάνοια (λόγος-λογική) τήν καταγράφει σέ λογικές προτάσεις, τή διατυπώνει στοχαστικά.[13] Μετά τήν πτώση ὁ νοῦς σκοτίζεται, ὑποδουλώνεται στά πάθη, στό σῶμα καί στή λογική, ἡ διάνοια ἀπολυτοποεῖται καί ἀποβαίνει ἡ κυρίαρχη γνωστική δύναμη θεογνωσίας, κοσμογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας. Μέ ἄλλα καί ἁπλά λόγια ὁ ἅγιος θεᾶται τόν Θεό, ἐνῶ ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος στοχάζεται περί τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ διάνοια οὐδόλως νοεῖται στήν Πατερική γνωσιοθεωρία ὡς πρώτιστο καί βασικό ὄργανο θεογνωσίας καί κατ᾿ ἐπέκτασιν κοσμογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας. Λέγουμε καί κοσμογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας, διότι ὁ καθαρός νοῦς θεᾶται τούς ἀκτίστους λόγους τῶν ὄντων, νοητῶν καί αἰσθητῶν, καί ἔτσι ἀποκτᾶ ἄσφαλτο, ἀρχετυπική γνώση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἄνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ Πατερική Ὀρθοδοξία βεβαίως οὐδόλως ὑποτιμᾶ τήν διάνοια-λογική. Τήν καλλιεργεῖ ἐπιμελῶς, μόνο πού δέν τήν ἀπολυτοποιεῖ καί τήν τοποθετεῖ στή σωστή της θέση στήν ἱεράρχηση τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, καλλιεργώντας ταυτόχρονα καί τίς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τίς βουλητικές καί ψυχοσυναισθηματικές. Ἔτσι ὁλοκληρώνεται σύμπας ὁ ἄνθρωπος, ἐπιτυγχάνεται “ὁ καθολικός ἄνθρωπος” καί ἀποφεύγεται ἡ μονομέρεια καί ἐν τέλει ἀνισορροπία τοῦ διανοητικά ὑπερανεπτυγμένου ἀνθρώπου καί ταυτόχρονα τοῦ βουλητικά καί ψυχοσυναισθηματικά ἐλλειμματικοῦ καί ἀκρωτηριασμένου. Μάλιστα χαλιναγωγεῖται καί ἡ φαντασία (ἡ ὁποία συνιστᾶ ἄλλη γνωστική δύναμη τῆς ψυχῆς κατά τήν Πατερική θεώρηση)[14], ἔτσι ὥστε νά μή ὑποδουλώνεται σ᾿ αὐτήν ἡ λογική, ὁπότε ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἔχουμε τήν ἐμφάνιση ψυχολογικῶν προβλημάτων πού τόσο καταταλαιπωροῦν καί κατατυραννοῦν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ Πατερική ἀγωγή συμβάλλει καίρια στή διαμόρφωση τοῦ ἰσορροπημένου, τοῦ μετρίου (τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή πού ἀποφεύγει τίς ἀκρότητες, εἴτε ἐλλείψεις εἴτε ὑπερβολές, καί βαδίζει τή μέση καί βασιλική ὁδό), τοῦ νηφαλίου, ἐν τέλει τοῦ καθολικοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτή ἀκριβῶς τή μή ἀπολυτοποίηση καί σωστή ἱεράρχηση τῆς διάνοιας ἔχει κατ᾿ ἐξοχήν ἀνάγκη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος (ὅπως ἀκόμη καί τήν χαλιναγώγηση τῆς φαντασίας καί τήν χειραγωγησή της ἀπό τό λόγο-λογική). Γιά τήν σωστή ἀγωγή δέν ἀρκεῖ ἡ ὑπερπληροφόρηση τοῦ νεαροῦ παιδιοῦ (πρᾶγμα πού κατ᾿ ἐξοχήν κάνει τό σύγχρονο ἐκπαιδευτικό σύστημα, τό ὁποῖο γεμίζει μέ πληροφορίες τό μυαλό τοῦ παιδιοῦ καί τίποτε πέραν τούτου), ἀλλά χρειάζεται καί ἡ Πατερική ἀγωγή πρός κτήση τῆς ἁγιότητος. Καί ἄν αὐτό τοῦτο τό τελευταῖο δέν μπορεῖ νά τό κάνει τό σχολεῖο (καί ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά τό κάνει, ἀφοῦ ἡ ἁγιαστική ἀγωγή εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας), τοὐλάχιστον ἄς πληροφορήσει καί ἐνημερώσει ὑπεύθυνα καί σφαιρικά τό σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο παιδί περί αὐτοῦ.

