[Αντί-γραφή VIII: ] Ισαάκιος Α’ Κομνηνός ή το ξίφος και το ράσο

0
751

Βαγγέλης Σταυρόπουλος 

Δίκασον, Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με. ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου, ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ.

Μετά τον θάνατο Βασιλείου Β’ του Μακεδόνος (976- 1025), η αυτοκρατορική πολιτική βρίσκεται ενώπιον μίας σειράς πρωτόφαντων προκλήσεων, είτε κοινωνικών, είτε γεωπολιτικών, οικονομικών ή διοικητικών, ακόμη φιλοσοφικών και θεολογικών. Η εικόνα που σχηματίζεται τελικά, αφορά στην ίδια την ταυτότητα του Ρωμαίου πολίτη μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ο ια’ αιώνας μας χαρίζει τελικά πολλούς ακατάλληλους για τις περιστάσεις Βασιλείς και ελάχιστες απόπειρες γενικών μεταρρυθμίσεων. Μία από αυτές είναι του Ισαακίου Α’ Κομνηνού.

Χρωστάμε στον Μιχαήλ Ψελλό- πέραν όσων- μία ιδιαιτέρως γενναία περιγραφή των γεγονότων, τόσο ως σύγχρονός τους, όσο και ως πρωταγωνιστής. Η ματιά του Ψελλού ξέρουμε πως διαβιβάζεται στο κείμενο λογοκριμένη από την ίδιο. Φροντίζει με συνέπεια να δικαιολογείται, να αποκρύπτει γεγονότα και κυρίως να περιαυτολογεί. Ο Ψελλός επίσης είναι ο maître της αντίφασης. Όλες του οι στοχεύσεις- τουλάχιστον σε επίπεδο συγγραφής της Ιστορίας- τελικά έχουν μία αντίστροφη ανάγνωση. Αλλά αυτή η αντιφατικότητα του- για την οποία στο μέλλον θα μιλήσουμε αρκετά- είναι η μεγάλη του αρετή, αρετή που σημαίνει την είσοδο της ατομικότητας στο λογοτεχνικό πεδίο. Στην ουσία της αληθεύει τον ανθρωπισμό του. Τεχνικά αυτό προέρχεται από την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση, πραγματικά όμως ριζώνει στην πείρα του για τον άνθρωπο και κυρίως στο πηγαίο αίτημα για μία κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ατομική αυτονομία, που εκφράζεται από τον ίδιο πολύ απλά ως ‘’ξεγέλασμα της τύχης’’. Ο Μιχαήλ- ο Υπέρτιμος και πάνσοφος μοναχός, κατά τους συγχρόνους του ο ‘’Φιλόσοφος’’- είναι από τους εισηγητές της σχολής της κριτικής του Αυτοκρατορικού θεσμού. Ακολουθεί βεβαίως τον Προκόπιο, πιάνοντας το νήμα, αιώνες μετά την ευφυή Απόκρυφο Ιστορία, κοιτώντας να περισώσει ιδιότροπα την αλήθεια πίσω από τον Μύθο και την Εκκοσμίκευση. Σε αυτή τη κριτική δεν θα πρέπει καθόλου να διαβάζουμε μία ύστερη αναβίωση του ρωμαϊκού συνταγματικού ιδεολογήματος, αλλά την άρθρωση λόγου απέναντι σε μία πρωτοφανή πολιτική κρίση. Ο Ψελλός δεν είναι θεωρητικός της πολιτικής: περιγράφει την συμπτωματολογία της σήψης του πολιτικού σώματος διαβάζοντας παντού τον άνθρωπο. Αυτό του το προσόν προέρχεται από μία έλλειψη: την απουσία ειδικεύσεως και θεωρητικής σκέψης, που ομότεχνοί του σαν τον Ατταλειάτη φροντίζουν και του καταλογίζουν. Ο Φιλόσοφος έχει να πει πολλά, αλλά δεν προσπορίζει καμία πρόταση, καμία λύση. Είναι το αντίθετο του Machiavelli: δεν προτείνει μέσα επιβολής, αλλά διαβάζει τα αποτελέσματα της επιβολής αυτής από όπου κι αν προέρχεται,  αφήνοντας το βλέμμα ανοιχτό στην αιθρία των γεγονότων, δημιουργώντας σπειροειδείς ακολουθίες ερμηνειών. Κυρίως ετούτο δίνεται μέσα από περιστατικά βίας- όπως η περίπτωση της τυφλώσεως Μιχαήλ Ε’ του Καλαφάτη- συνθέτοντας τις διαστάσεις αυτού που αποκαλώ, άγριο βυζαντινό ρεαλισμό.

Στις επόμενες αράδες θα αναφερθώ σε κάποια περιστατικά από τους χρόνους της βασιλείας Ισαακίου Α’ του Κομνηνού, κυρίως σε αυτά, που αφορούν στην μεταρρυθμιστική του πολιτική. Ο Μιχαήλ Ψελλός, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, κατά την πραξικοπηματική ανάρρηση του Δομεστίχου των Σχολών της Ανατολής, Μαγίστρου και Βέστου Ισαακίου. Είναι ο ίδιος που τον συμβούλευε κατά την βραχύβια βασιλεία του, ο ίδιος που του πρότεινε να εγκαταλείψει τα σκήπτρα και να προτιμήσει την μοναχική κουρά. Η περιγραφή της μεταρρυθμιστικής απόπειρας του Ισαακίου δίνεται από τον Ψελλό, με τον πλέον εμπνευσμένο τρόπο. Παρακάτω αντιγράφω εκτενή χωρία από το ζ’ βιβλίο της Χρονογραφίας, όπως το μετέγραψε εξαιρετικά η κυρία Αλόη Σιδέρη για τις εκδόσεις Άγρα ( Αθήνα, 1993, σελ. 311- 366).

