Στα σχόλια που ακολουθούν την ανάρτηση της τηλεοπτικής εκπομπής “ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ” με τον Χρ. Γιανναρά ετέθη το ερώτημα τί σχέση έχουν ο έρωτας κι η αγάπη[1]. Τη συζήτηση προκάλεσε μια ερώτηση που έθεσε ο καθηγητής θεολογίας Σπ. Τσιτσίγκος: «πιο κοντά στο ένστικτο τι βρίσκεται: η αγάπη ή ο έρωτας;» Αν και η “απορία” του Σπ. Τσιτσίγκου δεν αφορούσε το ίδιο το θέμα, αλλά ήθελε μ’ αυτή να δώσει ένα παράδειγμα των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν, υποτίθεται, γενικότερα τη σκέψη του Χρ. Γιανναρά, εγώ αντέδρασα στο ερώτημα μπαίνοντας στην ουσία. Έγραψα λοιπόν ένα σχόλιο όπου λέω τα ακόλουθα: «Η διάκριση έρωτα και αγάπης είναι ένα απ’ τα πνευματικά θεμέλια του δυτικού πολιτικού στη ριζική διαφορά του προς την ορθόδοξη χριστιανική ανατολή, για την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο.
Θα τολμούσα να πω ότι το ζήτημα αυτό χωρίζει τους δύο κόσμους εξίσου ή και περισσότερο από το filioque. Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι το κλασικό έργο του Λουθηρανού επισκόπου και καθηγητή συστηματικής θεολογίας Anders Nygren, Eros och Agape (Έρως και Αγάπη), 1930-1936, με το οποίο ο Σουηδός προτεστάντης κατηγορεί τους Πατέρες της Εκκλησίας ότι επηρεασμένοι από την ελληνική φιλοσοφία μπέρδεψαν τις δύο αυτές έννοιες, προκαλώντας σύγχυση στην Εκκλησία (μέχρι «ευτυχώς» να έρθει ο Λούθηρος για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους).
Το ότι για όλους μας σήμερα είναι σχεδόν αυτονόητο ότι άλλο αγάπη κι άλλο έρως, είναι ενδεικτικό της βαθειάς και βιωματικά χωνεμένης αποξένωσης που έχουμε απ’ το χριστιανικό ορθόδοξο ήθος κι από την ελληνική σκέψη.»
Στη δική μου τοποθέτηση πρώτος απάντησε ο Ν. Δεληνικόλας λέγοντας ότι συμφωνεί ως προς τη βασική θέση μου «ότι η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης αποτελεί απομάκρυνση από το χριστιανικό ορθόδοξο ήθος και από την ελληνική σκέψη», αρκεί εγώ να παραδεχτώ «ότι η αποξένωση αυτή χρονολογείται από το Συμπόσιο του Πλάτωνα»[2]. Αντ’ αυτού εγώ επέμεινα πως «η ουσιαστική ταύτιση αγάπης και έρωτα ισχύει κατ' εξοχήν στον Πλάτωνα και στο Συμπόσιο». Και προχώρησα λέγοντας: «Αγαπάμε αυτό που μας ελκύει· δεν υπάρχει αγάπη χωρίς έρωτα. Μπορεί να υπάρχει παραπάνω από ένα είδος αγάπης ή έρωτα (πιο ενστικτώδες ή πιο πνευματικό κλπ), αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των δύο.» Το είπα αυτό έχοντας κατά νου την άποψη του Πλάτωνα στο Συμπόσιο, αλλά θα μπορούσα να το ισχυριστώ και γενικότερα.
Μετά απ’ αυτά στη συζήτηση επανήλθε ο Σπ. Τσιτσίγκος[3], συνεπικουρούμενος από τον φίλο Π. Κλιματσάκη[4]. Και οι δυο μαζί αμφισβήτησαν τον δικό μου γενικευτικό, όπως τον χαρακτήρισαν αφορισμό, ότι αγάπη και έρωτας εν πολλοίς συμπίπτουν τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη χριστιανική ορθόδοξη σκέψη, και ζήτησαν σαφείς ορισμούς των εννοιών. (Μάλιστα ο Σπ. Τσιτσίγκος απαίτησε και παραπομπές! Προφανώς ή δεν την είδε ή δεν του αρκούσε η “παραπομπή” στον A. Nygren. Θα μπορούσα λοιπόν να προσθέσω και το πολύ κατατοπιστικό βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, Φιλόσοφος και Θείος Έρως, Αρμός, 1999.)
Έχω όμως τη γνώμη πως δεν μας λείπουν οι ορισμοί και οι προσδιορισμοί. Αυτό που μας λείπει είναι η εμπειρία του πράγματος και η εξ αυτής κατανόηση· το συλλογικό δηλαδή αναχώνεμα αυτής της εμπειρίας δια του κοινού λόγου. Και – ειρήσθω εν παρόδω – βασικό εμπόδιο σ’ αυτό είναι η σχολαστική συνήθεια να κατακερματίζει κανείς τα πράγματα με βάση την επιστημονική σκοπιά· “ψυχολογική”, “φιλοσοφική”, “θεολογική”, και δεν ξέρω ποια άλλη. Διότι δεν υπάρχει θεολογία που να μην είναι φιλοσοφία ή ψυχολογία, και το ίδιο ισχύει απ’ όποια άκρη κι αν το πιάσουμε. Έτσι λοιπόν επανέρχομαι στο θέμα, χωρίς ορισμούς (και χωρίς παραπομπές και υποσημειώσεις κε Τσιτσίγκο).
Ξαναθέτω λοιπόν το ερώτημα: σε τί μοιάζουν και σε τί διαφέρουν αγάπη και έρωτας; Στην αγάπη φαίνεται σαν να είμαι έτοιμος να δώσω· ενώ στον έρωτα μοιάζει σαν να θέλω να πάρω. Το ερώτημα είναι: υπάρχει δόσιμο χωρίς πάρσιμο; Ή ακόμα καλύτερα: υπάρχει δόσιμο που δεν είναι ταυτοχρόνως και πάρσιμο; Η δυτική θεολογία απαντά “ναι”, ασφαλώς· και αυτό οφείλει να κάνει κάθε καλός χριστιανός: να δίνει χωρίς να παίρνει. Και το ίδιο απαντά σύσσωμος ο καντιανοθρεμμένος με το ηθικό ιδεώδες του αλτρουισμού δυτικός κόσμος (αρνητική αντανάκλαση της καπιταλιστικής ιδιοτέλειας). Το αυτό απαντούν και οι οργανωσιακής θεολογικής υποδομής Έλληνες χριστιανοί. Όμως η ανατολική θεολογία απαντά “όχι”· ο καλός χριστιανός είναι, και οφείλει να είναι, πνευματικά “ιδιοτελής”. Δίνει επιζητώντας το δικό του όφελος. Όλως περιέργως σ’ αυτόν τον “ωφελιμισμό” συμφωνούσε και ο Πλάτων. Μιλάμε λοιπόν για κάποιο είδος οφέλους που κάνει τον έρωτα και την αγάπη να μην είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το ερώτημα είναι τί είδους όφελος είναι αυτό;
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό ο Πλάτων στο Συμπόσιο περνά μέσα απ’ την επιζήτηση της οντολογικής πληρότητας (βλ. τον έρωτα του άλλου μας μισού στον λόγο του Αριστοφάνη), για να καταλήξει σε ένα είδος διάσωσης του “εγώ” μέσα απ’ τη δημιουργική του υπέρβαση· μέσα από ένα είδος “γέννας”. Τουτέστιν, μιας ελεύθερης από καταναγκασμό δημιουργίας που οφείλεται στην επαφή με την ομορφιά (βλ. τη γέννα εντός της ομορφιάς στον λόγο της Διοτίμας). Επομένως εδώ ο έρωτας, σαν επιθυμία του άλλου, είναι ταυτοχρόνως και πρόγευση μιας δημιουργικής δυνατότητας του “είναι” που υπερβαίνει τον θάνατο. Αγαπάμε λοιπόν αυτόν ή αυτό που επιθυμούμε· που στον έναν ή στον άλλο βαθμό είμαστε ερωτευμένοι μαζί του· και που ο έρωτας αυτός και η αγάπη αυτή φτιάχνουν έναν ηδονικό δρόμο οντολογικής σωτηρίας. Λέω “ηδονικό” ακόμα κι αν περνά δια του μαρτυρίου. Κι έρχομαι έτσι στην πατερική παράδοση (την οποία, λυπάμαι, αλλά δεν θα τη διατρέξω όλη διαχρονικά κε Τσιτσίγκο).
“Ο έρωτάς μου σταυρώθηκε”, απαντούσε ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος στους εν Χριστώ αδελφούς του που αγωνίζονταν να τον σώσουν απ’ τον μαρτυρικό θάνατο. “Αφήστε λοιπόν τα θηρία να με κομματιάσουν”, τους έλεγε. Μιλώντας για έρωτα εδώ ο Άγιος Ιγνάτιος, φίλε Π. Κλιματσάκη, δεν χρησιμοποιεί “άλλως” τον όρο απ’ ό,τι ο Πλάτων. Τον χρησιμοποιεί με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Μπορεί κατά περίπτωση να διαφέρει το αντικείμενο του έρωτα, και επομένως και ο τρόπος της αγάπης, αλλά αυτό, όπως έλεγα και στην απάντησή μου προς τον Ν. Δεληνικόλα, έχει να κάνει με διαφορετικά “ζεύγη” αγάπης και έρωτα, κι όχι με τη διαφορά έρωτα και αγάπης μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς έρωτα. Ο Χρ. Γιανναράς έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίες δίνουν διαφορετική απάντηση απ’ τους Έλληνες φιλοσόφους στα οντολογικά ερωτήματα, όμως τα κατανοούν με τον ίδιο μ’ αυτούς τρόπο· αντίθετα προς τους σχολαστικούς θεολόγους ή τους νεώτερους μετά τον διαφωτισμό φιλοσόφους που κατανοούν τα αρχαία ερωτήματα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, διαστρέφοντάς τα ακόμα και όταν μοιάζουν να υιοθετούν τις δικές τους απαντήσεις – ιδίως τότε.
Για τον ανατολικό, λοιπόν, χριστιανισμό, που δεν ξεχωρίζει την αγάπη απ’ τον έρωτα, αγαπώ αυθεντικά μόνον όταν βλέπω κάτι όμορφο στον άλλον (είτε ως γεγονός, είτε ως εν τω γεννάσθαι ενδεχόμενο)· και αγαπώ σημαίνει υπηρετώ αυτήν την ομορφιά, που την επιθυμώ γιατί δίνει άλλη διάσταση στη δική μου ύπαρξη. Μ’ άλλα λόγια αγαπώ κάτι που αξίζει. Αντίθετα, για τον δυτικό χριστιανισμό – και για τον δυτικό κόσμο – που διακρίνει την αγάπη απ’ τον έρωτα, αγαπώ σημαίνει προσφέρω ανεξάρτητα αν το αντικείμενο της αγάπης μου το αξίζει πραγματικά. Είναι η δική μου πνευματική ανωτερότητα που με κάνει ν’ αγαπώ, κι όχι αυτό που είναι ο άλλος για μένα. Η πνευματική αυτή ανωτερότητα είναι “δική μου”, ακόμα κι αν αυτή προκύπτει μέσα απ’ τη σχέση με τον Θεό. Σε καμιά περίπτωση δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο της αγάπης.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι δύο αυτές αντιλήψεις χτίζουν δυο διαφορετικούς κόσμους; Φανταστείτε, φερ’ ειπείν, την ποιμαντική ή την παιδαγωγική που απορρέουν απ’ τη μια κι απ’ την άλλη προσέγγιση. Στη μια περίπτωση ο ποιμένας ή ο παιδαγωγός αγαπά το ποίμνιο ή τον παιδαγωγούμενο, ερωτευμένος με αυτό που υπάρχει στον πυρήνα τους, και επιζητεί να το “μορφώσει” (=να του δώσει μορφή) και μέσα απ’ αυτή τη “μόρφωση” του άλλου να κερδίσει τη δική του οντολογική πληρότητα ή αναγεννητική αναβάθμιση. Ενώ στην άλλη περίπτωση η αγάπη του ποιμένα ή του παιδαγωγού δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που είναι το ποίμνιο ή ο παιδαγωγούμενος. Ο παιδαγωγός οφείλει να αλλάξει τον παιδαγωγούμενο έξωθεν, με βάση κάποιο “αντικειμενικό” πρότυπο, κι όχι να ανασύρει μια δική του εγγενή, πιθανόν κρυμμένη ή ανενεργή, δυνατότητα. Είναι δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς σ’ αυτό το σχήμα όλο το δράμα του δυτικού πολιτισμού, από την ιερά εξέταση ως τις σύγχρονες ολοκληρωτικές ουτοπίες του κομμουνισμού και του φασισμού;
Θα μπορούσα να προχωρήσω στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στο ανδρόγυνο κλπ. Θα βρούμε κι εδώ τους δύο τρόπους· τις δύο προσεγγίσεις. Ξεφεύγουμε όμως απ’ τα όρια ενός διαδικτυακού διαλόγου. Αρκούμαι λοιπόν να πω πως έχει δίκιο ο Σπ. Τσιτσίγκος ότι χρειάζεται σοβαρή σπουδή. Υπό την προϋπόθεση ότι η σπουδή αυτή δεν είναι ακαδημαϊκή, δεν αποτελεί άθροισμα παραπομπών και υποσημειώσεων, και κυρίως, θέτει ερωτηματικό σε βασικά στερεότυπα που διέπουν τη σκέψη μας και τη ζωή μας. Ένα απ’ αυτά τα στερεότυπα έχει να κάνει με τον διαχωρισμό έρωτα και αγάπης και το συναφές μ’ αυτό δίλημμα μεταξύ ιδιοτέλειας και αλτρουισμού.[5]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Θεώρησα σκόπιμο να μεταφέρω τη συζήτηση αυτή σε ξεχωριστό άρθρο, έτσι ώστε να μην μονοπωλήσουμε τα σχόλια που ακολουθούν την ανάρτηση με την εκπομπή του Χρ. Γιανναρά, και να μην αποπροσανατολίσουμε τη συζήτηση σ’ ένα άσχετο θέμα.
[2] Ιδού ολόκληρο το σχόλιο του Νίκου Δεληνικόλα: «Θα συμφωνήσω με τον Βασίλη Ξυδιά, ότι η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης αποτελεί απομάκρυνση από το χριστιανικό ορθόδοξο ήθος και από την ελληνική σκέψη, αν παραδεχτεί ότι η αποξένωση αυτή χρονολογείται από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο οποίος πράγματι δεν εκφράζει την ελληνική σκέψη της εποχής του, ιδιαίτερα η φριχτή θεωρία περί έρωτα που ο Πλατωνοσωκράτης εμφανίζει την Διοτίμα να διδάσκει και πρώτιστα το “θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται”. Το θέμα χρειάζεται ξεκαθάρισμα, γιατί πρόσφατα ο π. Λουδοβίκος ισχυρίστηκε ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ακριβώς σε αυτό το ανόητο ρητό, μολονότι όλοι θυμούμαστε ότι πλήθος θρησκευτικών δογμάτων και εκδοχών των αρχαίων Ελλήνων, λαϊκών και πιό “φιλοσοφημένων”, φρονούσαν ότι ο θεός με τον άνθρωπο μίγνυται και παραμίγνυται, ενίοτε και απρεπώς, κατηγόρησαν δε τον Σωκράτη και αργότερα τον Πλάτωνα ότι εισάγουν καινά (ή κενά;) δαιμόνια. Το λάθος τους ήταν ότι του έδωσαν το κώνειο, ενώ έπρεπε μόνο να τον ειρωνευτούν, όπως αριστουργηματικά έκανε ο ευσεβής Αριστοφάνης. (Φυσικά μιλώ για τον Πλατωνοσωκράτη. Οι άλλες σχολές δεν συμφωνούσαν με την πλατωνική εκδοχή του Σωκράτη, αν θυμάμαι καλά).»
