Αν πάρουμε στην τύχη μια ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είτε από αυτές που γράφτηκαν παλιότερα από διαπρεπείς ευρωπαίους λογίους, είτε από τις πιο πρόσφατες, που τις δημοσιεύουν ονομαστά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής και τα επιμέρους τους κεφάλαια συντάσσουν ειδικοί για κάθε περίοδο επιστήμονες, μάταια θα αναζητήσουμε κάποιες σελίδες αφιερωμένες στη βυζαντινή λογοτεχνία. Νομίζω πως ο Harold Bloom, στον περιώνυμο κανόνα του της δυτικής λογοτεχνίας, δεν περιλαμβάνει κανένα έργο της βυζαντινής γραμματείας. Αυτή η παράλειψη ή αποσιώπηση, που δεν είναι εσκεμμένη, απηχεί μιαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια: το Βυζάντιο δεν έχει θέση στη συνείδηση της ζωντανής λογοτεχνικής κληρονομιάς του δυτικού ανθρώπου. Το ενδιαφέρον του τελευταίου για αυτή τη γραμματεία, όταν υπάρχει, έχει χαρακτήρα εκκεντρικής απόκλισης.
Αλλά επιπλέον η δύναμη κι η εμβέλεια της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι περιορισμένες, όχι μόνο σε σύγκριση με την αρχαία, αλλά και σε σύγκριση με τις άλλες μεσαιωνικές λογοτεχνίες, που άφησαν βαθύτερα ίχνη στην πνευματική διαδρομή του ανθρώπου.
Τι έχει να αντιτάξει το Βυζάντιο στις Χίλιες και μια Νύχτες, αυτό το αριστούργημα της μυθοπλαστικής φαντασίας, ή στα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ; Και την εποχή που Μανουήλ Φιλής συνέθετε «ιάμβους ορθοτάτους», ο Δάντης είχε αποπερατώσει τη Θεία Κωμωδία κι ο Βοκκάκιος ετοιμαζόταν να γράψει το Δεκαήμερο.
Η πρώτη, κι η πιο αυτονόητη, είναι η βυζαντινή υμνογραφία - ένα μοναδικό επίτευγμα ρυθμοποιίας.
Αλλά αν η γενική σημασία της βυζαντινής γραμματείας δεν είναι αμελητέα, η ειδική σημασία της (η σημασία της για εμάς τους Έλληνες δηλαδή) είναι ανυπολόγιστη και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στις πτυχές που θίξαμε.
Αυτή η σημασία θα έπρεπε να είναι αυτονόητη γιατί βυζαντινή και νεοελληνική λογοτεχνία όχι απλώς σχετίζονται άρρηκτα στον βαθμό που η πρώτη συνιστά το λίκνο της δεύτερης , αλλά και αλληλοπεριχωρούνται.
Δυστυχώς όμως δεν είναι διόλου αυτονόητη και ο βασικός λόγος για αυτό είναι, νομίζω, ο λόγιος χαρακτήρας της γραμματείας των Βυζαντινών, η λόγια ελληνική, στην οποία κυρίως γράφτηκε εκείνη. Έτσι το ενδιαφέρον των νεοελληνιστών στρέφεται κυρίως σε εκείνα τα κείμενα της δημώδους βυζαντινής γραμματείας (λ.χ. το έπος του Διγενή Ακρίτα), τα οποία, ταυτοχρόνως, είναι και τα πρώτα της νεοελληνικής. Ωστόσο αυτά, τα γραμμένα στη δημώδη γλώσσα, έργα δεν ανήκουν στα σημαντικότερα λογοτεχνικά επιτεύγματα των βυζαντινών.
Υπάρχει, πιστεύω, μια παρεξήγηση σχετικά όχι με την αποτίμηση αλλά και σχετικά με τον ίδιο τον γλωσσικό χαρακτήρα της λόγιας κληρονομιάς μας. Πολλοί γλωσσολόγοι παρομοιάζουν την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας με έναν ποταμό, του οποίου η επιφάνεια σκεπάζεται με στρώμα πάγου, ενώ κάτω απ’ αυτή την επίστρωση το νερό εξακολουθεί να κυλάει. Το στρώμα πάγου είναι, βέβαια, η λόγια γλώσσα και το νερό του ποταμού που ρέει από κάτω η ζωντανή γλώσσα, «η γλώσσα του λαού».