5. Ἕνας βασικός στόχος τῆς παιδείας εἶναι νά ἐφοδιάσει τό παιδί μέ τό ἀπαραίτητο ἐννοιολογικό ὑπόβαθρο, ὥστε νά μπορεῖ νά κατανοεῖ τόν κόσμο, φυσικό καί κοινωνικό, γύρω του. Νομίζω ὅτι τό πλέον εὐσύνοπτο καί εὔστοχο ἐννοιολογικό ἐφόδιο γιά τήν κατανόηση τῆς σημερινῆς, πολιτικῆς διεθνοῦς σκηνῆς καί τῶν δρωμένων σ᾿ αὐτήν προσφέρει τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη. Ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά ἐπ᾿ αὐτοῦ πού ὅ,τι καί νά γράψω ἐγώ εἶναι ἐν τέλει κοινοτυπία καί περιττός πλεονασμός. Ἡ πολιτική παιδεία πού προσφέρουν οἱ δημηγορίες τοῦ Ἀθηναίου ἱστορικοῦ εἶναι ἀνεκτίμητη. Πολιτική παιδεία καί πρός τούς (δημοκρατικά ἐκλεγμένους) ἄρχοντες καί ἀρχομένους. Οἱ πολιτικοί θά εἶχαν πολύ νά ὠφεληθοῦν ἄν διάβαζαν καί ἐφήρμοζαν τή νεκρολογία τοῦ Περικλῆ πού κάνει ὁ πολιτικός ἀντίπαλός του Θουκυδίδης. Γράφει ὁ Θουκυδίδης ὅτι ὁ Περικλῆς «αἴτιον δ᾿ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μέν δυνατός ὤν τῷ τε ἀξιώματι καί τῇ γνώμῃ, χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος, κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἠδονήν τι λέγειν, ἀλλ᾿ ἔχων ἐπ᾿ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντιπεῖν»[15] (μετάφραση τοῦ Ἐλ. Βενιζέλου: «Αἰτία τούτου ἦτον ὅτι ὁ Περικλῆς, ἔχων μεγάλην ἐπιρροήν, πηγάζουσαν ἀπό τήν πρός αὐτόν κοινήν ἐκτίμησιν καί τήν προσωπικήν του ἱκανότητα, καί πασιφανῶς ἀναδειχθείς εἰς ὕψιστον βαθμόν ἀνώτερος χρημάτων, συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν. Καθόσον μή ἐπιδιώκων ν᾿ ἀποκτήσῃ ἐπιρροήν δι᾿ ἀθεμίτων μέσων, δέν ὡμίλει πρός κολακείαν, ἀλλά στηριζόμενος εἰς τήν κοινήν πρός αὐτόν ἐκτίμησιν, ἠδύνατο ν᾿ ἀντιταχθῇ κατ᾿ αὐτῶν, προκαλῶν ἐν ἀνάγκῃ καί τήν ὀργήν των»[16]). Ἀλήθεια πόσοι σύγχρονοι πολιτικοί ἔχουν τήν καθολική ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ, τήν ἀκεραιότητα, τήν ἀφιλοχρηματία, τήν ἀντιαυταρχικότητα καί ταυτοχρόνως τήν ἀποτελεσματικότητα στήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, τήν ἀποφυγή τῆς λαοκολακείας καί τόν ἀντιλαϊκισμό τοῦ Περικλῆ; Πόσοι δύνανται καί πρός ὀργήν τι ἀντιπεῖν τοῖς ψηφοφόροις, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐργάζονται ἀνιδιοτελῶς γιά τήν προώθηση τῶν καλῶς ἐννοουμένων συμφερόντων τους, ἀντί νά κολακεύουν γελοιωδέστατα τόν λαό, ἀπεργαζόμενοι ὅμως ταυτόχρονα τήν ἐξαθλίωσή του, ἔστω ὁρισμένης μερίδας, κοινωνικά ἀνίσχυρης αὐτοῦ;

