σεβ. Μητρ Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος
Χαίρομαι ἀφάνταστα ποὺ ἀπετόλμησα τὴν σημερινὴ συνάντηση. Δὲν εἶχε λογικὴ ἡ ἀπόφασή μου νὰ συναινέσω στὴν τόσο εὐγενικὴ πρότασή σας. Δὲν ξέρω ποιά εἶναι ἡ λογικὴ τῆς δικῆς σας σκέψης νὰ μὲ καλέσετε στὴν ὄμορφη καὶ ζεστὴ ἐτήσια συνάντησή σας. [Τῶν Φίλων τοῦ Ἁγίου Ὄρους] Ἐγὼ ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὅτι δὲν εἶμαι αὐθεντικὸς ἁγιορείτης. Τὸ καταλαβαίνετε καὶ μόνοι σας. Εἶμαι πιὸ πολὺ «φίλος τοῦ Ἁγίου Ὄρους» παρὰ ἁγιορείτης. Φίλος τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι κάποιος ποὺ εἶναι μέλος ἑνὸς συλλόγου· οὔτε κάποιος ποὺ ξέρει τὰ μοναστήρια μὲ τὴν σειρά τους ἢ γνωρίζει προσωπικὰ τοὺς ἡγουμένους, τὴν ἱστορία κ.λπ. Φίλος του Ἁγίου Ὄρους εἶναι ὅποιος ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἀναστεναγμούς του καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημά του. Κατ’ ἀναλογίαν ἁγιορείτης δὲν εἶναι κάποιος ποὺ ἔχει ἁγιορείτικη κουρὰ ἢ εἶναι ἐγγεγραμμένος σὲ ἕνα ἁγιορείτικο μοναστήρι. Ἁγιορείτης εἶναι ὅποιος κατάφερε νὰ εἶναι διαγεγραμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι. Ἀπόδειξη, ἡ πρόσκλησή σας ἀπόψε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο.
Προσπαθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας, κι ἐσεῖς κι ἐγώ, νὰ γίνουμε τουλάχιστον φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε φίλοι τοῦ Θεοῦ. Ἂν ψάξουμε στὸ βάθος τῶν ἀναζητήσεων καὶ τῆς προαιρέσεώς μας, θὰ διακρίνουμε τὸν πόθο μιᾶς συνάντησης μαζί Του· μιᾶς συνάντησης ποὺ θὰ τὴν θέλαμε, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε νὰ τὴν πιστέψουμε. Μᾶς φαίνεται πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὰ μέτρα μας καὶ γι’ αὐτὸ συνήθως δὲν τὴν προσπαθοῦμε.
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, περνάει ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν πλησίον ἀδελφό μας καὶ ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν πιὸ πλησίον τὸν ἐσώτερο ἑαυτό μας. Μιὰ εὐκαιρία λοιπὸν ἀδελφικῆς κοινωνίας καὶ κριτικῆς αὐτογνωσίας αἰσθάνομαι πὼς εἶναι καὶ ἡ παροῦσα συνάντηση. Δὲν εἶναι μία ὁμιλία μὲ ὁμιλητὴ ἐμένα καὶ ἀκροατὲς ἐσᾶς· εἶναι μία συνάντηση μὲ ἰσότιμα πρόσωπα. Μία ἀπάντηση. Μία ἀπὸ τὶς ἄπειρες ἀπαντήσεις στὸ μοναδικὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἐνώπιόν του ὁποίου καταρρέει ἡ λογικὴ τῆς θύραθεν σκέψης καὶ ἐκφυλίζεται ἡ λογικὴ τῆς ὀρθολογιζομένης πρακτικῆς.
Κάθε συνάντηση ἔχει τὸ ρίσκο της. Κι ἐσεῖς ποὺ μὲ καλέσατε κι ἐγὼ ποὺ ἀνταποκρίθηκα, ὅλοι πήραμε ἕνα ρίσκο. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἀπογοητευθοῦμε δὲν εἶναι μικρό. Ἤδη κάποιοι ἐξ ὑμῶν δυσκολεύονται μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ρίσκο», τὸν ὁποῖον ὅμως μὲ εἰλικρινὲς κόστος ψυχῆς χρησιμοποίησα, ἐλλείψει σαφέστερης ἑλληνικῆς λέξης.
Γιὰ τὸ θράσος τοῦ δικοῦ μου ρίσκου σᾶς ζητῶ συγγνώμην. Γιὰ τὴν τόλμη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ δικοῦ σας σᾶς εὐχαριστῶ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Ἂς προχωρήσουμε λοιπόν.
[…]
Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ διψασμένος ἄνθρωπος. Ἡ ἀνάγκη τῆς συνάντησής τους σκοπὸς τῆς ὅλης δημιουργίας· μυστήριο μέγα, τοῦ ὁποίου οἱ συνιστῶσες εἶναι τρεῖς:
1) Τὸ ἀπόμακρον, τὸ λανθάνον, τοῦ Θεοῦ
Μέσα στὰ εὐαγγέλια, κυρίως στὸ κατὰ Ἰωάννην, παρουσιάζεται ὁ Θεὸς νὰ φανερώνεται μὲ κάποιο τρόπο, νὰ ἀποκαλύπτει διακριτικὰ τὸ μυστήριό Του. Σὰν νὰ ἦταν κρυμμένος καὶ νὰ ἀποκαλύπτεται στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐμφανίζεται στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διατύπωση «ἐφανέρωσεν ἑαυτόν» [1] ἢ «ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς» [2] εἶναι ἀρκετὰ συχνή.
