Φώτης Γεωργελές
Σιγά-σιγά, αρχίζουν τα πράγματα να ξεκαθαρίζουν. Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Και οι δύο είναι, μάλιστα, «αγανακτισμένες» Ελλάδες. Η μία θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως ήταν μέχρι το 2009. Θέλει, δηλαδή, το ευρύτερο Δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο 24 δισεκατομμύρια περισσότερα απ’ όσα εισπράττει. Κι αυτά να πηγαίνουν σε όσους έχουν μια προνομιακή κατά το μάλλον ή ήττον σχέση με τον κρατικό μηχανισμό. Η διαπλεκόμενη επιχειρηματικότητα να παίρνει έργα και προμήθειες με ληστρικές συμβάσεις. Τα κόμματα-επιχειρήσεις να διαχειρίζονται επ’ ωφελεία τους, αδιαφανώς, το δημόσιο χρήμα. Οι εκλογικοί πελάτες των κομμάτων να διορίζονται σωρηδόν στο δημόσιο σε θέσεις μη παραγωγικές.
Οι συνδικαλιστές των κομμάτων να συνδιοικούν τις δημόσιες επιχειρήσεις. Με 300 χιλιάδες εφάπαξ να βγαίνουν σε πρόωρες συντάξεις με εθελούσιες εξόδους στα 50 τους. Τα ευγενή ταμεία να χρηματοδοτούνται από τις εισφορές υπέρ τρίτων που καταβάλλει η υπόλοιπη κοινωνία. Η κοινωνική πρόνοια να μετατρέπεται σε εισοδήματα προνομιούχων ομάδων. Οι νησίδες του δημοσίου, αυτονομημένες, εκκλησία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, δημοτική αυτοδιοίκηση, να έχουν μετατραπεί σε εστίες λεηλασίας και σπατάλης. Τα κρατικοδίαιτα Μέσα Ενημέρωσης να χρηματοδοτούνται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και οι επιχορηγούμενοι διανοούμενοι να τα αμπαλάρουν όλα αυτά με το περιτύλιγμα του «δημοσίου συμφέροντος». Να περνάνε αυτοί καλά, με δανεικά, επιχορηγήσεις, κοινοτικές επιδοτήσεις. Ο λογαριασμός όμως να επιβαρύνει ολόκληρη την κοινωνία. Και αγανακτούν με τους πολιτικούς που υπόσχονταν ότι θα συνεχιστεί το πάρτι και τώρα τους ρίχνουν στη μοιρασιά.
Και υπάρχει η άλλη μισή Ελλάδα. Η επιχειρηματικότητα που προσπαθεί να δημιουργήσει προϊόντα που αξίζουν να πουληθούν. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που θέλουν απλώς να εργαστούν και να ζήσουν απ’ τη δουλειά τους. Οι μεροκαματιάρηδες που παλεύουν για την επιβίωση. Οι 800 χιλιάδες άνεργοι που αυξάνονται συνεχώς, καθώς ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ασφυκτιά και δεν μπορεί να σηκώσει άλλο τα βάρη του χρεοκοπημένου κράτους. Οι νέοι που κατά εκατοντάδες χιλιάδες δεν μπορούν καν να εισέλθουν στην παραγωγή για να μετρηθούν κι αυτοί ως άνεργοι. Η ανεργία των οποίων έχει φτάσει σε βορειοαφρικάνικα επίπεδα. Οι γυναίκες που αποκλείονται από τις δύσκαμπτες μορφές εργασίας και δεν μπορούν να εισέλθουν στην παραγωγή. Το ένα εκατομμύριο φτηνό μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα. Οι εργαζόμενοι, οι επιστήμονες, οι επαγγελματίες, που πληρώνουν φόρους χωρίς κρατική ανταπόδοση υπηρεσιών ποιότητας, που πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ταμεία χρεοκοπημένα. Η Ελλάδα που θέλει ν’ αλλάξουν όλα όσα βαραίνουν αυτή τη χώρα.
Αυτή η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη. Γιατί περιλαμβάνει και μεγάλα τμήματα της πρώην ευνοημένης Ελλάδας, τα οποία έχουν εδώ και καιρό καταλάβει ότι το σύστημα ήταν αντιπαραγωγικό, άδικο, μη διατηρήσιμο. Ότι είχε μετατραπεί σε παιχνίδι αρνητικού αθροίσματος με πολύ λίγους κερδισμένους και όλους πια χαμένους.
