Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1960), ο γνωστός και πολυγραφότατος λογοτέχνης, βρισκόταν στην Αθήνα, όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 και από τις σελίδες του ημερολογίου του, που εκδόθηκε με τον τίτλο: “Τετράδια ημερολογίου (1939-1945)”, περιγράφει τα συγκλονιστικά γεγονότα τα οποία έζησε. Ας παρακολουθήσομε το κείμενό του. (Του Μιχ. Γ. Καβουλάκη, φιλολόγου, πρ. λυκειάρχη)
“Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.
Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνονται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιέμαι. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες το λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω, για να μην τη δουν.
Φτάνω στο γραφείο και ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτε που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου, που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο, που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου γεννά κάποια υπερηφάνεια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάζουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνομαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους, που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.
Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνονται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέφυτο πολιτισμό, που απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Στις κρίσιμες ώρες οι Ελληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!
Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, τον Δημαρά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους.
Στον δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οταν φτάνω στο γραφείο, αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο.
Ξαναβγαίνω σε λίγο και συναντώ τον Σαραντίδη και τον Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο και μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Υστερα συναντώ τον διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο, όπου ήταν υποπρόξενος. Μου κάνει λόγο για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ηπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Στον δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κλπ. Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό, ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Κλείνω το βιβλίο, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζομαι να βγω έξω και να προφυλαχτώ.
Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.
Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε ενδιαφέρουσες ιστορίες...”
Η εικαστική δημιουργία που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.
“Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου”
Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια και τις καλές προθέσεις του Θεοτοκά όταν γράφει τα παραπάνω. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ευρώπη και το σοκ της κήρυξης του πολέμου ευνοούσαν τέτοιες εθνικιστικές εξάρσεις και συγκρίσεις, κι η Γενιά του ’30 είχε την τάση να ιδεολογικοποιεί την Ιστορία κι ένα ρομαντισμό που φαίνεται υπερβολικός μετά τα όσα ακολούθησαν.
Αυτός ο “λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός” που πολέμησε με γενναιότητα τους εισβολείς το 1940-41, έφαγε τις σάρκες του με απίστευτες αγριότητες και πάθη στον Εμφύλιο 1943-1949 και παρασύρθηκε από τους ξένους σε μιαν αλληλοσφαγή “για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη”, πέφτοντας θύμα των δικών τους συμφερόντων, ενώ οι άλλοι “λαοί του κόσμου” φάνηκαν εξυπνότεροι, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούν και να γιάνουν τις πληγές τους.
Σήμερα, στην επέτειο, και με την απόσταση των 80 χρόνων που διέρρευσαν καλό είναι να θυμόμαστε και τα κακά που ακολούθησαν το έπος του ’40 και να διδασκόμαστε από την πρόσφατη Ιστορία μας.
Όχι, φίλτατε κ. Theo, ο Εμφύλιος 43-49 δεν ήταν μια “αλληλοσφαγή για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη …”. Ήταν ένας ιδεολογικός πόλεμος για την Ελευθερία, όπως την εννοούσε η κάθε παράταξη με τα σωστά και τα λάθη της. Μη μού πεις ότι μόνον η μία πλευρά είχε το λάθος μαζί της και η άλλη το σωστό.
Όχι, καλέ μου φίλε, δεν πρέπει “να διδασκόμαστε (Μόνον) από την πρόσφατη Ιστορία μας”. Αν περιοριστούμε σε μια περίοδο της Ιστορίας μας θα έχουμε μία στατική εικόνα της που δεν θα αιτιολογεί την αιτία υπάρξεώς της, ούτε θα διακρίνει τις συνέπειες της ύπαρξής της. Αυτόνομες χρονικές περίοδοι δεν υπάρχουν. Η αιτία της επόμενης περιόδου είναι αιτιατό της προηγούμενης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος των δήθεν ιστορικών επιστημόνων από την περιοδοποίηση της Ιστορίας. Βλέπε πώς αρχίζει την εξιστόρηση της Ιστορίας του ο Διδάχος αυτής της Επιστήμης – περιγράφει τα προηγηθέντα που οδήγησαν σ’ αυτά που θα καταγράψει. Ο Χρόνος δεν διαιρείται * συνεχής και αδιάσπαστος επηρεάζει τα επόμενα και επηρεάζεται από τα προηγούμενα.
