ΕΚΛΟΓΕΣ 2023 | Η Αριστερά, η Ελπίδα, η Ιστορία

2
725

Συγκρατώ τον αγώνα ταχύτητας μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκου Μητσοτάκη, για το ποιος θα εξαγγείλει σθεναρώτερα την θεσμοθέτηση δικαιώματος τεκνοθεσίας εκ μέρους ομόφυλου ζεύγους, ως το στιγμιότυπο εκείνο που συμπυκνώνει με τον μεστώτερο τρόπο τη “διακύβευση” των εθνικών εκλογών του πρόσφατου Μαΐου και του Ιουνίου.

Θρηνούν βεβαίως ορισμένοι ότι, με αυτόν τον τρόπο, ο κ. Τσίπρας είχε «βάλει στο τσεπάκι» του τον κ. Μητσοτάκη. Ας μου επιτραπεί, παρά ταύτα, να εισηγηθώ εδώ την αντίθετη ανάγνωση των γεγονότων. Να πάρουμε τα δεδομένα εξ αρχής όμως:

Η αναλογία ψήφων μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, νοουμένων αμφοτέρων ως συνολικές παρατάξεις, είναι προφανές ότι μετατοπίσθηκε αισθητά υπέρ της πρώτης. Για να ακριβολογήσω, η ευρύτερη κεντροαριστερή παράταξη (η αυτοϊστορούμενη ως «προοδευτική») υπέστη σοβαρή μείωση – την οποία “κατάφεραν” βέβαια να κρατήσουν εν μέρει ασυνειδητοποίητη οι πανηγυρισμοί, από πλευράς ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ, για την ιδιαίτερη μικροκομματική τους βελτίωση.

Δικαιούνται φυσικά οι αριστεροί αναλυτές να εκλαμβάνουν αυτή την τροπή ως προσωρινή. Πατώντας αποκλειστικά, πάντως, στην «αισιοδοξία της βουλήσεώς» τους… Διότι, όλως τα αντίθετα προέβλεπε η μέχρι τούδε γνωστή θεωρία τους: «Μεγάλη αναταραχή – θαυμάσια κατάσταση», υποσχόταν στον εαυτό της. Τέτοιες… αναταραχές διαδέχθηκαν η μία την άλλη, κατά την παρελθούσα τετραετία, ας θυμηθούμε. Το εκλογικό αποτέλεσμα λοιπόν ενός δεξιού θριάμβου (επιτεταμένο μάλιστα κατά την δεύτερη ψηφοφορία – κόντρα στην εφησυχαστική αναμονή  “διορθωτικής” τότε “ψήφου”) μπορεί κάλλιστα να μας υποψιάζει για μετατόπιση «τεκτονικών πλακών», κάτω απ’ την επιφανειακή ψηφοσυλλεκτική απλώς καταμέτρηση.

Έχει πάντως κρίσιμη σημασία, στο σημείο αυτό, να ανοίξουμε μια κεφαλαιώδη παρένθεση:

Έχει άραγε νόημα σήμερα η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς;

Προσωπική μου απάντηση είναι πως – παρά τα φαινόμενα – έχει, ναι.

Έχει το νόημα της επιμονής σε… μια κάποια ελπίδα ότι «μπορεί» να υπάρξει ένας δικαιότερος κόσμος: Αν όχι μια κοινωνία με ξεπερασμένες τις ταξικές ανισότητες, μια κοινωνία – τουλάχιστον – όπου Κίνητρο της ανθρώπινης πράξης θα ’χει πάψει να είναι το Κέρδος.

Μια κοινωνία με νόημα!

Αν έχει λόγο υπάρξεως η Αριστερά – λέω – σήμερα, ο λόγος αυτός είναι ακριβώς η διαφύλαξη του Νοήματος της Ιστορίας.

Μια Αριστερά που επιθυμεί να ξεχνάει, ωστόσο, ότι η Πηγή του νοήματος δεν μπορεί παρά να είναι η Ιερότητα, καταδικάζει απλώς τον εαυτό της σε απώλεια όλων των ζωτικών της χυμών:

«Τραγούδι ανεμίζει πλήθος λαός / ένα πουλάκι λαλεί. Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθούνε / αναστημένοι χίλιοι νεκροί. Νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι / να η φωτιά, να η ζωή.» [Δ. Σαββόπουλος, 1975]

Είναι η πίστη στο θαύμα («αναστημένοι») αυτή που πάντα ενέπνεε – θέλω να επισημάνω – την υπόσχεση, όντως, νέων καιρών.

