Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος
Ὅταν χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις καὶ ἔννοιες, ὅπως «δόξα τῷ Θεῷ», «δοξολογικὴ στάση», «εἰς δόξαν Θεοῦ», οἱ περισσότεροι συνήθως σκέπτονται κάτι ποὺ προσφέρεται στὸ Θεό, μιὰ ὑμνολογικὴ στάση, κάτι ποὺ γίνεται γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράλληλη χρησιμοποίηση τῆς λέξεως δόξα γιὰ θέματα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἔχει συμβάλει στὴν ἀλλοίωση τοῦ ἀρχικοῦ βιβλικοῦ νοήματος. Μερικοὶ μάλιστα διερωτῶνται, τί ἀνάγκη ἔχει ὁ ἀνενδεὴς Κύριος τοῦ σύμπαντος νὰ τοῦ ἀναπέμπουν τὰ πλάσματά Του δόξα; Ἐν τούτοις, ἡ ἔννοια, τὸ μήνυμα καὶ ἡ ἐπικαιρότητα τῶν ἀληθειῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ εὐρύτερα καὶ βαθύτερα καὶ ἔχουν πολύμορφες συναρτήσεις γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱεραποστολή.
Ἡ ὀρθὴ δοξολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ περιορίζεται στὴν τιμὴ ποὺ ἀναπέμπομε στὸν Θεό, στὸν ὕμνο καὶ στὸν αἶνο, στὴ διακήρυξη τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς μεγαλοσύνης Του. Στὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Ο΄, ἡ λέξη δόξα χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴν ἑβραϊκὴ ἔννοια τοῦ «καμπόδ», ὅρου ποὺ ἐνῷ ἀρχικὰ περιέχει τὴν ἰδέα τοῦ βάρους, τελικὰ καθορίζει τὸν τρόπο, τὴ λαμπρότητα, τὴ λάμψη μὲ τὴν ὁποία ἀποκαλύπτεται ὁ ἀπρόσιτος Θεός. Σ’ αὐτὴ τὴ γραμμὴ τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ κινοῦνται καὶ οἱ ἔννοιες μὲ τὶς ὁποῖες χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος δόξα στὴν Παύλειο καὶ Ἰωάννειο θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Α΄. Βιβλικὴ θεμελίωση
Μία ἀπὸ τὶς ἀφετηριακὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος στὴν οὐσία. Αὐτὸ ἀποτελεῖ βασικὴ δυσκολία στὴ μετάδοση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, ὅπου ὁ σύγχρονος τεχνολογικὸς καὶ ἠλεκτρονικὸς πολιτισμὸς προβάλλει τὴν ἀπαίτηση γιὰ κατανόηση καὶ ἐξερεύνηση κάθε πραγματικότητος. Ἡ βιβλικὴ ὅμως ἀποκάλυψη ὑπερβαίνει τὸ ἀδιέξοδο τῆς πρώτης αὐτῆς θέσεως γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σαφῆ ἐξαγγελία τοῦ γεγονότος ὅτι, ἐνῶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀκατανόητη καὶ ἄγνωστη, ἐν τούτοις ἡ παρουσία Του γίνεται αἰσθητὴ στὸν κόσμο, στὸ σύμπαν, μὲ τὴ φανέρωση τῆς δόξης Του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὶς διάφορες περιπτώσεις θεοφανειῶν, δὲν γίνεται γνωστὴ ἡ οὐσία Του, ἀλλ’ ἡ δόξα Του· διότι μόνο αὐτὸ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ αἰσθανθεῖ ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος. Πρόκειται γιὰ τὴ θέρμη μιᾶς θεϊκῆς παρουσίας, ἀσυλλήπτου, ἀπροσίτου, ἀλλὰ ἄμεσα αἰσθητῆς. Πρόκειται γιὰ τὴ δυναμική, δημιουργική, μεταμορφωτικὴ ἐνέργεια τῆς ὑπερουσίου Τριάδος. Ἡ δόξα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει τὸ σύμπαν, «τὰ πάντα», τὰ φέρνει μέσα στὴν περιοχὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λυτρωτικῆς χάριτός Του. Καὶ μένει στὴν ἀπεραντωσυνη τῆς αἰωνιότητος· κι ὅταν ὃ χρόνος καταργηθεῖ.
Τὸ κρίσιμο σημεῖο τοῦ ἀκατάληπτου καὶ φανερουμένου μὲ δική Του πρωτοβουλία Θεοῦ προσπάθησε νὰ φωτίσει λίγο ἡ πατερικὴ σκέψη μὲ τὴ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸ Μεγάλο Βασίλειο μέχρι τὴ συστηματικότερη ἐπεξεργασία τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ ἀνατολικὴ χριστιανικὴ σκέψη διακρίνει σταθερὰ μεταξὺ κτιστοῦ σύμπαντος καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ «ὑπερούσιος» Θεὸς δὲν ταυτίζεται μὲ ὁποιαδήποτε κτιστὴ ἀντίληψη καὶ ἰδέα, ὅπως ἡ φιλοσοψικὴ ἔννοια τῆς οὐσίας. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπόσταση μεταξὺ πλάσματος καὶ δημιουργοῦ παραμένει ἀπροσμέτρητη. Ὁ λόγος περὶ Θεοῦ σὲ ἐσχάτη ἀνάλυση εἶναι λόγος περὶ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει ταυτόχρονα τὴν ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐγγύτητά Του.
Ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται στὴ βάση του μὲ τὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ αὐθεντικότερη μορφὴ καὶ προσφορά του παραμένει ἡ δοξαστική. Ἀλλὰ καὶ ὁ προσφυέστερος στοχασμὸς γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸν τρόπο μεταφορᾶς αὐτοῦ τοῦ μηνύματος εἶναι ὁ δοξολογικός. Δὲν πρόκειται τόσο γιὰ μέθοδο, ὅσο γιὰ στάση σκέψεως, διαθέσεως καὶ ζωῆς, πρὸ τοῦ ἀπροσίτου μυστηρίου τοῦ αἰωνίου Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ κατανόηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὀρθὴ βίωσή της καὶ μετάδοση ἀποτελοῦν κεντρικὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καὶ ἀξίζει ἀναλυτικότερα νὰ προσεγγίσουμε τὸ βιβλικὸ θεμέλιό της.
2. Ἀφετηρία τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ στήριγμα αἰσιοδοξίας καὶ ἐλπίδος εἶναι ἡ πραγματικότητα ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅσο ἀπρόσιτη καὶ ὑπερβατικὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τόσο οἱ ἐνέργειες τῆς θείας οὐσίας, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀγκαλιάζουν τὸ σύμπαν. Μὲ δυναμικό, ποιητικὸ τρόπο μᾶς βεβαιώνει ἡ Γραφὴ γι’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18:1). Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ θάμβος καὶ τὸ δέος πρὸ τοῦ μυστηρίου τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ δόξα Του διαχέεται καὶ γεμίζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, κάθε μορφὴ ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ. στ΄ 3).
Ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου ἀρχίζει ὅταν μὲ τὴν ἐγωιστικὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τῶν λογικῶν ὄντων (ἀρχικὰ τμήματος τοῦ ἀγγελικοῦ κόσμου καὶ κατόπιν τοῦ πρώτου ἀνθρωπίνου ζεύγους) σκιάζεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκτινοβολεῖ ἡ λάμψη της, ἀλλὰ ἡ τύφλωση καὶ ἡ σύγχυση, ποὺ προκάλεσε ἡ ἁμαρτία ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔκρηξη ἰδιοτέλειας καὶ ἐγωπάθειας, σὰν μολυσμένο σύννεφο παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στὴν πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, ποὺ εἶναι τὸ κορύφωμα τῆς κτίσεως, καὶ τὴν στερεῖ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀναπηρία βαραίνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄ 23). Οἱ ἄνθρωποι πιά, ἀνίκανοι νὰ χαροῦν τὴν παρουσία Του, «οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν» (Ρωμ. α΄ 21). Θύματα τῶν ψευδαισθήσεων καὶ τῆς μωρίας των «ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ» μὲ τὰ ποικίλα εἴδωλα τῆς φαντασίας καὶ τῆς βουλήσεώς τους. (Ρωμ. α΄ 21-23).
Μιὰ νέα ἀποφασιστικὴ καὶ ὁριστικὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰω. α΄ 14). Ἡ γνώση τοῦ Λόγου, ἡ κοινωνία μαζί Του εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἰωάννου «ἡ θέα τῆς δόξης» αὐτοῦ. Ὅλοι οἱ σταθμοὶ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ὁποία συντελεῖται ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντος, εἶναι ἐκφράσεις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γέννησή Του σημαίνει «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄ 14). Τὸ θαῦμα τῆς Κανᾶ, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζουν τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας Του, ἀποτελεῖ «φανέρωσιν τῆς δόξης του» (Ἰω. β΄ 11). Στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, πιὸ ἄμεσα καὶ ἐκτυφλωτικά, ἀποκαλύπτεται στοὺς τρεῖς Μαθητὲς «ἡ δόξα αὐτοῦ» (Λουκ. θ΄ 32), ἡ θεανθρώπινη φύση Του στὴ θεϊκὴ λάμψη τῆς θείας δόξης. Ὅπως τὴν καθορίζει ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «τὴν ὕπερφωτον τοῦ ἀρχετύπου κάλλους λαμπρότητα, αὐτὸ τὸ ἀνείδεον εἶδος τῆς θεϊκῆς ὡραιότητος, δι’ οὗ θεουργεῖται καὶ τῆς πρὸς πρόσωπον θείας ὁμιλίας καταξιοῦται ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴν τὴν ἀείδιον καὶ ἀδιάδοχον βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὑπὲρ νοῦν καὶ ἀπρόσιτον φῶς, φῶς οὐράνιον, ἄπλετον, ἄχρονον, ἀείδιον, φῶς ἀπαστράπτον ἀφθαρσίαν, φῶς θεοῦν τοὺς θεωμένους».
Ἰδιαίτερα ὅμως τὸ Πάθος καὶ ἡ Σταύρωση ἀποτελοῦν κατὰ τὴν Ἰωάννειο θεολογία τὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στὶς πιὸ ἀσύλληπτες καὶ πρωτοφανέρωτες διαστάσεις. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν τελευταία προσευχή Του πρὸς τὸν Πατέρα ἀναφέρεται ἄμεσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, συνδέοντας ὀργανικὰ καὶ ἐσωτερικὰ τὰ θέματα τῆς ἀγάπης, τῆς ζωῆς, τῆς δόξης, ποὺ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς λυτρωτικῆς κινήσεως (Ἰω. ιζ΄ 1-26). Μὲ τὸ Πάθος Του, ποὺ ἀκολουθεῖται ἄμεσα ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται «εἰς τὴν δόξαν Του» (Λουκ. κδ΄ 27). Συντρίβοντας ὀριστικὰ τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ λαμβάνοντας «πᾶσαν ἐξουσίαν ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη΄ 18), ὁ ἀναστᾶς Χριστὸς «ἀναληφθεὶς ἐν δόξῃ» ἑνώνει «τὰ ἐπὶ γῆς τοῖς οὐρανίοις», ἀνυψώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς τῆς δόξης, ἐπαναφέροντας τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία στὴν ὁριστική της κατεύθυνση.
Ἔκτοτε, αὐτὸ ποὺ συνετελέσθη ὀντολογικὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση – ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πρωτοτόκου της κτίσεως – συνεχίζεται μὲ τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ φανερώνεται μ’ ἕναν ἄλλο δυναμικὸ τρόπο «πνοῆς βιαίας» καὶ «γλωσσῶν ὡσεὶ πυρός» (Πραξ. β΄ 2-3).
Πιὸ ἄμεσα ὁ Γρηγόριος Νύσσης βλέπει αὐτὴ τὴ δόξα, τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς βεβαίωσε ὅτι ἔδωσε στοὺς μαθητές Του (Ἰω. ιζ΄ 22), ὡς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «... Ὥστε διὰ τῆς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἑνότητος... ἓν σῶμα γενέσθαι τοὺς πάντας... Τὸ δὲ συνδετικὸν τῆς ἑνότητος ταύτης, ἡ δόξα ἐστί· δόξαν δὲ λέγεσθαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ...Ἔλαβε δὲ ταύτην τὴν δόξαν, ...ὁ τὴν ἀνθρωπινὴν φύσιν περιβαλλόμενος, ἧς δοξασθείσης διὰ τοῦ Πνεύματος, ἐπὶ πᾶν τὸ συγγενὲς ἡ τῆς δόξης τοῦ Πνεύματος διάδοσις γίνεται, ἀπὸ τῶν μαθητῶν ἀρξαμένη».
Ἡ φανέρωση τῆς παρουσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ σύμπαν, στὸν χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα συντελείῖται μὲ τὴν συνεχῆ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἀπόστολοι τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἐποχῆς προσκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους «εἰς τὸ περιπατῆσαι αὐτοὺς ἀξίως τοῦ Θεοῦ» τοῦ καλοῦντος τοὺς ἀνθρώπους «εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν» (Α΄ Θεσ. β΄ 11-12). Αὐτὴ ἡ πρόσκληση, «παράκληση» καὶ «παραμυθία» συνιστᾶ τὸν σκοπὸ τῆς ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς. Πυρήνας τοῦ ἀποστολικοῦ μηνύματος παραμένει ἡ διακήρυξη «τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἔστι Χριστὸς ἐν ἡμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης» (Κολ. α΄ 27). Καὶ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καθορίζεται ἡ μετοχὴ σ’ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλος ὁ ἐσχατολογικὸς προσανατολισμὸς τῆς Ἐκκλησίας κορυφώνεται στὸ σημεῖο ὅπου ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σ’ ὅλη της τὴν αἴγλη καὶ πληρότητα, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ «καθίσῃ ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ» γιὰ τὴν ὁριστικὴ κρίση καὶ ὁλοκλήρωση τῆς βασιλείας Του.
Ὅσοι δέχθησαν τὸ φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ μὲ ταπείνωση, πίστη, μετασχηματίζοντάς το μέσα στὴ ζωή τους σὲ ἀγάπη, βλέπουν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ σὰν φῶς. Ὅσοι ἀρνήθηκαν κι ἀπώθησαν τὴν ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὴν ταπεινή της μορφὴ τὴν ἀντικρύζουν πιὰ ὡς ἐκτυφλωτικὸ πῦρ καταναλίσκον. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ σφραγίζει τὴν ἱστορία καὶ τὴν προεκτείνει σὲ ἀσύλληπτες διαστάσεις.