[3] Ιδού ολόκληρο το σχόλιο του Σπ. Τσιτσίγκου: «Κύριε Ξυδιά, θα πρέπει να προσδιορίσετε τι εννοείτε ψυχολογικά (και με παραπομπές) ως έρωτα και τι φιλοσοφικο-θεολογικά ως αγάπη, δεδομένου, για παράδειγμα, ότι ο ίδιος ο Kierkegaard που είχε εμπεδώσει τον Σωκράτη, διακρίνει μεταξύ δυο ειδών "αγάπης". Αν ως έρωτα εννοείτε τη σφοδρή αγάπη, το κατανοώ, αν και στους Πατέρες τής Εκκλησίας αποφεύγεται ο όρος έρως, διότι υπαινίσσεται ένα δυαδικό πάθος, ενώ η αγάπη μια ελεύθερη, συνειδητή και λογική δοτικότητα προς πάντας. Ο όρος "μανικός έρως" για τον Θεό είναι ανθρωπομορφικά παιδαγωγικός. Εν πάση περιπτώσει, για να μη συγχέουμε τα πράγματα, θα πρέπει να συμφωνήσουμε, κατ' αρχήν, ότι άλλος ο αρχαιοελληνικός τρόπος τού σκέπτεσθαι και άλλος ο ιουδαιοχριστιανικός (βλ. Α. Χαστούπη), πράγμα που τόσο ο Καθηγητής Γιανναράς, όσο και ο κ. Ξυδιάς αρνούνται, όπως φαίνεται. Κανείς δεν μπορεί αυθαίρετα και ατομικά να μονοπωλεί και εκφράζει το φρόνημα της "Ορθόδοξης χριστιανικής Ανατολής" και το "χριστιανικό ορθόδοξο ήθος", ακόμα και αν βρείτε μια παραπομπή σε ένα μόνο Πατέρα τής Εκκλησίας (βλ. Consesus Patrum). Απαιτείται η διαχρονική σπουδή όλης τής Πατερικής Παράδοσης. Ο Καθηγητής κ. Γιανναράς αγωνίζεται χρόνια να μας πείσει ότι η Ορθοδοξία είναι απλώς η συνέχεια της Ομηρικής εποχής, με τις "κοινότητες" κ.λπ. Έτσι, προσέλαβε και κατανόησε την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οριζόντια μάλλον ως μια διαπροσωπική (αγαπητική ή μάλλον ερωτική) σχέση. Παρακαλώ, ψάξτε στις πηγές και παραπέμψτε σε αυτές. Οι γενικολογίες δεν έχουν θέση σε μια σοβαρή επιστημονική συζήτηση. Κύριε Ξυδιά, νομίζετε ότι η σχέση αγάπης και έρωτα είναι απλώς ποσοτική. Πόθεν προκύπτει ο απόλυτος αφορισμός σας αυτός; Αυτό είναι λάθος και γραμματολογικά (ιστορικά και πολιτιστικά), και εμπειρικά, και ψυχολογικά, και φιλοσοφικά, και θεολογικά (Πατερικά). Αλλ' εν πάση περιπτώσει, αν η θρησκεία είναι έρωτας, γιατί ο κ. Γιανναράς την ξορκίζει ως "ένστικτο"; Γιατί προφανώς δεν αποδέχεται μια εξωστρεφή και κατώτερη (τυπολατρική) θρησκευτικότητα, αλλά μια ανώτερη ή βαθύτερη πνευματικότητα, η οποία ωστόσο δεν λειτουργεί με ορμέμφυτα.» // Πρέπει να ομολογήσω ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τον συλλογισμό του Σπ. Τσιτσίγκου. Απ’ τα λίγα που καταφέρνω να πιάσω, θα είχα να παρατηρήσω τα εξής: (α) Το ότι «στους Πατέρες της Εκκλησίας αποφεύγεται ο όρος έρως» και το ότι ο «όρος "μανικός έρως" για τον Θεό είναι ανθρωπομορφικά παιδαγωγικός» ομολογώ ότι όχι απλώς δεν το ήξερα, αλλά δεν θα μπορούσα να το φανταστώ. Φαίνεται ότι τα βιβλία της δικής μου βιβλιοθήκης λένε άλλα απ’ τα δικά του. (β) Αυτά που μου αποδίδει ως δικές μου απόψεις δεν με αφορούν. Εγώ δεν αντιλαμβάνομαι τον έρωτα ως “σφοδρή αγάπη” και δεν νομίζω “ότι η σχέση αγάπης και έρωτα είναι απλώς ποσοτική”. Επομένως οι αντιφάσεις στις οποίες βρίσκει να υποπίπτω δεν είναι δικές μου. (γ) Μου κάνει εντύπωση πώς απ’ τη μια απορρίπτει τις γενικολογίες και απαιτεί διαχρονική σπουδή με ακριβείς παραπομπές κτό, και απ’ την άλλη ξεμπερδεύει σε μισή φράση με τον Χρ. Γιανναρά, λέγοντας ότι «αγωνίζεται χρόνια να μας πείσει ότι η Ορθοδοξία είναι απλώς η συνέχεια της Ομηρικής εποχής, με τις "κοινότητες" κ.λπ.» Δίπλα πέρασε, αλλά δεν ακούμπησε. (δ) Από και πέρα, το πώς αντιλαμβάνεται γενικότερα τις προϋποθέσεις της επιστημονικής συζήτησης και του επιστημονικού γραψίματος, καλύτερα να τα αφήσουμε. Έχω μόνο μια απορία τόσα χρόνια που τον βλέπω να γράφει με τόσο κόπο όλα αυτά τα περισπούδαστα (με τις παραπομπές, τις υποσημειώσεις, και την εμφανή αγωνία να δείξει τη “διαχρονική σπουδή” και την πολυμάθειά του για πράγματα που στην πραγματικότητα δεν τον αγγίζουν). Αναρωτιέμαι: δεν έχει βρεθεί κάποιος ομόλογός του εκεί στο Πανεπιστήμιο ή κάποιος άλλος που να τον αγαπά πραγματικά, να του μιλήσει για το Rexona;
[4] Ιδού το σχετικό κομμάτι από το σχόλιο του Παύλου Κλιματσάκη: «απορούσα, πώς η ενδιαφέρουσα παρέμβαση του κ. Τσιτσίγκου δεν είχε ανάψει τα αίματα και τα πνεύματα. Για εμένα είναι σαφές πώς η συζήτηση παραπέμπει στην ανάγκη ορισμών. Κατά τον Αριστοτέλη η αγάπη είναι πάθος (!), ενώ η φιλία έξη και η αρετή ανάμεσα στους όμοιους. Βλέπετε εύκολα ότι οι όροι χρησιμοποιούνται άλλως απ' ότι στον Χριστιανισμό. Επομένως, ερώτημα: τί σημαίνει "αγαπάτε αλλήλους"; …»
[5] Στην ανάρτηση του Χρ. Γιανναρά η συζήτηση συνεχίστηκε και μ’ άλλα ενδιαφέροντα σχόλια, όπως αυτά του Νίκου Δεληνικόλα, του Αλέξανδρου Μιστριώτη, και ενός … Παρατυχόντα. Όμως αφορούν γενικότερα την ανάγνωση του Πλάτωνα και όχι το ειδικότερο θέμα του έρωτα και της αγάπης. Κι επιπλέον, τα σχόλια αυτά δημοσιεύθηκαν αφού είχε ήδη γραφτεί τούτο το κείμενο. Ως προς τα θέματα που εθίγησαν σ’ αυτά επιφυλάχθηκα για κάτι πιο σοβαρό στο μέλλον.
πηγή: Aντίφωνο
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η οντολογία του εναγκαλισμού") είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
Παρακολούθησα το “Περιμένοντας την Ανάσταση” του Γιανναρά μάλλον πάνω από 5 φορές. Τις πρώτες φορές για να καταλάβω, να κατανοήσω. Ο λόγος του Γιανναρά είναι εξαιρετικά πυκνός παρότι απλός και επίπονα ρεαλιστικός. Τις υπόλοιπες, για να συνειδητοποιήσω πόσο μακριά βρισκόμαστε από την πραγματικότητα της ορθόδοξης ζωής και των νοημάτων που την κινούν.
Παρεμπιπτόντως, εξαιρετικό και το απόσπασμα του Παπαδιαμάντη που ακούγεται κάποια στιγμή και εξαιρετικό το ύφος της ανάγνωσης από τον Πέτρο Φυσσούν.
Θέλω να σας συγχαρώ για τη μεστότητα και ακρίβεια του λόγου σας στην ανάλυση του θέματος αγάπης – έρωτα. Ιδιαιτέρως οι τελευταίες σας παράγραφοι είναι αποκαλυπτικές και εμπνευσμένες, πράγμα που φανερώνει ότι πρόκειται για δουλεμένες σκέψεις και βαθιά κατανοημένες.
Με βοηθήσατε πάρα πολύ και σας ευχαριστώ για αυτό.
Αγαπητέ Βασίλη
σε ευχαριστώ θερμά που πήρες την πρωτοβουλία και άνοιξες το θέμα. Επίτρεψέ μου να πω ότι ουσιαστικά αποκρίθηκες στο κάλεσμά μου για ορισμό. (Εγώ βέβαια απλά εννούσα ότι εν πολλοίς στις ημέρες οι όροι χρησιμοποιούνται πολλαχώς και ασαφώς) Δεν περίμενα πως θα έδινες τόσο σημαντικές διαστάσεις στο ζήτημα και σε συγχαίρω.
Νομίζω ότι η προσέγγισή σου διανοίγει έναν ορίζοντα να δούμε το θέμα της αγάπης οντολογικά (όχι απλώς συναισθηματικά). Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι αγάπη δεν είναι η μονομερής και εν πολλοίς ανόητη απώλεια της φιλαυτίας μας, αλλά η επαναγωγή στον εαυτό μας μέσω της αληθούς κοινωνίας μέ τον Άλλον (η οποία βέβαια ολοκληρωτικά γίνεται μόνο εν Χριστώ). Αν αποτυγχάνω να αγγίξω τη σκέψη σου, διορθώσε με.
Προσωπικά θα προσπαθήσω σύντομα να διευρύνω τη συζήτηση με μια εργασία για τους λόγους των όντων επί τη βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η κοινωνία.
Εγώ, πολλά πράγματα από τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν ξέρω. Ούτε με τον Πλάτωνα έτυχε να συναντηθώ στα ουράνια ταξίδια μου. Φαίνεται πως εκείνος γύριζε ενώ εγώ ακόμα πήγαινα. Θα κάνω υπομονή μήπως τον συναντήσω στο επόμενό μου ταξίδι που θα λάβει χώρα σε τρεις περίπου χιλιάδες χρόνια. (Ο Πόπερ ποιος είναι;;;) Αυτό που ξέρω εγώ να σας πως είναι πως δεν μπορούμε να μιλάμε για την Αγάπη χωρίς να μιλάμε για τον Θεό. Και δεν μπορούμε να μιλάμε για τον Θεό χωρίς να μιλάμε για την Αγάπη. Αν, βέβαια, θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί εκ μεταστροφής. Αν δεν θέλουμε, δεν τρέχει κάστανο. Στην περίπτωση αυτή, όπου “ο Θεός Αγάπη εστί”, μιλάμε και για το ότι “Θεός εστί Ό, τι Καλόν”. Ο Θεός, λοιπόν, δεν είναι μόνο Αγάπη είναι και Ομορφιά. Και η Αγάπη συνεπώς είναι Όμορφη, ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι “ντυμένη στ’ άρματα”(Γ. Ρίτσος). Δεν χωράει δε συζήτηση πως Η Όμορφη Αγάπη είναι… ο Θεός.
Καθώς όμως βρισκόμαστε στον άχωρο χώρο της Όμορφης Αγάπης, εμένα του αδαούς τουλάχιστον, μου έρχεται στο μυαλό η κουβέντα που έχω διαβάσει στον π. Β. Γοντικάκη και δεν ξέρω αν είναι δική του ή άλλου: ” Η Αγάπη είναι Χάρις και Ενέργεια δια της οποίας ο Κόσμος συνέχεται”. Η Αγάπη=η Ομορφιά= ο Θεός, λοιπόν, είναι Χάρις και Ενέργεια και μας κρατάει όλους και τα πάντα συναρμοσμένους. Το μίσος, η κακία, ο Σατανάς μας διασπά και μας δια-λύει. Ταμάμ;
Φτάνοντας μέχρι εκεί, δεν μπορούμε να μη πάμε και παρακάτω. Αφού είναι Ενέργεια η Αγάπη πώς ενεργεί για να μας κρατάει ενωμένους; Και πώς εμείς πρέπει να ενεργούμε για να κρατιόμαστε ενωμένοι μετέχοντας στις ενέργειές της; Αυτό μας το λέει ο Ν. Ξυδάκης(ο μουσικός): “σκαλί είναι η Αγάπη, σκαλί και σκαλοπάτι”. Σέβομαι- Εμπιστεύομαι-Νοιάζομαι-Μοιράζομαι- Φροντίζω (Διακονώ)- Καλλωπίζω- Ελευθερώνω. Υπάρχει και το ” Δημιουργώ” όπως συμπληρώνει φίλη του Αντιφώνου, μόνο που δεν ξέρω αν πρέπει να το βάλω στο τέλος ή στην αρχή της Κλίμακας. Ίσως πρέπει να το βάλουμε και στην Αρχή και στο Τέλος. Και στις προθέσεις και στους σκοπούς του Μάστορα. Ο Οποίος είναι Θεός όχι γιατί είναι Μάστορας αλλά γιατί είναι Μάστορας της Αγάπης και της Ομορφιάς. Αλλά από έναν τέτοιο Θεό μην περιμένεις Βασίλη προκοπή. Εκεί που μας Χαρίζει την Όμορφη Αγάπη Του και μας μαστορεύει έτσι που να μετέχουμε σ’ αυτή, μας φτιάχνει κι ένα…σκάνδαλο για να σκοντάφτουμε με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε από την Κλίμακα: ” Αγαπάτε τους εχθρούς υμών”!!! ΤΟ Μέγα Σκάνδαλο!!! Καθιστά τον εχθρό μας αξιαγάπητο αφού, μη θέλοντας να διαφωνήσει μαζί σου, θεωρεί πως πρέπει πράγματι να αγαπάμε μόνο τα αξιαγάπητα πράγματα, που ως γνωστόν, ποτέ δεν είναι “πράγματα”, αλλά είναι του Θεού τα Πράγματα”. Χαίρε Παύλο!
Ταμάμ! Γιώργο…
που μόνο αδαής δεν είσαι.
Όντως ο περί αγάπης λόγος είναι περί Θεού λόγος, και βέβαια εμείς γνωρίζουμε και την αγάπη και τον Θεό μόνο ελλιπώς. Ο Θεός λοιπόν είναι αυτός που συνέχει τα όντα, και όπως υποσχέθηκα, θα παρουσιάσουμε την θεολογία του Μάξιμου για τους λόγους των όντων (μέσω της επί διδακτορία διατριβής του π. Νικόλαου Λουδοβίκου), όπου εξηγεί πώς ο Θεός συνέχει τα όντα δια των λόγων τους.
Όσον αφορά το Μέγα Σκάνδαλον, σε συγχαίρω και μόνο που το ονομάζεις (!) αυτό σημαίνει ότι παίρνεις τα λόγια του Χριστού στα σοβαρά.
Παύλο σ’ ευχαριστώ για την επιείκεια. Όμως η αλήθεια είναι πως, και αδαής είμαι και ανάπηρος. Η αναπηρία είναι δε μη ανατάξιμη, σε τούτη τουλάχιστον τη ζωή. Κι αυτά που γράφω, από άλλους τα έχω ακούσει, από δω κι από κει τα έχω μαζέψει. Τα γράφω και τα ξαναγράφω για να τα μάθω κι εγώ. Τα βάζω στη σειρά να δω αν ταιριάζουν κι αν μπορώ να φτάσω στο ταράφι με τα πρόσφορα. Άμα φτάνω, κάνω το μερεμέτι. Πάντα με τον νου μου στο Μάστορα….
Περιμένω με ανυπομονησία και ελπίδα τα καινούργια σου έργα και εύχομαι Ό,τι Καλό!
[b]Αντιγράφω εκείνο το σχόλιό μου που δεν αφορούσε γενικά τον Πλάτωνα αλλά το Συμπόσιο και τον Έρωτα, αφού η συζήτηση μεταφέρθηκε εδώ, και θα επανέλθω επισημαίνοντας ό,τι θεωρώ πραγματικά ενδιαφέρον και για μένα αντιληπτό από το παρόν άρθρο: [/b]
Στο συμπόσιο δεν υπάρχει ούτε Αγάπη, που είναι Θεία Ενέργεια, ούτε Έρως, που είναι η επιθυμία της αλλά και η εκδήλωσή της, είτε δεν την έχω και μου λείπει είτε την έχω και δεν την χορταίνω. Όπως στον Κρίτωνα δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας και σεβασμού της Πολιτείας και των νόμων αλλά υποτίμηση του λαού, της συνείδησής του, που είναι η βασιλεία του Θεού εντός μας, και παράλληλη υπερεκτίμηση των ειδημόνων και τεχνοκρατών, αυτών που δήθεν “γνωρίζουν”.
