Τι είναι η αλήθεια; Έχει μεγάλη σημασία να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, το οποίο ταλανίζει την φιλοσοφία από την αρχή της ίδρυσής της- εδώ απλώς θα θέσουμε ορισμένες διερωτήσεις, που, ως εκ του θέματός μας, ίσως φανούν περίεργες και παράξενες στον αναγνώστη. Πρέπει να του θυμίσουμε όμως ότι στην φιλοσοφία τα πάντα ξεκινούν από το παράξενο.
Η σχολαστική θεωρία για την αλήθεια, αυτή του Θωμά Ακινάτη, είναι ότι αλήθεια είναι «σύμπτωση νου και πράγματος». Πρόκειται για την λεγόμενη θεωρία της «αντιστοιχίας»: ο Γιάννης είναι μέσα στο δωμάτιο μόνο αν πράγματι ο Γιάννης βρίσκεται εντός αυτού. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι που καθιστούν τρωτή αυτή την θεωρία. Ας πάρουμε την πρόταση: «η μητέρα ποτίζει τον κήπο». Είναι αληθής; Για να απαντήσουμε, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι είναι «μητέρα». Μια πιθανή απάντηση είναι ότι μητέρα είναι αυτή που «γέννησε» κάποιον. Τι σημαίνει εδώ ο όρος «γέννησε»; Ότι είχαμε έναν παραδοσιακό τοκετό; Αν η γυναίκα δεν «γέννησε» το παιδί , αλλά της το πήραν με καισαρική τομή, τότε παύει να είναι μητέρα; Ασφαλώς όχι, θα απαντήσουμε όλοι. Αν όμως η γυναίκα κυοφόρησε το παιδί, αλλά με εμφύτευση γονιμοποιημένου ωαρίου, προκειμένου να το παραδώσει στην «βιολογική» μητέρα, είναι η μητέρα του ή όχι; Εδώ αρχίζουμε να μπερδευόμαστε. Θεωρούσαμε μέχρι πρότινος προϋποθέσεις εκ των ουκ άνευ την κυοφορία και την γέννηση, ωστόσο τώρα βλέπουμε ότι αυτές δεν είναι. Εν προκειμένω «μητέρα» θεωρείται αυτή που έδωσε το γενετικό υλικό για να κυοφορηθεί το έμβρυο. Αν τώρα κάποια γυναίκα δεν έχει ωάρια και θέλει να κάνει παιδί, μπορεί να κυοφορήσει ένα ξένο εμφυτευμένο γονιμοποιημένο ωάριο στην μήτρα της και να γεννήσει το παιδί. Τότε λέμε ότι αυτό είναι η «μητέρα» του. Ισχύει δηλαδή το αντίστροφο από την προηγούμενη περίπτωση. Τελικά, θα απαντούσε κάποιος μητέρα είναι αυτή που ανατρέφει το παιδί, ανεξαρτήτως του αν το γέννησε, και του συμπαραστέκεται σε όλα τα προβλήματά του και το αγαπά- δηλαδή μητέρα είναι ένας ρόλος. Αλλά δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε έναν τέτοιο ορισμό.
Το θέμα απασχόλησε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος, υποστηρίζοντας σθεναρά το δόγμα ότι ο Θεός-Πατήρ είναι ο Πατέρας του Θεού-Υιού, ρωτήθηκε αν ο όρος «πατήρ» είναι εδώ μια μεταφορά. Και η απάντησή του, στο σύγγραμμα του «Περί Αγίου Πνεύματος», είναι ότι η ανθρώπινη πατρότητα είναι μια μεταφορά και η θεία πατρότητα του Θεού-Πατρός είναι η κυριολεξία. Άρα, και οι όροι πατέρας-μητέρα, όπως χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας, είναι τελικά μεταφορικοί, και η πρόταση «η μητέρα ποτίζει τον κήπο» χωλαίνει ως προς την αλήθεια της.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τα αντικείμενα. Λέμε ότι υπάρχει ένα έπιπλο που το λέμε «κρεβάτι». Τι είναι αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα παραλληλόγραμμου σχήματος ξύλινο έπιπλο, εντός του οποίου τοποθετούμε ένα στρώμα για να κοιμηθούμε. Αλλά και η απάντηση αυτή δημιουργεί προβλήματα. Καταρχήν, το έπιπλο αυτό μπορεί να μην είναι ξύλινο, αλλά, ας πούμε, σιδερένιο. Έπειτα, μπορεί να μην είναι πάντα παραλληλόγραμμο. Ένας μοντέρνος σχεδιαστής μπορεί να το κάνει στρογγυλό. Έπειτα, μπορεί κάποιος να αρέσκεται, βλέποντας τηλεόραση, να τρώγει καθήμενος στο κρεβάτι του. Συνδεδεμένο με το φαγητό είναι το τραπέζι, αλλά εδώ βλέπουμε ότι αυτά είναι συμβάσεις.
