Τον άγγελο τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια οιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ΄άστρα.
Σμίγοντας την κόψη του αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
( Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Α’)
Η Δικαιοσύνη μετρά τα χνάρια της Ιστορίας μες τα σπαραχτικότερα επιφάνεια του φωτός.
Παύοντας ο εαυτός να΄ναι χωρητικός της Ιστορίας κι αφήνοντάς τη να χωρά τον εαυτό καταλυτικά, αγκαλιάζουμε σφιχτά εκείνο το σκιάς όναρ άνθρωπος, συναντώντας τα αιτήματα του Είναι σε γωνιές προ- οιδιπόδειες. Για να το πω αλλιώς: είναι αδύνατον να αρθρώσω Λόγο, αρνούμενος να ψηλαφίσω τα δομικά υλικά του. Το δομικό υλικό του Λόγου είναι το δράμα και το θαύμα. Το δράμα το λέω μέγα καταλύτη του μυθικού. Ο λόγος που δε γνωρίζει τα μέτρα της Δικαιοσύνης αρνούμενος να καταβυθιστεί στον κλύδωνα της ύβρεως, αρνείται την αλήθεια μαζί και την κάθαρση. Δράμα χωρίς κάθαρση, είναι λόγος ανενέργητος, καθώς ο λόγος λειτουργεί, ενέχει θέση έργου, μόνο διά- Λόγου. Έτσι, χωρώντας εντός, συν- χωρεί τον έξω χώρο και τον χρόνο, μαζί και τον πλατύ ορίζοντα της Ιστορίας. Αυτή την συναναστροφή την ονομάζω ενθυμητική κι όχι αναχρονιστική, μιας κι ο αναχρονισμός ριζώνει στην δυστοπία ενός εαυτού που δανείζεται την εικόνα του από μια ακατέργαστη ιστορική παλέτα. Αντιποιητής της σήμερον και της αύριο, ξένος με τον διάλογο, που ορίζει ο μείζων χώρος του βλέμματος. Βλέπω, που θα πει ερμηνεύω, ήγουν γυμνάζω το βλέμμα εν μετανοία, ως χώρο συνάντησης της δυναμικής των γεγονότων, των πραγμάτων, των προσώπων και των σκιών. Λύνω το αίνιγμα κρατώντας πάντα ανοιχτή την απορία: όταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν : ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας ( Γ. Σεφέρης, Δοκιμές β’, σελ. 161). Χαλώ το τέρας σημαίνει στέκομαι καθοριστικά αντιμέτωπος με το φέγγος και την σκοτεινιά της ανθρωπινότητάς μου, όχι για να την καταλύσω, μήτε για να την βιάσω, παρά για να την διδάξω διά- Λόγου το μέτρο της Δικαιοσύνης.
Τυφλωμένος ο άκρος Ικέτης στου κόσμου μέσα την ξενιτειά αποζητά ανάπαυση στη τυφλωμάρα του στον τόπο του μέτρου και της Δικαιοσύνης, στο λημέρι το όσιο των έμφοβων θεοτήτων, των θυγατέρων του Σκότου και της Γαίας. Θεμελιώνει τον λόγο του απέναντι στον Λόγο του θεού, σπέρνοντας μέσα του την αμφιβολία, ορθώνοντας την ύπαρξη του πάνω στο θείο μειδίαμα. Πάνω στο είτε- είτε του εαυτού. Αυτό που ο Ηράκλειτος πριν από τον Σοφοκλή το γνώριζε και πριν από τον Ηράκλειτο ποιος ξέρει πόσοι άλλοι: ο Άναξ ου το μαντείον έστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.
Η γνώση του εαυτού έρχεται ως έντρομος αρραβώνας με τον Λόγο. Ξεπετάει το βλαστάρι της πάνω στην άκρα ταπείνωση του βλέμματος, μες τον γνόφο της τυφλότητας, μα όχι και της αορασίας. Κι είναι ο Οιδίπους που λέει, πως ακριβώς εκείνη τη στιγμή που δε λογίζεται για άνθρωπος, του λαχαίνει να΄ρθει στο ύψος της ανθρωπιάς του. Τότε δίνει στο αίνιγμα τη λύση, όταν παραδέχεται τον εαυτό του, όταν πια γνωρίζει πως εκείνος είναι το αίνιγμα μαζί και η απόκρισή του.