Αρνούμενη σήμερα ετούτη την καταγωγή της, η Αριστερά, σε τι διατηρεί να προσβλέπει; Στην αυτοκρατορία του «δικαιώματος», φαίνεται να είναι η επιπλέουσα απάντηση. Μόνο που το Δικαίωμα δεν διανοίγει καμμιά κοινωνία στο Όραμα: Ανασύρεται μόνο ως ισχνό ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ… Αφήνοντας το γίγνεσθαι να καταπίπτει, εν τάχει, στην ασημαντότητα. Οδηγώντας μάλιστα, τελικά, την καθημερινότητα να υποστρέφεται σε αλληλοεξόντωση.

Κι αποκρυσταλλώνοντας, συν τω χρόνω, μια τόσο ΕΠΙΠΕΔΗ πολιτική βιοτή, ώστε οι συνειδήσεις να ναρκώνονται στην «κατάσταση ελαχίστης ενεργείας» – να παραδίδονται, οπότε, ως ώριμο φρούτο στις αγκάλες της νεοφιλελεύθερης αποσημασιοδότησης (του υπάρχειν).

Ο δικαιωματισμός, ξαναλέω, ερμηνεύεται από τους προχειρολόγους (εκατέρας των όχθεων) ως κατάποση της Δεξιάς από την Αριστερά. Κατά βάθος δρωμένων, πρόκειται για το ολότελα αντίστροφο! Χωρίς κανένας να ξέρει, ωστόσο, πόσες ακόμα τετραετίες θα χρειαστεί η υπνώττουσα σοφία των ταγών της «πρωτοπορίας», μέχρις ότου υποψιαστεί αυτή την έκβαση.

Από εκεί και μετά, μια θλιβερή διαπίστωση από τις πρόσφατες εκλογές είναι η διατήρηση του λαϊκού ερείσματος της «Χρυσής Αυγής». Η εξ αυτού έκπληξη, όμως, αφορά κυρίως τους δημοσιογράφους μας: Ανθρώπους δηλαδή που ουδέποτε… σκοτίστηκαν να συνδέσουν Αιτίες με Αποτελέσματα. Διότι, αντίθετα προς όλες μαζί τις πολιτικές αναγνώσεις του φαινομένου, η εξήγηση (οφείλει να) είναι κυρίως ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ: Η θεαματική επίδοση των «Σπαρτιατών» ανακλά πρωτίστως την εντυπωσιακή – κατά την τελευταία 30ετία – επιστροφή στο προσκήνιο της βαρβαρότητας. Αρχής γενομένης (τέλη δεκαετίας του ’80) από το ευθέως φασιστικό κίνημα των “χούλιγκανς”. (Σε μισώ επειδή, μόνο, φοράς άλλο χρώμα φανέλας.) Και με πιο εκλεπτυσμένη του έκφανση την επικυριαρχία (αρχές του ’90 και δώθε) του “life style”: «Νόημα είναι η απουσία νοήματος.» Η πραγματική κοινωνική βάση του εκφασισμού, λέω, υπήρξε ο προκείμενος πολιτιστικός κα-τα-πον-τι-σμός. Μόνο που αυτός… ποτέ των… ποτών δεν έχει απασχολήσει – σε θεωρητικό επίπεδο – κανέναν απολύτως “διαμορφωτή κοινής γνώμης”.