Το σχήμα αυτό είναι αφελές και υπεραπλουστευτικό. Λόγια και δημώδης γλώσσα, ή μάλλον λόγια και δημώδης μορφή της ίδιας γλώσσας, δεν δρουν ανεξάρτητα, αλλά αλληλεπιδρούν και καμιά τους δεν είναι αποκομμένη από τους νόμους της εξέλιξης. Ανάμεσα στη γλώσσα του λαού και τη γραπτή γλώσσα των βυζαντινών υπάρχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων. Ο συντηρητικός χαρακτήρας της ελληνικής, δηλαδή η διατήρηση των περισσότερων λέξεων και πάμπολλων άλλων στοιχείων από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, οφείλεται και στην επίδραση της λόγιας γλώσσας. Αλλά κι η ζωντανή, η καθομιλουμένη, γλώσσα άλλαξε άρδην τη γραπτή.
Στο τέλος της αρχαιότητας συντελέστηκε μια κοσμογονική αλλαγή στην ελληνική, την οποία εμείς οι νεοέλληνες δεν κατανοούμε όσο θα έπρεπε και η οποία αναμόρφωσε τη βαθύτερη φύση της: μεταβλήθηκε η προφορά και χάθηκε η προσωδία.
Η βυζαντινή λογοτεχνία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο αυτής της μεταβολής, αυτής της ριζικής μεταστοιχείωσης της γλώσσας τους. Οι ρυθμοί της, η δομή της, το βαθύτερο πνεύμα της απηχούν τη ζωντανή γλώσσα κι όχι αυτή των αττικών συγγραφέων του πέμπτου π. Χ. αιώνος, ακόμα κι αν οι βυζαντινοί προσπάθησαν να τους μιμηθούν δουλικά. Κάτω από τους γραμματικούς τύπους της αττικής, που κι αυτοί προφέρονται πια διαφορετικά, λανθάνει μια άλλη γλώσσα, ή καλύτερα, μια άλλη φάση της ίδιας γλώσσας.
Αναφέρω ένα μόνον παράδειγμα: ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα και σε κείμενα της λόγιας και της δημώδους γραμματείας.
Όσο, λοιπόν, κι αν το γραμματικό ένδυμά της είναι αρχαιοπρεπές, το σώμα κι η ψυχή της λόγιας γλώσσας των βυζαντινών συγγενεύει με τη νεοελληνική.
Αυτό το νιώθουμε κάθε φορά που διαβάζουμε ένα βυζαντινό κείμενο, όταν, βέβαια, αυτό δεν είναι εσκεμμένα στριφνό. Αυτά τα κείμενα τα οικειοποιούμαστε πολύ πιο εύκολα, ενώ συνήθως, κι οι πιο δεινοί ελληνιστές από εμάς, όταν ανοίγουμε μια στερεότυπη έκδοση ενός αρχαίου κλασσικού, «σκαλώνουμε» σε όχι ευάριθμα σημεία.
Θα έλεγα, μάλιστα, πως η εξοικείωση με τα βυζαντινά κείμενα μας βοηθά να χρησιμοποιούμε καλύτερα τη νεοελληνική περισσότερο απ’ ό, τι η μελέτη των κλασσικών κειμένων, την αξία της οποίας δεν αμφισβητώ διόλου.
Φοβούμαι πως ο δημοτικισμός συνέβαλε αποφασιστικά στην απαξίωση της λόγιας κληρονομιάς μας. Εφόσον μια γλώσσα εν τέλει τη δικαιώνουν τα κείμενα που γράφονται σ’ αυτήν, η αναγνώριση πως σπουδαία, πολύ σπουδαία, κείμενα γράφτηκαν σε λόγιες γλώσσες, θα ακύρωνε το προγραμματικό δόγμα των δημοτικιστών, πως η μεγάλη λογοτεχνική δημιουργία πηγάζει μόνον από τη «γλώσσα του λαού».
