Μισὲλ Ευδοκίμωφ
Στὴν κρίση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, θὰ ἤθελα νὰ πῶ μιὰ λέξη γιὰ τὸν ἐρωτισμό. Ἡ σύγχρονη λογοτεχνία καὶ ὁ κινηματογράφος ἔχουν ἀφθονία ἐρωτικῶν σκηνῶν. Ὁ ἐρωτισμὸς ταλαντεύεται ἀνάμεσα στὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸ ἱερό (βλέπε τὸ ἔργο τοῦ George Bataile) καὶ σ’ ἕνα γελοῖο κενό, βαρετό, μὲ τὴ μείωση τῆς ἐρωτικῆς πράξεως σ’ ἕναν μονότονο μηχανισμό. Οἱ ἡρωίδες τῆς Φρανσουὰζ Σαγκὰν δὲν δίνονται στὸν ἔρωτα, ἀλλὰ ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται μέσα στὸ ἀλλοιωμένο περιβάλλον τῆς ράθυμης κοινωνίας στὴν ὁποία ἐξελίσσονται.
Αὐτοὶ ποὺ ἀφήνονται σὲ ἐρωτικὲς ἀκολασίες ξέρουν πολὺ καλὰ τί εὐτελῆ εἰκόνα δίνουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Τὸ πρόσωπο τοῦ Δὸν Ζουὰν ποὺ πλημμυρίζει τὴ λογοτεχνία, εἶναι ἕνας δυστυχισμένος τοῦ ἔρωτα. Λιγώτερο πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν ἐρωτισμὸ ἢ τὴν πορνογραφία, ὅσο τὴν πλήξη ποὺ κατακλύζει αὐτοὺς τοὺς νεαροὺς μπλαζέ, τοὺς ἀηδιασμένους ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τους, ποὺ τὸ ἐνδιαφέρον τους δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀνανεωθεῖ. Ὁ Ρῶσος συγγραφέας Γκόγκολ ἔβλεπε στὴν πλήξη τὸ σημάδι τοῦ σατανᾶ καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ σατανᾶς, μιὰ μέρα, θὰ φέρει ἕνα τεράστιο χασμουρητὸ ἀνίας, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ χασμουρητὸ θὰ περικλείσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Σὲ ἀκραῖες περιπτώσεις, ὁ ἐρωτισμὸς εἶναι μιὰ γλώσσα, ἡ γλώσσα τῆς ἐπιδερμίδας, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χάσει τὴν ἱκανότητα ν’ ἀνταλλάσσουν λόγια, ἢ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα. Ἡ ἐρωτικὴ παραγωγὴ μαρτυρεῖ γιὰ τὴ μοναξιὰ τῶν ἀνθρώπινων ὄντων ποὺ εἶναι στερημένα ἀπὸ ἀγάπη − εἶναι τὸ φανερὸ σημάδι μιᾶς κρίσης τῆς ἐπικοινωνίας.
Ὁ ἐπαναστάτης, ὅταν μάχεται γιὰ τὴ δικαιοσύνη, καὶ ὁ ἐρωτευμένος ἀπὸ τὴν ἄποψη ποὺ θὰ τὸν περιγράψω, εἶναι ἄνθρωποι πληγωμένοι, ἔχουν διαβλέψει ἕνα φῶς τελειότητας, καὶ δὲν ἔχουν παρὰ μιὰ ἐπιθυμία, νὰ παραμείνουν στὴν ἀκτινοβολία της. Μᾶς κάνουν νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ ἤθελε νὰ στήσει σκηνὲς πάνω στὸ Θαβώρ: «γιατὶ ἦταν ὄμορφα νὰ εἶναι κανεὶς ἐκεῖ», ἀρνούμενος νὰ ξανακατεβεῖ στὸν γκρίζο κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὴν καθημερινότητα, στὸν πόνο. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ λογοτεχνία δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον γιὰ τὸ θάμπωμα τῆς ἀγάπης ἢ τὰ δράματά της, καὶ ὄχι γιὰ τὴ συζυγικὴ ζωὴ ὅπως εἶναι. Τὰ παραμύθια τελειώνουν μὲ τὸ τυπικό: «παντρεύτηκαν καὶ ἔκαναν πολλὰ παιδιά», σὰν νὰ μὴν παρουσιάζει κανένα ἐνδιαφέρον αὐτὴ ἡ ζωή. Ἕνα πράγμα ἀκατανόητο γιὰ τοὺς νεόνυμφους, ποὺ ἔχουν νὰ χτίσουν τὴ ζωή τους γιὰ δύο, εἶναι νὰ ἀναλάβουν τὸν ἡ ρ ω ι σ μ ὸ τῆς κ α θ η μ ε ρ ι ν ό τ η τ ας: νά, μὲ δυὸ λόγια, ἕνα καλὸ θέμα μυθιστορήματος ποὺ σπάνια ἔχει θιγεῖ. Ἡ λογοτεχνία σταματᾶ στὴ ζωγραφικὴ τῆς ἐρωτικῆς μέθης, ἢ στὶς ἀκολασίες της. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη, ὅταν ποτίζεται ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τῆς θείας ἀγάπης, δὲν κάνει τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ βαθαίνει μὲ τὴ διάρκεια τῶν χρόνων. Αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἔννοια τῶν γάμων τῆς Κανᾶ, ὅπου τὸ κρασὶ σερβιρισμένο στὸ τέλος τοῦ συμποσίου − στὸ τέλος τῆς ζωῆς − εἶναι, ἀντίθετα ἀπὸ τὶς προϋπάρχουσες ἰδέες, καλύτερης ποιότητας ἀπ’ αὐτὴν ποὺ προκάλεσε τὴν ἀρχικὴ μέθη.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά: Μαρία Λαγουροῦ
πηγή: Aντίφωνο
Το εικαστικό που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Ιωάννου
Πολύ σημαντική η αναφορά στην πλήξη η οποία όμως δύναται να είναι θεϊκό σημάδι, λίγες σκέψεις για περαιτέρω στοχασμό.
Ορισμένοι αντιφρονούντες θα έλεγαν πως η πλήξη ταπεινώνει τις προσπάθειες του ανθρώπου να αποδώσεις νόημα στην ύπαρξη του. Έστω και ένας να περιπέσει σε ανία ο κόσμος φανερώνει την ανεπάρκειά του απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ακόμη και αν έχουμε σαν αντίδοτο την πίστη στον Θεό, ακόμη και αν ορισμένοι άνθρωποι μυθοποιούν τη φύση, αρκεί ένας και μόνο ένας για να αναδυθεί το ζήτημα της απομάγευσης του κόσμου, όχι μόνο μέσω του κορεσμού, αλλά και θεωρώντας το κάθε αντίδοτο ως δεισιδαιμονία (ένα αντίδοτο που εμπεριέχει κάθε ανθρώπινη ψευδαίσθηση). Έτσι, θα έλεγαν πως η ανία φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την πραγματικότητα, το μηδέν.
Ο Emil Cioran μας λέει ότι: «Όποιος υποφέρει από ένα συγκεκριμένο κακό δεν έχει δικαίωμα να παραπονείται: έχει κάτι να ασχολείται. Οι μεγάλοι πάσχοντες δεν ανιούν ποτέ: η αρρώστια τους γεμίζει όπως η τύψη τρέφει τους μεγάλους ενόχους. Γιατί κάθε έντονο άλγος γεννά ένα είδωλο πληρότητας και προτείνει στη συνείδηση μια τρομερή πραγματικότητα, την οποία δεν θα μπορούσε να αποφύγει· ενώ το άλγος που δεν έχει υλικό μέσα σε αυτό το πρόσκαιρο πένθος που είναι η ανία δεν αντιτάσσει στη συνείδηση τίποτα που να την υποχρεώνει να κάνει ένα λυσιτελές διάβημα».
Εγώ θα έλεγα πως η γνώση του θανάτου είναι το μέγιστο άλγος που προκαλεί εμπλοκή στις παραπάνω σκέψεις, διότι ορισμένοι ανθρώποι αντιμετωπίζουν την γνώση του θανάτου ως ένα άλγος που αξιώνει έστω και ένα είδωλο πληρότητας, αλλά σίγουρα, ορισμένοι δέχονται τη γνώση του θανάτου ως ένα άλγος που δεν έχει υλικό μέσα του. Παρά ταύτα, είτε το άλγος γεννά ένα είδωλο πληρότητας είτε όχι, είτε ο άνθρωπος είναι δεισιδαίμον είτε όχι, δεν παύει η γνώση του θανάτου να τον απασχολεί και να τον υποχρεώνει να τελεί υπό φόβο και τρόμο ενώπιόν της σαν να προσμένει κάτι. Έτσι η ζωή καθίσταται μελέτη θανάτου, αγωνία περί του εσχάτου. Να ένα γνήσιο πράγμα που δεν αφήνει κανέναν ενδόμυχα να πλήττει και καθιστά την ανθρωπότητα άξια της μυστικής αγρυπνίας.
Εάν δεν γνώριζα πως θα πεθάνω δεν θα έπληττα, η γνώση του θανάτου γεννά την ανθρώπινη ανία και η μελέτη του την εξαλείφει.