Ὑπόγειοι ποταμοί κατευθύνουν τά βήματά σου. Αἰσθάνεσαι τή ρευστότητά τους, γίνεσαι ἕνα μ’ αὐτήν. Δέν δύνασαι νά δείξεις κάποιο πρόσωπο, χαράζοντας μέ ἀκρίβεια τά χαρακτηριστικά. Ποιό πρόσωπο ἐννοοῦσαν οἱ ἅγιοι λέγοντας «ἀνάξιος καί τῆς τοῦ ζώου μορφῆς», παρά ἕνα πρόσωπο πού περιέχει ἀπειρία κινήσεων, πλῆθος ἀπό καταστάσεις, τεράστια χρονικά διαστήματα. Αἴσθηση δυνάμεων πού παραλύουν τόν νοῦ, καθώς ὅλα χάνονται, καί μάλιστα στήν προσπάθειά τους νά βροῦν ἕνα νόημα, μέσα στή συνεχή μεταλλαγή τῶν ἀνθρωπίνων καταστάσεων καί τῶν πραγμάτων. Καί δέν γνωρίζουμε τί ἀγώνας χρειάζεται γιά νά ἀποκατασταθεῖ, σέ μιά ἔστω διαφορετική στροφή τῆς σπείρας, ἡ ἑνότητα ἑνός κόσμου, ὅπου τό δέντρο στήν αὐλή τοῦ σπιτοῦ μαραίνονταν ὅταν πέθαινε ὁ ἀδελφός στήν ξενιτειά, καί θόλωνε τό δαχτυλίδι τοῦ γάμου ὅταν ἡ γυναίκα ἀπατοῦσε τόν ξενιτεμένο. (Σελ. 10-11)
Ἀντίκρυ ἡ Ὑπαπαντή. Τά χοντρά ντουβάρια της ἀφήνουν ἔξω ἀπ’ τόν Ναό τούς θορύβους τοῦ δρόμου. Ἀκριβῶς δίπλα στήν ἐκκλησία, στή συμβολή τῶν ὁδῶν Ἐγνατία καί Τέλλου Ἀγαπηνοῦ, τοῦ Μακεδονομάχου Τέλλου Ἄγρα, τόν ὁποῖο βασάνισαν καί ἐν συνεχείᾳ κρέμασαν μαζί μέ τό πρωτοπαλλήκαρό του Ἀντώνη Μίγγα, ὅταν ὑποφέροντας ἀπό πυρετούς στή λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν, πῆγε ἄοπλος νά ὑπογράψει ἀνακωχή μέ τούς Βουλγάρους προκειμένου νά στραφοῦν κατά τῶν Τούρκων, ὑπάρχει ἐπιγραφή ὅτι σ’ έκεῖνο τό μέρος ἐτελεύτησε, ρυφθείς στήν πυρά, ὁ ἐκ Γρανίτσης τῶν Ἀγράφων νεομάρτυς Μιχαήλ ὁ Μαυρουδῆς. (Σελ. 26-27)
Στήν ποίηση ὑπάρχει αὐτή ἡ μετάθεσις, ἡ μεταρσίωσις τοῦ λόγου. Ἔξαφνα μιά λέξη ἔχει τό τάδε νόημα, ἐνῶ στήν ποίηση παίρνει μιά διαφορετική χροιά. Τί εἶναι πού κάνει αὐτό τό πράγμα; Εἶναι μιά βαθύτερη ἐμπειρία τοῦ βίου, ἡ ὁποία εἶναι μυστική. Δέν ἐξηγεῖται. Εἶναι αὐτό πού κάνει ἕναν Μπωντλαίρ. Ἦταν καί ἡ ἀρρώστια του, ἦταν συφιλιδικός, ἔπαιρνε ὄπιο, μά ἦταν καί λαμπρός τεχνίτης τοῦ λόγου. Πρέπει νά σ’ ἔχει ἀγγίξει κάτι θρησκευτικό ὅταν γράφεις ποίηση, ἰδίως στήν ἐποχή μας. Ὑπάρχει ἕνα ζύγισμα ἀνάμεσα στόν ἐμπνευσμένο ἄνθρωπο καί στόν τεχνίτη. Τί θά ἐπιτρέψει ἡ τέχνη τοῦ λόγου νά περάσει. Ἄν καί ἡ ποίηση καθεαυτή εἶναι μία μετάθεση σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο. Αὐτή ὅμως ἡ πάλη εἶναι πού δημιουργεῖ τόν παλμό τοῦ ποιητικοῦ λόγου, ἀπ’ ὅπου περνάει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. (Σελ. 45-46)
Ἡ διά τῆς μνήμης προσέγγιση τοῦ κόσμου, ἡ πάλη μέ τίς σκιές πού σκορπίζει τό φῶς τῆς ἑσπέρας, γιά νά ἀναπαραχθεῖ ὄχι τό γεγονός, πού ἔχει κιόλας παραδοθεῖ στίς φλόγες, ἀλλά ἡ αἴσθηση καί ἡ ἀτμόσφαιρα πού τό συνθέτουν, ἀκινητοῦν τόν χρόνο. Ἀκούγεται ὁ λόγος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτινάξει τόν ὕπνο, ὅταν δέν χωροῦν τερτίπια καί σκαριφήματα, ὁ λόγος ὡς καθρέφτης τῆς ἀληθείας. Ὁ λόγος κρίνει, ὁ λόγος εἰκονίζει τό πραγματικό μας πρόσωπο, κάτι πού δέν μποροῦν νά δώσουν ὅλες οἱ τηλεοπτικές εἰκόνες τοῦ κόσμου. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε μέ τή διαφήμιση, μέ τό ἀτελείωτο κυνήγι τῆς προβολῆς. Πεινᾶμε καί διψᾶμε. Μιά διαφορετική πείνα καί μιά διαφορετική δίψα. (Σελ. 58-59).