Οἱ τελευταῖες σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης φωτίζοντας τὸ ἐσχαταλογικὸ ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας περιγράφουν «τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλήμ», ἡ ὁποία κατέρχεται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ φωτίζεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ «τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. κα΄ 10, 23). Ὅλοι οἱ δυνατοὶ τῆς γῆς «φέρουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς αὐτήν» καταθέτοντας τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τῶν ἐθνῶν (κα΄ 24-26). Κάθε ἄλλη δόξα τοῦ κόσμου, τῶν πολιτισμῶν τῶν λαῶν τῆς γῆς, κατατίθεται στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ, βρίσκει τὸ τέλος καὶ τὴν πλήρωσή της στὴ μετοχή της στὴ θεία δόξα.
Β'. Ὁ Δοξολογικὸς χαρακτήρας τοῦ Θεολογικοῦ Στοχασμοῦ καὶ τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας
1. Ἡ δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα προμήνυμα καὶ προανάκρουσμα αὐτῆς τῆς ἐσχάτης ὥρας, κατὰ τὴν ὁποία θὰ μετασχηματισθεῖ τὸ σύμπαν μέσα στὴν ἀπόλυτη φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴ δοξαστικὴ προοπτικὴ καὶ θέα τῶν πραγμάτων, τῆς Ἰστορίας τῆς λυτρώσεως, ἡ Ἐκκλησία συνοψίζει, ἐκφράζει καὶ διαφυλάττει στὶς δογματικές της ἀναλύσεις καὶ στὶς λατρευτικές της ἐκφράσεις, καθορίζοντας δοξολογικὰ καὶ τὸ ρυθμὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἱεραποστολῆς.
Ὁ θεολογικὸς στοχασμός, κατ’ ἀρχήν, εἶναι στὴ βαθύτερη καὶ οὐσιαστικὴ ἔκφρασή του δοξολογικός. «Φέρει δὲ τῷ Κυρίῳ δόξαν καὶ ὁ λόγῳ σοφίας θεολογῶν». Ἡ ἰδιαίτερη εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα δὲν εἶναι τόσο μιὰ θεωρητικὴ φιλοσοφικὴ πολυπραγμοσύνη περὶ τῆς ἀκριβοῦς καὶ ἀληθοῦς «γνώμης» καὶ «δοξασίας», ἀλλὰ μιὰ ἐγρήγορση γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου πρὸς τὴν οἰκείωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ σημασία τῆς ὀρθῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Κάθε λανθασμένη ἀντίληψη καὶ δοξασία περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ νοήματος τῆς ἀνθρώπινης λυτρώσεως ἀλλοιώνει, ἀποκρύπτει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, θολώνει τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή, παραπλανᾶ τὸν ἄνθρωπο πρὸς λανθασμένες κατευθύνσεις, δημιουργεῖ σύγχυση στὴ δοξαστικὴ βίωση καὶ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἀνησυχία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα συμβαδίζουν καὶ συνυφαίνονται μὲ τὴ λαχτάρα γιὰ τὴν ὀρθὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ θεολογία καὶ κάθε ἐπὶ μέρους ἔκφρασή της δὲν περιορίζεται νὰ εἶναι μιὰ «ἐπιστήμη», ἀλλὰ περνώντας μέσα ἀπὸ τὰ στάδια μιᾶς προπαρακευαστικῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, φιλοσοφικῆς ἢ φιλολογικῆς, ἐπιχειρεῖ δοξολογικὰ τὸ ἅλμα πρὸς τὴν περιοχὴ τῆς προσεγγίσεως καὶ προσλήψεως ἐν Χριστῷ τῆς θείας δόξης, τῆς βιωματικῆς πορείας στοὺς ἀπέραντους κόσμους τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἰδιαίτερα τυπικὴ καὶ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ προσπάθεια τῆς θεολογικῆς ἐμβαθύνσεως διὰ τῆς ἐνατενίσεως καὶ βιώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὴ σκέψη καὶ τὴ ζωὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δοξολογικὴ στάση καὶ ἐνατένιση κατευθύνει σὲ μιὰ περιοχὴ οὐσιαστικῶν θρηκευτικῶν ἐμπειριῶν καὶ χαρίζει μιὰ «γνώση» ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια καὶ τὴ φύση τῆς ἐμπειρικῆς ἀναλυτικῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Ὁδηγεῖ σὲ μιὰ μετοχή, μιὰ «κοινωνία», σὲ μιὰ θεία καὶ ζωοποιὸ ἔλλαμψη. Ἡ δόξα ἔτσι ἀποκτᾶ μιὰ προτεραιότητα πάνω στὴν πίστη, τὴ γνώση, τὴν ἀγάπη, κυρίως διότι τὰ περιλαμβάνει καὶ τὰ μεταμορφώνει «ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου Του».
2. Ἢ δοξαστικὴ πορεία στὴν ὁποία ἀναφερόμαστε δὲν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική. Συντελεῖται ἐν Χριστῷ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σύσταση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας – ἡ ὁποία μὲ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων καὶ τὴν ὅλη δοξολογική της ὕπαρξη ἀναγγέλλει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ μετέχοντας στὸν αἶνο τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς, ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης – ἀποτελεῖ ἄμεσο καὶ βασικὸ σκοπὸ τῆς Ἱεραποστολῆς. Ἡ πορεία πρὸς τὴ δόξα τῆς κατὰ χάρη θεώσεως ἐξελίσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματικότης τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅπου λαμβάνει χώρα ἡ δημιουργία νέας ζωῆς ἐν κοινωνίᾳ διὰ τῆς μετοχῆς εἰς τὴν δόξαν αὐτήν».
Τὸ δοξολογικὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας καλλιεργεῖται καὶ κορυφώνεται μέσα στὴ λατρεία. Στὴ λατρευτικὴ σύναξη, ὁ κάθε πιστὸς σὰν πρόσωπο καὶ ὅλοι μαζὶ σὰν «Σῶμα Χριστοῦ» στέκουμε ὑπαρξιακὰ πρὸ τῆς μυστικῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἦρθε καὶ ἔρχεται, διακηρύσσομε δοξολογικὰ τὴν ἐσχατολογικὴ ἔλευσή της. Ἰδαίτερα στὴ Θεία Λειτουργία, ὅπου ἐπαναλαμβάνονται στὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα τὰ γεγονότα τῆς θείας Κενώσεως, τῆς ἀγάπης, τῆς σταυρικῆς θυσίας, τῆς Ἀναστάσεως, γινόμαστε συμμέτοχοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τοῦ ἀναστάντος καὶ ἀναληφθέντος Χριστοῦ ἐνσωματούμενοι στὸ Σῶμα Του, κοινωνοὶ τῆς θείας Δόξης.
Αὐτὴ τὴ δοξολογικὴ στάση διάλεξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ θέσπιση τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, γιὰ νὰ ἀναγγέλλει καὶ νὰ πανηγυρίζει τὸ «εὐαγγέλιο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Τὴν διάλεξε σὰν κέντρο ζωῆς, γιὰ νὰ βιώνει καὶ νὰ ἐκφράζει δυναμικὰ τὴν πρόσληψη καὶ τὴ οἰκείωση τῆς θείας δόξης, ποὺ φανερώθηκε μὲ μοναδικὸ καὶ ἀσύλληπτο τρόπο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ δοξολογικὴ αὐτὴ διάθεση καὶ στάση παρουσίασε μία κεντρομόλο ἱεραποστολικὴ δύναμη ἕλξεως μυριάδων ἀνθρώπων, καὶ στὶς πιὸ σκληρὲς ἀκόμα ἐποχὲς τῶν διωγμῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου. Μέσα στὴ λατρευτικὴ σύναξη συντελεῖται ἡ βαθειὰ ἀλλαγή, ἡ μετάνοια, ἡ ὑπαρξιακὴ ἐνατένιση τῆς ταπεινώσεως ἐν δόξῃ, καὶ τῆς δόξης ἐν τῇ ταπεινώσει τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δέχεται νὰ προσφέρεται τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του μὲ τὰ φτωχικὰ δῶρα μας καὶ τὶς πάμπτωχες ἐπικλήσεις μας.
Μὲ τὴ δοξολογικὴ ἔκφραση καὶ ἀνάταση διαπερᾶται ἡ ὕπαρξη ἀπὸ τὴ μυστικὴ ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, φορτίζεται μὲ μία ἀπίστευτη, γαλήνια δύναμη, ποὺ μοιάζει ὄχι τόσο μὲ τὴ μηχανική, τὴ μυϊκή, ὅσο μὲ τὴν πυρηνική, ἐνεργειακή.
Αὐτὴ ἡ δοξαστικὴ ἀτμόσφαιρα συνέχει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ διατηρεῖ τὴν παράδοση τῆς ἑνωμένης Ἐκκλησίας. Οἱ δοξολογικὲς συνάξεις παρουσιάζουν ἐδῶ μία ἰδιαίτερη ἐκφραστικὴ ποικιλία, μὲ τὸν καθημερινὸ ρυθμὸ τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ, τῶν παννυχίδων, τῶν ἑορτῶν τῶν ἁγίων μέσα στὴ διαδοχὴ τῶν ἐποχῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους· καὶ συγκεντρώνουν σταθερὰ καὶ ἀδιάκοπα τοὺς πιστοὺς σ’ ἕνα δοξολογικὸ ρυθμό, ἀναβαπτίζοντάς τους στὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως. Κάθε πράξη καὶ κάθε εὐχὴ στὴν ὀρθόδοξη λατρεία ἐπιστεγάζεται καὶ κορυφώνεται σὲ μιὰ δοξολογικὴ ἔξαρση, σὲ μιὰ ἐπίμονη ἀναγγελία καὶ διακήρυξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς συχνότερα ἐπαναλαμβανόμενες φράσεις εἶναι τὸ «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι». Ὅλες οἱ ἐκφωνήσεις στὴ Λειτουργία ἐπανέρχονται καὶ κορυφώνονται στὸ θέμα τῆς δόξης. «Ὅτι σὸν τὸ κράτος καὶ σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα...». «Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἠμῶν καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπεμπομεν...» (τὴν δεχόμεθα, τὴν προσλαμβάνομε καὶ πάλιν τὴν ἀναπέμπομε, τὴν ξαναστέλνομε στὴν ἀφετηρία της). Ἐδῶ δὲν πρέπει νὰ δοῦμε ἁπλῶς μία ἀναφορὰ στὴ θεία δόξα, ἀλλ’ ἕνα σταθερὸ ἐπαναπροσανατολισμὸ πρὸς τὴν πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ πέρα ἀπὸ κάθε ἄλλη συμβατικὴ «πραγματικότητα» διαπερνᾶ ὁλόκληρή τη ζωή, ὁλόκληρη τὴν Ἱστορία τοῦ κόσμου, τὴν αἰωνιότητα.
Στὸ κέντρο τῆς θείας Εὐχαριστίας δεσπόζει ὁ ὕμνος «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου...». Ἔτσι διακηρύσσεται πανηγυρικὰ ἡ κοσμολογικὴ ἀρχὴ ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ γεμίζει τὸ σύμπαν, τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Εἶναι μία πίστη ποὺ στὴ συνέχεια γεμίζει μὲ αἰσιοδοξία καὶ χαρὰ τὸν πιστό, μία βεβαιότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ ζωτικότητα καὶ θάρρος. Ἡ ὑμνολογικὴ παράδοση καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἑνώνοντας τοὺς πιστοὺς σ’ ἕνα δοξολογικὸ σῶμα, τοὺς προσφέρει νέα πνοὴ γιὰ τὴν ἀναγγελία καὶ μεταφορὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἐλπίδος μέσα στὴν καθημερινότητα.
Ἰδιαίτερα τὰ μοναστήρια, σὰν ὀργανωμένα δοξολογικὰ κέντρα συνεχοῦς καὶ ἐντόνου λατρευτικῆς ζωῆς, διατήρησαν καὶ διατηροῦν μέσα στὶς πιὸ ποικίλες ἱστορικὲς συνθῆκες μία σταθερὴ ἱεραποστολικὴ ἀκτινοβολία. Στὴ Δύση καὶ στὴν Ἀνατολή, στὶς πολιτεῖες καὶ στὶς ἐρημιές, σὲ ἀνεπτυγμένους καὶ σὲ πρωτόγονους πολιτισμούς, ἡ συμβολή τους στὴ διάδοση, ἑδραίωση, ἀλλὰ καὶ ἀντίσταση καὶ ἀντοχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως παρέμεινε ἀδιαφιλονίκητη. Θυμίζω ἰδιαίτερα τὸν ρόλο τους στὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὶς ἐκτάσεις τῆς βορείου Εὐρώπης, τῆς ἀχανοῦς Βορείου Ἀσίας, τῆς Ἀλάσκας, καὶ ἀργότερα τὴν ἀντίσταση κάτω ἀπὸ Ἰσλαμικὸ ζυγὸ στὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Βαλκανική.
Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς κατηγορίες καὶ τάσεις τῆς ἐποχῆς μας πολλοὶ περιορίζονται νὰ βλέπουν τὴν ἱεραποστολικὴ συμβολὴ τῶν Μονῶν στὸ κοινωνικό, κηρυκτικὸ ἔργο τους. Ἀλλὰ ὅλο αὐτὸ τὸ ἔργο ἔρχεται σὰν συνέπεια, σὰν ἀναπνοὴ ζωῆς. Τὸ πρωταρχικό, ποὺ ἀναδεικνύει τὰ μοναστήρια στηρίγματα εὐαγγελισμοῦ καὶ δυναμικὰ κέντρα ἱεραποστολῆς, εἶναι ὅτι ὑπῆρχαν καὶ μένουν μία σταθερὴ λατρευτικὴ δοξολογικὴ κοινότητα, ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριό της Βασιλείας καὶ ἀκτινοβολεῖ τὴ λάμψη τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς ἐλεύσεώς της.
