Στον αιώνα της ταχύτητας, η φιλοσοφία μοιάζει να έχει χάσει την ίδια της την σπουδή ̇ εκείνη τη ρυθμική παύση που επέτρεπε στο ερώτημα να ανθίσει. Από δημόσια πράξη και τέχνη του διαλόγου, μεταμορφώνεται συχνά σε πεδίο εσωτερικής πιστοποίησης. Οι θεσμοί, αντί να εγγυώνται την ελευθερία της σκέψης, καταλήγουν συχνά να την περιφράσσουν. Έτσι, η φιλοσοφία κινδυνεύει να γίνει αυτό που κάποτε πολεμούσε: ένα σύστημα λόγου χωρίς έκθεση στην ανασφάλεια, μια διαδικασία αναπαραγωγής κύρους. Εκεί όπου άλλοτε ο φιλόσοφος ρωτούσε για το δίκαιο, την αλήθεια, τον θάνατο ή την ευθύνη, τώρα καλείται να ικανοποιήσει προδιαγραφές: να γράψει, να δημοσιεύσει, να αξιολογηθεί. Η σκέψη χάνει τη σάρκα της και παίρνει τη μορφή τεχνικού εγχειριδίου, πλήρους αλλά άψυχου. Η γλώσσα, αντί να ανοίγει δρόμους, γίνεται μηχανισμός αποκλεισμού. Ένα λεξιλόγιο κωδικοποιημένο, προσβάσιμο μόνο στους μυημένους. Και μέσα σε αυτή τη γλωσσική αποστείρωση, η φιλοσοφία ξεχνά τον εαυτό της: ότι γεννήθηκε ως πράξη διακινδύνευσης και όχι ως σύστημα ασφάλειας.
Όμως, πίσω από τη σιωπή των θεσμών, υπάρχει ακόμη μια άλλη, πιο γόνιμη σιωπή: η σιωπή εκείνων που σκέφτονται χωρίς θώκο, χωρίς πανεπιστημιακή έδρα, χωρίς επιχορήγηση. Είναι οι μονήρεις στοχαστές, που επιμένουν να γράφουν και να μιλούν όχι για να αναγνωριστούν, αλλά γιατί δεν μπορούν να μην το κάνουν. Στη σιωπή τους δεν υπάρχει παραίτηση. Υπάρχει αξιοπρέπεια. Είναι η σιωπή της εσωτερικής ακρόασης, του ανθρώπου που προτιμά να χάσει την επιφάνεια, για να σώσει το βάθος. Η αληθινή φιλοσοφία, υποστηρίζεται, δεν γεννιέται μέσα σε ασφαλείς αίθουσες διδασκαλίας αλλά εκεί όπου το νόημα απειλείται. Να φιλοσοφεί κανείς σημαίνει να εκτίθεται: να διακινδυνεύει να παρεξηγηθεί, να αποτύχει, να σιωπήσει. Όποιος ζητά εγγυήσεις, δεν φιλοσοφεί αλλά μελετά. Και όποιος αρνείται τη διακινδύνευση, αρνείται τον ίδιο τον πυρήνα της φιλοσοφικής πράξης: την απορία.
Η διακινδύνευση αυτή δεν είναι απλώς πνευματική· είναι υπαρξιακή. Η σκέψη που στοχάζεται αυθεντικά δεν υπερασπίζεται απλώς μια θέση· υπερασπίζεται μια στάση ζωής. Δεν φιλοσοφεί για να έχει δίκιο, αλλά για να κατανοήσει. Δεν κατασκευάζει λόγο για να εντυπωσιάσει, αλλά για να φανερώσει - έστω και λίγο - εκείνο που αντιστέκεται στη διατύπωση. Για αυτό και η φιλοσοφία, όταν είναι ζωντανή, είναι πάντοτε μια μορφή αγωνίας: μια πράξη ελευθερίας που δεν γνωρίζει αν θα ευοδωθεί. Η απομάκρυνση της φιλοσοφίας από τον δημόσιο χώρο, επομένως, δεν είναι απλώς κρίση θεσμών. Είναι κρίση προσανατολισμού. Όταν η γνώση μετατρέπεται σε δείκτες ακαδημαϊσμού, όταν η δημιουργικότητα γίνεται μετρήσιμη, τότε η σκέψη παύει να έχει παλμό. Η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη της ασφάλειας· είναι τέχνη της αβεβαιότητας. Και μόνο εκεί, στην αβεβαιότητα, διατηρεί την ανθρωπιά της.
Παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμη δάσκαλοι, στοχαστές και φοιτητές που αντιστέκονται σιωπηλά στη λογική της σταδιοδρομίας. Δεν αποστρέφονται το πανεπιστήμιο, αλλά το χρησιμοποιούν ως εργαλείο για να κρατήσουν τη σκέψη ανοιχτή. Η παρουσία τους υπενθυμίζει πως η φιλοσοφία δεν χρειάζεται να καταλύσει τους θεσμούς· χρειάζεται να τους ξεπεράσει από μέσα, υπενθυμίζοντας την αρχική της αποστολή: να υπηρετεί την αλήθεια και όχι την επιβεβαίωση. Αυτές οι μικρές νησίδες ελευθερίας είναι που διασώζουν σήμερα τη σκέψη. Χωρίς αυτές, η φιλοσοφία θα είχε ήδη μετατραπεί σε τυπική ρητορική, σε ένα διακοσμητικό εργαλείο ακαδημαϊκής ισχύος. Με αυτές, συνεχίζει να θυμίζει ότι το φιλοσοφείν είναι κάτι πολύ πιο ανθρώπινο: ένας τρόπος να ζεις σε εγρήγορση, ακόμη και μέσα στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής των ιδεών. Ίσως, τελικά, η αληθινή φιλοσοφία να μην χρειάζεται πάντα κοινό. Ίσως να αρκεί το θάρρος της μιας φωνής που συνεχίζει να ρωτά, ακόμη κι αν κανείς δεν απαντά. Γιατί εκεί αρχίζει το ουσιαστικό της έργο: να διατηρεί ανοιχτό το πεδίο του νοήματος, να θυμίζει ότι ο άνθρωπος υπάρχει για να σκέφτεται και ότι η σκέψη υπάρχει για να (απ)ελευθερώνει.
Και αν το φιλοσοφείν φαίνεται σήμερα να έχει αποσυρθεί, ίσως αυτή η απόσυρση να είναι ο πιο έντιμος τρόπος να σωθεί: όχι ως τελετουργία κύρους, αλλά ως φλόγα που καίει ακόμη - αθόρυβα, αλλά αδιάκοπα - μέσα στη συνείδηση εκείνων που επιμένουν να ρωτούν. Η κρίση της φιλοσοφίας δεν είναι, λοιπόν, κρίση γνώσης, αλλά κρίση σχέσης. Σχέσης με την κοινωνία, με τη γλώσσα, με την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία. Όταν η σκέψη παύει να αναμετριέται με τον κόσμο και περιορίζεται σε μια αυτάρεσκη ανακύκλωση όρων, τότε χάνει την επαφή με την πηγή της. Γιατί η φιλοσοφία δεν γεννήθηκε για να κατοικεί σε γραφεία· γεννήθηκε για να περιπλανιέται, να συνομιλεί, να ακούει.
Κάποτε, το φιλοσοφείν ήταν πράξη κοινή, ανοιχτή στην αγορά, στον δρόμο, στο βλέμμα του άλλου. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία σκεφτόταν τον εαυτό της. Σήμερα, το καθήκον της φιλοσοφίας δεν είναι μόνο να νοσταλγήσει εκείνη την εποχή, αλλά να επανασυνδεθεί με το πνεύμα της: με τη γενναιότητα του διαλόγου, με τη διαύγεια που πηγάζει από το αληθινό ερώτημα. Γιατί κάθε εποχή χρειάζεται το δικό της πνευματικό περιβάλλον ̇ τον τόπο στον οποίον οι λέξεις δοκιμάζονται και η σκέψη γίνεται κοινό αγαθό. Η φιλοσοφία που μένει ζωντανή δεν είναι εκείνη η οποία διαθέτει τα περισσότερα βιβλιογραφικά ίχνη, αλλά εκείνη που προκαλεί εσωτερική μετακίνηση. Είναι εκείνη που μπορεί να σταθεί ανάμεσα στην αβεβαιότητα και την ελπίδα, να ρωτήσει χωρίς να βιάζεται να απαντήσει. Είναι η σκέψη που δεν εκφωνείται από καθέδρες, αλλά αναδύεται μέσα από τη συνείδηση των ανθρώπων που αρνούνται να αρκεστούν στο προφανές.
Υπό αυτήν την έννοια, το κατεστημένο της σκέψης δεν μας προκαλεί αποκλειστικά για μια κριτική αποτίμηση μιας ακαδημαϊκής πραγματικότητας, αλλά για την υπόμνηση μιας ευθύνης. Μας καλεί να αναλογιστούμε αν η σκέψη που παράγουμε, διδάσκουμε ή καταναλώνουμε εξακολουθεί να μάς αλλάζει. Αν μάς προκαλεί να αμφιβάλλουμε. Αν μάς φέρνει πιο κοντά σε εκείνο που δεν γνωρίζουμε. Γιατί χωρίς απορία, δεν υπάρχει φιλοσοφία· χωρίς ρίσκο, δεν υπάρχει ελευθερία. Η ελπίδα, ωστόσο, δεν έχει χαθεί. Κάθε φορά που μια φωνή αρνείται να υποκύψει στη σιωπή της βεβαιότητας, η φιλοσοφία ξαναρχίζει. Σε κάθε συνομιλία, σε κάθε αμφιβολία, σε κάθε φοιτητή που ρωτά «γιατί», αναγεννάται η δυνατότητα της σκέψης να αναπνέει. Η φιλοσοφία δεν πεθαίνει· απλώς αλλάζει τόπο. Μετακινείται εκεί όπου μπορεί να αναπτυχθεί ξανά ως πράξη ζωντανή ̇ στο βλέμμα του ανθρώπου που τολμά να σκεφτεί χωρίς να έχει επαναπαυθεί.
