Τριαντάφυλλος Σερμέτης*
Tο εφαλτήριο ενός αριστερού πολιτικού ρεύματος διεξόδου
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή στην οποία βιώνεται μια ριζική εκκρεμότητα της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας.Είναι επιτακτική ανάγκη να αναδυθεί, μέσα από τη μηδενιστική απαξιακή κατάσταση του γίγνεσθαι, εκείνο το κοινωνικό και συλλογικό υποκείμενο, με τα κατάλληλα αξιολογικά στοιχεία, που θα δώσει την πολιτική διέξοδο και θα οικοδομήσει τη νέα μεταπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ως πολιτικός φορέας, έχει αναλάβει το εγχείρημα να οδηγήσει τη χώρα σε μια μεταβατική κατάσταση διεξόδου, καταρχήν από αυτή την κρίση, και να οδηγήσει την κοινωνία στον τελικό στόχο του σοσιαλισμού.Για να το επιτύχει αυτό, χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα ισχυρό αριστερό ρεύμα πολιτικής διεξόδου.Αυτό το ρεύμα θα πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά, χωρίς τα οποία ο πολιτικός φορέας είναι καταδικασμένος στην αποτυχία. Η πολιτιστική αναγέννηση, η συγκρότηση παραγωγικής επάρκειας,οι ριζοσπαστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, ώστε να επέλθει πραγματική άμεση δημοκρατία,ο σύγχρονος πατριωτισμός, αποτελούν τους κεντρικούς πολιτικούς άξονες στους οποίους
θα πρέπει να εστιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να συγκροτήσει μια ευρεία κοινωνική συμμαχία και να επέλθει η αριστερή πολιτική διέξοδος.
Σ’ αυτό το σημείο, είναι ζωτικά επιτακτικό να διαχωρίσουμε, επιτέλους, τις έννοιες εθνικισμός και πατριωτισμός. Στην ελληνική αριστερά υπάρχει μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι αφιερώνεται αποκλειστικά μόνο στον ταξικό αγώνα και όχι στην πατριωτική συνείδηση.Μια τέτοια αριστερά είναι μονόφθαλμη. Εθνικισμός είναι να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο από όλους τους άλλους ανθρώπους και ο,τιδήποτε διαφορετικό από εσένα να το μισείς, επειδή το φοβάσαι. Άρα φοβάσαι τον εαυτό σου. Αντίθετα, πατριωτισμός είναι να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, τον πολιτισμό σου, να συνυπάρχεις με το διαφορετικό και να αυτοπροσδιορίζεσαι μέσα από τους άλλους, προσφέροντας εσύ το δικό σου διαφορετικό πολιτισμό στην ανθρωπότητα με σκοπό την ανύψωσή της. Ο όρος πατριωτισμός θα μπορούσε να αντικατασταθεί και από τον όρο εθνισμός και με αυτό τον τρόπο να συνδεθεί με το διεθνισμό αρμονικά, ώστε η ταξική και η πατριωτική συνείδηση να είναι τα εφαλτήρια του αριστερού πολιτικού ρεύματος διεξόδου.
Το πρόβλημα,όμως, είναι πως για να σχηματιστεί ένα ευρύ συλλογικό υποκείμενο θα πρέπει να συστρατευθούν και άλλοι πολίτες. Στην πιο δυναμική της μορφή, η πολιτική είναι ένα θεατρικό έργο στο οποίο ηθοποιοί είναι οι πολίτες. Δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα ξεκόβοντας τον εαυτό σου από τη κοινωνία σου και από την εθνική σου κοινότητα. Δεν μπορούμε να είμαστε πολίτες του κόσμου, γιατί δεν έχει αυτός ο κόσμος πολιτικές δομές στις οποίες μπορούμε να συμμετάσχουμε. Για να είμαστε πολίτες χρειαζόμαστε μια πολιτική κοινότητα και αυτή, προς το παρόν, είναι το εθνικό κράτος, εκείνο που περικλείεται από τα εθνικά σύνορα. Την ιδιότητα του πολίτη, όμως, την απολαμβάνουμε μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας. Και βέβαια, η δημοκρατία για να επιζήσει χρειάζεται τον πατριωτισμό, διότι η δημοκρατία διατηρείται με τη μαζική συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Πρόκειται, όμως, όχι για πατριωτισμό χρωματισμένο με τα εθνικά χρώματα, αλλά για το «συνταγματικό πατριωτισμό», σύμφωνα με τον όρο του γερμανού φιλοσόφου Jurgen Habermas. Σήμερα οι νέοι δεν έχουν διδαχθεί να συμμετέχουν ενεργά σε μια δημοκρατία. Η αριστερά έχει ένα σοβαρό μερίδιο ευθύνης σε αυτό. Η αριστερά έκανε πάρα πολλά λάθη, εκχωρώντας το πεδίο του πατριωτισμού στη δεξιά.Ο πατριωτισμός, όμως, της δεξιάς είναι η προκάλυψη του δωσιλογισμού. Ο George Orwell ισχυρίζεται ότι «ο πατριωτισμός δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με το συντηρητισμό. Στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο του συντηρητισμού, απ’ τη στιγμή που συνιστά μια αφοσίωση σε κάτι που διαρκώς αλλάζει και παρόλα αυτά όλοι μυστηριακά το αισθανόμαστε πάντα το ίδιο. Είναι η γέφυρα ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν. Καμιά αληθινή επανάσταση δεν υπήρξε ποτέ διεθνιστική.»
Δεν μπορεί η αριστερά να προσπερνά με ευκολία και ταχύτητα το ζήτημα της πατριωτικής συνείδησης, μιλώντας για ένα θολό και ακατάληπτο, για τις ευρύτερες μάζες ,διεθνισμό. Ασφαλώς και θα πρέπει να μιλήσουμε για το διεθνισμό και την αλληλεγγύη, που είναι τα όπλα των λαών εναντίον του κεφαλαίου. Όμως, ο διεθνισμός σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον πατριωτισμό. Ο πατριωτισμός είναι το πρώτο σκαλοπάτι του διεθνισμού.
Συνεπώς, το εθνικό θέμα πρέπει η αριστερά να το αναδείξει για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αποτελεί ζωτική επιταγή για τους πολίτες και είναι επιτακτικά παρόν, και δεύτερον, γιατί δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στην αστική τάξη και στην ακροδεξιά να το χρησιμοποιήσει για την κατασκευή της ατομικής βόμβας του εθνικισμού.
Ο σύγχρονος πατριωτισμός, αποτελώντας την επιτομή της συγκρότησης ενός αριστερού ρεύματος πολιτικού διεξόδου, στοχεύει στην πρόοδο του συνόλου των κατοίκων αυτής της χώρας, αρκεί να μην ανακόπτεται από καταβολικές μειονεξίες που οδηγούν σε σοβαρές παρερμηνείες του όρου.
*Θεολόγος-Φιλόλογος
πηγή: blogs.sch.gr/tsermet/2013/02/17/αριστερα-και-πατριωτικη-συνειδηση-το/
Η ελληνική αριστερά προέρχεται από τον μαρξισμό-κομμουνισμό που είναι εκ θεμελίων διεθνιστικός. Ποτέ δεν εκχώρησε τίποτα σε κανέναν. Όσο δε για τον “δωσιλογισμό” νομιζω πως αδικείτε ζωντανούς και νεκρούς με αυτό το εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα.
Τα ερωτήματα είναι πολύ σοβαρα:
Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια πατριωτική-εθνιστική αριστερά;
Γιατί αυτή η εθνομηδενιστική μανία στην αριστερά;
Γενικά πολύ καλό το αρθρο σας.
Νομίζω τό ἂρθρο κινεῖται στή σφαίρα τοῦ ἀδυνάτου, γιά νά μήν πῶ τοῦ παραλόγου.
