Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ υπήρξε ένας από τους μεγαλοφυέστερους, αλλά και πιο αμφιλεγόμενους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα. Το αναλοκλήρωτο opus magnun του Είναι και Χρόνος προκάλεσε βαθιά τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η επιρροή τόσο του ίδιου του συγκεκριμένου έργου, όσο και του συνόλου του στοχασμού του, αφήνουν μέχρι και σήμερα αξιοπρόσεκτο αποτύπωμα ακόμη και σε σύγχρονες τεχνοεπιστημονικές κατακτήσεις όπως η τεχνητή νοημοσύνη.[1] Οι δε αρνητικές εκτιμήσεις της σκέψης του, ανεξαρτήτως της ιδιοτυπίας της, η οποία σίγουρα εγείρει ποικίλη κριτική, έχει αναμφισβήτητα σχέση και με τη συνειδητή εμπλοκή του στο ναζιστικό κόμμα.[2] Ενδεικτικά, οι μελετητές του έργου του, που θεωρούν ότι η συμπόρευσή του με τον ναζισμό δεν είναι παρά η φυσική εξέλιξη των οντολογικών του θέσεων είναι οι Καρλ Λέβιτ, Τέοντορ Αντόρνο, Γκέοργκ Λούκατς, Στέλιος Ράμφος, ενώ ο Γιούργκεν Χάμπερμας ερμηνεύει τη γνωστή στροφή στη σκέψη του Χάιντεγκερ ως απόρροια ακριβώς της συμμετοχής του στον ναζισμό. Καμία καταγγελία όμως, όσο θεμελιωμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να επισκιάσει καθοριστικά το μέγεθος της συγκεκριμένης φιλοσοφικής πρότασης, ο χαρακτήρας και η επιρροή της οποίας συνεχίζουν αδιάπτωτα να κατέχουν εμβληματική θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της χαϊντεγκεριανής κατάθεσης είναι η αποδομητική της παραδοσιακής μεταφυσικής κριτική του. Αυτή ερείδεται επί του γεγονότος ότι η ελληνική απαρχή του σκέπτεσθαι επικαλύφθηκε από αλλεπάλληλα στρώματα ενός καθοριστικού αποπροσανατολισμού: «μέσα στην ιστορία του δυτικού στοχασμού νοήθηκαν ασφαλώς εξ αρχής τα όντα ως προς το Είναι τους, αλλά η αλήθεια του Είναι παρέμεινε αστόχαστη».[3] Αυτή η οντική αιχμαλωσία γέννησε τη λήθη του Είναι. Ο άνθρωπος ασχολείται πια μόνο με το ον, το οποίο και ερμηνεύει ως το «καθολικότατο»[4] κι έτσι η μεταφυσική μεταποιείται σε φυσική, πληρώνοντας το κενό του Είναι με όντα, ώστε τοιουτοτρόπως να «κοροϊδεύει τον εαυτό της, χωρίς να το γνωρίζει».[5]
Η αρχέγονη διάσχιση ανάμεσα στο Είναι και στο ον λησμονείται, ο άνθρωπος, η φιλοσοφία και ο πολιτισμός κατακυριαρχούνται από τον οντικό ανερώτητο πλεονασμό και η παρέκκλιση αυτή συνιστά τη μήτρα του μηδενισμού: του απωλεσμένου σε αντικειμενικά και αυτονόητα δεδομένα τρόπου, που λησμόνησε και μηδένισε την απόσταση μεταξύ Είναι και όντων. Γι’ αυτό και η Μεταφυσική είναι στην ουσία της μηδενισμός, εφόσον από την ιστορία της αλήθειας των όντων, που η ίδια παριστά, λείπει η αλήθεια του Είναι. Έτσι, ο μηδενισμός για τον Χάιντεγκερ δεν είναι η νιτσεϊκή απαξίωση των αξιών, αλλά η απόσυρση του Είναι κατά την παραγνώριση της οντολογικής του διαφοράς από τα όντα.
Ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται ότι «η μεταφυσική είναι το ερωτάν που υπερβαίνει τα όντα».[6] Καθώς το Είναι δεν είναι τα όντα, η φανέρωσή του έγκειται ακριβώς στο δεν της κάλυψής του. Η απόκρυψη του Είναι εκκαλύπτεται μόνο μέσω της υπερβατικότητας του ώδε-είναι (dasein) έναντι των όντων ως τέτοιων κι έτσι γίνεται κατανοητή η κεφαλαιώδης θέση του Χάιντεγκερ ότι η αλήθεια (το ίδιο το Είναι) είναι α-λήθεια, δηλαδή ερχομός από τη λήθη, από την απροσδιόριστη και ανεξάντλητη κρυφιότητά του. Αυτό είναι το Μηδέν: το ταμείο του Είναι, από το οποίο εξέρχεται για να αποκρυβεί και πάλι· το Είναι διαφυλάσσεται στη λειψανοθήκη του Μηδενός, από όπου και αναδύεται, για να ξαναεπιστρέψει ανέγγιχτο από την α-νοησία της οντικής πληθωρικότητας και της βίας των ορισμών και των βεβαιοτήτων, που τα ίδια παράγουν.