‘’Ο Κομνηνός,, γράφει ο Ψελλός, ‘’ άνθρωπος δραστήριος σε οτιδήποτε ανελάμβανε, αμέσως μόλις ανέλαβε την βασιλεία, γίνεται κύριος των πάντων και, από την πρώτη στιγμή, παίρνει στα χέρια του την διοίκηση της αυτοκρατορίας: βράδυ μπήκε στο παλάτι και πριν ακόμη τινάξει από πάνω του τη σκόνη της μάχης, πριν αλλάξει τη στολή του και παραγγείλει τους καθαρμούς της επομένης, σαν άνθρωπος, που από το πέλαγος και από μεγάλη τρικυμία, μόλις και μετά βίας έχει φτάσει κολυμπώντας στο λιμάνι, προτού σκουπίσει από τα χείλη του την άρμη και πάρει ανάσα, ευθύς επιδίδεται στην διευθέτηση των στρατιωτικών και πολιτικών υποθέσεων, αφιερώνοντας στην δραστηριότητα αυτή το υπόλοιπό της ημέρας και ολόκληρη τη νύχτα’’.

Από την παράγραφο 44 ως την 51 ο Ψελλός επιδίδεται σε ένα μικρό πολιτικό εγκώμιο του Ισαακίου, για να δώσει τα γεγονότα στις πραγματικές του διαστάσεις από την παράγραφο 51 ως και την 65. Μέμφεται λοιπόν ο ‘’Φιλόσοφος’’ τον Αυτοκράτορα, πως για την αποτυχία της μεταρρυθμιστικής του πολιτικής έφταιγε η βιασύνη του και ο άμετρός του ζήλος. Χρησιμοποιεί σε αυτή του την περιγραφή στοιχεία από τις ιατρικές του γνώσεις, γεγονός που καθόλου δεν θα πρέπει να μας ξεγελάσει, αφού στο μέλλον τις ίδιες αυτές ιατρικές γνώσεις θα επιστρατεύσει για να πείσει τον Αυτοκράτορα, πως είναι βαριά άρρωστος και να τον οδηγήσει στην εγκατάλειψη των σκήπτρων υπέρ του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα, ενός άλλου εκλεκτού του. Η περιγραφή όμως της πολιτειακής παθογένειας- όπως και να είχαν τα πράγματα- είναι χαρακτηριστική των διαστάσεων της κρίσης: ‘’ Στην επιθυμία του να μεταλλάξει τα πάντα και στην βιασύνη του να κόψει όλους τους κλάδους του κακού που βλάσταιναν επί χρόνους πολλούς στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σαν να έχει παραλάβει ένα σώμα τερατώδες με πολλά κεφάλια, πολλούς και σκληρούς τραχήλους, χέρια αναρίθμητα και πόδια άλλα τόσα και επιπλέον εσωτερικά διαβρωμένο και ανίατα άρρωστο, αλλού πρησμένο και αλλού λιπόσαρκο, εδώ παραγεμισμένο με υγρά και εκεί αποστεγνωμένο, και να επιχειρεί να το εγχειρίσει μονομιάς κόβοντας τα περιττά και αποκαθιστώντας την συμμετρία εδώ με περικοπές κι εκεί με προσαυξήσεις και ακόμα προσπαθώντας να θεραπεύσει τα σπλάχνα και να εμφυσήσει πνοή ζωής, σ’ αυτό λοιπόν το έργο δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί επαρκώς, αλλά και αναδείχτηκε κατώτερος από τον εαυτό του’’.

Η εξιστόρηση των πραγμάτων συνίσταται κατά τον Ψελλό σε τρία σημεία: α. στον τρόπο με τον οποίο διογκώθηκε και ασθένησε τα πολιτειακό σώμα, β. στα μέσα τα οποία ο Ισαάκιος επιστράτευσε για να περιορίσει τις διαστάσεις της παθογένειας και γ. στο πώς- ακριβώς λόγω των μεταρρυθμιστικών του μέτρων- απέτυχε και το πολιτικό του πρόγραμμα και ο ίδιος. Σε μία παρέκβαση του λόγου του, ο Ψελλός θα υποστηρίξει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις του Αυτοκράτορα, πλην όμως θα του καταλογίσει την ακαταλληλότητα του πολιτικού momentum, σε  αυτοκαταστροφικό βαθμό.

