Τὸ βαθύτερο θεμέλιο τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία καὶ διαπερνᾶ ὅλη της τὴ λατρεία εἶναι ἡ ἀνάσταση. Τὸ Πάσχα, τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, εἶναι μία ἔκρηξη χαρᾶς, τῆς ἴδιας χαρᾶς ποὺ ἔνιωσαν οἱ μαθητὲς ὅταν εἶδαν τὸν ἀναστημένο Σωτήρα. Εἶναι ἡ ἔκρηξη τῆς κοσμικῆς χαρᾶς γιὰ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς μετὰ τὴν ἀφόρητη θλίψη γιὰ τὸ θάνατο – ἕνα θάνατο ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει καὶ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. «Οὐρανοὶ μὲν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δὲ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δὲ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καὶ ἀόρατος· Χριστὸς γὰρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος». Τὰ πάντα τώρα ἔχουν γεμίσει μὲ τὴ βεβαιότητα τῆς ζωῆς, ἐνῷ πρίν, ὅλα βάδιζαν σταθερὰ πρὸς τὸ θάνατο. Ὁ Ρῶσος θεολόγος Ἀλέξανδρος Σμέμαν λέει ὅτι ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως εἶναι τὸ πραγματικὸ Εὐαγγέλιο, «ἡ καλὴ εἴδηση» ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς ἔφερε καὶ κηρύττει στὸν κόσμο. Ἂν ὁ Χριστιανισμὸς ἔπαυε νὰ προσφέρει αὐτὴ τὴ χαρὰ στὸν κόσμο, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπάρχει. Ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως ἀναγγέλεται ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ κάθε Κυριακή, ἐφόσον ἡ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἀνάσταση. Ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη λατρεία δονεῖται ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ καὶ ἔτσι διαπερνᾶται ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ ἔνταση τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴν τελικὴ ἀνάσταση.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτὸς οὐρανός τε καὶ γῆ...» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς χωρὶς νόημα νύκτας ἑνὸς κόσμου καταδικασμένου σὲ θάνατο, ἑνὸς κόσμου σκεπασμένου μὲ ἕνα οὐρανὸ ἀπὸ ἄγνωστες προθέσεις – τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ πάντα ἐβάδιζαν πρὸς τὸ θάνατο, μιὰ στιγμὴ ποὺ τὴ χαρακτήριζε ἡ ἀπουσία κάθε νοήματος – ἡ Ζωὴ ἄστραψε ἀπὸ τὸ μνῆμα. Αὐτὴ ἡ ζωὴ γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ τὸ χρόνο του μὲ τὸ φῶς τοῦ νοήματος. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ φανέρωσε σὲ μᾶς τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὸν κόσμο φανερώνοντας συγχρόνως στοὺς Ἀγγέλους τὸ νόημα τῆς δημιουργίας.
Ὁ χρόνος, ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ροὴ πρὸς τὸ θάνατο, κίνηση πρὸς τὸ χωρὶς νόημα σκοτάδι, μετατράπηκε τώρα σὲ κίνηση πρὸς τὴν ἀνάσταση, μιὰ ὁλοφώτεινη ἀποκάλυψη, ἕνα ἀτέλειωτο πανηγύρι. Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἔγιναν γιορτὲς ποὺ μᾶς δίνουν τὴ σίγουρη βεβαιότητα ὅτι μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀνάσταση, ὅπως ὁδήγησαν στὴ ζωὴ τῆς δόξας τοὺς ἁγίους μὲ τοὺς ὁποίους πανηγυρίζουμε αὐτὲς τὶς γιορτάσιμες μέρες. Ἢ μᾶλλον, ὅλες οἱ μέρες ἔχουν γίνει ὁ ὄρθρος τῆς αἰώνιας Κυριακῆς – ἀκριβῶς ὅπως ὅλες οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας ἀποτελοῦν προετοιμασία γιὰ τὴν Κυριακὴ – ἐφόσον μᾶς καλοῦν σὲ μία προσπάθεια ὅπως αὐτὴν τῶν ἁγίων κατὰ τὴ ζωή τους ἐδῶ στὴ γῆ, ὥστε καὶ μεῖς νὰ μπορέσουμε νὰ μοιραστοῦμε τὴν εὐφρόσυνη ἀνάπαυσή τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία τονίζει μὲ ξεχωριστὴ ἐπιμονὴ τὴν πίστη τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Ὁ ἀγώνας μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου ποὺ γιὰ τόσο καιρὸ δὲν κρίθηκε, ἔληξε μὲ τὸν ὁριστικὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Τώρα δὲν φοβόμαστε πλέον τὸ θάνατο· ὁ θάνατος πιὰ δὲν μᾶς ξαφνιάζει γιατὶ εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἡ πρόγευση αὐτοῦ ποὺ τώρα ἀπολαμβάνουμε.
Ἡ παγκόσμια δύναμη τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας στὴ δημόσια λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καθιστοῦν ἀνάγλυφη τὴν καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ φῶς καὶ ἡ δύναμη τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ περιβάλλει καὶ διαπερνᾶ τὰ πάντα. Ὅλοι θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ πάλι μαζὶ καί, συγχρόνως, ὁλόκληρος ὁ κόσμος θὰ γίνει καινούργιος. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ ἀναστηθεῖ ἁπλὰ ὡς μέλος τῆς ἀνθρωπότητας, σὲ ἀλληλεγγύη μαζί της καὶ μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ πρῶτο νόημα τῆς καθολικότητας εἶναι ἡ συμπερίληψη τῶν πάντων κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἐπερχόμενης ἀνάστασης.
Σωτηρία εἶναι ἡ σύναξη τῶν πάντων ἐν τῷ Υἱῷ καὶ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα δημιουργήθηκαν ὡς ἕνα ἁρμονικὸ ὅλον (πρβλ. Κολ. 1:17-20). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ προζύμι μέσῳ τῆς ὁποίας αὐτὴ ἡ σύναξη τοῦ κόσμου ὅλου περνᾶ στὴν ὄντως πραγματικότητα· ἔτσι ἡ Ἐκκλησία φέρει τὴν ὕψιστη εὐθύνη νὰ ἐργάζεται γι' αὐτὸ τὸ σκοπό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινότητα αὐτῶν ποὺ γνωρίζουν ὅτι ἐμπλέκονται στὸν ὀντολογικὸ διάλογο μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ τοὺς ἔχει ἐμπλέξει σ' αὐτὸν τὸ διάλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι πραγματικὰ καθολικὴ ἐκτὸς ἐὰν νιώθει ἑνωμένη μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ συνεχῶς καλλιεργεῖ αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς ἑνότητας. Τὰ πιστά της μέλη εἶναι κατ' ἀναλογία καθολικὰ στὸ βαθμὸ ποὺ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους ἐμπλεγμένο μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὶς σχέσεις τους μὲ τὸν Χριστό, ἐργαζόμενοι μαζὶ γι' αὐτὸ τὸ σκοπό. Ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὸ δικό της καθῆκον νὰ βαθαίνει αὐτὴ τὴν ἀλληλεγγύη.
Μὲ τὴν ξεχωριστὴ ἐπικοινωνία ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους, οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ δείξουν τὴν τελειότητα τῆς ἀλληλεγγύης στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι μαζὶ κοινωνοῦν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ἔτσι δείχνουν ὅτι μόνο ὡς ὁλότητα κοινωνοῦν καὶ τῆς ἀναστάσεως, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς ὁλόκληρου Χριστοῦ. Προσεύχονται, ψάλλουν μαζὶ στὴ λειτουργία καὶ συνεπῶς οἱ ψυχές τους συγχωνεύονται σὲ ἑνότητα σκέψεων, αἰσθημάτων καὶ μαρτυρίας, σὲ μετοχὴ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναμεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες καὶ ὅλοι ἀγκαλιάζουν τὸν καθένα. Ὁ καθένας ἐκπροσωπεῖ μία πραγματικὴ ἀξία σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα τὴν ὁποία καθένας ζητεῖ νὰ ἐμπλουτίσει μὲ κάτι μοναδικό. Συνεπῶς, ἑνωμένοι στὸ ζωντανὸ καὶ ὀντολογικὸ διάλογο μὲ τὸν Χριστό, ὅλοι σκέφτονται μέσα στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Ἐφ' ὅσον λατρεία εἶναι ἡ μετοχὴ στὴν ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὅλοι οἱ πιστοὶ διατηροῦν καὶ βαθαίνουν τὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου. Ὁ καθένας μὲ τὴ δική του ἐμπειρία ἐμπλουτίζει τὴν ἐμπειρία ποὺ μοιράζονται ὅλοι⋅ ὅλοι τρέφονται διαπιστώνοντας στὸν ὕψιστο βαθμὸ τὶς ἀπεριόριστες δυνατότητες στὸ μυστήριο τοῦ διαλόγου. Ἔτσι, πέρα ἀπὸ τὴν «ἐκτεταμένη» αἴσθηση τῆς καθολικότητας ὑπάρχει ἡ «δυνατή» αἴσθηση τῆς κοινωνίας ποὺ συνεχῶς αὐξάνει σὲ βάθος· ὁ καθένας ἐξελίσσεται σὲ κοινωνία μὲ ὅλους ἐνῷ ἡ κοινότητα ἐξελίσσεται μέσῳ τῆς προσωπικῆς καὶ θετικῆς συνεισφορᾶς καθενὸς μέλους, μέσῳ τῆς δωρεᾶς τοῦ καθενὸς ποὺ αὐξάνει στὸ πνεῦμα τῆς κοινωνίας. Ἡ ὁλότητα καθορᾶται καὶ ἐπιβεβαιώνεται στὸν καθένα καὶ ὁ καθένας βλέπει καὶ ἐπιβεβαιώνει τὸν ἑαυτό του στὴν ὁλότητα.
