Ἀδελφοί Συλλειτουργοί καί «τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας»,
Συμπορευθήκαμε κι’ ἐφέτος λατρευτικῶς (ὅσο καί ὅπως μᾶς ἀξίωσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ), στό Στάδιο «καθαρμῶν» τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, ὥστε ἐν κατανύξει νά ἑορτάσωμε τίς Ἀκολουθίες τῶν Τιμίων Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Καί γνωρίζουμε βέβαια ὅτι τόσο ἡ «ἑτοιμασία» ὅσο καί ἡ «ἀπόλαυση» τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εἶναι μιά δωρεά τοῦ Θεοῦ πού δέν θά μπορούσαμε ποτέ νά περιμένουμε, ἰδίως μετά τήν αὐτόβουλη ἀνταρσία καί πτώση μας.
Ὅμως, ἀκριβῶς γι’ αὐτό, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά μή σιωπήσουμε, ὅπως ἐπιβάλλει τό ἀπροσδόκητο θαῦμα. Δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα τήν σωτήρια προτροπή τοῦ ἀνυπέρβλητου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, πού παραγγέλλει ἐπιγραμματικά: «Τό μυστήριον σιγῇ τιμάσθω!»
Ἐν τούτοις, ἡ ἀπό μέρους μας αὐτονόητη «σιγή», ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου ἐν γένει, ἰδιαιτέρως δέ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως, δέν ἀποκλείει ἀπολύτως τόν εὐλαβῆ στοχασμό μας ἐντός τῶν «ἐσκαμμένων», δηλ. μέσα στά ὅρια τῆς θεοχαράκτου Παραδόσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Σ’ αὐτά τά ὅρια τολμοῦμε σήμερα ἐδῶ νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σ’ ἕνα ψαλμικό στίχο τοῦ Δαυΐδ, πού, ἐνῷ συχνά τόν ἀκοῦμε ἐκφωνούμενον εἰς τήν Ἐκκλησία, δέν μᾶς ἀπασχόλησε ἴσως ὅσο θά ἔπρεπε «ἑρμηνευτικῶς» μέχρι τώρα.
Πρόκειται γιά τήν ἐντονώτερη καί πληρέστερη κραυγή τοῦ Προφητάνακτος, ἡ ὁποία οὐδόλως μᾶς πανικοβάλλει, ὡς «κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ». Μᾶλλον μᾶς συνεγείρει ὡς «Ἐγερτήριο Σάλπισμα» σέ πανανθρώπινη ἐγρήγορση γιά σωτηρία. Οὐδείς ἄλλωστε ἀγνοεῖ ὅτι τήν ὥρα τούτη περνοῦμε νύχτα «βαθιά» καί «ἀσέληνο», γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.
Ἰδού, ὁ συγκλονιστικός Δαυϊτικός στίχος:
«Ἀνάστηθι Κύριε ὁ Θεός μου
ὑψωθήτω ἡ χείρ σου
μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος»
Ψαλμ. 9,33
Ἀπό τήν τριμελῆ διάρθρωση τοῦ θεοκινήτου αὐτοῦ στίχου ἐκφράζεται ἡ πεποίθηση τοῦ Προφητάνακτος, ὅτι ἡ χάρη τῆς Ἀναστάσεως ἀποτελεῖ τήν μόνη σταθερή πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία ὁ πιστός μπορεῖ νά βρίσκει ἄμεσο στήριγμα ἐν μέσῳ ὅλων τῶν δεινῶν τοῦ φθειρομένου κόσμου.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας ἐκφράζουν οἱ «ἀνθρωπομορφικές» εἰκόνες, πού ἐπικαλοῦνται τόν Θεό νά «ἐγερθεῖ» ἐκ τοῦ θρόνου Του, καί νά «ὑψώσει τήν χεῖρα» Του, ὥστε νά προστατεύσει τόν ἐν «προσκυνηματικῇ πορείᾳ» εὑρισκόμενο ἐπί γῆς λαό Του.
«Ἀνάστηθι Κύριε ὁ Θεός μου
Ὑψωθήτω ἡ χείρ σου»!
Οἱ δυό λοιπόν ἐπικλήσεις πρός τόν Θεόν «Ἀνάστηθι» καί «Ὕψωσον», ὁμιλοῦν σαφῶς ὅτι Ἀνά-στασις (κατά κυριολεξίαν!) σημαίνει «ΕΓΕΡΣΙΣ».
Ἀλλά καί «ΥΨΩΣΙΣ» τῆς «χειρός τοῦ Θεοῦ», σημαίνει δυναμική παρέμβαση τοῦ Παντοδυνάμου, ὡς τοῦ μόνου Δικαίου καί Ἀγαθοῦ, γιά προστασία ἀκαταμάχητη εἰς τήν ἐπί γῆς πορεία τοῦ λαοῦ Του.
Ἑπομένως, ἡ Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προάγγελο καί τῆς δικῆς μας «ἐγέρσεως», δέν σημαίνει ἀποφυγή τῆς ἀπο-συνθέσεως τῶν ὑλικῶν στοιχείων τοῦ φθαρτοῦ μας σώματος.
Τό πρώτιστο καί μέγιστο δῶρο πού μᾶς ἐξασφάλισε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου, εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τοῦ ὁριστικοῦ θριάμβου τοῦ θείου θελήματος.
Ὅπως στήν «Κυριακή προσευχή» διδαχθήκαμε τό:
«…ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου
γεννηθήτω τό θέλημά σου
ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς...»,
ἔτσι καί ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ φθαρτοῦ μας σώματος δέν ἀναφέρεται μόνο στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», πού ὀνομάζεται «ἐσχάτη ἡμέρα».
Ἀντιπαρατάσσεται ἐν εὐγνωμοσύνῃ «κατά πρόγευσιν» καί σέ ὅλες τίς ἀ-βεβαιότητες τοῦ παρόντος κόσμου.
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, στό τρίτο σκέλος τοῦ Δαυϊτικοῦ στίχου, ὁ Προφητάναξ ἐνῷ ὁμολογεῖ ὅτι οἱ πάντες εἴμεθα «πένητες», δέν παραλείπει νά ἐπικαλεσθεῖ τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά ἀ-φθαρσία καί ἀ-θανασία.
Αὐτό τό Ἔλεος αἰωνιότητος μαρτυρεῖ ἡ Δαυϊτική κραυγή:
«μέ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος»!
Ὅπως δέν ἐλησμόνησε τόν ληστή ἐν τῷ Σταυρῷ, πού εἶχε πεῖ τό «Μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθεις ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου», ἄς εὐχηθοῦμε ὅτι καί ὅλοι οἱ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν εἰς τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐλπίσαντες, δέν θά στερηθοῦν τήν «χάριν τῆς Ἀναστάσεως».
Ἀμήν!
Εὐχέτης Διάπυρος ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι