Στο ένθετο για τον κλασσικό κινηματογράφο, στο οποίο προβάλλουμε σκηνές από ταινίες που φέρουν την προσωπική δημιουργική οπτική των σκηνοθετών τους, σειρά έχει η ταινία «Μ» σε σκηνοθεσία Fritz Lang. Είναι γυρισμένη το 1931 στη Γερμανία, την εποχή που οι έντονα ανερχόμενοι χιτλερικοί είχαν πετύχει να είναι το δεύτερο σε έδρες κόμμα στο Κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η «Μ» είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του Lang και αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες του.
Προβάλλονται τα εξής αποσπάσματα: α) οι αρχικές σκηνές της ταινίας: η περιγραφή του καθολικού τρόμου που έχει κυριεύσει την πόλη, και η πρώτη απεικόνιση του δολοφόνου ως σκιά πάνω στην αφίσα της επικήρυξής του, β) ενδιάμεσες σκηνές της ταινίας: οι ασύμπτωτες έρευνες αστυνομίας και υποκόσμου, οι βόλτες του φονιά μέσα στην πόλη, ο τελικός εγκλωβισμός του μέσα στη σοφίτα ενός κτιρίου, γ) οι τελικές σεκάνς της ταινίας (από το 22' 25'' του αποσπάσματος): η προσαγωγή του φονιά Μ στην ιδιότυπη δίκη.
Η Δικαιοσύνη και ο Θάνατος
Με αφετηρία την ταινία «Μ», η Δικαιοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου του Fritz Lang, είναι η κινητήρια δύναμή του, το αποτύπωμα της αγωνίας του. Σ’ αυτήν εδώ την ταινία, ο δολοφόνος των μικρών κοριτσιών συλλαμβάνεται από ζητιάνους και οδηγείται σε δίκη μέσα σ’ ένα ερειπωμένο εργοστάσιο, ενώπιον του υποκόσμου και των μητέρων των θυμάτων. Για τον Lang η δικαιοσύνη συνδέεται με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη: το γεγονός ότι υπάρχουμε, είναι άραγε δίκαιο ή άδικο (ως αντικειμενική θεώρηση), είμαστε αθώοι ή ένοχοι (ως υποκειμενική θεώρηση); Το έμμονο αυτό ερώτημα θα αποτελέσει το αντικείμενο όλων των ταινιών του, ενώ η διαλεκτική του ανάπτυξη θα καθοδηγεί την ίδια την ανέλιξη κάθε κινηματογραφικής του αφήγησης. Σ’ αυτήν εδώ αλλά και σ’ όλες τις κατοπινές του ταινίες, διαπιστώνουμε ότι το κινηματογραφικό σύμπαν του Lang είναι γεμάτο δίκες και ακροατήρια, εισαγγελείς και ανακριτές, γεμάτο «αστυνομικές» υποθέσεις. Η Δικαιοσύνη είναι το ένα από τα δύο άκρα του άξονα, γύρω από τον οποίο στρέφεται ο κινηματογραφικός κόσμος του σκηνοθέτη.
Δεδομένου όμως ότι το άτομο που γίνεται εγκληματίας ζει σ’ έναν κόσμο τόσο πολύ νομοθετημένο, κωδικοποιημένο και αυστηρά δομημένο, χρωστά την επιβίωσή του αποκλειστικά στην άρνηση, στην αντίθεση: πρέπει να αρνηθεί την Εξουσία προκειμένου να αυτοεπιβεβαιωθεί. Αυτός είναι ο λόγος που ο Lang δίνει σημασία σε ιεραρχικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης (συμμορίες, δημοσιογράφους, εκδότες, επιχειρηματίες, κλπ) και στην εξουσία τους: άρα, στην Εξουσία την ίδια.
Όμως, ο ύψιστος νόμος είναι ο Θάνατος. Βαθύτατα δίκαιος καθόσον ίδιος για όλους (ως αντικειμενική θεώρηση), βαθύτατα άδικος καθόσον αβάσταχτος για τον καθένα (ως υποκειμενική θεώρηση). Οι ήρωες του Lang δεν θα σταματήσουν να τον μάχονται, να προσπαθούν να του ξεφύγουν' μάταια όμως.