Η νεοελληνική όμως φιλολογία, σε ορισμένες από τις δυνατότερες στιγμές της αρδεύτηκε γόνιμα απ’ το Βυζάντιο. Από τα ιστορικά δράματα του Βερναρδάκη ώς τις βυζαντινές τραγωδίες του Άγγελου Τερζάκη, η βυζαντινή ιστορία τροφοδοτεί γόνιμα τη θεματολογία των συγγραφέων μας.
Ο Παλαμάς κι ο Καβάφης άντλησαν από τους βυζαντινούς χρονικογράφους ορισμένα από τα δυνατότερα κείμενά τους. Για να μην αναφέρω ξανά πασίγνωστα έργα, σαν τη Φλογέρα του Βασιλιά, θα πρότεινα να ξαναδιαβάσουμε τον έξοχο «Λάζαρο» από τους Βωμούς. Πιστεύω πως και για τους δύο αυτούς ποιητές η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης ήταν κάτι περισσότερο από δεξαμενή ιστορικών ανεκδότων, που θα μπορούσαν να μεταπλαστούν σε ποιήματα, και πως κι οι δύο είχαν το Βυζάντιο στον γενετικό τους κώδικα. Ο Οδυσσέας Ελύτης κατακτά πάλι τη συγγραφική του ωριμότητα, όταν ενσωματώνει στην ποίησή του ρυθμικά στοιχεία από τη βυζαντινή υμνογραφία. Και πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένας Πεντζίκης δίχως το Βυζάντιο;
Φυσικά μιλάω για μια ζωντανή σχέση με το Βυζάντιο και τη γραμματεία του κι όχι για προγονόπληκτες προσκολλήσεις, που δεν γονιμοποιούν αλλά αντίθετα οδηγούν στον μαρασμό. Μήτε αναφέρομαι στις στενά ακαδημαϊκές προσεγγίσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν το παρελθόν υπό το πρίσμα ενός στείρου επιστημονισμού. Το παρελθόν μας ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που μπορεί αναζωογονήσει το παρόν.
πηγή: Aντίφωνο
Aγαπητέ κ. Βαρθαλίτη,
σε συγχαίρω για το άρθρο σου.
Στο τέλος μόνο “διαφωνώ”: Η λογοτεχνία του παρελθόντος έχει αξία καθεαυτήν. Και ως απόλαυση. Όχι μόνο όταν γονιμοποιεί (φανερά) το παρόν.
Ίσως επίσης βρίσκω κάπως άδικη την κρίση σου ότι κλασικοί συγγραφείς για τους βυζαντινούς ήταν οι Τρεις Ιεράρχες. Οι βυζαντινοί έχουν “μιμηθεί” πολύ έντονα πλήθος αρχαίων συγγραφέων (βέβαια, τη μερίδα του λέοντος την έχουν η Βίβλος και οι θεολόγοι πατέρες), αυτό όμως μένει ακόμη να καταδειχθεί σε αρκετές περιπτώσεις (γιατί είναι “συγκεκαλυμμένο”).
Περιττὸ νὰ καθίσω καὶ νὰ μαζέψω ἕνα σωρὸ πηγές, γιὰ νὰ σᾶς ἐκθέσω κάτι ποὺ ἤδη γνωρίζετε: ἡ λέξη “Βυζαντινὸς” ἦταν ἄγνωστη στοὺς Ῥωμηούς, ἐπὶ Τουρκοκρατίας. Ἡ Ἀρβελὲρ ἐπιμένει, συνέχεια, νὰ ἐπαναλαμβάνει ὅτι μέχρι νὰ ἀνοίξει Ἔδρα Βυζαντινῶν Σπουδῶν, στὸ Καποδιστριακὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, μόνο στὸ κράτος τῆς Γαλλίας ὑπῆρχε ὁμώνυμη ἔδρα. Στὴν Ἀγγλία ἡ ἀντίστοιχη λεγόταν Ἔδρα Ὕστερης Ῥωμαϊκῆς Περιόδου (Late Roman Empire – ἐκεῖ συμπεριελάμβαναν τὴν ἱστορία τοῦ “Βυζαντίου΄΄) καὶ στὴν Γερμανία ὑπῆρχε Ἔδρα Ἀνατολικορωμαϊκῶν Σπουδῶν (Oestromische).