Πώς να μη μεγεθύνεται ένα σύμπτωμα, άλλωστε, οι πολέμιοι του οποίου προτιμούν να εκτονώνουν το (αιωνίως βαρύ) θυμικό τους αντί να προβληματίζονται: Εκδηλώθηκε στην πρώτη προεκλογική περίοδο μια – απολύτως εύλογη, κατά τη γνώμη μου – πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να αντιπροτείνει σε όσους σκόπευαν να ψηφίσουν Ηλ. Κασιδιάρη, να υπερψηφίσουν (τι άλλο, εκ μέρους του;) τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι ήταν να το πει! Σύσσωμο το μηντιακό σύστημα, από κοινού με όλα ανεξαιρέτως τα λοιπά κόμματα (πρώτη-πρώτη, μάλιστα, τη Νέα Δημοκρατία) επέπεσαν αυτοστιγμεί να τον καταχειριάσουν. Απαίτησαν δηλαδή – χωρίς προφανώς να έχουν καταλάβει τι λένε – να κατευθυνθούν οι ψήφοι των ακραίων ψηφοφόρων, ΑΜΙΓΩΣ, σε εξ ίσου ακραία κομματικά σχήματα. Όταν ὀμως αυτό, όντως, συνέβη τότε πάλι φρύαξαν – επειδή… υλοποιήθηκε εκείνο που, οι ίδιοι, είχαν μόλις πριν απαιτήσει!

Αναλόγως αναίτια, σημειωτέον, είναι η απορία για την αισθητή άνοδο των ψήφων Βελόπουλου: Όταν βλέπεις (δύο χρόνια νωρίτερα) ότι ένα 30% του ελληνικού λαού δεν επιθυμεί να εμβολιαστεί, και με στυγνό εκβιασμό παρά ταύτα εσύ επιτυγχάνεις να το συμπιέσεις εν τέλει στο 20% (που διόλου λίγο, και πάλι, δεν είναι) πόσο πολύ «επιτελική» διάνοια χρειάζεται για να προβλέψεις πως ένα  υπολογίσιμο ΤΜΗΜΑ, έστω, αυτού του κόσμου – χωρίς απαραιτήτως έφεση προς τα «άκρα» – θα θελήσει να υποβάλει και μέσω κάλπης τη διαμαρτυρία του;

Ερχόμαστε τώρα στο φαινόμενο «Νίκη».

Μια πρώτιστη επισήμανση είναι ότι, με τις δεύτερες εκλογές, κατέπεσε παταγωδώς η πλέον ανέντιμη από τον κυκεώνα συκοφαντιών που επιστρατεύτηκαν εναντίον της: Ότι το 2,92%, των πρώτων εκλογών, είχε προέλθει από οπαδούς Κασιδιάρη, οι οποίοι στράφηκαν τάχα προς αυτήν απουσιάζοντος του δικού του ψηφοδελτίου.

Οι ψήφοι της «Νίκης», λοιπόν, είναι ψήφοι απολύτως συνειδητοποιημένες – λαμβανομένης μάλιστα υπ’ όψιν της εξαλλότητας των κατακλυσμικών επιθέσεων που, από αντιφατικές μεταξύ τους προελεύσεις, συστρατεύτηκαν κατά βάρος της.

«Είναι ψήφοι που οφείλονται στην κινητοποίηση μοναστηριών του Αγίου Όρους», μας “πληροφόρησε” το δεύτερο κύμα Πλαστών Ειδήσεων, που εκτοξεύτηκε προς την ίδια κατεύθυνση. Απευθυνόμενο – και αυτό – ωστόσο σε “λωτοφάγους”: Σε όσους δεν είχαν παρατηρήσει, συγκεκριμένα, ότι κάποιο πολιτικό κόμμα με φιλοχριστιανικό χαρακτήρα εμφανιζόταν και σε ΟΛΕΣ τις προηγούμενες αναμετρήσεις – χωρίς κανένα απ’ αυτά έχει αποκομίσει στο τέλος ο,τιδήποτε πάνω από το… 0,7% του συνόλου: Η… περί Όρους συνωμοσιολογία, οπότε, αφήνει το επιπλέον 3% (3,7 – 0,7) ανεξήγητο!

