Ο υπαρξιστής που φλέγεται και ο αναλυτικός που μετρά: δύο βλέμματα στο νόημα

0
1008

Το νόημα δεν είναι αυθύπαρκτο με τρόπο απόλυτο, αλλά ούτε και πλήρως
ετεροκαθοριζόμενο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σχετικώς αυθυπόστατο:
φέρει μια εσωτερική τάση να σημαίνει, να συγκροτεί έναν άξονα νοηματοδότησης,
αλλά η φανέρωσή του, η επιτελεστική του δύναμη, εξαρτάται από τη σχέση, τη
διάδραση με το υποκείμενο, με το συμβάν, με τον κόσμο. Επαναλαμβάνουμε ότι
στην υπαρξιστική σκέψη (ιδίως σε στοχαστές όπως ο Χάιντεγκερ ή ο Σαρτρ), το
νόημα δεν προϋπάρχει έτοιμο, αλλά προκύπτει μέσα στην αγωνία, την επιλογή, τη
συνάντηση. Δεν είναι ένα αντικείμενο-νόημα· είναι ένα γίγνεσθαι-νόημα, μια
διαλεκτική πράξη. Άρα, το νόημα έχει μια οντολογική δυναμική (δεν είναι
αυθαίρετο), αλλά δεν είναι ανεξάρτητο από την ανθρώπινη ύπαρξη (δεν είναι
αυθύπαρκτο χωρίς ερμηνευτή).

Προφανώς ο υπαρξισμός δεν παύει να είναι μια πρό(ς)κληση: μια πρό(σ)κληση στο
Είναι, όχι για να αποκριθούμε σε έτοιμες απαντήσεις, αλλά για να σταθούμε
ενώπιον του απροσδιόριστου: του νοήματος που μας αφορά και μας ζητά. Η
πρό(σ)κληση, εδώ, δεν είναι ούτε επιθετική ούτε ρητορική· είναι υπαρξιακή: σε
καλεί να συν-σημάνεις, να αποδεχτείς την αγωνία ως δημιουργικό χώρο, να
αναλάβεις το ενδεχόμενο ενός νοήματος που δεν σου προσφέρεται, αλλά σε συν-
οικοδομεί. Ο αποδέκτης του νοήματος δεν είναι τελικός σταθμός αλλά ενδιάμεσος
κρίκος σε μια ατέρμονη αλυσίδα εκδήλωσης. Ο υπαρξιστής, ως αποδέκτης, δεν
αρκείται στην αποδοχή, αλλά καθίσταται συντελεστής νοήματος.
Η πρό(σ)κληση δεν είναι εξωτερική πρόταση που σε βρίσκει ανυποψίαστο· είναι
συντελεσμένη από κοινού. Η ταυτοποίησή της προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή
σου, την ανταπόκρισή σου, το στοχαστικό σου άνοιγμα. Η πρό (σ)κληση παίρνει
μορφή μόνο όταν κάποιος τη διαισθάνεται και την ενσαρκώνει. Εσύ, ως αποδέκτης
και ταυτοχρόνως συνδημιουργός, προσδίδεις σχήμα, ένταση και νόημα σε αυτήν.
Συμβάλλεις όχι ως αντικείμενο, αλλά ως συμβιωτικός φορέας νοήματος. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε προσωρινοί οικιστές - και όχι κάτοχοι - ενός
νοήματος που δεν είναι στατικό, αλλά ρέει, αλλοιώνεται, διαφεύγει και είναι
επιρρεπές στην εντροπία. Η εντροπία εδώ δεν σημαίνει μόνο φθορά, αλλά και
εκτροπή του νοήματος, απόκλιση, διάχυση· και εμείς οικιστές - όχι μόνιμοι, αλλά
αναλώσιμοι - στεγαζόμαστε για λίγο και ύστερα αφήνουμε τον τόπο άδειο ή
μετουσιωμένο.

