Philippa Foot: Η Αποδόμηση της Αναλυτικής Ηθικής Φιλοσοφίας

2
1651

Η Φιλίππα Φουτ υπήρξε η τελευταία στη σειρά γνωστή ηθική φιλόσοφος της Αναλυτικής Σχολής. Άλλαξε διάφορες απόψεις στην πορεία της διανοητικής της ζωής, κατέληξε όμως σε συγκεκριμένα πορίσματα προς το τέλος της ζωής της στο βιβλίο «Η Φυσική Αγαθότητα» (μεταφρασμένο και στα ελληνικά, Παν/κες Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο 2024). Προηγήθηκαν βέβαια, από την απαρχή και γένεση της Αναλυτικής Φιλοσοφίας (αρχές 20ου αιώνα) διάφορες άλλες ιδέες και αντιλήψεις περί της Ηθικής, με τελευταία την «επιτακτικοκρατία» του Χερ (Hare), ο οποίος έλεγε ότι «ηθικό είναι προπαντός το καθολικά επιτάξιμο», ακολουθώντας εν μέρει τον Καντ. Ωστόσο, ούτε αυτός ο ορισμός ικανοποίησε τους φιλοσόφους, καθώς, έστω και ως έσχατη υπόνοια, διατηρούσε κάτι από την μεταφυσική «ουσία» του αγαθού- αυτό δεν άρεσε καθόλου στους εκκοσμικευμένους, ως επί το πλείστον, αναλυτικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα, που ήδη είχαν κάνει πολλά για να «απο-μεταφυσικοποιήσουν το αγαθό». Παραδόξως, την αρχή της απομεταφυσικοποίησης προσπάθησε να κάνει το 1903 ο Μουρ (Moore), με το βιβλίο του «Principia Ethica», που κρίθηκε όμως -τραγική ειρωνεία- εξόχως μεταφυσικό.

Έχουμε παρουσιάσει στο φιλόξενο «Αντίφωνο» την θεωρία του Μουρ («Η πορεία προς την εκκοσμίκευση- ο G. Moore και το αγαθό»), οπότε μπορεί να δει κανείς εκτενέστερα τη συγκεκριμένη φιλοσοφική αντίληψη. Γράφει ότι το «αγαθό» είναι ό,τι είναι, ταυτίζεται με τον εαυτό του και με τίποτε άλλο, και αποτελεί μια μη φυσικού τύπου ιδιότητα. Το ότι το αγαθό ορίστηκε ως μη φυσική πραγματικότητα ήταν φυσικό να προξενήσει πολλές αντιδράσεις, και γεννήθηκε η αναλυτική ηθική του αιώνα που πέρασε. Σ’ αυτήν την παράδοση ανήκει και η Φουτ, η οποία έρχεται να μας πει το εξής: ο όρος «αγαθός» ( ή «καλός»), καθώς και το αντίθετο του, «κακός», χρησιμοποιείται στην ηθική με την ίδια ακριβώς σημασία που μιλάμε για «καλή» όραση ενός ανθρώπου ή «κακή» ικανότητα πέψης της τροφής. Ή όταν μιλάμε, παράδειγμα από τον κόσμο των ζωών, για «καλή» φωλιά ενός πουλιού προκειμένου να αναθρέψει τα μικρά του ή «κακή» συμπεριφορά μιας λέαινας, που δεν φροντίζει πολύ, όσο θα έπρεπε, τα μικρά της.

Θα προσπαθήσουμε να απλουστεύσουμε, όσο γίνεται, τις ιδέες της Φουτ, που γράφει στο βιβλίο της (σ.34-5) ότι «όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, η ορθολογικότητα, φερ’ ειπείν, του να λες την αλήθεια, να τηρείς τις υποσχέσεις σου ή να βοηθάς τον γείτονα είναι ισότιμη με την ορθολογικότητα των πράξεων με σκοπό την αυτοσυντήρηση και την ορθολογικότητα της προσεκτικής και ενσυνείδητης επιδίωξης άλλων αβλαβών σκοπών: καθένας εκ των οποίων αποτελεί μέρος ή όψη της πρακτικής ορθολογικότητας». Αυτό που θέλει να πει η Φουτ εδώ είναι ότι, όπως υπάρχει μια «πρακτική ορθολογικότητα», μια έμφυτη τάση, και στον άνθρωπο και στα ζώα, για «αυτοσυντήρηση», που δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερη «ηθική» ποιότητα, ή η τάση να τραφούμε για να συντηρηθούμε στη ζωή, παρομοίως της ίδιας ποιότητας είναι και η λεγόμενη «ηθική ορθολογικότητα», δηλ. η «ανάγκη» να λέμε την αλήθεια (ειλικρίνεια), η τήρηση των υποσχέσεων (φερεγγυότητα) και η αλληλεγγύη. Εδώ πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα: γιατί η Φουτ θέλει να μιλάμε για «αγαθό» και «κακό» με ηθική σημασία στην ανθρώπινη καθημερινή ζωή, δεν προτίθεται να τελειώσουν όλα τα  της ηθικής με τον ισχυρισμό της που παραθέσαμε λίγο πριν. Και τελικά, αφού πει ότι το «αγαθό» στην ηθική δεν μπορεί να είναι απλά το καλό ενός μεμονωμένου οργανισμού, ισχυρίζεται ότι υπάρχει το αγαθό που αφορά το ίδιο το είδος, το πώς τελικά το κάθε είδος έχει/διαμορφώνει τον δικό του τρόπο ζωής, και τι είναι «καλό» για αυτό.

Το λιοντάρι π.χ. ζει σε αγέλες, τα θηλυκά κυνηγούν και προσέχουν τα μικρά κ.λπ. Ένα λιοντάρι που ζει μόνο του κάνει κάτι που δεν είναι «καλό» γι’ αυτό, γιατί τα λιοντάρια ζουν σε αγέλες, μια λέαινα που έχει ένα κτυπημένο πόδι και δεν μπορεί να κυνηγήσει,  υφίσταται κάτι «κακό», μια λέαινα επίσης που δεν φροντίζει τα μικρά της κάνει επίσης κάτι κακό κ.ο.κ.  (Ωστόσο, τα ζώα κάνουν και πράγματα που πρέπει να παραδεχθούμε ότι μοιάζουν παράξενα: οι χιμπατζήδες, π.χ., που ζουν σε αγέλες, από καιρού εις καιρόν επιτίθενται η μία στην άλλη και υπάρχει ένα νεκρό ζώο, το όποιο καταναλώνεται από την νικήτρια αγέλη- τέτοια άβολα παραδείγματα υπάρχουν στα ζώα. Και λέω «άβολα», γιατί δεν πρόκειται απλώς για ένα λιοντάρι που κυνηγά με σκοπό να βρει την τροφή του, αλλά για ομάδες του ίδιου είδους που «χωρίς λόγο» επιτίθενται η μία στην άλλη και φτάνουν στον κανιβαλισμό. Άραγε υπάρχουν παρόμοιες καταστάσεις και στον άνθρωπο;).

Τα ίδια συμβαίνουν και με τους ανθρώπους: ο άνθρωπος ως βιολογικό είδος, που διαθέτει μάλιστα λόγο/λογική, διαμορφώνει έναν τρόπο ζωής, που ανταποκρίνεται στις ικανότητες και απαιτήσεις του είδους του. Η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ ήταν αυτή που πρώτη παρατήρησε κάτι τέτοιο. Πρέπει να μελετήσουμε τι είναι ο άνθρωπος και τι κάνει, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι θα πει ανθρώπινη «ηθική».  Εδώ θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι ο άνθρωπος διαμορφώνει διαφορετικούς τρόπους ζωής, και υπάρχει πολιτιστικός πλουραλισμός.  Ωστόσο η Φουτ προσπαθεί να πει ότι τελικά, επειδή ο άνθρωπος έχει λόγο/λογική, φθάνει σε έναν τρόπο ζωής ο οποίος παντού και πάντοτε έχει την ίδια βασική μορφή. Παραδέχεται ότι το τοπίο στον άνθρωπο είναι πιο περίπλοκο (σ. 44), αλλά γράφει ότι «είμαι σε θέση να ισχυριστώ ότι έχω βρει τουλάχιστον τη βάση για τη συγκρότηση μιας ενιαίας θεωρίας ορθολογικότητας» (σ. 46). Και συνεχίζει: «Το αγαθό εξαρτάται κι αυτό από την προσεκτική και συνειδητή επιδίωξη ενός μεγαλύτερου και πολυπληθέστερου συνόλου συγκεκριμένων σκοπών, και εν γένει, από την ικανοποίηση των ορέξεων και την εκπλήρωση των επιθυμιών» (σ. 46-7).

Αυτός ο βασικός τρόπος ζωής υπαγορεύει και τι είναι το καλό και τι είναι το κακό για τον άνθρωπο. Εφόσον ο άνθρωπος είναι «κοινωνικό ζώο», έχει νόημα για αυτόν να είναι ειλικρινής, να λέει την αλήθεια. Αν αρχίζαμε όλοι να λέμε ψέματα, καμία ανθρώπινη κοινωνία δεν θα μπορούσε να σταθεί για πολύ. Περαιτέρω, έχει νόημα, είναι «καλό» να κρατάμε τις υποσχέσεις μας, γιατί, αν αρχίζαμε όλοι να τις αθετούμε, τότε και πάλι η ανθρώπινη συμπεριφορά θα γινόταν απρόβλεπτη και σύντομα η κοινωνία θα κατέρρεε. Και τέλος, έχει νόημα να βοηθάς τον γείτονά σου, γιατί, αν χρειαστείς κι εσύ βοήθεια, θα προστρέξεις πρώτα στον γείτονά σου. (Όλα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «ωφελιμισμός», αλλά η Φουτ λέγει ότι δεν πρόκειται για αυτό. Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο σ’ αυτήν την ένσταση).