Επίκληση του θανάτου γίνεται ήδη από την αρχή της ταινίας! Μ’ όλη τους την αθωότητα τα παιδιά τραγουδούν το θάνατο μέσα στο παιχνίδι τους και προσφέρονται στα χτυπήματά του: «Έλα, περίμενε λίγο ακόμα, όπου νάναι θάρθει ο μοχθηρός άντρας με τα μαύρα ρούχα, να σε λιανίσει με το τσεκούρι του!». Συγχρόνως όμως, τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο στο παιχνίδι τους, προεικονίζοντας τον κλοιό μέσα στον οποίο θα πιαστεί ο Μ, ο δολοφόνος των κοριτσιών.
Ο Θάνατος είναι, λοιπόν, το δεύτερο άκρο του άξονα, γύρω από τον οποίο στρέφεται ο κινηματογραφικός κόσμος του σκηνοθέτη. Δικαιοσύνη και Θάνατος είναι τα δύο κλαδιά από τα οποία «κρέμονται» τα τσαμπιά, όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του Lang ξεκινώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την ταινία «Μ».
Λόγια από συνεντεύξεις του
Ας ακολουθήσουμε όμως κάποιες άλλες διαδρομές, ακούγοντας τα ίδια τα λόγια του σκηνοθέτη από συνεντεύξεις που έδωσε πολύ αργότερα: «Στην αρχή είχα δώσει στην ταινία αυτή τον τίτλο «ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ», αλλά κάποιοι πολύ ισχυροί δεν τον ήθελαν. Το κατάλαβα από το παρακάτω περιστατικό. Για τις σκηνές της δίκης ήθελα να χρησιμοποιήσω, ως σκηνικό, τα άδεια υπόστεγα όπου φυλάσσονταν τα αερόστατα Ζέπελιν. Είχα ξανακάνει γύρισμα εκεί και ήξερα τον τύπο που διηύθυνε το μέρος. Μου είπε ότι, αυτή τη φορά, δεν θα μου έδινε την άδεια διότι πίστευε ότι εάν έκανα αυτή την ταινία, θα πλήγωνα πολλούς ανθρώπους που επρόκειτο αργότερα να γίνουν πολύ σημαντικοί! Τον ρώτησα: πώς είναι δυνατόν να πληγωθούν κάποιοι από μια ταινία για έναν δολοφόνο παιδιών; Επειδή είχα πολύ καλές σχέσεις μαζί του, έκανα και μια ασυναίσθητη κίνηση πιάνοντάς τον με απορία από το πέτο. Ένιωσα κάτι από κάτω, το γύρισα, και είδα μια καρφίτσα με τη σβάστικα: ήταν μέλος των ναζί! Αυτοί πίστευαν, τελείως τυφλά, ότι ο αρχικός μου τίτλος «ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ» αναφερόταν σ’ αυτούς!»
Πρέπει να επισημανθεί ότι η ταινία προβλήθηκε για λίγο καιρό στη Γερμανία διότι απαγορεύτηκε την άνοιξη του 1933 μόλις ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος. Η ταινία «Μ» δεν μπόρεσε να ξαναπροβληθεί στη Γερμανία, παρά μόνο στη δεκαετία του 1960!