Ἐπιπλέον ἡ ἀρχαία Ἑλληνική καί κυρίως ἡ πλατωνική πολιτική σκέψη τονίζει ἐπιμελῶς τόν παιδαγωγικό ρόλο τοῦ κράτους. Κατά τόν Πλάτωνα κατ᾿ ἐξοχήν ἔργο τῆς πολιτείας εἶναι ἡ ἠθική διαπαιδαγώγηση τῶν μελῶν της, δηλαδή τῶν πολιτῶν. Οὐδέτερο καί ἄχρουν ἠθικά κράτος κατά τή σύγχρονη ἀκραία νεοφιλελεύθερη ἄποψη εἶναι ἀδιανόητο κατά τήν πλατωνική, ἀλλά καί τήν μετέπειτα, Βυζαντινή πολιτική ἀντίληψη. Ἡ πολιτεία, τό κράτος, πρέπει νά μεριμνᾶ ἐπιμελῶς γιά τήν ἠθική διαπαιδαγώγηση καί ἀρτίωση τῶν πολιτῶν. Τό κράτος-ἐπιχείρηση πού βλέπει τούς πολῖτες σάν πελάτες, ὅπως πρεσβεύουν μερικοί σύγχρονοι “προωθημένοι” ἐκσυγχρονιστές εἶναι ἐντελῶς ἀλλότριο πρός τήν αὐθεντική Ἑλληνική, πολιτική αὐτοσυνειδησία.

Ἀκόμη ἡ σύγχρονη πολιτική, ἀλλά καί πνευματική, καλλιτεχνική, ἀθλητική καί γενικώτερα κοσμική σκηνή κυριαρχεῖται ἀπό ἕνα ἐπιπόλαιο φαίνεσθαι, ἀπό τήν εἰκόνα, τό image τῶν πρωταγωνιστῶν της, ἐνίοτε εἰς βάρος τῆς οὐσίας. Συχνά οἱ ἐντυπώσεις λειτουργοῦν εἰς βάρος τῆς οὐσίας, ἡ λεγομένη ἐπικοινωνιακή πολιτική ὑποκαθιστᾶ τήν πραγματική πολιτική, τήν πολιτική οὐσίας. Στό σημεῖο αὐτό τό πλατωνικό ἔργο, ἄν κατανοηθεῖ σέ βάθος, μπορεῖ νά βοηθήσει οὐσιαστικά τό σύγχρονο ἄνθρωπο καί νά διαμορφώσει καθοριστικά ὑγιῆ κριτήρια στό σύγχρονο παιδί καί αὐριανό πολίτη. Ὁ Πλάτων προσπάθησε νά ἐξηγήσει πώς δέν ταυτίζονται τό “εἶναι” καί τό “φαίνεσθαι” καί ὅτι τό εἰκονικό, σκιῶδες φαίνεσθαι, μολονότι ἐνίοτε ἀπατηλά λαμπερό, μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ὀλέθριους ἀτραπούς τόν προσωπικό καί δημόσιο βίο.Ὅλος ὁ πλατωνισμός στή βαθύτερη οὐσία του εἶναι μία τιτάνια πάλη γιά κατίσχυση τῆς “οὐσίας” ἔναντι τοῦ  “φαίνεσθαι”, τῆς ὄντως πραγματικότητος ἔναντι τῆς ἐπιπολαίας φαινομενικότητος καί τοῦ “ἐπίστασθαι” ἔναντι τοῦ “δοκεῖν”. Ὁ πλατωνικός λόγος μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά διακρίνουμε πίσω ἀπό τήν ἀπατηλή λάμψη (τήν περιβόητη γκλαμουριά) τήν ὕπαρξη πραγματικῆς ἀξίας, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια εἶναι ὑπαρκτή καί αὐτή νά ἀναζητοῦμε τόσο στόν προσωπικό ὅσο καί στό δημόσιο βίο.