Ενώ αυτή η Ελλάδα είναι η πλειοψηφία των πολιτών, στον επίσημο δημόσιο λόγο δεν αντιπροσωπεύεται. Κόμματα, συνδικαλιστικοί φορείς, επαγγελματικοί σύλλογοι, ΜΜΕ, εκφράζουν το παλιό σύστημα εξουσίας, αυτό που χρεοκόπησε. Μόνο οι ελίτ των πρώην ευνοημένων στρωμάτων δίνουν λυσσασμένες μάχες οπισθοφυλακής για να μη χάσουν τα κεκτημένα. Γιατί αυτοί έχουν να χάσουν και τα περισσότερα.
Παρ’ όλο που η Ελλάδα της συντήρησης είναι πλειοψηφία στο δημόσιο λόγο, το παιχνίδι έχει κριθεί, δεν μπορεί να το κερδίσει. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει πια λεία να διαμοιράσει στην εκλογική της πελατεία. Δεν μπορεί να κάνει διορισμούς στο χρεοκοπημένο δημόσιο, δεν μπορεί να δώσει άλλες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση στους αγρότες, δεν μπορεί να μοιράσει αφειδώς πρόωρες συντάξεις και παχυλά εφάπαξ στα στρώματα του δημόσιου τομέα γιατί τα ταμεία δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τις συντάξεις ούτε αυτών που είναι ήδη μέσα. Δεν υπάρχουν έργα να διανείμει με το αζημίωτο στη διαπλεκόμενη επιχειρηματικότητα, δεν υπάρχουν πια λεφτά προς εξαγορά υποστήριξης σε ανύπαρκτα μέσα ενημέρωσης και κρατικά σιτιζόμενους διανοούμενους. Το πάρτι τελείωσε. Οι μάχες που δίνονται αυτή την περίοδο με τόση ένταση, αφορούν μόνο τα στενά συμφέροντα αποκλειστικά των διαφόρων ελίτ του χρεοκοπημένου συστήματος. Γι’ αυτούς είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Το σύστημα εξουσίας της χρεοκοπίας δεν διανοείται να παραδώσει το μηχανισμό παραγωγής προνομίων. Γι’ αυτό οι αντιδράσεις του είναι μεγάλης σφοδρότητας, αλλά ελάχιστης μαζικότητας. Έχουν αρχίσει να χάνουν ραγδαία τη λαϊκή τους βάση. Η εκλογική τους πελατεία βρίσκεται πια απέναντι.
Καθώς το τοπίο εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά έτσι, τα πιο παρασιτικά τμήματα της χρεοκοπίας δεν διστάζουν να παίξουν με τη φωτιά, να χρησιμοποιήσουν τον πιο καταστροφικό λαϊκισμό, την πιο ακραία δημαγωγία, για να δημιουργήσουν καταστάσεις έντασης, έκρυθμων συνθηκών, ώστε να καθυστερήσουν τις αναπόφευκτες αλλαγές. Να εκμεταλλευτούν την αγανάκτηση και το φόβο απέναντι στις νέες συνθήκες και να τον καναλιζάρουν σε αντιευρωπαϊκές, αντιδυτικές, αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις. Σε σχέδια «σωτηρίας της πατρίδας», όπου οι ιθαγενείς φύλαρχοι θα προτάσσουν τα στήθη τους απέναντι στην «κατοχική εισβολή των Γερμανών», των ιμπεριαλιστών, των Εβραίων, των κερδοσκόπων, της «παγκόσμιας Διακυβέρνησης».
Όσα ακούγονται δημοσίως αυτές τις μέρες από πρυτάνεις πανεπιστημίων, πολιτικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, δεν έχουν προηγούμενο στη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Προσπαθώντας να χειραγωγήσουν τον κόσμο εναντίον της ευρωπαϊκής προοπτικής, δεν διστάζουν να προωθήσουν την πιο ακραία, αντιδημοκρατική ρητορική. Αν πιστέψουμε το δημόσιο λόγο που εκφωνούν πολιτικοί γκάνγκστερ, ανεύθυνοι διανοούμενοι, τριτοκοσμικά κόμματα, επαγγελματίες επαναστάτες των τηλεοπτικών παραθύρων, ζούμε γερμανική κατοχή, εγκάθετοι παραχωρούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, κυβερνούν δοσίλογοι, κατηγορούμενοι για εσχάτη εθνική προδοσία, απεργάζονται σχέδια εξαφάνισης του ελληνισμού με στόχο το ξεπούλημα της πατρίδας μας στους ξένους. Το πολιτικό σύστημα είναι κλέφτες και δοσίλογοι, η κυβέρνηση είναι παράνομη και σε συνθήκες «δικτατορίας», όλα φυσικά επιτρέπονται: Δεν υπάρχουν νόμοι, κανόνες της δημοκρατίας, ακόμα και η βία είναι επιτρεπτή. Αυτό είναι το μήνυμα της ρητορικής του λαϊκισμού.
