Σ. Ράμφος: Ἡ δικαιοσύνη ὡς πεμπτουσία τῆς κοινωνίας

0
896

Στέλιος Ράμφος

 

Τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν, καθὼς σημειώνει ὁ ἴδιος, «a priori τὴν ὑπόθεσιν, εἶναι δηλαδὴ μᾶλλον θρησκευτικά». Ἡ φράσι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία χαρακτηρίζει τὰ ἑορταστικά του γραψίματα, ἰσχύει γιὰ τὸ σύνολο ὥριμο ἔργο του: περιγράφει τὰ ἐξωκκλήσια τῆς Σκιάθου μὲ τὰ καντήλια καὶ τὶς μελαγχολικὲς μορφὲς τῶν ἁγίων ποὺ τὰ στολίζουν, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς πιστοὺς ποὺ τὰ λειτουργοῦν, τὴν φύσι, τὰ πανηγύρια καὶ τοὺς ταπεινοὺς πανηγυριστές, μεταμορφώνοντας ὅ,τι ἀγγίζει μὲ τὴν γραφίδα του σὲ στοιχεῖο μιᾶς αὐθεντικῆς πνευματικότητος. Καὶ ὅταν τὰ θέματά του εἶναι διαφορετικά, ἡ σκοπιμότης τῆς τέχνης του μένει ἴδια, ὑπηρετώντας ἀδιάλειπτα τὶς πηγὲς τῆς ζωῆς. Θὰ μποροῦσε νὰ μιλήση κανεὶς ἀνεπιφύλακτα γιὰ λογοτεχνία δοξαστική, ἐὰν ἤθελε νὰ χαρακτηρίση τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ δώση ἐξηγήσεις. Ὅσο καθησυχαστικὸς εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς στὴν ἐπιγραμματικότητά του, τόσο προβληματικὸς γίνεται ὅταν τὸν σκέπτεται κανεὶς ὑπὸ τὸ φῶς τῶν κατ’ ἀρχὴν ἀνοικονομήτων πραγμάτων ποὺ συνδυάζει. Δὲν ἀναιρεῖται βεβαίως, χάνει  τὴν δραστικότητά του καί, ὅταν δὲν καταφεύγη στὴν ἑρμηνευτική, ἀργεῖ ἐξάπαντος. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ ὁμολογία εἶναι δύναμι τῆς πίστεως καὶ ὅτι ἡ πίστις δὲν ὑπάρχει χωρὶς αὐτήν, γιὰ νὰ μένη αἰωνίως προσκολλημένη σὲ κάποιο θέμα ἢ σὲ κάποιο σχῆμα ποὺ ἐννοοῦμε νὰ τῆς πηγαίνη. Ἐὰν τὰ γεγονότα τοῦ κόσμου μαρτυροῦν γιὰ τὸ πάθος τοῦ ἀγαθοῦ, τότε ὁ,τιδήποτε συμβαίνει ἔχει τὴν ὑπόθεσί του δεδομένη καὶ ἐρεθίζει τὸν ποιητὴ ὅπως δίνεται στὴν προοπτικὴ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους του. Ἡ θεματικὴ θρησκευτικότης εἶναι ἀθέμιτη ἐπειδὴ ἡ πίστι εἶναι ριζικὰ ἀντιμυθιστορηματική. Ἡ πίστι σώζει διότι στερεώνοντας τὰ πράγματα ὑπέρλογα δὲν ἀφήνει ποτὲ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκλωβισθῆ στὴν θέλησί του. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶχε οὔτε ἀποδείξεις πίστεως νὰ δώση οὔτε νὰ δραματικοποιήση τὴν σωτηρία μὲ τὸ ἔργο του· εἶχε νὰ δείξη τὴν πτῶσι καὶ τὴν θέωσι καὶ νὰ διεκδικήση γιὰ ὅλους τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν στὴν λειτουργία τοῦ κόσμου. […]