Για όλα τα άλλα που γράφεις, τα απάντησα στον φίλο κ. Μανδηλά. Η γενιά του ’30 δεν ήταν “ρομαντική”, όπως την χαρακτηρίζεις. Ήταν τελεολογική-εσχατολογική. Έδινε, δηλαδή, νόημα στα όσα συμβαίνουν δίνοντας ένα τέλος, έναν λόγο, σε κάθε τι.
ΝΟΜΙΖΩ. Έτσι πιστεύω διότι έτσι θέλω να πιστεύω. Μόνον έτσι αποκτά αξία η ύπαρξή μου. Η ύπαρξη καθενός μας. Αλλέως μια άσκοπη μπούφα η Ύπαρξη η ίδια.
{…} Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. {…}
TI ΤΡΑΓΙΚΟ, ΟΜΩΣ, ΠΟΥ Η “ΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ” ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ ΣΕ ΘΗΡΙΟ ΑΝΗΜΕΡΟ!…
ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΝΕΙΠΩΤΗ!…
Κύριε Επαμεινώνδα Μανδηλά, ενθουσιαστικά συγχαρητήρια ! Το εννοώ. Ο πιο ακριβής χαρακτηρισμός της αέναης Ιστορίας μας : Τραγωδία ! Χιλιοειπωμένη, όμως. Και μη ξεχνάς, σε κάθε τραγωδία, μετά την ύβρη που όντως πραγματώνουμε κάθε λίγο και λιγάκι, ακολουθεί η Νέμεσις – αυτή είναι που ζούμε τώρα – για να επέλθει η Κάθαρση !
Έτσι κινείται εξελισσόμενη η ανθρώπινη Ιστορία. Ας ελπίσουμε, κι ας δραστηριοποιηθούμε, όλοι ώστε η αγαπητική, διορθωτική, Νέμεσις να μην μετατραπεί σε εκδικητική Τίσι.
Έτσι πρέπει να διαβάζουμε την εξελικτική ροή του όλου της Ιστορίας, κι όχι την στατική εικόνα μιας περιόδου μονάχα.
Την δόξα του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας διαδέχθηκε το τραγικό τέλος τού υβριστικού Πελοποννησιακού Πολέμου. Ακολούθησε όμως ο Φίλιππος κι ο Αλέξανδρος καθιστώντας τον ελληνισμό οικουμενικό. Και πάλι, όμως, δημιουργήσαμε ύβριν – οι επίγονοι του Μ. Αλεξάνδρου – για να δεχθούμε την νέμεση, πάλι από τους Δυτικούς. Ανανήψαμε, όμως και πάλι και δημιουργήσαμε την χιλιετή φωτισμένη και οικουμενική Ανατολική Αυτοκρατορία που εξέπεσε αυτή την φορά στον βάρβαρο Ανατολίτη. Κι αυτή την φορά, όμως, ξεπεράσαμε την ύβρη έχοντας νοιώσει στο πετσί μας την νέμεση των Οθωμανών και μια φούχτα ξεβράκωτοι νικήσαμε μια ολόκληρη Αυτοκρατορία. Κι ήρθαν πάλι τα κλαψουρίσματα του Σουρή για την κατάντια μας και σηκωθήκαμε και πάλι και να, το Έπος του “40 !
Δεν ήταν όμως οι ίδιοι οι πόλεμοι το όφελος της κάθαρσης. Το όφελος ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ήταν το λυτρωτικό παράδειγμα που προσφέραμε στους άλλους με τον μοναδικό Έλληνα Τρόπο μας. Δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα ‘πρεπε η προσφορά της γενιάς του ’30. Ας μην αφήσουμε και την προσφορά της γενιάς του ’60 να πάει χαμένη. Έχει γίνει γνωστή, έστω και στους λίγους Δυτικούς, η ανωτερότητα του βλέμματός τους. Ας τους γνωρίσουμε κι εμείς όπως τους ταιριάζει για να ξαναζήσουν τα εγγόνια μας την νέα κάθαρση που δειλά-δειλά ξεπροβάλλει.
Κύριε Επαμεινώνδα, μισογεμάτο είναι το ποτήρι. Ας μη το αδειάζουμε εμείς με την κλαψούρα μας. Ας το γεμίσουμε με τα δάκρυά μας. Ας θυμηθούμε τον Γέροντα της Νεοελληνικής Γραμματείας – αυτή που διαμορφώνεται σε ιστορία – τον Σεφέρη :
“Εγώ είμαι ο τόπος σου *
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις”.