Ἂν ὅμως προσέξουμε λίγο τὰ πράγματα καὶ τὰ ἐξετάσουμε μὲ τὴν κοινὴ λογική, τὴν λογικὴ ποὺ συνήθως οἱ περισσότεροι διαθέτουμε γιὰ νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀλήθεια καὶ τὰ γεγονότα, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι, ἢ τουλάχιστον μᾶς φαίνεται πὼς εἶναι, λίγο διαφορετική. Ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὸν κόσμο αὐτὸν κρυμμένος, δύσκολος, ἀπόμακρος, λίγος. Περισσότερο ὑποψία δίνει παρὰ αἴσθηση ἢ γνώση καὶ βεβαιότητα γιὰ τὴν ταυτότητά Του. Ὅλοι ὅμως κάτι παραπάνω περιμένουμε. Ἀλλιῶς ὁ Θεὸς μᾶς ἐμφανίζεται κι ἀλλιῶς ἐμεῖς Τὸν βλέπουμε. Ἄλλους τρόπους ἔχει Ἐκεῖνος κι ἄλλες συνήθειες ἐμεῖς. Ἐκεῖνος μᾶς φανερώνεται κι ἐμεῖς Τὸν νοιώθουμε ἄγνωστο. Ἐκεῖνος μᾶς συναντᾶ κι ἐμεῖς διερωτώμεθα ποῦ βρίσκεται.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῆς ἱστορίας, μέσα στὸν Παράδεισο, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στοὺς πρωτοπλάστους νὰ γεύονται ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα δένδρο· τὸ δένδρο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν» [3], στὴν οὐσία τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν φᾶτε ἀπὸ αὐτὸ καὶ μὲ γνωρίσετε «θανάτῳ ἀποθανεῖσθαι», ἀμέσως θὰ πεθάνετε. Τί παράξενο πράγμα! Ἐνῷ προσφέρεται γιὰ νὰ γνωρισθεῖ, δὲν δίδει τὸ δένδρο καὶ τὸν καρπὸ τῆς γνώσεως στοὺς πρωτοπλάστους.
Ἀλλὰ καὶ σὲ μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου, βλέπουμε τὸν Μωϋσῆ νὰ ἀνεβαίνει στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἐκεῖ νὰ δέχεται τὴν παρατήρηση τοῦ Θεοῦ· ὅτι κανεὶς νὰ μὴν ἀνεβεῖ ψηλὰ στὸ βουνὸ «μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι καὶ πέσωσιν ἐξ αὐτῶν πλῆθος» [4]: μήπως καθὼς θὰ πλησιάζουν κάτι καταλάβουν ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θεότητός Του καὶ πέσουν νεκροὶ χιλιάδες.
Στὸ Σινᾶ ἐπίσης, ἐκεῖ στὴ βάτο, στὴν ἄλλη θεοφάνεια, ὅταν ὁ Μωϋσῆς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερωθεῖ λέγοντας· «ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν» [5], Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε ὅτι τὸ μόνο ποὺ μπορεῖς νὰ δεῖς εἶναι ὁ τόπος μου καὶ τὰ νῶτα μου, δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ πάτησα καὶ ἡ πλάτη μου· «ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» [6], «οὐ δυνήσει ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» [7].
Πράγματι, εἶναι δύσκολος ὁ Θεός· Τὸν ζητᾶς καὶ σοῦ κρύβεται. Ἐνῶ εἶναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Του» [8], δὲν διακρίνεται. Τὸν πλησιάζεις καὶ ἀπομακρύνεται. Ἀλλὰ εἶναι καὶ εὔκολος. Εἶναι εὔκολος καὶ δύσκολος. Ἴσως Τὸν ζητοῦμε καὶ Τὸν πλησιάζουμε ἀνθρώπινα. Θέλουμε νὰ Τὸν ἐξανθρωπίσουμε, νὰ Τὸν ὑποτάξουμε στὸ «ἀνθρώπινον» καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ὅταν πάλι Τὸν συναντήσεις, ἐνῶ ἐσὺ Τὸν κυνηγᾶς, ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι Αὐτὸς σὲ καταδιώκει. Δὲν Τὸν ἀνακαλύπτεις· σοῦ ἀποκαλύπτεται.
Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτὲς οἱ περιπτώσεις. Ὁ Θεὸς εἶναι δύσκολος ἀκόμη καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ὁποῖος «ἠρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ» καὶ εἶδε «ὀπτασίες καὶ ἀποκαλύψεις… καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» [9], ἄκουσε λόγια ἀπερίγραπτα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν ἀνθρώπινη γλῶσσα νὰ τὰ ἀποτυπώσει. Γιατί ἄραγε νὰ μὴν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ περιγράψει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Γιατί νὰ φθάσει μόνον μέχρι τρίτου οὐρανοῦ; Ὅταν ὑπάρχει τέταρτος ἢ καὶ παραπάνω, ὁ τρίτος εἶναι λίγος.
Ἀλλὰ γιατί πᾶμε τόσο μακρυά; Ἂς ἔρθουμε στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τοὺς ἀποστόλους· εἶναι νὰ μὴν ἔχουν παράπονο; νὰ ζοῦν μαζί Του καὶ νὰ μὴν Τὸν καταλαβαίνουν. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ νὰ Τὸν βλέπει, νὰ Τὸν πλησιάζει μὲ ἱερὸ πόθο γιὰ νὰ Τὸν ἀκουμπήσει, «μή μου ἅπτου» [10], νὰ τῆς λέει. Ὁ Κλεόπας καὶ ὁ Λουκᾶς νὰ πορεύονται πρὸς Ἐμμαούς, νὰ ὑποψιάζονται κάτι, νὰ θερμαίνεται ἡ ψυχή τους καί, μόλις τοὺς ἀποκαλύπτεται καὶ διανοίγεται ὁ νοῦς τους, «αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν» [11]. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἤθελαν λίγο νὰ χορτάσουν, λίγο νὰ ψηλαφήσουν, κάπως νὰ γευθοῦν, Τὸν ἔχασαν.