Στον άνθρωπο, όπως είπαμε, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. «Ας πάρουμε, γράφει η Φουτ, για παράδειγμα, την αναπαραγωγή. Στην περίπτωση των ανθρώπων, η ανικανότητα αναπαραγωγής αποτελεί ελάττωμα. Αλλά η επιλογή της ατεκνίας, ακόμα και η επιλογή της αγαμίας, δεν εμφανίζεται ως ελαττωματική επιλογή εξαιτίας του γεγονότος αυτού, διότι το ανθρώπινο αγαθό δεν είναι το ίδιο με το αγαθό του φυτού ή του ζώου. Η κυοφορία και η ανατροφή των παιδιών δεν είναι ένα υπέρτατο αγαθό στη ζωή του ανθρώπου, διότι άλλα στοιχεία του αγαθού, όπως οι απαιτήσεις ενός έργου που πρέπει να ολοκληρωθεί, είναι δυνατόν να δώσουν σ’ έναν άντρα ή σε μια γυναίκα, έναν καλό λόγο για να απορρίψουν την οικογενειακή ζωή» (σ. 92-3). Το παράδειγμα αυτό αποτελεί και την πανωλεθρία της Φουτ: γιατί αυτό που λέγει ισχύει για την δυτική κοινωνία, με την γνωστή κουλτούρα της «αυτοπραγμάτωσης» και του ατομικισμού. Δεν ισχύει ωστόσο για άλλες κοινωνίες, π.χ. την ιουδαϊκή κοινωνία, για την οποία, λόγω της έντονα μεσσιανικής της παράδοσης, θεωρείται «κατάρα», ακόμα και σήμερα, να μην κάνει κανείς παιδιά. Φαίνεται αυτό από το ότι η Ελισάβετ, η μητέρα του Προδρόμου, θεωρούσε «ονειδισμό» το γεγονός ότι ήταν «στείρα», ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Οι Εβραίοι το είχαν και το έχουν αυτό ως στίγμα. Αλλά και στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ακόμη και αυτή της πιο «πεπαιδευμένης» και πνευματικά εκλεπτυσμένης Αθήνας, η «ευτεκνία» θεωρούνταν υπέρτατο αγαθό, αληθινό δώρο των θεών. Γενικά, σε ολόκληρο το βιβλίο κυριαρχεί αυτό το μέγιστο σφάλμα: η ηθική της βρετανικής αγγλικής κοινωνίας του ύστερου μισού του 20ου αιώνα θεωρείται δεδομένο ότι είναι και η σωστή. Όταν η συγγραφέας λέγει «θεωρούμε ότι…», «πιστεύουμε ότι…» κ.λπ., υπάρχει ένα «εμείς» (οι δυτικοί), το οποίο, σε πολύ μεγάλο βαθμό δίνει και τα εκάστοτε «πρέπει». Ωστόσο, η Φουτ αναγνωρίζει, και πολύ σωστά, ότι η ιδέα του ανθρώπινου αγαθού είναι βαθιά προβληματική, όπως είπαμε, παραθέτοντας μια ρήση του Βιτγκενστάιν, ότι, πεθαίνοντας, ψέλλισε «πείτε τους πως έζησα μια υπέροχη ζωή» (σ.93), μολονότι, όπως γνωρίζουμε, αμέτρητα βάσανα και ταλαιπωρίες υπέστη ο φιλόσοφος όσο ζούσε. Έχει μεγάλη σημασία η ρήση αυτή του φιλοσόφου. Γιατί δείχνει ότι και τα θεωρούμενα από εμάς «κακά», όπως, για παράδειγμα, μια ασθένεια, είναι μέρος, όσο και αν φαίνεται παράξενο, της ευτυχίας- δεδομένου ότι π.χ. η ασθένεια σε κάνει να «φιλοσοφήσεις» για την ανθρώπινη ζωή. Στην περίπτωση του ανθρώπου, η ιδέα της αγαθής ή καλής ζωής και το ζήτημα της σχέσης της με την ευτυχία είναι θέματα βαθιά προβληματικά. Παρ’ όλα αυτά, παρά την ποικιλομορφία της ανθρώπινης ζωής, μπορούμε να δώσουμε μια εντελώς γενική θεώρηση των αναγκαίων για τον άνθρωπο, ισχυρίζεται η Φουτ (σ. 93). Άραγε πώς θα κάνουμε την επιλογή; Διαισθητικά; Η φιλόσοφος δεν διευκρινίζει.