Αυτή η ακροδεξιοαριστερή, συνωμοσιολογική, αντικοινοβουλευτική, αντιευρωπαϊκή, τριτοκοσμική ρητορική δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο για τη μεταρρύθμιση της Ελλάδας και την αποφυγή της χρεοκοπίας. Οι αδίστακτοι μαθητευόμενοι μάγοι ανοίγουν το κουτί της Πανδώρας. Κινδυνεύει η ίδια η υπόσταση της κοινωνίας μας μέσα στη δημοκρατική Δύση. Οι χώρες αυτοκτονούν και τα παραδείγματα είναι άφθονα γύρω μας.
Σ’ αυτή την περίεργη και κρίσιμη στιγμή δεν μπορεί κανένας να σιωπά. Καθένας πρέπει να διαλέξει «αγανάκτηση», να διαλέξει «Ελλάδα».
Το life-style, ιδού, σε ρόλο κατηγόρου και κήνσορος!
Αξίζει πάντως να προσέξουμε τι ακριβώς αναλαμβάνει να πει – διακρίνοντας, μάλιστα, τα δύο επίπεδα στα οποία προθυμοποιείται να πραγματοποιήσει παρέμβαση: Το [i]πρακτικό[/i] και το [i]θεωρητικό[/i].
Στο μεν [b]πρακτικό[/b], μας διαμηνύει ότι… εχθρός του λαού είναι οι συνδικαλιστές εκείνοι που αρνούνται τις αποκρατικοποιήσεις… κερδοφόρων οργανισμών. Στο δε [b]θεωρητικό[/b] ότι το άπαν της έγνοιας μας θα πρέπει να εστιασθεί στη διαφύλαξη τής… δυτικής μας συνείδησης.
Στο μεν πρώτο σημείο, παραλείπει να μας εξηγήσει πώς θα αποπληρώσει τις επόμενες δόσεις των δανείων του, ένα κράτος που θα έχει εν τω μεταξύ εκποιήσει και τους τελευταίους πλουτοπαραγωγικούς του πόρους. Τι άλλο δηλαδή από την ισόβια χρεοκοπία θα έχει επιφυλάξει, έτσι, στον εαυτό του.
Στο δε δεύτερο, αποσιωπά την πραγματική του αγωνία: Όταν ο ελληνικός λαός βιώσει την ολοκλήρωση τού ενεστώτος δυτικού χειρισμού ([i]εκποιείστε πρώτα, ώστε όταν χρεοκοπήσετε να έχετε απομείνει “πανί με πανί”[/i]) ενδέχεται να αναδυθεί μια συνειδητοποιημένη απόρριψη του δυτικού αρχετύπου ατομικής και συλλογικής συγκρότησης. Α, όχι! μας υποδεικνύει ο λαϊφστυλίστας ταγός: Θα πρέπει, και τότε ακόμη, να μένουμε προσκολλημένοι στον πολιτιστικό εκείνον ορίζοντα που μας εγκλώβισε στο αδιέξοδο.
Η πρακτική αιτία της κρίσης, είτε στο κρατικό τομέα αναφερόμαστε είτε στον ιδιωτικό, εντοπίζεται στην [b]ραστώνη[/b] λίγων ή πολλών υπαλλήλων – ας προσεγγίσουμε την άποψή του. Αποφεύγει να παρατηρήσει, ωστόσο, πως οι πρωτοπόροι της ιδεολογικοποιημένης αργομισθίας (ή λούφας) είναι ακριβέστατα οι λαϊφστυλίστες υπάλληλοι…
Ενώ, ένας ακόμα βασικότερος συντελεστής της δημοσιονομικής καθίζησης είναι η ασύλληπτης έκτασης [b]φοροδιαφυγή[/b]. Μόνο που ξεχνά επίσης να επισημάνει ότι, και για ετούτη την ακραία αντικοινωνικότητα, υπαίτια είναι πρωτίστως η νεωτερική απονοηματοδότηση: Απο-φιλοτιμούμεθα, στο μέτρο ακριβώς που αλλοτριωνόμαστε.