Η απάντηση σε όλα αυτά είναι ίσως ο νομιναλισμός του Βιτγκενστάιν. Το νόημα μιας λέξης είναι η χρήση της στην γλώσσα. Ο όρος «παιγνίδι» είναι νομιναλιστικός: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα σε όλα τα παιγνίδια. Η επιθυμία για γενικότητα είναι πολύ μεγάλη και για αυτό δημιουργούμε μια «μορφή ζωής» οπού την α ή β δραστηριότητα ονομάζουμε «παιχνίδι». Το ίδιο μπορεί για παράδειγμα να ισχύσει και για όλες τις περιστάσεις τις οποίες εξετάσαμε. Οι όροι «μητέρα» και «τραπέζι» είναι νομιναλιστικοί. Από αυτό έπεται ότι η θεωρία της αντιστοιχίας είναι προβληματική, γιατί οι όροι των προτάσεων δεν έχουν ξεκάθαρο, σαφώς ορισμένο νόημα.
Ας περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει άραγε το ρήμα «δίνω». Θα απαντούσε κανείς ότι παίρνω στα χέρια μου ένα αντικείμενο και το μεταβιβάζω στα χέρια ενός άλλου ως δικό του. Αλλά είναι πράγματι αυτή η σημασία του «δίνω»; Καταρχήν, μπορώ να μην δώσω κάτι με τα χέρια μου, αλλά με τον λόγο. «Πάρε αυτό, στο χαρίζω». Ή ακόμη με ένα νεύμα. Κοιτώ κάτι και λέγω στον άλλον: «πάρε το, είναι δικό σου». Η μπορώ και να μην πω τίποτε. Να βάλω στο χέρι του άλλου το αντικείμενο που θέλω να του δώσω κάνοντας μια σχετική γκριμάτσα, την οποία θα καταλάβει ο άλλος. Αλλά αν υποθέσουμε ότι δίνω με το χέρι μου ένα ποτό στον άλλο το οποίο περιέχει ένα δηλητήριο, και αυτός το πιει, άραγε του το «έδωσα»; Η απάντηση εδώ είναι ότι διαστρεβλώνεται το νόημα του ρήματος «δίνω», που σημαίνει πάντα δίνω κάτι «καλό». Τι είναι όμως αυτό το καλό; Εδώ θα μπλεχτούμε στους δαιδάλους της φιλοσοφίας και στις θεωρίες της για το τι είναι πράγματι καλό. Υπάρχουν ποικίλες θεωρήσεις, από το να «προσφέρεις» (που δεν είναι όμως παρά συνώνυμο του «δίνω» λέξη) μέχρι να του λες να αυτοκτονήσει, όπως έκανε ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ. Όπως και να το κάνουμε έτσι, το «δίνω» είναι συνδεδεμένο με κάτι «καλό».
Ιδιαίτερα συνδεδεμένο με την δυνατότητα εκφοράς της αλήθειας είναι και το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει σώμα. Όσον αφορά το ρήμα «δίνω», που σχολιάσαμε παραπάνω, δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την έννοιά του, την συμβατικά λεγόμενη «κυριολεκτική», αν δεν υπήρχε το ανθρώπινο χέρι, για να «δώσει» κάτι. Και γενικά, το σώμα είναι αναμεμιγμένο στην γλώσσα πάρα πολύ, προκειμένου να εξαχθεί το νόημα. Λέμε «μου ήρθε μια ιδέα», «συνέλαβα μια σκέψη», «έπιασα το νόημα» κ.λπ. Το σώμα, αυτός ο μέγας τόπος της μεταφοράς, είναι που μας βοηθά να εκφραστούμε- δεν εμποδίζει την ψυχή να μεταδώσει την σημασία, αλλά την βοηθά να παραχθεί.
Υπάρχουν και άλλα προβλήματα της θεωρίας της αντιστοιχίας όσον αφορά την αλήθεια, όπως π.χ. σε τι αντιστοιχεί το γεωμετρικό σημείο, ο αριθμός π, η άπειρη ευθεία κ.ο.κ. Θα τα παρακάμψω όλα αυτά και θα ασχοληθώ με την δεύτερη μεγάλη θεωρία για την αλήθεια, που είναι αυτή της συνοχής. Όταν έχουμε ένα σύστημα προτάσεων με συνοχή και συνεκτικότητα, δίχως αντιφάσεις και ανακολουθίες, έχουμε να κάνουμε με αυτή την δεύτερη θεωρία. Αυτή φέρει κάποια αξία, γιατί φυσικά το αληθές παράγει προτάσεις που μεταξύ τους συνέχονται και αλληλοστηρίζονται, ωστόσο μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι για την ίδια πρόταση μπορούν να σχηματιστούν δύο διαφορετικά συνεκτικά αθροίσματα και σύνολα προτάσεων που να την περιλαμβάνουν. Δεν είναι δυνατόν να αληθεύουν και τα δύο, γιατί μπορεί να είναι αντιφατικά. Την θεωρία της συνοχής για την αλήθεια υποστήριξε στις μέρες μας ο αμερικανός φιλόσοφος Quine, σε βιβλίο του που έχει δημοσιευτεί και στα ελληνικά («Ο ιστός της Πεποίθησης», Leader Books, Αθήνα 2002), όπου μεταξύ πολλών άλλων αναφέρονται ότι μερικές «αλήθειες» για ένα συνεκτικό σύστημα προτάσεων είναι κεντρικές και, αν καταρρεύσουν, καταρρέει και το όλο κοσμοείδωλο. Για παράδειγμα, για την Καθολική Εκκλησία αν καταρρεύσει το δόγμα «ο Πάπας είναι αλάθητος», καταρρέει σύνολη η καθολική θρησκεία, για τον Προτεσταντισμό, αν καταρρεύσει το δόγμα «sola scriptura» («μόνον η Βίβλος»), καταρρέει επίσης σύνολη η Μεταρρύθμιση, ενώ για την μαρξιστική θεωρία, αν καταρρεύσει η πρόταση «ο όλος πολιτισμός είναι ένα εποικοδόμημα της οικονομίας», καταρρέει σύνολο το «Κεφάλαιο» του Μαρξ κ.λπ.