Συνεχίζει ο σκηνοθέτης: «Ας πω επίσης ότι, αντίθετα απ’ όσα πιστεύουν πολλοί, η ταινία αυτή δεν βασίστηκε στη ζωή του Peter Kürten, του φοβερού δράκου του Ντίσελντορφ που εκτελέστηκε λίγο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας «Μ». Η σύζυγός μου κι εγώ είχαμε ήδη προχωρήσει πολύ στο σενάριό μας, όταν ο Kürten άρχισε τους φόνους του, και το τελειώσαμε πολύ πριν συλληφθεί (τον Μάιο του 1930). Στην πραγματικότητα, η πρώτη ιδέα για την ταινία μού ήρθε όταν διάβασα ένα άρθρο σε μια εφημερίδα. Πάντοτε διαβάζω τις εφημερίδες, με την σκέψη να βρω μια αφετηρία για κάποια ιστορία. Στη συνέχεια, κάποιοι φίλοι μου στο εγκληματολογικό της αστυνομίας του Βερολίνου, μου επέτρεψαν να μελετήσω απόρρητες εκθέσεις για στυγερές δολοφονίες του Grossman και του τρομερού δράκου του Ανόβερου. Πρέπει επίσης να πω ότι, από την άλλη πλευρά, δέχτηκα στις έρευνές μου και την απρόσμενη βοήθεια μιας οργάνωσης κακοποιών διότι, κατά τη διάρκεια των ερευνών μου, είχα αποκτήσει φίλους ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, στα γυρίσματα της σκηνής του δικαστηρίου χρησιμοποίησα ως ηθοποιούς 12-14 παρανόμους, μιας και δεν τους φόβιζε η ιδέα να εμφανιστούν μπροστά στην κάμερα, διότι ήσαν ήδη γνωστοί στην αστυνομία. Προς το τέλος λοιπόν των γυρισμάτων της σκηνής του δικαστηρίου, ειδοποιήθηκα ότι σε λίγο θα ερχόταν η αστυνομία. Το είπα στους φίλους μου, παρακαλώντας τους όμως να παραμείνουν για τις δύο τελευταίες λήψεις. Δέχτηκαν όλοι, κι εγώ φιλμάρισα αστραπιαία. Όταν πια έφτασε η αστυνομία, οι λήψεις ήταν κιόλας μέσα στο κουτί, και οι «ηθοποιοί» μου είχαν εξαφανιστεί!»
Η αναλυτική ματιά
Οι δυσκολίες που συνάντησε ο σκηνοθέτης για να γυρίσει την ταινία «Μ» (οι πολλές και ποικίλες δυσκολίες στα γυρίσματα, οι απειλητικές επιστολές, η εγκατάλειψη του αρχικού της τίτλου, κλπ) υποδηλώνουν κατ’ αρχάς ότι ένα παρόμοιο φιλμικό έργο ξεπέρασε την αρχική του πρόθεση. Με αφετηρία τον ψυχοπαθή δολοφόνο των μικρών κοριτσιών που τρομοκρατεί μια ολόκληρη πόλη, o Lang αφιερώθηκε στη διεξοδική μελέτη και στην δεξιοτεχνική κατασκευή ενός πολύπλοκου πορτρέτου, μιας άκρως λεπτομερειακής και εξαιρετικής ανάλυσης. Σ’ όλη την ταινία είναι ευδιάκριτη η αναλυτική του σκηνοθετική ματιά: επιλογή, διάταξη, διάρθρωση των οπτικών μορφών και των ηχητικών σημείων τα οποία με περίσσια αυστηρότητα συγκροτούν κάθε πλάνο. Αντισυμβατικό αλλά πολύ σημαντικό στοιχείο είναι επίσης ότι, δίπλα στο Νόμο και στο φονιά Μ, ο σκηνοθέτης εισήγαγε έναν τρίτο πόλο, τον Υπόκοσμο: οι παράνομοι «στριμώχνονται» από τις συνεχείς και άκαρπες έρευνες του Νόμου, καταδιώκουν κι αυτοί το φονιά, τον συλλαμβάνουν μέσω των ζητιάνων, και αυτοαναγορεύονται σε δικαστήριο για να τον καταδικάσουν.
Η τελειότητα της ταινίας ως καθαρά αστυνομικής αφήγησης θα μπορούσε πολύ εύκολα να της έχει εξασφαλίσει σχεδόν καθολική αποδοχή. Η εκπληκτική δεξιοτεχνία του Lang έχει, άλλωστε, τονιστεί από καιρό: έντεχνη προετοιμασία ενός κλίματος φόβου που πανικοβάλλει μια πολυπληθή σύγχρονη πόλη, πρώτη απεικόνιση του δολοφόνου με τη μορφή μιας σκιάς που πέφτει πάνω σε μια κολόνα όπου είναι κολλημένη η επικήρυξή του, πλούσιες και σαφείς πληροφορίες για τις μεθόδους της αστυνομικής έρευνας, πιστότατη περιγραφή των ηθών των κακοποιών και της κοινωνικής κατάσταση της εποχής, εύστοχος και συχνός παραλληλισμός Αστυνομίας και Υποκόσμου, χαρακτήρες έντονα σκιαγραφημένοι, εξαιρετική απόδοση του πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού Peter Lorre, στρατηγική διάταξη των εφέ του σασπένς, κλπ. Επίσης, αν και πρόκειται για την πρώτη ομιλούσα ταινία του Lang, παρατηρούμε μια συστηματική και εξόχως αποτελεσματική χρήση του ήχου: για παράδειγμα, ο Μ εντοπίζεται από τους διώκτες-ζητιάνους χάρις στο σφύριγμά του!
