Carl Dreyer: LA PASSION DE JEANNE D’ARC (1928)

1
478

Μηνάς Γρηγοράτος *

Στο ένθετο για τον κλασσικό κινηματογράφο, στο οποίο προβάλλουμε σκηνές από ταινίες που φέρουν το ξεχωριστό αποτύπωμα γραφής των δημιουργών τους, την προσωπική δημιουργική οπτική των σκηνοθετών τους, παρουσιάζουμε σήμερα την βωβή ταινία LA PASSION DE JEANNE D’ARC σκηνοθετημένη από τον Carl Dreyer το έτος 1928.

Ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε με τα γυρίσματα της ταινίας αυτής όταν σε νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τη Δανία για ν’ αναζητήσει δουλειά στη Γαλλία. Διάλεξε ως πρωταγωνίστρια την έμπειρη θεατρική ηθοποιό Falconetti και μελέτησε τα πρακτικά της εκκλησιαστικής δίκης η οποία το 1431 οδήγησε στην πυρά την 19χρονη χωριάτισσα Ζαν, την νικηφόρα ηγέτιδα των γαλλικών στρατευμάτων ενάντια στους Άγγλους εισβολείς.

Ας παρακολουθήσουμε όσα έγραψε αργότερα ο σκηνοθέτης: «Για τα γυρίσματα δεν έκανα κάποια μελέτη για τα ρούχα της εποχής ή γι’ άλλα τέτοια στοιχεία. Δεν μ’ ενδιέφερε η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ούτε και η χρονική της απόσταση από το σήμερα. Ο σκοπός μου ήταν να παρουσιάσω έναν ύμνο στην επικράτηση της ψυχής επί της ζωής. Η επιλογή μου για τα γκρο πλάνα και τις ασυνήθιστες κοντινές λήψεις δεν ήταν τυχαία. Κάθε ένα πλάνο εξέφραζε τον χαρακτήρα και το πνεύμα του προσώπου που έδειχνε. Ο στόχος μου ήταν να μεταδώσω την αλήθεια και γι’ αυτό αγνόησα παντελώς κάθε είδους καλλωπισμό: έφθασα μάλιστα στο να απαγορεύσω στους ηθοποιούς να κάνουν έστω και ελάχιστη χρήση μακιγιάζ. Επίσης, έσπασα μια άλλη παράδοση: από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή της ταινίας, όλες γυρίστηκαν με την φυσική σειρά. Ευτυχώς ο διευθυντής φωτογραφίας Rudolph Maté κατανόησε τις απαιτήσεις μου σχετικά με τα γκρο πλάνα και συνέβαλε πολύ στο να παρουσιάσω αυτά που απαιτούσα. Στο δε παίξιμο της Falconetti βρήκα αυτό που ζητούσα: την μετενσάρκωση της μάρτυρος Ζαν.»

 

Η κυριαρχία του γκρο πλάνου

Από τα πρώτα πλάνα της ταινίας συνειδητοποιούμε ότι δεν πρόκειται για μια «ιστορική» ταινία: δεν υπάρχει ούτε ένα γενικό πλάνο μιας μάχης. Όσο δε για τα μεσαία πλάνα ή τα πλάνα συνόλου, αυτά είναι ελάχιστα: σπανίως βλέπουμε ολόκληρα τα σώματα των ηθοποιών, ολόκληρα τα τραπέζια και τις πόρτες. Το κελί και η δικαστική αίθουσα δεν παρουσιάζονται σε πλάνα συνόλου, αλλά προσλαμβάνονται από το θεατή διαδοχικά, με βάση συνδέσεις (ρακόρ) οι οποίες τους προσδίδουν μια πραγματικότητα κάθε φορά κλειστή.

Με την απουσία των γενικών πλάνων ή των μεσαίων πλάνων, αυτό που απομένει είναι η απόλυτη κυριαρχία των γκρο πλάνων που γυρίζονται με βάση ασυνήθιστα καδραρίσματα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ακόμη και πλάνα που κόβουν την ενότητα του εικονιζομένου προσώπου: γκρο πλάνα με χείλη που ουρλιάζουν, με ξεδοντιασμένους καγχασμούς, κλπ. Τα «τμητικά» αυτά καδραρίσματα χρησιμοποιούνται μοναδικά για να υποδηλώσουν τις ασυνήθιστες γωνίες λήψης, οι οποίες δεν δικαιολογούνται πλήρως από τις απαιτήσεις της πλοκής ή της αντίληψης του θεατή.

Θα δούμε επίσης να χρησιμοποιούνται καδραρίσματα με πρόσωπα κομμένα οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια, εγκάρσια. Θα δούμε ακόμη και οι κινήσεις των ηθοποιών να κόβονται στη μέση, οι συνδέσεις των κινήσεών τους να γίνονται συστηματικώς ψευδείς (faux raccords), σαν να έπρεπε να διασπαστούν κάποιες πραγματικές ή λογικές συνδέσεις. Συχνά μάλιστα το πρόσωπο της Ζαν παραμερίζεται στο κάτω μέρος της εικόνας, με αποτέλεσμα το γκρο πλάνο να παρασύρει ένα κομμάτι άσπρου σκηνικού, μια κενή ζώνη, ένα κομμάτι ουρανού, απ’ όπου η εκείνη αντλεί μοναδική έμπνευση.