Ἀκόμη οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι θεωροῦσαν ὡς ὕψιστο ἀτομικό καί συλλογικό-κοινωνικό σκοπό τήν εὐδαιμονία (=εὐτυχία)· μόνο πού αὐτή, τήν εὐδαιμονία, τήν ἐξαρτοῦσαν κυρίως ἀπό τήν ἀρετή καί τήν παιδεία καί δευτερευόντως ἀπό τόν ὑλικό πλοῦτο,πρᾶγμα πού κατ᾿ ἐξοχήν κάνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καί αὐτό βεβαίως συνιστᾶ παγίδα στήν ὁποία κατ᾿ ἐξοχήν πέφτει.

Γνωρίζω ὅτι αἴτημα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύνδεση τῆς παιδείας μέ τήν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς. Οἱ κλασσικές καί θεολογικές σπουδές, ὡς μή συνδεόμενες ἄμεσα μέ τήν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς, θεωροῦνται ἄχρηστες καί περιστέλλονται ὁλοένα καί περισσότερο. Θεωρῶ ὅμως τοῦτο ἄκρως ὀλέθριο. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι οἱ σύγχρονες σπουδές πρέπει νά ἀνταποκρίνονται στήν ἀγορά ἐργασίας. Ταυτόχρονα ὅμως πρέπει νά μή ὑποκύψουν ὁλοκληρωτικά σ᾿ αὐτήν, ἀλλά νά κρατηθεῖ μία ἰσορροπία μεταξύ τοῦ ρεαλιστικά καί ἄμεσα ἀναγκαίου καί τοῦ ἀνθρωποπλαστικοῦ στοιχείου τῆς παιδείας, πού μπορεῖ νά μή εἶναι οἰκονομικῶς ἄμεσα χρήσιμο, πλήν ὅμως δέν εἶναι λιγώτερο ἀναγκαῖο ἀπό τό πρῶτο. Πλήρης καί ἄνευ ὅρων ὑποδούλωση τῆς παιδείας στόν ὠφελιμισμό καί τήν χρησιμοθηρία θά σημάνει πλήρη καταστροφή αὐτῆς καί τῆς κοινωνίας καί ἤδη τούς καρπούς αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς γευόμεθα ἐδῶ καί καιρό. Ὁ μακαριστός Παναγιώτης Νέλλας εἶχε ἐπισημάνει τήν καρδιά τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ προβλήματος καί ἔγραφε πρό σαράντα περίπου χρόνων τά ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα πού ἰσχύουν ἑκατονταπλασίως στίς μέρες μας: «Ὅπως ἀνέφερα ἤδη τό κεντρικό πρόβλημα τῆς ἐκπαίδευσης σήμερα εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ στόχος ἤ ἡ κατεύθυνση ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ὑφή της εἶναι ὠφελιμιστική, χρησιμοθηρική. Εἶναι συγκροτημένη ἔτσι, ὥστε νά ὑπηρετεῖ τήν ἀνάπτυξη καί τήν εὐημερία τῶν ἀτόμων τῆς κοινωνίας. Αὐτός εἶναι ὁ καρκίνος πού τρώει τά σωθικά της, ὁ ἰός πού δηλητηριάζει καί ἐξουδετερώνει ὅλες τίς προσπάθειες γιά βελτίωσή της, ὁ Μολώχ στόν ὁποῖο προσφέρει θυσία ὅ,τι καλύτερο ἔχουν οἱ νέοι. Καί εἶναι ἀδύνατον ἡ ἐκπαίδευση νά ξαναγίνει παιδεία ἄν ὁ δαίμων αὐτός δέν ἐξορκισθεῖ. Ἡ παιδεία σήμερα εἶναι πράγματι ὑποδουλωμένη στήν πιό βαρειά δουλεία, κατέχεται ἀπό τό δαίμονα τοῦ συμφέροντος. Καί αὐτός ὁ δαιμονισμός ἐξηγεῖ τόν ἐγγενῆ παραλογισμό της, καθώς ἐπίσης τό ἄγχος καί τό βασανισμό τῶν παιδιῶν. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τό κακό δἐν ὀφείλεται στίς μεθόδους καί τίς δομές, ἀπαιτεῖ ἀγῶνες ὄχι «πρός σάρκα καί αἶμα» ἀλλά ἀγῶνες πνευματικούς. Ὅλες οἱ ὑπερβάσεις πού ἀνέφερα ὥς τώρα ἔχουν αὐτό τό περιεχόμενο καί αὐτό τό σκοπό: νά νικηθεῖ ὁ δαίμων τῆς ἰδιοτέλειας καί τοῦ ὠφελιμισμοῦ  καί νά πάρει τή θέση του τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ὀμορφιᾶς, πού ἐπικρατοῦσε στόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό, τό πνεῦμα τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς εὐχαριστίας καί τοῦ δώρου, πού χαρακτήριζε τό βυζαντινό πολιτισμό»[17].