Υπάρχουν και άλλες θεωρίες για την αλήθεια, όπως αυτή του ωφελιμισμού, ότι δηλαδή αληθινό είναι ό,τι είναι χρήσιμο κ.λπ., που χωλαίνει ως προς το ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων για το τι είναι χρήσιμο κ.λπ.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα απλώς να αναφέρω ότι στις μέρες μας ο φιλόσοφος Alain Badiou, διατύπωσε μια θεωρία για την αλήθεια ως «ρωγμής», την οποία στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν μπορώ να εξετάσω.
*******************
Κατά την ορθόδοξη πατερική θεολογία, η αλήθεια είναι ένα Πρόσωπο, ο Ιησούς Χριστός. Ο ίδιος διακήρυξε ότι «εγώ ειμί η αλήθεια». Η αλήθεια, η ωραιότητα, η δικαιοσύνη, η δύναμη κ.λπ. είναι στο βάθος τους ενωμένα, άκτιστες θείες ενέργειες. Από τον Θεό εκπορεύεται το Είναι και η αλήθεια. Όσο πλησιάζει κανείς τον Ιησού Χριστό, τόσο αρχίζει να «αληθεύει» και ο βίος του, η ζωή του. Ο Βιτγκενστάιν έλεγε ότι αληθεύει κάτι στα πλαίσια μιας «μορφής ζωής», αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει ότι οι μορφές ζωής αντιπαλεύουν και αντιμάχονται η μία την άλλη και επικρατεί εσχατολογικά αυτή που έχει με το μέρος της ακριβώς την αλήθεια. Μπορεί κανείς να πλησιάσει τον Χριστό διά της Εκκλησίας, που είναι η οδός η «απάγουσα εις την ζωήν». Στην Εκκλησία, το βάπτισμα και την ευχαριστιακή μυστηριακή ζωή, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια «μορφή ζωής», όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, που μεταμορφώνει τα πάντα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη λέξη «δίνω», με την οποία ξεκινήσαμε την έρευνά μας. «Δίνω» για την Εκκλησία σημαίνει ότι ο Χριστός πρωτίστως «δίνεται» σε μας ως το Σώμα και το Αίμα Του, και καμία άλλη σημασία του όρου «δίνω» δεν έχει αυτήν την φοβερή κυριολεξία. Τι σημαίνει ο όρος «δίνω»; Αυτό που σημαίνει όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «ο Θεός στην Ευχαριστία μας δίνει το σώμα και το αίμα Του». Εδώ δεν έχει νόημα καμία θεωρία αντιστοιχίας ή συνοχής ή ωφελιμιστική κ.λπ. Γιατί ο Χριστός μπορεί να δίδει τον ίδιο τον εαυτό του, να ανακιρνάται και να συμφύρεται με το σώμα των πιστών Του, και κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ο όρος «δίνω» εμφανίζεται εδώ να καινουργείται. Η γλώσσα φθάνει στο έσχατο σημείο της, μάλλον το εσχατολογικό και καινουργείται και αυτή. Οποιαδήποτε άλλη σημασία του όρου «δίνω» είναι εκπτωτική σε σχέση με αυτήν, την κύρια. Όταν «χαρίζω» σε κάποιον ένα τετράδιο, ένα μολύβι, κάτι φαγώσιμο κ.λπ., δεν «δίνομαι» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου. Και ο φιλόσοφος Ζαν-Λυκ Μαριόν επέμεινε πολύ στη σημασία της δωρεάς. Το να «δοθώ» ολόκληρος μέσα στη δωρεά μου είναι κάτι που ανακαινίζει και την ύπαρξη, το «Dasein», το «Ενθάδε-είναι». Γιατί, για να έχει νόημα η αναλυτική υπαρκτική του Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ένα «είναι-προς-θανατον». Ο άνθρωπος στον Χάιντεγκερ είναι η περατότητά του. Αλλά ο Θεός, καινουργωντας την δωρεά, μας δίνει το φάρμακο της αθανασίας, που είναι το Άχραντο Σώμα και Αίμα Του. Ο,τι και να δώσει κανείς, όσο και να προσπαθήσει να ορίσει θετικά το «δίνω», πάντα θα υστερεί σε σχέση με αυτήν την πραγματικότητα.