Τη σπουδή στο μέτρο της Δικαιοσύνης την ορίζει η τέχνη του Λόγου. Η λογική υποταγή συντάσσει το γεγονός της ποίησης, ως δυναμική ανοίξεως του ακατέργαστου της υπάρξεως μέσα στον ουρανό των ουρανών της. Θεμελιώνω τον εαυτό και τον ανοίγω, ακριβώς μέσω εκείνου του υλικού που με περιβάλλει. Καταφεύγω ξανά στον Σεφέρη για να μην σκοντάψω. Αντικαθιστά ο ποιητής στην Κίχλη του το πρόσωπο του Τειρεσία με΄κείνο του Σωκράτη, γιατί σε αυτόν τον δεύτερο αναγνωρίζει τον ερμηνευτή του νόστου, τον δίκαιο. Δίνει τους λόγους του κι ακόμα έναν: (…) έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση.
Πρέπει να πω πως αυτό το συναίσθημα- το συμμερίζονται, φαντάζομαι, πολλοί- μου είναι κάποτε αρκετά επίπονο. Είναι το αντίθετο από την κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στην μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Δε θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω μεγαλοπρεπή τα κυρίως ελληνικά τοπία που σκέπτομαι. Είναι ένας κόσμος: γραμμές που γίνουνται και ξαναγίνουνται΄ σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου. (…) Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μιά λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως. Συλλογίζομαι κάποτε τον Αισχύλο (…) τον μηχανισμό της δικαιοσύνης που εκθέτει΄ αυτή την εναλλαγή της Ύβρεως και της Άτης, που δε ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος. Εκατό χρόνια πριν ο Μιλήσιος Αναξίμανδρος πίστευε πως τα πράγματα πληρώνουν με τη φθορά την αδικία που κάνουν όταν ξεπεράσουν την τάξη του χρόνου. Κι αργότερα ο Ηράκλειτος : Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα΄ ει δε μή, Ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσι. Ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τονε βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη Δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη΄ για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τους ανθρώπους με τα στοιχεία της φύσης΄ αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως της μέρας και το αίμα του ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; (…) Θα πηγαίναμε μακριά΄ θα σταματήσω΄ φτάσαμε στο Φως. Και το φως δε το εξηγεί κανείς, το βλέπει. ( Γ. Σεφέρης, Δοκιμές β’, σελ. 54- 56).
Πολλές φορές, ώσπου να καταλήξει στου Κολωνού το άσπρο χώμα ο Οιδίπους, πολλές φορές θα πέρασε από το σταυροδρόμι της Σχιστής οδού, εκεί όπου συναπάντησε την όψη του τέρατος και δέχτηκε ως ανταπόδωμα τη τύφλωση και τη περιπλάνηση για ΄κείνη την ευθεία του κρίση. Μα η κάθαρση είναι μια στέρνα απύθμενη που σε βγάζει στο φως μόνο όταν το ρήμα βρει και πατήσει στη βούληση να αρθρώσεις μέσα από την πιο μύχια ανθρωπινότητά σου. Όταν υποταχθείς στα μέτρα της Δικαιοσύνης, που΄ναι μαζί και μέτρα της Αρετής, αυτά που ορίζουν κι είναι ορισμένα διά- Λόγου. Είναι άρρητη, το ξέρω, αυτή η λειτουργία, κι ο γέροντας με τρόπο θαυμαστό χάνεται πίσω από την αυλαία της Ιστορίας. Κλείνει τα μάτια όταν τον ορίζει το φως, όπως κι ο Van- Gogh αποδίδει το αποκαλυπτικότερο κίτρινο, όταν ο ήλιος σπαράσσεται εντός του. Αφήνεται στο σκοτάδι ο γέροντας, όταν εντός του χαράζει.
Η σκηνή της τραγωδία είναι στημένη μες το θέατρο του εαυτού. Το ζητούμενο είναι αν ποτέ ο εαυτός έρθει αντιμέτωπος με το δράμα, δώσει και απεκδυθεί το μορμολύκειο του ψεύδους, προς χάριν της οδοιπορίας. Κι ακόμα παραπέρα, αν μπορέσει και διακρίνει μες τις φωνές των υποκριτών, που αντηχούν πάνω στα κοίλα της κλεισούρας του, το μέτρο που το φως ορίζει, όταν κυοφορείται μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι. Το άκουσμα της φωνής μου μέσα στο σπήλαιο του κόσμου είναι η πρώτη ψηλάφηση του φωτός, είναι το άνοιγμα που οδηγεί στην αιθρία της ποιητικής, σε εκείνο τον αγώνα τον άνισο του να ερμηνεύσω και να ερμηνευτώ μέσα από ό,τι διαλέγεται με τα όρια του ρητού και του αρρήτου.