Δυστυχῶς δὲν ἔχουμε καὶ πολλοὺς πάνω στὸ ἀντικείμενο… μιὰ Ἀρβελὲρ δὲν φέρνει τὴν Ἄνοιξη…δὲν ἔχουμε ἐγχώρια ἱστορικὴ Σχολή, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, καὶ αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ντροπή.
Ἐδῶ στὸ Ἀντίφωνο ἐκτίθενται ἄρθρα σημαντικότατων διανοητῶν, ὅπως τοῦ κ. Ζιάκα, στὰ ὁποία τονίζεται ὅτι διανύουμε μιὰ μετα-νεωτερικὴ περίοδο μηδενισμοῦ. Στὸν Πατριδεγωφάγο, στὸ Β’ μέρος, ὑπογραμμίζεται ὅτι μόνο στὴν Ἑλλάδα δὲν ἔχει γίνει κατανοητὴ αὐτὴ ἡ ἀλλαγή. Ζοῦμε ἀκόμα σὲ καταστάσεις ὅπως αὐτὴν τοῦ Διπολισμοῦ, καὶ θὰ προσέθετα ὅτι ἡ ἀντίληψή μας γιὰ τὴν ἱστορία δὲν ἔχει ἀλλάξει στὸ ἐλάχιστο. Δὲν θέλουμε νὰ προσαρμοστοῦμε στὶς παγκόσμιες (νέες) συνθῆκες, καὶ ἀσφαλιζόμαστε ὅπως ὅπως. Ὅποιος τολμᾶ νὰ προσπαθήσει νὰ κάνει ἕνα βῆμα μπροστά, ἕνας αὐτοματοποιημένος μηχανισμὸς συντηρητικοποιεῖ ἀκόμη περισσότερο μεγάλη μερίδα τῆς Κοινωνίας (φυσικὸ ἀντανακλαστικό; Ἀκόμα καὶ ἄν εἶναι ἔτσι, δὲν μᾶς πηγαίνει μπροστά!).
Ἔχοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω κατὰ νοῦ, δὲν μπορῶ ἀκόμα νὰ κατανοήσω ΓΙΑΤΙ ἀναφερόμαστε ΑΚΟΜΗ σὲ Βυζάντια καὶ Βυζαντινούς! Ῥωμαίοι ἦταν οἱ ἄνθρωποι καὶ Ῥωμαίων Ἐπικράτεια ὀνομαζόταν κάθε τόπος μὲ ῥωμαϊκὲς κοινότητες (ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Χρῆστος Μαλατρᾶς, σὲ ἐργασίες του ποὺ ἔχω ἐκθέσει σὲ ἄρθρα μου σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο, ἡ ῥωμαϊκότητα ὑπῆρξε ἀνεξάρτητη τῆς ὑποταγῆς στὸν αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων).