Τελούμε αναλώσιμοι, όχι απαραίτητα από κάποιον, αλλά έναντι του χρόνου, της
φθοράς, και της ίδιας της εμπλοκής μας με το νόημα. Η αναλωσιμότητα εδώ δεν
είναι προϊόν εξωτερικής εξουσίας· είναι η υπαρξιακή φθαρτότητα που ενυπάρχει
στο ίδιο το Είναι μας. Ο υπαρξιστής γνωρίζει πως κάθε νόημα στο οποίο κατοικεί,
κάθε θέση που διατυπώνει, ακόμη και η ίδια του η αυτοσυνειδησία, ενδέχεται να
αποσυντεθεί, όχι επειδή απορρίπτεται από άλλους, αλλά γιατί είναι εφήμερη στην
ίδια της τη συγκρότηση. Είμαστε αναλώσιμοι, λοιπόν, ως φορείς νοήματος που δεν
διαρκεί εσαεί, αλλά που, στο μεταξύ, καλούμαστε να το άρουμε, να το φέρουμε, να
το ενσαρκώσουμε. Μιλάμε για μια εσωτερική διαλεκτική που δεν επιδιώκει απαραίτητα σύγκλιση, ούτε οριστική σύνθεση. Είναι μια κίνηση ανάμεσα σε ερωτήματα και ανταποκρίσεις, σε στιγμές διαύγειας και σκιές αβεβαιότητας.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και μονολόγιστη διεργασία που δεν είναι
αυτάρεσκη, αλλά αυτογνωσιακή. Ο υπαρξιστής δεν μιλά για να πείσει, αλλά για να
διανύσει τον εαυτό του· κάθε λόγος του είναι ένα βήμα προς μια κατανόηση που
πάντα υπολείπεται. Είναι μονόλογος όχι ως αποκλεισμός του άλλου, αλλά ως
συνομιλία με το εντός. Μια λειτουργία συνείδησης όπου το υποκείμενο δεν
επιβεβαιώνεται, αλλά δοκιμάζεται. Κι εκεί ακριβώς αρχίζει το νόημα να
διαφαίνεται, όχι ως βεβαιότητα, αλλά ως αντανάκλαση νοήματος εν τη σιγή. Μια
τέτοια μονολόγιστη διεργασία μοιάζει με χρονική ρωγμή: δεν μετριέται σε
εξωτερική πρόοδο, αλλά σε εσωτερική βάθυνση.

Παρομοιάζεται κάλλιστα και με διύλιση νοημάτων: μια αργή, επίμονη εσωτερική
κατεργασία, όπου το φαινομενικά αυτονόητο περνά μέσα από τα μέσα διήθησης
της ύπαρξης, της αγωνίας, της ευθύνης, του χρόνου. Δεν πρόκειται για παραγωγή
έτοιμων απαντήσεων, αλλά για εξαγνισμό των ερωτήσεων. Το νόημα δεν
συλλαμβάνεται άπαξ, αλλά αναδύεται σταδιακά, όχι ως αποτέλεσμα, αλλά ως
υπόλειμμα. Αυτό που απομένει μετά την καύση κάθε αυταπάτης. Διυλίζοντας το
νόημα, δεν το οικειοποιείσαι· το αφουγκράζεσαι. Αν το νόημα δεν είναι εύγλωττο,
το ακούμε στη σιωπή. Δεν το πιέζουμε να μιλήσει με τη δική μας γλώσσα· το
αφήνουμε να αναδυθεί με τους δικούς του υπαινιγμούς. Το μη εύγλωττο νόημα δεν
είναι απόν, είναι παρόν με διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να είναι υπαινικτικό,
αποσπασματικό, ασυνεχές. Ίσως μοιάζει με μουσική χωρίς παρτιτούρα, με ποίηση
χωρίς μέτρο, αλλά εκεί, στο θραύσμα, κρύβεται το όλον. Τότε, ο ρόλος μας δεν είναι
να εξηγήσουμε, αλλά να συνοικήσουμε με το άρρητο. Να γίνουμε μάρτυρες της
αμηχανίας του νοήματος. Αυτό δεν είναι ήττα, αλλά μορφή φιλοσοφικής συνέπειας.
Η συνέπεια δεν είναι επιδεικτική γνώση· είναι το ταπεινό σθένος να παραμένεις
εντός του ερωτήματος, χωρίς να σπεύδεις σε βιαστικές απαντήσεις. Δεν προτρέχει,
δεν κυριεύει. Είναι εκεί, με επίγνωση του απροσδιόριστου, με πιστότητα στο βάθος
και όχι στην επιφάνεια. Η προπέτεια, αντίθετα, γεννιέται από την αδημονία να πει
κανείς κάτι, ο,τιδήποτε, για να έχει λόγο ύπαρξης. Μα η υπαρξιακή στάση δεν
εξαρτάται από τον θόρυβο του λόγου, αλλά από την ευαισθησία του βλέμματος. Η
συνέπεια είναι φιλοσοφική εγκράτεια. Προσεκτική, σιγηλή, αλλά παρούσα.
Εδώ εντοπίζουμε ένα ουσιώδες όριο: η αναλυτική φιλοσοφία, με τον
προσανατολισμό της στη γλωσσική σαφήνεια, τη λογική συνέπεια και τον
εννοιολογικό διαχωρισμό, δύσκολα βιώνεται· περισσότερο αναλύει παρά
μετασχηματίζει. Είναι φιλοσοφία που εξηγεί, όχι φιλοσοφία που διακινδυνεύει. Σε
αντίθεση, ο υπαρξισμός, ο φαινομενολογικός στοχασμός, ακόμα και η ησυχαστική
θεολογία, εμπεριέχουν τον φιλόσοφο ολόκληρο, ως υποκείμενο που πονά,
αμφιβάλλει, προσεύχεται ή επιλέγει, όχι ως νου που απλώς υπολογίζει. Η
αναλυτική σκέψη, λοιπόν, είναι χρήσιμη στην ακρίβεια· αλλά όταν φτάνει στο
καίριον, σιωπά ή προσπερνά. Όπως έγραφε ο Βιτγκενστάιν: «Περί όσων δεν δύναται
να ομιλεί κανείς, πρέπει να σιωπά». Έτσι αρχίζει η βιωματική φιλοσοφία. Εντελώς
αφοριστικά θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τους αναλυτικούς φιλοσόφους ως:
«βαλσαμωμένους στοχαστές» σαν να διατηρούνται ακέραιοι στη μορφή, αλλά
χωρίς παλμό ύπαρξης.