Η ικεσία λειτουργείται εν εαυτώ και δι΄εαυτόν, ως μία ατελεύτητη άσκηση του μέτρου της αρετής και στη ζωή μα και στον θάνατο. Χωρητική του κόσμου και του ουρανού μου και του ουρανού των ουρανών μου. Κι είναι τέτοιου χαρακτήρα, μιας κι αναπαύεται εντός της το γέλιο του κτιστού κι ο ψίθυρος του ακτίστου. Σέρνει τα χνάρια της η ύπαρξη στον χώρο της καταλαγής, εκεί όπου η ικεσία την ξεβράζει αποδαρμένη, μα κραταιά. Ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου, αναβιβάζει τους όρους του δράματος, την αγωνία της Ιστορίας σε αρχές ποιητικής. Μόνο το θαύμα σώζει την τραγωδία, που΄ρχεται και κατοικεί ως νόημα μες τα μελίγγια του εαυτού νικώντας της φύσεως τους όρους.
Μες την αποκαραδοκία της η ύπαρξη κείται επώνυμα, και μόνο επώνυμα σώζεται. Τα καλά παιδιά, τα ανυποψίαστα, κι ο ηδονικός Ελπήνωρ μαζί τους να τρέφεται τον καρπό του γουρουνοστασιού, χωρίς τον νόστο της εαυτότητας να τον καταδιώκει.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Η μετά- φυσική του τοπίου ορίζει τον βαθμό της δυστοπίας, ακριβώς γιατί αυτό το πρώτο, μας παρέχει τα υλικά με τα οποία λαξεύουμε τον εαυτό και δίνουμε μορφές στα ακατέργαστα. Για τον καθένα τόπος είναι άλλο πράγμα. Μα ο καθείς με αυτό το άλλο πράγμα αρμολογεί τον λόγο του, ταιριάζοντάς τον ασκητικά με τον λόγο του κοντινού του.
Νόστος είναι ο πόθος της ποιητικής, το ατελεύτητο τέλος και η ακρότητα των εφετών, που σμιλεύεται πάνω στη βούληση να τραβήξω κουπί, έστω κι αν δε φτάσω. Δικαιοσύνη λέω τον Λόγο που με ορίζει επώνυμα απέναντι στους όρους που περιγράφουν τον εαυτό από δόξης εις δόξαν. Δίκαιος είναι ο ποιητής, εκείνος που΄ναι ικέτης των μέτρων του Λόγου, προσκυνητής των οριζόντων του αναφούς.
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
Μέρα και νύχτα΄
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
Σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
Έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
Κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
Σαν έρχεται να πιεί
Κι ακούς καμία φορά φωνή της δεκαοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
Μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
Να πέφτει σε δυό κόκκινα γαρούφαλα
Σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιός είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα-
Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
( Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσιο Ζ’)
πηγή: Aντίφωνο, περιοδικό Manifesto τχ. 36
Ευάγγελε της Σχιστής οδού…χαίρε!
Το δράμα καταλύει τον μύθο και το θαύμα τον ανασταίνει.
Δικαιοσύνη αναπόφευκτη, για να σταθεί ο λογισμός και τ’ όνειρο του ανθρώπου,
για να σωθεί η ανάφεια στο άγγιγμα, η ποίηση στο χάδι,
για να σωθούν κι ο έρωτας κι η αγάπη…
το φως παραμονεύει τη στιγμή του,
στο σκοτάδι…
”Το καλοχωνεμένο διάβασμα φαίνεται. Σειρά motto ατραντάχτων, που προέρχονται από την σιωπή και την ευαισθησία σας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πόσο καθαρότερα μπορώ να καθάρω το ποτήριόν μου, όπως και πώς λειτουργεί το δια μαγείας ή το από μηχανής. Ο λόγος μου πνει με ουσία ή αερίζει τη σηπτότητά μου; Κανείς δεν θα το μάθει, κι όπως λέει ένας σεμνός, σεπτός φίλος μου, μην τραβάς γραμμή, άλλος θα τον κάνει τον λογαριασμό. Κι εγώ τουλάχιστον, από προσωπικήν τεμπελίτιδα, έπαψα πλέον, παντελώς , να προσπαθώ την κατάκτηση της Αρετής. ΔΕΝ μπορώ πια να είμαι προσκοπάκι, λέει ο εγωισμός μου! Τα τάλαντά μου, να τα! Κι Εσύ κρίνε, τα ‘δωσα όλα, τεμπέλης ων!… Συγχώρα με…”
Ποιητής ποιητή κρούει θύραν…
[i]Το δομικό υλικό του Λόγου είναι το δράμα και το θαύμα.[/i]. Πράγματι, εδώ “παίζεται” Ευάγγελε όλο το παιχνίδι της ανθρώπινης ύπαρξης.