H ιδιαιτερότητα της ελληνικής ταυτότητας και το μάθημα των Θρησκευτικών

0
639

Το έτος 2021 είναι αφιερωμένο στα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουμε είναι ότι ήδη από το 1824 θα διορισθεί μία πενταμελής επιτροπή για να επεξεργασθεί σχέδιο για την σύσταση αλληλοδιδακτικών σχολείων. Αυτή θα προβλέψει και τη διδασκαλία της Κατήχησης, της Ιεράς Ιστορίας, του Ιερού Ευαγγελίου και της Ηθικής, δηλαδή της Χριστιανικής Ηθικής, στα σχολεία της στοιχειώδους και του πρώτου κύκλου της μέσης εκπαίδευσης. Πώς εξηγείται ότι ήδη πριν δημιουργηθεί καν το ελληνικό κράτος, μέριμνα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η διδασκαλία του Χριστιανισμού στους μαθητές των πρώτων ηλικιακών τάξεων;

Μόνο τυχαία κίνηση δεν είναι, καθώς δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο πως στη νεοελληνική συνείδηση ήταν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένα τα θέματα της Εκκλησίας και της Πολιτείας, της πίστης και του νόμου της Πολιτείας. Άλλωστε για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία θα κηρυχτεί η Επανάσταση. Αυτή η παρακαταθήκη θα υπάρχει σε όλα αυτά τα 200 χρόνια ζωής και κρατικής υπόστασης.

Οι ασταθείς κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες του 19ου αιώνα, η “ιδιομορφία” της Ορθοδοξίας της ελληνικής κοινωνίας, η πολλαπλή εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο βαρύνων ρόλος της ίδιας της Εκκλησίας, ήταν αυτοί οι παράγοντες που άσκησαν μεγάλη επιρροή στους δεσμούς της οικογενειακή ζωής με την ενορία· από την εμφάνιση των κατηχητικών σχολείων μέχρι την ίδρυση των θρησκευτικών αδελφοτήτων (1907), δημιουργήθηκε μία ένταση ανάμεσα στα σχολεία και την θρησκευτική αγωγή. Το αποτέλεσμα ήταν τα κατηχητικά σχολεία να αναλαμβάνουν έναν ρόλο “βοηθητικό” της θρησκευτικής αγωγής στα σχολεία, υπερτονίζοντας την σπουδαιότητα της χριστιανικής Ηθικής. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, με την ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910) έγινε για πρώτη φορά συζήτηση για τον υποχρεωτικό ή μη χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στην εκπαίδευση. Τα προγράμματα των θρησκευτικών αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο και από την στενή ταύτισή τους με την ηθική διδασκαλία αποκτούν πλέον γνωσιακό και πληροφοριακό περιεχόμενο.

Το 1965 θα υπάρξει η παραγωγή νέων εγχειριδίων για το μάθημα των θρησκευτικών, στα οποία κυριαρχεί το “κηρυγματικό” μοντέλο. Το κέντρο της διδασκαλίας είναι το κήρυγμα του Ιησού Χριστού για την σωτηρία των ανθρώπων, όπως αυτό καταγράφεται στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάτι που έχει και τις “αδυναμίες” του λόγω του τεράστιου, λεπτομερειακού υλικού εκμάθησης και του παθητικού ρόλου των μαθητών ως “δεκτών” του κηρυγματικού αυτού υλικού. Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξει η “συντηρητική τάση”, η οποία θα επικρατήσει πλήρως κατά την περίοδο της Δικτατορίας, κυρίως μέσω του αναγκαστικού νόμου 129/1967, σύμφωνα με τον οποίο εισάγεται και υλοποιείται ο ελληνοχριστιανικός χαρακτήρας της αγωγής στο σχολείο, περιλαμβάνοντας τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών την Κυριακή, την προσέλευση στο Κατηχητικό, χορωδίες σχολείου και Εκκλησίας κα.

Η θρησκευτική αγωγή δεν απουσιάζει, βέβαια, ούτε από το πρόγραμμα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της εποχής της Μεταπολίτευσης. Αυτό φαίνεται ακόμη πιο εμφαντικά με τις ρυθμίσεις του νόμου 309/1976, όπου σκοπός του δημοτικού σχολείου είναι να θέσει «τας βάσεις της θρησκευτικής, εθνικής και ανθρωπιστικής αγωγής αυτών (των μαθητών)». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Αναλυτικό Πρόγραμμα του 1977 προτάσσεται ο σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, όπου δεν γίνεται καθόλου λόγος για Ορθόδοξη πίστη και λατρεία, για Ορθόδοξη παράδοση και εκκλησιαστική ζωή. Υπάρχει, σαφώς, ένας εκκλησιαστικός “αποχρωματισμός”, στα πλαίσια μίας εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας της εποχής, όμως η ανάγκη για την θρησκευτική αγωγή δεν χάνεται.