(Επί Σκηνής. Δ’)
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια *
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις μόνο *
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.
Αναστάσιμη ωδίνη.
(ό.π. ΙΓ’)
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου
(ό.π. ΙΔ’)
υ/γ
Σε παρακαλώ, μη μού απαντήσεις με το γνωστό σ’ όσους γνώρισαν τον Σεφέρη από τις εφημερίδες, “Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”. Γεμάτος πληγές ο Ποιητής τις βλάστησε σε άνθη. Ας τον ακολουθήσουμε.
Το κείμενο του λογοτέχνη, αναφέρεται στον παλμό μίας (και μόνον) ημέρας και μάλιστα ιστορικής. Ούτε για τον Βελουχίωτη λέει ούτε για τον Ζέρβα, ούτε για τον Ζαχαριάδη ούτε για τα Δεκεμβριανά ούτε για τον Γράμμο…
Είναι απλά ο παλμός μίας ολοφώτεινης στιγμής που υπήρξε και εορτάζεται.
Προφανώς και ένας λαός όπως και ένας άνθρωπος είναι ικανός για το ευγενικότερο και για το σκοτεινότερο. Από τα φωτεινά ελπίζουμε από τα σκοτεινά διδασκόμαστε. Ναι, ο λαός τούτος κουβαλεί και την διχόνια και το σφάξιμο του αδελφού.
Μα, παράλληλα ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ είναι και όμορφος και λεβέντικος και έξυπνος λαός.
Η εορτή είναι εορτή και η μνήμη είναι μνήμη.
Εορτή αγίου μίμηση αγίου λέει η Εκκλησια.
Την παραφράζω: Εορτή ενότητας, μίμηση ενότητας!
Συμφωνώ με το σχόλιό σας σχεδόν σε όλα.
Φυσικά ο Θεοτοκάς δεν θα μπορούσε να γράψει για Βελουχιώτη, Ζέρβα, και για γεγονότα που δεν είχαν συμβεί. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Και μια και αναφερθήκατε στην Εκκλησία μας, να σημειώσω πως τον Χριστό στην Ανάσταση δεν τον παρουσιάζει ολόχαρο με μπαϊράκι, κατά τα δυτικά πρότυπα, αλλά να σπάει τα κλείθρα του Άδη, λίγο συνοφρυωμένο. Και στη Σταύρωση, όχι καταρρακωμένο από τον πόνο, αλλά ήρεμο και γαλήνιο, με την επιγραφή από πάνω: “Ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης”.
Εμείς συνηθίζουμε να πλειοδοτούμε σε ύμνους και δεκάρικους λόγους για τον λαό μας στις εθνικές γιορτές, ξεχνώντας τις σκοτεινές όψεις του. Κι αυτό οφείλεται και σε μιαν εξιδανίκευση και ιδεολογικοποίηση της Ιστορίας μας, όπως φαίνεται από τα λόγια του Θεοτοκά που σχολίασα, λόγια που τα δικαιολογεί η συναισθηματική φόρτιση της “ολοφώτεινης στιγμής” που λέτε, αλλά δεν παύουν να απηχούν έναν κάποιο δαρβινισμό. Κατά τη δική μου αίσθηση και την ταπεινή μου γνώμη πάντα.
Κι όπως έγραψα και προ μηνός εδώ, ο καθένας είναι ελεύθερος να σχολιάσει οποιοδήποτε μέρος του κειμένου θέλει. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, στις φωτεινές στιγμές να θυμίζω και τις σκοτεινές, έτσι, για να προσγειωνόμαστε και λίγο.
(Απάντηση στο σχόλιο του κ. Νούλη της 28.10.21, 11:05 μμ)
Επιμένω πως ο πόλεμος για την όποια ιδεολογία, για οτιδήποτε αφηρημένο, είναι “για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη …”. Ο μακαρίτης φίλος μου Νίκος Γ. Πεντζίκης πρόφερε τη λέξη “ιδέα” με την αγγλική προφορά της: “Αηδία”.
Αυτό που εγώ αποκαλώ “ρομαντισμό”, για να μην πω κάτι βαρύτερο, και συ του βρίσκεις τελεολογικά-εσχατολογικά στοιχεία, σε αποδείχτηκε εκτός πραγματικότητας, από τα γεγονότα.