Γιά τήν ἀξία, τήν ἐπικαιρότητα καί τήν χρησιμότητά τῶν κλασσικῶν καί θεολογικῶν σπουδῶν στή σύγχρονη ἐποχή θά μποροῦσε κανείς νά γράψει πολλά. Ἐγώ ἀρκέσθηκα σέ ὀλίγες, ἀκροθιγεῖς περιπτώσεις. Φρονῶ λοιπόν πώς πρέπει νά ἐνισχυθοῦν σέ ὅλες τίς βαθμίδες τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ θεσμοῦ μας καί νά μή συρρικνωθοῦν ὡς περιττές καί ἄχρηστες ἔτι περαιτέρω, ἄν βέβαια θέλουμε καλύτερους ἀνθρώπους.

Ἐπίσης νομίζω ὅτι πρέπει νά ἐνισχυθεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν  στήν πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση καί γενικώτερα πρέπει νά τονωθοῦν ἔτι περαιτέρω οἱ θεολογικές σπουδές στήν ἀνώτατη ἐκπαίδευση. Λέγοντας θρησκευτικά καί θεολογικές σπουδές ἐννοοῦμε κυρίως καί κατ᾿ ἐξοχήν τήν Ἁγιογραφική καί Πατερική θεολογία. Λέγω τοῦτο διότι στή Μέση Ἐκπαίδευση παρατηρεῖται μία διολίσθηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογία. Τοῦτο δέν εἶναι κατ᾿ ἀνάγκη μεμπτό, προέχει ὅμως ὁ γνωρισμός τῆς Βιβλικῆς καί Πατερικῆς Θεολογίας ἀπό τούς συγχρόνους μαθητές. Ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἔλθει σέ βαθύτερη γνωριμία καί συνάφεια ὁ σημερινός (καί αὐριανός) Ἕλληνας μέ τήν Βιβλική καί Πατερική θεολογία. Πρῶτον καί κυρίως γιά λόγους καθαρά ὑπαρξιακούς. Σ᾿ ἕνα κόσμο ἀποξενώσεως καί ἀλλοτριώσεως, ὅπου δεσπόζουσα εἶναι ἡ καθολική ἀπουσία νοήματος, ἡ Βιβλική καί Πατερική θεολογία μποροῦν νά προσφέρουν ὄχι ἁπλῶς ἕνα νόημα, ἀλλά τό ὄντως νόημα ζωῆς καί θανάτου. Δεύτερον γιά λόγους πολιτισμικούς καί ἐθνικούς. Ἡ Πατερική θεολογία, ὡς σύνθεση τῆς Βιβλικῆς θεολογίας καί ἔν τινι, μικρῷ ἀλλ᾿ οὐσιώδει μέρει, τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδοξίας καί οὐσιῶδες συστατικό τῆς Ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως.Ἔτσι ἡ Πατερική θεολογία ἀποτελεῖ τό ὑπαρξιακό ὑφάδι ἀπό τό ὁποῖο συντίθεται ἡ ἑλληνική ψυχή. Εἶναι ἀναγκαία λοιπόν ἡ σέ βάθος γνώση της ἀπό τούς συγχρόνους Ἕλληνες καί γιά λόγους ἐθνικῆς καί πολιτισμικῆς αὐτοσυνειδησίας. Κυρίως ὅμως γιατί ἡ Ἁγιογραφική καί Πατερική θεολογία εἶναι ἡ γραπτή ἀποτύπωση τῆς θείας Ἀποκαλύψεως· ὅθεν περιέχει τήν πλήρη ἀλήθεια περί Θεοῦ, κόσμου καί ἀνθρώπου.