Κι ὄχι μόνον αὐτό. Στὴν Βηθλεέμ, «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» [12], ἀλλὰ «λαθῶν ἐτέχθη ὑπὸ τὸ σπήλαιον» [13]. Παράξενα πράγματα! Ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους· τριάντα τρία χρόνια ὁ Θεὸς «λανθάνων» ζεῖ ἀνάμεσά τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐμφανιζόμενος περισσότερο ὡς ἄνθρωπος. Οἱ ἴδιοι μὲ σφραγισμένο τὸ νοῦ σὰν νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ πολλὰ πράγματα τὰ τρία χρόνια ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Καὶ ξαφνικὰ σταυρώνεται καὶ ἀνασταίνεται. Ἀναστημένος ὁ Χριστός, πέφτει ὁ λίθος τοῦ μνήματος, κενὸς ὁ τάφος, εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν – τί χαρὰ νὰ Τὸν ἀντικρύσουν! – τοὺς ἐμφανίζεται, ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» [14], κάπως διαφορετικός. Τόσο, ποὺ ζητοῦσαν μιὰ ἐπιβεβαίωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφαγε γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει ὅτι εἶναι πραγματικὸς καὶ ὄχι φάντασμα [15]. Πάλι ὅμως πιστεύουν μέν, ἀλλὰ δὲν χορταίνουν. Θέλουν κι ἄλλο. Γεύονται τόσο ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο ὁ Ἴδιος ἀπὸ τὸ ψάρι.
Ὅλα αὐτὰ γεννοῦν μιὰ ἀπορία. Καὶ ἕνα παράπονο. Τὸ βάζω στὸ στόμα τῶν μαθητῶν· μᾶς δόθηκες, Κύριε, τόσα χρόνια ποὺ δὲν σὲ καταλαβαίναμε· σὲ νοιώθαμε σὰν δάσκαλο, σὰν ἄνθρωπο, καὶ μόλις ἀναστήθηκες καὶ μᾶς ἐμφανίστηκες πλέον ὡς Θεός, σὲ χάσαμε. Ἔμεινες κοντά μας ἀναστημένος, «ὀπτανόμενος δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα»· σαράντα ὅμως μόνο μέρες. Καὶ αὐτὲς «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Τόσο λίγο! Καὶ μετὰ ἀνελήφθηκες. Καὶ ὅσο κι ἂν μᾶς εἶπες ὅτι «μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» [16], ὅτι δηλαδὴ θὰ εἶσαι γιὰ πάντα μαζί μας, τελικὰ κάποια ἀλλαγὴ ἔγινε καὶ ἀντὶ νὰ εἶσαι Ἐσὺ ποὺ σὲ ξέραμε καὶ σὲ βλέπαμε, ὁ ἀναστημένος, μᾶς ἔστειλες τώρα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μίλησες μέν, ἀλλὰ μᾶς εἶναι ὁ νέος ἄγνωστος. Σὲ εὐχαριστοῦμε, ἀλλὰ γιατί αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Σὰν νὰ εἶναι λίγο σκάνδαλο στὴν περιέργειά μας, βάσανο στὴν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία μας, πρόκληση στὴν ἀνάγκη μας νὰ μᾶς εἶναι ὁ Θεὸς γνωστός, εἰ δυνατὸν ἁπτός. Μόλις Τὸν φθάνουμε, μᾶς φεύγει. Μόλις Τὸν ἀνακαλύπτουμε, ἀλλάζει.
Γιατί ἄραγε νὰ εἶναι ἔτσι δύσκολα τὰ πράγματα; Γιατί ἡ ἀλήθεια, ἐνῶ εἶναι ἐμφανής, νὰ μὴν εἶναι καὶ διαφανής; Γιατί ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύπτεται μόνο, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀνακαλύπτεται; Γιατί νὰ κρύβεται, ἀλλὰ νὰ μὴν φαίνεται; Γιατί νὰ φανερώνεται, ἀλλὰ νὰ μὴν βλέπεται; «Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε» [17]. Γιατί νὰ χαρίζεται, νὰ προσφέρεται, ἀλλὰ νὰ μὴν χορταίνεται; Γιατί ὁ Θεὸς τελικὰ μὲ κάποιο τρόπο νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἀλλὰ ὄχι κατανοητός; Γιατί ὁ λόγος Του νὰ διατυπώνεται «ἐν παραβολαῖς» [18]; Γιατί ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τῆς θεότητός Του νὰ μὴν γίνεται κατανοητὸς καὶ ὅταν ἐπεξηγεῖ τὰ μυστήριά του νὰ καθίσταται ἀκόμη δυσκολώτερος; Ἐνῷ εἶναι τόσο πολύς, μόνο νὰ στάζει στὴ ζωή μας; Ἐνῷ εἶναι τόσο κοντινὸς ποὺ εἶναι καὶ μέσα μας, ἐνῷ εἶναι ὁ ἐγγύς, νὰ φαίνεται ὡς ὁ μακράν; Ἐνῷ βρίσκεται ἐπὶ τῆς γῆς ἐπιδημῶν, νὰ διαμένει ἐν οὐρανοῖς; Ἐνῷ μᾶς εἶναι ἀνάγκη νὰ Τὸν ἔχουμε γνωστό, νὰ μᾶς παραμένει ἄγνωστος; Γιατί νὰ μᾶς εἶναι περισσότερο ἐρώτηση, ἀπορία, δυσπιστία, ἀμφιβολία, θαυμασμός, παρὰ ἀπάντηση; Γιατί νὰ μᾶς εἶναι λίγος καὶ ὄχι πολύς; σιωπὴ καὶ ὄχι λόγος; Γιατί τὸ θαῦμα νὰ εἶναι τόσο σπάνιο, ἡ θέα Του δυσδιάκριτη καὶ ἡ παρουσία Του μυστήριο; Ὧρες-ὧρες ἐπιθυμοῦμε λαίμαργα νὰ Τὸν ἔχουμε. Καὶ Τὸν χάνουμε. Ὁ Θεὸς δὲν ἐμφανίζεται ἔτσι. Πλησιάζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀγνωσίας Του παρὰ μὲ τὴν παχύτητα ἢ ἱκανότητα τῆς γνώσεώς μας. Στὰ μάτια μας εἶναι περισσότερο γνόφος παρὰ φῶς. Γιατί λοιπὸν ὅλα αὐτά;
Δὲν θὰ ἐπιχειρήσω νὰ ἀπαντήσω γιατὶ ἀφ’ ἑνὸς μὲν δὲν γνωρίζω, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ ἐρώτημα ἀπὸ μόνο του κρύβει πιὸ πολλὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Ἕναν μόνον ἀπαντητικὸ ὑπαινιγμὸ θὰ προσπαθήσω καὶ νὰ μοῦ συγχωρέσετε τὴν αὐθάδεια.