Ἡ ἐνσάρκωσι τοῦ Λόγου ὡς ἀγάπη, ὁ Χριστός, εἶναι τὸ κεντρικὸ θέμα τῶν διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη, αὐτὸ ποὺ κάνει τὸ ἔργο του ποιητικὸ συναξάρι τῆς μικρῆς ζωῆς. Ἡ προσήλωσί του στὸ ταπεινὸ καὶ τὸ τιποτένιο εἶναι μιὰ στάσι καὶ μιὰ ἐπιλογὴ ποὺ ὑπαγορεύεται ἀπὸ γενικώτερες ἀντιλήψεις. Στὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν βασανίζει δὲν βρίσκει ἄλλην ἀπάντησι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου ποὺ κηρύσσει ὁ χριστιανισμὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν νοιώση παρὰ σὰν φωτοχυσία. Τὸ κακό, πιστεύει, δὲν εἶναι στοιχεῖο τῆς δημιουργίας ἀλλὰ ἔργο τοῦ παραλογισμοῦ, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν τελειότητά της καὶ προσπαθεῖ νὰ δικαιωθῆ ἀπορρίπτοντας ὅ,τι ὑπάρχει καὶ παρασέρνοντας στὸ χάος ὅ,τι εὐσταθεῖ. Ἕνα μικρὸ διήγημα τοῦ 1904, Τὰ δυὸ κούτσουρα, παρουσιάζει ὀλοκάθαρα τὴν σκέψι του καὶ προσφέρει ἄφθονα ὅσα στοιχεῖα χρειάζεται ὁ καλὸς ἀναγνώστης γιὰ νὰ παρακολούθηση τὶς προεκτάσεις της στὴν ἴδια τὴν γραφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ τέχνη, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὴν μειώνη στὸ ἐλάχιστο, ὑπῆρξε πάντοτε λόγος ἐνσαρκωμένος, ἕνας χριστιανισμὸς πρὸ τοῦ γράμματος ποὺ ἡ ἐποχή μας ματαίως προσπάθησε νὰ ἀναλάβη ἀφηρημένα. Σ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ διήγημα πρωταγωνιστὴς εἶναι ἡ ἴδια ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ: ἡ πίκρα καὶ ὁ γογγυσμὸς καὶ ἡ δυσαρέσκεια. Ἡ γριὰ Μπεκιόϊνα, ποὺ περιγράφει, εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν μιζέρια τους διαιωνίζουν «τὸ πρῶτον αἴσθημα», τὴν «πρώτην ἔννοιαν τοῦ κακοῦ», ποὺ «ἔσπειρεν ὁ διάβολος λίαν πρωίμως εἰς τὸν κόσμον», ἀμέσως μετὰ τὴν δημιουργία, ἀμφισβητώντας τὸ ἰδοὺ καλὰ λίαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μπεκιόϊνα, βέβαια, πέρασε μαύρη ζωή: θύμα τῆς φτώχειας καὶ τῆς κακῆς μοίρας, εἶδε τὸν ἕνα γυιό της νὰ σκοτώνεται, τὸν ἄλλο νὰ πνίγεται, τὸν ἄνδρα της, τὴν ἐγγονή της καὶ τὴν κόρη της νὰ πεθαίνουν, τὸν μικρότερο γυιό της νὰ τὴν ἐγκαταλείπη γριά, μόνη κι ἔρημη σὲ μία τρώγλη καὶ νὰ βολεύεται στὸ σπίτι τῆς γυναίκας του, ἀδιαφορώντας ἐντελῶς γιὰ τὴν τύχη της, Εἶναι νὰ μὴν βαρυγγομᾶς μὲ τέτοια δυστυχία; Πῶς νὰ δεχθῆς τὸν κόσμο «καλὸν λίαν» καὶ τέλειο καὶ πῶς νὰ ἐμπιστευθῆς στὴν θεία δικαιοσύνη; Κι ὅμως! Αὐτὴ τὴν λογική της ἀρνήσεως ὁ Παπαδιαμάντης δὲν τὴν συμμερίζεται διόλου· τὴν θεωρεῖ μάλιστα πηγὴ κάθε ἐκπτώσεως καὶ κάθε ἀσχημίας τοῦ κόσμου. Ξέρει καλὰ ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη ἡ ζωή της ἦταν ἐντελῶς διαφορετική, αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν ποτὲ καὶ μὲ τίποτε εὐχαριστημένη: «Ἦτον ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μάλιστα ἀπ’ ἐκείνας τὰς γυναίκας, αἱ ὁποῖαι ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦνται», θὰ σχολιάση μὲ ἀκλόνητη βεβαιότητα καὶ θὰ σπεύση νὰ ἐξηγηθῆ.