Εἶναι μιά προσωπική φαντασίωση, μᾶλλον, παρά μία πολιτική πρόταση.
Αγαπητέ Globus, ο συλλογισμός σου είναι ελλιπής και, όπως είναι φυσικό, το συμπέρασμά σου δεν είναι ορθό.
Το ότι ο μαρξισμός «είναι εκ θεμελίων διεθνιστικός» είναι ασφαλώς σωστό, αγνοεί όμως όλη την υπόλοιπη ιστορική συνέχεια. Διότι ναι μεν ο Μαρξ είπε ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, αλλά ο σημαντικότερος μετά απ’ αυτόν μαρξιστής, ο Λένιν, εισήγαγε – όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην ιστορική πράξη – την ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα. Κι αυτό το θεμελίωσε θεωρητικά στην ανάλυσή του περί του ιμπεριαλισμού ως εξελιγμένου καπιταλισμού, πιο προχωρημένου ιστορικά απ’ αυτόν που είχε υπ’ όψη του ο Μαρξ. Θεώρησε δηλαδή ο Λένιν ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού εκτός από την πάλη των τάξεων οι μαρξιστές οφείλουν να λάβουν υπ’ όψη τους την αντίσταση των καταπιεσμένων εθνών και να συνδράμουν στον αντιστασιακό αντιιμπεριαλιστικό πατριωτισμό των λαών αυτών. Η θέση αυτή δεν έγινε ομόφωνα αποδεκτή από όλους τους μαρξιστές (χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η «αντιπατριωτική» επιμονή των Τροτσκιστών), παρά ταύτα υιοθετήθηκε από την πλειονότητα των μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, που στη συνέχεια διεξήγαγαν εθνικούς αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, με πιο γνωστά παραδείγματα τις επαναστάσεις στην Κίνα και στην Κούβα.
Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως και για την Ελλάδα, όπου από πολύ νωρίς το κομμουνιστικό κόμμα συντάχθηκε με τις λενινιστικές ιδέες και απέρριψε τον τροτσκιστικό διεθνισμό. Θυμίζω εν τάχει: (α) Το γράμμα του Ζαχαριάδη από τη φυλακή, που καλεί τους κομμουνιστές να συνταχθούν με τον δικτάτορα Μεταξά στον πατριωτικό πόλεμο εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών. (β) Την εθνική αντίσταση στην κατοχή. (γ) Την πατριωτική στάση της ελληνικής αριστεράς την περίοδο του Κυπριακού αγώνα: η αριστερά ταυτίζεται με το σύνθημα «αυτοδιάθεση-ένωση», το οποίο εγκαταλείπεται από τη δεξιά του Κ. Καραμανλή. (δ) Την πατριωτική-αντιιμπεριαλιστική διάσταση που είχε η συμμετοχή της αριστεράς στον ανένδοτο και στην αντιδικτατορική αντίσταση. Κλπ κλπ.