Ἡ ἀπάντηση πρέπει νὰ εἶναι τετραπλῆ. Ἔχει νὰ κάνει πρῶτον μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός, τὴν οὐσία Του. Δεύτερον, μ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς δείχνει ὁ Θεός, τὴν ἐνέργειά Του. Τρίτον, μ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς, τὴ φύση μας. Ἡ παχύτητα τῆς φύσεώς μας, τὴν καθιστᾶ ἀρκετὰ ἀφιλόξενη στὸ νὰ δεχθεῖ τὴ θεϊκὴ λεπτότητα, στὸ νὰ μπορέσει τὸν Θεό, στὸ νὰ χωρέσει τὸ μυστήριό Του. Καὶ τέταρτον, μ’ αὐτὸ ποὺ γίναμε ἐμεῖς, τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία μας.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος καὶ ἄυλος. Οἱ ἄγγελοι εἶναι κτιστοί, ἀλλὰ ἄυλοι· κι ἐμεῖς εἴμαστε καὶ κτιστοὶ καὶ ὑλικοί. Δὲν ἀντέχει ἡ λεπτότητα, τὸ ἄυλον, τὸ ἄκτιστον τοῦ Θεοῦ μὲ θράσος, μὲ βαρβαρότητα θὰ λέγαμε, νὰ ξοδεύεται στὴν παχύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Σὰν νὰ πέφτει μιὰ σταγόνα πάνω σὲ μιὰ ἀναμμένη θερμάστρα. Ἀμέσως ἐξατμίζεται. Δὲν ἀντέχει. Ἔτσι κι ὁ Θεὸς στὴν κάψα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τῆς στενῆς ἀνθρώπινης λογικῆς δὲν ἀντέχει, μεταμορφώνεται. Ὅταν τὸ ἄγνωστο γίνεται γνωστό, ἐκφυλίζεται. Ὅταν τὸ ὑπέρλογο γίνεται λογικό, ξοδεύεται. Ὅταν τὸ μυστήριο γίνεται φανερό, ὑποβαθμίζεται. Αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν οὐσία, γι’ αὐτὸ καί, ἐνῷ εἶναι κοινωνικὸς ὁ Θεός, εἶναι ἀμέθεκτος στὴν οὐσία Του. Ἐνῷ προσφέρεται, χαρίζεται, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὸν κόσμο, δὲν μετέχουμε ἐμεῖς τῆς οὐσίας Του, μποροῦμε ὅμως νὰ κοινωνήσουμε τῶν ἐνεργειῶν Του.
2) Ἡ ἑτερότητα τοῦ Θεοῦ
Σᾶς κούρασα. Συγχωρέστε με. Θὰ σᾶς κουράσω ὅμως λίγο ἀκόμη. Πρέπει νὰ προσεγγίσουμε τὴν «ἑτέραν μορφὴν» τοῦ Θεοῦ.
Ἔχει μεγάλη σημασία νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ συνήθως νομίζουμε, ἔχει ἑτερότητα· ὄχι ἑτερότητα ἀποξένωσης – ὅτι εἶναι κάτι ξένο –, ἢ ἀπομάκρυνσης – ὅτι εἶναι ἀπόμακρος –, ἀλλὰ ἑτερότητα ποὺ Τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ μᾶς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὅτι εἶναι. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ συνειδητὰ θέλουμε νὰ εἶναι. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ καταλαβαίνουμε, οὔτε κἂν αὐτὸ ποὺ ὡς ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε. Εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ θέλω μας, πιὸ μακρυὰ ἀπὸ τὴ δυνατότητά μας, παραπάνω ἀπὸ τὴν κατανόησή μας. Εἶναι μεγάλο λάθος, ποὺ ὅλοι τὸ κάνουμε, τὸ λάθος τῆς ζωῆς μας, νὰ νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νὰ Τὸν ἐκφυλίσουμε σὲ γνωστικὸ ἀντικείμενο, ἐπιχείρημα, ἀπόδειξη, κατανόηση, νὰ Τὸν κάνουμε δηλαδὴ καταληπτό, χωρητικὸ μέσα στὸ νοῦ μας.
Αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια πρέπει νὰ τὴν κατανοήσουμε καὶ ἐσωτερικὰ νὰ τὴν δεχθοῦμε πρὶν ἀπὸ τὴν συνάντηση μαζί Του. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός· «ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτὸν ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία» [19]. Καὶ ὅταν ὁ Ἴδιος συγκαταβαίνων γίνεται ὅμοιος μὲ μᾶς, ἐμεῖς δὲν προσοικειωνόμαστε καὶ δὲν ἐξοικειωνόμαστε μαζί Του, δὲν ἀποκτοῦμε παρρησία, δὲν ἐμπιστευόμεθα στὴν ἱκανότητά μας νὰ Τὸν κάνουμε δικό μας, ἔστω κι ἂν Ἐκεῖνος μᾶς προσφέρεται. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «ἄλλος» – ξένος – ὅσον ἀφορᾶ στὴν περιχώρησή Του στὴ ζωή μας, ἄλλα ὅσον ἀφορᾶ στὴ δική μας θέληση, δυνατότητα καὶ ἱκανότητα νὰ Τὸν κατανοοῦμε καὶ νὰ Τὸν προσεγγίζουμε. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος – τὰ τοῦ Θεοΰ δὲν εἶναι ἀνθρώπινα – ἀλλὰ εἶναι κάτι ἄλλο, Κάποιος ἄλλος. Αὐτὴ ἡ ἑτερότητα τοῦ Θεοῦ Τὸν κάνει οἰκεῖο ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ μᾶς προσφέρεται καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς Τὸν πλησιάζουμε.
Ἂν προσέξουμε λίγο – καὶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ αὐτό – θὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν εἶναι μόνον ὁ Θεὸς ἄλλος, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φανταζόμαστε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμασε. Οἱ ἄλλοι εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Καί – γιατί ὄχι; – κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑποψιαζόμαστε. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐξομολόγησή μας ἔχει ψυχαναλυτικὸ χαρακτήρα· ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί – τί εἰρωνία! – ἀντὶ νὰ πᾶμε νὰ μᾶς πεῖ ὁ πνευματικὸς ποιοί εἴμαστε, ἐμεῖς ἀρχίζουμε νὰ τοῦ περιγράφουμε τὴν δῆθεν ἀκριβῆ εἰκόνα μας! Τί λάθος τρόπος! Τί λάθος φρόνημα! Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ πνευματικὸς πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ καταλάβει ποιοί εἴμαστε. Ἂν τὸ κάνει, θὰ ἀδικήσει ἐμᾶς, θὰ ἀσεβήσει στὸ μυστήριο, θὰ προσβάλει τὸν Θεό. Ἡ ψυχὴ ἔχει πάντοτε τὶς κρυφές, μυστικὲς γωνιές της· ἔχει τὴν ἑτερότητά της· ἔχει τὴν ἱερότητά της. Τὸ πρόσωπο διασφαλίζεται πίσω ἀπὸ τὰ μυστικά του, ποὺ κρύβονται ἀκόμη κι ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ φύση παρουσιάζει μία ἑτερότητα. Καὶ αὐτὴ κρύβεται. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ σᾶς μπερδέψω, ἀλλὰ οἱ ἐξ ὑμῶν τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, θὰ ξέρετε πολὺ καλὰ μιὰ ἐγγενῆ ἰδιότητα τῆς φύσεως. Ὅταν, λέμε στὴ Φυσική, προσπαθοῦμε ἕνα στοιχειῶδες σωμάτιο νὰ τὸ ἐντοπίσουμε, ὅσο ἀκρίβεια πετυχαίνουμε στὸν ἐντοπισμὸ τῆς θέσης του, τόσο μεγαλύτερο σφάλμα κάνουμε στὸν προσδιορισμὸ ἄλλων ἰδιοτήτων του, ὅπως τῆς ταχύτητας καὶ τῆς ὁρμῆς του (ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Heisenberg). Τὸ σύμπαν πάλι ἔχει μιὰ καταπληκτικὴ ἰδιότητα· ὅσο πλησιάζουμε τὶς ἐσχατιές του, τόσο αὐτὲς ἀπομακρύνονται μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα (νόμος τοῦ Hubble). Μᾶς κρύβεται καὶ ἡ φύση καὶ μόλις πλησιάζουμε νὰ προσδιορίσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά της, αὐτὴ μᾶς ἀποκρύπτει τὰ ὑπόλοιπα. Ἀφοῦ αὐτὸ κάνει ἡ δημιουργία, δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ Δημιουργός; Ἀφοῦ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὴν ἄψυχη κτίση, δὲν θὰ συμβαίνει αὐτὸ μὲ τὸν ἔμψυχο ἄνθρωπο;
Εἶναι ἀπαράβατος, παγκόσμιος νόμος: ὁ Θεὸς προκύπτει πιὸ ἀληθινὸς ὅταν ταπεινὰ ὁμολογεῖται ἡ ἀγνωσία Του παρὰ ὅταν ἐπιδιώκεται ἡ γνώση Του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐπιστήμη, εἶναι πιὸ λεπτὴ καὶ μαγευτικὴ ὅταν ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἄγνωστο, παρὰ ὅταν ἐπεξεργάζεται καὶ ἀναλύει τὸ γνωστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη ὡς σχέση ἀνθρώπων εἶναι ἀνωτέρα ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι καὶ λίγο ἄγνωστοι μεταξύ τους, παρὰ ὅταν κυριαρχεῖ ἡ βαρβαρότητα τῆς γνωριμίας καὶ τῆς οἰκειότητος.
3) Τὸ πολύ, ἡ πληθωρικότητα, τοῦ Θεοῦ
Ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρεται ὡς ἀπόμακρος καὶ ἑτεροποιημένος, γιατὶ ταυτόχρονα εἶναι πολύς· εἶναι πληθωρικός. Εἶναι ἄβυσσος, εἶναι ὠκεανός, εἶναι ἀείροος ποταμός, εἶναι βλύζουσα πηγή. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι τὸ πᾶν, ὁ ὅλος, νὰ μὴν εἶναι πολύς. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι τέλειος, βασανιστικὰ νὰ μᾶς κρύβεται.
Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺς σὲ ποιότητα, εἶναι πολὺς σὲ ποσότητα, εἶναι πολὺς στὸ μέτρο Του, εἶναι πολὺς στὴ θεότητά Του, εἶναι πληθωρικὸς στὴν ἀγάπη Του, εἶναι πλούσιος καὶ πλήρης στὴ ζωή Του. Τελικὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε αὐτὸ ποὺ ἀπηγόρευσε τοὺς πρωτόπλαστους νὰ γευθοῦν. Αὐτὸ ποὺ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία· τὸ νὰ γίνει κανεὶς «ὡς θεός».
Ὁ Θεὸς εἶναι τόσο πολὺς ποὺ στὴ δημιουργία ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε. Ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐδημιούργησε. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση ἔγινε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Θεὸς ὢν ἔγινε ἄνθρωπος. Στὸ πάθος βλέπουμε κάτι ἀκόμη. Νὰ δέχεται ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελε. Νὰ γίνεται «ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» [20]. Τόσο ταπεινὸς εἶναι ὁ Θεός. Στὴν Ἀνάσταση κάνει ἕνα ἀκόμη βῆμα. Προσφέρει αὐτὸ ποὺ δὲν προσδοκούσαμε, αὐτὸ ποὺ δὲν περιμέναμε. Τελικὰ στὸν Ἅδη θριαμβεύει, νικὰ τὸν διάβολο χωρὶς νὰ τὸν ἐξαφανίσει καὶ χαρίζει ἔτσι στὴν κτίση ὅλη τὸ δῶρο τῆς μείζονος ἐλευθερίας. Εἶναι νικημένος ὁ σατανᾶς, εἶναι νικημένος ὁ θάνατος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐξαφανισμένος οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. Ὑπάρχει καὶ ὁ θάνατος ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ξεχείλισμα, ὁ πληθωρισμός, ὁ πλοῦτος, τὸ πολὺ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ ἀλλοῦ ἐμφανίζει τὸ πολὺ τῆς φύσεώς Του. Μέσα ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς φύσεως, τὸ μεγαλεῖο καὶ τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἔστω κι ἂν αὐτὴ μὲ τοὺς σεισμούς, μὲ τὶς καταστροφές, μὲ τὶς θεομηνίες, μὲ τὶς πλημμύρες ἐπαληθεύει διαρκῶς τὴ φθορὰ ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» [21].
Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ φανεῖ πολὺ καλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τῶν ἀνθρώπων, τὴν καλωσύνη καὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ἔστω κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ οἱ καλοὶ ἐξ ἡμῶν, ἐπαληθεύουμε διαρκῶς τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ ἐπιβεβαιώνουμε τὴν σφραγίδα τους ἐπάνω μας.
Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανίζεται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἱερότητα τῆς ἱστορίας, ἔστω κι ἂν ἡ ἱστορία φαίνεται πὼς εἶναι ἱστορία ποὺ πανηγυρικὰ πιστοποιεῖ τὴν γενικευμένη κυριαρχία τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου» [22], τοῦ διαβόλου.
Μπορεῖ τέλος ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανίζεται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητος, ἔστω κι ἂν ἡ αἰωνιότητα βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὸ χάσμα τῆς ἀγνωσίας μας, ἔστω κι ἂν μᾶς εἶναι ἀσύλληπτη στὴ σκέψη καὶ ἀπόμακρη στὴν αἴσθηση.
Οἱ ἅγιοι μποροῦν νὰ βλέπουν μέσα ἀπὸ τὴ φύση, μέσα ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου, μέσα ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ὄχι ἁπλῶς τὸ πέρασμά Του, ἀλλὰ τὴν παρουσία Του, τὴν κυριαρχία Του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, «τὸν πλοῦτο τῆς χρηστότητος αὐτοῦ» [23].
Ὁ Θεὸς εἶναι πολύς, δὲν εἶναι λίγος. Εἶναι λίγος ἂν ἐμεῖς Τὸν ἐκφυλίζουμε σὲ κατανόηση, ἐπιχείρημα, σκέψη, διατύπωση, ἄποψη, διεκδίκηση· ἀλλὰ εἶναι πολὺς ἂν προσεγγιστεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη, ἀποδοχή, προσμονή, προσδοκία, ταπεινὴ παράσταση.
Σὲ ὅσους πολλὰ δίνουν, πολὺς φανερώνεται ὁ Θεός. Τέτοιοι εἶναι οἱ μάρτυρες. Οἱ μάρτυρες ἔζησαν πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ δώσανε ὅλο τους τὸν ἑαυτό, τὸ αἷμα τους. Τέτοιες εἶναι οἱ Μυροφόρες. Κι αὐτὲς πολὺ ζήσανε ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ δὲν κρατήθηκαν καὶ ἔτρεξαν «ὄρθρου βαθέος» [24] καὶ «σκοτίας ἔτι οὔσης» [25], ξεπερνώντας τὴ λογική, τὴν πρόκληση τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, τὸν φυσικὸ φόβο, τὶς ἀναστολὲς τοῦ φύλου τους, τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Καὶ ἐνῷ πῆγαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριο νεκρὸ στὸν τάφο, Τὸν συνήντησαν ἀναστημένο. Τέτοιοι εἶναι οἱ ὅσιοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν αὐτὴ τὴ ζωή, αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἔδωσαν τὰ λίγα καὶ μικρά, ἀλλὰ ὅλα τους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀπολαύσουν τὸ πολὺ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς συχνὰ δίνει πολλά· φαίνεται πὼς δίνει ὄχι τὰ λίγα ποὺ νομίζουμε ὅτι εἶναι πολλὰ καὶ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ τὰ πολλὰ ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀντέχουμε, αὐτὰ ποὺ πράγματι χρειαζόμαστε, αὐτὰ ποὺ μποροῦμε, στὸ κάτω-κάτω αὐτὰ ποὺ ἀξίζουμε. Δὲν εἶναι μόνο ὑπὲρ-πολὺς γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, εἶναι πολὺ πολὺς καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ὁποῖο δίνει. Καὶ τὸ δίνει καὶ τὸ σκορπίζει σ’ ὅλους μας.