Όμως, η ταινία προκάλεσε αντιδράσεις, απροκάλυπτες ή και συγκεκαλυμμένες. Απροκάλυπτες και σκληρές, μέσα στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο του ανερχόμενου τότε φασισμού. Συγκεκαλυμμένες, μέσα σε κάποιες μεταγενέστερες αρνήσεις για την υπέρβαση του αφηγηματικού της πλαισίου, για την υπέρβαση της στενής αστυνομικής πλοκής. Προφανώς, αν μια τέτοια ταινία μπόρεσε να προκαλέσει αντιδράσεις, είναι επειδή θίγει τα βαθιά στρώματα της ευαισθησίας μας. Με τον όρο αυτό εννοούμε τόσο τις στοιχειώδεις συγκινησιακές δυνάμεις που ρυθμίζουν το ατομικό βίωμα, όσο και τις διάχυτες διαισθήσεις-αντιλήψεις μέσα στις οποίες μια κοινωνία συλλαμβάνει τις δομές της, τις εσωτερικές μεταβολές της και τις ιστορικές παραλλαγές της. Όλες αυτές τις πρωταρχικές συγκινήσεις, τις μεταβολές και τις παραλλαγές τους, ο Lang μάς τις δίνει στην ταινία «Μ» να τις δούμε πολύ καθαρά.
Η τρέλα του Μ
Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο βασικά συστατικά κάθε κοινωνίας: το Νόμο και τις Μητέρες. Στην ταινία αυτή, ο Νόμος εμφανίζεται σε όλες τις βαθμίδες του, έως και την ανώτατη. Οι Μητέρες εμφανίζονται πάντα διψασμένες να διακηρύξουν την απτή, πυκνή, συγκλονιστική τους εγγύτητα προς τα θύματα. Έτσι ακριβώς πραγματεύεται τα δύο αυτά συστατικά ο σκηνοθέτης στις τελευταίες εικόνες της ταινίας: ενώ οι κακοποιοί, ως ιδιότυπο δικαστήριο, έχουν μόλις καταδικάσει τον Μ σε θάνατο κι ορμούν πάνω του, ακινητοποιούνται από την εισβολή της αστυνομίας που δεν την βλέπουμε. Απλώς βλέπουμε ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο του σωριασμένου κατάχαμα Μ κι ακούμε μια φωνή να λέει μόνο «εν ονόματι του Νόμου». Το υψωμένο βλέμμα του φονιά Μ και ο άξονας του μπράτσου του αστυνομικού συγκροτούν έναν κατακόρυφο άξονα στην εικόνα και, συνεπώς, ορίζουν την ανώτατη βαθμίδα του Νόμου. Προς στιγμή μάς δίνεται η εντύπωση ότι, τελικά, ο Νόμος θριαμβεύει αφού κατάφερε να βάλει το χέρι του πάνω στο φονιά. Όμως πρόκειται για ένα θρίαμβο καθαρά τυπικό, που μεταστρέφεται αμέσως σε χλευασμό, καθώς είναι αδειασμένο από το νόημα να τερματίσει οριστικά τον καθολικό τρόμο που είχε κυριεύσει την πόλη. Το επόμενο πλάνο, σκοτεινιασμένο και σβησμένο, το τελευταίο της ταινίας, δεν είναι παρά ένα επίμονο σκοτεινό πλάνο όπου αντηχεί μια βαριά γυναικεία φωνή να καλεί τις Μητέρες να παραμένουν άγρυπνες, να συνεχίζουν να προσέχουν τα παιδιά τους. Έχουμε λοιπόν την επαναβεβαίωση ενός φόβου που αντιστέκεται στη νόμιμη δραστηριότητα της Εξουσίας, που δεν την εμπιστεύεται, που την κατηγορεί για ανικανότητα, που την αποκηρύσσει.