Στο πλαίσιο αυτό ο Χάιντεγκερ απορρίπτει τον ανθρωπισμό, καθώς αυτός «σκέπτεται μεταφυσικά».[7] Η απόρριψη αυτή βέβαια δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση υιοθέτηση και υπεράσπιση του απ-άνθρωπου. Αντιθέτως, πρόκειται για την απελευθερωτική απόρριψη όλων των αντηρίδων της μεταφυσικής. Οι αντικειμενοποιημένοι και εξαντλητικοί αφορισμοί της απορρίπτουν ως παράλογη κάθε εναντίωση στην αμβλυωπούσα παραστασιακή λογική, θεωρούν ως απαξίωση της πραγματικότητας την αντίθεση σε κάθε αξιοθέτηση, αντιλαμβάνονται την κοσμικότητα του ανθρώπινου Είναι ως εγκλωβισμό στην ενθαδικότητα, καταλογίζουν αθεϊσμό στην παραδοχή του «θανάτου του Θεού», χαρακτηρίζουν ως μηδενισμό την αντίθεση σε ό,τι μέχρι στιγμής κατοχυρώθηκε ως ιερό και υψηλό.[8]
Όλα αυτά δεν είναι παρά πτυχές της λήθης του Είναι, εφόσον η παθιασμένη δίψα για την οντική κανονάρχησή του υποκατέστησε την ερωτηματοθεσία για την αλήθεια του Είναι. Γι’ αυτό κρίνεται ως απολύτως αναγκαία η αποδομητική της μεταφυσικής αποτίναξη όλων των ιζημάτων, που επικαλύπτουν αιώνες τις αρχέγονες εμπειρίες χάρη στις οποίες κατορθώθηκαν οι οδηγητικοί καθορισμοί του Είναι.[9] Και η επάνοδος στη λησμονημένη άβυσσο του Είναι απαγκιστρώνει τον άνθρωπο από την κοντόθωρη αυτοναφορικότητα του ανθρωπισμού.
Η οντολογική απόπειρα του Χάιντεγκερ να αποδομήσει τις παγιωμένες οντικές πλαστογραφήσεις του Είναι γεννάται από την έλευση του Μηδενός στο προσκήνιο της κατισχύουσας παραστασιακής λογικής και της σύστοιχης επιστημονικής υπεροψίας. Ενώπιον της αγωνίας του Μηδενός κατακρημνίζεται κάθε νόημα και υποβαστάζουσα βεβαιότητα, με αποτέλεσμα την αιώρηση του ανθρώπου στην ανοικειότητα, που αναδύει η αποειδωλοποίηση. Στο νυχτερινό και αγωνιώδες φάος του Μηδενός η ύπαρξη λαμπικάρεται από την αχλύ της κοινοτοπίας. Εντός αυτής της καθησυχαστικής απώλειας στην ανωνυμία, κάθε δυνατότητα του ανθρώπου εκτροχιάζεται στην αναυθεντικότητα, εφόσον αδυνατεί να καθρεφτιστεί εμπρός στην πλέον δική του δυνατότητα: στη δυνατότητα της μη-δυνατότητας για ύπαρξη, που προσφέρει ο θάνατος.
Αυτή η ανεστιότητα του ανεπέρειστου ενώπιον του Μηδενός ανθρώπου και η έλλειψη κάθε αρχής, που προσδιορίζει με ασφάλεια τον άνθρωπο και τη σκέψη του, οδήγησαν κάποιους μελετητές του Χάιντεγκερ στην προσέγγιση του στοχασμού του ως, στην ουσία, μιας αν-αρχικής κλήσης. Ο Reiner Schürmann και ο Peter Trawny με τα έργα τους «Heidegger on being and acting: From Principles to Anarchy» και «Freedom to Fail: Heidegger’s Anarchy» αντίστοιχα σκοπεύουν στην ανάδειξη αυτής της προοπτικής. Ο Schürmann παρουσιάζει την πολιτική που θα προέκυπτε από την οντολογία του Χάιντεγκερ ως άρνηση των αρχών και των θεμελίων της δράσης συσχετίζοντας τη σκέψη του με όρους ενός αναρχικού μυστικισμού.[10] Στο συγκεκριμένο έργο υποστηρίζεται επίσης ότι ο Χάιντεγκερ διαγιγνώσκει το τέλος κάθε αρχής, με βάση την οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί το γεγονός της ύπαρξης. Η φιλοσοφία έχει τελειώσει και η ζωή στη Δύση έχει γίνει αμετάκλητα «αν-αρχική». Η θέση αυτή πηγάζει, κατά τον Schürmann, από τον νιτσεϊκό θάνατο του Θεού, που προσέδωσε στην χαϊντεγκεριανή ερμηνευτική το κριτήριο της απουσίας αρχών.[11]