Στην ευχαριστιακή λειτουργία είναι που παίρνει και την έννοιά της η λέξη «μετέχω». Γιατί στην φιλοσοφία σήμερα ο όρος αυτός έχει καταντήσει μεταφυσικός και απαράδεκτος. Οι προτάσεις «τα ζώα μετέχουν στην ζωή» και «ο άνθρωπος μετέχει στην λογικότητα» ηχούν σαν μεταφυσικές. Δεν είναι δυνατόν, κατά τους φιλοσόφους, μια πραγματικότητα να «μετέχει» σε κάποια άλλη, γιατί τότε απλά είναι αυτή η άλλη πραγματικότητα συνάμα. Αντιθέτως, στην Ευχαριστία είναι που παίρνει ζωή και ο όρος «μετοχή». Μετέχουμε στο σώμα και το αίμα του Κυρίου και αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα. Μαζί με μας εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι έχουν μετάσχει ή μετέχουν στα Τίμια Δώρα και παίρνουν ζωή από αυτά. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος μετέχει στην θεία ωραιότητα και σοφία και δύναμη, γιατί τα όντα μετέχουν του Θεού. Στην θεωρία του ακτίστου φωτός ο άνθρωπος μετέχει στις άκτιστες θείες ενέργειες και θεώνεται, ωστόσο στο σύμπαν υπάρχει ομορφιά, σοφία, δύναμη κ.λπ. που αντανακλούν κατ’ εικόνα τις αντίστοιχες θείες ιδιότητες. Ο κόσμος είναι κάτι διαφορετικό από τον Θεό, κτιστό, και δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως ομοιότητα με το Άκτιστο, ωστόσο τα επιμέρους όντα μετέχουν του Θεού. Στην θεία Ευχαριστία, κοινωνώντας αξίως σώμα και αίμα Χριστού, ο άνθρωπος θεώνεται. Και ο όρος αυτός της «μετοχής» με όλα τα συμφραζόμενά του εμπλουτίζει και ζωοποιεί την γλώσσα. Έτσι, ακόμη μια φορά, ευρύνεται και παίρνει την αληθή σημασία του το ρήμα «δίνω». Στην Ευχαριστία γινόμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί». Μας δίνεται η ίδια η θεία φύση. Και βέβαια, μπορεί να ρωτήσει κανείς πώς είναι δυνατόν το φθαρτό και μικρό και αδύναμο να γίνει άφθαρτο και μεγαλοπρεπές και παντοδύναμο, αλλά «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις».
Ένα άλλο συναφές πρόβλημα είναι αυτό που αφορά τον όρο «ζωή». Στην βιολογία δεν μπορεί κανείς να ορίσει αυτήν την λέξη, αν και γύρω μας η ζωή σφύζει και θριαμβεύει και νικά, παρά την ανθρώπινη προσπάθεια καταστροφής του περιβάλλοντος. Ο Κύριος είπε «εγώ ειμί η ζωή». Καταλαβαίνουμε, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο και λέμε «μου έδωσε ζωή», ότι αυτό δεν είναι απλά μια επιπόλαια έκφραση. Το ότι η ζωή είναι κάποιος και όχι κάτι, αλλοιώνει, μεταβάλλει το νόημά της. Η βιολογία δεν θα φθάσει ποτέ να ορίσει τι είναι ζωή, γιατί στην πραγματικότητα η «ζωή» η ίδια, ως ο Ζων Κύριος, την υπερβαίνει. Μπορεί κανείς να ρωτήσει πώς είναι δυνατόν αλήθεια και ωραιότητα και ζωή να είναι ένα Πρόσωπο, και όχι μια αφηρημένη πραγματικότητα. Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται το μυστήριο.
Ας επιστρέψουμε στον όρο «αλήθεια». Είδαμε τις προσπάθειες που έγιναν για να την ορίσουν, οι οποίες απέτυχαν όλες. Γιατί άραγε; Όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, η πραγματικότητα είναι στο βάθος της αντιφατική. Ακόμη και η κτιστή πραγματικότητα. Όταν ο ανθρώπινος νους, με τις δικές του δυνάμεις, φθάσει να μελετά και να ερμηνεύει το σύμπαν, έρχεται μια στιγμή που καταλαβαίνει ότι η πραγματικότητα είναι αντιφατική στην εσώτατη φύση της. Και εδώ σταματά ο ανθρώπινος νους. Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορεί να εισέλθει παραπέρα, με τις δικές του καθαρά διανοητικές δυνάμεις, σε αυτόν τον γνόφο της αντιφατικότητας. Ο μόνος ο οποίος μπορεί να φωτίσει τότε το ανθρώπινο πνεύμα να προχωρήσει παραπέρα και να εισέλθει σε αυτό τον γνόφο της ακαταληψίας είναι ο Θεός. Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο για την φιλοσοφία. Πώς είναι δυνατόν κάτι άκτιστο και άφθαρτο και παντοδύναμο να ανακιρνάται με το κτιστό και φθαρτό και αδύναμο. Η Καθολική Εκκλησία, διά του Θωμά Ακινάτη, αδυνατώντας, λίαν ευλόγως, να εννοήσει το μυστήριο, όρισε ότι η χάρη που παρέχεται στον άνθρωπο και τον αγιάζει είναι κτιστή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ενωθεί με την θεία φύση, γιατί τότε θα γίνει και αυτός Θεός, ωστόσο, κατά το καθολικό δόγμα, ο άνθρωπος μπορεί να έχει μία ευδαίμονα θέαση της θείας ουσίας, κάτι που για το ορθόδοξο δόγμα είναι απαράδεκτο. Η θεία ουσία δεν οράται, αλλά ο άνθρωπος μετέχει στον Θεό κυριολεκτικά διά των ακτίστων ενεργειών, που είναι και αυτές ο όλος Θεός.