Ας πάμε λίγο παραπέρα. Αυτή η καταληκτική φράση, που αισθανόμαστε εύκολα και έντονα το ιδεολογικό της αποτέλεσμα (τείνει να μετακυλήσει την ταινία στην πλευρά των Μητέρων), επεκτείνει, ενισχύει και προσδίδει το ακραίο και οριστικό της μέγεθος μόλις δούμε την παρέμβαση μιας απ’ τις γυναίκες στη διάρκεια της δίκης που έχουν οργανώσει οι κακοποιοί. Αυτή η γυναίκα ορθώνεται ενάντια στη νομιμόφρονα, φιλάνθρωπη και ανθρωπιστική επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο επίσης κακοποιός δικηγόρος του Μ (ότι ο δολοφόνος είναι άρρωστος και χρήζει νοσηλείας, ότι ανήκει στη δικαιοδοσία του Κράτους). Η μητέρα αυτή επικαλείται την αγωνιώδη προσδοκία των Μητέρων, καθώς αφηγείται τη φρίκη που τις καταλαμβάνει στη σκέψη της απώλειας του παιδιού τους. Η εικόνα των τρομοκρατημένων και στοργικών Μητέρων προσφέρει έτσι ένα αποφασιστικό στήριγμα στην σκληρή επιχειρηματολογία που εκφράζεται από τον αρχηγό των κακοποιών, τον Σρένκερ. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο Μ είναι ανίκανος να αντισταθεί στη δολοφονική ορμή του, είναι αναμφίβολα μια ανίατη περίπτωση, θα υποτροπιάσει και γι’ αυτό πρέπει να εξαλειφθεί.
Συνεπώς, αναπάντεχα, ξεπροβάλλει μια στυγνή συνεννόηση μεταξύ, αφενός της ιδιοτελούς-επιθετικής τακτικής των κακοποιών (που λέει: πρέπει να απαλλαγούμε το συντομότερο από κάποιον που μας «χαλάει» τις δουλειές) και αφετέρου της αρχετυπικής Μητρικής άποψης που είναι συναισθηματική, ευσπλαχνική και κυρίως κυριαρχούμενη απ’ το φόβο. Αυτή η συνεννόηση μεταξύ κακοποιών και Μητέρων συμβάλλει, εξ αντιδιαστολής, στην προσέγγιση του Νόμου με το φονιά. Οι δύο τελευταίοι αποτελούν λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, συνδεδεμένα μέρη (πράγμα που μπορεί να απεικονίζει η εκπληκτική ομοιότητα στην όψη παχουλών μικροαστών που έχουν ο φονιάς Μ και ο αστυνόμος Λόμαν) και εξελίσσονται στον ίδιο αφηγηματικό κύκλο (η αστυνομία ψάχνει για τους πρώην τροφίμους των ψυχιατρείων και φτάνει στη σύλληψη του Μ). Υπό αυτό το πρίσμα, η τρέλα του Μ (στο βαθμό που κατηγοριοποιείται και ονομάζεται) μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα γρανάζι στην δυναμική της Εξουσίας. Πιο ειδικά: μέσα στη νομική ορθολογικότητα (διότι ο Μ εντάσσεται σε μια ορισμένη ποινική κατηγορία, υπόκειται στο όνομα του Νόμου) και μέσα στη ψυχολογική ορθολογικότητα (διότι ο Μ εντάσσεται σε μια ορισμένη ψυχιατρική κατηγορία, πρέπει να τύχει μεταχείρισης ανάλογης με τις ισχύουσες ανθρωπιστικές αξίες).
Όμως, μ’ όλα αυτά, φτάσαμε πολύ μακριά και ήδη άρχισαν να σβήνουν τα φώτα μέσα στην αίθουσα.
[Βοήθημα: το εξαίρετο βιβλίο των εκδ. Καστανιώτη με την ευκαιρία της πλήρους αναδρομής στις ταινίες του Fritz Lang, που οργανώθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης το 2003. Στο βιβλίο η επιλογή κειμένων & έρευνα έχει γίνει από τους Μιχ. Δημόπουλο, Ν. Σαββάτη, και η επιμέλεια κειμένων από τον Αχιλλέα Κυριακίδη.]
* cinema.antifono [at] gmail.com πηγή: antifono.gr