Η ματιά του Trawny επίσης δεν εντοπίζει τον «αναρχισμό» του Χάιντεγκερ στην πολιτική ενύλωσή του, αλλά μάλλον στην απουσία μιας κυρίαρχης αρχής, που προκαθορίζει περιοριστικά τη σκέψη.[12] Η μη δέσμευση σε προϋποθετικά δεδομένα έχει σκοπό, κατά Trawny, να οδηγήσει τη σκέψη στην αν-αρχική ελευθερία, την ελευθερία από αρχές, που εμποδίζουν την ανασυγκρότηση του κόσμου λόγω ανεξερεύνητων παραδοχών.[13] Κανένας πιετισμός της σκέψης δεν θα πρέπει να στέκεται εμπόδιο σε ερώτημα, που μπορεί να φωτίζεται με απροσδόκητο τρόπο.[14]
Ανεξαρτήτως της υποκειμενικής ενδεχομενικότητας τέτοιων κρίσεων, που άλλωστε είναι αναπόφευκτες, αλλά και αναγκαίες για κάθε φιλοσοφική κατάθεση, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι αναφέρονται σε ένα έργο στις υποδόροιες συμπλέξεις του οποίου ή και σε προδηλότερες ίσως, για κάποιους ανιχνεύονται ευκρινέστατα τα οντολογικά θεμέλια του ολοκληρωτισμού. Κάτι τέτοιο πάντως, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει την αναντίλεκτη ιδιοτυπία του χαϊντεγκεριανού στοχασμού από το εύρος και το βάθος του οποίου αρύονται οι πλέον αντικρουόμενες μεταξύ τους προσπελάσεις.
Η εισαγωγή του παρόντος κειμένου, πέρα από οποιεσδήποτε προβολές και ερμηνείες επί της χαϊντεγκεριανής σκέψης, προτάθηκε όχι ως μια προ-όδευση στην αν-αρχική ανάγνωσή του, αλλά ως μια απενοχοποιητική εναντίωση σε κάθε «-ισμό», που με τις αναντίρρητες προκαθοριστικές καταυγάσεις του προβάλλεται ως αποκλειστικό κριτήριο της αλήθειας. Στη σύγχρονη αλαζονική υπερέξαρση και γνωστική προπέτεια της τεχνοεπιστημονικής αποκλειστικότητας η σκέψη του Χάιντεγκερ, χωρίς να έχει και αυτή αποσείσει πλήρως τις καταγγελλόμενες από την ίδια δυτικές μεταφυσικές προϋποθέσεις, συνιστά μια καθόλα αξιοπρόσεκτη επίβαση επί των πραγμάτων. Το νεύμα του αποκηρυχθέντος Μηδενός, που ο Χάιντεγκερ θυμίζει στον αφιονισμένο επιστημονισμό, αποτελεί μια πρόταση που, κατά τον ίδιο, προσπερνάται με ευκολία μόνο από τους όμηρους του ανερώτητου, τους εθισμένους στην οικειότητα της οντικής προφάνειας. Το κάλεσμα του Χάιντεγκερ, ώστε η σπαρακτική έλλειψη πατρίδας, που διέγνωσε ο Νίτσε χωρίς να υπερβεί το αδιέξοδό της, ακούγεται παράδοξο και προκλητικό: η πατρίδα βρίσκεται στην ανεστιότητα της («ά-ναρχης») αιώρησης ενώπιον του Μηδενός.
Σ’ αυτόν τον αχαρτογράφητο και αθεμελίωτο τόπο, τον απογυμνωμένο από κάθε επίκτητη βακτηρία, με την οποία προσπερνάται το μη παρακάμψιμο του θανάτου, ο άνθρωπος ανακτά τον εαυτό του και σχετίζεται με τα όντα όπως αυτά είναι, χωρίς τα καταπραϋντικά μασκαρέματα της αντικειμενικότητας. Η αλήθεια λοιπόν είναι ένας ερχομός από την κάλυψη, που η βία της λογικής και η οντική εμμονή της επιστήμης αδυνατούν να στοχαστούν. «Αλήθεια είναι να μπορείς να ίστασαι στη φανέρωση των όντων, να συν-ίστασαι με αυτήν»[15] και όχι να παρίστασαι εκβιάζοντας τα αποτελέσματα των προ-θέσεων επ’ αυτών. Και ο Χάιντεγκερ αναγνωρίζει μια αναγκαία βία: την αρπαγή της αλήθειας απ’ την κρυπτότητα, στην οποία το Είναι (η φύσις) επιδιώκει να κρύβεται. Όμως το γεγονός αυτό είναι μια σύρραξη του ανθρώπου με το Είναι καθ’ εαυτό[16] κι αυτό δεν έχει σχέση με τη γνωστική εφόρμηση επί αντικειμένων, ούτε με τη διανοητική κατάληψη ή την εννοιολογική εξοικείωση, αλλά με την εν επιγνώσει έκθεση στο άδραγμα από το Είναι.[17] Αφοριστικά ο Χάιντεγκερ, στο πλαίσιο αυτό, διατείνεται ότι είναι αδύνατο «να εδραιωθεί η αλήθεια του Είναι σε αιτίες και εξηγητικές αρχές ή πράγμα που είναι το ίδιο, στην ακατανοησία τους»[18] αποφεύγοντας έτσι την υπόνοια της υιοθέτησης από μέρους του μιας νεφελώδους γνωστικής προϋπόθεσης, που αναγκαία ρέπει στον ανορθολογισμό. Η άφεση στο αναφές Είναι δεν καθιστά τον άνθρωπο άθυρμα παράλογων ενατενίσεων, αλλά κυβερνήτη της εκκάλυψης, προκειμένου να τη διατηρεί κατά της κάλυψης και της επικάλυψης.[19]