Είναι αλήθεια ότι αυτά όλα άλλαξαν από το 90 και μετά – μετά δηλαδή την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν είναι εδώ η θέση για πολλές αναλύσεις, αλλά η ουσία είναι ότι μετά το 1989-90 η ελληνική αριστερά, προκειμένου να συμβιβαστεί με τα νέα ιστορικά δεδομένα και την απόσυρση των συλλογικών οραμάτων για μια άλλη κοινωνία, μετεξελίχθηκε σε μια αριστερά των «δικαιωμάτων» εδώ και τώρα. Αυτό δεν αφορά βέβαια την ελληνική μόνο αριστερά, αλλά στην Ελλάδα το φαινόμενο ήταν πολύ χαρακτηριστικό. Υπήρξε μια ιδεολογικοπολιτική μεταμόρφωση, που μεταξύ άλλων σήμαινε την προσχώρηση της ελληνικής αριστεράς σ’ έναν νέο τύπου διεθνισμό και αντιεθνικισμό, που δεν έχει όμως καμία ουσιαστική σχέση με τον μαρξιστικό διεθνισμό. Περισσότερο βασίζεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό, που από το 90 και μετά είναι η επικρατούσα διεθνώς δημοκρατική ιδεολογία (με κυρίαρχη εκδοχή την «πολιτική ορθότητα»). Έτσι, ο αντιεθνικισμός της σημερινής αριστερής νεολαίας (μεγάλα μέρη της οποίας παθαίνουν αμόκ όταν βλέπουν ελληνική σημαία) δεν έχει καμία σχέση με τον προλεταριακό διεθνισμό του Μαρξ. Είναι αποτέλεσμα της αντιρατσιστικής πολεμικής που τα κινήματα των δικαιωμάτων ανέπτυξαν τα τελευταία 20-25 χρόνια και σε μια συνακόλουθη ψύχωση που επικράτησε στην «αδιάβαστη» σε γενικές γραμμές νέα αριστερά, βασισμένη στην απλοϊκή εξίσωση: αντιρατσισμός = αντιεθνικισμός.[*]
Από την άλλη μεριά, υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια μια πατριωτική ελληνική αριστερά, που έμενε πιστή στις παραδόσεις της εθνικής αντίστασης, του κυπριακού κλπ, και η οποία στις συνθήκες που περιέγραψα, διαβιούσε σε καθεστώς βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Τώρα, η πολιτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η σύνδεση της μειοψηφικής αριστεράς του 4% με τα μεγάλα μεγέθη του 27%, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε αυτή η πατριωτική αριστερά να ξαναγίνει επίκαιρη και να διεκδικήσει, αν όχι την ηγεμονία, πάντως έναν σημαίνοντα ρόλο στο σχηματισμό του γενικού προφίλ της ελληνικής αριστεράς.
[*] Ως υποσημείωση στα παραπάνω, αξίζει εδώ να λεχθεί ότι στο φαινόμενο αυτό συνετέλεσε και η επαγγελματοποίηση πολλών πρώην αριστερών δημοσιογράφων, που κατέκλυσαν τα μήντια. Στην στροφή τους λοιπόν «προς τα δεξιά», οι άνθρωποι αυτοί, ενώ ξέχασαν τα υπόλοιπα αριστερά οράματά τους, μπόρεσαν να παραμείνουν «προοδευτικοί» αγκιστρωμένοι στις ιδέες των ατομικών δικαιωμάτων (αντιρατσισμός κλπ), ακολουθώντας τη διεθνή μόδα. Έτσι είχαν και την πίττα ολόκληρη, και τον σκύλο χορτάτο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ιός της Ελευθεροτυπίας.
Φυσικά το μόρφωμα ” ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ” δεν έχει καμία σχέση με την μηδενιστική απαξία στην οποία αναφέρεστε και από την οποία λέτε ότι περιμένετε κάτι να ”αναδυθεί” …
Αλήθεια αγαπητέ Β.Ξ., μιλάτε για εκείνο το γράμμα του Ζαχαριάδη που το ΚΚΕ κατήγγειλε τότε ως “πλαστό” και “χαφιεδικό” (Ριζοσπάστης);
Ο Ζαχαριάδης δεν ήταν αυτός που μετά έγραψε και άλλο ένα γράμμα με το οποίο ζητούσε να τερματιστεί ο “κατακτητικός πόλεμος της Ελλάδας κατά της Ιταλίας και να επιστραφούν τα κατακτημένα εδάφη”;
Αυτός δεν ήταν που έγραψε (Δεκέμβριος 1948), ότι:
«Ο μακεδόνικος λαός δεν αγωνίζεται στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας για να βρει την ισοτιμία και την ισοπολιτεία μέσα στην Ελλάδα, αλλά δημιουργεί τώρα την δικιά τον εθνική ζωή και εστία και τείνει προς την ενότητα πού κατάχτησε με το αίμα του. Ο μακεδόνικος λαός θα απόκτηση μια ανεξάρτητη, κρατικά ενιαία και ισότιμη θέση στην οικογένεια αυτή όπου αύριο θα ανήκει και ο ελληνικός λαός με την λαϊκή δημοκρατία. Και γι’ αυτή την ανεξάρτητη, κρατικά ενιαία και ισότιμη θέση παλεύει σήμερα και ο μακεδόνικος λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου…».