                   *******************

Αυτό που λέγεται λοιπόν είναι ότι, όπως συμβαίνει και με τα ζώα, κάποια ελαττώματα έχουν, ούτως ειπείν, «έναν αυτοπαθή (reflexive) ρόλο», κατά το ότι η αντίστοιχη στέρηση που ονομάζεται μ’ αυτήν αποδίδεται πρωταρχικά στο ίδιο το ελαττωματικό άτομο∙ αλλά υπάρχουν και ορισμένα που επηρεάζουν, κυρίως ή τουλάχιστον πιο άμεσα, τους άλλους ανθρώπους (σ. 95), όπως είναι, για παράδειγμα, η ανικανότητα μιας μητέρας να νιώσει μητρική στοργή. Εν πάση περιπτώσει, εμφανίζονται και ορισμένα διλήμματα, όπως το «Δίλημμα του Φυλακισμένου» (χωρίς το παιχνίδι να επαναλαμβάνεται), όπου το άτομο κερδίζει όταν πράττουν οι άλλοι, αλλά χάνει όταν χάνει αυτό. (Το περίφημο «Δίλημμα του Φυλακισμένου» εξετάζει τις στρατηγικές επιλογές λογικά σκεπτόμενων παικτών που εμπλέκονται σε ανταγωνιστικές καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, δύο άτομα συλλαμβάνονται από την αστυνομία σαν ύποπτοι διάπραξης κάποιων εγκλημάτων. Η αστυνομία όμως δεν έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδώσει κατηγορίες, οπότε βάζει τους συλληφθέντες σε χωριστά δωμάτια, εμποδίζοντάς τους να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία. Ο εισαγγελέας επισκέπτεται και τους δύο, χωριστά τον καθέναν, και κάνει στον καθένα την εξής πρόταση :α) Αν καταθέσει εναντίον του άλλου, και ο άλλος δεν μιλήσει, τότε η συνεργασία αμείβεται με άμεση απελευθέρωση, ενώ ο άλλος θα τιμωρηθεί με 12 χρόνια φυλάκιση β)Αν δεν μιλήσει ούτε αυτός ούτε ο άλλος θα τιμωρηθούν και οι δύο με 1 χρόνο φυλακή για ήσσονος σημασίας αδικήματα, για τα οποία η αστυνομία έχει αποδείξεις γ) Αν καρφώσουν και οι δύο ο ένας τον άλλον, τότε θα τιμωρηθούν με 4 χρόνια φυλακή ο καθένας. Το παράδειγμα ενδιαφέρει και την λεγομένη «θεωρία παιγνίων».) Πώς θα λυθεί αυτό το δίλημμα; ρωτά η Φουτ. Και απαντά ότι «ο τρόπος επίλυσης του διλήμματος αυτού, ασχέτως με το πώς θα το συλλάβουμε στις λεπτομέρειές του, εξαρτάται από τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης». Τι είναι όμως αυτός ο «ανθρώπινος τρόπος σκέψης»; Αυτό δεν ξεκαθαρίζεται. Ο Κλωντ Λέβι-Στρως έγραψε το περίφημο βιβλίο του «Άγρια Σκέψη» για να μας πει ότι οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» σκέπτονται «διαφορετικά» από ό,τι οι «εκπολιτισμένοι» δυτικοί. Ο ανθρωπολόγος γράφει ότι η διαφορά τους είναι αυτή μεταξύ ενός μάστορα και ενός επιστήμονα: ο μάστορας δρα χωρίς ενιαίο αρχικό σχέδιο πρόβλεψης των πάντων, αλλά προχωρεί στο χτίσιμο μιας καλύβας «εκ των ενόντων», όπως μπορέσει να τα ταιριάξει εκείνη τη στιγμή. Ο αρχιτέκτονας δρα εκπονώντας εξαρχής όλο το σχέδιο. Και από θεολογική, πατερική άποψη, γνωρίζουμε -και δεν θα επιμείνουμε σε όλα αυτά- ότι υπάρχει ο λεγόμενος «νους» και ο «λόγος» που εκπορεύεται από αυτόν, αλλά από μόνος του, δίχως το λεγόμενο «πνεύμα» που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο («καρδιά»), αυτός είναι ανίκανος να προχωρήσει. Σαν για να χειροτερέψει τα πράγματα, η Φουτ λέγει ότι «πράττουμε εντός μιας γλώσσας που μας επιτρέπει να πούμε ‘Του το χρωσταω αυτό’ ή ‘μάλλον πρέπει να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου εδώ’» (και δίνει ένα παράδειγμα, το ότι δηλαδή παίρνουμε το λεωφορείο αντί για το αυτοκίνητο, προκειμένου να συνδράμουμε στη μείωση της κίνησης στον δρόμο, γνωρίζοντας όμως ότι κάποια άλλη στιγμή ίσως χρειαστούμε κι εμείς οι ίδιοι να πάμε επειγόντως κάπου με το αυτοκίνητο) (σ. 95).