Στην πραγματικότητα, αυτό που θα λέγαμε ότι γεφυρώνει κατ’ εικόνα το χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου, είναι η Ποίηση. Η Ποίηση βρίσκεται σε τρομερή αντιδιαστολή με την επιστήμη- με εξαίρεση κάποιες ποιητικές ενοράσεις της επιστήμης, όπως η κβαντική φυσική. Η Ποίηση έχει συναίσθηση αυτής της της ιδιότητας, για τούτο και οι ποιητές αισθάνονται ως μοναχικοί άνθρωποι, ξεκομμένοι από τους χαϊντεγκεριανούς «πολλούς», ασκητικοί στην σκέψη και το μυαλό, ιδιότροποι και αλλόκοτοι. Η γλώσσα της Ποίησης φθάνει πολύ μακριά και μπορεί να συλλάβει πραγματικότητες που η ίδια η επιστήμη αδυνατεί ακόμη να ανιχνεύσει. Η ίδια η Ποίηση έχει μια αποστολή. Δεν είναι απλά ότι κομίζει κάτι «ωραίο», είναι ότι αιχμαλωτίζει τον όλο άνθρωπο και τον «μαγεύει», τον ανυψώνει στο «υπερβατικό», τον εξοικειώνει με την αντιφατικότητα και την αντινομία του κόσμου. Για αυτό ακόμη και η γλώσσα της θεολογίας είναι ποιητική. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να ορίσουμε την θεία φύση του Χριστού, λέμε «φως εκ φωτός». Και αυτό στην καρδιά του χριστιανικού δόγματος, μέσα στο ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως.
***************
Θα σταματήσουμε εδώ. Τι είναι η αλήθεια; Δεν πρόκειται ποτέ η φιλοσοφία να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, γιατί ξεκινά με λάθος προϋποθέσεις. Η αλήθεια είναι κάποιος, όχι κάτι. Για αυτό και εσαεί η Ποίηση θα είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την επιστήμη.
Ο Ιησούς Παντοκράτωρ. Εικόνα στην Ιερά Μινή Χιλανδαρίου (Άγιον Όρος).
Αυτό που γεφυρώνει το χάσμα κτιστού- ακτίστου ασφαλώς και δεν είναι η ποίηση. Τίποτα ανθρώπινο δεν μπορεί να μιλήσει για τα άρρητα. Η μοναδική μας ελπίδα να αγγίξουμε το άκτιστο είναι μέσω της ησυχαστικής, ορθόδοξης παράδοσης: κάθαρση – φωτισμός – θέωση. Η ποίηση είναι απλως ένα γλωσσικό εργαλείο που ενίοτε χρησιμοποιήθηκε στη δογματική απο θεοπτες πατέρες, με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να μεταφέρουν στους αδαείς χριστιανούς μερικές εμπειρίες τους περί Θεού.
Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σας. Γλαφυρότατος ο τρόπος γραφής σας. Θα ήθελα να ρωτήσω, τον όρο Ποίηση τον εννοείται ως Θεϊκή Δημιουργία ή ως “ομπρέλα” για κάθε μορφή ποίησης;
Ασφαλώς και δεν πιστεύω ότι διαβάζοντας ποίηση γίνεσαι θεόπτης. Έχει ωστόσο σημασία το ότι π. χ. ο Άγιος Πορφύριος στις μέρες μας αγαπούσε τόσο πολυ στις μέρες μας την ποίηση και έλεγε ότι κάνει τον άνθρωπο ευαίσθητο, τον ετοιμάζει για μια πιο βαθιά κοινωνία με τον Θεό. Ολόκληρα βιβλία της Αγίας Γραφής, π. χ. το Άσμα Ασμάτων, αλλά με μια έννοια και η Αποκάλυψη, είναι ποιητικά. Θα είχε πολυ ενδιαφέρον να γραφτεί μια μελέτη ” Προσευχή και Ποίηση “, την οποία εύχομαι σύντομα κάποιος να αναλάβει. Σε κάθε περίπτωση, ευχαριστώ θερμά για τα πολύτιμα σχόλια σας και για το γεγονός ότι προσέξατε το κείμενο, για το οποίο ομολογώ ότι θα έπρεπε να είχε δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην παλαμικη θεολογία.
Ευχαριστώ πολύ για το ευγενικό σας σχόλιο. Τονίζω ότι η εντρυφηση στην ποίηση δεν πρόσφερει κάτι ως προς το πλησίασμα στην θέωση. Πρακτικά αγράμματοι άνθρωποι αξιώθηκαν μέγιστα ύψη θεοπτιας με το τρίπτυχο του ησυχασμού. Το ότι ήδη ευαίσθητοι άνθρωποι έβρισκαν ομορφιά στην ποίηση, δεν σημαίνει ότι μπορεί κάποιος μέσω αυτής να πλησιάσει Τον Θεό. Σίγουρα π.χ. ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γύρω στον 9ο αιώνα έγραψε πολλά σε ποιητική μορφή και μάλιστα αρκετά με ομοιοκαταληξία, αλλά ήταν ο τρόπος γραφής του για να τιμήσει Τον Θεό και όχι για να άλλο λόγο. Στο άγγιγμα, μέσω της προσευχής, Του Θεού, τόσο η ποίηση οδό και η επιστήμη δεν έχουν να προσφέρουν κάτι διότι είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Αυτή είναι η τελική μου θέση.