Διαβρωμένοι συνήθως ἀπὸ τὴ νοοτροπία τῆς ἀποτελεσματικότητος, δὲν διαθέτομε πάντοτε τὴν εὐαισθησία ἐκτιμήσεως τῆς ἀληθινῆς ἁγιότητος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὴ δόξα καὶ μεταμορφώνει μόνο καὶ μόνο διότι ὑπάρχει. Ἐν τούτοις σὲ κάθε ἐποχὴ εἶναι αἰσθητὴ ἡ βαθειὰ κοινωνικὴ ἐπίδραση τῶν ἁγίων, ὅταν εἶναι σημεῖα τῆς παρουσίας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς κινούμεθα στὸ χῶρο τῶν πολλῶν ἐκκλησιαστικῶν δραστηριοτήτων καὶ ἱεραποστολικῶν προσπαθειῶν γνωρίζομε ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία πόσο ἐπικίνδυνα ἀδειάζομε περισπώμενοι «περὶ πολλὴν διακονία», καὶ πόσο λυτρωτικὰ ἀνανεωνόμαστε ἐπανερχόμενοι στὴ δοξολογικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς λατρευτικῆς ζωῆς. Πόση ἐσωτερικὴ πνευματικὴ δύναμη, ἐνόραση καὶ ἀσκητικὴ ἐγρήγορση προσφέρει αὐτὴ ἡ δοξολογία· μὲ ἄμεσες καὶ συνεχεῖς ἐπιπτώσεις στὴν κάθαρση καὶ ἀνύψωση τῆς καθημερινῆς διακονίας μας.
Διότι ἡ δοξολογικὴ στάση γιὰ τὴν ὁποία κάνουμε λόγο δὲν εἶναι στατικὴ καὶ παθητική, δὲν ἀποτελεῖ ἕνα κλειστὸ κύκλωμα. Συνδέεται ὀργανικὰ μὲ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς μας.
Γ΄. Οἰκείωση καὶ ἀκτινοβολία τῆς Θείας Δόξης
Μέσα στὴ δοξολογικὴ προοπτικὴ ἡ ἱεραποστολὴ δὲν νοεῖται λοιπὸν σὰν μέθοδος προσηλυτισμοῦ καὶ προσελκύσεως νέων μελῶν σὲ μιὰ κλειστὴ κοινωνία ποὺ ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν μιὰ πολύφωνη, πολυδιάστατη φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν δοξολογοῦσα Ἐκκλησία, ἀπὸ κάθε δοξολογοῦντα πιστό, μὲ δύο βασικοὺς σκοπούς: Τὴν κινητοποίηση (α) ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως γιὰ τὴν προσοικείωση καὶ ἐξαγγελία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. (β) τὴν κινητοποίηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ μία κοινὴ πορεία μέσα στὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ μιὰ συμβολὴ γιὰ τὴν ἐπάνοδο ὅλης της δημιουργίας στὸ δοξολογικὸ ρυθμό.
1. Οἰκείωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκτινοβολία της εἶναι δύο συνεχεῖς κινήσεις τοῦ ἴδιου βασικὰ παλμοῦ. Ἡ δοξολογικὴ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου ἔρχεται σὰν ἀπάντηση στὴν ἀποκάλυψη τῆς θείας δόξης στὴν ψυχή. Καὶ στὴ συνέχεια γίνεται νέα αἰτία προσλήψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ δὲν σημαίνει μία ἁπλὴ παραδοχὴ μερικῶν θέσεων πίστεως, ἀρχῶν καὶ κανόνων συμπεριφορᾶς. Ὁσάκις δόθηκε ἐκεῖ ἡ ἔμφαση, φθάσαμε σὲ στεῖρες καὶ ἀποκρουστικὲς μορφὲς τυπολατρίας, νομικίστικου πνεύματος, στυγνῆς ἠθικιστικῆς νοοτροπίας. Σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς παραμένει ἡ διὰ τοῦ Πνεύματος ἐν Χριστῷ προσοικείωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ – ποὺ ἀποκαλύπτεται σὰν φῶς, ἀγάπη, ἀγαλλίαση – ἀπ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Οἱ ἀκτίνες τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἰσδύουν στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη μὲ τὴ χάρη τῶν μυστηρίων. «Ἡ χάρη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα εἶδος ἐνάρξεως ἐντός μας τῆς δόξης». Αὐτὴ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐγκαταφυτεύεται στὶς ψυχές, πρέπει νὰ αὐξήσει τὴ λάμψη της. «Ζητεῖ ὁ Θεὸς δοὺς ἡμῖν τὸν Υἱὸν ἑαυτοῦ ἐν ἐκάστῳ τῶν εἰληφότων αὐτὸν τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἥντινα εὑρήσει, μὲν ἐν τοῖς ἐπιμελουμένοις ἑαυτῶν καὶ ἐξεργαζομένοις ταὰς ἐγκαταφυτευθείσας ἐπ’ αὐτῇ ἀφορμάς· οὐχ εὑρήσει δὲ ἐν τοῖς μὴ τοιούτοις καὶ μὴ εὑρίσκων κρίνει ἐκείνους ἐν οἷς οὐκ εὑρίσκει τὴν δόξαν τοῦ Υἱοῦ ἐαυτοῦ».
Ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ τὴ ζωντανὴ πίστη. Ὄχι μόνο στὴ Μάρθα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο ἀπευθύνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, «ἐὰν πιστεύσῃς ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. ια΄ 40). «Εἰ δὲ τὶς οὐδέπω εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ τῶν οἰομένων πεπιστευκέναι», σχολιάζει ὁ Ὠριγένης, «μανθανέτω ὅτι ἐλέγχεται δι’ ὧν οὐδέπω εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ μὴ πεπιστευκώς».
Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει μία νομικοῦ τύπου ἀπαλλαγῆ τῆς ἐνοχῆς, μία στατικὴ δικαίωση. «Κλήση», «δικαίωση» εἶναι στάδια μεταβατικά. Τὸ τέρμα παραμένει ἡ δόξα, ἡ πορεία καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Οὓς δὲ ἐδικαίωσεν τούτους καὶ ἐδόξασε» (Ρωμ. η΄ 30).
Φωτισμὸς καὶ δόξα, πίστη καὶ δόξα, αἶνος καὶ δόξα, δόξα καὶ ἔργα, προχωροῦν παράλληλα.
«Οὐκ ἐν φωναῖς καὶ λεξιδίοις ζητῶ τὸ διδόναι τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἠμῶν δόξαν, ἀλλ’ ἐν πράξεσιν ὁ διδοὺς δόξαν Κυρίῳ τῷ Θεῷ δίδοσι δόξαν αὐτῷ. Ἐν σωφροσύνῃ δόξασον τὸν Θεόν, ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν εὐποιΐᾳ δόξασον τὸν Θεόν», γράφει ὁ Ὠριγένης.
Ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ δραστηριότητες τῶν πιστῶν πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Εἴτε οὗν ἐσθίετε, εἴτε πίετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α' Κορ. ι΄ 31).
«Δοξάσατε οὗν τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α' Κορ. στ΄ 20). Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, οἱ σωματικὲς καὶ πνευματικὲς λειτουργίες καὶ δυνατότητες μετέχουν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Τὴν προσλαμβάνουν καὶ τὴν ἀναπέμπουν.
Ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία δόξα, στὴν ὁποία ἔχουν κληθεῖ οἱ χριστιανοί, σημαίνει ἕνα γενικὸ μετασχηματισμὸ τῆς ὑπάρξεως, μιὰ καθολικὴ μεταμόρφωση μέσα στὴν πνοὴ καὶ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρόκειται γιὰ γενικὴ ἀνάκραση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀνακαίνισή της μὲ τὴν ἐνέργειά Του. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ πιστὸς γίνεται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατοικητήριο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, γίνεται συγχρόνως πομπὸς ἀκτινοβολίας τῆς θείας δόξης, ἀποφασιστικὸς δηλαδὴ παράγων ἱεραποστολῆς.