Και στον Εμφύλιο περισσότερο έπαιξαν ρόλο τα “νιτερέσα”, που λέει ο Μακρυγιάννης, όχι οι ιδέες. Αντιγράφω μέρος χθεσινού σχολίου μου σε ιστολόγιο:
“Η Αντίσταση ήταν από τις μαζικότερες στην κατεχόμενη Ευρώπη και θα μπορούσε να καταφέρει πολύ περισσότερα πράγματα αν ήταν ενωμένη, αν οι ηγέτες της έβρισκαν ένα minimum για να συμφωνήσουν και να συνεργαστούν και δεν έλειπαν τα «νιτερέσα»: οι παλιοί πολιτικοί που σιγόνταραν τον Τσολάκογλου φοβόνταν το ΕΑΜ και περίμεναν απλώς τους Βρετανούς να μας απελευθερώσουν· το ΕΑΜ με την επαμφοτερίζουσα στάση του: τις διακηρύξεις του για εθνικό αγώνα, ενώ η πλειονότητα του ΠΓ του ΚΚΕ που το καθοδηγούσε προσέβλεπε σε κοινωνική επανάσταση και πολλά στελέχη του χτυπούσαν και τους Γερμανούς και τους πολιτικούς τους αντιπάλους ταυτόχρονα· ο ΕΔΕΣ που ήθελε κι αυτός να έχει μερίδιο της εξουσίας μετά την Απελευθέρωση και τα στελέχη του στην Αθήνα κατέληξαν προδότες· πολλοί φιλοβασιλικοί αξιωματικοί που ξεκίνησαν τον αγώνα κατά των Γερμανοϊταλοβουλγάρων και, από φόβο για το ενδεχόμενο το ΕΑΜ να πάρει την εξουσία με την Απελευθέρωση, κατέληξαν συνεργάτες των Γερμανών (βλ. ΥΒΕ-ΠΑΟ), κλπ. κλπ. (Φυσικά σ’ όλα αυτά έβαλαν κι οι Βρετανοί το χεράκι τους, μανούλες στο «διαίρει και βασίλευε».)
Για τα δυο τελευταία χρόνια της Κατοχής, με τη διάλυση πολλών ακραιφνώς αντιστασιακών οργανώσεων από το ΕΑΜ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης στην Πελοπόννησο κι αλλού, τη δολοφονία του Ψαρρού και την εξόντωση του Τάγματος 5/42, αλλά και με τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλειας και του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας (κάπου 40.000 υπολογίζονται όλοι αυτοί, περισσότεροι από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ μαζί) δεν μπορούμε να είμαστε περήφανοι.”
Εντάξει, ας μελετούμε όλη την Ιστορία μας, αλλά με τους πιο κοντινούς προγόνους μας είμαστε πιο κοντά σε χαρακτήρα και συμπεριφορές, απ’ ό,τι στους αρχαίους.
Κύριε Theo εθνική εορτή… “σκοτεινών στιγμών” δεν δύναται εκ των πραγμάτων να υπάρξει φαντάζομαι συμφωνούμε όλοι σε αυτό. Ανάγκη προσγείωσης σίγουρα υπάρχει σίγουρα όχι πάντως για όλους τους εορτάζοντες. Πολλοί γιορτάζουν και γνωρίζουν παράλληλα. Δεν αναιρεί το ένα το άλλο.
Μάλλον συμφωνώ στα θεολογικά σας σχόλια.
Πάντως καμία φορά αναρωτιέμαι: εάν ο Έλληνας έχει τόση ανάγκη αυτομαστιγωματος σε κάθε εθνική αναφορά ως… αντίβαρο προσγείωσης από “ρομαντισμους” τι θα έπρεπε να κάνει ένας Γερμανός με δύο παγκόσμιους πολέμους στην πλάτη του; να αυτοκτονήσει; Ρητορικά ερωτήματα.
Η γνώση της Ιστορίας μας, με τα καλά και τα δεινά της, και η συναίσθηση ότι δεν είμαστε ούτε ο καλύτερος ούτε και ο χειρότερος λαός στον κόσμο δεν είναι αυτομαστίγωμα, αλλά ρεαλισμός.
Ευχαριστώ για τον καλόπιστο διάλογο.