Ἡ γριὰ Μπεκιόϊνα δὲν εἶναι μόνη στὸν κόσμο τοῦ  Παπαδιάμαντη. Προηγοῦνται ἡ Ἐφταλουτροὺ (Γυφτοπούλα), ἡ θεία Κυπαρισσοῦ (Χρῆστος Μηλιόνης), ἡ γριὰ Καντάκαινα (Τὸ Χριστόψωμο), ἡ μάνα τοῦ Ζάχου (Στρίγγλα Μάννα) καὶ διάφορες ἄλλες κυράδες, ποὺ ἀναχωνεύονται ὅλες μαζὶ σὲ ἕνα ὁριακὸ σύμβολο μίσους ζωῆς, τὴν Φραγκογιαννοῦ τῆς Φόνισσας. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἦταν κι αὐτὴ μία ταλαιπωρημένη γυναίκα, ποὺ πέρασε τὴν ζωή της σὰν εἵλωτας. Παιδούλα ὑπηρετοῦσε τοὺς γονεῖς της καὶ παντρεμένη τὸν ἄντρα της· μάνα σκλαβώθηκε στὰ παιδιά της καὶ γιαγιὰ στὰ ἐγγόνια της. Νὰ ἦταν τουλάχιστον μόνο ἡ δουλεία! Ἡ μάνα της ὑπῆρξε μιὰ μέγαιρα, ἐνῶ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀθλιότης ἀποτελοῦσαν τὸν μόνιμο κοινὸ παρονομαστὴ τῶν μικρῶν καὶ μεγάλων συμβάντων τῆς ζωῆς της. Αὐτὸ τὸ ἀδιάκοπο καὶ ἀβάσταχτο μαρτύριο καταλαμβάνει τὴν ὕπαρξί της σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀπελπισμένη στὴν καταδίκη της νὰ σκοτισθῆ καὶ ν’ ἀντιδράση μὲ τὸ ἔγκλημα στὴν τάξι τοῦ κόσμου ποὺ δὲν ὑποφέρει. Ἀφοῦ ἡ ζωὴ εἶναι πόνος ἀτέλειωτος, συλλογιέται, κάθε παιδί – κάθε κορίτσι γιὰ τὴν ἀκρίβεια – ποὺ πεθαίνει λυτρώνεται καὶ κάθε γονιὸς ξελαψρώνει. Πῶς νὰ προικίση ὁ φτωχὸς τὰ κορίτσια του, ποῦ νὰ ξεπουληθῆ καὶ ποῦ νὰ ξενοδουλέψη; Κι ἀποφασίζει νὰ ἐξολοθρεύη κάθε μικρὸ θηλυκό, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν νεογέννητη ἐγγονή της ποὺ τὴν πνίγει. […]

Ἡ Φραγκογιαννοῦ συμβολίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ καταφεύγει στὰ μέσα του γιὰ νὰ διεκδικήση τὴν λύτρωσι στὴν ἐπὶ γῆς ζωή. Ἀρνούμενος τὸ κράτος τῆς ἀδικίας ἀναλαμβάνει ἕνα ἔργο διορθώσεως, ποὺ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν διαμαρτυρία καὶ τὴν ἀμφισβήτησι ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς καταστροφῆς. Συγκεντρωμένος στὴν πράξι του καὶ σκεπτόμενος ἀποκλειστικὰ τὴν ὀργάνωσί της, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν λογαριάζει παρὰ μόνο τὴν δύναμι καὶ δὲν πιστεύει παρὰ μόνο στὴν τεχνικὴ καὶ τὴν λογική του, ἐπαληθεύοντας μὲ τὸν τρόπο του, ὅτι ὅποιος μετράει πολὺ τὰ πράγματα ἔχει συνεχῶς τὸ μυαλό του στὸν πόνο καὶ θρέφει τὸ θηρίο ποὺ κρύβει μέσα του. […]