Ὁ Δυτικὸς Καθολικισμός, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ φεουδαρχία, ἀνέπτυξε τὴ θεωρία τῆς ἱκανοποίησης. Οἱ Μεταρρυθμιστές, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατικὴ ἀτομοκρατία, ἀνέπτυξαν τὴ θεωρία τῆς ἠθικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία παρέμεινε ὁ τύπος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν ὁποῖο ἡ κοινωνία ἔχει πρωταρχικὴ θέση, γιατί, χάρη στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες, παρέμεινε ὁ Χριστιανισμὸς τῶν κοινῶν ἀνθρώπων. Ἡ κοινωνία εἶναι ἔργο τοῦ Πνεύματος ποὺ μοιράζει διαφορετικὰ δῶρα ἀλλὰ συγχρόνως τὰ κάνει νὰ καρποφοροῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας, γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ τῶν μελῶν της. Τὸ ἰδιαίτερο μέσο γι' αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι ἡ ἐπίσημη ἱεροσύνη ἡ ὁποία ἔχει μία διπλὴ ἀντιπροσωπευτικὴ λειτουργία: ἔχει τὴν ἰδιαίτερη χάρη νὰ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ ἐνεργεῖ γιὰ τὸν Χριστὸ πρὸς τὴν κοινότητα καὶ νὰ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ ἐνεργεῖ γιὰ τὴν κοινότητα πρὸς τὸν Χριστό. Τὰ μυστήρια ἀνήκουν τόσο στὸν Χριστὸ ὅσο καὶ στὴν κοινότητα.
Ἡ μυστηριακὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει καὶ ἀποκαλύπτει συνειδητὰ ἐκ νέου τὴ μυστηριακὴ δομὴ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δὲν ἔχει κανένα νόημα ἐκτὸς ὅταν ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γίνεται ἀποδεκτή. Τὸ σύμπαν εἶναι ὁ ἀμπελώνας ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. «Ταῦτα γὰρ δι' ἡμᾶς, οὐχ ἡμεῖς διὰ ταῦτα», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τὰ μάτια εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἕνα σημεῖο τῆς ἀγάπης του. Ὅλα τὰ πράγματα μαρτυροῦν καὶ κοινωνοῦν σὲ μᾶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν εὐδοκία ἢ τὴ χάρη του. Συνεπῶς τὰ πάντα εἶναι ἔνα ὄχημα τοῦ θείου δώρου, ἀκριβῶς ὅπως κάθε δῶρο ποὺ κάνουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο εἶναι ἕνα σημεῖο κι ἕνα ὄχημα τῆς ἀγάπης μας γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὅμως ἕνα δῶρο ζητᾶ ἀνταπόδοση ἀπὸ ἄλλο δῶρο ὥστε νὰ διαπιστώνεται ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς ἀγάπης. Στὸν Θεὸ ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τίποτα πίσω ἐκτὸς ἀπ' αὐτὸ ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ τὶς ἀνάγκες του· τὸ δῶρο του, λοιπόν, εἶναι θυσία καὶ τὴν προσφέρει εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Τὸ δῶρο τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ εἶναι θυσία καὶ «εὐχαριστία» μὲ τὴν πλατειὰ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἐν Χριστῷ εἶναι ἑνωμένα τὰ ὕψιστα δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἁγνότατη «εὐχαριστία» τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς καὶ ὁ πρῶτος προσφέρων τὴ θυσία. Στὸ δικό του φῶς κατανοοῦμε ὁλόκληρο τὸν κόσμο ὡς δῶρο καὶ εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸν προσφέρουμε στὸν Θεὸ ὡς καθαρὰ θυσία.