Εδώ η λέξη «γλώσσα», θα το ξαναπούμε αυτό, χρησιμοποιείται με τελείως στρεβλή έννοια. Υποκαθιστά την «ενορατική» γνώση του αγαθού στον Μουρ, λαμβάνει μια μαγική χρήση, επειδή, έχοντας «γλώσσα», μπορούμε διαισθητικά να λύνουμε τα ηθικά προβλήματα. Από πατερική άποψη, αλλά και τα όσα λέγει η Σύγχρονη Γενετική-Μετασχηματιστική Γραμματική, είμαστε «προγραμματισμένοι» να έχουμε γλώσσα, και δεν δίνει μόνη της η γλώσσα -ελπίζω να γίνομαι αντιληπτός εδώ- τον προγραμματισμό. Δίνουμε υποσχέσεις π.χ. όχι επειδή «έχουμε γλώσσα», αλλά έχουμε γλώσσα επειδή μπορούμε και δίνουμε υποσχέσεις. Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει ικανό να δίνουμε υποσχέσεις; Ποια είναι τα θεμέλια της γλώσσας; Η προσφυγή στη γλώσσα ως ένα μαγικό εργαλείο μαστίζει δυστυχώς την αναλυτική φιλοσοφία, ήδη από τον καιρό του Βιτγκενστάιν, και οδήγησε σε πολλές παρανοήσεις.

Πιο κάτω δίνεται ένα παράδειγμα, γνωστό ως το «παράδειγμα του Κροπότκιν», για το οποίο αυτός ο τελευταίος γράφει τα εξής: «Ο Μικλούχο -Μακλά συνοδευόταν από έναν ιθαγενή, ο οποίος τον υπηρετούσε υπό την ρητή προϋπόθεση ότι ποτέ δεν θα φωτογραφηθεί. Οι ιθαγενείς, όπως όλοι γνωρίζουν, πιστεύουν ότι τους αφαιρείται κάτι όταν η όψη τους αποτυπώνεται σε μια φωτογραφία. Ο Μακλά ομολόγησε ότι μια μέρα που ο ιθαγενής κοιμόταν βαριά, και ο Μακλά έκανε συλλογή ανθρωπολογικού υλικού, μπήκε στον φοβερό πειρασμό να φωτογραφίσει τον ιθαγενή του, ιδίως αφού αυτός αποτελούσε ένα τυπικότατο δείγμα της φυλής του, ενώ ο ίδιος δεν θα μάθαινε ποτέ ότι είχε φωτογραφηθεί. Αλλά θυμήθηκε τη συμφωνία του και συγκρατήθηκε» (σ. 102).

Η Φουτ ισχυρίζεται ότι πολύ καλά έκανε ο Μακλά και δεν τράβηξε την φωτογραφία. Μπορούμε βέβαια να φανταστούμε καταστάσεις όπου όντως η λήψη της φωτογραφίας θα έκανε τόσο πολύ καλό, ώστε θα είχε πράξει σωστά αν το είχε κάνει. Αλλά δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναφορά στο κείμενο του Κροπότκιν. Οπότε, ρωτά η Φουτ, γιατί όφειλε να τηρήσει την υπόσχεσή του; Πώς υπεισέρχονται εδώ το καλό και το κακό; «Θα κάνουμε μια πρώτη προσπάθεια, γράφει η Φουτ, να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση, παρατηρώντας ότι οι υποσχέσεις ανήκουν στην επικράτεια της εμπιστοσύνης και του σεβασμού για τους άλλους. Αν ο Μακλά είχε εκμεταλλευτεί τον υπηρέτη του, θα είχε διαπράξει μια βαθιά ασεβή πράξη απέναντί του, ιδίως αφού ο ιθαγενής το θεωρούσε τόσο πολύ σημαντικό να μην φωτογραφηθεί. Και η έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης είναι κακές ανθρώπινες προδιαθέσεις. Έχει σημασία για την ανθρώπινη κοινότητα να μπορούν οι άνθρωποι να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, και έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, οι άνθρωποι, σε κάποιο βασικό επίπεδο, να δείχνουν αμοιβαίο σεβασμό. Έχει σημασία, όχι μόνο το τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά και το τι αυτοί είναι.» (σ. 103). Τι σημαίνει τι «είναι» οι άνθρωποι; Ένας ειλικρινής άνθρωπος ορίζεται ως αυτόν που έχει συνήθεια να λέγει την αλήθεια, ένας φερέγγυος ως αυτόν που τηρεί τις υποσχέσεις του κ.λπ. Ο ορισμός δηλαδή δίνεται με όρους συμπεριφοράς, τι αυτός κάνει. Τι σημαίνει τι αυτός «είναι»; Επέρχεται κάποια αλλοίωση στον εσωτερικό του κόσμο; Πώς μπορεί να γίνεται λόγος για ηθική ποιότητα; Στην χριστιανική παράδοση, όταν λέμε ότι αυτός είναι «ειλικρινής», εννοούμε ότι υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή σε αυτό που θα λέγαμε «ήθος» του (το οποίο δεν είναι συμπεριφορά, αλλά εκβάλλει σε συμπεριφορά), ότι ο ψευδολόγος έχει το πάθος φωλιασμένο μέσα του. Τι είναι το «πάθος» για την ορθόδοξη πατερική γραμματεία, και δη την νηπτική; Είναι κάτι πολύ περισσότερο από την αριστοτελική «έξι», για την οποία κάνει λόγο και η Φουτ. Το πάθος, στην πατερική γραμματεία, είναι μια βαθιά ποιοτική σε ηθικό επίπεδο αλλοίωση του ανθρώπου. Και πώς φτάσαμε, από εκεί όπου ορίσαμε το «αγαθό» ως απλώς το καλό σε επίπεδο γένους, με την ίδια σημασία για ζώα και ανθρώπους, να μιλάμε για τέτοιο εσωτερικό ηθικό κόσμο του ανθρώπου; Και σημειωτέον, για να γυρίσουμε πάλι στο παράδειγμα της ηθελημένα άγαμης και άτεκνης γυναίκας, που επέλεξε αυτό χάριν ενός καλύτερου σκοπού, τι σημαντικότερο άραγε υπάρχει για το καλό ενός είδους από την αναπαραγωγή; Η Φουτ δεν φαίνεται να μπορεί να δώσει μια απάντηση. Η φιλόσοφος αντιλαμβάνεται ότι θα κατηγορηθεί εδώ πάλι για ωφελιμισμό, και προσπαθεί να αποσείσει την κατηγορία (104). Η Φουτ απαντά ότι το δικό της φιλοσοφικό σχήμα μιλά για το καλό και το κακό σε επίπεδο ευημερίας και επιβίωσης ενός είδους, ενώ ο ωφελιμισμός μπορεί άνετα να μιλήσει και για την εξαφάνιση ενός είδους προς το καλό άλλων, π.χ. του κουνουπιού. Είναι η θεωρία της Φουτ μια θεωρία «οικολογική»;