Ο έρωτας στο Συμπόσιο είναι ένα τέλειο παράδειγμα “ιδεολογήματος κατά Γιανναρά”. Ο τρόπος που περιγράφεται το πώς ρίχνεται ο Αλκιβιάδης στον Σωκράτη και πώς ο Σωκράτης τον απωθεί, το αποδεικνύει περίτρανα. Ας μην μιλήσουμε για την φαιδρή και ανεφάρμοστη ασκητική τού “βλέπετε, μα μην αγγίζετε”, ικανή μόνο να φιάξει νευρώσεις και διανοητική σύγχυση. Εντελώς αντίθετα από εκείνον τον Σαλό Άγιο που πέρασε μέσα από την πόλη αγκαλιά με δύο πόρνες, τις οποίες έκανε μοναχές, δείχνοντάς τους τον πραγματικό τρόπο να διοχετεύσουν τον έρωτά τους, αντί να είναι πατσαβούρες του ενός και του άλλου, ή από την φιλοξενία μιας γυναίκας στο κελί του Οσίου Λουκά, χωρίς θεατρινισμούς και ασκητικές ακροβασίες, απλά και σεμνά. Θυμήθηκα μία ιστορία του Ζεν Βουδδισμού, πολύ πιό “ελληνική και χριστιανική” από τα μυθιστορήματα του ιδεόπληκτου Πλάτωνα. Μία ευσεβής αγρότισσα φιλοξένησε έναν ασκητή σε ένα καλυβάκι στην άκρη του κτήματός της. Μετά από καιρό, του έστειλε, για να τον δοκιμάση, μία υπηρέτριά της, με οδηγίες να του ριχτεί. Ο ασκητής έμεινε ατάραχος στην στάση του λωτού, ό,τι και αν έκανε η κοπέλλα. Είπε μόνο “σαν τα βρύα στον κρύο βράχο”, δηλώνοντας την τεχνική διαλογισμού του. Μόλις η υπηρέτρια έδωσε την αναφορά της στην κυρά της, η αγρότισσα τον θεώρησε απατεώνα, τον πέταξε έξω και έκαψε την καλύβα. Όταν την ρώτησαν, απάντησε: “Αν ήταν πραγματικός ασκητής θα μπορούσε να απωθήσει μία κυρία ευγενικά”.
Η ιδιαίτερη λειτουργία της τέχνης στην νηπτική άσκηση δεν έχει καμμία σχέση με τα ιδεολογήματα περί ενατένισης της ομορφιάς του Πλάτωνα, ο οποίος ήταν μόνο βιβλιοφάγος, μαθητής επιφανειακός και κατασκευαστής απλοϊκών θεωριών.
“Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια
μαύρα κατσαρά μαλλιά
άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος
και στο μάγουλο ελιά
Τέτοια ομορφιά ποτές μου
αχ τσαχπίνα μου γλυκιά
δεν την έχω απαντήσει
μέσα σ’ όλο τον ντουνιά”
Αυτό λέγεται, κ. Δεληνικόλα, “τόκος εν τω καλώ”.
Κατά τον ίδιο τρόπο είναι τόκος και το..
“Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι ωραία
σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι εσύ
κι αγαπώ κι όλων τον Κόσμο
γιατί ζεις και συ μαζί”
Είδαν οι άνθρωποι αυτοί την Ομορφιά στο πρόσωπο μιας γυναίκας και “γέννησαν” αυτό που κυοφορούσε η ψυχή τους από χρόνια. Κυοφορούσαν για μυστήριους λόγους και αιτίες, μα δεν μπορούσαν να γεννήσουν όπου νά ‘ναι. Έπρεπε να γεννήσουν κάπου όμορφα…εν τω καλώ! Ο Έρωντας, η αυθυπερβατική τάση της ανθρώπινης ψυχής, όπως λέει ένας ομοτράπεζος του εν Αντιφώνω Συμποσίου, δεν είναι θεός δεν είναι και άνθρωπος. Εδώ σπάει ο μανιχαϊσμός του άσπρου- μαύρου, του ον-οφ. Τι είναι; Είναι κάτι ανάμεσα στα δύο αυτά που γεφυρώνει το θείο με το ανθρώπινο. Το αθάνατο με το θνητό. Την πείνα με τον χορτασμό. Τον Πόρο με την Πενία. Μια τα έχεις όλα μια δεν έχεις τίποτα. Τίποτα; Στον Έρωτα ποτέ δεν έχεις “τίποτα”! Πάντα έχεις κάτι ακόμα κι όταν δεν έχεις εκείνη/ον/ο που επιθυμείς σφόδρα να έχεις! Έχεις αυτό το κάτι που γέννησες εν τω καλώ άμα τη εμφανίσει του. Και είσαι έναντί του ευγνώμων. Από την άλλη πάλι, αυτό το “ούτε θεός ούτε άνθρωπος” είναι πρόδρομο του άλλου που λέει ” και Θεός και Άνθρωπος”, “τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος”! Εδώ ο μανιχαϊσμός του “είτε-είτε” ηττάται κατά κράτος! Ναι, δυο χιλιάδες χρόνια πριν οι Έλληνες είπαν πως “κάτι” μπορεί να είναι δύο αντίθετα πράγματα (του Θεού τα πράγματα) μαζί! Άλλο σκάνδαλο κι αυτό!
Ακόμα τετρακόσια χρόνια πριν, η Διοτίμα μας προετοιμάζει, μέσω του Σωκράτη, να θεωρούμε δυνατή τη σχέση με το Θείο και τη μετοχή στο Θείο! Πώς; Μα με τον Έρωντα, με την αυθυπερβατική τάση της ψυχής μας που ασκείται να ψάχνει το Όμορφο για να γεννήσει μέσα του! Πληρέστερο ορισμό από τούτον για τον Έρωτα δεν έχω βρει. Συνεπώς τον κρατάω. Υποστηρίζω δε και εγώ την άποψη πως ο Έρωτας είναι ενιαίος και διάφορος της Αγάπης. Φαίνεται όμως πως κι αυτός είναι κλιμακωτός. Έχει levels δυσκολίας και ευκολίας. Ο άνθρωπος αρχίζει από τα εύκολα….εκείνα του χεριού του…δυο “ωραία στήθια”, έστω δυο ωραία μάτια…και ανέρχεται. “Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει, κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει”. Άλλοτε τα καταφέρνει άλλοτε όχι. Άλλοτε μένει στα είδωλα άλλοτε φτάνει στις ψυχές. Άλλοτε αρκείται στην “συνουσία” των σωμάτων άλλοτε κατορθώνει την συνουσία των ψυχών…”και έσονται δύο εις σάρκαν μίαν”. Κάθε επίπεδο σχέσης με τις υποστάσεις του Όμορφου είναι διακριτές και έχουν τα ανάλογα πρωτοτόκια και πανωτόκια. Αν είσαι καλός αθλητής περνάς όλο και σε ανώτερα… άχρι του Θείου Έρωτος! Αν δεν είσαι μένεις πίσω, πολλές φορές δε συγχέεις τα επίπεδα, τους τόκους και τα επιτόκια. Οπότε προκύπτουν μπάσταρδα, σημεία και τέρατα.
Είπαμε, τον Πλάτωνα δεν τον γνώρισα αλλά το Συμπόσιο κάπου έτυχε να το διαβάσω…
Γιώργο Μιλτιάδου Σαλεμή, μια φορά και έναν καιρό, όταν με την γυναίκα μου, μετά από τέσσερα χρόνια, η ερωτική και αγαπητική σχέση μας ωρίμασε, έτσι που ένοιωσα ότι χωρίς παιδιά κινδύνευε να φθαρεί, παντρευτήκαμε και κάναμε παιδιά. Όμως με τίποτε δεν είναι δυνατόν να περιγράψω αυτό το βίωμα με την φαντασιόπληκτη περιγραφή ότι “έψαχνα το όμορφο για να γεννήσω μέσα του”. Η κρυάδα αυτή θέλει πολλή αυθυποβολή για να την καταπιώ. Μόνο την ιστορία του Άλιεν μου θυμίζει ή τον τρόπο που αναπαράγονται οι σφήκες γεννώντας τα αυγά τους κοντά σε υπνωτισμένους αιχμαλώτους που μετά θα φαγωθούν, (βλέπεις, εσύ με εμπνέεις περισσότερο από τον Πλάτωνα).
Όμως, θυμήθηκα το άρθρο “Πίσω από τον Έρωτα” του π. Βαρνάβα Γιάγκου. Η συζήτηση εκεί πήρε μία δική της πορεία και άφησα αναπάντητο ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιό σου. Το αντιγράφω πιό κάτω. Μπορεί να φαίνεται παράδοξη η διαδικασία, όμως έχει αρκετό πειραματικό ενδιαφέρον, αφού πολλές σκέψεις μου για το Συμπόσιο τις προκάλεσε το δικό σου κείμενο και μετά του Βασίλη Ξυδιά. Γιά να μην σκέπτομαι μπαγιάτικα, άλλωστε, ξαναδιάβασα τότε το Συμπόσιο. Έγραφες τόσο όμορφα, που αναρωτήθηκα “μήπως είμαι τόσο άδικος;”. Τελικά, το βρήκα πολύ πιό ανόητο από ότι τις προηγούμενες φορές. Και τώρα εκείνο το κείμενό σου.
[i][b]
Μιλτιάδης Σαλεμής: Επιτρέψτε μου, αγαπητοί φίλοι, να πω μια κουβέντα πάνω στον Έρωτα και στην Αγάπη.
Πρώτα πρώτα, θαρρώ πως πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ Έρωτος και Αγάπης. Η Αγάπη, για την ακρίβεια η ουσία της, είναι άρρητη, δεν περιγράφεται. Και δεν είναι κάτι εκ του κόσμου τούτου. Ο κόσμος τούτος μετέχει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μετέχει όπως ο σκύλος στη νοημοσύνη του αφεντικού του. Ποτέ ο σκύλος δεν μπορεί να γίνει άνθρωπος αλλά πολλές φορές ο σκύλος μπορεί να ανέλθει σε κάποιου είδους ανθρώπινες συμπεριφορές. Αν όμως είναι να πούμε κάτι για την Αγάπη αυτό είναι πως σχετίζεται με το κάλλος. Η Αγάπη είναι κάλλος. Είναι το Κάλλος του Θεού-που συνέχει τον Κόσμο- όπως αυτό περνάει στις ανθρώπινες σχέσεις. Ως ουσία η Αγάπη έχει ενέργειες. Και εκ των ενεργειών αυτών μπορούμε να την γνωρίσουμε τόσο ώστε κάποια στιγμή ο άνθρωπος μετέχοντας σε αυτές τις ενέργειες να φτάσει στη θέωση. Εμένα μου είναι προσιτό να παρομοιάζω τις ενέργειες της αγάπης με κλίμακα: Σέβομαι, εμπιστεύομαι, νοιάζομαι, μοιράζομαι, φροντίζω, καλλωπίζω, ελευθερώνω. Έτσι μπορώ να σταθμίζω τον εαυτό μου αν πράγματι αγαπά, γιατί αν αγαπά κάνει κάτι ως προς αυτόν που αγαπά. Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από την αντίθετη μεριά, συμπεραίνω πως όταν κάποιος πχ μοιράζεται, αγαπάει.
Ο Έρωτας τώρα. Πληρέστερη προσέγγιση από εκείνη του Πλάτωνα δεν ξέρω. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και πως αντιστοιχεί στις δικές μου εμπειρίες. Δεν σας έχει τύχει ποτέ να δείτε κάτι τόσο όμορφο που μέσα σας να γεννηθεί κάτι που να προσπαθεί να είναι αντίστοιχο αυτής της ομορφιάς ώστε να μπορέσει να κοινωνήσει μαζί της, να μετέχει κι αυτό; Δεν το πιστεύω πως δεν έχετε τέτοια εμπειρία. Όλη αυτή η δημιουργικότητά σας αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι; Αυτός είναι το τόκος εν τω καλό. Αυτός είναι ο τόκος μέσα στο κάλλος του Άλλου. Κι αυτό το περιγράφει πολύ πολύ σωστά ο Πλάτωνας. Το κάλλος αυτό σε καλεί, σε ανασταίνει από κει που κάθεσαι, και λέει το “Δεύρο έξω”. Μετά τα άλλα είναι δικά σου. Η κλήση είναι η Χάρη που σου δίνεται. Κι αυτά ισχύουν από τις γυναίκες μέχρι τον Θεό. Γιατί και η ουσία του Έρωτα είναι άρρητη και ως εκ τούτου ενιαία. Αυτά που λέμε έρωτας, εμείς οι θνητοί, είναι τ(ρ)όποι ύπαρξης του έρωτα, ενέργειες του έρωτα.
Όταν όλα αυτά τα βάλουμε μαζί, τότε, αρχίζουμε να παίρνουμε μιαν ιδέα για τον Θείο Έρωτα. Μιαν ιδέα μετά φόβου Θεού γιατί πάντα παραμονεύει ο Σατανάς που μας παραπλανά με τα “φαντάσματα των όμορφων πραγμάτων”. Ενδέχεται δηλαδή να πάρουμε ένα “ολόγραμμα” ομορφιάς για πραγματική ομορφιά και να γίνουμε ακόλουθοί του. Αυτό είναι η ειδωλολατρία. Να λατρεύεις και να προσκυνάς ένα μέρος, μια σκιά, μια όψη του Κάλλους του Σύμπαντος Κόσμου. Από αυτό προστατευόμαστε με την άσκηση και πάντα…μετά από πολλές αμαρτίες. Η άσκηση σε τι συνίσταται; Μα στην προσήλωση στο Θείον Κάλλος που μας παραδόθηκε από το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και το ότι ο πόνος και ο έρωτας δεν μπορούν να εξηγηθούν…πρέπει να πονέσεις και να ερωτευθείς για να καταλάβεις. Και γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να βρει ο καθένας τον δρόμο του. Γιατί ποτέ δεν φτάνουν αυτά που μας λένε οι άγιοι πρέπει να βάλουμε και τη δική μας νότα. Σε μια υπεράχρονη μουσική που πάντα και παντού και απ’ όλους συμπληρώνεται…[/b][/i]
Γι αυτό τό κείμενο ήθελα να σου απαντήσω, τότε και τώρα, μεταξύ άλλων:
Η περιγραφή σου του έρωτα, στηριγμένη στα δικά σου βιώματα, μου είναι κατανοητή, πειστική και ωραία. Όμως δεν μπόρεσα να δεχτώ ότι δεν γνωρίζεις “πληρέστερη προσέγγιση από εκείνη του Πλάτωνα” διότι όσα περιγράφεις τα αναγνωρίζω χωρίς να μου μοιάζουν ότι έχουν σχέση με τις πλατωνικές ραψωδίες. Λες “δεν σας έχει τύχει ποτέ να δείτε κάτι τόσο όμορφο που μέσα σας να γεννηθεί κάτι που να προσπαθεί να είναι αντίστοιχο αυτής της ομορφιάς ώστε να μπορέσει να κοινωνήσει μαζί της, να μετέχει κι αυτό;” παραφράζοντας μία αοριστολογία του Πλάτωνα, που αν κοιτάξουμε μέσα μας κατά πόσο περιγράφει βιώματά μας, θα δούμε ότι δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα. Οι λογοτέχνες έχουν την δύναμη να μας παρουσιάζουν φαντάσματα μαγειρεύοντας διάσπαρτες κοινές εμπειρίες μας και συνδέοντάς τες με επιδέξιο και αληθοφανή τρόπο. Έτσι, αυτό που μας κάνουν να εννοούμε σκοτίζει τα βιώματά μας. Η επαλήθευση είναι πολύ δύσκολη υπόθεση τότε. Η λογοτεχνική περιγραφή βιωμάτων μπορεί να είναι ρεαλιστική ή υπερρεαλιστική, δεν επιτρέπεται όμως ποτέ να είναι φαντασιωτική, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στον Πλάτωνα. Όμως, αυτό είναι ο Πλάτωνας και οι διανοουμενίστικες ιστορίες του. Δεν λέει μόνο παραμύθια άσχετα προς την πραγματικότητα, αλλά με αυτά υποβάλλει εύκολες αλληγορίες στους αναγνώστες του, καθώς και τον απαραίτητο ναρκισσισμό για να ικανοποιούνται όταν τις ξαναδιαβάζουν. Μαίτρ του φω μπιζού.