Ένα άρθρο που θίγει το θέμα “Προσευχή και Ποίηση”: https://antifono.gr/skepseis-gia-tin-poiisi/
Αγαπητέ Α. Κ., η Ποίηση είναι πάνω από τα ποιήματα. Ο Θεός, γράφει ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, ενεβαλε μέσα στην ανθρώπινη ψυχή το ” Πνεύμα ” , που είναι το συνολο των ευγενών αισθημάτων, ιερών σκιρτηματων και κινήσεων, που ωθούν τον άνθρωπο να σπεύσει προς τον Θεό. Αυτά όλα είναι κατ αναλογίαν των θείων ιδιοτήτων, και μάλιστα της θείας ωραιοτητας, του θείου κάλλους, καθότι η κτίση κηρύσσει την ομορφιά του Θεού. ” Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεου”, λέγει ο ψαλμωδος. Η Ποίηση – και άλλο η Ποίηση, όπως είπαμε, και άλλο τα ποιήματα- είναι στην πραγματικότητα Προσευχή. Όπως βλέπει κανείς ένα λουλούδι και το θαυμάζει και υμνεί για την ωραιοτητα του τον Δημιουργό, έτσι είναι και η αληθινή Ποίηση, Προσευχή. Για αυτό και η Ορθόδοξη λατρεία είναι γεμάτη από ομορφιά, μεγαλοπρέπεια και κάλλος. Προσέρχεται κανείς στο Θεό όλη ψυχή και καρδία και, έστω και αν είναι αγράμματος, ψυχικά μπορεί να είναι πολυ καλλιεργημένος. Προσωπικά, δίδαξα χρόνια τον Κρητικό του Σολωμου. Ολόκληρο το ποίημα δονουνταν από μια υψηλή θεολογία και συμφωνώ με την άποψη του Β. Αθανασοπουλο ότι το φως που εκχεει η Φεγγαροντυμενη είναι το ακτιστο φως. Πολλά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εξόχως ποιητικά, είναι προσευχη. Και όλα αυτά δεν πάνε κόντρα στον Παλαμισμο και το σχήμα κάθαρση- φωτισμος- δοξασμος, καθότι, όπως έλεγε ο Άγιος Σιλουανος, αν αγαπάς τον εχθρό σου σαν τον εαυτό σου, μετά τον θάνατο σου τα οστά σου θα είναι άγια λείψανα. Και ο Κρητικός του Σολωμου αυτό κηρύσσει, την αγάπη προς τον Θεό. Και μιλάμε ποιητικα, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλήσουμε για αυτές τις πραγματικότητες. Η αλήθεια δεν λέγεται αλλιώς, για αυτό και προσωπικά θεωρώ ότι το ωραιότερο ποίημα της γλώσσας μας είναι η ευχή της αναφοράς της λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Μέγας καλλιτέχνης είναι άλλωστε ο ίδιος ο Θεός και το ακτιστο φως, κατά τον Άγιο Νικόδημο, είναι το κάλλος Του. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην χρήση της έννοιας της ” αναλογίας”, για να αποδώσουμε ορθά την ουσία της Ορθόδοξης Θεολογίας και λατρείας, η οποία δεν διαβάζει το Ευαγγέλιο, αλλά το τραγουδά. Ο Κύριος δεν “μίλησε”, αλλά “λάλησε”, γιατί ο λόγος Του ήταν η πιο υπερκοσμια μουσική. Το θέμα είναι μεγάλο, γιατί δεν θα πρέπει να προδωσουμε την αποφατικη θεολογία. Αλλά αυτό το ζήτημα θέλει περαιτέρω επεξεργασία. Αποφατισμος υπάρχει αφθονος μέσα στο έργο του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενός κατ εξοχήν ποιητή θεολόγου. Και αυτός που βλέπει τον νυχτερινό ουρανό και δοξάζει τον Θεό βρίσκεται στην πορεία προς την κάθαρση του. Και ο Θεός αξίωσε τον άνθρωπο να γίνει και αυτός δημιουργος, που με τα έργα του καθαιρεται και καθαιρει. Τελειώνω λέγοντας ότι η αληθινή Ποίηση είναι προσευχή, κάτι που μέσα του πιστεύω ότι περιλαμβανει αρκετο παλαμιστο. Κάπου ο μακαριστός μητροπολίτης Κάλλιστος Γουεαρ λέγει ότι όταν πεθανω δεν θα ακουω απλά μουσική, θα είμαι εγώ ο ίδιος η μουσική.