Ο σκηνοθέτης προτιμά να απομονώνει κάθε πρόσωπο σε γκρο πλάνο, το οποίο όμως δεν «γεμίζει» ολόκληρο: η τοποθέτηση του προσώπου στα δεξιά ή στα αριστερά συνεπάγεται άμεσα μια δυνητική σύζευξη που δεν χρειάζεται πια να περνά από την πραγματική σύνδεση των προσώπων. Η σκηνοθετική αντίληψη του Dreyer επέτρεψε στα Πάθη να αναδυθούν με τρόπο εκστατικό, μέσω του προσώπου, της εξουθένωσής του, της αποστροφής του, της αναμέτρησής του με τα όρια!

 

Η απουσία της προοπτικής

Υπάρχει μια ακόμα ιδιαιτερότητα: ο σκηνοθέτης αποφεύγει να χρησιμοποιεί τις αντίστροφες γωνίες λήψης των πλάνων (εννοούμε εκείνες τις γωνίες λήψης στις οποίες το πλάνο του Α που βλέπει τον Β, ακολουθείται από ένα άλλο όπου ο Β βλέπει τον Α). Οι αντίστροφες γωνίες λήψης θα αποκαθιστούσαν, για κάθε πρόσωπο, μια πραγματική σχέση με κάποιο άλλο απέναντί του: το πρόσωπο θα αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, μέρος σε μια ταινία-δράσης. Αυτό ήταν κάτι που ο σκηνοθέτης ήθελε οπωσδήποτε ν’ αποφύγει.

Αποτελούμενη, λοιπόν, από τέτοιου είδους λήψεις η ταινία οριοθετεί το κομμάτι εκείνο του συμβάντος που δεν αφήνεται να πραγματωθεί ενεργά σ’ ένα προκαθορισμένο περιβάλλον, ιστορικό ή άλλο.

Έχουμε πια φθάσει στον πυρήνα της μεγαλοφυΐας του Dreyer: αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «ρέοντα γκρο πλάνα». Πρόκειται για μια συνεχόμενη κίνηση πλάνων, στα οποία απουσιάζει το βάθος και έχει καταργηθεί η προοπτική, η οποία θα προσέδιδε «ατμόσφαιρα» ιστορικής εποχής. Εξοβελίζοντας λοιπόν την προοπτική ο Dreyer αποθεώνει μια άλλη προοπτική καθαρά χρονική ή ακόμα και πνευματική: συνθλίβοντας την τρίτη διάσταση συσχετίζει άμεσα τον δισδιάστατο χώρο του πλάνου με το συναίσθημα και τα Πάθη, με το Χρόνο και το Πνεύμα.

 

Δύο διασταυρωνόμενα συμβάντα

Στην κατ’ εξοχήν συναισθηματική αυτή ταινία ενυπάρχει, βεβαίως, μια ιστορική βάση πραγμάτων: υπάρχουν οι κοινωνικοί ρόλοι και οι ατομικοί ή συλλογικοί χαρακτήρες με πραγματικές συνδέσεις μεταξύ τους, η Ζαν, ο επίσκοπος, οι δικαστές, το βασίλειο, ο λαός, κοντολογίς η Δίκη. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα, που δεν είναι ούτε ακριβώς αιώνιο ούτε υπερ-ιστορικό. Αυτό που μπορεί να παρομοιαστεί με δύο παρόντα που διασταυρώνονται συνεχώς, από τα οποία το ένα συμβαίνει πάντα, αφού το άλλο επιτευχθεί.

Διατρέχουμε όλη την πορεία ενός ιστορικού συμβάντος, αλλά κατ’ αυτή την διαδρομή βρισκόμαστε μέσα στο άλλο συμβάν: το πρώτο έχει ενσαρκωθεί εδώ και καιρό, ενώ το δεύτερο συνεχίζει να εκφράζεται και μάλιστα να αναζητά την έκφρασή του μέσα στην ταινία. Το συμβάν είναι το ίδιο, ένα μέρος του οποίου περατώνεται βαθιά μέσα σε μια κατάσταση πραγμάτων, ενώ το άλλο δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιαδήποτε τελείωση.

Το μυστήριο του παρόντος έγκειται στη διαφορά μεταξύ της Δίκης και των Παθών, που είναι ωστόσο αδιαχώριστα. Οι αιτίες της πλοκής καθορίζονται μέσα στην κατάσταση πραγμάτων, αλλά το ίδιο το συμβάν, το συναισθηματικό, το αιτιατό, υπερβαίνει τα αίτιά του και παραπέμπει αποκλειστικά σε άλλα αιτιατά. Όμως από τους ρόλους και τις καταστάσεις δεν θα διατηρηθεί παρά μόνο ό,τι χρειάζεται για να απελευθερωθεί το συναίσθημα.

Για τον σκηνοθέτη, το θέμα είναι από τη Δίκη να εξαχθούν τα Πάθη. Το θέμα είναι, από τα συμβάντα που βλέπουμε, να εξαχθεί αυτό το ανεξάντλητο και λαμπερό του κομμάτι, που υπερβαίνει την ίδια του την ενεργό πραγμάτωση, την ολοκλήρωσή του που η ίδια μένει για πάντα ανολοκλήρωτη.

 

* cinema.antifono [at] gmail.com πηγή: antifono.gr

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