Τὸ κακὸ εἶναι δηλαδὴ ἡ φυσικὴ συνέπεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς παραδόσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν θέλησί του; Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς κι αὐτὴ ἡ πεποίθησι τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀλλὰ τὸ πράγμα δὲν τελειώνει ἐδῶ, διότι τὸ κακὸ νοεῖται ὡς στάσι καὶ ὄχι ὡς ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως – ἕνας ἀρνητικὸς θεὸς συναιώνιος μὲ  τὸν  Πατέρα τοῦ κόσμου.  Τὸ παράδοξο ἑνὸς νόμου, ὅπως ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν κοσμογονία, σημαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀσυμβίβαστο τῆς δημιουργίας μὲ τὴν παραδοχὴ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὡς δυὸ ἀνωτέρων δυνάμεων. Ἡ τελειότης καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας εἶναι δόξα ἑνὸς μόνου Θεοῦ καὶ πανάγαθου, ποὺ σκεπάζει τὰ ἔργα του ὡς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς κοινωνίας, τὸ χρέος τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Ἄνθρωπο ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. […]

 

Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ στὴν ἄνοιξι τῆς ψυχῆς περνάει ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῆς θελήσεως καὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ παντὸς ποὺ ὁ Δημιουργὸς ἐποίησε μὲ τὸν Λόγο του καὶ θερμαίνει μὲ τὸ φῶς του.