Η λέξη έρωτας δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται για ένα πλήθος διαφορετικών πραγμάτων και ενεργειών. Ερωτεύτηκα και αγάπησα το ταίρι μου. Όταν συγκλονίστηκα από τις σονάτες και παρτίτες του Μπάχ, έμαθα βιολί και τις έπαιξα και εγώ, έστω και αδέξια, θα μπορούσα όμως και μόνο να τις ακούω. Όταν είδα τα ωραία σιροπιαστά γλυκά που πούλαγαν οι τουρκάλες στην Ρόδο, κατάλαβα την αθλιότητα των δικών μας και ονειρεύομαι να ξαναπάω στην Πόλη για να τα απολαύσω. Θρέφω την ψυχή μου με τις τέχνες. Με την φιλία και τον συναδελφισμό οργανώνω και φιάχνω καλά πράγματα ή προστατεύω άλλα πολύτιμα. Αναπτύσσω την ψυχή μου με την τέχνη, τον συναδελφισμό, την φιλία, την αδελφική αγάπη, την συγγενική αγάπη… Είναι αστήριχτο να τα ονοματίζω όλα αυτά αδιακρίτως με την λέξη Έρωτας και να τα συγχέω με τον Θείο Έρωτα ή Θεία Αγάπη, όταν είναι η έλλειψη βαθύτερης ικανοποίησης από αυτόν τον κόσμο που γεννά την ανάγκη και την σταδιακή βίωσή της, η συναίσθηση εξορίας και όχι η ενατένιση του Θεού κατά την διάρκεια μίας θεοφάνειας.
Αγαπητέ κύριε Δεληνικόλα,
Με φέρνετε σε αμηχανία με τα τόσα καλά σας λόγια. Σας ευχαριστώ!
Σας ευχαριστώ και για το κείμενο, το είχα ξεχάσει. Πάντως, κάνοντας τα συνήθη τρομακτικά ορθογραφικά λάθη ισχυρίζομαι τα ίδια πράγματα. Οπότε ακόμα και αν είχα ξεχάσει εντελώς σίγουρα θα το αναγνώριζα ως δικό μου. (Αστειεύομαι).
Δεν θα είχα αντίρρηση να μεταχειριστούμε τον Πλάτωνα όπως θέλουμε και να τον “πληρώσουμε” με το ίδιο νόμισμα που “πλήρωσε” κι εκείνος πχ τον Όμηρο. Δεν θα χαθεί ο κόσμος του Πλάτωνα. Είναι ήδη χαμένος. Για τον λόγο αυτό τον άφησα, ως πρόσωπο, επιμελώς έξω από την συζήτηση με την πρώτη μου τοποθέτηση. Αυτά, όμως, που αναφέρονται στα βιβλία του δεν είναι κατ’ ανάγκην μόνο λόγια του Πλάτωνα ούτε είναι απαραίτητο να είναι λάθος τα πάντα-όλα. Κάποια δε είναι πολλών ανθρώπων τα παιδιά.
Πρώτα πρώτα είναι της Διοτίμας, μιας Ελληνίδας “καλόγριας” του 5ου π.Χ. αιώνα. Μετά είναι του Σωκράτη. Ακόμα κι αν παραδεχτούμε πως αυτά είναι …μπαλαμούτι του Πλάτωνα έχουμε τον ανώνυμο τραγουδιστή του Δήμου, έχουμε τον Μάρκο Βαμβακάρη (απόσπασμα από το “Κατά Μάρκον” παρέθεσα ήδη). Έχουμε την κατάθεση τη δική μου, όπως και σεις μας επισημάνατε, και μπορώ να την καταστήσω ισχυρότερη προσκομίζοντας περισσότερα τεκμήρια.
Αν μη τι άλλο, μπορούμε, με όλα αυτά υπό μάλης, να σας αναγκάσουμε να υποχωρήσετε ως την γραμμή εκείνη που θα επιτρέπει σε κάποιους να βλέπουν και να θωρούν ένα πράγμα πίσω από τις πολλές εκφάνσεις του ή να ΘΕΟρούν τον Κόσμο ενιαίο και όχι κατακερματισμένο σε “πακέτα” όπως η Νεωτερικότητα και το Σύστημά της μας εκπαιδεύει να τον “βλέπουμε” χωρίς να τον θωρούμε.
Να τον βλέπουμε και να τον θωρούμε τον Κόσμο ενιαίο, να τον αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο και όχι μόνο να προσευχόμεθα “υπέρ της των πάντων ενώσεως”!
(Είναι και Ράμφος που καιροφυλακτεί για να μας καταγγείλει πως δεν έχουμε αναλάβει τις ευθύνες μας και τα περιμένουμε όλα από τον Θεό(!))
Όλα τα άλλα είναι ζήτημα γούστου. Και όπως λέει ένα λατινικό ρητό “de gustibus et coloribus non est disputandum” (σε ελεύθερη μετάφραση:για γούστα και για χρώματα δεν γίνεται κουβέντα). Έτσι είναι η ζωή. Εγώ βρίσκω ομορφιά στη μέλισσα και εσείς βρίσκεται ομορφιά στον…εχθρό της, τη σφήκα. Ακόμα μια απόδειξη πως και οι εχθροί είναι αξιαγάπητοι.
Αγαπητοί Γιώργο Σαλεμή και Νίκο Δεληνικόλα, τί ωραία που τα λέτε! Αν και έχω μερικά πράγματα να πω, νιώθω πως είναι καλύτερα να σας αφήσω για την ώρα να ολοκληρώσετε τη μεταξύ σας συζήτηση. Και αισθάνομαι ειλικρινά ευτυχής που όλα αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα έχουν προκύψει σε συνέχεια και του δικού μου κειμένου. Συνεχίστε λοιπόν με την ησυχία σας. Εγώ θα λείψω για λίγο, διότι σαν εκπαιδευτικός που είμαι, πάω μια στιγμή να ρίξω την κυβέρνηση των μνημονίων και επιστρέφω (μην το πείτε στον Ράμφο). Δεν θα αργήσω.
Βασίλη Ξυδιά. Καλό Βόλι !
Τι ανάγκη έχουμε μαρτύρων; Πρόκειται λοιπόν για τόκο εν τω καλώ κειμένω του Βασίλη! Τρε μπιεν που λέει κι ο ναύαρχος.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν κ. Δεληνικόλα μέχρι να γυρίσει ο λοχαγός εκπαιδευτικού Βασίλης (μαθαίνω πως στην επιστράτευση απένειμαν και βαθμούς) και επιτρέψτε μου να προσθέσω και το εξής:
Λέτε:
“ Δεν λέει μόνο παραμύθια άσχετα προς την πραγματικότητα, αλλά με αυτά υποβάλλει εύκολες αλληγορίες στους αναγνώστες του, καθώς και τον απαραίτητο ναρκισσισμό για να ικανοποιούνται όταν τις ξαναδιαβάζουν. Μαίτρ του φω μπιζού”
Εμένα ποσώς με ενδιαφέρουν οι προθέσεις ή οι στοχεύσεις του μπάρμπα μου του ψεύτη (του θείου Πλάτωνα), οι εύκολες αλληγορίες και ο απαραίτητος ναρκισσισμός. Το ίδιο κάνει κι Μάρκος και με έχει “κακομάθει”. ..
“Έλα να πάμε ταίρι μου
κι ας φέρουν το χαμπέρι μου”
ή
“Έλα να πάμε μάτια μου
κι ας φέρουν τα κομμάτια μου”
ακόμα
“Πάνω στον άσπρο σου λαιμό
κάνει ο παπάς τον αγιασμό”
Όλα αυτά είναι “εύκολες αλληγορίες”, παρμένες από την…αιματοβαμμένη ζωή του εκδοροσφαγέως και του (Άνω)Συριανού περιβάλλοντος γενικά. Αλλά το ζήτημα, προκειμένου “να πάμε κάπου”, έγκειται “στο ταίρι μου” και στα “μάτια μου”…Προφανώς και στον “άσπρο της λαιμό” προκειμένου να κάνει ο παπάς τον αγιασμό. Δεν έγκειται στον αυτοκρατορικό ναρκισσισμό του Μάρκου, στα παραμύθια του και στις υπέρ-υπο-βολές του. Αν δεν είχαμε υπό την όψη μας άσπρον τινά λαιμό, αλλά και την ανα-λόγως λευκήν πορσελάνα όπου και τελείται συνήθως ο αγιασμός του ύδατος, καθόλου δεν θα κατα-νοούσαμε τι εννοεί το “Κατά Μάρκον”. Κι αν δεν “την είχαμε ακούσει” από τον Πάριο (τον Ιωάννη όχι τον Αθανάσιο) “και ως τον θάνατο να πας για μια γυναίκα π’ αγαπάς” δεν θα είχαμε την ικανότητα να ερμηνεύσουμε και να ερμηνευτούμε. Συνεπώς, το “χαμπέρι μου” και τα “κομμάτια μου” ούτε θα άγονταν ούτε θα φέρονταν ποτέ!
Τόκος είναι αυτός ή γέννα του Άλιεν, όπως προείδα.
Γιώργο Μιλτιάδου Σαλεμή. Συμπεραίνω ότι εμείς έχουμε βρεί τον τρόπο να επικοινωνούμε. Μιλάμε ελευθέρια, δηλαδή όπως ταιριάζει στον καθένα γι αυτά που αγαπούμε, και διασύρουμε αυτά που αντιπαθούμε για να διασκεδάζουμε.
Του Βαμβακάρη προτιμώ το “Να πεθάνεις, να πεθάνεις, με τα νάζια που μου κάνεις …” που έχει το ίδιο θέμα με την όπερα “Τριστάνος και Ιζόλδη” που αγαπώ εξ ίσου, αν και είναι λίγο μακρύτερη.
Πάντως, ο πληθυντικός και τα “Αγαπητέ κύριε” είναι ωραίος τρόπος για πείραγμα. Πάντα αναρωτιέσαι, τι να κρύβεται από πίσω τους. Αυτά και αν είναι κατακερματισμένη νεωτερικότητα. Ή μήπως είναι βυζαντινή εθιμοτυπία; Πριν αρκετά χρόνια, για να εκτονωθεί η ένταση με το συνεργείο μου, τους πρότεινα για μάς η λέξη “άρχοντας” να σημαίνει “μαλάκας”. Έτσι, όταν με βλέπανε να έρχομαι από την άλλη άκρη της πλατείας, φωνάζανε με ενθουσιασμό “Γειά σου άρχοντα” κι εγώ τους απαντούσα “Γειά σας αρχοντόπουλα”. Και στα τραπεζάκια θαύμαζαν το βυζαντινό μας ήθος.
Στό “Μόδα, φιλοσοφία και life style” του Θεοφάνη Τάση, χάρις στον διάλογο, έγραψα κάποια σχόλια που φανερώνουν τον τρόπο που βλέπω τον Κόσμο ενιαίο και αρνούμαι τον ψευδοδιαχωρισμό θεολογίας και φυσικών επιστημών.
Η παραφιλοσοφία των τελευταίων χρόνων και τα πλήθη των φανατικών που ονειροπολούν ότι κατανοούν τον κόσμο με τις απλοϊκές κατηγορίες “νεωτερικότητα”, “μετανεωτερικότητα”, ο μετανοήσας κομμουνισμός που έγινε όψιμος χριστιανισμός, σέρνοντας πάντα από πίσω του το μίσος για τον κοινοβουλευτισμό, είναι πράγματα βαρετά και μίζερα. Άχρηστα. Αυτός που δεν μπορεί να χαρεί εξ ίσου την Κάλλας, τον Κάρτσωνα, τον Βαμβακάρη, την Ουμ Κουλσούμ, την Καθλήν Φερριέ, τα ωραία της Πίτσας Παπαδουπούλου, τον Αταχουάλπα Γιουπάνκι, τον πατέρα Κάν και τους δύο γυιούς του, τον Μπάχ του Φριτς Βέρνερ και λοιπούς ουκ ολίγους, φορά παρωπίδες και με τα ιδεολογήματα Ανατολή, Δύση, Νεωτερικότητα, Μετανεωτερικότητα, Ελληνικότητα, καλύπτει την πνευματική του αδράνεια, τουρκιστί τεμπελιά, ελληνιστί νωθρότητα. Το διάβασμα βιβλίων και η βιβλιογραφία είναι πολύ πιό εύκολες δραστηριότητες από την διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και την αποβολή των παρωπίδων. Η ανάπτυξη του αισθήματος ή συναισθήματος απαιτεί μαθηματικά, τέχνες και νήψη. Η αντίθεση Διοτίμας και Μαγδαληνής, Πλάτωνα και Αντισθένη, Ωριγένη και Μάξιμου, Βαρλαάμ και Παλαμά, Χέγκελ και Κάντ, Παππισμοπροτεσταντισμού και Ορθοδοξίας, Κρατικού Καπιταλισμού (κάθε μορφής) και Γνήσιου Φιλελευθερισμού, Φεουδαρχίας (ή νεοφιλελευθερισμού) και Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, Αθεΐας και Θεού, Φαλλοκρατίας και Ισότητας συμβαίνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, συχνά σε λαϊκές και καθημερινής μορφές που δεν μπορούν να αναγνωριστούν όπως αυτές που απαρίθμησα.
Μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον Πλάτωνα ή οποιονδήποτε άλλο για να ερεθίζουμε την σκέψη μας, αρκεί να μην λέμε ότι τον σεβόμαστε ή τον κατανοούμε. Σέβομαι όταν προσέχω και καταλαβαίνω τί μου λέει, αν και διαφωνώ, δεν σέβομαι όταν τον λιβανίζω διαβάζοντάς τον επιπόλαια και αποδίδοντάς του δικές μου απόψεις. Δεν εννοώ εσένα, βέβαια, που δεν παριστάνεις τον Πλατωνιστή. Σε ότι αφορά εμάς του δύο, προτιμώ την σφήκα όταν προτιμάς την μέλισσα, αν είναι να μοιραστούμε. Αν είναι να συμμεριστούμε, προτιμώ την μέλισσα και την σφήκα μαζί.
Βασίλη Ξυδιά. Με την ακόλουθη παράγραφο του κειμένου σου συμφωνώ ανεπιφύλακτα, επομένως αποτελεί και το θεμέλιο της επικοινωνίας μας (όχι κοινωνίας μας, κοινωνώ σημαίνει γιά μένα μόνο των αχράντων μυστηρίων, και αρνούμαι να φθείρω αυτό το ρήμα χρησιμοποιώντας το σαν συνώνυμο της λέξης επικοινωνώ):
[i][b]Έχω όμως τη γνώμη πως δεν μας λείπουν οι ορισμοί και οι προσδιορισμοί. Αυτό που μας λείπει είναι η εμπειρία του πράγματος και η εξ αυτής κατανόηση· το συλλογικό δηλαδή αναχώνεμα αυτής της εμπειρίας δια του κοινού λόγου. Και – ειρήσθω εν παρόδω – βασικό εμπόδιο σ’ αυτό είναι η σχολαστική συνήθεια να κατακερματίζει κανείς τα πράγματα με βάση την επιστημονική σκοπιά· “ψυχολογική”, “φιλοσοφική”, “θεολογική”, και δεν ξέρω ποια άλλη. Διότι δεν υπάρχει θεολογία που να μην είναι φιλοσοφία ή ψυχολογία, και το ίδιο ισχύει απ’ όποια άκρη κι αν το πιάσουμε. Έτσι λοιπόν επανέρχομαι στο θέμα, χωρίς ορισμούς (και χωρίς παραπομπές και υποσημειώσεις κε Τσιτσίγκο).[/b][/i]
Ευθύς αμέσως διαφωνώ με το ακόλουθο:
[i][b]“… Απαντώντας στο ερώτημα αυτό ο Πλάτων στο Συμπόσιο περνά μέσα απ’ την επιζήτηση της οντολογικής πληρότητας (βλ. τον έρωτα του άλλου μας μισού στον λόγο του Αριστοφάνη), για να καταλήξει σε ένα είδος διάσωσης του “εγώ” μέσα απ’ τη δημιουργική του υπέρβαση· μέσα από ένα είδος “γέννας”….”[/b][/i]
Αν αυτή είναι μία προσωπική σου έμπνευση, να την συζητήσουμε. Οπωσδήποτε όμως δεν είναι αυτό που λέει ο Πλάτων. Τον μύθο των ανδρόγυνων, ανδρόανδρων, γυναικογύναικων, που είναι παρωδία και ειρωνία των σωκρατικών και μετέπειτα πλατωνικών μύθων, τον αφηγείται ο Αριστοφάνης, και ο Πλατωνοσωκράτης τον ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ μαζί με όλες τις άλλες ρητορίες που εκφωνήθηκαν από όλους λίγο πριν αναπτύξει την διδασκαλία της Διοτίμας. Αυτός ο μύθος ή πράγματι αποτελεί πραγματική επινόηση του Αριστοφάνη ή ο Πλάτων τον έφιαξε για να μιμηθεί τις ιστορίες με τις οποίες ο Αριστοφάνης διέσυρε τόσο βαθειά τον Σωκράτη, ώστε να κατηγορείται ότι ευθύνεται για την καταδίκη του από τον Δήμο της Αθήνας. Είναι μία ιστορία τόσο χονδροειδώς άσχετη με κάθε πραγματικότητα, τόσο γελοία αλλά δόλια, που απορώ πώς είναι δυνατόν τόσο συχνά να την παίρνουν σοβαρά. Βολεύει βέβαια την ρατσιστική ερμηνεία της ομοφιλοφιλίας, την αναζήτηση στο DNA της εξήγησής της, οπότε και πάλι πολλοί ξεγελιούνται και την θεωρούν σοβαρή πρόταση του Πλάτωνα. Όμως, ειδικά γι αυτήν, δεν θεωρώ υπεύθυνο τον Πλάτωνα, ο οποίος θέλησε να κατασκευάσει μία παρωδία του εαυτού του και το λέει φανερά. Υπεύθυνοι είναι όσοι την παίρνουν σοβαρά και δεν καταλαβαίνουν ότι δεν έχει κανένα αντίκρυσμα σε οιαδήποτε πραγματικότητα, στην περίπτωσή μας δε, κατηγορώ εσένα Βασίλη Ξυδιά. Αυτός ο μύθος δεν μπορεί να εικονίσει με κανέναν τρόπο την “επιζήτηση οντολογικής πληρότητας”. Δεν υπάρχουν “έτερα μισά”. Κατηγορούμενε, εγέρθητι (ή εγερθήτω ή εγέρθητως 😉
Μια και δεν φαίνεται να επιστρέφει ο Βασίλης Ξυδιάς από την παραμεθόριο, συμπληρώνω και κλείνω. Το θέμα είναι μεγάλο και ίσως συγχωρούνται οι επαναλήψεις:
Αν παρατηρήσει το κείμενό του, είναι γεμάτο παραπομπές, ενώ ισχυρίζεται ότι τις αποφεύγει. Όταν σκέφτομαι μόνος μου κριτικά, είναι αναπόφευκτο να ανακαλύπτω τους πνευματικά συγγενείς μου και να τους αναφέρω, αφού είναι οι δάσκαλοί μου και σύντροφοι μέρα με την μέρα και χρόνο με τον χρόνο, κι ας επιστρέφω πάντα στην αφετηρία, σε αυτό που βιώνω και καταλαβαίνω μόνος μου. Εδιζησάμην εμεωυτόν.