Αλήθεια ποιά ήταν η συμπεριφορά του ΚΚΕ ανάμεσα στην σύναψη της Γερμανοσοβιετικής συμμαχίας (Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, 23-8-1939) και στην επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ (22-6-41);
Η αντιστασιακές οργανώσεις της αριστεράς στην κατοχή γιατί στρεφόταν με μένος κατά οποιασδήποτε άλλης αντιστασιακής οργάνωσης; Μήπως γιατί απλά προετοίμαζαν την επόμενη μέρα;
Ποια είναι η γνώμη σας για την κυρία Ρεπούση; Θα την χαρακτηρίζατε “πατριώτισσα”;
Η “διαβασμένη” ηγεσίας της αριστεράς πόσες επερωτήσεις και πόσους αγώνες έχει κάνει για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Νοτίου Αλβανίας, της Ίμβρου; Για το αν τηρούνται τα ανθρώπινα δικαιώματά τους;
Γνωρίζω πως σε όλα τα ερωτήματα υπάρχουν κατάλληλες απαντήσεις περί προβοκάτσιας, προπαγάνδας, συνεργασίας με τον κατακτητή κτλ.
Είναι λοιπόν στο λεγόμενο “common sense” του καθενός να βγάλει τα συμπεράσματα του.
Η αριστερά έχει και ορθώς τεράστιες ενοχές. Όσες εκατοντάδες βιβλία και αν γραφούν για τον Αρη, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την δωσίλογη δεξιά και τις “προβοκάτσιες” δεν θα απελευθερωθεί αν δεν παραδεχτει κάποτε ανοιχτά την αλήθεια.
Η χώρα εκλιπαρεί σήμερα για μια πατριωτική αριστερά. Απαγγιστρωμμένη από τις “πηγάδες” τους “αντάρτες” και τους “συνωστισμούς”. Μια αριστερά πράα και ενωτική που θα του δώσει ελπίδα. Δεν την βρίσκει όμως πουθενά. Δεν υπάρχει τέτοια αριστερά. Αν υπήρχε δεν θα πάλευε με το “27%”.
Αγαπητέ Globus, δεν είχα σε καμιά περίπτωση την πρόθεση να υπερασπιστώ σημείο προς σημείο όλη την πολιτική του ΚΚΕ ή της αριστεράς επί των εθνικών θεμάτων. Ούτε κατά διάνοια. Αν απάντησα στο αρχικό σου σχόλιο το έκανα (α) για να δείξω το θεωρητικό όσο και ιστορικό λάθος που κατά τη γνώμη μου ενυπάρχει στον υπονοούμενο ισχυρισμό ότι εξ ορισμού «δεν μπορεί να υπάρξει μια πατριωτική-εθνιστική αριστερά», και (β) να απαντήσω με τρόπο συγκεκριμένο στο ερώτημά σου «Γιατί αυτή η εθνομηδενιστική μανία στην αριστερά;» δείχνοντας ότι αυτό δεν έχει να κάνει με τον θεωρητικό πυρήνα του μαρξισμού, αλλά με τα πρόσφατα ιστορικά συμβάντα.