Η αναλυτική φιλοσοφία, όσο κι αν τιμά τη διαύγεια και την ακρίβεια, συχνά
αποστραγγίζει το υπαρξιακό αίτημα. Οι έννοιες της αγωνίας, της ελευθερίας, της ελπίδας ή της ματαιότητας μετατρέπονται σε λογικά σχήματα και όχι σε ρωγμές ύπαρξης. Δεν είναι ότι οι αναλυτικοί δεν σκέφτονται βαθιά. Το αντίθετο όμως η σκέψη τους προϋποθέτει αποστασιοποίηση, σχεδόν αποσωματοποίηση. Εκεί που ο υπαρξιστής βυθίζεται στην αγωνία του Είναι, ο αναλυτικός φιλόσοφος εξετάζει αν η φράση «το Είναι είναι» είναι νοηματικά επιτρεπτή. Ο υπαρξιστής καίγεται· ο αναλυτικός διαπιστώνει τη θερμοκρασία της φλόγας.

Και στην προσπάθειά του να διασώσει το νόημα μέσα από την απόλυτη σαφήνεια,
ο αναλυτικός φιλόσοφος κινδυνεύει να αποστραγγίσει το βίωμα από τον χυμό του.
Ο κώνωψ του γράμματος που διυλίζει - η λέξη, η πρόταση, η συντακτική ακρίβεια -
δεν του αποκαλύπτει πάντοτε την ανάσα του υπαρξιακού άχθους. Αντιθέτως, συχνά
μετατρέπεται σε ηθμό που εξουδετερώνει το βάρος της ύπαρξης. Εκεί που ο
υπαρξιστής αφήνεται να υποφέρει τη σημασία, ο αναλυτικός στοχαστής την
τεμαχίζει, τη σταθμίζει, την καθιστά λειτουργική· αλλά όχι πάντοτε ζωντανή. Ο ένας
φλέγεται από τα νοήματα· ο άλλος τα κατηγοριοποιεί. Ο πρώτος αποκαλύπτει το
βαθύ ρήγμα της ανθρώπινης εμπειρίας· ο δεύτερος επιμελείται τον λείο καθρέφτη
του λόγου.

