Fritz Lang: METROPOLIS (1927)

0
895

Στο ένθετο για τον κλασσικό κινηματογράφο, στο οποίο προβάλλουμε σκηνές από ταινίες που φέρουν την προσωπική δημιουργική οπτική των σκηνοθετών τους, σειρά έχει η βωβή ταινία ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ σε σκηνοθεσία Fritz Lang, γυρισμένη στην προναζιστική Γερμανία το 1927.

Προβάλλονται τα εξής αποσπάσματα: α) τα πρώτα 5 λεπτά της ταινίας όπου παρουσιάζεται ο υπόγειος κόσμος των σκλάβων της Μητρόπολης, β) η γνωστή σεκάνς μέσα στις σκοτεινές στοές όπου η εμπνευσμένη σκηνοθεσία χρησιμοποιεί τον φωτισμό για την ενίσχυση του δράματος της αιχμαλώτισης της Μαρίας, γ) τα 30 λεπτά της τελικής σύγκρουσης.

Από την εποχή που παρουσιάστηκε στο κοινό η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ, η πιο πολυδάπανη ταινία του βωβού σινεμά, η αρχική της κόπια των 150 λεπτών υπέστη συνεχείς περικοπές, με αποτέλεσμα να χαθούν μεγάλα της τμήματα. Μέχρι πολύ πρόσφατα η ταινία ανήκε στην κατηγορία εκείνη των διάσημων ταινιών των οποίων σημαντικές σεκάνς θεωρούνταν οριστικά χαμένες. Ευτυχώς το 2008 ανακαλύφθηκε στην Αργεντινή μια κόπια, σε πολύ κακή μεν κατάσταση, αλλά που διαρκούσε 30 λεπτά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κυκλοφορούσε μέχρι τότε. Έτσι, εδώ και λίγους μήνες η ταινία διακινείται στις αίθουσες σε κόπια πλήρως αποκατεστημένη.

Ο σκηνοθέτης

Στυλοβάτης του γερμανικού εξπρεσιονισμού και αργότερα μεγάλος κλασσικιστής, ο Fritz Lang γεννήθηκε στη Βιέννη το 1890, στο χρυσό λυκόφως του 19ου αιώνα. Γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Γιος αρχιτέκτονα, συμφώνησα να παρακολουθήσω μαθήματα στο Πολυτεχνείο, αλλά παρ’ όλες τις καλές μου προθέσεις, δεν μπόρεσα να μείνω εκεί περισσότερο από ένα εξάμηνο, γιατί ήθελα να γίνω ζωγράφος. Έτσι, το έσκασα από το σπίτι, πράγμα που πρέπει να κάνει κάθε σωστός νέος. Ξεκινώντας από το Βέλγιο, γύρισα τη μισή υφήλιο: πήγα στη Βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία, έφτασα έως το Μπαλί, και κατέληξα στο Παρίσι, όπου σπούδασα σε σχολή ζωγραφικής. Όποτε είχα χρήματα και χρόνο, πήγαινα στο σινεμά. Ήδη μ’ ενδιέφερε πολύ ο κινηματογράφος από επαγγελματική πλευρά. Όταν ζωγράφιζα ή σχεδίαζα, τα θέματά μου ήταν εντελώς ακίνητα, καθόμασταν μπροστά στο μοντέλο κι εκείνο έμενε ασάλευτο. Στο σινεμά, όμως, έβλεπες πραγματικά εικόνες να κινούνται. Τότε άρχισα να αισθάνομαι υποσυνείδητα ότι γεννιόταν μια νέα τέχνη, αυτή που αργότερα θα αποκαλούσα, τέχνη του αιώνα μας.»

Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε με τους Αυστριακούς στο ανατολικό μέτωπο και το 1918 αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρού τραυματισμού στο μάτι. Αμέσως μετακόμισε στο Βερολίνο και προσλήφθηκε στην γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία, αρχικά ως επιμελητής σεναρίων και στη συνέχεια ως σκηνοθέτης. Ήταν η εποχή που είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί ο εξπρεσιονισμός. Η ηττημένη ψυχή της Γερμανίας είχε βρει μια δικλίδα ασφαλείας στις εξπρεσιονιστικές ταινίες (του εφιάλτη, του θανάτου και του τρόμου που δημιουργούσε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της), και που ακριβώς χάρη στη φλόγα της επιθυμίας της επισφραγίζονταν με κάποιο μεγαλείο.  Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός αποτέλεσε (ίσως εν αγνοία των οπαδών του) μια εθνική αντίδραση εναντίον του ιμπρεσιονισμού που, ήδη για πολλά χρόνια, άνθιζε στη Γαλλία.