Ὅπως ὁ ἴδιος δημιούργησε τὸν κόσμο, ἔχει δώσει αὐτὸ τὸ δημιουργικό, τὸ γεννητικὸ στοιχεῖο καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Κι ἐμεῖς κάνουμε παιδιά, καὶ κάνουμε παιδιὰ δὲν σημαίνει ὅτι κάνουμε στολίδια καὶ κτήματα γιὰ τὴν δική μας τὴ ζωή. Οὔτε σημαίνει ὅτι κάνουμε ζωὲς ποὺ θὰ ζήσουν λίγα χρόνια καὶ θὰ φύγουν. Ἀλλὰ γεννοῦμε ψυχὲς μὲ αἰώνια προοπτικὴ καὶ δίνουμε στὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα «νὰ ἐπαναλαμβάνη Ἑαυτὸν ἐν ἡμῖν». Ὁ καθένας μας δὲν εἶναι μόνο κατασκεύασμα ἢ ἀπόγονος ἑνὸς Θεοῦ-Δημιουργοϋ, ἀλλὰ γίνεται ὁ ἴδιος συνδημιουργὸς κι ἔτσι μποροῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ γεννοῦμε καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ γεννοῦμε καὶ κάτι ἀκόμη παραπάνω· τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, τὸ πρόσωπό μας μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση.
Καὶ ἀκόμη περισσότερο, μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀνασταίνουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα μας. Τί θὰ πεῖ αὐτό; Ὁ Θεὸς εἶναι νεκρὸς μέσα μας ὅταν Τὸν πιστεύουμε γιὰ λίγο, γιὰ ξένο, γιὰ ἀπόμακρο, γιὰ ἀφηρημένο. Καὶ ἀνασταίνεται ὅταν Τὸν βιώνουμε ὡς πολύ, ὡς πλούσια παρουσία, ὡς πληθωρικὴ προστασία, ὡς χάρι, ὡς δυνατότητα μετοχῆς στὴ θεότητά Του. Ὁ ἴδιος ἐνηνθρώπησε, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔδωσε σὲ μᾶς τὴ δυνατότητα ἀπὸ ἄνθρωποι νὰ γίνουμε θεοί· «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» [26].
[…]
«Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι ἔρχεται καιρὸς ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι καὶ ἐπ’ ἂν ἴδωσί τινα μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες ὅτι σὺ μαίνῃ· διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς» [27]. Ἔρχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ χάσουν τὰ λογικά τους κι ἂν ἀντικρύσουν κάποιον λογικό, θὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον του λέγοντάς του ὅτι ἐσὺ τρελλάθηκες, γιατὶ δὲν τοὺς ὁμοιάζει.
Τὸ ρίσκο
Θὰ κλείσω μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πρόσφατα δημοσιευθὲν βιβλίο μου «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ – Τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς». Μία περιγραφὴ κάποιας συνάντησης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς «ἄλλης» λογικῆς, ὡς ἐπίλογος αὐτῆς τῆς μεταξύ μας συνάντησης, ἴσως ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρόλογο γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Θεό.
«Ἤδη ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶμε καὶ στὸν π. Ἠρωδίωνα· ἕναν ρουμᾶνο ποὺ ἢ ἦταν σαλὸς διὰ Χριστὸν ἢ δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Σὲ δέκα λεπτὰ φθάσαμε στόν… σκουπιδότοπό του. Ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη δύσει. Σ’ ἕνα ἐρείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντοῦμε ἕνα νέο ἥρωα. Ὀγδόντα δύο ἐτῶν, ὄρθιος στὸ κούφωμα μιᾶς πόρτας… χωρὶς πόρτα. Τὰ πόδια του κρατοῦσαν κόντρα στὸ ἕνα της δοκάρι. Ἡ μέση του ἀκουμποῦσε στὸ ἄλλο. Τὰ χέρια του στηρίζονταν στὸ πρῶτο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε ἔτσι. Ὁ ἴδιος δίχως ζωστικό. Μιὰ μάλλινη φανέλλα κι ἕνα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν τὸ ἐξαγιασμένο σῶμα του. Ἡ καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δὲν ἔβλεπες δάπεδο. Ἕνα στρῶμα ἀπὸ κονσέρβες, κουκούτσια, σακκοῦλες, τάπες, καπάκια ἀπὸ μπουκάλια, φλοῦδες, ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, πάχους τριάντα ἑκατοστῶν καὶ πάνω, ἀποτελοῦσε τὸ πολύτιμο χαλὶ στὸ μυστηριῶδες… παλατάκι του καὶ ἀσφαλῶς τὸ στρῶμα του, ἂν βέβαια κοιμόταν ὁριζόντιος. Στοὺς τοίχους του τὰ ἀποτυπώματα χυμένων καφέδων καὶ τὰ ζουμιὰ πεταγμένων πορτοκαλλάδων καί, ἀντὶ γιὰ κατοικίδια ζῶα, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες καὶ ποντίκια.
– Εὐλογεῖτε, γέροντα, εἶπε χαρούμενος ὁ ἁπλοϊκὸς συνοδοιπόρος μου.
– Ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ νηφάλιος ὁ ἡρωικὸς ἀσκητής, χωρὶς νὰ δείχνει καθόλου ἐνοχλημένος γιὰ τὸν οἰκολογικὸ περίγυρό του.
– Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς, συνεχίζει δίχως ἐνδοιασμὸ ὁ μοναχὸς φίλος μου.
– Ὤ! καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐκαριστῶ. Σᾶς εὐκαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐκαριστῶ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακκούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα, πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του. Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτύπωναν τὴν δική μου ἀπορία πού, σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴν λογικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακρυὰ μποροῦσε, φωνάζοντας· «νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια· νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια», ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ χάναμε τὸ θέαμα. Θὰ χάναμε αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ἠρωδίων ἔδειχνε. Μέσα ὅμως στὴ νύχτα τῆς δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυμήθηκα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ’ αὐτοὺς τοὺς ἡρωικοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔκτακτοι ὄντες», κατακλείει· «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιῶσαι ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθᾶσαι». Ἄραγε αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω γιὰ μιὰ τελευταία κλεφτὴ ματιά. Τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὴν φύση του καὶ ἄγριο ἀπὸ τὸν τρόπο του πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπερβατικὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τόση ἡ λάμψη του ποὺ ὑποχρέωνε τὰ πήλινα μάτια μου καὶ τὴν «μὴ ὀρῶσα» καρδιά μου σὲ ἀσυνήθιστες ὁράσεις ἄλλου εἴδους καὶ ἄλλου κόσμου. Ἡ μυστηριώδης ὄψη του μένει ἀκόμη βαθειὰ χαραγμένη στὴν μνήμη μου.
Ἔφυγα καὶ ξαναβυθίστηκα στὰ σκουπίδια τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐκεῖνος ἔμεινε πατώντας πάνω στὰ σκουπίδια τῆς λογικῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὸν σκεπτόμουν καὶ θαύμαζα τὴν ἀντοχὴ καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ἐνῷ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀξία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς λογικῆς του, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὴν δομή της. Σίγουρα ἡ λογικὴ εἶναι μεγαλύτερη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ σταυρός της νὰ εἶναι τελικὰ βαρύτερος ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἠρωδίωνα.
Πάνω στὸ πανεπιστήμιο τῶν σκουπιδιῶν καὶ τῆς σαλότητας, τόλμησα νὰ προβάλω τὴν λογική, τὴν αἴγλη καὶ τὴν φινέτσα τῆς νωπῆς τότε ἐμπειρίας μου στὸ Harvard καὶ τὸ MIT. Τότε ἄρχισαν τὰ σκουπίδα νὰ εὐωδιάζουν σὰν λουλούδια, τὰ ζωύφια νὰ μεταμορφώνονται σὲ πουλάκια, οἱ ξεσχισμένες σακκοῦλες σὲ πτυχία καὶ δημοσιεύματα· καὶ ὁ π. Ἠρωδίων πολὺ πιὸ «ἔξυπνος», πολὺ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου! Ἡ λογική τους ἔμοιαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο· ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητας μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μέχρι 320 χλμ τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο ἀπὸ 29.000 χλμ τὴν ὥρα καὶ πάνω. Τὸ πρῶτο κινεῖται ὁριζόντια. Τὸ δεύτερο κατακόρυφα. Στὴν μία περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στὴν δεύτερη, ἂν τὸ ξεπεράσεις, ἐκτιξεύεσαι· ξεπερνᾶς τὴν βαρύτητα τῆς γῆς· διαφεύγεις· ἐλευθερώνεσαι. Οἱ πρῶτοι, οἱ λογικοί, ὅσο κι ἂν τρέχουν πατᾶνε στὴ γῆ. Ὁ π. Ἡρωδίων ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Χωρὶς νὰ τὸν ἔχει ἀκουμπήσει. [28]
1) Ἰω. κα΄ 1, Ρωμ. α΄ 19.
2) Αὐτ στ. 14, Μαρκ. ιστ΄ 12, 14, Β΄ Κορ. δ΄ 11, Κολ. γ΄ 4.
3) Γεν. β΄ 17.
4) Ἔξοδ. ιθ΄ 21.
5) Ἔξοδ. λγ΄ 18.
6 Αὐτ. στ. 23.
7 Αὐτ. στ. 20.
8) Θεία Λειτουργία ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
9 Β΄ Κορ. ἴβ΄ 1, 2, 4.
10) Ἰω. κ΄ 17.
11) Λουκ. κδ΄ 31.
12 Ἅ΄ Τιμ. γ΄ 16.
13 Ἑσπερινὸς Χριστουγέννων.
14 Μαρκ. ιστ΄ 12.
15 Λουκ. κδ΄ 40-43.
16) Ματθ. κή΄ 20.
17 Ἰω. α΄ 18.
18 Ματθ. ιγ΄ 10.
19) Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως, Κεφ. 4.
20 Γαλ. γ’ 13.
21 Ψαλμ. ἰη’ 2.
23 Ἐφ. στ΄ 12.
24 Ρωμ. β΄ 4.
25 Λουκ. κδ΄ 1.
26 Ἰω. κ΄ 1.
27 Π. Β. Πάσχου, Γεροντικόν, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 4
28 Νικολάου Ἱερομόναχου, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ – Τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς γῆς, ἐκδ. Καστανιώτη 2000, σσ. 114-117.
Ἀπὸ τὸ ὀλιγοσέλιδο ἔντυπο «Συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ ὑπέρλογα ρίσκα», ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθήνα-Κομοτηνὴ 2002.
Άλλα αποσπάσματα από την ίδια έκδοση βρίσκονται αναρτημένα εδώ:
πηγή: Aντίφωνο