Συμφωνώ λοιπόν με τον Βασίλη Ξυδιά ότι ο διαχωρισμός αγάπης και έρωτα είναι λανθασμένος, εκτός αν έρωτα λέμε εκείνη την προσωρινή έκλειψη κριτικής ικανότητας και διάκρισης που μας κάνει να μας αρέσει κάτι που μας γοητεύει, και όταν συνέλθουμε ντρεπόμαστε. Αυτό το παθολογικό συναίσθημα που είναι εκδήλωση αυταρέσκειας και καθαρής πλάνης, ούτε Έρωτα ούτε Αγάπη θα το ονομάσουμε, μολονότι χαρακτηρίζει όλη την ζωή διάσημων εραστών της ιστορίας και της λογοτεχνίας, όπως ο Καζανόβας και ο Δόν Ζουάν. Γιά τον Καζανόβα, που κατά τον Φελλίνι ποτέ δεν ερωτεύτηκε ή αγάπησε μία συγκεκριμένη γυναίκα και η τέλεια ερωμένη του υπήρξε μία μηχανική κούκλα, γι αυτόν τον μεγάλο αυνανιστή παραπέμπω στην ταινία και τις συνεντεύξεις του Φελλίνι.
Η αντίφαση και λάθος του Βασίλη Ξυδιά, όπως και όλης της νεοελληνικής Παιδείας, είναι το ότι επέλεξε για να στηρίξει την θέση του ενα μυαλό τόσο σοφιστικό και ανίκανο για σωστή και βιωματική σκέψη, δηλαδή τον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας είναι πολύτιμος στην εκπαίδευση, για να διδαχτούν τα παιδιά πώς ΔΕΝ πρέπει να σκέπτονται. Πρέπει να θυμηθεί ότι στον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνιστές βρίσκονται τα βασικά επιχειρήματα του δογματικού ιδεαλισμού και η διανοητική βάση όλων των αιρέσεων με τις οποίες πολέμησε η Εκκλησία την πρώτη χιλιετία όπως και τον 14ο αι. με την 9η Οικουμενική Σύνοδο, η οποία κατέληξε ακριβώς “στην απόρριψη των απόψεων του Συμποσίου” και την καταδίκη της άρνησης των Άκτιστων Ενεργειών. Πράγματι, εδώ βρίσκεται η ουσία της ρήξης με τους ρωμαιοκαθολικούς, και όχι τόσο στο filioque, που κι αυτό αν δούμε προσεκτικά, γύρω από τις Θείες Ενέργειες αποτελεί διαφωνία. Το συμπόσιο παραπλανά και συγκαλύπτει την διδασκαλία περί Ιδεών του Πλάτωνα κι έτσι δικαιολογούνται οι ενθουσιώδεις Σαλεμήδες που τον διαβάζουν εντελώς αντίστροφα. Ο αισθησιασμός του Συμποσίου δεν είναι υγιής αποδοχή της αγαπητικής αμοιβαιότητας, αλλά απαξιωτικός του σώματος και της ολότητας του ανθρώπου. Ανέχεται μία μορφή απελπισμένης φιληδονίας που την συναντούμε σε ορισμένες από τις Γνωστικές αιρέσεις, με πρώτη τους Νικολαΐτες.
Δεν μπορεί να είναι κανείς και με τον Πλάτωνωριγενοβαρλαάμ και με τον Παυλομαξιμοπαλαμά, με τον Άρειο και τον Δαμασκηνό. Το χάσμα είναι μέγα και βιωματικό, όχι στα λόγια. Και βασανίζει ακόμη και σήμερα την Εκκλησία.
Τα περί ιδιοτέλειας και ανιδιοτέλειας είναι επίσης υπεραπλουστεύσεις, μοιραίες όταν προσπαθεί κανείς να κάνει λεπτές διακρίσεις με χονδροειδή εργαλεία, αλλά για τον Κάντ και το Καθήκον, άλλη φορά.
Όλοι οι άνθρωποι είναι αυτοσκοποί και ο Δάσκαλος, ο Γέροντας, ο Πνευματικός, ο Γιατρός παλεύουν να τους υπηρετήσουν εξίσου αμερόληπτα. Και ο Χριστός είχε με την ανθρώπινη υπόστασή του προτιμήσεις, όπως τον Λάζαρο και την οικογένειά του, που μάλλον τους επέβαλλε μεγαλύτερα βάσανα και φορτίο. Υπήρξε όμως αμερόληπτος και αγαπά δικαίους και αδίκους. Όποιος έχει ανάγκη να δει την ομορφιά για να λειτουργήσει, είναι ακατάλληλος, ακόμη και για να μαζέψει τα σκουπίδια της γειτονιάς. Αυτή είναι πανανθρώπινη αλήθεια, υπεράνω δογμάτων και θρησκευμάτων και ομολογιών και τρόπων σκέψης. (Το ότι ένας Γερμανός σκέφτεται δυτικά και ένας Τούρκος ανατολίτικα είναι μαρξιστική παρανόηση, που όλα τα ανάγει στις συνθήκες και τις εποχές. Όταν πραγματικά εμβαθύνει, ο λαϊκός άνθρωπος δεν διαφέρει σε ανατολή και δύση. Ο λόγος του Θεού είναι πανανθρώπινος).
Η σχέση γέροντα και μαθητευόμενου είναι διαφορετικής τάξης από την του πνευματικού και εξομολογούμενου. Άλλο πράγμα είναι ο δάσκαλος συγκεκριμένης γνώσης ή μαθητείας, που βέβαια δεν ταυτίζεται ούτε με τον πνευματικό ούτε με τον γέροντα. Η προσέγγιση του ζευγαριού και η σταδιακή τους ερωτική και αγαπητική σχέση διαφέρει από τα πιό πάνω και σπάνια ταυτίζεται (δεν εξετάζουμε την εξαίρεση, πχ όταν ένας παππάς εξομολογεί την παππαδιά του). Άλλο είναι η σχέση μεταξύ ανθρώπων και άλλο η σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων και άλλο μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Ούτε στον Πλάτωνα, ούτε βέβαια στο κείμενο του Βασίλη Ξυδιά, είδα μία πειστική ενιαία θεωρία που να τα περιλαβάνει όλα. Η Διάκριση είναι αρετή, όχι νεωτερικός ή δυτικότροπος κατακερματισμός. Βέβαια, η Προσευχή, μπορεί και πρέπει να συνυπάρχει με όλες τις πιο πάνω εκδηλώσεις, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτές η Προσευχή, δηλαδή η συνουσία θεού και ανθρώπου, όπως την περιγράφει ο Ιωάννης της Κλίμακας στην πρώτη παράγραφο του 28ου λόγου του ως προς το ποιόν και την ενέργειά της.
Επισημαίνω ότι θεωρώ εντελώς αντίθετο με την πραγματικότητα κάθε βήμα των συλλογισμών της Διοτίμας. Παρουσιάζω την διατύπωσή της και το ποιά είναι η δική μου άποψη, μονολογώντας, αφού ο διάλογος αποκλείστηκε:
Πλάτων: Ο θεός και ο άνθρωπος δεν μίγνυνται και γι αυτό χρειάζεται ένας ενδιάμεσος δαίμων για να τους συνδέσει.
Πεποίθησή μου: Ο Θεός και ο Άνθρωπος με την προσευχή μίγνυνται χωρίς κανέναν ενδιάμεσο. Ο γέροντας, ο πνευματικός στέκονται πλάι και ενούμενοι οι ίδιοι δημιουργούν μία ευνοϊκή ατμόσφαιρα, που εκούσια ο μαθητής ή υποτακτικός μπορεί να αντέξει και βιώσει υποστηρικτικά της δικής του άσκησης. (Βλ. βίωμα και διδασκαλία του Γέροντα Πορφυρίου, καθώς και πλήθος συναξαριών).
Πλάτων: Έρωτας είναι η επιθυμία αυτού που δεν έχω. Όταν το έχω δεν το επιθυμώ.
Πεποίθησή μου: Όποιος πραγματικά νοιώθει έτσι, πρέπει να πάσχει από τρομερή μορφή ψυχοσωματικής βλάβης. Νομίζω ότι δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Αν δεν βιώσω δεν επιθυμώ, ο έρωτας είναι ήδη απόλαυση σε πρωτο στάδιο και όχι στέρηση του πράγματος. Συνεχίζω αναπτύσσοντας την σχέση μου, αποκτώ περισσότερο και όσο πιό πολύ ικανοποιούμαι τόσο πιό πολύ και βαθειά αγαπώ και ερωτεύομαι. Αν μιλάμε για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών, αγαπώ το φαγητό και το νερό πριν να πιω και να φάω, κατά την διάρκεια και μετά, όταν έχω πια κορεστεί. Αγαπώ την μουσική και την επιθυμώ πριν την ακούσω, την επιθυμώ όσο την απολαμβάνω, ακούγοντας ή παίζοντας, και παραμένω ερωτευμένος και μετά. Όσο πιό πολύ έχω τόσο πιό πολύ θέλω αυτά που αγαπώ. Όταν ικανοποιηθώ προσωρινά, ευγνωμονώ και ανυπομονώ να ξαναρχίσω. Αν δεν ευχαριστηθώ, παραιτούμαι οριστικά. Όμως, γιατί να εξετάσω ενιαία και πολτοποιημένα την λήψη πνευματικών και υλικών τροφών με τον Θείο Έρωτα και Αγάπη;
Πλάτων: Ερωτεύομαι το ωραίο και θέλω να γεννήσω σε αυτό.
Πεποίθησή μου: Αν ωραίο είναι ό,τι ερωτεύομαι, τότε ό,τι ερωτεύομαι είναι ωραίο. Ανόητη ταυτολογία. Μήπως πρέπει να θυμίσω το πλήθος των ανωμαλιών από την κοπρολαγνία μέχρι την ακρόαση ντίσκο και τις αθηναϊκές πολυκατοικίες; Πόσοι αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν εμετό περπατώντας στην Πατησίων; Η Εκκλησία έχει και το Δόγμα της Πτώσεως, μήπως το ξεχάσαμε, ή μήπως δεν το βιώνουμε, δηλαδή δεν το Διακρίνουμε;
Από την άλλη, ο πνευματικός, ο γιατρός, ο φυσιοθεραπευτής, ο νοσοκόμος, αγαπούν τον άρρωστο όχι επειδή είναι ωραίος, δεδομένου ότι αυτό που κυρίως παρατηρούν σε αυτόν είναι η αρρώστεια. Και πασπατεύουν την βρωμιά μας με τρόπο που εμείς σιχαινόμαστε να αγγίξουμε ακόμη και τον μεγαλύτερο έρωτά μας. Και διακινδυνεύουν την υγεία τους υπερβαίνοντας την αηδία τους. Αυτό λέγεται ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά. Δεν τολμώ εδώ να την περιγράψω, όμως σίγουρα δεν την αποδίδει η νοσηρή διατύπωση “γέννηση στο ωραίο”. Η ποιμαντική όπως και η ιατρική θεραπεία και η χειρουργική είναι αριστουργηματικές και θαυμαστές πράξεις αγάπης μέσα στην ασχήμια. Και ας μην ξεχνούμε τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να λάβει και ο γιατρός και ο πνευματικός …
Βέβαια θα μπορούσατε να μου πείτε, πλατωνίζοντας και σοφιστίζοντας, ότι ο γιατρός αγαπά την υγεία που την οραματίζεται στον ασθενή μέσα στον οποίο την γεννά. Έ τότε και ο μάγειρας ερωτεύεται τις μελιτζάνες και την καινούργια του χύτρα ταχύτητας και μέσα τους γεννά ένα υπέροχο Ιμάμ Μπαϊλντί. Βερμπαλισμός. Αυτό κυρίως υποβάλλει ο Πλάτων.
Ζήτω ο Ένθεος Διαφωτισμός!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Η πλατωνική αντίληψη των ιδεών και της θεότητας, που διέβρωσε την επίσημη ρωμαιοκαθολική θεολογία, αναδεικνύει την αθεΐα σε θεραπεία. Οι άθεοι βρίσκουν μέσα στην καλή καρδιά τους τον Θεό, αρκεί να απαλλαγούν από τον Θεό του Πλάτωνα και αυτό τους το προσφέρει το φάρμακο της αθεΐας. Γι αυτό και ο μέσος άθεος πολίτης είναι πιό έντιμος και καλός από πολλούς “θεοσεβούμενους”. Έτσι έχει λειτουργήσει για πολλούς και η αθεΐα του Μαρξισμού. Μετά, βιωματικά, βρίσκουν και την Βασιλεία του Θεού μέσα τους. Παραπέμπω στον Άρη Ζεπάτο και άλλους φανερούς και κρυφούς.
‘καὶ ὁ μὲν περὶ τὰ τοιαῦτα σοφὸς δαιμόνιος ἀνήρ, ὁ δὲ ἄλλο τι σοφὸς ὢν ἢ περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς βάναυσος’
Δες πώς ο αγαπημένος Πλάτων βγάζει από τη μέση όσους ασχολούνται μόνο με επιστήμες και άλλες χειρωνακτικές εργασίες ως ‘χυδαίους’ (βάναυσος).
Πρώτο βήμα όλων, λοιπόν, να δούμε αν -έστω και λίγο- είμαστε γνώστες αυτών που μας λέει ο φίλτατος Πλάτων.
Αν δεν τα κατέχουμε ας μένουμε στις επιστήμες, στις τέχνες και σε ότι άλλο μας αρέσει ειδάλλως αποδεικνυόμαστε, βάναυσοι!
Μόνο μερικές σημειώσεις γιατί ό, τι είχα να πω το είπα και μάλιστα μακρηγόρησα σε ξένον…αχεριώνα:
1) Αλίμονο αν δεν διαβάζαμε ανάποδα τα παραμύθια γενικά και τα παραμύθια του Πλάτωνα ειδικά! Αυτό όχι μόνο βιωματικό δεν θα ήταν αλλά θα εξοστράκιζε τη βιωματικότητα από την ανάγνωση του Πλάτωνα πράγμα που θα τον έκανε ακόμα χειρότερο. Γιατί ο Πλάτωνας, και στο Συμπόσιο, παραμύθια λέει, δεν συντάσσει τον αλγόριθμο του έρωτα ώστε να απαιτείται από μας να τον “τρέξουμε” προς μια κατεύθυνση.