Στο πρώτο ζήτημα (της δήθεν εξ ορισμού αντίθεσης αριστεράς και πατριωτισμού) θεωρώ ότι σου απάντησα επαρκώς από τη στιγμή που έδειξα ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις που η ελληνική αριστερά έδρασε με εθνικά και πατριωτικά κριτήρια, εξηγώντας μάλιστα ότι αυτό δεν είναι μια ειδική ελληνική ιδιομορφία, αλλά ότι ανάγεται στον πυρήνα του λενινισμού. Από κει και πέρα, το ότι υπήρξε και η αντίθετη στάση το ανέφερα και εγώ. Και νομίζω ότι δεν προσθέτει τίποτα στη συζήτησή μας το να μπούμε σε μια περιπτωσιολογία, όπου ο ένας θα προσπαθεί να αποδείξει ότι η πατριωτική γραμμή ήταν αυτή που επικράτησε, ενώ ο άλλος θα προσπαθείς να αποδείξει το αντίθετο (όπως π.χ. στην περίπτωση που αναφέρεις, που η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση» του ΚΚΕ κατήγγειλε τον Ζαχαριάδη, ή όλες τις υπόλοιπες επιμέρους αναφορές σου σε συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις).
Ας έρθουμε όμως και στο δεύτερο ζήτημα (της σημερινής εθνομηδενιστικής μανίας της αριστεράς). Αν πρόσεξες, αγαπητέ Globus, όχι απλώς αποδέχθηκα τη γνώμη σου ότι η σημερινή αριστερά διακατέχεται σε μεγάλο βαθμό από «εθνομηδενιστική μανία», αλλά προσπάθησα και να εξηγήσω το πώς και το γιατί συνέβη αυτό. Μ’ άλλα λόγια, αν και δεν αναφέρθηκα ονομαστικά στην περίπτωση της Κας Ρεπούση, για την οποία με ρωτάς, έχω ήδη απαντήσει και πώς χαρακτηρίζω περιπτώσεις σαν και τη δική της και πώς και γιατί τέτοιες απόψεις επικρατούν στην αριστερά από το 1990 και μετά. Επομένως και σ’ αυτό το ζήτημα δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε αντιπαρατιθέμενοι.
Αυτό όμως που νομίζω ότι θα είχε αρκετό ενδιαφέρον – και θα απαντούσε, πιστεύω, στο ζήτημα που θέτεις για το αν υπάρχει και πού βρίσκεται αυτή η πατριωτική αριστερά για την οποία, όπως λες, «η χώρα εκλιπαρεί» – θα ήταν να μας πεις εσύ τη δική σου γνώμη για τον πατριωτισμό ανθρώπων όπως ο Μανώλης Γλέζος, ο Λαοκράτης Βάσης (υπάρχουν τέσσερα άρθρα του στο Αντίφωνο), ο Λουκάς Αξελός (βλ. συνέντευξή του στη χθεσινή Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 4/8/2013), ο Στέλιος Ελληνιάδης (συνεργάτης του Ρ/Σ 105,5 Στο Κόκκινο, και της εφημερίδας «Δρόμος της Αριστεράς», υπάρχει ένα άρθρο του στο Αντίφωνο) … και θα μπορούσα να σου αναφέρω και πολλούς πολλούς άλλους, μεταξύ των οποίων ο συντάκτης του παρόντος εδώ άρθρου, Τριαντάφυλλος Σερμέτης (εκπαιδευτικός, θεολόγος και φιλόλογος), και ο Νίκος Νούλας, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Β΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ (ρίξε αν μπορείς μια ματιά στο άρθρο του «Ο σύγχρονος πατριωτισμός του ελληνικού λαού», στον προχθεσινό «Δρόμο της Αριστεράς», 3/8/2013, σελ. 8-9).
Συνιστούν όλοι αυτοί επαρκές μέγεθος ώστε να αντισταθμίσουν τη Ρεπούση ή τους μαντηλοφόρους πιτσιρικάδες που καίνε την ελληνική σημαία; Ειλικρινά δεν μπορώ να απαντήσω με θετική βεβαιότητα· μπορώ όμως να απαντήσω με καρδιακή βεβαιότητα το εξής: Αξίζει τον κόπο να στηριχτούν. Γιατί αλλιώς τα πράγματα θα είναι πολύ άσχημα για όλους μας.