Το 1918 ο Lang πήρε την γερμανική υπηκοότητα και γνωρίστηκε με την πρωσίδα Thea von Harbou, μια μέτρια κατά τ’ άλλα συγγραφέα αλλά εξαιρετική σεναριογράφο, η οποία ήξερε ν’ αντλεί την ουσία από την γερμανική μυθολογία και τις λαϊκές φυλλάδες και εφοδίαζε συνεχώς το νεαρό σκηνοθέτη με τα προσφιλή του θέματα. Με αυτήν ως μόνιμη συνεργάτιδα (και σύζυγο έως το 1933) ο Lang σκηνοθέτησε τις βωβές ταινίες–ορόσημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού «Θλιμμένος Θάνατος», «Δρ Μαμπούζε ο παίκτης», «οι Νιμπελούνγκεν», «Μητρόπολη», καθώς και την ομιλούσα ταινία «Μ».

Η εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία

Στις ταινίες της γερμανικής του περιόδου (1920-1933) συνυπάρχουν η πληθωρικότητα της περιπέτειας και η εικαστική αυστηρότητα, οι δολοπλοκίες και οι υπόγειες στοές, όλα όμως ενταγμένα στο κοινωνικό κλίμα της Γερμανίας του κοινοβουλευτισμού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πριν από την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Οι ταινίες αυτές μιλούν για το θάνατο, τη δίψα για εξουσία, τις σκοτεινές δυνάμεις, την εκδίκηση, την αδυσώπητη μοίρα. Όλες διαπνέονται από μιαν απόλυτη θεατρική-αρχιτεκτονική γεωμετρία, ένα εξαντλητικό στιλιζάρισμα σε όλο το εύρος της γραμματικής του, από το πλάνο στην σεκάνς και από το κάδρο στην αρχιτεκτονική των μορφών. Όλα τα στοιχεία της εικόνας μπαίνουν στην υπηρεσία του νοήματος: η σκηνογραφία, οι φωτισμοί, οι κινήσεις της μηχανής, οι ηθοποιοί, συνθέτουν το χώρο και το χρόνο, σχηματίζοντας μέσα στο κάδρο ένα πλέγμα γραμμών και όγκων που, πέρα από την αναπαραστατική τους λειτουργία, αποκτούν και μια καθαρά αφηρημένη διάσταση, πολύ πιο καθοριστική. Πρόκειται για έναν κινηματογράφο ακριβείας και λιτότητας στον οποίο σταδιακά καταργούνται τα περιττά εφέ, απογυμνώνεται το δράμα και ρίχνεται παγωμένο φως πάνω στη ματαιότητα της ύπαρξης.

Η εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία ταίριαζε απολύτως στη μάζα των σκλάβων της Μητρόπολης: είναι υποταγμένοι, πλάσματα χωρίς προσωπικότητα, με πλάτες κυρτωμένες, ντυμένοι με ρούχα ουδέτερα, συνηθισμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Όταν ο Lang επέβαλε στο πλήθος αυτό την μονότονη και συνεχή κίνησή του, το μακάβριο βήμα προς το λάκκο με τα πτώματα που προαναγγέλλει το ναζιστικό βήμα της χήνας, μπορούμε να πούμε ότι προέβλεπε το μέλλον.  Αυτοί οι σκοτεινοί κάτοικοι του υπόγειου κόσμου της Μητρόπολης είναι αυτόματες μηχανές, είναι συντονισμένοι με το ρυθμό των πολύπλοκων μηχανών, είναι πιο ρομπότ κι απ’ τη Μαρία-ρομπότ. Οι βραχίονές τους λειτουργούν σαν ακτίνες ενός τεράστιου τροχού.

Όμως, το γεωμετρικό στιλιζάρισμα δεν καταναγκάζει ποτέ τον Lang σε μια μηχανική ρουτίνα. Το πλήθος του, έστω και «αρχιτεκτονημένο», παραμένει ζωντανό, όπως η πυραμίδα των χεριών που υψώνονται ικετευτικά στην πλημμύρα, το ανθρώπινο σταφύλι από παιδιά κρεμασμένα γύρω απ’ τη Μαρία στην τελευταία τσιμεντένια νησίδα που δεν έχουν ακόμη καλύψει τα κύματα. Η κίνηση των παιδιών που υψώνουν τα αδύνατα χέρια τους, είναι πιο εύγλωττη από την περίτεχνα διευθετημένη συμπλοκή των χεριών που απλώνονται λαίμαργα όταν εμφανίζεται η ψεύτικη Μαρία.