Ὅμως προσφέροντας τὸν κόσμο στὸν Θεὸ ὡς δῶρο ἢ θυσία, θέτουμε σὲ αὐτὸν τὴ σφραγίδα τῆς δικῆς μας ἐργασίας, τῆς κατανόησης, τοῦ πνεύματος τῆς θυσίας καὶ τῆς πορείας μας πρὸς τὸν Θεό. Ὅσο περισσότερο συλλαμβάνουμε τὴν ἀξία καὶ τὸ περίπλοκο αὐτοῦ τοῦ θείου δώρου καὶ ἀναπτύσσουμε τὶς δυνατότητές του καὶ συνεπῶς αὐξάνουμε τὰ ταλέντα ποὺ δόθηκαν σὲ μᾶς, τόσο περισσότερο δοξάζουμε καὶ χαροποιοῦμε τὸν Θεό, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἴμαστε δραστήριοι συνεταῖροι στὸ διάλογο τῆς ἀγάπης μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἐμᾶς.
Οἱ καρποὶ ποὺ προσφέρουμε στὸν Θεὸ εἶναι μία σύνθεση τοῦ δώρου του καὶ τῆς δικῆς μας κατανόησης καὶ ἐργασίας. Συγχρόνως ἐνῷ τὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, μᾶς τὰ ἀντιπροσφέρει πίσω ἐπιφορτισμένα μὲ νέα εὐλογία καὶ νέο ρεῦμα ἀγάπης. Ἔτσι τὸ θεῖο δῶρο ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴ δική μας θυσία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸ θεῖο δῶρο σὲ μιὰ συνεχῶς αὐξανόμενη κυκλικὴ κίνηση ποὺ συνάμα μεταμορφώνει ἐμᾶς καὶ ἐξανθρωπίζει ἢ πνευματοποιεῖ τὸν κόσμο. Καθὼς συμβαίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει ὅτι ὁ κόσμος γύρω του δὲν εἶναι πιὰ ἕνα ἀντικείμενο χωρὶς νόημα ἢ μὲ μία χρησιμοθηρικὴ μόνο σημασία ἀλλὰ βρίσκεται στὴ συνάφεια τῆς προσωπικῆς σχέσης, σὲ συνεχὴ ἐξέλιξη, μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ.
Ὅμως ὁ κόσμος ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ὡς δῶρο πρέπει ἐπίσης νὰ διατηρήσει τὸ χαρακτήρα του στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τὸν ἀνωτάτω καὶ πρώτον, ὃς βρέχει μὲν ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀνατέλλει δὲ πᾶσιν ὁμοίως τὸν ἥλιον⋅ (...) τὸ τὲ τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν, καὶ δεικνὺς τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος». Ὁ κόσμος δόθηκε ὥστε ἡ ἀγάπη νὰ λάμψει ὄχι μόνο μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σχέση μεταξὺ αὐτῆς τῆς διπλῆς ἀγάπης ἢ μεταξὺ τῆς χρήσης τοῦ κόσμου ὡς δώρου μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μὲ ἄνθρωπο, φαίνεται στὴν ὀρθόδοξη εὐλάβεια ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε καρπὸς ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό, στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εὐλογηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν καταναλώνεται μόνο ἀπὸ τὸν προσφέροντα ἀλλὰ τὸ μοιράζεται καὶ μὲ ἄλλους. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, κάθε προσφορὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ κάποιο πιστὸ στοὺς φτωχοὺς θεωρεῖται ὅτι γίνεται στὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 25:34-40). Μποροῦμε, πράγματι, νὰ τὸ προεκτείνουμε αὐτὸ σὲ μιὰ γενικὴ ἀρχή. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος γίνεται δεκτὸς ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ὑποχρέωση στὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν καθιστᾶ συνεχῶς δῶρο στοὺς συνανθρώπους του. Αὐτὴ ἡ χρήση μεταμορφώνει τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ διαχωριστικὰ τείχη καὶ χώρους συζητήσεων, διενέξεων καὶ ὑπερηφάνειας, σὲ γέφυρες ἀγάπης καὶ ἐπικοινωνίας, πραγματικῆς καθολικότητας.
Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ κόσμου ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ ποτὲ δὲν ἔχει τέλος ἀλλὰ δείχνει μία συνεχὴ πρόοδο στὴν ἐξέλιξη τοῦ δώρου καὶ στὴν αὔξηση τῆς ἀγάπης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας ποτὲ δὲν θεωρεῖται ὅτι ἐκπληρώθηκε ἀλλὰ συνεχῶς πρέπει νὰ αὐξάνει. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀκολουθώντας τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (βλ. Ρωμ. 13:8), λέει ὅτι τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης ποτὲ δὲν σταματᾶ, ἀλλὰ ὅσο περισσότερο ἐκπληρώνεται μὲ πίστη, τόσο περισσότερο αὐξάνει ἡ γνώση της. Συνεπῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος αὐξάνει σὲ πνευματικὸ ἀνάστημα. Ἡ ἀνάγκη τοῦ νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ ἀγαπιέσαι καθίσταται πιὸ λεπτὴ καὶ βαθειὰ καθὼς ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιὸ πνευματικός. Οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται συνέχεια ἀγάπη καὶ βοήθεια παρουσιάζονται σὲ συνεχῶς διαφορετικὴ μορφή. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες διανοίγουν τὴν ὁδὸ μιᾶς ἀτέλειωτης προόδου γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα μέσῳ τῆς αὔξησης τῆς ἐπίγνωσης τοῦ καθήκοντος τῆς ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων ἀναμεταξύ τους, τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ δόξα στὴν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ γίνεται πιὸ θεῖος μὲ τὸ νὰ γίνεται πιὸ ἀνθρώπινος.
Ἡ Ὀρθοδοξία, θεωρώντας τὰ πράγματα ὡς ἀγαθὰ ποὺ πρέπει νὰ μοιραστοῦν καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἕνα καθῆκον χωρὶς τέλος, κάθε φορὰ ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς πλησίον μας, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, ὅπως τὸν ἑαυτό μας, ἐπιζητεῖ τὶς ἴδιες «μαξιμαλιστικές» κοινωνικὲς ἀρχὲς ὅπως καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως ἀκριβῶς ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ σταματήσουμε νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἑαυτό μας ἔτσι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ φτάνουμε στὸ σημεῖο νὰ σταματοῦμε νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἄλλους. Σὲ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς ἐπικεντρώνονται καὶ τελειοποιοῦνται, στὴν πράξη καὶ «ὑπαρξιακά», οἱ ἀτέλειωτοι ὁρίζοντες ποὺ ἀνοίγει ἡ χριστιανικὴ θεολογία⋅ ἢ μὲ ἄλλα λόγια, μὲ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς προάγουμε τὶς ἀπόψεις ποὺ ὑπόσχεται ὁ Χριστιανισμὸς στὶς φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως σὲ κάθε πρόοδο ποὺ σημειώνουμε πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε ὑπόψη τόσο τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅσο καὶ τὴ δική μας ἐν αὐτῷ καθὼς προάγουμε τὴν εὐθεία ὁδὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία ὡς πρὸς τὴν πηγή της εἶναι ἀνεξάντλητη καὶ ὡς πρὸς τὴν τελειότητά της ἀτελεύτητη.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀνάσταση καὶ ζωή», ἐκδ. Ἁρμός.