2) Ένα ακόμα βιωματικό στοιχείο για το διακριτό του έρωτος και της αγάπης είναι οι δύο διαφορετικές λέξεις της Ελληνικής γλώσσης. Οι γλωσσομαθείς λέγουσι πως αυτό είναι μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο των γλωσσών. Εμείς, αυτό το βίωμα, θα το ξεπεράσουμε με θεωρίες και αγορεύσεις κατά της έλλειψης βιωματικότητας;
3) Αν και αντικαθιστάτε αυθαιρέτως, κ. Δεληνικόλα, το ρήμα “τίκτω” με το ρήμα “λειτουργώ” σας ρωτώ: Ξέρετε πώς λέγαμε παιδιά εκείνο που “λειτουργεί” χωρίς να χρειάζεται την παρουσία της ομορφιάς (έστω και της με τα δικά του μέτρα ομορφιάς); Τον λέγαμε…. Γκουσγκούνη.
(Τώρα τον λέμε και “σαβουρο….”-δεν την λέω όλη τη λέξη για να μη σκανδαλίσω τις θεούσες). Ναι, ο μέγας Γκουσγκούνης το είχε πει στην Ανίτα Πάνια….μπορούσε να “λειτουργήσει” σε όλες τις καταστάσεις, σε όλες τις συνθήκες με οποιαδήποτε γυναίκα….
Γιώργο Μιλτιάδη Σαλεμή. Μετέφρασα το τίκτω με την σημερινή του σημασία γεννώ. Αυτή την λέξη την θεωρώ επικίνδυνη από τότε που πήρα, νήπιο, το πρώτο μάθημά μου φαλλοκρατίας. “Ο άνδρας γεννά, η γυναίκα τίκτει”. Μου το είπε μία μητέρα, που ως συνήθως διαπλάθουν τους φαλλοκράτες.
Το ότι η ψυχή κυοφορεί αυτόνομα και τίκτει στην ομορφιά, μου φαίνεται ακόμη χειρότερο και αναληθές. “Δεν υπάρχει παρθενογένεση”. Και η επίτευξη αθανασίας δια της τεκνοποιίας είναι ακόμα χειρότερη ιδέα. Ντρέπομαι όμως να ανασκευάσω όλες τις ιδεούλες του Πλάτωνα, περισσότερο από το να αναλύσω τις ταινίες του Γκουσγκούνη. Το ψεύδος είναι αναίσχυντο. Πάντως, οι μαύρες ελιές και οι άσπροι λαιμοί είναι τόσοι πολλοί που αποτελούν επίσης επιπόλαιη δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Καζανόβας, συλλογή καλλονών που ποτέ δεν αγάπησε. Ακόμη και ο συνηθισμένος έρωτας ανδρών και γυναικών είναι ένας γρίφος, άλυτος ακόμη. Πώς να αποτελέσει πρότυπο ή αρχέτυπο;
Όμως, σαφώς δεν θα περνούσε από την σκέψη μου να σε εμποδίσω να αντλήσεις από τον Πλάτωνα έμπνευση. Οι καλλιτέχνες κάνουν τέχνη από τα πάντα, κι αυτή είναι η δύναμή τους και η υπεροχή. Ο μετασχηματισμός. Και αγαπούν πέρα από σεμνοτυφίες. Πρόβλημα έχω μόνο με τους καθηγητές.
Οι Γέροντες αντιμετωπίζουν για να βοηθήσουν τους ανθρώπους τέτοιες φρίκες, που οι ταινίες του Γκουσκούνη αποτελούν αταξίες νηπιαγωγείου. Τις πιό ανοιχτές συζητήσεις για προβλήματα ερωτικά τις έκανα πριν πολλά χρόνια με μοναχές που υπηρετούσαν σε γυναικείες φυλακές, και δεν έμοιαζαν καθόλου με τις φαντασιώσεις της Διοτίμας. Οι μοναχοί δεν είναι σεμνότυφοι. Ατενίζουν την άβυσσο.
Οι βάναυσοι παλεύουν με την ύλη και την κάνουν ζωή και πνεύμα. Όλοι οι μοναχοί κάνουν πρώτιστα εργόχειρο, δεν διαβάζουν Πλάτωνα. Ο Απόστολος Παύλος γνώριζε άριστα τους αρχαίους φιλοσόφους και τραγικούς αλλά ήταν σκηνοποιός.
Από τη μέση και κάτω συμφωνώ και συμμερίζομαι τις απόψεις σας να μένουμε μακριά από τις ιδεοληψίες και του ιδεαλισμούς του Πλάτωνα. Δεν πρέπει όμως στην προσπάθεια αυτή να είμαστε…ιδεολογικά τοποθετημένοι ενάντια στον Πλάτωνα. Θα πάρουμε ό, τι μας ταιριάζει και θα το ταιριάξουμε όπως θέλουμε και όπου θέλουμε. Μέσα στη διαδικασία αυτή δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παίρνουμε τα σύμβολα (ελιές, λαιμούς κλπ) τοις μετρητοίς γιατί κινδυνεύουμε να γίνουμε “ξυλοκόποι”, ήγουν προτεστάντες χωρίς πνεύμα και χωρίς ψυχή. Κι αν δεν υπάρχει ψυχή προφανώς δεν μπορεί και να περιφέρεται. Τέλος, συμφωνώ απολύτως πως του φαλλοκράτες του διαπλάθουν οι μητέρες τους…οι φαλλοκρατόρισσες.
Ναι. “…πρέπει να είμαστε ιδεολογικά τοποθετημένοι ενάντια στον Πλάτωνα”. Πράγματι, η διαφωνία μας εστιάζεται στο ότι δεν θεωρώ ιδεολογικά και πολιτικά ουδέτερο τον Πλάτωνα, κάτι που συγκαλύπτεται συστηματικά, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση των νέων μας, ενώ προβάλλεται ψευδέστατα ότι δήθεν εκφράζει πανανθρώπινες και υπεράνω πολιτικής αλήθειες. Ο Πλατωνισμός υπήρξε πάντα ο ιδεολογικός εχθρός της Δημοκρατίας και το δόλιο μέσο για να αποκτούν κύρος στην νεολαία αντιδημοκρατικές αρχές. Αυτό κυρίως με ενδιαφέρει, ιδιαίτερα σήμερα που όλοι μιλούν για επανεκπαίδευση του πολίτη και συχνά εννοούν την μετατροπή του σε ενοχοποιημένο υπήκοο. Άλλο η ελευθερία της γνώμης και άλλο η δόλια εκπαίδευση των πολιτών της δημοκρατίας με αρχές αντιδημοκρατικές και ολοκληρωτισμού. Αυτό γινόταν και γίνεται με τον Πλάτωνα στα σχολεία μας.
Γιά την σχέση Πλατωνισμού, Νεοπλατωνισμού και Αιρέσεων οφείλουν να μιλήσουν οι Ορθόδοξοι Θεολόγοι.
Άπαξ και πείτε “Ναι. “…πρέπει να είμαστε ιδεολογικά τοποθετημένοι ενάντια στον Πλάτωνα”” είστε ήδη πλατωνιστής! Ο Πλάτωνας, εκείνο δηλ που πολεμάτε, σας έχει εξωθήσει στο να τον μιμηθείτε. Αυτό λέγετε, από τον Ζιράρ, μιμητικός ανταγωνισμός.Έχουμε αναφερθεί διάφοροι και σε διάφορα κείμενα. Υπάρχει και το σχετικό κομμάτι στο Ισοκράτημα.
Προσοχή στην σαβουρανάγνωση! Ο Ζιράρ είναι ένας από τους κατασκευαστές ανόητων και προφανέστατα αστήρικτων θεωριών που στην Γαλλία φυτρώνουν σε μεγάλες ποσότητες. Είναι η χώρα που εύκολα αποδίδει τον τίτλο του φιλοσόφου αρκεί να μαζευτεί μία επαρκής συντροφιά οπαδών γύρω από έναν αποτέτοιο. Είναι το εθνικό τους χόμπυ όπως σε μας ο χαβαλές, όπως έχω προ πολλού διαπιστώσει και όπως με βεβαιώνουν γάλλοι φίλοι μου που σκέφτονται κριτικά. Δεν θα κάνω εδώ κοινωνιολογική ανάλυση του γαλλικού αυτού φαινομένου, που ενδημεί και αλλού, φυσικά. Υπάρχουν από παλιά αξιόλογες μελέτες στην Γαλλική βιβλιογραφία. Το ότι οι απόστολοι συμμετείχαν στην Σταύρωση είναι μία τερατολογία καταδεικτική της ανοησίας του συγκεκριμένου “ερευνητή” και χαρακτηριστικό παράδειγμα για τους ομοίους του. Παραθέτω όμως εδώ, για να γελάσουμε, μία παράγραφο από έργο του. Μήπως όμως τον αδικώ και είναι ένας ευθυμογράφος; Διατηρώ αυτή την επιφύλαξη, γιατί αν θεωρήσουμε τα γραπτά του ευθυμογραφήματα και παρωδία της ερμηνευτικής των προτεσταντών θεολόγων του 19ου και 20ου αι. συν το έντεχνο γράψιμο και την επιστημονοφανή χρήση παραπομπών, έχει μεγάλη πλάκα.
[i]“…Στο Πάθος του Χριστού δεν συναντάμε κάτι ανάλογο με το χορό της Σαλώμης, ωστόσο η μιμητική διάσταση είναι και εδώ ολοφάνερη. Ο όχλος που συσπειρώνεται εναντίον του, είναι ο ίδιος που τον είχε υποδεχτεί μ’ ενθουσιασμό στην Ιερουσαλήμ λίγες μέρες νωρίτερα. Η ξαφνική αλλαγή στάσης είναι τυπική στα ασταθή πλήθη παντού: δεν φανερώνει κάποιο βαθιά ριζωμένο μίσος για το θύμα, αλλά μάλλον ένα κύμα μεταδοτικής βίας.
Ο Πέτρος αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της μιμητικής φρενίτιδας. Μόλις περικυκλώθηκε από ανθρώπους που εχθρεύονταν τον Ιησού, αμέσως μιμήθηκε την εχθρότητά τους και υπέκυψε τελικά στην ίδια μιμητική ισχύ, στην οποία είχαν υποκύψει ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Ακόμα κι οι ληστές, που σταυρώθηκαν μαζί με τον Ιησού, υπέκυψαν σε αυτή την ισχύ κι ένιωσαν την παρόρμηση να ενωθούν με τον όχλο. Κι όμως πιστεύω, πως τα Ευαγγέλια δεν θέλουν να στιγματίσουν τον Πέτρο, ούτε τους ληστές, ούτε το πλήθος στο σύνολό του, ούτε και τους Ιουδαίους ως λαό, αλλά να αποκαλύψουν την τρομακτική δύναμη της μιμητικής φρενίτιδας, η οποία ισχύει για μια ολόκληρη αλυσίδα φόνων, από το Πάθος του Χριστού και πίσω, έως «καταβολής κόσμου»….” [/i]
Προσέξτε όμως πως φρόντισε να ξεχάσει ότι την Σταύρωση παρακολούθησε και η Παναγία, είτε διότι και οι παρωδίες έχουν τα όριά τους είτε για να μην αναιρέσει με ένα σοκ την υπνωτιστική δομή της γραφής του και ξυπνήσουν οι αναγνώστες.
Κουίζ: Διαβάστε το μερικές φορές κριτικά. Υπάρχει ένα τουλάχιστον λάθος σε κάθε πρόταση.
“Αμηχανία λόγω πληθώρας αντιρρήσεων” Β.Ι. Λένιν
Κύριε Ξυδιά, μού κάνατε την τιμή, παρά το ότι δεν σας γνωρίζω, να με μνημονεύετε πολλάκις. Δυστυχώς, δεν έχω τον χρόνο, αλλ’ ούτε και τη διάθεση, γιατί από ό,τι φαίνεται εσείς τα ξέρετε καλύτερα από εμένα τα της Θεολογίας (ή και της Ψυχολογίας ή και της Φιλοσοφίας, μολονότι, όπως λέτε δεν τα διαχωρίζετε αυτά), να απαντήσω πρόταση προς πρόταση στα γραφόμενά σας. Νομίζετε, άραγε, ότι αγνοώ τον Nygren, που τον αναφέρω πλειστάκις στο έργο μου “Θρησκευτικότητα και Επιθυμία κατά τον A. Vergote”;
α) Για Θείο Έρωτα ομιλούν κυρίως οι Νηπτικοί και οι Μυστικοί Πατέρες, αλλά όχι με την αρχαιοελληνική έννοια τού έρωτα.
β) Αφού δεν παραπέμπετε σε κανένα Πατέρα ή σε κανένα θεολογικό, φιλοσοφικό ή ψυχολογικό βιβλίο, παρά μόνο στο απαρχαιωμένο τού Nygren (μήπως παράγει Θεολογία και ο κ. Ράμφος;), ενώ πάνω στην αγάπη και στον έρωτα υπάρχει βουνό σύγχρονης βιβλιογραφίας, πώς θέλετε να μάθετε τι βιβλία έχω διαβάσει εγώ και να τα συγκρίνετε με τα δικά σας;
γ) Αν τον όρο “μανικός έρως” τον εκλαμβάνετε κυριολεκτικά, τότε σημαίνει (εκτός και αν δεν μιλάμε λογικά) ότι ο απαθής Θεός διακατέχεται από το πάθος τού έρωτα.
δ) “Αυτά που μου αποδίδει ως δικές μου απόψεις δεν με αφορούν. Εγώ δεν αντιλαμβάνομαι τον έρωτα ως “σφοδρή αγάπη” και δεν νομίζω “ότι η σχέση αγάπης και έρωτα είναι απλώς ποσοτική”. Επομένως οι αντιφάσεις στις οποίες βρίσκει να υποπίπτω δεν είναι δικές μου”.
Λυπάμαι, κ. Ξυδιά, αλλ’ ως αναγνώστης αυτό εισέπραξα. Αλλάξετε, αν θέλετε, διατύπωση. Έπειτα, αν συμφωνείτε μαζί μου ότι η σχέση αγάπης και έρωτα δεν είναι απλώς ποσοτική, τότε οδηγούμαστε στην ποιοτική διαφορά τους.
ε) Δικαίωμά σας να ειδωλοποιείτε τον κ. Γιανναρά ή οποιονδήποτε άλλον, και να παραπέμπετε μόνο στις ερμηνείες τους. Εγώ, θεολογικά, δεν αναγνωρίζω, ούτε προσκυνώ αυθεντίες. Ως θεολόγος βασίζομαι στην Αγία Γραφή και στους Οικουμενικούς Πατέρες και Διδασκάλους. Να παραπέμπετε λοιπόν σε αυτά, αν θέλετε να κάνουμε θεολογική συζήτηση, αν και από το δασκαλικό ύφος σας φαίνεται ότι δεν έχετε διάθεση για διάλογο, αλλά για κήρυγμα, και όχι να ασχολείστε με σχολιασμούς τού κάθε Νεορθόδοξου διανοητή. Η Αποκεκαλυμμένη Ορθοδοξία, τουλάχιστον για μένα, δεν είναι Λογοτεχνία, ούτε στοχασμός. Οι “κοινότητες”, το πρόσωπο και ο μανικός έρωτας. Αυτά, πάλι κατά τη γνώμη μου, συνιστούν την Ορθοδοξία, κατά τον κ. Γιανναρά, τα οποία αναμασά συνεχώς, πετώντας και κανένα χωρίο ιδίως από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Αλλά, σοβαρή επιστημονική έρευνα δεν κάνουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι δικαίωμά μου, νομίζω, να διαφωνώ. Δεν αντιπροσωπεύει, ούτε εκπροσωπεί κανένας μας την Ορθοδοξία.