Περί τίνος – ή μάλλον περί «τίνων» πρόκειται; Η δική μου αίσθηση είναι ότι πρόκειται για χριστιανούς πολίτες οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, παρατήρησαν για παράδειγμα ότι – μέσω δήθεν «σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης» ή διδαχών «ειδικών δεξιοτήτων» – η προτροπή προς ομοφυλοφιλία περαιώνεται, πλέον, μέσα από τις σχολικές αίθουσες. Αντιλήφθηκαν δηλαδή ότι είχε, ήδη, φτάσει “ο κόμπος στο χτένι” – οπότε και αποφάσισαν να εκδηλώσουν, στο πολιτικό πεδίο, την αντίρρησή τους.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι, αν τυχόν ευστοχώ στην ερμηνευτική μου αυτή απόπειρα, η εκλογική βάση της «Νίκης» διόλου δεν διέπεται από χαρακτηριστικά «αντισυστημικότητας»: Απαρτίζεται ίσα-ίσα από σοβαρότατα πρόσωπα, τα οποία δεν έλκονται ούτε από λαϊκιστικές συμπεριφορές, ούτε από οποιαδήποτε ρητορική “καφενείου”. Για αυτό και η ΑΠΟΧΗ των 10 βουλευτών του κόμματος από την πρώτη, εκείνη, ψηφοφορία  του Βουλευτικού Σώματος με θέμα την επιλογή Προεδρείου, ξεδίπλωνε μια αδιέξοδη τακτική επιλογή, που θέλω να ελπίζω ότι θα εγκαταλειφθεί το ταχύτερο.

Ενώ θα έχει ιστορική κυριολεκτικά, σημασία, να βρεθεί η σύνεση για να διατηρηθεί ως κόρη οφθαλμού ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ πρωταρχικά αυτοπροσδιορισμός του ίδιου κινήματος: Να εγείρει – εισηγούμαι μετ’ επιτάσεως – ως πολιτικώς διεκδικούμενα, μόνο εκείνα τα θέματα στα οποία έχει την λαϊκή πλειοψηφία με το μέρος του. Επ’ ουδενί όμως ζητήματα στα οποία, ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα, θα απέρριπτε την κομματική πρόταση. Όλως αντιθέτως, εξ άλλου, «ΤΟΛΜΗΣΤΕ ΔΗΜΟΨΉΦΙΣΜΑ» θα πρέπει να είναι η δική του μόνιμη πρόσκληση – αλλά όχι πρόκληση – σε κάθε μία από τις προτάσεις που θα απορρίπτονται ως τάχα ακραίες («ακροδεξιές» είναι η καραμέλα των καθεστωτικών καλάμων).

Γενικεύοντας: Η (αθρόα) περαιτέρω κριτική προς το εν λόγω κόμμα αξίζει μόνο να προσέξουμε ότι είναι, αυτούσια, η κριτική που ασκείται εις βάρος της χριστιανικής ταυτότητας καθεαυτήν: Για τους τεταγμένους επικριτές (με την εκ προτέρων αντίθεση – και εκ των υστέρων τα επιχειρήματα) το… ασυγχώρητο… αμάρτημα είναι, αυτή τούτη, η χριστιανικότητα. Οπότε, δεν προβαίνει παράδοξο ότι η κριτική τους ανακαλεί συχνά στο ιστορικό προσκήνιο το ίδιο, εκείνο, πάθος που είχε κάποτε εκδηλώσει ο Κάιν εναντίον του Άβελ. Η κενότητα του κατηγορητηρίου, μάλιστα, είναι τόσο καλά γνωστή απ’ τους ίδιους, ώστε ξέρουν πως απαράβατος όρος για να λειτουργήσει είναι να έχει εν-τε-λώς αφαιρεθεί ο λόγος από τους κατηγορούμενους.

Εντός των τειχών του μηντιακού συστήματος, αυτό βεβαιότατα ισχύει. Η όλη αναστάτωση, όμως, έχει να κάνει με το… ανατρεπτικό δεδομένο πως οριστικοποιήθηκε, πια, μία ορατή… ρωγμή στη μονοφωνία. Είναι φυσικά σίγουρο ότι, από κάποιους υπηκόους του κρατούντος Επικοινωνιακού Καθεστώτος, η ρωγμή αυτή θα μείνει και πάλι αχρησιμοποίητη. Ολοένα θα αυξάνονται, όμως, οι πολίτες αυτοί που θα αποτολμήσουν να ανακρίνουν από μία “επιπλέον” οπτική γωνία τα δρώμενα.