Πρώτος τον χορό της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος και της διαφθοράς σέρνει ο αδελφός του Βασιλείου Β’, Κωνσταντίνος( 1025- 1028): ‘’ παραδομένος στη ζωή των απολαύσεων, θεώρησε καλό να διασπαθίσει και να καταναλώσει τα πάντα και, αν δεν τον έπαιρνε εγκαίρως ο θάνατος, αυτός και μόνο θα έφτανε για να καταστραφεί η αυτοκρατορία. Εκείνος λοιπόν άρχισε πρώτος να προξενεί κακώσεις και οιδήματα στο σώμα της αυτοκρατορίας είτε κάνοντας μερικούς από τους υπηκόους του να χοντραίνουν με άφθονες χρηματικές παροχές, είτε παραφουσκώνοντάς τους με αξιώματα και οδηγώντας τους σε μια ζωή γεμάτη δόλο και διαφθορά’’. Ο Ψελλός φροντίζει προηγουμένως να υπενθυμίσει πως ο Κωνσταντίνος βρήκε στα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια είκοσι μυριάδες τάλαντα, αποτέλεσμα μιας πολιτικής που δημιουργούσε σταθερά, πολλαπλάσια πλεονάσματα εσόδων από τα έξοδα, παρά τις πολυετείς στρατιωτικές δαπάνες. Ωστόσο, ‘’ για τις υποθέσεις του κράτους αδιαφορούσε τόσο όσο ενδιαφερόταν για τους πεσσούς και τους κύβους. (…) Έτσι λοιπόν όταν τον βρήκε ο θάνατος βρέθηκε να παίζει στα ζάρια την αυτοκρατορία’’.

Μετά τον Κωνσταντίνο Η’, η αφήγηση της πολιτικής παρακμής εξακολουθεί ακάθεκτη με τον γαμπρό του Ρωμανό Γ’ τον Αργυρό( 1028- 1034). Αυτός επεδίωξε την απομόνωση των υποστηρικτών της δυναστείας των Μακεδόνων, εγκαινιάζοντας την βασιλεία του με μία σειρά μέτρων, που θα της εξασφάλιζαν αρραγή θεμέλια: ‘’για να υποδεχτούν με προθυμία και χαρά τόσο οι πολίτες όσο και οι στρατιωτικοί το πέρασμα του θρόνου στην οικογένειά του, βιάζεται να τους ικανοποιήσει με μεγάλες δωρεές επαυξάνοντας τα οιδήματα και επιβαρύνοντας τη νόσο και παραγεμίζοντας το κατεστραμμένο σώμα με άφθονο λίπος (…)’’. Το κύριο αντιλαϊκό μέτρο του Ρωμανού Γ’, που συνέφερε βεβαίως την Εκκλησία- ειδικά τα Μοναστήρια- και τους Δυνατούς, υπήρξε η κατάργηση του αλληλέγγυου φόρου που είχε θεσπίσει ο Βασίλειος Β’, της υποχρεώσεως δηλαδή εξοφλήσεως των φορολογικών εκκρεμοτήτων των φτωχών αγροτών από τους ίδιους τους γαιοκτήμονες. Έτσι η αυτοκρατορική πολιτική επιστρέφει σε ένα ετεροβαρές οικονομοτεχνικό σχήμα, το οποίο οδηγεί στην αποδυνάμωση των χαμηλών παραγωγικών τάξεων και στην ενίσχυση της επιρροής των παλαιών ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών εις βάρος αυτού του ίδιου του αυτοκρατορικού θεσμού.

Ο Ψελλός αντιμετωπίζει με συμπάθεια τον Μιχαήλ Δ’ ( 1034- 1041), τον αμέσως επόμενο από τον Ρωμανό Γ’, Αυτοκράτορα, παρά την σκιώδη παρουσία του αδελφού του Ιωάννου Ορφανοτρόφου, ο οποίος τόσο για τον ‘’ ΄Ύπατο των Φιλοσόφων’’ , όσο και για τους Ατταλειάτη και Σκυλίτζη υπήρξε ο πραγματικός κυβερνήτης του σκάφους της βασιλείας. Ο Μιχαήλ Δ’ λοιπόν ‘’ ανέστειλε μεν τις περισσότερες νοσοποιητικές ενέργειες, αλλά δεν είχε τόση δύναμη ώστε να αποτολμήσει έστω και μικρή αφαίρεση λίπους από το σώμα εκείνο που είχε συνηθίσει να τρέφεται με νοσηρούς χυμούς και να παχαίνει με καταστρεπτικές τροφές’’. Ο Ψελλός εκτιμά πως αν ο Αυτοκράτορας ζούσε περισσότερο ίσως να είχε συμβάλει στην εξυγίανση του πολιτειακού σώματος, ασκώντας το, σε ένα βίο φιλοσοφικότερο : ‘’ γιατί δεν ήταν δυνατόν να μην σκάσουν κάποτε ( εννοεί τους υπηκόους και τους ηγήτορες) έτσι που ήταν παραφουσκωμένοι ως τα έσχατα όρια τους με καλοπέραση’’.