Παρακάτω, η φιλόσοφος αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα, ως έλλογα πλάσματα, μπορούν να αναρωτηθούν για όλα αυτά που έχουν ειπωθεί ως τώρα, δηλ. να αμφισβητήσουν ότι οι πράξεις τους πρέπει να υπηρετούν το καλό του ανθρώπου ως είδους. Ο σκεπτικιστής μπορεί να πει ότι δεν θέλει να είναι καλός άνθρωπος. Το πρόβλημα, ομολογεί η στοχαστής, είναι στριφνό. Τι εννοούμε, ρωτά, ότι ο άνθρωπος πράττει ορθολογικά ή ανορθολογικά, τι εννοούμε ότι εμείς πράττουμε επί τη βάσει «λόγων», τι εννοούμε όταν λέμε ότι έχουμε «λόγο»; Ίσως, λέγει η Φουτ, τείνουμε να σκεφτούμε ότι αυτό το ‘επιπλέον’ που υπερβαίνει την αισθητηριακή αντίληψη, την οποία έχουμε από κοινού με τα ζώα, πρέπει να είναι κάτι «νοητικό», κάτι στον «νου», το οποίο συνοδεύει κάθε πράξη ή επιδίωξη (σ. 115). Ωστόσο, η ίδια αρνείται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, και προσπαθεί να αντλήσει στήριξη από τον Βιτγκενστάιν. Η Φουτ αγνοεί πλήρως την πατερική παράδοση περί νου και εδώ κάνει λάθος. Ας δούμε από πιο κοντά τα πράγματα.

Ο άνθρωπος, λέμε σύντομα, αντίθετα από τα ζώα, μπορεί να δει έναν σκοπό ως σκοπό. Μπορώ π.χ. να κολακεύω κάποιον με τον σκοπό να κερδίσω μια επαγγελματική εξέλιξη. Ένα ζώο δεν πράττει ποτέ έτσι. Η Φουτ υποστηρίζει ότι αυτό το γεγονός, το να βλέπω έναν σκοπό ως σκοπό, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι νοερό με τον τρόπο που νομίζουμε, δηλαδή κάποιο στοιχείο που μπορεί με ενδοσκόπηση να συλλάβει η εσωτερική έρευνα του νου, σαν αυτή την οποία περιγράφει ο φιλόσοφος Λοκ. Ο Βιτγκενστάιν είχε πει ότι πρέπει να αμφισβητούμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο ανήκει αυτή η προβληματική ιδέα. Εδώ, όπως και αλλού, το «εσωτερικό» (ο κόσμος της ανθρώπινης «interiority»), έχει ανάγκη από «δημόσια κριτήρια» - τι θα πει για παράδειγμα «θυμώνω», αν αφαιρέσουμε τα δημόσια κριτήρια, την παρουσία άλλων, την παρατηρήσιμη συμπεριφορά κ.λπ.; Πρέπει να αναρωτηθούμε ποιο είναι εκείνο που πρέπει να περιβάλλει την ανθρώπινη επίγνωση των σκοπών ως σκοπών, εξετάζοντας, επιμένει η Φουτ, τόσο την ομιλία όσο και την πράξη.