Στὸ Γεροντικὸ τοῦ Εὐεργετινοῦ καταχωρεῖται μία ὑπέροχη λεπτομέρεια τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνώνυμου ἁγίου: «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ὅτι γέρων τις πνευματικὸς ἀπέκλεισεν ἑαυτόν· καὶ ἧν ἐπίσημος ἐν τῇ πόλει καὶ δόξαν ἔχων πολλήν. Ἐδηλώθη δὲ αὐτῷ ὅτι μέλλει τίς τῶν ἁγίων ἀναλύειν καὶ δεῦρο ἀσπᾶσαι αὐτὸν πρὶν κοιμηθῆναι. Καὶ ἐνεθυμήθη ἐν ἐαυτῷ ὅτι ἐὰν ἐξέλθω ἡμέρας, ἐπιτρέχουσιν οἱ ἄνθρωποι, καὶ πολλὴ μοὶ δόξα γίνεται, καὶ οὐκ ἀναπαύομαι ἐν τούτοις· ἀπέλθω οὗν ὀψὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ, καὶ λανθάνω πάντας. Ἐξελθὼν οὗν ὀψὲ τοῦ κελλίου, ὡς θέλων λαθεῖν, καὶ ἰδοὺ ἐκ τοῦ Θεοῦ καταπέμπονται δύο Ἄγγελοι μετὰ λαμπάδων, παραφαίνοντες αὐτῷ· ἰδοῦσα δὲ πᾶσα ἡ πόλις τὴν δόξαν, κατέδραμεν ὄπισθεν αὐτοῦ· καὶ ὅσον ἠθέλησε φυγεῖν τὴν δόξαν, τοσοῦτον ἐδοξάσθη, κατὰ τὸ γεγραμμένον «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Ὅσοι καθίστανται δέκτες τῆς θείας δόξης ἐκπέμπουν στὴ συνέχεια μία μεταμορφωτικὴ ἀκτινοβολία μέσα στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ σύνολο, μέσα στὴν ἀνθρωπότητα. Μόνο οἱ δεδοξασμένοι ἀπὸ τὴ θεία χάρη μποροῦν οὐσιαστικὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό, ὄντας οἱ ἴδιοι φορεῖς τῆς δόξης Του. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι παραμένουν οἱ σπουδαιότεροι ἱεραπόστολοι τοῦ Χριστιανισμοῦ.
2. Ἡ δοξαστικὴ αὐτὴ ἔκφραση καὶ πορεία δὲν πρέπει, οὔτε μπορεῖ νὰ μείνει μία προσωπικὴ δόνηση ἢ μία κοινοτικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ ἁπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν κτίση. «Ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου» (Ψαλμ. 107:6).
Αὐτὸς ὁ βιβλικὸς στίχος, ποὺ ἀπαγγέλλεται στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποτελεῖ ἕνα ἱεραποστολικὸ σύνθημα γιὰ τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν ποὺ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ σκορπίσουν στὶς καθημερινές τους ἐνασχολήσεις. Ὁ δοξολογικὸς ὕμνος πρέπει νὰ ἁπλωθεῖ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. «Ἀναγγείλατε τοῖς ἔθνεσιν τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ψαλμ. 95:3). Ἡ ἐμπειρία τοῦ θείου φωτὸς τῆς δόξης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μείνει προνόμιο μερικῶν κοινοτήτων καὶ λαῶν. «Εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ψαλμ. 96:6). Ὅσοι εὐεργετήθηκαν καὶ δέχθηκαν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν στὴ συνέχεια νὰ γίνουν ἑστίες ἀκτινοβολίας τοῦ θείου φωτός, «πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β' Κορ. δ΄ 6).
Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προπτικὴ εἶναι μία σαφὴς δοξολογικὴ κίνηση. «Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο μάλιστα αἶνος, τοῦτο μάλιστα δόξα εἰς Θεόν, ὅταν πολλοὺς ἐπιζητεῖ τοὺς μέλλοντας αὐτοῦ ἀπολαύειν σωτηρίας».
Τὸ ἱεραποστολικὸ ἐνδιαφέρον ἐπεκτείνεται στὴν ἀνακαίνιση ὄλου τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι καὶ ἀκόμη κάθε μορφῆς πολιτιστικῆς ἐκφράσεως. Παραμερίζοντας τὶς τάσεις οἱουδήποτε πλατωνικοῦ ἢ νεοπλατωνικοῦ δυαλισμοῦ, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπευθύνεται ἀποκλειστικὰ στὸ νοῦ, στὴ φαντασία, σὲ μερικὲς μόνο λειτουργίες τοῦ ἀΰλου μέσα μας, ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, καλούμεθα νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὸν ἀνακαινισμὸ τῶν πάντων μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Τὰ «πάντα» μετέχουν στὴ μεταμορφωτικὴ διαδικασία. Ἡ χάρη μεταδίδεται διὰ τῆς ὕλης ἁγιάζοντας ὅλη τὴν κτίση μὲ τὸν ἄρτο καὶ οἶνο, ποὺ γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ Κυρίου τῆς δόξης», μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ δοξολογία ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑλικῶν στοιχείων (τῆς φωτιᾶς, τοῦ νεροῦ, τοῦ λιβανιοῦ, τοῦ ἐλαίου).
Ἡ δοξολογία τῆς κτίσεως ἐναρμονίζεται μὲ τὴ βουλητικὴ δοξολογία τῶν ἐλευθέρων ὄντων. Τὸ ὑλικὸ σύμπαν μετέχει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. «Ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 112:4). Μὲ τὴ συνεχῆ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἀκτινοβολήσει σ’ ὅλη τη γῆ. «Πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ» (Ψαλμ. 71:19). Ὅλοι ὅσοι μετέχουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλοῦνται νὰ συμβάλουν σ’ αὐτό.
Ἡ φανέρωση τῆς δόξης, ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὴν ἔλλογο κτίση μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ διακήρυξη τῆς καθολικῆς ἐξουσίας Του «ὑπὲρ πάντα» καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» (Ἰωὴλ γ΄ 1 Πραξ. β΄ 17), πρέπει νὰ διαπεράσει τὴν Ἱστορία, τὶς κοινωνικὲς δομές, τὶς πολιτιστικὲς ἐκφράσεις. Τὰ πάντα καλοῦνται νὰ μετασχηματιστοῦν καὶ νὰ ἀνακεφαλαιωθοῦν ἐν Χριστῷ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε ἔκφραση ἀνθρωπίνης δημιουργίας, «τὰ πάντα» καλοῦνται νὰ μετάσχουν σ’ αὐτὴ τὴ δοξολογικὴ κίνηση. Τελικά, κι αὐτὴ ἡ κτίση «ἐλευθερωθήσεται.... εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων», τὰ ὁποῖα κινοῦνται στὴν περιοχὴ τῆς ἀκτινοβολίας τῆς θείας δόξης, ὅπου συντελεῖται ἡ μεταμορφωτικὴ πορεία τοῦ κόσμου. Ὁ «λόγος» τοῦ κόσμου συμπυκνώνεται στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἱεραποστολὴ τελικὰ σημαίνει καθολικὴ κινητοποίηση γιὰ μία καθολικὴ δοξολογία τοῦ σύμπαντος.