Επιφυλάσσει την damnatio memoriae για τον Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη( 1041-1042) - του οποίου το τέλος περιγράφει μοναδικά στο Ε’ βιβλίο της Χρονογραφίας- ώστε να περάσει αμέσως στην περίπτωση Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου ή για τον λαό  Ευεργέτου. Γράφει λοιπόν: ‘’Εκείνος παραλαμβάνοντας ένα κράτος όμοιο με πλοίο φορτωμένο ως τα μπούνια που λίγο ακόμα και θα σκέπαζαν τα κύματα, το φόρτωσε ως και τα χείλη και το βύθισε ή, για να γίνω πιο σαφής και συνάμα να επανέλθω στην προηγούμενη μεταφορά, προσθέτοντας πλήθος μέλη στο προ πολλού κατεστραμμένο σώμα και εισάγοντας στα σπλάχνα υγρά πιο δηλητηριώδη, το κατάντησε ακόμα πιο τερατώδες και, στερώντας του την ήμερη και πολιτισμένη ζωή, το οδήγησε πολύ κοντά στην  παραφροσύνη και στην αποθηρίωση καθιστώντας περισσότερους από τους υπηκόους του πολυκέφαλους και εκατόγχειρες’’. Η Θεοδώρα που ως μονοκράτηρα αναλαμβάνει την εξουσία ελάχιστα ( 1055- 1056) όχι μόνο δεν ‘’καταφέρνει να αποθηριώσει το πολύ παράξενο αυτό ζώο, πλην όμως κι αυτή, χωρίς να το καταλάβει του πρόσθεσε μερικά χέρια και πόδια’’.

Ο Κωνσταντίνος Θ’ συνήθως μνημονεύεται λόγω της άνθισης των γραμμάτων επί των ημερών του, χάρη βεβαίως στην ‘’κυβέρνηση των Φιλοσόφων’’, των Μαυρόποδος, Λειχούδη, Ξιφιλίνου, Ψελλού. Ωστόσο, υπήρξε μία χαρακτηριστική μορφή λαϊκιστή πολιτικού. Ο λαϊκισμός του αυτός ωθεί τον αυτοκρατορικό θεσμό έξω από την σφαίρα της ιερότητας, σημαίνοντας μία περίοδο αποδομήσεως, που οδηγεί συντεταγμένα το Κράτος στην πολιτική και ηθική χρεοκοπία. Άτακτες κινήσεις κοινωνικών ομάδων, αριβιστικές μεταρρυθμίσεις, αδυναμία προσανατολισμού, συνεχείς ιδεολογικές συγκρούσεις, ανεπανόρθωτες στρατηγικές ήττες, κατάργηση του θεματικού θεσμού, συνεχή πραξικοπήματα, οξείες θεολογικές έριδες, υποτίμηση του χρυσού βυζαντινού νομίσματος στα δεκαοκτώ κεράτια. Όλα αυτά σημαίνουν αμετάκλητα το άνοιγμα των πυλών του χάους για την Αυτοκρατορία, θεμελιωδώς και σε απόλυτη συνάρτηση με την έλλειψη οράματος. Διότι το όραμα της Οικουμένης που δεν οδήγησε στην ου- τοπία, αλλά στην κορύφωση της Ρωμαίικής Ισχύος, ήταν αυτό που επέτρεπε την υπέρβαση των κρίσεων. Κάθε κρίση- εσωτερικού ή εξωτερικού χαρακτήρα-  ενώπιον αυτού του οράματος, όποια κι αν ήταν η μετά- πολιτική του φόρτιση, αποτελούσε σημείο προς υπέρβαση. Λίγα χρόνια μετά οι Βυζαντινοί θα ζήσουν την απογοήτευση του Μαντζικέρτ και θα δουν την αξία του πανίσχυρου χρυσού τους νομίσματος να πέφτει στα οκτώ κεράτια, την στιγμή που η δημόσιοι λειτουργοί και αξιωματούχοι φτάνουν τους δέκα χιλιάδες και το Κράτος αδυνατεί να αποπληρώσει τις απέναντί τους υποχρεώσεις του. Ο Michael Angold δικαίως υποστηρίζει, πως όλα αυτά οδηγούσαν στην χρεωκοπία ενισχύοντας την άποψη ότι υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στον πληθωρισμό των τιμών και τις συνεχείς νομισματικές υποτιμήσεις.

Η εκκοσμίκευση της Βασιλείας συνεπάγεται και την άλωση του ‘’δημοκρατικού’’ θεσμού της Συγκλήτου, αν και ήδη την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, η Σύγκλητος δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένα κτηριακό συγκρότημα ερειπωμένο στο κέντρο της Πόλεως, για να θυμίζει τα παλαιά ρωμαϊκά συνταγματικά θέσμια. Ο Μονομάχος αίρει τους όρους εισόδου στην τάξη των Συγκλητικών- χρημάτων εύκλεια, κτημάτων περιουσία, πόνοι δημόσιοι, λόγων δεινότης-  παρέχοντας κατά τον Ζωναρά ‘’τας τιμάς χύδην και οίς μη προσήκεν αυτάς εχαρίζετο’’. Ο Ψελλός αναφέρεται αλλού σε ‘’αργυρωνήτους βαρβάρους’’ και σε ‘’σισυροφόρους την στολήν μεταλλάξαντας’’, για να καταλήξει ‘’μικρού δείν τον αγοραίον και αγύρτην δήμον ξύμπαντα κοινωνούς της γερουσίας πεποίηκε’’.  Σε αυτή την καιροσκοπική πολιτική του Κωνσταντίνου Θ’, ο Ψελλός διακρίνει θεμελιωδώς τους όρους της απόλυτης διάλυσης του Κράτους.