Για να καταλάβει καλύτερα ο αναγνώστης τι συμβαίνει εδώ, θα ήταν καλό, αν δεν τυχαίνει να είναι σχετικά ενημερωμένος, να διαβάσει το άρθρο μας (δημοσιευμένο επίσης στο Αντίφωνο) «Βιτγκενστάιν και ορθόδοξη πατερική σκέψη- Τα παιχνίδια και η ουσιοκρατία», στο οποίο λέγεται ότι ο εν λόγω φιλόσοφος θεωρεί το εξής: δεν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία αντιστοιχεί η λέξη «παιχνίδι», διότι, τι κοινό έχουν π.χ. το κυνηγητό με το σκάκι ή με το απανωτό ρίξιμο μιας μπάλας στον τοίχο; Δεν υπάρχει τίποτε. Άρα, μάταια όταν λέμε την λέξη «παιχνίδι» προσπαθούμε να δούμε ποια είναι η «σημασία» του, τι αδράχνει ο νους «εσωτερικά». Δεν υπάρχει τέτοια σημασία. Απλώς, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι είναι παιχνίδι, πρέπει να λάβουμε υπόψη τη «γραμματική της λέξης», τον τρόπο που χρησιμοποιείται στην «ομιλία», την μορφή ζωής στην οποία ενσωματώνεται. Κάτι αντίστοιχο εννοεί εδώ και η Φουτ. Ασκήσαμε, στο ταπεινό μετρό των δυνάμεών μας, κριτική σε αυτή την θέση του Βιτγκενστάιν στο προαναφερθέν άρθρο.

Η «ομιλία» και «η μορφή ζωής» την οποία ζούμε μπορούν, λέγει η Φουτ, να μας κάνουν να καταλάβουμε τι σημαίνει «θέτω έναν σκοπό ως σκοπό», χωρίς να χρειάζεται να προσφύγουμε σε κάτι ιντερναλιστικό, δηλ. σε ένα γεγονός του εσωτερικού, νοητικού, ψυχικού κόσμου. Αλλά εδώ είναι που κάνει λάθος. Γιατί, όταν λέω π.χ. «θα περπατώ μισή ώρα την ημέρα για το καλό της υγείας μου», τότε πράγματι υπάρχει το στοιχείο της εσωτερικής, νοητικής ζωής, η «σκέψη» μου που γίνεται αντιληπτή από τον «νου» ακριβώς ως σκέψη, και η οποία με κάνει να πράξω αναλόγως. Λέμε ότι αισθανόμαστε τον πόνο, αν π.χ. μας τρυπήσει μια βελόνα, «αισθανόμαστε»,  όμως, για να το πούμε έτσι, και τις «σκέψεις»; Στην πατερική γραμματεία, πράγματι, «αισθανόμαστε» με έναν πολύ πιο λεπτό τρόπο τη σημασία των λέξεων και των φράσεων, ζούμε κυριολεκτικά μέσα στον «λόγο» και τον «νιώθουμε». Αυτό είναι που μας κάνει ικανούς να θέτουμε τους στόχους ως στόχους, αυτό είναι που συνδιαμορφώνει την «ομιλία» και την «μορφή ζωής» την οποία ζούμε, και όχι το αντίθετο. Όσο η ομιλία και η «μορφή ζωής» παρερμηνεύουν αυτό που πράγματι είναι ο άνθρωπος ως βιολογικό ον, τόσο χειρότερο για αυτήν την ομιλία και την μορφή ζωής -π.χ. τα ολοκληρωτικά συστήματα έφτιαξαν δίκες τους τέτοιες τεχνητές «ομιλίες» και «μορφές ζωής. Υπάρχει ανάγκη να «αληθεύει» η γλώσσα και τα νοήματα. «Χάρη στη χρήση τέτοιων μορφών της γλώσσας, χρήση που λαμβάνει χώρα, ως επί το πλείστον, με τους συνηθισμένους τρόπους εντός του δικτύου των πράξεων, μπορούμε να πούμε ότι οι σκοποί και τα μέσα βρίσκονται ‘εντός του νου μας’, δίχως να προσφύγουμε σε μια τάχα κρυμμένη νοητική σφαίρα» (σ. 116-7), λέγει η φιλόσοφος. Και προσθέτει: «Όταν λέμε ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να επιλέγουν επί ορθολογικής βάσης σε αντίθεση με το ζώο…, ο λόγος που το λέμε είναι διότι η ανθρώπινη πράξη ανήκει σ’ αυτό το πλαίσιο, και, επομένως, διότι τελικά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γλώσσα μιας μορφής που δεν απαντά διόλου στη ζωή των ζωών» (σ. 117). Εδώ στην ουσία γίνεται λήψη του ζητουμένου: έχουμε γλώσσα διότι έχουμε και το διανοητικό στοιχείο, και όχι έχουμε το διανοητικό στοιχείο γιατί έχουμε γλώσσα. Θα μιλούσα, ξανά, στο σημείο αυτό για «μεταφυσικοποίηση» της γλώσσας από την πλευρά του Βιτγκενστάιν και σχεδόν ολόκληρης της αναλυτικής φιλοσοφίας -υπάρχουν βέβαια και προσπάθειες για το αντίθετο-, αλλά δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Η γλώσσα μάλλον απολιθώνεται, εξαντικειμενίζεται αφύσικα, χάνει το σφρίγος και τη ζωντάνια της, χάνει την καρδιά της, που είναι και το «θεωρητικό» στοιχείο. Στο σημείο αυτό, αν το προσέξει κανείς βαθύτερα, συγγενεύουν Βιτγκενστάιν και Χάιντεγκερ- αυτό είναι ένα θέμα προς περαιτέρω μελέτη. Και έτσι, η Φουτ πιστεύει ότι απάντησε στον σκεπτικιστή, στην πραγματικότητα όμως δεν του έχει απαντήσει.