Ίσως, λοιπόν, το μέλλον της φιλοσοφίας να μην βρίσκεται αυστηρά στα θεσμικά της σχήματα - αίθουσες διδασκαλίας, πανεπιστήμια, ακριβείς βιβλιογραφικές ενδείξεις, τιμητικούς τόμους - αλλά στους αόρατους δεσμούς που υφαίνονται ανάμεσα σε εκείνους που εξακολουθούν να συνομιλούν ειλικρινά με το μυστήριο της ύπαρξης. Γιατί η σκέψη δεν χρειάζεται οχυρά· χρειάζεται ανοιχτούς ορίζοντες. Και κάθε φορά που κάποιος τολμά να ρωτήσει χωρίς να γνωρίζει την απάντηση, η φιλοσοφία δικαιώνεται εκ νέου, ως η πιο ανθρώπινη μορφή γενναιότητας. Η φιλοσοφία, αν πράγματι είναι τέχνη του να ζεις σκεπτόμενος, δεν μπορεί να περιοριστεί σε πλαίσια, ούτε να οριστεί από συστήματα κύρους. Ζει κάθε φορά που ένας άνθρωπος στρέφεται μέσα του και ρωτά, όχι από περιέργεια, αλλά από ευθύνη. Δεν είναι απλώς ένας τρόπος να γνωρίζεις τον κόσμο, αλλά ένας τρόπος να τον σέβεσαι: να τον προσεγγίζεις χωρίς να τον καταναλώνεις, να τον κατανοείς χωρίς να τον εξαντλείς.
Στον πυρήνα του, ο στοχασμός δεν είναι γνώση, αλλά σχέση. Σχέση με τον άλλον, με τον χρόνο, με το αίνιγμα της ύπαρξης. Και αυτή η σχέση απαιτεί θάρρος: το θάρρος να σταθείς απέναντι στο άγνωστο χωρίς να το απωθήσεις, να το κοιτάξεις χωρίς να το ερμηνεύσεις εσπευσμένα. Εκεί, στη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη σιωπή και τον λόγο, η σκέψη βρίσκει το αληθινό της μέτρο. Ίσως, λοιπόν, το ζητούμενο για τη φιλοσοφία σήμερα να μην είναι η «αναγέννησή» της, αλλά η επανατοποθέτησή της μέσα στον ανθρώπινο χώρο. Να ξαναγίνει εσωτερική πράξη, όχι επίδειξη· συνομιλία, όχι διάλεξη. Να ξαναθυμηθούμε ότι η αξία της δεν βρίσκεται στην αποδοχή, αλλά στη γνησιότητα του ερωτήματος.
Γιατί η αλήθεια δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά μια διαδικασία που απαιτεί συμμετοχή. Εκείνη τη συμμετοχή του ανθρώπου που δεν φοβάται να σκεφτεί με την καρδιά. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να ρωτούν, να αμφιβάλλουν, να αναζητούν νόημα χωρίς να επιζητούν αναγνώριση, η φιλοσοφία δεν μπορεί να σβήσει. Θα παραμένει, όπως πάντοτε, ένα αμυδρό φως που αντιστέκεται στη λήθη, όχι για να φωτίσει τα πάντα, αλλά για να κρατήσει αναμμένη τη δυνατότητα του να βλέπουμε. Και ίσως αυτό, τελικά, να είναι το έργο της: να μας θυμίζει ότι το να σκέφτεσαι είναι ήδη μια πράξη ελευθερίας.
Μα η ελευθερία αυτή δεν είναι δεδομένη· χρειάζεται την καθημερινή της φροντίδα, το θάρρος να αντιστέκεσαι στην αδράνεια, να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το αυτονόητο και να το ρωτάς εκ νέου. Η σκέψη που δεν ρωτά, αδρανεί∙ και η κοινωνία που δεν αμφισβητεί, παύει να εξελίσσεται. Έτσι, κάθε άνθρωπος που επιτρέπει στον εαυτό του να σκεφτεί αληθινά, γίνεται ένας μικρός φρουρός της ελευθερίας όλων. Η φιλοσοφία, λοιπόν, δεν είναι ένα προνόμιο ακαδημαϊκό ούτε μια πολυτέλεια των λίγων· είναι η μνήμη του ανθρώπου ότι δεν γεννήθηκε για να επαναλαμβάνει, αλλά για να ανακαλύπτει. Δεν ζητά να επιβληθεί, αλλά να αφυπνίσει. Δεν υπόσχεται βεβαιότητες, αλλά μας μαθαίνει να αντέχουμε την αβεβαιότητα με αξιοπρέπεια.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Πουλί με τη σκιά του") είναι έργο της Λίντας Αντωνιάδου-Βακιρτζή.