Ήδη ο πρώιμος Χάιντεγκερ, πριν το Είναι και Χρόνος, διέστειλε την κατάκτηση της αλήθειας από το γεγονός της παραλαβής προς διαφύλαξη του εκάστοτε εννοούμενου όντος, «όπως αυτό εννοείται ως τέτοιο και ως μη συγκαλυμμένο».[20] Αργότερα, μετά την περιώνυμη στροφή, η διαφύλαξη της αλήθειας πραγματοποιείται από τον άνθρωπο, που, ως ποιμήν του Είναι, καλείται από το ίδιο το Είναι να αναλάβει τη διαφύλαξη της αλήθειας του.[21] Αυτός ο συντονισμός με τη διεκδίκηση/κλήση του ανθρώπου από το Είναι αφοπλίζει την υπερφίαλη υποκειμενικότητα από κάθε γνωστική διάθεση άλωσης αντικειμένων. Έτσι, από τη μία φανερώνεται η απαλλαγή από τη δέσμευση αποκλειστικά στην παρουσία των όντων, που για τον λόγο αυτό συγχέονται με το Είναι. Από την άλλη, φανερώνεται η απαγκίστρωση του ανθρώπου από την ανάγκη και πράξη της κατοχής της οντικής ολότητας και την απώλεια στην α-νοησία. Συνεπώς, μια άνευ (παραδοσιακών) αρχών οντολογία -ελεύθερη δηλαδή από τις προϋποθέσεις του παραστασιακού στοχασμού- κατοχυρώνει τη συνέπειά της περιλαμβάνοντας όχι μόνο τη γνωστική διαδικασία, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Όχι ως υποκείμενο, πνεύμα ή ζώο λόγον έχον, αλλά ως γείτονα του Είναι, ως απαντώντα στην κλήση του Είναι, που συγκροτεί την ουσία του.
Ίσως είναι καιρός λοιπόν, ώστε η Δύση, των (φαινομενικών) αντιφάσεων μεταξύ μιας τοτεμικής αντικειμενικότητας και των θεοποιημένων απαιτήσεων του υποκειμένου, να μπολιαστεί από δικά της βλαστήματα, με σκοπό όχι την αλλαγή του εαυτού της, αλλά την ανοικτότητά της στην έλευση του μέχρι τώρα στραγγαλισμένου απρόσμενου. Αυτού που μέχρι στιγμής λοιδορείται ως ανορθολογισμός, χωρίς ωστόσο η λοιδορία να μπορεί να ψαύσει τον δικό της. Αυτή η δυσανεκτική στα ασφαλή ριζώματα αναμονή απαιτεί τη γενναιότητα της διαρκούς κρίσης. Και τότε, ακόμη και ο ιδιότυπος «αναρχισμός»(;) του Χάιντεγκερ θα είναι υποχρεωμένος να διυλίζεται από ένα κριτήριο, που ο ίδιος δεν προβλέπει. Αλλά σ’ αυτό το πέραν η φιλοσοφία δεν αναζητά πια τον αυθεντικό της εαυτό· συντρίβεται. Κι ο καθένας μένει μετέωρος σε τόπο άν-αρχο ως «ο ακούσιος της υπάρξεως»[22] – θεώμενος ακούων.
Σημειώσεις
[1] Hubert L. Dreyfus, «Why Heideggerian AI Failed and how Fixing it would Require making it more Heideggerian», https://philpapers.org/rec/DREWHA
[2] Η συγκεκριμένη πτυχή της ζωής και της σκέψης του έχει κριθεί και κατακριθεί ποικιλοτρόπως, χωρίς ωστόσο αυτή να αποτελεί πρόσκομμα για την αναγνώριση της σπουδαιότητάς της εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων.
[3] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Ο λόγος του Νίτσε «Ο Θεός είναι νεκρός», μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Γιάννης Τζαβάρας, (Αθήνα: Ίνδικτος, 2005), 105.
[4] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό, μετάφραση Γιώργος Ξηροπαΐδης (Αθήνα: Ροές, 2 2000), 109.
[5] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, εισαγωγή-μετάφραση-επιλεγόμενα Χρήστου Μαλεβίτση, (Αθήνα: Αρμός, 2010), 134.
[6] Martin Heidegger, Τι είναι Μεταφυσική; προλεγόμενα-μετάφραση-σχόλια Π. Κ. Θανασάς, (Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη, 2000), 83.