Την σκυτάλη της διαφθοράς παίρνει από το χέρι του Μονομάχου ένας Γέρων, ο Μιχαήλ Στ’ ( 1056- 1057) ο επονομαζόμενος Στρατιωτικός. Επ’ αυτού ο Ψελλός συνεχίζει την αφήγησή του ως εξής: ‘’εκείνος ( εννοεί τον Αυτοκράτορα) δεν άντεξε τα τραντάγματα του βασιλικού άρματος κι αφήνοντας τα άλογα να τον πάνε όπου ήθελαν, (…) κατατρομαγμένος από τη φασαρία, κατέβηκε από τη θέση του ηνιόχου και στάθηκε ανάμεσα στους πεζούς’’.  Προηγούμενος ο Ύπατος των Φιλοσόφων έχει φροντίσει να μας θυμίσει ότι ο λαϊκισμός του ήταν υπερβολικότερος από αυτόν του προκατόχου του σε συνδυασμό με μια άνευ ορίων αδιακρισία: ‘’δεν απένεμε στον καθέναν το αμέσως επόμενο αξίωμα, αλλά τον ανέβαζε και στο επόμενο και στο ακόμα πιο πάνω΄ κι αν κανένας από το πλάι του ζητούσε να τον ανεβάσει τέσσερις θέσεις πιο πάνω, δεν του αρνιόταν τη χάρη΄ αλλά και κάποιος άλλος που θα τον σκουντούσε από το άλλο πλάι, είναι βέβαιο ότι θα τα κατάφερνε να ανέβει και πέντε αξιώματα πιο πάνω΄ με έναν λόγο η γενναιοδωρία του δεν προξενούσε άλλο από σύγχυση’’.

Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1057 ο Ισαάκιος στέφεται αυτοκράτορας από τον Μιχαήλ Κηρουλάριο: Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας Μάρθας, μητρὸς τοῦ Ὁσίου Συμεών, καὶ τῆς ὁσίας Εὐανθίας, καὶ ἡ κοίμησις Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ.

Οι συνδηλώσεις έχουν ως εξής: ο Ισαάκιος ταυτίζεται με τον Ιησού του Ναυή και ο Πατριάρχης Μιχαήλ με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Όπως ο Ιησούς εισήλθε στην Ιεριχώ με την συνεπικουρία του Αρχαγγέλου, έτσι κι ο Ισαάκιος στην Κωνσταντινούπολη χάρη στον Πατριάρχη. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο επικυρώθηκε η συνεργασία της Εκκλησίας και της στρατιωτικής αριστοκρατίας, γεγονός που παρατείνει τα μετά- εικονομαχικά κεκτημένα και των δύο πλευρών. Έχει προηγηθεί αυτών των γεγονότων η απομάκρυνση του Μιχαήλ Στ’ από τον θρόνο: όταν του ζητούν να παραιτηθεί ικανοποιώντας τις αξιώσεις του Ισαακίου, αυτός, κατά τον Ψελλό αρνείται, υποστηρίζοντας πως τρέμει το πλήθος και τη Σύγκλητο. Έξοχα ο Ιορδάνης Γρηγοριάδης ( Ιωάν. Ζωναρά, Επιτομή Ιστοριών, ΙΙΙ, Εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1999, σελ. 292) σημειώνει την αιτιατική απολύτου- αβούλητον-  που επιστρατεύει ο Ζωναράς αναφερόμενος στην ένταση αυτού του ίδιου επεισοδίου. Κι όμως, το ίδιο πλήθος του οποίου την βούληση και την πίστη επικαλείται ο γηραιός Αυτοκράτωρ θα είναι αυτό, που λίγες στιγμές αργότερα τον εκθρονίζει. Αυτοί λοιπόν, που ο Ψελλός ονομάζει δημεγέρτες και ταραξίες, κι έχουν κατά δήλωσή του παρεισφρήσει στην Σύγκλητο- προφανώς επί των ημερών Κωνσταντίνου Θ’- κατευθύνονται στην αγία Σοφία όπου και ορίζουν επικεφαλής τους τον Πατριάρχη, ο οποίος κατά τον Ζωναρά υποκρίνεται άγνοια, ώστε να μη συνταυτιστεί με τους πραξικοπηματίες, ενώ στην ουσία ήταν ο ίδιος ο υποκινητής της εξεγέρσεως- ‘’λέγεται δε ταύτα σκήψεις είναι και προβουλεύματα, ιν’ άκων δοκοίη συνελθείν ο Πατριάρχης τοις στασιάζουσιν,, ( ενθ’ ανωτ. σελ. 177). Ο Πατριάρχης προσφέρει ως αντάλλαγμα στον Αυτοκράτορα την ουράνιο Βασιλεία και το μοναχικό σχήμα κατά τον Κεδρηνό, ενώ ο Ατταλειάτης σημειώνει πως στο ‘’χαίρε’’ και τον πατριαρχικό εναγκαλισμό, ο Στρατιωτικός αντέτεινε τον λόγο ‘’μακάρι Πατριάρχη να σε αγκαλιάσει με τον ίδιο τρόπο κι ο Θεός’’.