Δεν θα χωρούσε ποτέ η φαντασία μας, βέβαια, σε πόση ταραχή  επρόκειτο να οδηγήσει τους “ιθύνοντες” νόες η προοπτική – καν – της στοιχειώδους τούτης δημοκρατικής υλοποίησης.

 

Υ.Γ.: «Επί του πιεστηρίου», έρχομαι να προσθέσω μια εισέτι πιο αξιοπρόσεκτη είδηση: Στην πρώτη μετεκλογική δημοσκόπηση εμφανίζεται ένα επιπρόσθετο 2%, στο ήδη καταμετρημένο (3,7%) ποσοστό της “Νίκης”! «Δεν το πιστεύω» θα πουν, φυσικά, οι άνθρωποι που πληροφορούνται τα καθέκαστα της ζώσας ιστορικής μας πορείας, μέσω της τηλεοπτικής τους οθόνης.

Οι συμπολίτες μας ωστόσο που έρχονται σε επαφή με τα πράγματα μέσω της αυτοπρόσωπης παρουσίας τους, ξέρουν ότι υπάρχει ένα σαφώς μεγαλύτερο κι από το 5,7 (λοιπόν) ποσοστό του λαού, το οποίο μπορεί – ναι μεν – να έχει μια αραιότερη συμμετοχή στη γιορτή του νοήματος, γνωρίζει “ιδίοις όμμασι” όμως ότι τα Πρόσωπα της Κατάφασης απαρτίζουν μια αληθινά «άλλη» κοινωνία, εντός του σημερινού κόσμου. Κι ότι αν ο κόσμος αυτός διερευνά απαιτητικά να ανανεωθεί, σε εκείνη την… άλλη κοινωνία έχει, πια, κυρίως να στρέψει το βλέμμα του.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Τοπίο”, 1978) είναι έργο του Ράλλη Κοψίδη.

2 Σχόλια

  1. Ὁ ἀρθρογράφος πιθανότατα ἀγνοεῖ τὶς ἱστορικὲς ῥίζες καὶ τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τῆς Δεξιᾶς. Μὲ τὸν ὅρο «Ἀριστερὰ» ἐννοεῖται στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ διεθνῶς τὸ σύνολο τῶν πολιτικῶν καὶ κομματικῶν χώρων ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὰ κομμουνιστικὰ κινήματα. Ἡ σχέση τῶν κομμουνιστῶν μὲ τὸ «θαῦμα», ἐφόσον ἐδὼ ἐννοεῖται ἡ Χριστιανικὴ πίστη, εἶναι γενετικῶς καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐχθρική. Ἔτσι περιγράφεται ἀπὸ τὸν Μὰρξ, ἀκόμη νωρίτερα ἀπὸ τὸν Φώυερμπαχ γιὰ να φθάσουμε στὸν Ῥοβεσπιέρο καὶ τοὺς Ἰακωβίνους τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἄρα γιὰ ποιὰ λησμονημένη καταγωγὴ γίνεται λόγος; Οἱ ἀριστεροὶ (τουλάχιστον τῶν κυρίαρχων ῥευμάτων) γνωρίζουν καλῶς τὴν καταγωγή τους. Ἴσως τὴν λησμονοῦν αὐτοὶ ποὺ τοὺς παροτρύνουν νὰ τὴν…ξαναθυμηθοῦν. Μποροῦν νὰ ἀλλάξουν αὐτὰ ἀπὸ μία κάποια ἐρμηνεία κάποιων στίχων ἑνός τραγουδοποιοῦ, ὁ ὁποίος, σημειωτέον, ἐδῶ και δεκαετίες βρίσκεται ἐντελῶς στὸν ἀντίποδα τῆς Ἀριστερᾶς (στοχοποιεῖται μάλιστα ἀπὸ αὐτήν), ἂν εἶχε καὶ ποτὲ σχέση μαζί της καὶ δὲν συμβολοποιήθηκε ἁπλῶς καὶ μόνον έπειδὴ ἐξέφρασε μία πολὺ εὔλογη καὶ διόλου ἀποκλειστικῶς ἀριστερὴ ἀντίδραση στὸν χουντικὸ αὐταρχισμό. Ἀντιθέτως ἡ Δεξιὰ προέρχεται ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Ancien Regime, τοῦ βασιλικοῦ θεσμοῦ καὶ τῆς κυρίαρχης θέσεως τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι βέβαια μεγάλη καὶ ἔγκυρη ἡ συζήτηση ἂν αὐτὴ ἡ ἰδεολογία ἐκφράζει γνησίως τὸ Χριστιανικὸ καὶ μάλιστα τὸ Ὀρθόδοξο βίωμα, ὡστόσο εἶναι δεδομένο ὅτι καταγωγικῶς βρίσκεται ἐγγύτερα σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν διαλεκτικὸ ὑλισμό.