[7] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό…, 97.
[8] Στο ίδιο, 128-129.
[9] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Είναι και Χρόνος, πρόλογος-μετάφραση-σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, τ. Α’, (Αθήνα: Δωδώνη, 1978), 55-56.
[10] Simón Royo Hernádez, «Anarcism as Political Ontology in Martin Heidegger», https://theanarchistlibrary.org/library/simon-royo-hernandez-anarchism-as-political-ontology-in-martin-heidegger
[11] Heidegger on Being and Acting: From Principles to Anarchy by Reiner Schürmann Review by: Randall E. Haves, https://www.jstor.org/stable/2216298
[12] Peter Trawny, Freedom to Fail: Heidegger’s Anarchy Review by: Gregory Fried, https://ndpr.nd.edu/reviews/freedom-to-fail-heideggers-anarchy/
[13] Στο ίδιο.
[14] Στο ίδιο.
[15] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική…, 58.
[16] Martin Heidegger, Οι θεμελιώδεις έννοιες της Μεταφυσικής, Κόσμος-Περατότητα-Μοναξιά, μετάφραση Θεοφάνης Τάσης, (Αθήνα:Ευρασία, 2009), 71.
[17] Martin Heidegger, Νίτσε, Η βούληση για ισχύ ως τέχνη, μετάφραση Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, (Αθήνα: Πλέθρον, 20111), 120.
[18] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό…, 59.
[19] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική…, 236.
[20] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Φαινομενολογικές ερμηνείες στον Αριστοτέλη, μετάφραση Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, (Αθήνα: Πατάκης, 2011), 119-120.σ.
[21] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό…, 117.
[22] Νίκος Καρούζος, Σκύβαλο αθανασίας
Συγχαρητήρια! Πολύ ωραίο άρθρο!
Εγγενής η δυσκολία του να προσδιορίσεις το είναι του μηδενός περιεχομένου καθώς και η δυσκολία του να προσδιορίσεις το εξ ορισμού και στόχευσης αν όχι πρόθεσης απροσδιόριστο. Εξ ου πιθανόν και η όποια τυχόν αβελτηρία της παρακολούθησης του νοήματος του λόγου που εκφράζει ο Χάιντεγκερ στην γλώσσα του αλλά και όσων εκ του μη όντος έχουν αναλάβει να τον παρακολουθήσουν μεταφέροντας ή επαυξάνοντας στα δυτικότροπα εξίσου απροσδιόριστα Ελληνικά από το ένα υπαρξιακό κενό στο άλλο.
Ως εκ τούτου όσο έύκολο είναι να προσδιορίσει κανείς τι είναι αυτό που λείπει στον λόγο του Χαιντεγκερ και υπάρχει στον λόγο του Μάξιμου του ομολογητή άλλο τόσο εύκολο είναι να προσδιορίσει κανείς την υποβόσκουσα αναφορά του πρώτου στον δεύτερο . Αυτό που λείπει είναι κατ ουσίαν ο Λόγος και κατ επέκταση η αγιότητα της στόχευσης του Αγιου Μάξιμου. Οσο για την υποβόσκουσα αναφορά θα παραμείνει υποβόσκουσα και ως εκ τούτου προβληματική και κατ ουσίαν ανυπόστατη καθώς ο Χάιντεγκερ αισθάνεται επαρκής να παραμείνει στις υποσημειώσεις του Πλάτωνα και αποφεύγει να προχωρήσει στο βάθος της πατερικής θεολογίας με την οποία ο Μάξιμος προχωράει και συμπληρώνει τον ελληνικό Λόγο με την χάρη του Χριστιανικού πνεύματος.
Την μεν πρακτικήν φιλοσοφίαν, φόβος, ευσέβεια τε και γνώσις εργάζονται.Την δε φυσικήν εν πνεύματι θεωρίαν, ισχύς και βουλή, και σύνεσις κατορθούσι. Την δε μυστικήν θεολογίαν, σοφία θεία μόνη χαρίζεται
Μάξιμος Ομολογητής
Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. “Εκ του μη όντος” δεν είναι ούτε η ενασχόληση με το σπουδαίο έργο ενός σπουδαίου στοχαστή, ούτε η επιτυχημένη ή όχι απόπειρα κριτικής του. “Εκ του μη όντος” είναι μάλλον η συγκριτική παράθεση επί ίσοις όροις ενός στοχαστικού οικοδομήματος με την αγιοπνευματική σκέψη ως μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής. Η προϋπόθεση εκκίνησης και η σκοποθεσία των δύο παραμένουν παντελώς άσχετες και απολύτως αγεφύρωτες μεταξύ τους. Κι αν όλο το συγκριτικό αυτό σχήμα υπονοεί την ύπαρξη μιας “χριστιανικής” φιλοσοφίας, η οποία δύναται ως τέτοια να συνομιλεί με “άλλες” φιλοσοφίες, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα. Πάντως ο Χάιντεγκερ δεν θα δεχόταν επουδενί κάτι τέτοιο έχοντας χαρακτηρίσει τη “χριστιανική” φιλοσοφία ως “ξύλινο σίδερο” και προσωπικά δεν θα διαφωνήσω καθόλου.