στ) Τέλος, δεν εντρέπεστε, κύριε Ξυδιά, χωρίς να με γνωρίζετε, να με υβρίζετε; Φαίνεται ότι το complex σας έχει υπερβεί τη δυνατότητα ελέγχου των σφιγκτήρων σας, οπότε εκχέεται και ξεχειλίζει. Απαξιώ να συνεχίσω τον διάλογο μαζί σας. Διδάχτε τις απόψεις σας στις γνωστές παρεούλες σας, για να σας χειροκροτήσουν. Απλώς, εκτεθήκατε, δείχνοντας φανατισμό, φασίζουσα και αντιδημοκρατική νοοτροπία και φονταμενταλισμό, πίσω από τον μανδύα τού προοδευτισμού σας. Αλήθεια, δεν γνωρίζετε, άραγε, ότι στις επιστημονικές μελέτες, που είμαι υποχρεωμένος να καταθέτω για κρίση, είναι εκ των ων ουκ άνευ οι παραπομπές; Το κάνω λοιπόν για επίδειξη γνώσεων; Όταν πολύ παλιά, ακολουθώντας τις συμβουλές ενός συνταξιούχου τώρα Καθηγητή, έβαζα στα επιστημονικά μου κείμενα ελάχιστες παραπομπές, με κατηγόρησαν άλλοι Καθηγητές ότι οι θέσεις μου ήσαν αστήρικτες, όταν τα υπέβαλα για κρίση. Ε, λοιπόν, από το να με κατηγορούν για άγνοια, ας με κατηγορείτε για…έπαρση, επειδή βάζω παραπομπές! Ευχαριστώ, πάντως, τον δικό σας χριστιανικό, διαπροσωπικό και εμπειρικό έρωτα (αφού εμένα αυτά δεν με αγγίζουν, όπως λέτε) προς εμέ, που μου συστήσατε το Rexona. Είστε ελεύθερος να σκέφτεστε και να γράφετε ό,τι θέλετε. Αλλά, λυπάμαι που διατάραξα τον ψυχισμό σας, μη δεχόμενος τις θέσεις σας, αφού, όποιος δεν συμφωνεί μαζί σας ή με τον κ. Γιανναρά, τον υβρίζετε και χλευάζετε. Ας είστε καλά κατ’ άμφω. Με την αγάπη τού αναστάντος Χριστού.
«Απαξιώ να συνεχίσω τον διάλογο μαζί σας.»
Όταν ένας άνθρωπος εννοεί αυτό που δηλώνει, σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, τότε απλώς… δεν συνεχίζει τον διάλογο. Ο κ. Τσιτσίγκος όμως, εδώ, εξαγγέλλει το ακριβέστστα [i]αντίθετο[/i] από εκείνο που πράττει!
«Διδάχτε τις απόψεις σας στις γνωστές παρεούλες σας, για να σας χειροκροτήσουν.»
Ωραία, ας ακολουθήσω την εκφραστική του κ. Τσιτσίγκου: Γνωστότερη [i]«παρεούλα»[/i] του Βασίλη Ξυδιά από όσο την [i]«παρεούλα»[/i] του “Αντίφωνου” δεν νομίζω να έχει υπ’ όψιν του – ο Β.Ξ. υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, ιδρυτικό μέλος της. Στις σελίδες του “Αντίφωνου”, ωστόσο, είναι ό ίδιος ο κ. Τσιτσίγκος ο οποίος επέλεξε (απρόκλητος) να παρέμβει, προκειμένου να ανεμίσει μια επιδεικτική προσβλητικότητα εναντίον του Χρήστου Γιανναρά.
Επιδεικτική, ενώπιον ποίων, αναρωτιέμαι. Όχι βέβαια ενώπιον της «παρεούλας» του “Αντιφώνου”.
[b]Ο κ. Τσιτσίγκος, λέω, θέλησε απλώς να μεταχειριστεί την επισκεψιμότητα ετούτου του site, προκειμένου να διαβιβάσει… αρμοδίως το μήνυμα ότι, ανάμεσα στα δύο (αντίθετα μεταξύ τους) ακραία ρεύματα του θεολογικού στοχασμού, τα οποία βάλλουν εκατέρωθεν εναντίον του Χρήστου Γιανναρά – το υπερ-συντηρητικό και το υπερ-προοδευτικό – ο ίδιος προκρίνει το πρώτο.[/b]
Σαν να μην ήταν, ήδη, αυτό ηλίου προφανέστερο.
Αγαπητέ κε Τσιτσίγκο. Δεν σας υβρίζω. Έτσι, τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω. Ο απαξιωτικός τόνος με τον οποίο αναφέρθηκα όχι τόσο στις απόψεις σας, όσο στη «μεθοδολογία» σας, ήταν η αυθόρμητη αντίδρασή μου στην αφ’ υψηλού βεβαιότητά σας ότι κατέχετε τον ορθό τρόπο, κάνοντάς μου μάλιστα και σχετικές υποδείξεις. Αισθάνθηκα λοιπόν την ανάγκη να σας μεταφέρω με ενοχλητική – καταλαβαίνω – ειλικρίνεια το αίσθημα που μου προκαλούν τα δικά σας γραπτά (τα οποία δεν είναι κείμενο με υποσημειώσεις, αλλά υποσημειώσεις με κείμενο). Διαπιστώσατε ότι με κατέχει κάποιο κόμπλεξ. Δεν έχετε άδικο. Με χαρακτηρίζει μια κομπλεξική, κατά πάσα βεβαιότητα, αλλεργία προς το είδος της εξουσιαστικής αφέλειας που εκπροσωπείτε, ιδίως όταν αυτή κατορθώνει τελικά να πείθει και να επιβάλλεται, και μάλιστα θεσμικώς. Αναγνωρίζοντας το πρόβλημά μου, παύω στο εξής να ασχολούμαι με τα δικά σας. Δεν θα σας ξαναενοχλήσω. Χαίρετε. ΒΞ
Επιτρέψατέ μου μια παράθεση προς ειρήνευση. Θα δείτε, ομιλώντας περί αγάπης, να χρησιμοποιεί ο Άγιος Ιωάννης και τον όρον εραστής, και τον όρον έρωτας.
[b]2. Αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή για τον ίδιο τον Θεόν. Η ανάπτυξις όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν. Για την αγάπη γνωρίζουν να ομιλούν οι Άγγελοι, αλλά και αυτοί ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθεί να δώση ορισμό του Θεού ομοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.
3. Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
4. Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψις κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ΄ όσον «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν
5. Μακάριος εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιήται και να αναπαύη τον Κύριον όπως έτυχε να περιποιηθή και να αναπαύση (σεβαστούς) ανθρώπους. Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της αγάπης στον Κύριον.
6. Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νού του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάση, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ΄ αυτούς πού αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι.
7. Κάποιος που εκτυπήθηκε από αυτό το βέλος έλεγε για τον εαυτό του – πράγμα πού με κάνει να θαυμάζω – : «Εγώ καθεύδω» από την ανάγκη της φύσεως, «η δε καρδία μου αγρυπνεί» από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα ε΄ 2).
8. Πρέπει να σημειώσης και τούτο, ως αφωσιωμένε φίλε, ότι αφού η ψυχή σαν άλλη έλαφος εξοντώση τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών, τότε «επιποθεί και εκλείπει προς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), διότι πληγώνεται σαν με δηλητήριο από το πύρ της αγάπης.
Εάν το πρόσωπο πού αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλη εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνη φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενή άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;» [/b]
στη νεοελληνική εδώ
http://www.orthodoxfathers.com/Klimax-Agioy-Ioannoy-Sinaitoy/Klimax-Agioy-Ioannoy-Sinaitoy
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ. Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως.
Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα συμφωνούσα με τον B.I. Λένιν.
Γιώργο Σαλεμή και Αλέξανδρε Κοσματόπουλε, διαφωνείτε που αρνούμαι το ότι ο Απόστολος Παύλος συμμετείχε από την πλευρά του πλήθους στην σταύρωση του Χριστού; Το ότι ο ένας και όχι αμφότεροι οι ληστές ενώθηκαν με τον όχλο δεν είναι τό αληθές, σύμφωνα βέβαια με τις μόνες γραπτές πηγές; Ή μήπως το γεγονός ότι στην Γαλλία αποδίδουν τον τίτλο του φιλοσόφου με μεγάλη ευκολία, ενώ στις άλλες χώρες όχι; Όσο για την θεωρία της μιμητικής φρενίτιδας που καθορίζει τους διωγμούς μεμονωμένων ατόμων από καταβολής κόσμου, ελέγξατε τα ιστορικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα πλήθη αντιδρούν με μία ποικιλία τρόπων και αιτίων; Ειδικά στην περίπτωση του Χριστού, δεν ήταν τα πλήθη που υποδέχτηκαν τον Χριστό την Κυριακή των Βαΐων αυτά που συμμετείχαν στην Σταύρωση, αλλά μία κουστωδία και πληρωμένη μερίδα όχλου που έκαναν την σύλληψη και την συνοπτική δίκη μέσα στην νύχτα, όπως επίσης περιορισμένος και ελεγχόμενος από το ιερατείο αριθμός ατόμων στην αίθουσα του Πόντιου Πιλάτου ή στο αίθριο όπου διενεργήθηκε η ψευδοδίκη. Όταν, μετά την σκευωρία, έσυραν τον Χριστό προς τον Γολγοθά, τα πλήθη που παρακολούθησαν με φρίκη και έκπληξη δεν συμμετείχαν στην σταύρωση, αλλά σε μεγάλο ποσοστό συνέπασχαν με τους μαθητές και τους συγγενείς του Ιησού. Χρειάζεται λίγο θάρρος για να παραδεχτούμε ότι αυτός που ως τώρα μας φαινόταν αξιόλογος μελετητής, δεν είναι. Το να θεωρούμε ότι ο Πλάτωνας είναι συμβατός με την ορθόδοξη δογματική μπορεί να μας έχει διαφύγει, μπορεί να διαφωνούμε με τις Οικουμενικές συνόδους που απέρριψαν τον Ωριγένη ακριβώς για τις απόψεις του περί ψυχής που αποτελούν τον πυρήνα του Πλατωνισμού και Νεοπλατωνισμού, όμως γιατί να αποδεχόμαστε τις σοφιστείες του Ζιράρ, που μοιάζουν κάπως να αποδέχονται την ιστορικότητα του Χριστού, ενώ το κάνουν για να παραποιήσουν πλήθος άλλων αληθειών;
Φίλε Νίκο Δεληνικόλα, η συζήτησή σας με τον Γιώργο Σαλεμή ήταν όντως πολύ ωραία και την χάρηκα.
Οι αντιρρήσεις μου έχουν να κάνουν με την αποτίμηση του Ζιράρ ως – πώς το είπες; – “σαβουροανάγνωση”. Φυσικά δεν έχω καμιά διάθεση να υπερασπιστώ τον Ζιράρ. Μου αρκούν τα ωφελήματα που είχα.
΄Οσο για τα άλλα στα οποία αναφέρεσαι, και οπως αναφέρεσαι, τον Απόστολο Παύλο, τον τίτλο του φιλοσόφου στη Γαλλία (μα νομίζω πως ο Ζιράρ απεχθάνεται φιλοσοφία και φιλοσόφους), τον πληρωμένο όχλο, την Σταύρωση, τον Πλάτωνα κλπ. δεν τα καταλαβαίνω.
Φίλε Αλέξανδρε Κοσματόπουλε. Το “σαβουρανάγνωση” είναι ένα από τα αστεία βλήματα που ανταλλάξαμε με τον Γιώργο Σαλεμή, γιατί ένα μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας αγαπά τα πειράγματα και το αιματηρό χιούμορ. Είναι αρβανίτικο. Μου έβαλε σαν νάρκη τον Ζιράρ, κι εγώ την ανατίναξα. Σαφώς διαφωνώ με τις θεωρίες του Ζιράρ, που τις θεωρώ αστήριχτες, όχι μόνο κρίνοντας από την γνώση μύθων θρησκευτικών και άλλων, αλλά προπαντός από τον τρόπο που παραποιεί φανερά τις πηγές που ο ίδιος επικαλείται. Γι αυτό παρέθεσα μία δική του παράγραφο, όπου διηγείται πράγματα που κατεβάζει από το μυαλό του για να στηρίξει την θεωρία του περί αποδιοπομπαίου τράγου και μιμητικής φρενίτιδας ή μιμητικού ανταγωνισμού. Παραποιεί αφηγήσεις που παραδίδονται μόνο από τα Ευαγγέλια! Η σύλληψη και δίκη του Χριστού ήταν στημένη, μέσα στην μαύρη νύχτα, με ολιγάριθμους πληρωμένους ψευδομάρτυρες για να μην πάρει είδηση ο “όχλος” που αγαπούσε τον Δάσκαλό του. Αυτό λένε τα Ευαγγέλια. Ήταν μία εκτέλεση στημένη και δεν είχε την συναίνεση του λαού, όπως και αυτή του Όσιρι. Ο Άδωνις είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση, επίσης. Τα επεισόδια του Διόνυσου ή του Πενθέα είναι επίσης άσχετα με την εικόνα του πλήθους που δίνει ο Ζιράρ. Το ίδιο και του Ορφέα. Και ούτε ξεπεράστηκε, με τον τρόπο που εκτελέστηκε ο Χριστός, η παράδοση του αποδιοπομπαίου τράγου, όπου και αν εφαρμοζόταν. Η εκτέλεση ενός μεμονωμένου ανθρώπου που γίνεται ενοχλητικός στις ολιγαρχίες, με παράνομη και καταχρηστική σύλληψη και χρήση πληρωμένων “αντιφρονούντων” και με αιφνιδιαστική εκτέλεση, έγινε πολυάριθμες φορές μετά Χριστόν μέχρι προσφάτως. Ο λαός ποτέ δεν εκτέλεσε κανέναν, όσο και αν αρέσει στον Φρόυντ και τους ομοίους του να τον συκοφαντούν. Ο νόμος του Λύντς και η Κου Κλουξ Κλαν είναι οργανωμένη τρομοκρατία. Όσο για την ερμηνεία των μύθων, ο Παναγής Λεκατσάς έχει γράψει πολύ πιό ενδιαφέροντα βιβλία, χωρίς παραποίηση των πηγών, και σε δυνατά ελληνικά. Ας τον μεταφράσουν, οι Γάλλοι.
Όμως, στην πορεία της προσωπικής μας ανάπτυξης, είναι πολύ πιθανό να μας βοηθήσει ένας συγγραφέας να δώσουμε ώθηση στην έρευνά μας, αργότερα δε να διαπιστώσουμε ότι δεν συμφωνούμε με τις απόψεις του. Ο Χρήστος Γιανναράς άντλησε έμπνευση από τον Χάιντεγκερ, με τον οποίο, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να συμφωνεί. Ο ίδιος ο Πλάτωνας είναι ιδανικός γι αυτό τον ρόλο, αρκεί να ξεπεράσουμε την γοητεία του και την υπνωτική δράση του έργου του επάνω στην κριτική λειτουγία του λόγου μας. Αγάπησα πολύ τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, και μάλιστα στην σίγουρα αυθαίρετη μετάφραση του Καζαντζάκη, την Ασκητική του τελευταίου, τους Ένθεους και τους Γνωστικούς του Λακαριέρ, έργα με τις βασικές ιδέες των οποίων διαφωνώ, είτε θεωρητικά είτε βιωματικά, αφού τελικά αγαπώ τους Μοναχούς και αντιπαθώ τους Γνωστικούς. Έχω μελετήσει σχολαστικά Μάρξ, Ένγκελς και Λένιν, που ποτέ δεν με έπεισαν ως προς την δυνατότητα ίδρυσης μίας δίκαιης κοινωνίας μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου υπό την ηγεσία μίας ομάδας αγίων επαγγελματιών επαναστατών, έχουν όμως κάνει θαυμάσιες αναλύσεις ιστορικών γεγονότων ιδιαίτερα ως προς προς την υλική διάσταση των φαινομένων. Δεν είναι ανάγκη να λατρέψουμε την Αγία Ιστορία των ιστορικιστών για να δεχτούμε το προσγειωμένο μέρος της δουλειάς τους. Έχω πετάξει και κρατήσει από αυτούς εντελώς τα αντίθετα από ότι πολλοί σύγχρονοι ανανήψαντες κομμουνιστές που μετέφεραν όψιμα τον χεγκελιανικό ολοκληρωτισμό τους μέσα στην Εκκλησία.
Την Πολιτεία του Πλάτωνα την μελέτησα στο πρωτότυπο πριν από πολλά χρόνια και την θεώρησα έργο προπαγανδιστικό του ολοκληρωτισμού, λανθασμένο και σοφιστικό από την αρχή ως το τέλος. Όμως, μελέτησα με τα χρόνια και όλους τους άλλους διαλόγους του για να καταλήξω οριστικά στην απόρριψή του, προτού διαβάσω τον Πόππερ, που επιβεβαίωσε ό,τι είχα ήδη διαπιστώσει. Ο ολοκληρωτισμός και η σοφιστική από τον καιρό του Πλάτωνα πάνε μαζί. Γι αυτό τον λόγο και ο Πόππερ θεωρεί αυτόν τον δήθεν φιλόσοφο μεγάλη πληγή της ανθρωπότητας.