Η διαφορά μας βρίσκεται στην διαφορετική ερμηνεία της λέξης “ποίηση”. Λογοτεχνικό είδος για μένα, κάτι πάρα πολύ ευρύχωρο, ευρύτερο για σας. Η θέση όμως παραμένει: ούτε καν αυτό που εσείς ονομάζετε ποίηση ή Ποίηση μπορεί να εκφράσει, συλλάβει, αποδόσει τι νιώθει και βλέπει η ψυχή του θεοπτη αγίου. Ούτε καν αυτός ο Άγιος Παύλος αποπειράθηκε να εξηγήσει τα άρρητα. Όλοι όσοι προσπάθησαν να μιλήσουν για Τον Θεό μέσω της, έστω, δικής σας έννοιας της Ποίησης, το έκαναν για ποιμαντικους λόγους και για να δώσουν σε μας τους ολιγοπιστους και χλιαρους χριστιανούς μία ελαχιστοτατη ιδέα της ένωσης με τον Θεό. Σας παραπέμπω στο ημερολόγιο του Αγίου Εφραίμ της Αριζόνας και στα όσα έχουν καταγραφεί για τον Άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστη, ώστε να δείτε την στομωση του νου όταν προσπαθούν να εξηγήσουν τι βίωσαν. Κάθε ποίηση είναι ανθρώπινο εγχείρημα και άρα ανίκανο να περιγράψει τέτοια μεγέθη. Ευχαριστώ πολύ πάντως για την τιμή της απάντησης στα σχόλια μου.
Αγαπητέ Α. Κ., δεν έγραψαν οι Μεγάλοι μελωδοι τα υπέροχα λογοτεχνικά τους έργα και δεν ζωγράφισαν τα αριστουργήματα τους οι μεγάλοι αγιογραφοι από κάποια πρόθεση απλά να διδάξουν τους αδαείς. Δεν σκεφτηκαν δηλαδή ” αυτά πρέπει να πούμε, ας προσθεσουμε και λίγη ρητορεία ” η ” αυτά πρέπει να ζωγραφίσουμε, ας βάλουμε και λίγη μαεστρία “. Έτσι ποτέ δεν βγαίνει ένα αληθινό έργο τέχνης, και η Εκκλησία – αυτό το σημείο είναι πολυ σημαντικό” αποδέχτηκε την Τεχνη. Υπήρχε η άποψη σε πρωιμους μοναστικους κύκλους να μην γίνονται δεκτά τα περίτεχνα μελωδηματα, τα κοντακια και αργότερα οι κανόνες, και η μεγαλοπρέπεια των ναών, γιατί αυτά καταστρέφουν, υποτίθεται την απαιτούμενη απλότητα, αλλά τελικά οι μοναχοί ήταν αυτοί που λαμπρυναν την λατρεία, π. χ. ο ιερός Δαμασκηνός, ο Ρωμανός ο μελωδος κ. λπ., και μάλιστα με δωρεές της ίδιας της Παναγίας. Και έβαλαν μέσα στα έργα τους, παρολο που εξέφραζαν το ευχαριστιακο κοινό βίωμα, την προσωπική τους σφραγίδα, γιατί η χάρη δεν καταργεί ποτέ την προσωπικη ετεροτητα. Και αυτοί που έχτισαν την Αγία Σοφία, ο Ανθεμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν θεοπτες, αλλά, χωρίς ποτέ να το συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι μετεγραψαν στην πέτρα το δόγμα της Χαλκηδόνας. Ακόμη και τα Ευαγγέλια είναι γεμάτα ” αντιφάσεις “, γιατί, όπως παραδεχονται οι ειδικοί το Άγιο Πνεύμα που τους ενέπνευσε δεν τους ” υπαγόρευσε” το κείμενο, αλλά διασώθηκε κατά τους ειδικούς και η προσωπικη τους ετεροτητα. Η Εκκλησία απέρριψε το λεγόμενο ” Διά τεσσάρων ευαγγέλιον”, που προσπαθησε να εξαλείψει τις αντιφάσεις. Ο παλαμισμος πρέπει να ερμηνευθεί μέσα στο γενικότερο ευχαριστιακο πνευμα της Εκκλησίας και το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι συναξη- και οι πιστοι πρέπει να ζουν και να πολιτευονται ως μέλη αυτής της συναξης, που μπορούν να εκφράζουν το αρρητο στην ουσία βίωμα τους με κτιστα ρήματα και νοήματα και μελωδηματα κ. λπ., που ετοιμάζονται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το πρόβλημα είναι ευρύτερο και έχει να κάνει, κατά τους ειδικούς, ότι ο παλαμισμος ερμηνεύεται, κατά τον μακαριστό Μητρ. Ι. Ζηζιουλα, ατομικιστικα. Και επίσης παραγνωριζεται το γεγονός ότι η κάθαρση π. χ. δεν είναι μηχανικό ξερριζωμα παθών, αλλά σχέση προσωπική με τον Θεό, σχέση ανεκφραστη και προσωπική. Σταματώ εδώ γιατί πια έχουμε να κάνουμε με πελώρια ζητήματα, για τα οποία γίνεται ακόμη διάλογος και συζήτηση από τους θεολόγους.
Δεν νομίζω πως συνεννοούμαστε. Και φταίω εγώ που δεν μπορώ να εκφραστω ικανοποιητικά. Πειτε μου όμως αλήθεια, ποια ποίηση, ποιο έργο ανθρώπινο μπορεί να εκφράσει τι αισθάνθηκε ο άγιος Πορφύριος όταν, σε ηλικία 15 ετών, κατακλύστηκε από ΤΟ φως που κάλυψε τον προσευχόμενο γερο-Δημα; Βγήκε έξω από την εκκλησία και ούρλιαζε από χαρά. Τα άρρητα δεν μπορούν να περιγραφούν από τις προσπάθειες των αμαρτωλών ανθρώπων, ακόμα και αν λέγεσαι Ρωμανός ο Μελωδός ή Αρτέμιος ή Ισίδωρος.
