Η πρόσφατη (30 Αυγούστου 2013) εκδημία του Νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Σέϊμους Χήνυ, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών, έφερε πάλι στο προσκήνιο, ένα από τα στιβαρώτερα έργα της ευρωπαϊκής Γραμματείας. Ωστόσο, στα καθ’ ημάς, και εξ αφορμής της εκδημίας του, γράφτηκαν περίπου τα ίδια τα οποία εγράφονταν και όταν του απενεμήθη το Νόμπελ, (1995): Ιρλανδός, λάτρης της Ελλάδος, επισκέπτης καθηγητής στο Χάρβαρντ, στο Δουβλίνο, στην Οξφόρδη.
Βεβαίως όλα αυτά δεν είναι ανακριβή. Όμως πάνω και πέρα απ’ όλα, η ιδιότυπη αξία της ποιήσεως, του ανυπότακτου γιού της Ιρλανδίας, έγκειται σε δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι η ιθαγένεια, μια αναβλύζουσα πνευματική αίσθηση της Ιρλανδικής ετερότητας: Στη γη και στο τοπίο, στην αρχαία και χριστιανική περίοδο. Η αίσθηση αυτή δένει με τη βαθιά γνώση και κοινωνία της σύνολης ευρωπαϊκής περιπέτειας – αρχαιοελληνικής, ρωμαϊκής, μεσαιωνικής και νεώτερης.
Το δεύτερο στοιχείο, είναι η οργανική αφομοίωση, στην ποίησή του, των παραδομένων ποιητικών τρόπων. Συνεχίζοντας μιαν ποιητική αντίληψη ενότητος, η οποία – παρά την σημερινή βροντώδη άγνοια της τρέχουσας ποιηματογραφίας – δεν διεκόπη ποτέ, με τον δικό του ανεπανάληπτο ποιητικό βηματισμό, δημιούργησε σύγχρονο ιδίωμα στα όρια του ποιητικού μοντερνισμού, συνομιλώντας και αφομοιώνοντας αυτούς τους τρόπους.
Ο ποιητής που βρήκε (ή επινόησε) κρυφές συγγένειες ανάμεσα στο φως της Πύλου (την οποία λάτρευε) και στην αλμύρα και τις ομίχλες της βασανισμένης πατρίδας του, της Ιρλανδίας, γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1939 στο Κάσλυτοσον της Κομητείας του Ντέρυ, στη Βόρειο Ιρλανδία. Πρώτος γιός εννεαμελούς αγροτικής οικογένειας. Από μικρός σαγηνεύθηκε από την αρχαιοελληνική γραμματεία, αλλά κι από την Ιρλανδική παράδοση. Δεν είναι διόλου τυχαίο, το γεγονός ότι μετέφρασε Σοφοκλή – Φιλοκτήτη και Αντιγόνη – αλλά και το αρχαίο έπος του Μπέογουλφ.
«Αν η ποίηση και η τέχνη μπορούν να πετύχουν κάτι είναι η ενδυνάμωση της εσωτερικής ζωής, του ένδον ανθρώπου» μας είπε.
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται μεταφρασμένα εδώ, ανήκουν στις εξής ποιητικές συλλογές: «Ο Ραβδοσκόπος», στην ποιητική συλλογή «Θάνατος ενός φυσιογνώστη», (Death of a naturalist, 1966). «Η Σφραγίδα», στην ποιητική συλλογή «Το Αλφάδι» (The spirit level, 1996). Και το ποίημα «Μια νύχτα του Αυγούστου», στην συλλογή «Βλέποντας μεσ’ τα πράγματα» (Seeing Things, 1991).
Τρία ποιήματα – Μετάφραση: Δημήτρης Κοσμόπουλος
Κλαδί από δέντρο φουντουκιάς, διχαλωτή πράσινη βέργα
Κι αυτός την έσφιγγε, κρατώντας τις δυό άκρες της διχάλας:
Έφερνε κύκλους στα χώματα, ψάχνοντας των νερών την αύρα
Τους μυστικούς παλμούς των. Λιγάκι νευρικός, αλλά μ’ όλη την πείρα
της δουλειάς,
Γαλήνιος. Ένοιωσε τα κινήματα σαν πόνο από κεντρί.
Ρίγησε το ραβδί, πλημμύρισε σπασμούς ακριβείας.
Έδειχνε η ράβδος με τα ρίγη της, κρυφή πηγή
Και με το πράσινο φουντούκι της, την μυστική της πανδαισία.
Εγύρευαν περαστικοί κι αυτοί να δοκιμάσουν.
Δίχως μια λέξη, το ραβδί τους πρότεινε.
Νεκρό έμενε στις χούφτες τους, ώσπου –για να μπορέσουν–
Δήθεν αδιάφορα, άγγιζε τους αμύητους, στους καρπούς των χεριών.
Κι ακούγανε του φουντουκιού το τρέμουλο. Μήπως μπορέσουν.
Η σφραγίδα
Ποιος χάραξε στην στρόγγυλη σφραγίδα του βουτύρου
Τον στάχυ αυτό της σίκαλης, λεπτουργημένο, όλο σκλήθρες και λεπίδια;
Γιατί στο βούτυρο το τρυφερό, έκτυπο να ‘ναι τέτοιου μυτερού εργαλείου
Το σχήμα, σαν να ‘χει επιφάνεια, θρυμματισμένα γυάλινα σαρίδια;
Μικρός σαν ήμουνα, κατάπια ένα τέτοιο άγανο βρώμης.
Κι έγινε ο λάρυγγας σπαρτό, που το ‘κοψε δρεπάνι.
Γλίστρησε στο λαρύγγι, μπήχτηκε βαθιά η αιχμή
Μέχρι που, βήχοντας και ξαναβήχοντας, τέλος, εφάνη
Βγήκε μαζί μια ανάσα δροσερή, τόσο αυγινή και διάφανη
Καθώς ν’ ανάσαινα αιθέρα κοσμοφόρο Παραδείσου,
Όπου η Αγάθη, πλήρως ιαθείσα, με του μαρτυρίου στεφάνι
Κοίταζε το λεπίδι, όπως εγώ, Αγέρα, την μορφή σου.
Τα χέρια του. Μικρά, ζεστά από πλήρη γνώση.
Εχθές τα κοίταξα ξανά. Κι ήτανε δυό κουνάβια,
Παίζοντας, ολομόναχα, στα φεγγαρόχυτα λιβάδια.
πηγή: Aντίφωνο, "Νέα Ευθύνη" τχ. 19 (σελ. 527-528) Σεπ. Οκτ. 2013