Δεν είμαι συνήγορος του κ. Γεωργελέ, ούτε πρόκειται να γίνω. Νομίζω όμως ότι οι απόψεις που προκάλεσε το άρθρο του αφορούν όλους τους κατοίκους της χώρας μας (;).
Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. ‘Η ο κ. Καστρινάκης να είναι συνδικαλιστής του δημοσίου ή να μην είναι.
Στην α’ περίπτωση, απορώ με το χρόνο που βρήκε να διαβάσει και να απαντήσει γραπτώς στο άρθρο, δεδομένου ότι ειδικά οι συνδικαλιστές του δημοσίου εργάζονται σκανδαλωδώς σκληρά…
Στη β’ περίπτωση, προξενεί εντύπωση η πλήρης απουσία επιχειρημάτων και η διαστρέβλωση του κειμένου του κ. Γεωργελέ. Με εύκολες ταμπέλες (λάιφστάιλ κλπ) ούτε περιγράφεται το πρόβλημα, ούτε λύνεται. Ας κάνει τον κόπο ο κ. Καστρινάκης να αναζητήσει στο διαδίκτυο περιπτώσεις κοινωνιών, οι οποίες κατόρθωσαν με κόπο και μόχθο μακροχρόνιο να οικοδομήσουν πολιτισμό, κοινωνικό κράτος και οικονομία που να υπηρετεί τους πολίτες και όχι να τους δυναστεύει.
Ξέχασε κιόλας ο κ. Καστρινάκης και οι συνοδοπόροι του τα ασύλληπτα ποσά που κόστισαν στους έλληνες οι χρυσοκάνθαροι της Ολυμπιακής Αεροπορίας επί δεκαετίες; Υπάρχουν πολλές χώρες όπου οι λιμενεργάτες αμείβονται πέντε φορές παραπάνω από τους καθηγητές πανεπιστημίου; Έχει ξαναδεί περιπτώσεις ανάπηρων συνταξιούχων – δεκάδων χιλιάδων – να κάνουν τζόκινγκ;
Η διαφορά της ραστώνης των δημοσίων υπαλλήλων με αυτή των ιδιωτικών είναι ότι η δημόσια συνεχίζει να αμείβεται επ’άπειρον και να επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία, ενώ η ιδιωτική μπορεί να κοστίσει την απόλυση του οκνηρού.
Αρκετά πια με την εξαγορά ψήφων με δανεικά. Ας διαλέξουμε: Καπιταλισμό και Μερσεντές ή Κομμουνισμό και Λάντα. Κομμουνισμός και Μερσεντές δε γίνεται. Και ας δυσκολευτεί ο κ. Καστρινάκης να προσαρμοστεί στη νέα εποχή… Η οποία θα έρθει και στην Ελλάδα μόνο με την προώθηση της καινοτομίας, της αυστηρά ποιοτικής εκπαίδευσης και της υγιούς επιχειρηματικότητας. Ας σταματήσουμε να ψάχνουμε για ενόχους και ας αρχίσουμε να προτείνουμε λύσεις και επιχειρήματα.
Επί του πρακτικού πεδίου: Ένα ολόκληρο προπέτασμα λέξεων, προκειμένου να αποκρυβεί το ορόσημο δίλημμα:
Αφότου εκποιήσουμε τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του δημοσίου τομέα, τα επόμενα χρεωστούμενα των δανείων με τι έσοδα θα τα αποπληρώνουμε;
Επί του θεωρητικού τομέα: Μια άδικη «ταμπέλα», λοιπόν, το lifestyle. Κι όχι το απόγειο των φώτων της δύσης!
Ένα απόγειο, ωστόσο, που δεν επιχειρούν – ιδού – να το υπερασπιστούν ούτε καν και οι θιασώτες τους…
Φώτης Γεωργελές
Ο διευθυντής του αλήστου μνήμης ΚΛΙΚ, του περιοδικού που πέρασε στην κοινωνία τον κυνισμό και τον αμοραλισμό σαν πρότυπα προς μίμηση.
Σίγουρα είμαστε ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ με τη “δημοσιογραφία” που υπηρέτησε και μάλιστα από τόσο υψηλές θέσεις ο εν λόγω κύριος.
Έχουν το θράσος και κάνουν ακόμη υποδείξεις οι ΚΛΙΚαδόροι;