Ἔγινα θαυμαστὴς τοῦ κ. Βαρθαλίτη διαβάζοντας τὸ ἄρθρο του γιὰ τὴν καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολή, ὅπου βάζει πολλὰ πράγματα, σὲ σχέση μὲ τὸ γλωσσικό, σὲ τάξη, μὲ λιτὸ καὶ μεθοδικὸ τρόπο. Θὰ ἤθελα νὰ παρατηρήσω μόνο τὴν ἐμμονὴ στὴν λέξη Βυζάντιο. Δὲν ἔχει πιὰ νόημα στὴν μετανεωτερικὴ περίοδο τοῦ μηδενισμοῦ: τώρα ποὺ διαλύονται ὅλα, ἐμεῖς ἀνακατασκευάζουμε τὸν νεωτερισμό; Ἤ θὰ ἐφεύρουμε νέες μετανεωτερικὲς ἐκφράσεις, ποὺ θὰ ἐκφράζουν σωστότερα τὰ πράγματα, ἤ θὰ ἀσπαστοῦμε τὴν ἀλήθεια ὡς ἔχει. Ὁ Μανουῆλ Β’ ὁ Παλαιολόγος χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν νεωτερικό, γιὰ τὴν περίοδό του, χαρακτηρισμὸ “Ῥωμέλληνας”, γιὰ νὰ προσδιορίσει τοὺς Ῥωμαίους ποὺ μιλοῦσαν τὴν Ἑλληνιστικὴ Κοινή. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Πλήθωνα στὸν Αὐτοκράτορα φίλο του εἶναι γνωστή. Ἄς χρησιμοποιήσουμε κάποιον ἀντίστοιχο χαρακτηρισμό, στὴν θέση τοῦ “Βυζαντινοῦ”. Ἄν μᾶς ἐνοχλεῖ τὸ Ῥωμαῖος (σκέτο), ἄς ποῦμε φερειπεῖν Ἑλληνορωμαῖος, γιὰ νὰ τονίσουμε τὴν ἑλληνιστική του συνιστώσα.
Τί ἄλλο νὰ πεῖ κανεῖς; “Γνωρίζουμε ὅλοι ὅσοι ζήσαμε καὶ θὰ ζήσουμε ἔξω πόσο ἀρνητικὴ εἶναι ἡ χρήση τοῦ ὅρου “Βυζαντινὸς” στὴν Δύση. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐφηύραν, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουν…
Ἀπὸ τὸ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον κείμενο τοῦ κ. Γιώργου Βαρθαλίτη ὐπογραμμίζω τὸ σημεῖο ὄπου μιλάει γιὰ τὸ καταστροφικό, τελικά, ἀποτέλεσμα ποὺ εἶχε τὸ κίνημα τοῦ Δημοτικισμοῦ στὸ θέμα τῆς ἀξιολόγησης τῆς βυζαντινῆς κληρονομιᾶς. Θυμίζω τὴ σχιζοφρενικὴ διχοτόμηση ἤδη στὸν Κρουμπάχερ, ποὺ έφτασε μέχρι τὴ δίτομη -στὰ ἑλληνικὰ τρίτομη- ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας τοῦ H. Hunger ἐπί τῶν ἠμερῶν μας. Ἐξίσου ἀρνητικὴ στάθηκε ἠ παράδοση τοῦ Δημοτικισμοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς βυζαντινῆς τέχνης, μὲ τὴ διχοτόμηση σὲ λαϊκὸ καὶ ὑψηλὸ στύλ, ποὺ φυσικὰ δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα.
Ἡ ὐπέρβαση τῆς διχοτομίας ἀπαιτεῖ ριζική, κριτικὴ ἀναθεώρηση πολλῶν δήθεν θέσφατων, ἀπὸ τὸν “κανόνα τοῦ κλασσικοῦ” στὴν καθ’ ἡμᾶς Φιλολογία/Λογοτεχνία ἔως τὴν ἀνατροπὴ τῶν ἀναγεννησιακῶν μας κριτηρίων γιὰ τὴν τέχνη. Ὁ δρόμος ἀρκετὰ μακρύς, ἰδιαίτερα μὲ μιὰ παιδεία, ποὺ σκόπιμα ὠθεῖται νὰ συντηρεῖ στεγανά [πρβλ. τὴν παβλώφεια ἀντίδραση τοῦ Δ. Μαρωνίτη γιὰ τὴν ἀρχαία γλώσσα στὸ Βῆμα τῆς 29.9. 2013 ἢ τὶς ὑλακὲς τῆς κ. Ρεπούση γιὰ ὅ,τι ἀκόμα θυμίζει Ἐκκλησία στὴν Κατώτερη καὶ Μέση Ἐκπαίδευση].