Ὑπό μορφή λειψάνων καί ἐρειπίων ἡ κληρονομιά μας. Πῶς θά γευτοῦμε τήν κληρονομιά μας, τή ζωή πού κρύβει, καί μοιάζει ἀπουσία καί ἀπώλεια; Δέν μποροῦμε πλέον νά μιλᾶμε γιά παράδοση χωρίς νά ἐπωμιστοῦμε τόν θάνατο τῆς παράδοσης. Στό μέτρο πού βαπτιζόμαστε στό θάνατό της, στό μέτρο αὐτό μποροῦμε νά γίνουμε κληρονόμοι της. Καί τί λογαριάζεις θάνατο τῆς παράδοσης; Τό τέλος πού μπορεῖ νά εἶναι καί ἀρχή. Δέν εἶναι νά τήν πετάξουμε σάν φορτίο ἄχρηστο καί ἐπιβλαβές, ἀλλά ἡ ἐμβάπτισή μας στά ἄμορφα ὕδατά της, θά μᾶς προσφέρει καινούργια ὁμιλία, ὅπου τό νέο δέν θά καταργεῖ τό παλαιό, μήτε τό παλαιό θά ἀντιστρατεύεται τό νέο. Τό ζήτημα εἶναι νά ζοῦμε τήν ἀλήθεια ὄχι ὡς καρπό τῶν διαλογισμῶν, ἀλλά ὡς κατάσταση τοῦ πνεύματός μας.
Ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ πιό σύντομη ὁδός σέ τόπο καί χρόνο. Δέν ἔχουν σημασία οἱ χαρακτηρισμοί πού τῆς ἀποδίδονται, δέν εἶναι οἱ καταστάσεις πού ζήσαμε, οἱ στιγμές πού ἔμειναν στή μνήμη, τά καφενεῖα, οἱ ταβέρνες, οἱ κινηματογράφοι, οἱ μυρωδιές. Ἡ Ἐγνατία καί τά δρομάκια τῆς Ἄνω πόλης, οἱ ἄνθρωποι πού πέρασαν δίπλα μας καί ἀναλογιζόμαστε ἄν ἦταν μόνο σκιές. Ἡ Ροτόντα, ἡ Ἁγία Σοφία, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἡ Παναγία Χαλκέων, πού μοιάζουν κομμάτια ζωντανοῦ παραμυθιοῦ. Χάνονται στό σκοτάδι, τά πρόσωπα, οἱ μορφές, φεύγουν καί δέν ξέρουμε ποῦ πᾶνε, ἔρχονται καί δέν ξέρουμε ποῦ ἔρχονται. Ἡ Θεσσαλονίκη δέν σημαίνει τίποτα, δέν εἶναι κάτι γιά νά σταθεῖς, ἀλλά εἶναι ὁ συντομότερος δρόμος σέ τόπο καί χρόνο. Ἡ ὁδός πού θά ἀφήσουμε τήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση, ὁ δρόμος πού θ’ ἀπομείνει πίσω μας πουκάμισο ἄδειο. Ἐξέλιπον αἱ ἡμέραι ἐν ματαιότητι. Πρόφθασον. Τάχυνον. Σπεῦσον. (Σελ. 177-178).
Ὁ πιό σύντομος δρόμος, Ἀλέξανδρου Κοσματόπουλου, Ἐκδόσεις Ἀθανασίου Ἀλτιντζή, Θεσσαλονίκη, 2022
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Βυζαντινή Θεσσαλονίκη") είναι έργο του Θανάση Μπακογιώργου.
Δώρο δροσερό στο κατακαλόκαιρο από έναν ένθεο τεχνίτη του λόγου. Στολίδι κάθε βιβλιοθήκης.
Ευχαριστώ Αλέξανδρε.