Αγαπητέ κύριε Βιτούλα
Κατ αρχήν σας ευχαριστώ που μπήκατε στον κόπο να απαντήσετε στο ούτως ή άλλως περιορισμένο σχόλιο μου
Ισως τα παρακάτω αποσπάσματα δώσουν κάποιο πλαίσιο αναφοράς για τον τρόπο που εννοώ το «εκ του μη όντος»
Στην σελίδα 95 της Εισαγωγής του στα Μεταφυσικά, παραθέτοντας όσα έχουν σχέση με τον Περιορισμό του Όντος, ο M.Χάιντεγκερ, ακολουθώντας τα ίχνη του Ιερού Αυγουστίνου, θα λέγαμε, προς τις απαρχές της Δυτικής φιλοσοφίας, θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί στην συνέχεια να δώσει τις απαντήσεις.
1. Πώς η αρχική ενότητα του Είναι και της σκέψης ξετυλίγεται ουσιαστικά για να μας δώσει την ενότητα της «φύσης» και του «λόγου»;
2. Πώς η αρχική διαφοροποίηση μεταξύ λόγου και φύσης έρχεται να ξεπεραστεί;
3. Πώς εγείρεται αυτός ο λόγος και πως γίνεται επιφανής και αναγνωρισμένος;
4. Πώς ο λόγος (το «λογικό») καθίσταται η ουσία της σκέψης;
5. Πώς αυτός ο λόγος, ως λόγος της αιτίας και της κατανόησης έρχεται να εξουσιάσει το Είναι στην απαρχή της Ελληνικής φιλοσοφίας;
Για να δώσει συνέχεια στην κατεύθυνση των δικών του σκέψεων αναφέροντας..
Ας έλθουμε κατευθείαν στο αποφασιστικό σημείο και ας ρωτήσουμε : τι σημαίνει λόγος και λέγειν, αν δεν σημαίνουν σκέψη; Ο Λόγος εννοεί την λέξη, την ομιλία, και το λέγειν εννοεί το να λες, το να μιλάς. Δια-λογος είναι ομιλία από δύο μέρη, μονό-λογος είναι μοναχική ομιλία Όμως ο λόγος δεν σήμαινε αρχικά ομιλία, το να λες. Αυτό που σημαίνει η λέξη δεν έχει να κάνει με την γλώσσα
Λέγω, λέγειν , Λατινικά legere, είναι η ίδια λέξη με το γερμανικό lesen /συλλέγω. Σταχυολογώ, συλλέγω ξύλα, συλλέγω σταφύλια, επιλέγω, συλλέγω το νόημα του βιβλίου, είναι απλά εκδοχές του «συλλέγω» με την αυθεντική σημασία του. Αυτό σημαίνει το να τοποθετείς το ένα πράγμα δίπλα στο άλλο, να τα φέρνεις μαζί σε ένα, εν ολίγοις συλλέγοντας καθώς την ίδια στιγμή το ένα αντιπαραβάλλεται και αντιπαρατίθεται με το άλλο. Με αυτήν την έννοια οι Έλληνες μαθηματικοί χρησιμοποιούσαν την λέξη (λόγος). Μια συλλογή νομισμάτων που κάποιος έχει συλλέξει δεν είναι απλά ένας σωρός απ ότι ρίχτηκε μαζί. Στην έκφραση «αναλογία» βρίσκουμε και τα δύο νοήματα το ένα δίπλα στο άλλο. Και την σημασία του λόγου ως σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων και την σημασία της αναλογίας σαν ‘γλώσσα’ ή ‘ομιλία’ παρότι στην ανάλογη αγγλική λέξη “correspondence” / γερμανικά Entsprechung (Sprechen, speaking, ομιλώ) δύσκολα σκεφτόμαστε το νόημα του ανταποκρίνομαι/ανταπόκριση, όπως και οι Έλληνες δεν σκέφτονταν αρχικά τον λόγο σαν ομιλία
Ως εκ τούτου σταχυολογώντας στα όρια της υπομονής σας πιθανόν θα θέλατε να δείτε και τα ακόλουθα αποσπάσματα που βρίσκω σχετικά με την συζήτηση που έχετε ξεκινήσει με το ούτως ή άλλως αξιόλογο δοκίμιο σας
(Πλάτων, Σοφιστ., 237Α)
Ξένος
Αποτολμήθηκε λοιπόν μ αυτόν τον λόγο να υποτεθεί το μη ον πως είναι: αφού το ψευδές δεν θα μπορούσε ποτέ αλλιώς να αποκτήσει οντότητα. Ο μέγας Παρμενίδης μάλιστα, παιδί μου, αρχίζοντας από τότε που εμείς είμασταν παιδιά και μέχρι τέλους αυτό καταμαρτυρούσε, και με πεζό και με έμμετρο λόγο. «Μη ποτε λοιπόν τούτο μας χειραγωγήσει, να είναι τα μη όντα : αλλά συ απ αυτόν τον δρόμο κράτησε μακρια στο έργο της αναζήτησης του νοήματος.»
Ξένος
Τετόλμηκεν ὁ λόγος οὗτος ὑποθέσθαι τὸ μὴ ὂν εἶναι: ψεῦδος γὰρ οὐκ ἂν ἄλλως ἐγίγνετο ὄν. Παρμενίδης δὲ ὁ μέγας, ὦ παῖ, παισὶν ἡμῖν οὖσιν ἀρχόμενός τε καὶ διὰ τέλους τοῦτο ἀπεμαρτύρατο, πεζῇ τε ὧδε ἑκάστοτε λέγων καὶ μετὰ μέτρων—“οὐ γὰρ μή ποτε τοῦτο δαμῇ, φησίν, εἶναι μὴ ἐόντα:
ἀλλὰ σὺ τῆσδ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ διζήμενος εἶργε νόημα
Παρμενίδης περί φύσεως
Έλα λοιπόν εγώ θα πω και συ ακούγοντας θα αποκομίσεις μύθο,
οι μόνοι οδοί στην αναζήτηση δύο είναι, αυτό είναι αυτό που πρέπει να εννοήσεις
Η μια μεν του είναι και πώς το μη είναι δεν υφίσταται, είναι το μονοπάτι της πειθούς,
Καθώς από την αλήθεια συνοδεύεται
Κι η άλλη του πως δεν είναι και πως δεν πρέπει να ναι,
Αυτή που λέω ότι είναι το μονοπάτι της απιστίας. Αφού ούτε θα μπορούσες να γνωρίσης αυτό που δεν είναι, κάτι που δεν είναι εφικτό, ούτε να το εκφράσεις
Αφού το ίδιο είναι αυτό που είναι νοητό και αυτό που είναι
Δες όμως με το νου τα απόντα πώς βέβαια γίνονται παρόντα, αφού αυτός δεν θα αποκόψει αυτό που έπεται αυτού που είναι ούτε κι αν αυτό διασκορπίζεται παντού με κάθε τρόπο στον κόσμο ούτε κι όταν συνίσταται.
Το ίδιο δε επικοινωνεί για μένα το από πού θα αρχίσω,
Γιατί στο ίδιο θα επιστρέψω πάλι.
Ανάγκη να λέγεται και να νοείται ότι το ον είναι. Αφού το Ον είναι, ενώ το μηδέν δεν είναι. Αυτά που σου λέω αυτά σε διατάζω. Και πρώτα θα σε κρατήσω από τούτη την οδό να αναζητήσης, κι έπειτα απ αυτήν που οι θνητοί μη βλέποντας τίποτε πλανώνται
Έχοντας δυο μυαλά (παρακολουθώντας δυο σκέψεις αντίθετες στο μυαλό τους ). Αφού η αμηχανία στα στήθη τους (που ενστερνίζονται) κατευθύνει τον πλανημένο νου. Και αυτοί περιφέρονται κουφοί συνάμα και τυφλοί, σαστισμένοι, άκριτα φύλα, για τους οποίους αυτό που έρχεται να γίνει και αυτό που δεν είναι νομίζουν πως ταυτίζονται και πάλι πως δεν ταυτίζονται, και παλινδρόμηση βρίσκουν στον δρόμο τους για τα πάντα πηγαίνοντας κι ερχόμενοι (από το είναι στο μη είναι)
Γιατί ποτέ τούτο δα δεν πρόκειται να επιβληθεί ώστε να είναι τα μη όντα Αλλ εσύ σε τούτη την οδό απέκλεισε να αναζητήσεις νόημα Ούτε η συνήθεια της πολλαπλής εμπειρίας κατά την άλλη την οδό να αφήσεις να σε σπρώξει να βιαστείς να ακολουθήσεις, άσκοπα το βλέμμα περιφέροντας ενδίδοντας σε ηχηρά ακούσματα
και γλώσσα, κρίνε δε με λόγο τον πολυμαχητό τον έλεγχο από όσα εγώ έχω πει
Εἰ δ’ ἄγ’ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι· ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι, Πειθοῦς ἐστι κέλευθος – Ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ-
ἡ δ’ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι, τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν· οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν- οὐ γὰρ ἀνυστόν – οὔτε φράσαις.
τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι.