Αὐτὸς ὁ ἁγιασμὸς τῆς θελήσεως ποὺ ἀγκαλιάζει τὸ ἀγαθὸ βρίσκεται πέρα τῆς λογικῆς καὶ τῆς πράξεως καὶ στερεώνει μία κοινωνία δικαίων, ἐνῶ ἀνίκανη νὰ ἐπιβληθῆ στὰ πάθη καὶ στὰ ἔνστικτα, ἡ λογικὴ οὔτε θεμέλιο τῆς κοινωνίας ἔχει τὴν δύναμι νὰ συστήση οὔτε τῆς ἠθικῆς. Θὰ ἔλεγε κανεὶς μάλιστα ὅτι ἡ λογικὴ ἐπιστρατεύεται κατὰ σύστημα, γιὰ νὰ καλύψη μὲ τὸ κύρος της κάθε ἀγριότητα ποὺ διαπράττεται ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς ἠθικῆς καὶ τοῦ κοινωνικοῦ συμφέροντος. Ἡ ἀχίλλειος πτέρνα τοῦ κακοῦ εἶναι ὅτι ἐνεργεῖ πάντοτε μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ καὶ ἡ ἐπιτυχία του ὅτι προσαρμόζει τὸ καλὸ στὸ συμφέρον. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμένει στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ τὸ δράμα τῆς φόνισσας ἀρχίζει νὰ ξετυλίγεται ἐκεῖ ἐπάνω. Ὅταν, τσακισμένη πιὰ ἀπὸ τὸ ξενύχτι καὶ τὴν κούρασι, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀναλογίζεται τὸ μαρτύριο τῆς ζωῆς της καὶ ἀρχίζει νὰ ἐξεγείρεται, τότε τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἐπιζητεῖ ἐνστικτωδῶς εἶναι ἡ λογικὴ δικαίωσι τῆς ἀνταρσίας καὶ ἡ νομιμοποίησι τῆς ἀρνήσεως στὴν τάξι τοῦ κόσμου. Καμμία ἀπόφασι καὶ κανένα ἀνθρώπινο σχέδιο δὲν τίθενται εἰς ἐφαρμογὴν χωρὶς τὴν συγκατάθεσι ἢ τὴν ἀνοχὴ τῆς συνειδήσεως, ποὺ διερμηνεύει ἀλάνθαστα τὴν ἐπιταγὴ τῆς ζωῆς. Τὸ εὕρημά της, πανάρχαιο ἀλλὰ αἰωνίως ἑλκυστικό, στηρίζεται στὴν ἁπλὴ διαπίστωσι ὅτι ἂν καὶ τὸ κάθε παιδί, καὶ μάλιστα τὸ κάθε κορίτσι, εἶναι πηγὴ διαρκοῦς ἀγωνίας καὶ ὀδύνης ἀτελείωτης γιὰ τοὺς γονεῖς του, ἐν τούτοις, χάρι σὲ μία ἀνεξήγητη φρεναπάτη, γίνεται πηγὴ χαρᾶς καὶ ἀντικείμενο ἀπέραντης ἀγάπης, ποὺ τοὺς τυφλώνει καὶ τοὺς δηλητηριάζει τὴν ζωή. «Ἄ! ἰδού... κανὲν πράγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο – μᾶλλον τὸ ἐναντίον», λέει ἀπὸ μέσα της καὶ καθησυχασμένη οἰκοδομεῖ τὴν δεοντολογία ἡ ὁποία θὰ τὴν σπρώξη ἀμέσως στὸ ἔγκλημα, χωρὶς νὰ τὴν γλυτώση, βέβαια, καὶ ἀπὸ τὴν τιμωρία. Ἡ ἰδέα ὅμως τῆς ἁρμονίας τῶν ἐναντίων δὲν ἐξαντλεῖται ἁπλῶς στὴν διαβεβαίωσι ὅτι «ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγιεία», ἀλλὰ στὴν προοπτικὴ τοῦ ἀγαθοῦ ποὺ ἐνεργεῖ, ἔχει δηλαδὴ βαθύτερες προεκτάσεις καὶ ἀναγγέλλει μιὰν ἠθικὴ τοῦ συμφέροντος. Ὅταν τὸ κακὸ γίνεται καλὸ καὶ τὸ καλὸ κακό, τότε ἡ ἀλήθεια τοῦ κόσμου μεταφέρεται μέσα μας, ἡ ψυχὴ προσηλώνεται στὸ Ἐγὼ καὶ τὸ συμφέρον εἶναι τὸ μόνο καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξη. Ἐδῶ προβάλλει ὁλοκάθαρα τὸ βαθύτερο νόημα τῆς δημιουργίας, νόημα κατ’ ἐξοχὴν ἠθικό, τὸ ὁποῖο θεμελιώνει τὴν ζωὴ στὸ ξεχείλισμα τῆς θεϊκῆς καλωσύνης καὶ τὴν προορίζει σὲ μία τελείωσι ἀγαπητική. Ἡ ἠθικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου ὁδηγεῖ στὴν ἄνοιξι τῆς ψυχῆς καὶ τὸ δόσιμο, στὴν συνθήκη ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἐνστικτώδη διαβίωσι καὶ τείνει στὴν οὐράνιο ζωή. Ἡ ἀμφισβήτησι τῆς δημιουργίας μηδενίζει τὸ ἀγαθὸ καὶ ὑποκαθιστᾶ στὴν ψυχικὴ σχέσι τὴν ψυχρὴ λογικὴ διότι λειτουργεῖ μόνο ἀρνητικὰ καὶ ἀφηρημένα. Ἡ κόλασις ἦτο μέσα της. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ὑποφέρει τὴν ζωή της, ἕνα ὁποιοδήποτε λογικὸ σχῆμα τῆς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ ξεπεράση κάθε ἀνθρώπινο φραγμὸ καὶ κάθε φόβο. «Ψήλωσε ὁ νοῦς της», σχολιάζει ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὸν παραλογισμό, ὅσο τὸν ἑρμηνεύει, ἀποκαλύπτοντας τὸν βαθύτερο χαρακτήρα τῆς πράξεως ποὺ ὑπαγορεύεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἰδεολογία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη παρὰ ὡς ἄρνησι.

Ἀπὸ τὴ συλλογὴ μελετῶν «Τριώδιον», ἐκδ. Ἁρμός: Ἀποσπάσματα τοῦ κειμένου «Ἡ παλινωδία τοῦ Παπαδιαμάντη» πρωτοδημοσιευμένου τὸ 1976.

Το εικαστικό που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.

πηγή: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