    Ἂς μὴν συγχέουμε τὴν Ἀριστερὰ μὲ τὶς ἐκάστοτε ἀντιδεξιὲς συσπειρώσεις, τὶς ὁποῖες ἐξάλλου ἐξέφραζε πρωτίστως τὸ Δημοκρατικὸ Κέντρο (ἕνας πράγματι σὲ μεγάλο βαθμὸ πατριωτικὸς καὶ χριστιανικὸς χῶρος) καὶ ὁ ὁποῖος συγχωνεύθηκε (δυστυχ[vς) στὸ ἀντιδεξιὸ μόρφωμα τῆς «Κεντροαριστερᾶς» ὑπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα. Οἱ Χριστιανοὶ καὶ πατριῶτες ἐγκατέλειψαν τὸ ΚΚΕ άπὸ τὸ 1930 ὅταν προέβαλε τὶς προδοτικὲς θέσεις του γιὰ ἀπόσχιση τῆς Μακεδονίας. Δόθηκε στὸ ΚΚΕ μία ἀκόμη ἱστορικὴ εὐκαιρία μὲ τὸ ΕΑΜ νὰ προσελκύσει κυρίως κεντρῶο-βενιζελικὸ κόσμο, τὴν ἔχασε ὄμως μὲ τὴν ἐμμονή του στὸν κομμουνιστικὸ ὁλοκληρωτισμό, τὴν προδοτικὴ συμμόρφωση στὴν ΕΣΣΔ στὸ θέμα τῆς Μακεδονίας καὶ τὶς τεράστιες σφαγές ἀθώων, ἰδίως στὰ Δεκεμβριανά. Γι’ αὐτὸ καὶ το 1946-49 ο ΔΣΕ ἀπετελεῖτο ἀπὸ σκληροπυρηνικοὺς κομμουνιστὲς, παιδιὰ θὐματα παιδομαζώματος καὶ Σλαβομακεδόνες. Ἔκτοτε ἡ ἀντίδραση στὴν μετεμφυλιακὴ Δεξιὰ δὲν ἐπέτρεψε νὰ ξεκαθαρίσει ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ δύο ἀντιφατικὰ καὶ ἀντιθετικὰ μεταξύ τους ῥεὐματα (ὅπως συνέβαινε ἄλλωστε καὶ σὲ ὅλη τὴν περίοδο μέχρι το 1935 καὶ ἰδίως στὴν περίοδο τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, ὅταν ἡ ἀντιβενιζελικὴ συμμαχία συνίστατο στὸ «σφυρὶ-δρεπάνι καὶ ἐλιὰ-στεφάνι” (τὰ σύμβολα κομμουνιστῶν καὶ βασιλικῶν ἀντιβενιζελικῶν): τὸ δημοκρατικό, πατριωτικὸ καὶ Χριστιανικὸ Κέντρο καὶ τὴν ἐκ γενετῆς μηδενιστικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ Ἀριστερά.