Δ'. Ζώντας ἐν ταπεινώσει τὴ σταυρωμένη ἀγάπη. Ἀπὸ «δόξης εἰς δόξαν»
Ἀπὸ ὅσα ὣς τώρα εἰπώθηκαν εἶναι, ἐλπίζουμε σαφὲς ὅτι ἡ δοξολογικὴ στάση, στὴν ὁποία ἀναφερόμαστε, δὲν σημαίνει μία μονοδιάστατη, μονόπλευρη τοποθέτηση. Δὲν παραμερίζει τὶς ἄλλες διαστάσεις τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τόσο μία θέση ἀποκλειστική, ὅσο περιεκτική.
1. Ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται αὐτόνομα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη βούληση. Συντελεῖται ἐν Χριστῷ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς ὑπήρξε ὁ μόνος ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ πραγματικὰ δόξασε τὸν Πατέρα μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο Του. Αὐτὸς φανέρωσε οὐσιαστικὰ τὴ δόξα τοῦ Πατρός. Μὲ τὴ δοξολογία συντελεῖται μία μυστικὴ ἀνάκραση καὶ ταύτιση μὲ τὸ Χριστό, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, «ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23). Ἡ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ συντελεῖται κυρίως ἐν κενώσει καὶ σταυρικῇ ἀγάπῃ. Αὐτὸ παραμένει τὸ μόνιμα ἐπαναστατικὸ χαρακτηριστικό της θείας δόξης, ποὺ τὴν κάνει νὰ διαφέρει ὁριστικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὶς συνηθισμένες ἐκφράσεις τῆς ἀνθρώπινης δόξης.
Μὲ τὴ σκέψη μας μολυσμένη ἀπὸ τὶς συμβατικότητες τοῦ κόσμου, δυσκολευόμαστε συνήθως νὰ συμβιβάσουμε τὴν ταπείνωση μὲ τὴ δόξα. Ἀλλοτριωμένοι ἀπὸ τὴ δίψα γιὰ δημοσιότητα, αὐτοεξύμνηση καὶ προβολή, λησμονοῦμε ὅτι τὸ αὐθεντικὸ στὴν ἔκφραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ταπεινό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ «ἑαυτὸν ἐκένωσεν» (Φιλ. β΄ 7-8). Ὅποιος θέλησε νὰ ζήσει ἐν Αὐτῷ ὀφείλει νὰ μετέχει ἀδιάκοπα στὴ θεία ταπείνωση τοῦ Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ἀνατολὴ δίνεται ἡ ἔμφαση στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ – γιὰ νὰ μένει στὴν καρδιὰ σταθερὰ τὸ ὄνομα καὶ ἡ παρουσία Του – καὶ στὴν ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους, δηλαδὴ τὴ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητος καὶ ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ὅταν κενωθοῦμε ἐσωτερικά, ὑπαρξιακά, εἶναι δυνατὸ νὰ γίνουμε δοχεῖα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ ἄλλες ἀπόπειρες ἐκφράσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὰ μεγαλοπρεπῆ ἐξωτερικὰ συστήματα, τὰ πομπώδη ἐντυπωσιακὰ κατασκευάσματα πλούτου καὶ κοσμικῆς δυνάμεως, ποὺ ἀπομιμοῦνται τὰ ἀνθρώπινα μέτρα δόξης, ἀποδείχθηκαν γελοιογραφικά, ἄρρωστα κι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν ἀναγγελία «τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
Ἡ ἀγάπη τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων ἀντιτίθεται στὴν ἀγάπη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ (Ἰω. ιβ΄ 43). Ὅποιος ποθεῖ τὴν ἀνθρώπινη δόξα δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ γνήσια ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κανεὶς οἰκειώνεται καὶ δέχεται τὸ φῶς τῆς θείας δόξης, τόσο περισσότερο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴ λαχτάρα γιὰ κοσμικὴ ἀναγνώριση, γιὰ χρῆμα, φήμη, δύναμη, ἐξουσία.
Ὅπως διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ «Λέγεται περὶ τοῦ Παμβώ, ὅτι τρία ἔτη ἔμεινεν αἰτούμενος τὸν Θεὸν καὶ λέγων μὴ δοξάσῃς με ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ οὕτως ἐδόξασεν αὐτὸν ὁ Θεός, ὥστε μὴ δύνασθαί τινα ἀτενίσαι εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐκ τῆς δόξης ἧς εἰχεν· ἔλαμπε γὰρ λίαν· τὸ δὲ αὐτοῦ χάρισμα ἔσχε καὶ ὁ Ἀββᾶς Σισώης καὶ ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός».
Ὃ πειρασμὸς ἀλλοιώσεως τοῦ νοήματος τῆς θείας δόξης μὲ ἐξωτερικὲς ἐπιφάσεις μεγαλείου, θεαματικῆς ἐμφανίσεως καὶ μὲ μεγαλόστομες διακηρύξεις ἐπανειλημμένως πλήγωσε τὴν Ἐκκλησία καὶ διάφορες μορφὲς ἱεραποστολικῆς δράσεως. Ζημίωσε τὸ Χριστιανισμὸ σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς γῆς, ταυτίζοντάς τον στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ διάφορα συμφέροντα καὶ ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, δίνοντας λαβὴ στὴν ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα γιὰ ἐκμετάλλευση.
Ἡ κατ’ ἐξοχὴν ὥρα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἐλεύθερης ἀποδοχῆς τοῦ Πάθους. Εἶναι ἐπίμονη ἡ χρήση τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν Κύριο κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, σὰν πανηγυρικὸ προοίμιο καὶ σύνοψη τῶν ὅσων θὰ ἀπεκάλυπτε γιὰ τὴν ἀγάπη, τὸ δρόμο πρὸς τὸν Πατέρα, τὴν ἔλευση τοῦ Πνεύματος, τὸ νόημα τοῦ μαρτυρίου Του: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. Εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν» (Ἰω. ιγ΄ 31-32).
Σὲ κανένα ἄλλο πλαίσιο ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς σταυρικῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ βιωθεῖ καὶ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθιὰ πεποίθηση τῶν ἁγίων. «Κἀκεῖνα καὶ ἡμεῖς σπουδῇ πράξωμεν», γράφει ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «ἵνα διὰ τούτων δοξάσωμεν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς κληθῆναι καταδεξάμενον, καὶ δοξασθῶμεν παρ’ αὐτοῦ τὴ δόξῃ τοῦ Υἱοῦ, ἧν εἶχε προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρ’ αὐτοῦ. Τὰ δὲ εἰσίν, ὁ σταυρός, ἤγουν ἡ νέκρωσις τοῦ κόσμου παντός, αἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, καὶ εἰ τί ἕτερον τῶν παθημάτων Χριστοῦ. Ἃ ὑποφέροντες ἐν ὑπομονῇ μιμούμεθα τοῦ Χριστοῦ τὰ παθήματα. Δοξάζομεν δὲ δι’ αὐτῶν τὸν Πατέρα ἡμῶν καὶ Θεόν, ὡς Υἱοὶ αὐτοῦ χάριτι καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ». Ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τοῦ πόνου ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης δὲν ἀντιτίθεται στὸ δοξολογικὸ βίωμα. Ἀντίθετα, τὸ στηρίζει. Τοῦ προσφέρει τὴν ἀληθινὴ ἐσχατολογικὴ διάσταση (Β΄ Κορ. δ΄ 17).