Ο ίδιος Άγιος Πορφύριος, παρολο που ήταν θεόπτης, μέθυσε από το κελαηδημα ενός αηδονιου στην ερημιά και εξεστη ο νους του και ξέσπασε σε δοξολογία προς τον Θεό. Η ησυχαστικη θεολογία ομολογεί ότι η χάρη είναι ακτιστη και σε αυτό διαφοροποιουμαστε από τους αιρετικούς Καθολικούς. Η ησυχαστικη θεολογία παντως δεν καταργεί την αλήθεια ότι ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδος ή ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός έγραψαν με την έμπνευση του Αγίου Πνευματος ή ότι οι ουρανοί διαλαλούν, κατά τον Ψαλμωδο, την δόξα του Θεου. Αυτά μπορούν να συμβιβαστούν δογματικά. Αλήθεια είναι και το ένα και το άλλο. Τέλος, οφείλουμε να συμπληρώσουμε και την αλήθεια ότι με τα ιερά Μυστήρια αποκτούμε, κατά τον Μητρ. Περγάμου Ι. Ζηζιουλα και το υποστατικό μας γνώρισμα, το χάρισμα της υιοθεσίας. Τέλος, θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι προσωπικό. Ο αείμνηστος Γέροντας μου π. Ιγνάτιος Καπνισης έλεγε σε όλη του την ζωή ότι το παν είναι η ταπείνωση. Η αληθινή ταπείνωση κρύβει μέσα της την χάρη του Θεού. Με την ταπείνωση φθανεις να γίνεις θεοπτης, κάτι που είναι πράγματι το υπέρτατο βίωμα. Εξάλλου, και οι νηπτικοι Πατέρες ομολογούν ότι γνωρίζεται ο Θεός στην θεοπτια μόνο αν η θέα του οράματος γεννά στην ψυχή ταπείνωση. Και ο,τι κινεί σε ταπείνωση είναι ιερό και πρεπει να το σεβόμαστε.
Επανέρχομαι στις ενστάσεις του αγαπητου φίλου Α. Κ. για να υπογραμμίσω το γεγονός ότι στην Ορθόδοξη θεολογία σήμερα υπάρχουν δυο τάσεις, η μία που βλεπει την Εκκλησία ως θεραπευτηριο, στη βάση του σχήματος καθαρση- φωτισμος- θεωση, και η άλλη που τονίζει την κοινωνία υπό στάσεων διά των μυστηρίων. Ομολογώ την αδυναμία μου να υπερασπιστώ την μία ή την άλλη τάση και περιμένω οι θεολόγοι μας να επιλυθούν το ζήτημα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως διαισθανομαι πως αυτά τα δύο συνδυάζονται. Ευχαριστώ θερμά τον φίλο Α.Κ. που με έκανε να συνειδητοποιήσω αυτό το πρόβλημα, και του ειμαι ευγνώμων.
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια τον κ. Ιωάννου. Δεν βλέπω αντίθεση πάντως ανάμεσα σε ησυχαστική παράδοση και Ποίηση ή ποίηση ή έργα τέχνης (θεόπνευστα ή όχι). Η πρώτη οδηγεί στην θεοπτια, η δεύτερη/τα δεύτερα στην εξύμνηση του Θεού. Διαφορετικά πράγματα και αν θέλετε συμπληρωματικά ως προς την ορθόδοξη εμπειρία. Καλή συνέχεια στο έργο σας.
Αγαπητέ Α. Κ., επιστρέφω στον διάλογό μας για να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Σύμφωνα με τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη τα όντα είναι κτισμένα με βάση τους λόγους- παραδείγματα που υπάρχουν στον Θεό, οπότε και στην πραγματικότητα υμνεί τον Θεό. Αυτή είναι η Ορθόδοξη έννοια της αναλογίας. Όποτε, πριν ακόμα φθάσει στην θέωση, παρατηρώντας ο νους τα όντα ανυψώνεται προς τα ουράνια και αρχίζει να μετέχει του Θεού. Πάνω σε αυτήν την έννοια της αναλογίας εδράζεται και η σημασία της Ποίησης, όταν αυτή εκπληρώνει το έργο της, π. χ. με το έργο ” Ελευθεροι Πολιορκημένοι ” του Σολωμού. Αυτό είναι η απαρχή. Για το όλο θέμα διαφωτιστική είναι η διατριβή ” Η αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ” του π. Χ. Μαμαη, που υπάρχει στο διαδίκτυο. Ευχαριστώ.
Τώρα που ξανακοιτάζω το άρθρο αναθεωρώ ως προς το τέλος του. Δεν είναι η ποίηση αυτή που θα μας ενώσει με τον Θεό. Συμφωνώ πλήρως με τον παλαμισμό, την διδασκαλία δηλαδή ότι δεν υπάρχει καμία αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Θα επανέλθω με περισσοτερες διασαφηνίσεις.