    Ὁ δὲ δικαιωματισμὸς ἔχει ἱστορία καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ διεθνῶς. Ἐκκολάφθηκε (περὶ αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία καὶ ἀμφισβἠτηση) στὰ ἐργαστήρια τῆς Ἀναρχίας καὶ τῆς Ἄκρας Ἀριστερᾶς – οἱ σχέσεις π.χ. μὲ τὸν «Μάη του ’68» πασίγνωστες. Στὴν Ἑλλάδα ὁ εἰσαγωγεὺς ἦταν ὁ τότε «Συνασπισμὸς τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τῆς Προόδου» μὲ τὸν ὁποῖο συμμαχοῦσε τότε ὁ ἐκάστοτε ΛΟΑΤΚΙ ἀκτιβιστής, πρὶν αἰσθανθοῦν ἀρκετὰ δυνατοὶ κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ νὰ δημιουργήσουν νεοφιλελεύθερα σχήματα τοῦ 0,3%. Τὸ ἂν στὴν πραγματικὸτητα ὁ δικαιωματισμὸς προσφέρει ἕνα πυρηνικὸ ὄπλο στὸ κεφάλαιο, δὲν πρέπει νὰ ἐκπλήσσει-ὁ Μὰρξ δικαίως εἶχε ὀνομάσει τὸ κεφάλαιο «ἰσοπεδωτὴ» (leveler) καὶ αὐτὸ ὑπογραμμίζει τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἀριστερῆς ἀμφισβητήσεως, ποὺ τεκμηριώθηκε καὶ ἱστορικῶς: ὁ ἀριστερὸς ἰσοπεδωτισμὸς δὲν ἀναιρεῖ ἀλλὰ καταφάσκει τὸν κεφαλαιοκρατικὸ ἰσοπεδωτισμό, παρὰ τὶς οἰκονομιστικὲς διαφωνίες.

    Ἡ Νίκη καλὸ θὰ ἦταν νὰ ξεκαθαρίσει τὶς σχέσεις της μὲ τὸν ἀντιεμβολιασμό, τὸν ζηλωτισμό, καὶ τὴν Ῥωσοδουλεία. Ἔχει τὴν εὐκαιρία της νὰ ἀποδείξει ὅτι ἀποτελεῖ ἀξιόπιστη ἀντιπρόταση. Μέχρι στιγμῆς, τουλάχιστον στὴν Ἀθῆνα, ἡ παρουσία της εἶναι ἀναιμικὴ καὶ ὄχι ἰδιαίτερα πειστική. Μακάρι ὄμως νὰ ἀλλάξει αὐτό, διότι οἱ ἐπιλογὲς τῆς ΝΔ αὐξάνουν τὴν διάθεση πολλῶν ψηφοφόρων της νὰ τὴν προειδοποιήσουν γιὰ μία σειρὰ θεμάτων (ἐθνικά, δικαιωματισμός, πλειστηριασμοὶ κλπ.). Ἡ Νίκη καλεῖται νὰ ἐμπλουτίσει/διαυγάσει τὴν χριστιανικὴ σκέψη της μὲ τριβὴ μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα στὴν κατεύθυνση ποὺ πολλοὶ φωτισμένοι διανοητὲς ὑποδεικνύουν (π.χ. π. Ν. Λουδοβίκος). Ἂν τὸ καταφέρει, θὰ γίνει πραγματικὴ ἐναλλακτικὴ γιὰ πολλοὺς ἀκόμη.

  2. Οι εξελίξεις προλαβαίνουν τις οποιεσδήποτε προσδοκίες του καθενός:
    Η “αριστερά” βαράει διάλυση πανευρωπαϊκά -στην Ελλάδα ξεφουσκώνει καθυστερημένα- και οι οποίες πολιτικές ελπίδες για ανατροπή της παντοδυναμίας των αγορών γεννόνται από τα αποκαλούμενα “ακροδεξιά” ή “φασιστικά” (χωρίς πότε να αιτιολογείται πειστικά ο “φασισμός” τους) κόμματα. Παρά τις αναλύσεις αυτοί δείχνουν να προσφέρουν κάποιο νόημα στην κοινωνία, σε καμία περίπτωση η πεθαμένη και επισήμως άθεη Αριστερά.
    Η πολιτική αλλαγή θα φτάσει και στην παραπαίουσα χώρα μας αφού καλώς ή κακώς εξελίσσεται ένα υπαρκτό ανοδικό ρεύμα.
    Απτά γεγονότα από τη μία, σχετικές εκτιμήσεις από την άλλη.
    ΥΓ: Λέξεις όπως βαρβαρότητα, ακραίοι, φασισμός κλπ μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν και αντιστρόφως, δηλαδή να χαρακτηρίσουν αυτούς που ο κειμενογράφος υπερασπίζεται.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