Η αναλυτική φιλοσοφία μοιάζει με κάτι ενιαίο, αυστηρό και ξεκάθαρο, αλλά αν
την δεις πιο προσεκτικά, θα δεις ότι μέσα της υπάρχουν πολλές και βαθιές
διαφωνίες. Δεν είναι μόνο ότι οι φιλόσοφοι διαφωνούν σε απόψεις. Αυτό είναι
φυσιολογικό. Το πρόβλημα είναι ότι διαφωνούν ακόμα και για το πώς πρέπει να
φιλοσοφούμε. Άλλοι, όπως οι πρώτοι λογικοί εμπειριστές, πίστευαν ότι η
φιλοσοφία πρέπει να μοιάζει με επιστήμη, να βασίζεται σε αποδείξεις και λογικές
αρχές. Μετά όμως εμφανίστηκαν φιλόσοφοι όπως ο Willard Van Orman Quine και ο
Saul Kripke, που έδειξαν ότι αυτές οι βάσεις δεν στέκουν πάντα, και πρότειναν
άλλους τρόπους σκέψης. Το ίδιο έγινε και στη φιλοσοφία της γλώσσας. Ο Ludwig
Wittgenstein, για παράδειγμα, άλλαξε τελείως τρόπο σκέψης από τα πρώτα του
έργα στα τελευταία, πηγαίνοντας από τη λογική ανάλυση στη μελέτη της γλώσσας
μέσα στην καθημερινή χρήση. Και στη μεταφυσική, δηλαδή στις πιο βαθιές
ερωτήσεις για το τι υπάρχει, κάποιοι φιλόσοφοι την αγνοούσαν εντελώς, ενώ άλλοι
την ανέδειξαν ξανά, με εντελώς διαφορετικές μεθόδους. Όλα αυτά δείχνουν ότι,
παρόλο που η αναλυτική φιλοσοφία φαίνεται σαν μια ενιαία παράδοση, στην
πραγματικότητα είναι γεμάτη αντιθέσεις και ρήξεις. Και αυτό μπορεί να τη
δυσκολεύει στο να παρουσιάσει έναν διαυγή, κοινό στόχο.

Επιπλέον στη μεταφυσική, όπου η αναλυτική φιλοσοφία κάποτε απέφευγε
εντελώς το πεδίο ως «ασαφές», σταδιακά εμφανίστηκαν σχολές που το επανέφεραν
δυναμικά - όπως η μεταφυσική των δυνατοτήτων του David Lewis - προκαλώντας
νέες διαφωνίες για το τι είναι αποδεκτό ως φιλοσοφική διεργασία. Οι δυνατοί
κόσμοι (possible worlds) υπάρχουν πραγματικά, το ίδιο «αληθινά» όσο και ο δικός
μας κόσμος. Δεν είναι φανταστικά σενάρια ή αφηρημένες έννοιες, είναι άλλοι
κόσμοι, με τα δικά τους αντικείμενα, ανθρώπους, και γεγονότα. Εμείς απλώς ζούμε
σε έναν από αυτούς. Το παράδοξο είναι ότι όλες αυτές οι αντικρουόμενες
προσεγγίσεις συνεχίζουν να ονομάζονται «αναλυτικές», παρά το ότι συγκροτούν
ασύμβατες μεταξύ τους θεωρητικές στάσεις. Έτσι, η αναλυτική φιλοσοφία συχνά
εμφανίζεται σαν ένα σώμα που κινείται με πολλές καρδιές και κατευθύνσεις, χωρίς
έναν σαφή, εσωτερικά συνεκτικό πυρήνα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αδυναμία.
Μπορεί κάλλιστα να είναι ένδειξη ζωντάνιας, πλην όμως σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα της ως συνεκτικής, επιστημονικά προσανατολισμένης παράδοσης.

Η αλήθεια είναι ότι η αναλυτική φιλοσοφία έχει ακόμα προσδόκιμο ζωής, αλλά
ίσως όχι με τη μορφή που είχε στον εικοστό αιώνα. Δεν βρίσκεται πια σε θέση
ηγεμονίας, ούτε και λειτουργεί με το ενιαίο ύφος που διεκδικούσε κάποτε. Αντί για
ένα ομοιογενές «ρεύμα», σήμερα είναι μάλλον ένα σύνολο εργαλείων, ύφους και
συνηθειών σκέψης που διαχέονται σε πολλούς τομείς της φιλοσοφίας: από την
ηθική και την πολιτική θεωρία, μέχρι τη φιλοσοφία του νου και την φιλοσοφία της
επιστήμης. Και κάτι ακόμη: η διεπιστημονική διάσταση της αναλυτικής φιλοσοφίας,
ήταν κάποτε αφορισμένη από την ίδια γιατί φαινόταν να απειλεί την ταυτότητα της
φιλοσοφίας αυτής ως «λογικής καθαρότητας» και «θεμελιώδους ανάλυσης».
Σήμερα, όμως, αναγνωρίζεται ότι χωρίς διάλογο με άλλες επιστήμες και
παραδόσεις, η φιλοσοφία κινδυνεύει να μείνει αποκομμένη και αναχρονιστική.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