Εὐλογημένοι ὅσοι μποροῦν νὰ βλέπουν τὴ λάμψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στὴν ὑπομονετική, ἑκούσια συμμετοχὴ στὰ παθήματα τῆς ἀνθρωπότητος· στὴ φτώχεια τῶν φτωχῶν αὐτῶν τοῦ κόσμου, στὴν ἀδυναμία τῶν ἀδυνάτων, στὴ δίψα γιὰ δικαιοσύνη· στὴν ἐλεύθερη συμμετοχὴ στὸν πόνο, τὸ μαρτύριο τῶν ἄλλων μὲ γνήσια, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Τὸ ἀποφασιστικὰ νέο στὴν ἀγάπη ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ἀλλὰ κυρίως ἡ συνέχεια: «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς...», δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια, τὴν πληρότητα, τὸ σεβασμὸ στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, μὲ τὶς σταυρικὲς διαστάσεις καὶ συνέπειές της. «Τὸ εὐαγγέλιο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» μας ἀνακαλεῖ συνεχῶς στὴν τάξη τοποθετώντας μας μπροστὰ στὴ σκληρὴ καὶ ἀπαιτητικὴ μορφὴ τῆς δόξης τοῦ Σταυροῦ.
Ἔτσι ἡ δοξολογικὴ στάση καὶ ζωὴ δὲν σημαίνει ὑμνολογικὴ φυγὴ σὲ κάποιο κλειστὸ εἰδυλλιακὸ περιβάλλον, ἀλλὰ ἄνοιγμα παγκόσμιο, συμμετοχὴ στὰ προβλήματα ὅλης της ἀνθρωπότητος, Ἰδιαίτερα τῶν ταπεινῶν καὶ ἀδικημένων, συμπαράσταση καθολική. Μία ἀδιάκοπη πνοὴ καὶ ἀκτινοβολία τοῦ πυρὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὶς ἔννοιες τοῦ «φωτός» καὶ τῆς «δυνάμεως», ἡ «δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐκφράζει κάτι ἰδιαίτερα δυναμικό. Ἠ ἐκπληκτικὴ καὶ ὁλοφώτεινη ζωὴ τῶν ἁγίων ἀντιφεγγίζει μία τέτοια δοξολογικὴ βίωση τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ διατηρεῖ μία πειστικότητα ἱεραποστολική, ἐπίκαιρη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάθε ἐποχή, σὲ κάθε κοινωνία.
2. Ἡ δοξολογικὴ κίνηση τοῦ πιστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται σὲ μία ἀδιάκοπη δυναμικὴ ἐξέλιξη. Εἶναι μία συνεχὴς πορεία ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν. «Ἠμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου κατοπτριζόμενοι, τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ κυρίου πνεύματος» (Β΄ Κορ. γ΄ 18).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης προτρέπει τὸν πιστό, «... πρὸς τὸ κρεῖττον πάντως ἀλλοιούμενος, καὶ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν μεταμορφούμενος, οὕτω τρεπέσθω, διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν αὐξήσεως πάντοτε κρείττων γινόμενος, καὶ ἀεὶ τελειούμενος, καὶ μηδέποτε πρὸς τὸ πέρας φθάνων τῆς τελειότητος. Αὐτίκα γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς τελειότης τὸ μηδέποτε στῆναι πρὸς τὸ κρεῖττον αὐξανόμενον, μηδὲ τινι πέρατι περιορίσαι τὴν τελειότητα».
Πρόκειται τελικὰ γιὰ μία συνεχῆ ἐπέκταση, μία τάνυση τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων καὶ ἐπιτευγμάτων ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κατὰ χάρη θέωση. Ἡ Χριστιανικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία ἀδιάκοπη κίνηση ἀπὸ κάθαρση σὲ κάθαρση, ἀπὸ μετάνοια σὲ μετάνοια, ἀπὸ ἀρετὴ σὲ ἀρετή, ἀπὸ γνώση σὲ γνώση· μία δυναμικὴ κίνηση συνεχοῦς ἀνανεώσεως ἐν πνεύματι, «Οὔτε ὁ ἀνιῶν ποτὲ ἵσταται, ἀρχὴν ἐξ ἀρχῆς μεταλαμβάνων, οὔτε τελεῖται περὶ ἑαυτὴν ἡ τῶν ἀεὶ μειζόνων ἀρχή. Οὐδέποτε γὰρ περὶ τῶν ἐγνωσμένων ἡ τοῦ ἀνιόντος ἐπιθυμία ἵσταται, ἀλλὰ διὰ μείζονος πάλιν ἑτέρας ἐπιθυμίας πρὸς ἑτέραν ὑπερκειμένην κατὰ τὸ ἐφεξῆς ψυχὴ ἀνιούσα πάντοτε διὰ τῶν ἀνωτέρων ὁδεύει πρὸς τὸ ἀόριστον».
Τὸ ὅριο θὰ παραμείνει σταθερὰ ἡ θεία οὐσία. Αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρόκειται νὰ τὸ φθάσει. Δὲν συμμετέχει στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὑψώνεται καὶ θεώνεται μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῶν θείων ἐνεργειῶν. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε θέωση εἶναι μετοχὴ στὴν ἐνέργεια, στὴ δόξα, ὄχι στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀντιλαμβάνεται ὅτι βρίσκεται σ’ ἕνα σύνορο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ. Γι’ αὐτὸ παραιτεῖται ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα περιγραφῶν καὶ παραδίδεται ἐκστατικά, ἀγαπητικά, μὲ ἀγαλλίαση στὴν ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀναπλάσσει, τὸν μεταμορφώνει, τὸν κάνει ὅλον φῶς.
Ἡ δοξολογικὴ κατανόηση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱεραποστολῆς καὶ ἡ ἐναργέστερη ἔκφραση μιᾶς δοξολογικῆς διαθέσεως στὶς ἱεραποστολικές μας σκέψεις, μελέτες καὶ ἐνέργειες δὲν σημαίνει φραστικὲς κορῶνες «εἰς δόξαν Θεοῦ», οὔτε περιορισμὸ τῆς δραστηριότητος σὲ λατρευτικές, ὑμνολογικὲς συνάξεις. Δὲν σημαίνει καμμιὰ ὑποτίμηση ἄλλων πλευρῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀγκάλιασμά τους, ἄρθρωση καὶ σύνθεση. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἤδη ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἐν Χριστῷ καὶ οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε κεκλημένοι σὲ μία συνεχῆ ἐνεργητικὴ βίωση καὶ φανέρωση αὐτῆς τῆς δόξης, ποὺ ταυτίζεται στὴ βιβλικὴ ὁρολογία μὲ τὴ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Ἡ θεολογικὴ σκέψη, ἡ λατρευτικὴ ζωή, ἡ καθημερινὴ κίνηση καὶ δραστηριότητα περνοῦν μ’ αὐτὴ τὴ δοξολογικὴ ἐνατένιση, θέρμη κι ἐλπίδα σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο. Πάνω ἀπὸ τὶς ἀφηρημένες ἀναλύσεις, τὴ συναισθηματικὴ ἔξαρση καὶ τὴ βουλητικὴ δεοντολογία. Γίνονται παλμὸς ζωῆς ἐν Χριστῷ, ἔκχυση ἁγιοπνευματικοῦ φωτός, δοξαστικὸ χαρᾶς.
Ἀπό τό περιοδικό «Ἐποπτεία», τχ. 96, Δεκέμβριος 1984
Εικονογράφηση: «Ο Χριστός και οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι». Μικρογραφία από την "Αποκάλυψη του Beatus", Ισπανία, 1028-72.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο