Χούσερλ, Φαινομενολογία, Θεολογία: μια μικρή αποτίμηση

1
1156

Ο Χούσερλ υπήρξε ο πατέρας της Φαινομενολογίας, του φιλοσοφικού αυτού κινήματος που στον 20ο αιώνα έδωσε πολλούς αξιόλογους καρπούς. Μαθητές του υπήρξαν ο Χάιντεγκερ, ο Μερλώ-Ποντύ, εν μέρει ο Ντεριντά, ο Λεβινάς, στις ημέρες μας ο Ζαν-Λυκ Μαριόν και αρκετοί άλλοι φιλόσοφοι. Η θεωρία του παρουσιάζεται με θαυμάσιο τρόπο στο βιβλίο του Robert Sokolowski «Εισαγωγή στην Φαινομενολογία» (Εκδ. Παν/μιου Πατρών, Πάτρα 2006, μετ. Π. Κόντος), το οποίο και θα χρησιμοποιήσουμε ως βασικό εργαλείο αναφοράς όσον αφορά την Φαινομενολογία.

Ξεκινάμε λέγοντας ότι κατά τον Χούσερλ βασικό χαρακτηριστικό της συνείδησης είναι η «αποβλεπτικότητα» (σ. 1), το ότι η συνείδησή μας στρέφεται πάντοτε προς κάτι. Κάθε συνειδησιακό ενέργημα που επιτελούμε, κάθε εμπειρία που έχουμε είναι «αποβλεπτική»: αποτελούν από την ουσία τους «συνείδηση τινός» ή «εμπειρία τινός πράγματος». Όλη μας η συνειδητότητα, λέγει ο Χούσερλ, κατευθύνεται προς αντικείμενα. Όταν βλέπω, βλέπω κάτι, όταν θυμάμαι, θυμάμαι κάτι, όταν φαντάζομαι, φαντάζομαι κάτι. Αυτές οι τρεις βασικές λειτουργίες της συνείδησης, η αντίληψη, η μνήμη, η φαντασία σκοπεύουν πάντα ένα αντικείμενο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι αυτό θυμίζει την ορθόδοξη ανθρωπολογία, κατά την οποία «νους λογικός αργείν ου δύναται». Ο νους μας στρέφεται διαρκώς προς τον κόσμο, καθώς μάλιστα εκπορεύεται από αυτόν η λογική, η οποία και είναι σύστοιχη προς την «λογικότητα» του κόσμου.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι μια κοινότοπη παρατήρηση και ότι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Ωστόσο, ο Χούσερλ ισχυρίζεται ότι π.χ. στην αντίληψη, είναι προς το ίδιο το πράγμα εκεί-έξω, το πράγμα «αυτό καθαυτό» που σκοπεύουμε. Θυμόμαστε τι έλεγε σχετικά ο Καντ: ότι δεν μπορούμε να δούμε το πράγμα καθαυτό, αλλά μόνο το πράγμα ως «φαινόμενο». Η εμπειρία μας, οι εποπτείες του χώρου και του χρόνου, οι διάφορες κατηγορίες κλπ. δεν μας αφήνουν να προσεγγίσουμε πραγματικά τον κόσμο, παρά μόνο ως «φαινόμενο». Παρόμοια λέγουν και πολλοί επιστήμονες σήμερα, όταν ισχυρίζονται ότι δεν βλέπουμε π.χ. το ίδιο το δέντρο, αλλά οι ακτίνες του φωτός που πέφτουν πάνω στο δέντρο, ερεθίζουν μετά τον αμφιβληστροειδή μας χιτώνα, και δημιουργείται ένα είδωλο, ένα «αισθητηριακό δεδομένο», το είδωλο του «δέντρου», το οποίο και είναι διαφορετικό από το ίδιο το πράγμα αυτό καθαυτό. Ο Χούσερλ λοιπόν αντιστέκεται και υποστηρίζει ότι όταν βλέπουμε το δέντρο, βλέπουμε πράγματι το πραγματικό δέντρο. Είναι πιο εντυπωσιακή η δήλωσή του ότι όταν θυμόμαστε το δέντρο, δεν κατασκευάζει η μνήμη ένα νέο είδωλο, το οποίο να μοιάζει κάπως με το δέντρο που είδαμε, αλλά θυμόμαστε όντως εκείνο το δέντρο το οποίο και είδαμε. Είναι τέτοιο το νευρωνικό δίκτυο του εγκεφάλου μας, το οποίο μπορεί να υποστηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, παρατηρεί ο Σοκολόφσκι. Και όταν φανταζόμαστε κάτι, αξιοποιούμε βέβαια υλικό της εμπειρίας. Είναι σημαντικό ότι δεν είμαστε παγιδευμένοι στην υποκειμενικότητά μας, αλλά ξανοιγόμαστε αληθινά προς τον κόσμο εκεί-έξω. Ο νους, λέγει ο Χούσερλ, είναι προσανατολισμένος προς την αλήθεια. Έτσι φθάνουμε σε ένα συμπέρασμα με μεγάλη σημασία για τη φιλοσοφία, αλλά και την ορθόδοξη θεολογία. Τα πράγματα διανοίγονται πράγματι για μας και εμείς, από την πλευρά μας, εκθέτουμε και στους εαυτούς μας και στους άλλους το πώς είναι τα πράγματα (σ.5).

Στο σημείο αυτό μπορούμε να σχολιάσουμε ότι αυτό που τονίζεται ιδιαιτέρως από τον Χούσερλ είναι ότι η «αποβλεπτικότητά» μας είναι πάντοτε στραμμένη προς τον κόσμο. Η αλήθεια είναι τελικά ο μεγάλος στόχος της αποβλεπτικότητας της συνείδησης, που σκοπεύει τον κόσμο. Μοιάζει κάπως σαν ο κόσμος να περικλείει την ολότητα της σημασίας, την πληρότητα του νοήματος, η οποία βέβαια δεν θα εξευρεθεί ποτέ - ο κόσμος είναι ανεξάντλητος-, αλλά μπορεί να προσεγγιστεί εν μέρει. Ο κόσμος είναι όμως το παν του νοήματος και ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μπορεί να χαίρεται αυτό το παν –για την ακρίβεια, ένα μέρος αυτού του παντός. Αυτό προμηνύει, κατά τη γνώμη μου, και την φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, για τον οποίο ο άνθρωπος είναι το ον εκείνο που κατανοεί ότι «είναι-εν-τω-κόσμω» και συλλαμβάνει το νόημα του Είναι κατανοώντας την δική του θέση μέσα σε αυτόν.   

                                       ****************

Είδαμε ότι η Φαινομενολογία ξεκινά μελετώντας τα πιο στοιχειώδη φαινόμενα της συνείδησης, π.χ. αυτό της αντίληψης. Η αντίληψη μάς εισάγει στον κόσμο. Πώς αντιλαμβανόμαστε, για παράδειγμα, έναν κύβο; Βλέπω, αν έχω μπροστά μου έναν κύβο, τις παρούσες πλευρές του, αυτές που προσφέρονται τώρα στη θέα μου, οπότε και έχω μια μερική αντίληψη της ολότητας του αντικειμένου. Ταυτόχρονα, λέγει ο Χούσερλ, «συναποβλέπω» και τις πλευρές που είναι κρυμμένες, αόρατες, που τώρα «ενεργεία» είναι απούσες. Και οι απούσες πλευρές δίδονται και αυτές στην αντίληψη, ακριβώς ως απούσες. Το ότι βλέπω είναι ένα μείγμα από «πεπληρωμένες», λέγει ο φιλόσοφος, και «κενές» αποβλέψεις, στοχεύσεις. Όλες οι εμπειρίες παρομοίως εμπερικλείουν ένα μείγμα παρουσίας και απουσίας. Η αντίληψη του κύβου είναι, για να το πούμε καλύτερα, δυναμική. Μπορώ να σχετιστώ μαζί του και με τις άλλες μου αισθήσεις: να τον μυρίσω, να τον αγγίξω κλπ. Ο Χούσερλ ονομάζει τις χρονικά εξατομικευμένες παρουσιάσεις του κύβου ως «σκιάσεις», επί μέρους φανερώσεις- αυτή είναι η ορολογία που χρησιμοποιεί. Μια σκίαση είναι πάντα ιδιωτική και υποκειμενική, αλλά η όψη π.χ. μιας πλευράς ενός κτηρίου και όλο το κτήριο είναι στην ουσία τους διυποκειμενικά.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να πούμε ότι ο κύβος είναι απλά και μόνο το άθροισμα των σκιάσεών του. Η «ταυτότητα» του κύβου ανήκει σε διαφορετική διάσταση από τις εμφανίσεις που μας προσφέρει. Η ταυτότητα ποτέ δεν φανερώνεται ως μια πλευρά, όψη, σκίαση και όμως παρουσιάζεται σε μας ακριβώς ως η ταυτότητα μέσα σε όλα τα παραπάνω (σ. 15). Τελικά, δίνεται πράγματι ο ίδιος ο κύβος, η «ταυτότητά» του- η ταυτότητα ανήκει λοιπόν, αντίθετα από αυτό που έλεγε ο Καντ, σε αυτό που δίδεται στην εμπειρία και η αναγνώριση της ταυτότητας ανήκει στην αποβλεπτική δομή της εμπειρίας. Τελικά, αποβλέπουμε τις ολότητες των αντικειμένων.

                                           ****************

Είπαμε ότι οι προγενέστεροι του Χούσερλ φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τον νου ως μια σφαίρα, μια οντότητα κλεισμένη στον εαυτό της, δηλαδή ως ένα ιδιότυπο κομμάτι που μπορεί να χωριστεί από το περιβάλλον του κόσμου. Ο νους, όμως, επιμένει ο Χούσερλ, δεν μπορεί ποτέ να χωριστεί με αυτόν τον τρόπο από τον κόσμο και να αφαιρετικοποιηθεί, αφού ο νους είναι στοιχείο- για- τον- κόσμο και για τα πράγματα- μέσα- στον- κόσμο: ο νους είναι από την ουσία του σύστοιχος με τον κόσμο.

Ο Χούσερλ εδώ φθάνει σε μια από τις αρχές που τονίζει ο Χάιντεγκερ, αλλά δεν την αξιοποιεί παραπάνω όσο ο τελευταίος. Η φιλοσοφία του «είναι-εν τω-κόσμω» έμελλε να αναπτυχθεί περαιτέρω και ενδελεχώς από τον φιλόσοφο του Μέλανος Δρυμού, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Εν πάση περιπτώσει, και ο Χούσερλ λέγει ότι ο νους είναι σύστοιχος, όπως είπαμε, με τον κόσμο. Δίνει μάλιστα και ένα παράδειγμα με ένα γεωμετρικό σχήμα, το «τρίγωνο» (σ.21). Μπορούμε να μιλάμε για το «τρίγωνο» και μετά από λίγο να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει ένα τρίγωνο χωριστό από τα «ενσωματωμένα» σε ένα πράγμα επί μέρους τρίγωνα. Τότε παραπλανούμαστε και νομίζουμε ότι το πράγμα για το οποίο μιλάμε θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε μάς καθαυτό και με τρόπο συγκεκριμένο, ως μια πλατωνική «ιδέα». Αποσπάμε το Ένα και Ιδεατό Τρίγωνο από τα γύρω μας υπάρχοντα αισθητά και εισάγουμε μια «αποκοπή» εκεί όπου θα έπρεπε να κάνουμε μόνο μια διάκριση (σ.21). Το πλατωνικό ζήτημα απασχολεί στην ουσία τον Χούσερλ.

Έχουμε ήδη δει το ζήτημα της «ταυτότητας μέσα στην πολλότητα», όταν εξετάζαμε το παράδειγμα του κύβου. Πέρα από την λειτουργία της αντίληψης, το ίδιο φαινόμενο λειτουργεί και με κάθε είδους άλλο πράγμα που μπορεί να παρουσιαστεί σε μας. Για παράδειγμα, λειτουργεί στην ίδια την γλώσσα. Ο Σοκολόφσκι αναφέρει για παράδειγμα το ότι οι εκφράσεις «το χιόνι κάλυψε το δρόμο», «ο δρόμος καλύφθηκε από το χιόνι» και «Die Strasse ist versneit» σημαίνουν όλες το ίδιο πράγμα, έχουν μία και την αυτή σημασία, αν και οι εκφορές τους είναι διαφορετικές. Αυτό μπορεί να συμβαίνει και με ένα ιστορικό ακόμη γεγονός, όπως, για παράδειγμα, η απόβαση στην Νορμανδία. Διαφορετικά θα περιγράψει το ίδιο γεγονός, την απόβαση, ένας αεροπόρος που πήρε μέρος στη μάχη, διαφορετικά ένας στρατιώτης από το έδαφος, διαφορετικά ένα ρεπορτάζ σε εφημερίδα, διαφορετικά ένας σύγχρονος ιστορικός κ.λπ. Και όμως, παρά την διαφορά των παρουσιάσεων, έχουμε να κάνουμε με ένα και το αυτό ιστορικό γεγονός, την «απόβαση στην Νορμανδία». Το γεγονός όμως μένει πάντα το ίδιο. Η ταυτότητα δεν αποτελεί μέρος της πολλότητας. Η ταυτότητα υπερβαίνει την πολλότητα των παρουσιάσεων, αυτή είναι η σωστή έκφραση (σ.26). Λέγεται επίσης ότι μια φαινομενολογία της θρησκείας θα συζητούσε το πολλαπλό των εμφανίσεων που ιδιάζουν στα θρησκευτικά αντικείμενα (σ.26). Ως παράδειγμα αναφέρεται το γεγονός της «Εξόδου» του Εβραϊκού λαού από την Αίγυπτο, που παρουσιάζεται διαφορετικά στην Γραφή και διαφορετικά στους Ιουδαίους που γιορτάζουν το εβραϊκό Πάσχα. Για τους χριστιανούς, παρομοίως, πέρα από τους μαθητές που έζησαν τον Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, διαφορετικά παρουσιάζονται τα γεγονότα αυτά στις Άγιες Γραφές, διαφορετικά στις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων,  εκείνων που έζησαν το γεγονός, διαφορετικά  παρουσιάζεται στους μεταγενέστερους μεγάλους ομολογητές και μάρτυρες της Εκκλησίας, διαφορετικά τέλος το βιώνουμε στα Μυστήρια της Εκκλησίας, ειδικότερα στην Θεία Ευχαριστία, που έχει, ως γνωστόν, αναστάσιμο χαρακτήρα. Υπάρχει πολλότητα, θα λέγαμε, ακόμη και στο ιερό. Και ο Χούσερλ λέγει ότι υπάρχει ανάγκη να παρουσιάζουμε το πολλαπλό των παρουσιάσεων που ιδιάζει σε κάθε πράγμα και φαινόμενο.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε ότι από ορθόδοξη άποψη μια φαινομενολογία της Θρησκείας, που θα μελετούσε τα θρησκευτικά φαινόμενα στην πολλαπλότητά τους και θα προσπαθούσε να ανακαλύψει τις «ταυτότητες μέσα στις πολλότητες» θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Ας πάρουμε για παράδειγμα το «φαινόμενο» της «εξιλέωσης». Ο φαινομενολόγος θα μελετούσε το φαινόμενο αυτό π.χ. στην αρχαιοελληνική θρησκεία, και τις τελετές που γίνονταν τότε για να εξιλεωθεί κανείς από κάτι μιαρό, θα το μελετούσε στην ινδουιστική θρησκεία με τις πολλές θεότητές της και τις ιδιαιτερότητες της καθεμιάς, στον βουδισμό που αναζητά την «νιρβάνα» κ.λπ. Ως «εξιλέωση» στην Ορθόδοξη Εκκλησία θα εκλάμβανε το Μυστήριο της «Εξομολόγησης», που συνδέοντάς το με τις λοιπές περιπτώσεις «εξιλέωσης», θα του διέφευγε η αληθινή του σημασία. Όπως έλεγε ο π. Αλ. Σμέμαν η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Σε αυτό το συμπέρασμα άραγε είναι ικανή να φτάσει από μόνη της η Φαινομενολογία; Η χριστιανική «μετάνοια» και εξαγόρευση αμαρτιών θα βαφτιζόταν «εξιλέωση», ενώ στην πραγματικότητα, αν διαβάσουμε τα γραπτά των καλύτερων θεολόγων σχετικά με το θέμα, πρόκειται πράγματι για κάτι διαφορετικό. Ο π. Συμεών Κραγιόπουλος μιλά για την ενοχή που πράγματι γεννά η αμαρτία, και για το ότι πρέπει ο πιστός να αναζητήσει τον κατάλληλο πνευματικό πατέρα, στον οποίο θα εξαγορευθεί μεν τις αμαρτίες του, αλλά θα πρέπει να περάσει ένας ορισμένος καιρός, ώστε να οικοδομηθεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ πνευματικού και πιστού, ώστε να παραδώσει ο πιστός πράγματι την ενοχή του στον εξομολόγο, που λειτουργώντας ως μικρός Χριστός θα μπορέσει Εκείνος και μόνο Εκείνος να την βαστάσει. Θα ήταν αδύνατον, αν δεν είχαμε την ανάλυση της ίδιας της Θεολογίας, το έσωθεν πηγάζον αισθητήριό της από το βίωμα που γεύεται η Εκκλησία, η Φαινομενολογία να έφτανε, συγκρίνοντας τα διάφορα «πολλαπλά», σε αυτό το συμπέρασμα. Δεν αρνούμαστε ότι μια Φαινομενολογία της Θρησκείας θα ήταν χρήσιμη γιατί θα έφερνε διάφορες θρησκευτικές πραγματικότητες στο φως, θα ήταν όμως αδύνατον να πλησιάσει την ίδια την καρδιά της Ορθόδοξης Θεολογίας. Πέραν αυτού, θα ήταν παντελώς αδύνατον να γίνει οποιαδήποτε ανάλυση του εκκλησιαστικού δόγματος, που υπερβαίνει άλλωστε την ανθρώπινη λογική. Με άλλα λόγια η Φαινομενολογία δεν μπορεί να προβεί μόνη της σε ανακαλύψεις, αλλά χρειάζεται την βοήθεια της Θεολογίας, και των Επιστημών όσον αφορά τα διάφορα φυσικά, χημικά, ψυχικά κ.λπ. φαινόμενα και γεγονότα. Π.χ. διαφορετική είναι η αποβλεπτικότητα με την οποία «στοχεύουμε» τα μόρια και τα άτομα της φυσικής, τον γενετικό κώδικα της βιολογίας, τα σημεία, τα επίπεδα και τα σχήματα της γεωμετρίας και τις λοιπές μαθηματικές έννοιες κ.λπ. Ο Θεολόγος και ο Επιστήμονας έρχεται πρώτος, ανακαλύπτει και περιγράφει το γεγονός, ενώ ο Φαινομενολόγος είναι αυτός που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διασαφηνίσει περαιτέρω τα γεγονότα και να προβεί στην συνειδητοποίηση κάποιων επί μέρους παρατηρήσεων. Με την σειρά τους, και οι επιστήμες τρέφονται η μία από τις ανακαλύψεις της άλλης, ακόμη και σε περιπτώσεις που φαίνεται η ανακάλυψη να προσήλθε εκ του μηδενός. Η βοήθεια της Φαινομενολογίας είναι πιο ταπεινή, αλλά είναι αλήθεια ότι είναι πολύ χρήσιμη. «Διατυπώνοντας με προσοχή τα διάφορα πολλαπλά και τις διάφορες ταυτότητες, η Φαινομενολογία μας βοηθά να διατηρήσουμε την πραγματικότητα και τη διαφορετικότητά τους. Μας βοηθά να αποφύγουμε τον αναγωγισμό, φέρνοντας στην επιφάνεια αυτό που ιδιάζει σε κάθε είδος όντος, όχι μόνο όσον αφορά την ανεξάρτητη ύπαρξή του αλλά, επίσης, όσον αφορά και τη δύναμή του να παρουσιάζεται. Μια ηθική πράξη, για παράδειγμα, θα διακριθεί με μεγαλύτερη ζωηρότητα από μια καταναγκαστική συμπεριφορά, εάν είμαστε ικανοί να διατυπώσουμε το πολλαπλό των παρουσιάσεων που ιδιάζει στην καθεμιά τους» (σ. 27).

Είναι αλήθεια ότι η πρώιμη Φαινομενολογία, αυτή του Χούσερλ αλλά στην πραγματικότητα και του Χάιντεγκερ, δεν είχε ηθική. Ο λόγος είναι ότι η ύπαρξη της ηθικής και της ηθικότητας δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο π.χ. η λειτουργία της αντίληψης, της μνήμης, της φαντασίας. Ή ο Χουσερλ θα έπαιρνε τις διάφορες ηθικές πεποιθήσεις ανά τις εποχές και τους αιώνες και θα προσπαθούσε να μελετήσει τα πολλαπλά και να ανακαλύψει τις ταυτότητες, ένα έργο το οποίο δεν ξέρω αν θα είχε κανένα νόημα (και πώς να συγκρίνει κανείς τις διάφορες ηθικές θεωρίες, αν δεν έχει ο ίδιος μια στέρεη ηθική βάση;) ή απλώς θα εξάλειφε την ηθική από τον χάρτη της Φαινομενολογίας. Αυτό έκανε ο Χούσερλ, αυτό κάνει στην πραγματικότητα και ο πιο κοντινός μαθητής του, ο Χάιντεγκερ, ο οποίος, παρά τα όσα λέγει για την «αυθεντικότητα» και την «αναυθεντικότητα», εξορίζει τελικά την ηθική λέγοντας ουσιαστικά ότι κάθε επαφή με τους άλλους είναι επαφή με τους «πολλούς»- αλλοτρίωση. Την ηθική εισάγει στην Φαινομενολογία ο Εμμανουέλ Λεβινάς, ο οποίος βέβαια, αν και φαινομενολόγος, κάνει αυστηρή κριτική στον Χούσερλ, και προχωρά όχι σε μια σύγκριση διαφόρων πολλαπλών, για να αναζητήσει τις ταυτότητες, αλλά προτείνει εξαρχής μια δική του φαινομενολογική –και στην πραγματικότητα «αποδομητική»- ηθική. Αναγκάζεται προς τούτο να μιλήσει για την Ολότητα, το Άπειρο, να ισχυριστεί ότι φέρουμε άπειρη Ευθύνη για οποιονδήποτε άνθρωπο, όσο μακριά και αν ζει αυτός κ.λπ. Πρόκειται για μια ηθική εμπνευσμένη εν πολλοίς από τον Ιουδαϊσμό (όταν π.χ. λέγει ότι η συνείδηση δημιουργείται από τον γραφή, εννοώντας τον μωσαϊκό νόμο, και δεν είναι εν πολλοίς πανανθρώπινο φαινόμενο, όπως δείχνει η περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας), που ωστόσο είναι πρωτότυπη και δεν προκύπτει από μια καθαρά χουσερλιανή μέθοδο.

Περαιτέρω, ο Χούσερλ μελετά την έννοια της διυποκειμενικότητας (σ.27-8). Μας λέγει ότι τα άλλα υποκείμενα εμφανίζονται σε μας με τρόπο πολύ πιο πλούσιο και διαφορετικό από ό,τι τα αντικείμενα. «Όταν εισάγονται στη σκηνή άλλα αντικείμενα αντίληψης, η ίδια ταυτότητα εκλαμβάνει μια βαθύτερη αντικειμενικότητα, μια πλουσιότερη έννοια υπερβατικότητας: βλέπω αυτή την ταυτότητα, πλέον, όχι απλά και μόνο ως το πλέγμα που θα έβλεπα διαφορετικά εάν έμελλε να κινηθώ με αυτό ή τον άλλο τρόπο, αλλά ως αυτό το ίδιο πράγμα που βλέπει κάποιος άλλος, ακριβώς αυτή τη στιγμή υπό μια άλλη προοπτική. Το αντικείμενο δίνεται σε άλλους θεατές μέσω ενός πολλαπλού που είναι διαφορετικό από αυτό που αντικρίζω εγώ και βλέπω το αντικείμενο ως κάτι ακριβώς που βλέπουν οι άλλοι από οπτικές γωνίες τις οποίες δεν μοιράζομαι αυτή τη στιγμή μαζί τους… το είναι και η ταυτότητα του πράγματος εντείνονται χάρη στην εισαγωγή διυποκειμενικών προοπτικών. Η ίδια η διάσταση τού ότι το αντικείμενο είναι ‘εκεί’ τόσο για τους άλλους όσο και για εμένα συνιστά μια προσθήκη στο είναι και την ταυτότητα του πράγματος» (σ. 27-8). Ο Χούσερλ καθώς προχωρεί στην μελέτη του παρουσιάζει όλο και πιο πλούσια παραδείγματα υπερβατικότητας, όπως το πέρασμα από την αντίληψη ενός απλού πράγματος, λ.χ. του κύβου, στην εμφάνιση ενός άλλου υποκειμένου μπροστά μου. Τα πράγματα, λέγει ο Χούσερλ, εμφανίζονται σε μας, και το ίδιο γίνεται και με τα άλλα πρόσωπα: εμφανίζονται σε μας. Εφαρμόζοντας την μέθοδο του Χούσερλ, αυτήν της ταυτότητας μέσα στην πολλότητα, είναι βέβαιο ότι θα φτάσουμε να κάνουμε χρήσιμες και διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τον χαρακτήρα των ανθρώπων, τον τρόπο που συμπεριφέρονται κ.λπ. Αλλά, αυτό που έλεγε ο Χούσερλ για τον κόσμο, αυτό πρέπει να πούμε και για την διυποκειμενικότητα. Ζούμε ήδη μέσα στους άλλους, με τους άλλους. Κατά κάποιο τρόπο το «συνείναι» του Χάιντεγκερ προηγείται του «είναι-μέσα-στον-κόσμο». Αυτό βέβαια θα το ανακαλύψει και η Ψυχανάλυση, τόσο η φροϋδική όσο και η λακανική, ωστόσο αποτελεί και μια βασική αρχή της ορθόδοξης θεολογίας. Είπαμε προηγουμένως ότι το εκκλησιαστικό δόγμα δεν γίνεται να τύχει αντικείμενο επεξεργασίας εκ μέρους της Φαινομενολογίας, γιατί υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική. Ωστόσο, κάτι που αμελήσαμε να πούμε είναι ότι το ορθόδοξο δόγμα έχει και ανθρωπολογικές συνέπειες. Όπως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν το καθένα το υποστατικό τους ιδίωμα και κοινωνούν το Ένα το Άλλο, παρομοίως και οι άνθρωποι έχουν την δική τους ετερότητα και επίσης «κοινωνούν», όπως θα έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας το ένα το πρόσωπο του άλλου – προπαντός στην μυστηριακή ζωή. Βέβαια, ένας φαινομενολόγος, εξετάζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον τρόπο που τα άτομα ενεργούν, με την μέθοδο της ταυτότητας μέσα στην πολλότητα, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα διαφέρουν το ένα από το άλλο. Θα ήταν όμως πολύ δύσκολη αυτή τη φορά να προχωρήσει πιο πέρα και να μιλήσει για την «ετερότητα» του ανθρώπινου προσώπου, για την οποία έχουν πει πολλά οι στοχαστές Χρήστος Γιανναράς και ο μνημονευθείς Μητροπολίτης Ι. Ζηζιούλας, η οποία είναι κάτι το διαφορετικό. «Ετερότητα» στην ορθόδοξη Θεολογία δεν σημαίνει απλά διαφορετική συμπεριφορά και εξωτερική ενέργεια, αλλά, όσον αφορά την ίδια την Θεότητα, και κατά μια αναλογία στον άνθρωπο, κάθε πρόσωπο έχει το δικό του «υποστατικό ιδίωμα», και είναι αδύνατον να μάθει κανείς πραγματικά τον άλλον άνθρωπο αν δεν τον συναναστραφεί και έχει άμεση σχέση με αυτόν. Ωστόσο, η Φαινομενολογία, που δεν είναι εχθρική προς την Θρησκεία (βλ. το κεφάλαιο «Η Φαινομενολογία και η Θωμιστική Φιλοσοφία», σ.221-223), μπορεί, στην συνάντησή της με την Θεολογία, να προβεί σε θαυμαστές ενοράσεις και παρατηρήσεις. Παράδειγμα είναι, όπως είπαμε, ο φιλόσοφος Λεβινάς, αλλά και ο Ζαν-Λυκ Μαριόν, ο οποίος προχωρεί σε μια έξοχη ανάλυση του έρωτα στο μεταφρασθέν και στα ελληνικά βιβλίο του «Το ερωτικό φαινόμενο» (Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2010, μετ. Χρ. Μαρσέλλος) ο οποίος αφορμάται από μια παρατήρηση του Χούσερλ, προχωρεί όμως σε μια ανάλυση εξαιρετικά πρωτότυπη μεν, που είναι εμπνευσμένη όμως από την χριστιανική θεολογία.

Ο Χούσερλ αναφέρεται και στην συνειδητότητα που έχουμε για τους εαυτούς μας ως παράδειγμα της ταυτότητας στην πολλότητα. «Ως τελευταίο παράδειγμα της δομής της ταυτότητας στην πολλότητα, ας αναφέρουμε την ίδια τη συνειδητότητα που έχουμε για τους εαυτούς μας. Η-ταυτότητα-του-εαυτού είναι κάτι που παρουσιάζεται μέσα από ένα ιδιαίτερο σύνολο εμφανίσεων. Ενώ ταυτοποιούμε κύβους, προτάσεις, γεγονότα, συμφωνίες, πίνακες, ηθικές συνδιαλλαγές και θρησκευτικά αντικείμενα, ταυτόχρονα και πάντα εγκαθιδρύουμε τις δικες μας κάθε φορά ταυτότητες ως τις ταυτότητες εκείνων στους οποίους δίδονται όλα τα παραπάνω. Εγκαθιδρύουμε τους εαυτούς μας ως «δοτικές της εμφάνισης». Η δική μας ταυτότητα δεν είναι, προφανώς, η ίδια με εκείνη οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας αντικειμένων που δίδονται σε εμάς, αλλά είναι του ίδιου είδους των άλλων εαυτών, των άλλων προσώπων. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και στο εσωτερικό της διυποκειμενικής εμπειρίας, ιστάμεθα ως το κέντρο της δικής μας συνείδησης. Ακόμα και στο εσωτερικό των υποκειμένων του δικού μας είδους, έχουμε μια ανεξίτηλη πρωτοκαθεδρία: βρισκόμαστε στο κέντρο μας με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορούμε ποτέ να διαφύγουμε από αυτό το κέντρο. Ποτέ δεν γινόμαστε κάποιος άλλος ή κάτι άλλο, ποτέ δεν μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας τους εαυτούς μας» (σ.28-9). Και πάλι η ορθόδοξη θεολογία της «κοινωνίας» θα μπορούσε να ρίξει πολύ φως σε αυτό που πάει να ψελλίσει η Φαινομενολογία.

Τελευταία θα αφήσουμε τα όσα λέγει ο Χούσερλ για τη σχέση του υποκειμένου με τον κόσμο. Δεν έχουμε αναφέρει ότι η φαινομενολογική στάση είναι διαφορετική από τη φυσική στάση, ότι δηλαδή φαινομενολόγος γίνεται κανείς μόλις αρχίσει να λειτουργεί κάπως σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής της σκηνής ή κάτι σαν θεατής ενός αγώνα. Όσο παρατηρώ τον κύβο, δεν είμαι ακόμη φαινομενολόγος. Μόλις αρχίσω να αποστασιοποιούμαι από την ίδια την παρατήρηση και να στοχάζομαι επ’ αυτής, σαν θεατής του όλου φαινομένου της αντίληψης, γίνομαι φαινομενολόγος. Η αποστασιοποίηση αυτή, ειρήσθω εν παρόδω, μπορεί να είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να μας παραπλανήσει ή να αλλοιώσει το φαινόμενο. Δεν γίνεται να αποστασιοποιηθεί κανείς από την προσευχή του, την σχέση του με τον Θεό και να την παρατηρήσει ως θεατής. Κάποια φορά ο Αγιος Σωφρόνιος του Έσεξ λέγει ότι αυτό προσπάθησε να κάνει για να απαντήσει στην ερώτηση ενός μοναχού περί πνευματικής ζωής, και τότε σταμάτησε η προσευχή μέσα του. Και αργότερα ο Μαριόν θα μιλήσει για τα λεγόμενα «κορεσμένα» φαινόμενα, που κατακλύζουν το όλον της συνείδησης, καταργώντας τον φαινομενολογικό «ορίζοντα».

Αναφερθήκαμε στη γνώμη του Χούσερλ, η οποία στη Θεολογία έχει κατά τη γνώμη μου περιορισμένη εφαρμογή. Όσον αφορά τον κόσμο, ο φιλόσοφος λέγει ότι εξετάζουμε εν τέλει ως θεωροί τι σημαίνει να συμμετέχεις στον κόσμο και στις εμφανίσεις μέσα στον κόσμο. Αναστέλλουμε τις αποβλέψεις κατά περίεργο τρόπο, αλλά δεν τις έχουμε απολέσει. Τότε γινόμαστε φιλοσοφικά εγώ. Πώς δίδεται ο κόσμος στο φιλοσοφικό εγώ; Όχι σαν μια σφαίρα που πλέει μέσα στο σύμπαν, ούτε ως σύνολο κινουμένων αντικειμένων. (σ. 41). Ο κόσμος είναι το όλον για όλα τα πράγματα, και όχι το άθροισμά τους. Στο σημείο αυτό σύμφωνος θα ήταν και ο Χάιντεγκερ.

Η ανάλυση αυτή δεν θα έβρισκε ξανά ολότελα σύμφωνη ούτε την ιουδαϊκοχριστιανική παράδοση, ούτε τη σύγχρονη επιστήμη. Η βιβλική παράδοση θεωρεί τον κόσμο κτιστό, και αυτόν τον κάνει να ρέπει στην φθορά, τρωτό, ευάλωτο. Δεν εξαντλεί ο κόσμος το νόημα του Είναι, όπως νομίζουν οι Χούσερλ και Χάιντεγκερ- αν και ο πρώτος δεν ενδιαφερόταν για το Είναι. Η αποστασιοποίηση από τα πράγματα δεν γεννά τα ίδια αισθήματα, παντού και πάντοτε, ανεξαρτήτως πολιτιστικού υποβάθρου.

                                 ****************

Δεν θα προχωρήσουμε άλλο την ανάλυση, θα αναφέρουμε μόνο ότι η Φαινομενολογία έχει πάρει θρησκευτική τροπή στη Γαλλία σήμερα. Αυτό άρχισε με την φιλοσοφία του Λεβινάς, κορυφώθηκε ωστόσο με το έργο του Ζαν Λυκ Μαριόν, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί σε άλλη μας εργασία, στην οποία και παραπέμπουμε (« ‘‘Ο Θεός χωρίς το Είναι’’ του Ζαν-Λυκ Μαριόν και η ορθόδοξη σκέψη»). Η βιβλιογραφία για τον Μαριόν δεν είναι ακόμη στη χώρα μας αρκετά μεγάλη (πέρα από τα ίδια τα βιβλία του Μαριόν, πολύ καλό είναι να διαβάσει κανείς το άρθρο του Δ. Σκλήρη «Μια φιλοσοφία της Ανάληψης του Χριστού κατά τον Ζαν-Λυκ Μαριόν», περιοδικό ο «Άνθρωπος», τ. 7, Αθήνα 2022, σ. 92-105, αλλά και τα λοιπά άρθρα του αφιερώματος του περιοδικού). Αξίζει να μελετήσει κανείς αυτόν τον φιλόσοφο, για να δει την τροπή που πήρε απρόσμενα η Φαινομενολογία. Θα ήθελα να επιστρέψω σε αυτό το ζήτημα, πάντως η Φαινομενολογία υπήρξε κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά ρεύματα του 20ου αιώνα.

 

Φωτογραφικό στιγμιότυπο από την "Μπλέ ταινία" (1993) του Κριστώφ Κισλόφσκυ.

1 σχόλιο

  1. Έχω την εντύπωση ότι το θεμελιώδες ερώτημα περί της ταυτότητας είναι το εάν ο παρατηρητής φέρει κάποια ιδιότητα που είναι απλώς αναδυόμενη από τις ιδιότητες των παρατηρούμενων, τις οποίες κατα τα άλλα μοιράζεται με αυτά ή η κρίσιμη αυτή ιδιότητα βρίσκεται εκτός του παρατηρούμενου κόσμου. Στην πρώτη περίπτωση η ταυτότητα αναγκαστικά θα πρέπει να οριστεί με βάση τις παρατηρούμενες σχέσεις και τις ιδιότητες (σχέσεις με τον ίδιο τον παρατηρητή), κάτι που στηρίζει τη φαινομενολογική προσέγγιση, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, ενδέχεται να μπορεί να προσδιοριστεί “αλλιώς”.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