Όταν αναλαμβάνει ο Ισαάκιος, ακολουθεί κατά τον Ψελλό, την ακριβώς αντίθετη πολιτική από αυτή των προκατόχων του: προβαίνει σε αφαίρεση τίτλων και αξιών, συλλέγει συστηματικά και οργανωμένα φόρους, περικόπτει μισθούς ακόμα και από τους στρατιωτικούς, φροντίζει για τα εξωτερικά μέτωπα και ηγείται ο ίδιος των ρωμαϊκών δυνάμεων προσθέτοντας νίκες. ‘’ Ο αυτοκράτορας αυτός ήταν εραστής της φιλοσοφημένης ζωής και αποστρεφόταν καθετί το νοσηρό και διεφθαρμένο(…). Βρίσκοντας λοιπόν τα πάντα αρρωστημένα και διαβρωμένα (…) ενώ θα έπρεπε προκειμένου για την νόσο, να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για την χειρουργική επέμβαση και τον καυτηριασμό και να μη βάλει αμέσως το πυρωμένο σίδερο στα σπλάχνα’’, αυτός βιάστηκε ώστε τελικά ‘’ δεν πήρε είδηση ότι καταστρεφόταν ο ίδιος προτού τακτοποιήσει και εξυγιάνει εκείνα’’.

Η πραγματική σύγκρουση του Ισαακίου με τα κατεστημένα συμφέροντα επέρχεται όταν αποφασίζει να ενεργοποιήσει την 19η / 964 Νεαρά του Νικηφόρου Φωκά περί του μη γίνεσθαι νέα μοναστήρια και γηροκομεία μήτε πλατύνεσθαι όλως διά των κτημάτων τους ευαγείς οίκους. Η ίδια προβληματική δεν είχε απασχολήσει μονάχα την αυτοκρατορική πολιτική, αλλά και την ίδια την Εκκλησία όπως πχ. χαρακτηριστικά και ενδεικτικά αποτυπώνεται στο Υπόμνημα του οικουμενικού Πατριάρχη Αλεξίου Α’ Στουδίτη ( βλ. Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τ. Ε’, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, σελ. 25- 32). Ο Ψελλός περιγράφει ως εξής την κατάσταση, αν και θα πρέπει να του καταλογίσουμε μια δόση προκατάληψης προς την μοναστική ζωή εν γένει: οι βασιλείς, δηλαδή οι προκάτοχοι του Ισαακίου ‘’ επειδή χρειάστηκε να προικίσουν πλουσιοπάροχα με χρήματα και κτήματα τα ασκητήρια ( αυτή την ονομασία είχαν επινοήσει για τέτοιου είδους οικοδομές), είτε άδειαζαν τα βασιλικά ταμεία είτε καταχρώνταν τα χρήματα που συνεισέφεραν οι πολίτες για τις ανάγκες του δημοσίου΄ και σαν να μην έφτανε που παρείχαν στα ασκητήρια ( ας τα λέμε κι εμείς έτσι) ένα επαρκές εισόδημα, κατασπαταλούσαν γενικότερα τον βασιλικό πλούτο είτε επιδιδόμενοι στις απολαύσεις είτε ανεγείροντας λαμπρές οικοδομές είτε για να καλοπερνούν ατιμάζοντας την άσκηση και το ίδιο το όνομα της αρετής κάποιοι εκ φύσεως τεμπέληδες που τίποτε δεν προσφέρουν για το κοινό καλό΄ κι όλα αυτά τη στιγμή που λιγόστευαν και εξασθενούσαν οι τάξεις του στρατού’’. Τα μέτρα που εφαρμόζει ο Ισαάκιος είναι τα εξής: ‘’ περικόπτει το μεγαλύτερο μέρος των χρήματων που δίδονταν στις εκκλησίες, το καταθέτει στο δημόσιο ταμείο και αφήνει στους μοναχούς μόνο τα απολύτως απαραίτητα, επαληθεύοντας έτσι το όνομα του ασκητηρίου που είχε δοθεί στα μοναστήρια. Και όλα αυτά τα έκαμε όπως σηκώνει κανείς μια χούφτα άμμο από την ακρογιαλιά: άπλωσε το χέρι και δεν ακούστηκε τίποτε΄ μα την αλήθεια, εγώ δεν είδα κανέναν στον κόσμο ούτε να συλλαμβάνει τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια ούτε να προχωρεί τόσο ήσυχα στην εφαρμογή τέτοιων ιδεών’’.

Ο Αυτοκράτορας όμως υπολόγιζε χωρίς τον Πατριάρχη, κι έτσι ο Μιχαήλ με την πρώτη ευκαιρία, σύμφωνα με τον Συνεχιστή του Σκυλίτζη, φρόντισε να του το θυμίσει: ‘’Εγώ φούρνε σε έκαμα, κι εγώ θα σε χαλάσω’’. Το μάθημα ο Ισαάκιος έπρεπε να το γνωρίζει ήδη από τις ημέρες της καθαιρέσεως του Μιχαήλ Στ’. Όταν ο γηραιός βασιλιάς ζητά την συνδρομή του Ψελλού, ώστε να προστατέψει τον θρόνο του από τον πραξικοπηματία τότε Ισαάκιο, το πρώτο πράγμα που τον συμβουλεύει, είναι να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Κηρουλάριο. Ποτέ δε θα τον ακούσει όμως κι ‘’η παράλειψη αυτή στάθηκε αρκετή για την καταστροφή του’’. Είναι ο Ισαάκιος ετούτη τη φορά που διακινδυνεύει την νομιμότητα της εξουσίας του, η οποία έχει ήδη υπονομευτεί από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ανόδου του στον θρόνο, αφού προηγήθηκε η επιλογή κυβερνητικών αξιωματούχων από τον ίδιο τον Πατριάρχη. Πέραν αυτού ο Ισαάκιος χάνει το έρεισμά του στις τάξεις των μοναχών, κι είναι αυτή μία σοβαρή πολιτική ήττα, στον βαθμό που ο μοναχός τον ια’ αιώνα αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη σύμβολα του ύστερου ρωμαϊκού αστισμού. Όταν ο Ισαάκιος εισόδευε θριαμβευτής στην πρωτεύουσα, τον υποδέχτηκαν μαζί με τον λαό ‘’και όσοι επιδίδονται στην ανώτερη φιλοσοφία και όσοι έχουν καταφύγει στις κορυφές των βουνών και κείνοι που ζουν κρυμμένοι στα σπήλαια και όσοι περνούν την ζωή τους στο μέσον του αιθέρος είχαν αφήσει τις κοινές κατοικίες τους και όλοι μαζί, είτε ξετρυπώνοντας από βραχώδη σπήλαια είτε κατεβαίνοντας από τα εναέρια ενδιαιτήματά τους είτε ανταλλάσσοντας τις απάτητες κορυφές με τους αμαξιτούς δρόμους, γέμιζαν με θαύμα τη βασιλική είσοδο’’. Αυτή την δήλωση στηρίξεως των μοναχών υπό τον Πατριάρχη, ο Αυτοκράτορας την αγνόησε, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις αποσταθεροποιήσεώς του.