Ἐγώ μάλιστα θά εἶχα νά προτείνω στίς τελευταῖες τάξεις τοῦ Λυκείου νά καθιερωθεῖ ἕνα ἀνθολόγιο ἀπό ἐπίλεκτα ἀποσπάματα ἔργων τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο θά ἐπιτευχθεῖ πολλαπλός διδακτικός στόχος. Οἱ μαθητές θά μυηθοῦν στήν Πατερική σκέψη καί παράλληλα θά ἐπιτελεσθεῖ ἄρτια γλωσσική διδασκαλία, ἀφοῦ τά παιδιά θά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά γνωρίσουν ὅλες τίς φάσεις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, δηλαδή καί τήν μεσαιωνική ἐκτός ἀπό τήν ἀρχαία καί νεώτερη. Οἱ συνέπειες στήν πλήρη κατάκτηση τῆς (νεο)ελληνικῆς γλώσσας, ἀφοῦ αὐτή τρέφεται μέ τούς χυμούς τῆς ἀρχαίας καί μεσαιωνικῆς, θά εἶναι θετικώτατες. Ἀκόμη τά παιδιά θά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά γνωρίσουν τήν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως, στήν ἀρχαία καί χριστιανική ἐκδοχή της.

Μάλιστα θά πρότεινα ὡς στόχο τῆς γλωσσικῆς διδασκαλίας στή Μέση Ἐκπαίδευση τήν ἐξοικείωση καί κατανόηση τῶν μαθητῶν τῆς γλώσσας τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Πατέρων καί τῆς Λατρείας. Λέγοντας αὐτό ἐννοῦμε τήν δυνατότητα τοῦ μαθητοῦ νά κατανοεῖ, μόνο νά κατανοεῖ, τήν Εὐαγγελική, Πατερική καί Λατρευτική γλῶσσα. Τό παιδί πρέπει νά μάθει νά σκέφτεται, νά μιλᾶ καί νά γράφει στή σύγχρονη νεοελληνική-δημοτική γλῶσσα. Δέν εἶναι ὅμως χίμαιρα νά μπορεῖ νά κατανοεῖ, ἐπαναλαμβάνω μόνο νά κατανοεῖ, τήν Ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχει ἡ βούληση ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων στή μαθησιακή δραστηριότητα πρός τοῦτο.

Σημειώσεις

[1] Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας, μετάφραση Κ. Κουρεμένος, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2000, σελ. 91

[2] Κορνηλίου Καστοριάδη, ὅ.π., σελ 179

[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διάλογος κατά Μανιχαίων, 31, 49-50, ἐκδ. B.Kotter, τόμος Βερολίνο 1981, σελ. 371

[4] Θουκυδίδου, Ἱστορίαι 60, 2-3

[5] Θουκυδίδου  Ἱστορίαι-Μετάφρασις  Ε.Κ. Βενιζέλου, Ἑστία , 'Αθῆναι,  χ.χ,  σελ. 107

[6] Κορνηλίου Καστοριάδη, ὅ.π., σελ. 129-130

[7] Πλάτωνος, Πολιτεία ΣΤ, 511a,b καί Ζ, 534a

[8] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 155-156.

[9] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2015, σελ. 180

[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, κστ΄ 38, ἐκδ. Β.Κοtter, τόμος ΙΙ, Βερολίνο 1973, σελ. 77

[11] Ἔκδοσις ἀκριβής, ν΄ 39, ἐκδ. Β. Κotter, τόμος ΙΙ, Βερολίνο 1973, σελ. 121

Πρβ. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ὁδηγός ΠΘ΄, Ρ.G 89, 72– 73Α : «Νοῦς λογικός ἐστιν αἴσθησις θεωρητική ψυχῆς ἀθανάτου, καί νοερᾶς. Νοῦς ἐστιν ὅρασις ἀσώματος, ἀκαμάτως εἰς πᾶν διατρέχουσα».

[12] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ  τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 34, 15-30, (Συγγράμματα,τόμος Α΄, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 445)

[13] Ἱεροθέου, Βλάχου,  Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ἔδεσσα1987, σελ.115

 

[14] Οἱ γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς κατά ἱεραρχική κλίμακα ἀπό τίς λεπτότερες καί θειότερες στίς παχύτερες καί ἀλογώτερες εἶναι οἱ ἑξῆς: νοῦς, λόγος (διάνοια), δόξα (=γνώμη), φαντασία, αἰσθήσεις

 

[15] Θουκυδίδου, Ἱστορίαι 67, 8-10

 

[16] Θουκυδίδου  Ἱστορίαι-Μετάφρασις  Ε.Κ. Βενιζέλου, Ἑστία , 'Αθῆναι,  χ.χ,  σελ. 111

[17] Παναγιώτη Νέλλα, “Ἡ παιδεία καί οἱ Ἕλληνες”, Σύναξη, τεῦχος 22, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1987, σσ. 7-17

 

 

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Βλάση Τσοτσώνη.

4 Σχόλια

  1. Αυτά που γράφει ο αρθρογράφος είναι γνωστά σε αυτούς που κυβερνούν. Πίσω και μπροστά από την έμφαση σκηνή του παιχνιδιού. Απλώς δεν τους ενδιαφέρουν. Ο σκοπός δεν τη δημοκρατία, ούτε η ηθική, ούτε η ανεξάρτητη σκέψη, ούτε η ηθική κτλ. Σκοπός είναι ο κατακερματισμός του ανθρώπου και η προώθηση μίας μόνο διάστασης του: ατομισμός και άπειρες ταυτίσεις με επιμέρους ταυτότητες που δεν θα αμφισβητούν την δουλεία του.

  2. Σας ευχαριστώ πολύ κ. Σχοινά. Εδώ και 12.000 χρόνια περίπου, από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού, το παιχνίδι λέγεται “εξουσία και έλεγχος”. Όσο περισσότερο κατακερματισμένος και χωρίς άγκυρες είναι ένας άνθρωπος, τόσο ευκολότερα ελέγχεται. Εάν αμφισβητεί ακόμα και το φύλο του, ακόμα καλύτερα! Ο φιλόσοφος Ζίγκμουντ Μπάουμαν έχει γράψει πολύ εύστοχα βιβλία για την αποκοπή του ανθρώπου από τις σταθερές του και την αντικατάσταση των κυρίων ταυτοτήτων του με πολλές άλλες. Εξαιρετική προσπάθεια. Αν και, ακόμα και αυτός, δεν νομίζω πως φαντάστηκε την καταστροφή που ερχόταν.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