Με αυτά και αυτά φθάνουμε στον 21ο αιώνα, όπου και πάλι η ανάγκη της θρησκευτικής εκπαίδευσης εγείρει πολλές συζητήσεις. Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι η κάθε πολιτειακή και ιδεολογική περίοδος της νεοελληνικής κοινωνίας φέρει και το “αποτύπωμα” της στην θρησκευτική εκπαίδευση. Οι δεκαετίες του 2000 θα φέρουν αναπόφευκτα στην επιφάνεια και στη “δημόσια ατζέντα” τα ζητήματα της πολυπολιτισμικότητας και της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Νέα παιδαγωγικά μοντέλα όπως είναι η ολιστική εκπαίδευση και η συμμετοχική διδασκαλία έρχονται να αντικαταστήσουν δασκαλοκεντρικές και μονοθεματικές παλαιότερες νοοτροπίες. Και φθάνουμε στην Απόφαση αριθμ. 101470/Δ2 της 19ης Ιουνίου 2017 (ΦΕΚ/Β΄/2104), για «Τα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο». Σε αυτή την απόφαση εισάγονται οι νέες απαιτήσεις για τη θρησκευτική εκπαίδευση στο «ευρωπαϊκό περιβάλλον του μαθήματος των θρησκευτικών (ΜτΘ)». Αυτές οι απαιτήσεις είναι κοινωνικές και βάσιμες για την ειρηνική ανάπτυξη και σταθερότητα μίας κοινωνίας που ολοένα και περισσότερο “ζει” σε ένα πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον. Προβάλλονται οι κοινοί άξονες, στη βάση των οποίων πρέπει να κινείται η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (δημοκρατία, κοινωνική συνοχή, κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και σαφή εκπαιδευτικά κριτήρια όπως είναι η ευαισθησία, ο σεβασμός, η ανοχή, η ενσυναίσθηση κα.), για να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο μάθημα μπορεί να επικεντρώνεται στην “τοπική θρησκευτική παράδοση”, αλλά δεν θα πρέπει να απεμπολεί τη «διευρυμένη γνώση γύρω από τις θρησκείες».

Η αντίθεση θα προκύψει και θα είναι η Απόφαση 660/2018 του ΣτΕ που δικαίωσε τους πρσφεύγοντες κατά των αναθεωρημένων Προγραμμάτων Σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών. Η βάση της σχετικής επιχειρηματολογίας ήταν ο συνδυασμός των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 και 16 παρ. 2, σύμφωνα με τα οποία η έννοια της «εθνικής» και «θρησκευτικής» συνείδησης των Ελλήνων, που αποτελεί σκοπό και μέρος της αποστολής του Υπουργείου Παιδείας, είναι «συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα».

Η διαμάχη θα λάβει χώρα σε νομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό όμως που θα πρέπει να απασχολήσει όλη την επιστημονική παιδαγωγική κοινότητα και την Εκκλησία, είναι πως είναι δυνατό στις σημερινές συνθήκες να αποφύγει κανείς τόσο μία “ομολογιακή” κατεύθυνση της θρησκευτικής εκπαίδευσης όσο και μία θρησκευτική εκπαίδευση που θα κινείται στη λογική του supermarket, όπου προσφέρονται όλα τα είδη και μένει στην ελεύθερη επιλογή του “πελάτη” και καταναλωτή να αποφασίσει. Ίσως η λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι οι αίθουσες των δικαστηρίων και οι αλλεπάλληλες υπουργικές αποφάσεις, αλλά η συνειδητοποίηση ότι το θρησκευτικό φαινόμενο ως αντικείμενο διδασκαλίας θα πρέπει να εξετάζεται μέσα από την οπτική γωνία μίας ορισμένης, συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης· το μοντέλο αυτό προτάσσει την επιλογή αυτή, επειδή έχει ως σημείο αφετηρίας την ερμηνευτικής φύσεως προϋπόθεση, ότι ως ανθρώπινες υπάρξεις γεννιόμαστε και αναπτυσσόμαστε μέσα σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο και σ’ έναν συγκεκριμένο χρόνο, έχοντας δεθεί με τον τόπο και τον χρόνο αυτό, και έχοντας διαμορφώσει έναν τρόπο ερμηνείας της πραγματικότητας, ο οποίος συνδέεται άμεσα με τον τόπο και τον χρόνο αυτόν, δηλ. με τη βιογραφία του καθενός και τις προσωπικές του εμπειρίες· συνεπώς δεν μπορούμε να διαθέτουμε ένα σημείο αναφοράς εκτός της ιστορίας. Η ιστορία της Ελλάδας είναι γνωστή, όπως γνωστές είναι οι καταχρήσεις και οι υπερβολές στη διάρκεια αυτής της ιστορίας. Η Πολιτεία έχει χρέος της να διεξάγει έναν ανοιχτό διάλογο πριν από την κάθε νομοθετική της παραγωγή.

Ενδεικτικά, μπορεί κανείς να ανατρέξει εδώ

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