Ο Ζωναράς θα πει πως ο Ισαάκιος και ο Μιχαήλ ήταν όμοιοι ( ενθ. ανωτ., σελ. 181). Είναι ο Αυτοκράτορας που κάνει ωστόσο την πρώτη κίνηση αποφασίζοντας στις 8 Νοεμβρίου του 1058 την καθαίρεση του Πατριάρχη. Μία απόφαση που βεβαίως πάρθηκε με την καθοριστική συμβολή του Ψελλού, ο οποίος υπήρξε κι ο συντάκτης του κατηγορητηρίου και ορκισμένος εχθρός του Πατριάρχη. Μεταξύ άλλων ο Κηρουλάριος κατηγορείται ως αιρετικός, συνωμότης και προδότης της μοναρχίας ( Προς την Σύνοδον κατηγορία του αρχιερέως, Kurtz- Drexl, I, σελ. 228- 232). Λίγες μέρες αργότερα, όταν η εκδημία του Πατριάρχη έχει σημάνει ένα αφόρητο πολιτικό κόστος για τον Αυτοκράτορα, ο Ψελλός φροντίζει να συντάξει τον κατάλληλο επικήδειο λόγο, όπου και εγκωμιάζει τον μακάριο και άγιο γέροντα Μιχαήλ ( Εγκωμιαστικός εις τον μακαριώτατον πατριάρχην κυρ Μιχαήλ τον Κηρουλλάριον, Σάθας δ’, σελ. 370, 6- 16). Όταν του ζητείται να ερμηνεύσει την έως τότε εναντίον του Πατριάρχη πολιτική του στάση, εκείνος προβάλει το επιχείρημα του διττού χαρακτήρα κάθε ανθρώπινης πράξης, του καλού και του κακού. Γνώριζε λοιπόν το άμεμπτο ήθος του ανδρός, πλην όμως, υποχρεωνόταν να συμμορφωθεί στην απαίτηση του Αυτοκράτορα συντάσσοντας και εκτελώντας την απόφαση καθαιρέσεως του. Έτσι λοιπόν, ο Ισαάκιος μένει έκθετος και αδικείται από όλες του τις επιλογές.

Τα πράγματα πλέον παίρνουν σαφέστερη μορφή όταν ο Αυτοκράτορας καλείται να επιλέξει νέο Πατριάρχη. Επικρατέστερος για τον θρόνο ήταν ο Κωνσταντίνος Λειχούδης, μέλος του σκληρού πυρήνα της ‘’κυβερνήσεως των φιλοσόφων’’ και ανώτατος κρατικός αξιωματούχος- είχε συσσωρεύσει τόση επιρροή και ισχύ, ώστε ο Κωνσταντίνος Θ’ τον ανάγκασε σε παραίτηση από το αξίωμα του μεσάζοντος. Όταν ο Ισαάκιος ανέρχεται στον θρόνο τιμά τον Λειχούδη με τον τίτλο του πρωτοβεστιαρίου για τις υπηρεσίες που του παρέσχε κατά την διάρκεια του πραξικοπήματός του. Ο Ζωναράς φρόντισε να σώσει ένα παράξενο πολιτικό περιστατικό: αφαιρώντας ο Κωνσταντίνος Θ’ την εξουσία του μεσάζοντος από τον Λειχούδη, του ανέθεσε την πρόνοια της Μονής του αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα μες το οποίο στεγαζόταν το κτήριο του διδασκαλείου των νόμων, ανάκτορο και ένα νοσοκομείο. Μαζί με την παραχώρηση αυτή, ο Λειχούδης λαμβάνει και αυτοκρατορική βεβαίωση πλήρους φοροαπαλλαγής. Ο Ισαάκιος αναλαμβάνοντας την εξουσία επιδιώκει να αφαιρέσει τα Μάγγανα από τον Λειχούδη, πράγμα το οποίο καταφέρνει, αφού πρώτα τον εκβιάζει, επικαλούμενος την διάδοση περίεργων φημών για την προσωπική του ζωή. ‘’Αντιλαμβανόμενος λοιπόν ο Λειχούδης’’ γράφει ο Ζωναράς, ‘’ πως ήταν αδύνατο πλέον να ανακτήσει την παλιά του θέση και επειδή θεωρούσε ντροπή να μείνει έτσι, του παρέδωσε αυτά που ζητούσε ( τον Αυτοκράτορα), οπότε δόθηκε η άδεια να λάβει χώρα η τελετή της ενθρόνισής του’’.