Τις απόψεις του Πλάτωνα περί ψυχής και ιδεών και την ριζική αντίθεσή τους με την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση την διαπίστωσα σταδιακά, αργά και έμμεσα, όπως και την σχέση του με τις γνωστικές αιρέσεις και με τον Αρειανισμό σε όλες του τις μεταμορφώσεις. Γι αυτό χρησιμοποίησα τους όρους Πλάτωνωριγενοβαρλαάμ και Παυλομαξιμοπαλαμάς, γιά να εκφράσω τις δύο γραμμές σκέψης και προπαντός βιώματος, τον “Δογματικό Ιδεαλισμό” και τον “Ορθόδοξο βιωματικό ρεαλισμό”. Μπορώ να βελτιώσω τα δύο αυτά τραγελαφικά ονόματα ως εξής, για να ευχαριστήσουμε και τους Κλιματσάκη και Ανδρουλιδάκη: Πλατωνοπλωτινωριγενοβαρλααμεγγελομάρξ και Παυλαρεοπαγιτομαξιμοσυμεωνοπαλαμοκάντ. Νομίζω ότι είναι σαφέστεροι όροι και εύκολοι σε αποστήθιση. Οι καταλήξεις δηλώνουν ότι είναι λάθος να θεωρεί κανείς συλλήβδην νεωτερικό οτιδήποτε εμφανίστηκε μετά τον Διαφωτισμό, όταν Χέγκελ, Μάρξ, Χάιντεγκερ και αρκετοί άλλοι αποτελούν σαφέστατα παλινδρόμηση σε αντιλήψεις προδιαφωτιστικές και σαφώς αντιδιαφωτιστικές. Ο φανατικός αντιαστισμός των απογοητευμένων πρώην μαρξιστών κρύβεται κάτω από τους απαξιωτικούς όρους “νεωτερικό” και “μετανεωτερικό”, όπως ένα τάγκα μπορεί να ντύσει ντροπαλή υπέρβαρη.
Οι θεωρίες ότι οι Έλληνες Πατέρες οφείλουν πολλά στον Νεοπλατωνισμό προκύπτουν από το γεγονός ότι η ανάγκη να αναιρέσουμε μία θεωρία, μας αναγκάζει να υιοθετήσουμε την ορολογία της. Είναι ένα αναγκαίο κακό, γι αυτό και πρέπει αμέσως μετά να αναδιατυπώσουμε γνήσια τις θέσεις μας. Ειδικώτερα: Όταν οι Έλληνες Πατέρες χρησιμοποιούν τους όρους ψυχή και σώμα για να αναιρέσουν την πλατωνική και νεοπλατωνική άποψη ότι οι ψυχές προϋπήρξαν και είναι αφ’ εαυτές αθάνατες, ξέπεσαν δε και φυλακίστηκαν στα υλικά σώματα που αποτελούν παραμορφωτική αντανάκλαση των ιδεών, φαίνεται σαν να αποδέχονται ότι η ψυχή και το σώμα είναι δύο διακριτές οντότητες. Γιά να αναιρέσουν τις απόψεις αυτές των γνωστικών και του Ωριγένη λένε ότι ψυχή και σώμα δημιουργούνται ταυτόχρονα την στιγμή της σύλληψης και δεν προϋπάρχουν. Σε επόμενο όμως επίπεδο και στιγμή λένε, σωστότερα, ότι ψυχή είναι όλη η συνειδητότητα με τις ποικίλες εκδηλώσεις της, που δεν μπορούν να χωριστούν από το σώμα, το οποίο όμως μετά την πτώση των πρωτοπλάστων υπόκειται στην φθορά. Η άσκηση μπορεί να μεταμορφώσει την ολότητα του ανθρώπου ακόμη και σε αυτή την ζωή, μετά τον θάνατο η υπόσταση του ανθρώπου επιβιώνει κουτσουρεμένη χάρις, πάντα, στην Θεία ενέργεια, μετά δε την Δευτέρα Παρουσία ο άνθρωπος θα ανακαινιστεί πλήρως σε μία ολότητα, είτε υπήρξε δίκαιος και ασκητής, είτε άδικος και αρνητής της ίδιας της φύσης του, για να ζήσει εν Θεώ, οδυνηρά αν μάχεται την φύση του, με αύξουσα ευδαιμονία αν έχει αρχίσει την επ’ άπειρο τελείωσή του, την θέωση, συμμετέχοντας κατά δύναμη στο έργο πρόνοιας του Θεού… Στον όρο Παυλομαξιμοπαλαμά, έβαλα πρώτα τον Απόστολο Παύλο για να τονίσω ότι η Ορθόδοξη Δογματική δεν είχε ανάγκη τον Νεοπλατωνισμό για να υπάρξει και ότι από τις πρώτες στιγμές μετά την Πεντηκοστή, η Χριστιανική Θεολογία είναι πληρέστατη, αλλά και κάνει ήδη χρήση κατ’ οικονομίαν της Ελληνικής Παιδείας κυρίως μέσα από την ποιητική παράδοση. Κάποια άλλη στιγμή είχα υπενθυμίσει το παράδοξο, ο ίδιος ο Χριστός να χρησιμοποιεί στίχους από τις Βάκχες του Ευριπίδη για να μιλήσει στον Παύλο την στιγμή της μεταστροφής του. Τον Παύλο, που πρώτα έσωσε την Εκκλησία σαν διώκτης και μετά σαν θεμελιωτής…
Και είναι φυσικό, αφού η Ποίηση είναι ανώτερος τρόπος έκφρασης από την άχαρη και δύσκαμπτη φιλοσοφία, που κι αυτή καλή είναι όταν οι φιλόσοφοι δεν είναι βερμπαλιστές, όπως ο Πλάτων και η παρέα του μέχρι σήμερα.
Όλων αυτών είσαι έμπρακτα γνώστης, κρίνοντας από το δικό σου έργο.
Θεολογία και Φιλοσοφία είναι συνώνυμα, θεμελιώνονται δε αμφότερες βιωματικά. Η γλώσσα της Θεολογίας είναι πρώτιστα ποιητική ή ποιητικοφιλοσοφική. Αμιγώς φιλοσοφική γλώσσα χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης και, από τους σύγχρονους, ο Κάντ, γιαυτό και ελάχιστοι έχουν την δύναμη να τον διαβάσουν, πόσο μάλλον να τον μεταφράσουν, όπως ο αξιέπαινος Γιώργος Ανδρουλιδάκης. Ψευδοφιλοσοφική και ψευδοθεολογική είναι η γλώσσα του Χέγκελ. Σίγουρα σε κούρασα, γιατί ο ποιητικός τρόπος που σκέφτεσαι δύσκολα αντέχει τόσο χαμαλίκι.
Αγαπητέ κ. Δεληνικόλα,
επιτρέψτε μου μια παρέμβαση αναφορικά με το κατά πόσον ο Ρενέ Ζιράρ «παραποιεί φανερά τις πηγές που ο ίδιος επικαλείται», «διηγείται πράγματα που κατεβάζει από το μυαλό του για να στηρίξει την θεωρία του περί αποδιοπομπαίου τράγου και μιμητικής φρενίτιδας ή μιμητικού ανταγωνισμού» και «παραποιεί αφηγήσεις που παραδίδονται μόνο από τα Ευαγγέλια», όπως ισχυρίζεστε. Φοβάμαι ότι οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων δεν σας δικαιώνουν, ούτε στον ισχυρισμό σας ότι ο Ζιράρ τις παραποιεί, ούτε στην άποψή σας ότι η εκτέλεση του Χριστού «δεν είχε τη συναίνεση του λαού». Απεναντίας, στηρίζουν μάλλον την ανάγνωση που τους έχει κάνει ο Ζιράρ υπό το πρίσμα της περί αποπομπαίου τράγου και μιμητικής φρενίτιδας θεωρίας του.
«Υπήρχε η συνήθεια κάθε Πάσχα να ελευθερώνει ο Ρωμαίος διοικητής έναν φυλακισμένο, όποιον θα του το ζητούσε ο όχλος. Στις φυλακές βρισκόταν τότε ένας πασίγνωστος φυλακισμένος, που λεγόταν Βαραββάς. Όταν συγκεντρώθηκε λοιπόν το πλήθος, ο Πιλάτους τούς ρώτησε: ‘Ποιον θέλετε να ελευθερώσω; Το Βαρραβά ή τον Ιησού, που τον λένε Μεσσία;’. Γιατί είχε καταλάβει πως από φθόνο και μόνο τού είχαν παραδώσει τον Ιησού. […] Στο μεταξύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του Συνεδρίου έπεισαν τους όχλους να ζητήσουν να ελευθερωθεί ο Βαρραβάς και να θανατωθεί ο Ιησούς. Όταν λοιπόν ξαναρώτησε ο διοικητής, ‘Ποιον από τους δυο να ελευθερώσω;’, ο όχλος αποκρίθηκε: ‘Το Βαρραβά’! ‘Και τι να τον κάνω τον Ιησού που τον λένε Χριστό;’. Όλοι του λένε, ‘Να σταυρωθεί!’. Ο Πιλάτις ξαναρωτά: ‘Γιατί; Τι κακό έκανε;’. Αυτοί όμως κραύγαζαν με περισσότερη δύναμη: ‘Να σταυρωθεί!’. Όταν είδε ο Πιλάτος πως έτσι δεν πετυχαίνει τίποτα, αλλά αντίθετα γίνεται περισσότερη αναταραχή, πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στον όχλο, λέγοντας: ‘Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου∙ το κρίμα πάνω σας’. Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: ‘Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας’.» − Κατά ΜΑΤΘΑΙΟΝ, 27, 15-25.
«Κάθε Πάσχα ο Πιλάτος απέλυε έναν φυλακισμένο, όποιον του ζητούσαν. Ήταν τότε φυλακισμένος κάποιος που λεγόταν Βαρραβάς μαζί με άλλους στασιαστές, που κατά την εξέγερση είχα διαπράξει φόνο. Ο όχλος άρχισε να ζητάει με κραυγές να κάνει ο Πιλάτς αυτό που έκανε πάντα. Κι ο Πιλάτος τούς ρώτησε: ‘Θέλετε να σας ελευθερώσω τον βασιλιά των Ιουδαίων;’. Γιατί είχε καταλάβει ότι από φθόνο τού τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. Οι αρχιερείς όμως ξεσήκωσαν τον όχλο να προτιμήσουν να τους ελευθερώσει τον Βαρραβά. Κι ο Πιλάτος τους ρώτησε και πάλι: ‘Τι θέλετε λοιπόν να κάνω αυτόν που ονομάζετε βασιλιά των Ιουδαίων;’. Αυτοί πάλι κραύγασαν: ‘Σταύρωσέ τον!’. Ο Πιλάτος όμως τους έλεγε: ‘Μα γιατί, τι κακό έκανε;’. Αυτοί όμως κραύγαζαν με ακόμα περισσότερη δύναμη: ‘Σταύρωσέ τον!’. Θέλοντας λοιπόν ο Πιλάτος να ικανοποιήσει τον όχλο, τους ελευθέρωσε τον Βαρραβά κενώ τον Ιησού τον παρέδωσε για να τον μαστιγώσουν και να σταυρωθεί.» − Κατά ΜΑΡΚΟ, 15, 6-15.
«Ο Πιλάτος συγκάλεσε τότε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και τον λαό, και τους είπε: ‘Μου φέρατε εδώ αυτό τον άνθρωπο επειδή ξεσηκώνει,λέτε,το λαό. Είδατε, τον ανέκρινα μπροστά σας και δεν τον βρήκα ένοχο για τίποτε απ’ όσα τον κατηγορείτε∙ ούτε και ο Ηρώδης, στον οποίο σας παρέπεμψα. Είναι φανερό ότι δεν έκανε τίποτα που ν’ αξίζει την καταδίκη του σε θάνατο. Γι’ αυτό λοιπόν θα τον βασανίσω και θα τον αφήσω ελεύθερο’. Αυτό το είπε, γιατί υπήρχε το έθιμο να ελευθερώνει ένα φυλακισμένο κατά την εορτή [του Πάσχα]. Όμως όλο μαζί το πλήθος [παμπληθεί] κραύγασε και έλεγε: ‘Σκότωσέ τον και ελευθέρωσέ μας τον Βαρραβά’.» − Κατά ΛΟΥΚΑ, 23, 13-18.
«Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και διέταξε να φέρουν τον Ιησού. ‘Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;’, τον ρώτησε. Ο Ιησούς αποκρίθηκε: ‘Το ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;’. ‘Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος;’, του απάντησε ο Πιλάτος∙ ‘το έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα’.» − Κατά ΙΩΑΝΝΗ, 18, 33-35.
Αγαπητέ Νίκο Δεληνικόλα,
από την μια χαίρομαι και κολακεύομαι που η μικρή μου παρέμβαση προκάλεσε μια τόσο εκτενή απάντηση από μέρους σου, από την άλλη συμφωνώ απολύτως με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Ο Ζιράρ όχι μόνο δεν παραποιεί, αλλά μένει προσηλωμένος στα ευαγγελικά κείμενα, υπό το πρίσμα της περί αποπομπαίου τράγου και μιμητικής φρενίτιδας θεωρίας του (επαναλαμβάνω τα λόγια του Γιάννη).
Κατά τα άλλα οι παρεμβάσεις σου, όπως σου έχω πει και σε άλλες περιπτώσεις, δημιουργούν πάντοτε ερεθίσματα.
Χωρίς το πρίσμα του Ζιράρ, δεν φαίνεται τίποτε από όσα ισχυρίζεται ο Ζιράρ και κανείς άλλος δεν σκέφτηκε άλλωστε πριν από τον Ζιράρ.
Είναι φανερό, ακόμη και από τα εδάφια αυτά, ότι πρόκειται για μία σύλληψη που έκανε η θρησκευτική ηγεσία, η οποία είχε και πολιτικές δικαιοδοσίες. Μόλις δεν πέτυχε την συναίνεση των διορισμένων πολιτικών ηγετών της, κατέφυγε στον ουσιαστικό ηγεμόνα, τον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να έλθει σε σύγκρουση με τους τοπικούς άρχοντες και τους πληρωμένους τραμπούκους τους. Η κλάκα είναι φανερή εδώ, δηλαδή η παρουσία άσχετων μαζί με τους πληρωμένους, οπωσδήποτε δε το δήθεν πλήθος δεν πρέπει να ήταν σημαντικό σε αριθμό, αφού η δίκη έγινε ή σε αίθουσα του διοικητηρίου ή στο αίθριο, οπωσδήποτε με ελεγχόμενη είσοδο από την κουστωδία (τα έχουμε ζήσει αυτά άλλωστε από τα φοιτητικά μας χρόνια, με παρεμπόδιση συνελεύσεων και με κατασκευασμένες απαρτίες). Τυπική, λοιπόν, σκευωρία για εξόντωση αντιπάλου, ερήμην του λαού και με εκπροσώπους “αντιφρονούντων”. Το τί είπε ο ευθυνόφοβος διοικητής γιά να πικάρη τον Χριστό και να δικαιολογήσει την δειλία του, δεν αποτελεί απόδειξη ότι όλος ο λαός των Εβραίων σύσσωμος καταδίκασε τον Χριστό. Η φρουρά και μερικοί “αντιπρόσωποι” του συνεδρίου τον έσυραν στην παρωδία δίκης, οι Ρωμαίοι δε έκαναν την εκτέλεση. Πενήντα μέρες μετά, αυτοί οι λίγοι που έστησαν την δίκη, κρύφτηκαν τρομαγμένοι, όταν η Ιερουσαλήμ για ένα διάστημα “αλώθηκε” από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα όπου θέλει πνέει, όχι όμως σε ανθρώπους που δεν το δέχονται εκούσια.
Πάντως, ακόμη και από αυτές τις διηγήσεις, από τις οποίες οι τρείς είναι αντιγραφές από μία, δεν προκύπτει ούτε ο αποδιοπομπαίος τράγος ούτε, βέβαια, ότι ο Πέτρος και η Παναγία σταύρωσαν τον Χριστό, αφού και οι δύο συνεχώς ακολούθησαν τον “όχλο”… Ξαναδιαβάστε την παράγραφο του Ζιράρ που αντέγραψα πιό πάνω με τις τερατολογίες. Η εκτέλεση του Χριστού ήταν σαφώς πολιτική, γιά να σωθεί ο λαός από τους Ρωμαίους, το είπαν άλλωστε ρητά, και ταυτόχρονα θρησκευτική, επειδή το τριαδικό δόγμα για την εβραϊκή θρησκεία ήταν προφανώς βέβηλη αίρεση, πολύ ομοιάζουσα στην κοντινή Οσιρική θρησκεία της Αιγύπτου. Αυτά είναι ιστορία και κοινός νους.
Πάντως, θυμήθηκα και συνιστώ το πολύ ωραίο και μικρό βιβλίο του Παναγή Λεκατσά “Έρως”.