                                                       ************

Θα σταματήσουμε την ανάλυση εδώ, λέγοντας ότι με προσπάθειες σαν αυτές της Φουτ η αναλυτική ηθική φιλοσοφία αποδομείται και φθάνει στην ουσία σε ένα τέλος. Στο εξής γίνεται σχολαστική γραμματεία και όχι πραγματική φιλοσοφία. Εξοβελίζοντας, γιατί αυτό στην ουσία γίνεται εδώ, την ηθική, η εκκοσμίκευση αποδεικνύει ότι πάσχει βαθιά, ότι είναι άρρωστη και η εποχή μας παραδομένη στην απελπισία της έλλειψης οράματος.

.

Στην εικαστική συμπλήρωση της σελίδας, φωτογραφία με την τάξη της Φιλίππα Φουτ κατά το 1939.

2 Σχόλια

  1. Ειναι εντυπωσιακο οτι ενω ο λεπτομερης ηθικος στοχασμος ειναι τοσο περιπλοκος και με τοσες εναλλακτικες πορειες, η ηθικη χρησιμοποιειται με εξαιρετικη ανεση και αυτοδικαιωση (“ειμαστε στη σωστη πλευρα της ιστοριας”) για προτζεκτ που συμπαρασυρουν χιλιαδες ανθρωπους ανατρέποντας αρδην την μεχρι τοτε ζωη τους.

    Πισω απο παθιασμενα μαλωματα βρισκονται αραγε βασικές ελλειψεις;

    Πώς μπορει ο δημοσιος λόγος που αφορα την πραξη, να σεβεται τον ηθικο στοχασμο, χωρις να λιμναζει σε καποια μορφη analysis-paralysis? Πώς μπορει η πραξη που συμπαρασυρει ζωες και ζωες να ειναι μερος της ηθικης ζωης (αλλωστε γινεται μερος της ζωης ολων μας) αν και δεν γινεται να λειτουργησει με τους ραχατιλιδικους τροπους των ηθικων φιλοσοφων γιατι και η μη πραξη ειναι πραξη;
    Αν ο ηθικος στοχασμος ειναι τοσο περιπλοκος πως μπορει να μην γινει αυτο επιχειρημα εναντιον της δημοκρατιας και υπερ μορφων αριστοκρατιας;

  2. Κυριε Κόλλια, σας ευχαριστώ που προσέξατε το άρθρο. Ασφαλώς και θα συμφωνήσω μαζί σας ότι όλα αυτά, φαίνονται πολυ περίπλοκα, ωστόσο ο Κύριος μας είπε ότι “Ο λόγος ο εμός έχει την μαρτυρίαν ότι αληθής εστίν”. Η αλήθεια του Ευαγγελίου μας πληροφορεί εσωτερικά ότι είναι “πηγή ύδατος αλλομενου εις ζωήν αιώνιον”. Και κάτι ακόμα: μπορεί η αναλυτική ηθική φιλοσοφία του 20ου αιώνα να φαίνεται περίπλοκη, στην πραγματικότητα όμως είναι εξαιρετικά απλή. Από τον γεννητορά της, τον Moore, μέχρι και την σύγχρονη μας Foot, το μυστικό για να την καταλάβει κανείς είναι “ολοένα και περισσότερη εκκοσμίκευση, ολοένα και μεγαλύτερο αδιέξοδο, μέχρι τελικής αυτοδιαλυσεως”. Δυστυχώς, η Ορθόδοξη Πατερική Ηθική δεν διδάσκεται στις Σχολές Φιλοσοφίας. Αυτό είναι μια τρομερή έλλειψη. Μακάρι η κατάσταση να αλλάξει. Σας ευχαριστώ θερμά.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