Μία αρρώστια υπήρξε η αφορμή της παραίτησης του Ισαακίου από τον θρόνο. Αυτή, μαζί και οι ρητές υποδείξεις των στενότερων συνεργατών του, του Ψελλού και του Πατριάρχη πλέον, Κωνσταντίνου Λειχούδη. Είναι παράξενο που ο Ψελλός ενσωματώνει στην Χρονογραφία, τις κατηγορίες που ξεστόμισε εναντίον του η Αυγούστα Αικατερίνη. Κατηγορίες που δικαίως του αποδόθηκαν και περιγράφουν έναν άνθρωπο που ξέρει να αντλεί ηδονή από την διαχείριση της εξουσίας και των μηχανισμών της. Νομίζω όμως, πως ο Ψελλός ποτέ δεν πρόδωσε τον Ισαάκιο, μάλλον δε τον έσωσε, και αυτόν και την οικογένεια του, από έναν διαρκή κύκλο αίματος. Αυτό που ο ‘’Φιλόσοφος’’ υπονοεί κλείνοντας την αφήγησή του για τον Ισαάκιο, είναι πως είχε ήδη ληφθεί η απόφαση από την οικογένεια των Δουκών για ανατροπή του. Από Θεού μας λέει εξελίχθηκαν τα πράγματα έτσι, κι η βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα, τελικά προήλθε από ‘’έννομα άδυτα κι όχι από τυραννικά πρόθυρα’’. Η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, σύζυγος του Δούκα, ήταν ανιψιά του Μιχαήλ Κηρουλλαρίου. Ετούτη τη φορά η Εκκλησία συνέπραττε με την πολιτική αριστοκρατία στην εξουδετέρωση του στρατιωτικού Αυτοκράτορα. Η απομάκρυνση του Ισαακίου, θα σημάνει και την αρχή του περιορισμού του Ψελλού από τις παλατιανές υποθέσεις.

Ο Ισαάκιος ενδύεται το μοναχικό σχήμα και περνά τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε ένα κελί της Μονής Στουδίου. Αφιερώνεται ολόψυχα στο μοναστήρι και στους αδελφούς. Ο Κεδρηνός σώζει, πως κατά την επίσκεψή τους κάποιοι συνάντησαν τον Αυτοκράτορα να διακονεί ως θυρωρός. Το όνομα που έλαβε κατά την κουρά του δεν το γνωρίζουμε.

Ήθελα απλά να πω ετούτη την ιστορία, και τώρα που πρέπει να αφήσω το χέρι του Ψελλού και της παρέας του και να περπατήσω μόνος, θυμήθηκα μια κουβέντα που είχαν οι δυο τους, αυτός κι ο Ισαάκιος, καθ’ οδόν προς την Πόλη τις πρώτες κιόλας στιγμές μετά τον εξοστρακισμό του Μιχαήλ Στ’: ‘’Φιλόσοφε,, μου λέει, ‘’ η ακραία αυτή καλοτυχία μου φαίνεται ότι ενέχει κινδύνους και δεν ξέρω αν τα πράγματα θα μου έλθουν δεξιά ως το τέλος’’.- ‘’Άξια ενός φιλοσόφου η σκέψη σου’’, του είπα, ‘’ωστόσο, δεν αντιστοιχεί πάντα ένα κακό τέλος σε μια καλή αρχή΄ αλλ’ακόμα κι αν αυτό είναι το πεπρωμένο, δεν έπεται ότι δεν πρέπει να παλεύει κανείς για την ανατροπή του: (…) έχω μάθει ότι αν κανείς αλλάξει τη ζωή του στο καλύτερο, αμέσως αλλάζει και το πεπρωμένο του. (…) δεν βασκαίνει ο Θεός για όσα μας δίνει, αλλά για πολλούς και πολλές φορές έχει χαράξει ευθεία τη γραμμή της τύχης΄ άρχισε λοιπόν από μένα την άσκηση της αρετής και μη μου κρατήσεις κακία αν ως πρέσβης σου μίλησα με κάποια αυθάδεια: υπηρετούσα τη θέληση του βασιλιά ( εννοεί τον Μιχαήλ Στ’) και δεν ήθελα να προδώσω την πίστη που του όφειλα΄ τα λόγια μου λοιπόν δεν υπαγορεύονταν από φθόνο προς εσέ αλλά από αφοσίωση προς εκείνον’’. Στα λόγια μου αυτά εκείνος, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα είπε:  (…) θ’ αρχίσω όπως είπες από σένα: σε κάνω πρώτο μου φίλο και από τώρα σε τιμώ κατονομάζοντάς σε πρόεδρο της συγκλήτου’’.

‘’Κι ενώ αυτά λέγαμε, ο ήλιος είχε φτάσει στην κορυφή του στερεώματος και είχε φανεί μπρος τα μάτια μας ο κόλπος που θα μας υποδεχόταν. (…) Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ισαάκιος έγινε απόλυτος κύριος της εξουσίας’’.

πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