Λεῦσσε δ’ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεϐαίως· οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον οὔτε συνιστάμενον
Ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν, ὁππόθεν ἄρξωμαι· τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις
VIΧρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ’ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν· τά σ’ ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα Πρώτης γάρ σ’ ἀφ’ ὁδοῦ ταύτης διζήσιος , αὐτὰρ ἔπειτ’ ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότες οὐδὲν
πλάττονται, δίκρανοι· ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν στήθεσιν ἰθύνει πλακτὸν νόον· οἱ δὲ φοροῦνται κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες, ἄκριτα φῦλα, οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος
Οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ εἶναι μὴ ἐόντα· ἀλλὰ σὺ τῆσδ’ ἀφ’ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα·μηδέ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω, νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν
καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα
Ισως κάπου στην αναζήτηση της ξύλινης ή της σιδερένιας γλώσσας (ή του ξύλινου ή του σιδερένιου εργαλίου της) αυτού ή εκείνου του είδους φιλοσοφίας χρειάζεται κάπου στα όρια της αποφατικής λεγόμενης φιλοσοφίας κάνοντας ένα τελευταίο βήμα να σταθούμε στον ύστερο Βιτγκενσταιν σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται σ αυτόν ο φιλόσοφος Τζον Σερλ.
«..Στην πρώτη φάση της φιλοσοφίας του, στο Tractatus, o Βίτγκενσταϊν σκέφτονταν ότι η μόνη γλώσσα που μ ένα αυστηρό προσδιορισμό είχε νόημα ήταν αυτή η γλώσσα που παράθετε γεγονότα. Αντίθετα με τους Θετικιστές φιλόσοφους (που αποτελούσαν τον πρώτο κύκλο των θαυμαστών του) αυτό δεν τον ενθουσίαζε. Σκέφτονταν ότι τα πράγματι σημαντικά δεν ήταν δυνατόν να ειπωθούν, ήταν μη ανακοινώσιμα. Σκέφτονταν ότι τα Ηθικά, τα της Θρησκείας, τα της Αισθητικής βρίσκονταν στην επικράτεια του ανείπωτου. Και κάποτε είπε σχετικά με το Tractatus ότι το πραγματικά σημαντικό μέρος του Tractatus είναι αυτό που έχει αφεθεί εκτός, το μέρος που δεν είναι εκεί. Έκανε επομένως μια αυστηρή οριοθέτηση της γλώσσας που έχει νόημα, ως γλώσσας ανακοίνωσης γεγονότων. Και τα άλλα μέρη της γλώσσας, τα μέρη που δεν χρησιμοποιούνται για την ανακοίνωση γεγονότων, σκέφτονταν ότι κάτω από ένα αυστηρό προσδιορισμό, ήταν δίχως νόημα, και δεν θα μπορούσαμε εκεί να πούμε κάτι…»
Πρόκειται ίσως επιστρέφοντας για μια ακόμη αναφορά σ αυτό που ο Αγιος Μάξιμος χαρακτηρίζει ως «λόγους των όντων»;
Σε κάθε περίπτωση συγχωρείστε το αδόκιμο των επιχειρούμενων μεταφορών και μεταφράσεων μου από τα πρωτότυπα.
Συγχωρείστε επίσης και το αδόκιμο της έκτασης της απάντησης μου που πιθανόν θέτει σε δοκιμασία τα όρια της υπομονής τόσο της δικιάς σας όσο και όσον πιθανόν διαβάζουν
Κύριε Λοβέρδο ὁ κόπος σας εἶναι τιμητικὸς γιὰ μένα καὶ σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ πῶ δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγ. Μάξιμος στὸ ἀπόσπασμα ποὺ παραθέσατε στὸ πρώτο σας σχόλιο. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ ἡ κατάδειξη τοῦ ἀπολύτως ἀσύμβατου χαρακτήρα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας. Ὁ Χάιντεγκερ στην εἰδική μελέτη του γιὰ τὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο θὰ πεῖ: “(…) καθεμιὰ ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστῆμες (εννοεῖ θεολογία καὶ φιλοσοφία) ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἴδια περιοχή -τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὸν κόσμο- ὡς θέμα, μόνο ποὺ καθεμιὰ ἔχει ὡς ὁδηγὸ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο σύλληψης: ἡ μία βασιζόμενη στὴν πίστη, ἡ ἄλλη στὴ λογικὴ ἱκανότητα (Vernunft)”. Ὁπότε ἡ κοινὴ ἁπλῶς ὁρολογία δὲν ἀποτελεῖ ἐπαρκῆ λόγο γιὰ τὴ διαλεκτικὴ ἐξέταση κοινῶν ἢ μὴ τόπων μεταξύ τους. Ἐλπίζω νὰ μὴν σᾶς παρερμηνεύω.
Αγαπητέ κύριε Βιτούλα
Και πάλι ευχαριστώ για την ευγενική σας ανταπόκριση
Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κλείσουμε αυτόν τον κύκλο της ενδιαφέρουσας για μένα ανταλλαγής απόψεων μαζί σας με τον τρόπο που πολύ ορθά κατά την γνώμη μου καταλήγετε σε όσα έχετε γράψει σχετικά με την προσπάθεια της φιλοσοφίας να ξεπεράσει τον εαυτό της
«..Αλλά σ’ αυτό το πέραν η φιλοσοφία δεν αναζητά πια τον αυθεντικό της εαυτό• συντρίβεται. Κι ο καθένας μένει μετέωρος σε τόπο άν-αρχο ως «ο ακούσιος της υπάρξεως»– θεώμενος ακούων…»