Νομίζω ότι χάνουμε το ουσιώδες πρόβλημα. Η αριστερά εκ των καταβολών της είναι σίγουρα διεθνιστική, εκτός και εάν δεν έχει μαρξιστικές καταβολές. Βεβαίως, στην πράξη μπορεί να έχει πάρει χίλιες δυο μορφές, και διάφοροι αντιπρόσωποί της να είναι πατριώτες. από την άλλη πλευρά, αυτό που σήμερα καλείται δεξιά είναι εξίσου διεθνιστικό, αφού έχει ως αφετηρία τις αγορές και την παγκοσμιοποίησή τους. Πραγματικό αντίθετο και στις δύο “αριστερές” ήταν ο ναζισμός.
Το πρόβλημα είναι, νομίζω, η κατάργηση των κομμάτων. Προτείνω να συλλογισθούμε τι σημαίνουν τα κόμματα εν γένει και πως διασπούν την κοινωνία. Σε ένα κείμενό μου στο Αντίφωνο θα βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης κάποια θεμελίωση για αυτό το ζήτημα. Βεβαίως, η κατάργηση των κομμάτων, όπως και του άλλου διασπαστικού κοινωνικού παράγοντα, των τραπεζών, δημιουργεί βεβαίως απορίες σε όσους δεν μπορούν να σκεφθούν πέραν του υπάρχοντος.
Για να μην εμπλακούμε σε μια τελείωτη περιπτωσιολογία για το ένα και το άλλο ζήτημα, προτείνω να σκεφθούμε εκ του τέλους, δηλαδή τελολογικά και διερωτώμενοι, τι εν πάση περιπτώσει θέλουμε, σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα σχετικά με το πρακτέον. Έχουμε κάποια παράσταση για τον εαυτό μας, μια έννοια για την πολιτεία που επιθυμούμε; Ακόμα δε περισσότερο έχουμε κάποιο θέλημα, κάποια βούληση να πραγματοποιήσουμε; Εάν έχουμε, τότε πρέπει να κινητοποιήσουμε το αυτεξούσιό μας και να πράξουμε.
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι δεν έχουμε ακόμα διαμορφώσει αληθές θέλημα. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, δεν έχουμε θέλημα διότι δεν θέλουμε να έχουμε θέλημα, προκειμένου να μην αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να πράξουμε. Εν πολλοίς αυτό αποδεικνύεται από το ότι σε γενικές γραμμές περιμένουμε κάποιον άλλον να μας σώσει ή εκτιμούμε ότι δεν έχουμε δυνάμεις να σωθούμε αφ’ εαυτών.
Κατά τον Ρουσσώ, σε ένα λαό, για να είναι λαός, πρέπει να υπάρχει γενική βούληση (μια έννοια που αξίζει να παρουσιασθεί εκτενώς). Η ελληνική κοινωνία δίνει την εικόνα μιας ασυνάρτητης ακοινωνησίας, όπου καθείς έχει το δίκιο του και τις απόψεις του. Δεν φαίνεται να έχουμε ούτε καν την “απλή εξυπνάδα” να σχηματίσουμε παράσταση για το κοινό μας συμφέρον, πολύ δε περισσότερο παράσταση ενός κοινού νοήματος ζωής.
Η ανεύρεση κοινού νοήματος παρεμποδίζεται από την ύπαρξη κομμάτων, και αυτά συνιστούν το αποφασιστικό εμπόδιο στο πολιτικώς κοινωνείν. Υπάρχει χρεία μιας υπερβάσεως, μιας διόρασης σε εκείνο το πεδίο μέσα από το σπάσιμο της ομίχλης των παθών που αντιπροσωπεύονται και διογκώνονται από τα κόμματα. Οι άνθρωποι δεν έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα παρά μόνο όταν στην πολιτεία επικρατεί το άδικο και οι όποιου τύπου ταξικές διαφοροποιήσεις.
Για όσους μάλιστα από εμάς η ανεύρεση κοινού νοήματος συνδέεται με την χριστιανική “μεταφυσική κεφαλή” μας, δεν επιτρέπεται επουδενί (και συγχωρήστε μου το διδασκαλικό ύφος) η αποδοχή της ύπαρξης κομμάτων.