Πολύ συχνά, ο Lang υπερβαίνει την εξπρεσιονιστική αισθητική: δεν χρησιμοποιεί το φως για καθαρά διακοσμητικούς ρόλους, αλλά το θεωρεί ένα μέσο ενισχυτικό της φυσικής δομής του ντεκόρ. Αυτή η πρωταρχική ιδέα της χρησιμοποίησης του φωτισμού για την επίταση του δράματος είναι πρωτόγνωρα αποτελεσματική στη μαγευτική σκηνή που αρχίζει στο 5ο λεπτό του αποσπάσματος που προβάλλουμε: το φανάρι του εφευρέτη-μάγου μέσα στις σκοτεινές στοές παραμονεύει την σιλουέτα της Μαρίας, ως την στιγμή που ο φωτεινός κώνος την αιχμαλωτίζει ανελέητα μέσα σ’ ένα μαγικό κύκλο απ’ τον οποίο δύσκολα θα δραπετεύσει.

Η φυγή στο Χόλιγουντ

Μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, ο Lang σκηνοθετεί το 1931 το αριστούργημά του, την ταινία «Μ». Λίγο αργότερα θα παρουσιάσει την ταινία «Διαθήκη του Δρος Μαμπούζε», μια ευανάγνωστη αλληγορία της ναζιστικής παραφροσύνης την οποία ο σκηνοθέτης έβλεπε να πλησιάζει. Όταν η χιτλερική κυβέρνηση απαγόρευσε αμέσως την προβολή της, ήταν Μάρτιος του 1933. Η σύζυγος του Lang είχε μόλις προσχωρήσει στους Ναζί και η γερμανική Βουλή είχε μόλις πυρποληθεί. Μέσα από μια προσωπική θύελλα -με την οριστική διάλυση του γάμου του και τις κλιμακούμενες πιέσεις της χιτλερικής εξουσίας- ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει άρον άρον την Γερμανία, αρχικά προς την Γαλλία και λίγο αργότερα προς τις ΗΠΑ. Θα ακολουθήσει η αμερικανική περίοδος  (1936–1956) του σκηνοθέτη, στην οποία ο Lang σκηνοθετεί 22 ταινίες, έχοντας πια εγκαταλείψει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό.

Η προσωπική του σφραγίδα

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά μιας κλασσικής ταινίας αποκαλύπτεται η γραφή του σκηνοθέτη της, ανιχνεύεται αμέσως η σφραγίδα του. Ο θεατής που μπαίνει τυχαία σε μια σκοτεινή αίθουσα, μπορεί μέσα σε λίγα λεπτά να αναγνωρίσει μια ταινία του Fritz Lang. Είτε στην γερμανική του περίοδο είτε στην αμερικανική, ο σκηνοθέτης μπορεί να χρησιμοποίησε ποικίλα εκφραστικά μέσα, αλλά η ιδιαιτερότητα της τέχνης του συνέχιζε να αντανακλά την σύνθετη σκηνοθετική του θεώρηση, τον τρόπο του να αντιλαμβάνεται και να υλοποιεί την προσωπική του οπτική των πραγμάτων, τα ίχνη της καταγωγής, της παιδείας και της κουλτούρας του. Ο Fritz Lang εκπροσώπησε την πιο ισχυρή και ανθεκτική εκδοχή του γερμανικού «δαιμονικού» κινηματογράφου, κι όχι μόνον του εξπρεσιονισμού. Στο Χόλιγουντ πια κατάφερε να επιβάλει στα κινηματογραφικά είδη την προσωπική του σφραγίδα και πέτυχε να αναδειχθεί απόλυτος αναγεννησιακός δημιουργός της 7ης τέχνης. Απ’ όποια σκοπιά κι αν εξεταστεί, απ’ την αισθητική ή την κοινωνική, απ΄την πλευρά του θεάματος ή εκείνη του ζόφου και της ανοχής, ο Lang μοιάζει ανεξάντλητος, απόλυτα κυρίαρχος μιας ανεπανάληπτης ισορροπίας ανάμεσα στην αυστηρότητα της γραφής και στην απόλαυσή της. Για το λόγο αυτό, θα επανέλθουμε σ’ αυτόν γράφοντας για την ταινία «Μ», το αριστούργημά του.

[Βοήθημα: το εξαίρετο βιβλίο των εκδ. Καστανιώτη με την ευκαιρία της πλήρους αναδρομής στις ταινίες του Fritz Lang, που οργανώθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης το 2003. Στο βιβλίο η επιλογή κειμένων & έρευνα έχει γίνει από τους Μιχ. Δημόπουλο, Ν. Σαββάτη, και η επιμέλεια κειμένων από τον Αχιλλέα Κυριακίδη.]

 

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