Γιῶργος Καστρινάκης
Ἂν θελήσουμε νὰ ρωτήσουμε τοὺς “πιστοὺς” τοῦ “ἀθεϊσμοῦ”, συμπατριῶτες μας, γιὰ ποιόν θεωρητικὸ λόγο (δηλαδὴ μεταθέτοντας, γιὰ μιὰ ἄλλη συζήτηση, τὶς ἱστορικοῦ περιεχομένου αἰτιάσεις) ἀντιτίθενται στὴ θρησκευτικὴ πίστη καθεαυτήν, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση ἀναμένει, ἑτοιμότατη, στὴν ἄκρη ἄκρη τῆς γλώσσας τους: «Μά, ἐπειδὴ αὐτὴ ἔχει δόγματα.»
Μιὰ αἰτιολόγηση ἡ ὁποία συνήθως, βέβαια, δὲν περιμένει κἂν τὴν ἐρώτηση γιὰ νὰ ἐκδιπλωθεῖ: Τὸ «ἀντιδογματικὸ» ἐπιχείρημα ἐπαναλαμβάνεται κατὰ συρροὴν σὲ ἀπαξάπασες τὶς ἀρθρώσεις τῆς ἀντιθρησκευτικῆς συλλογιστικῆς, μᾶς εἰσάγει στὸ θέμα μὲ τὴν ἴδια ἐπάρκεια μὲ τὴν ὁποία καὶ μᾶς ἐξάγει ἀπ’ αὐτό, προδικάζει ὅσο καὶ τελεσιδικεῖ πᾶσα σχετικὴ προβληματική – τὴ διεκπεραιώνει κιόλας, ἀσφαλέστατα, ἐν ριπῇ… διανοίας. Ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μάλιστα, ἐκφερόμενο καὶ σὲ ἐπιθετικώτατο τόνο.
Γιὰ τοὺς ἐκφραστές του, ἐν ὀλίγοις, ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐν λόγῳ θεωρήματος ἐκλαμβάνεται ὡς ἀναντίλεκτη. Ἐνῷ διατελοῦν τόσο ἐνθουσιασμένοι ἐπὶ τούτῳ, ὥστε ἴσως ποτὲ στὴ ζωή τους νὰ μὴν ἀναρωτηθοῦν ποιά ἀκριβῶς… ἀντίλεξη θὰ μποροῦσε, ἐπιτέλους, νὰ ἐγερθεῖ κατενώπιον πάσης… κενολογίας. Παρεκτὸς βέβαια ἂν ὑπάρχει ταυτολογία ποὺ νὰ μὴ μᾶς συστήνεται κενολογοῦσα.
Διότι πρόκειται, ἀκριβέστατα, γιὰ Ταυτολογία – πιθανότατα κιόλας νὰ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ τυπικό τοῦ προκείμενου εἴδους παράδειγμα: «Ἡ πίστη», μᾶς λέει, «εἶναι ἀπορριπτέα». Γιατί; «Ἐπειδή… εἶναι πίστη.»
Ἂς δοκιμάσουμε ἂν θέλουμε νὰ ἀνακρίνουμε τὰ δεδομένα ἀπό… μηδενικῆς ἀσφαλίσεως τῶν γνωμῶν μας: Ὑπάρχει ἡ ζωή. Ἐπὶ τῆς ὁποίας προβαίνει ζητούμενη ἡ γνώση. Δηλαδὴ ἡ ἀντικειμενικὴ κατοχύρωση βεβαιοτήτων. Ὡς κρίσιμο ἐρώτημα τότε ἀναδύεται: Εὐρυχωρεῖ τὴ ζωή μας ἡ γνώση μας; Ἤ – ἀντιθέτως – ἡ ζωὴ ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε γνώση;
Ἂς συνεχίσουμε ἐπὶ τῇ βάσει τῆς «ἀντιδογματικῆς» ὑποθέσεως ἐργασίας ὅτι – ναί – ἡ, δυνητικὴ ἔστω, γνώση ἐξαντλεῖ τὴ ζωή. Τὸ «νόημα τῆς ζωῆς», κατ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἐμπίπτει ἀναπόφευκτα καὶ αὐτὸ στὴν κατηγορία τῶν (προσδωκώμενων, ἔστω) ἀντικειμενικῶν μας ὀχυρώσεων. Περιάγεται δηλαδὴ στὴ δικαιοδοσία τῆς ἐπιστήμης ἤ, τουλάχιστον, στὴν ὑπηκοότητα τοῦ «ὀρθοῦ λογισμοῦ».
Ἡ εὔλογη διερώτηση, ἐδῶ, εἶναι ἂν μᾶς ἀρκεῖ ἕνα νόημα σὰν τοῦτο: Μιὰ ἀλήθεια ἀποδεκτὴ ὑποχρεωτικῶς (αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει «γνώση στὴ θέση τῆς πίστης») ἀπὸ ὅλους μας! Σὲ ποιό βάθος συνείδησης μᾶς συνεπαίρνει, ἐν ὀλίγοις, μιὰ ἀπάντηση ποὺ ὁρίζει ὡς περιεχόμενο τῆς ὑπόστασης τὴν ἀνελευθερία.
Κατὰ τί, ἐν τέλει, ἔχει νόημα, ἕνα νόημα τέτοιο…
Ἀναδύεται προφανῶς καὶ ἡ ἀντιδιαμετρικὴ εἰκασία ἐργασίας: Ἡ ἀλήθεια τῆς ὕπαρξης μᾶς ἀφορᾶ μόνο ἐνόσῳ ἡ ἀποδοχή της – ὄχι – δὲν προσέρχεται ὑποχρεωτική. Μοναχὰ μ’ ἄλλα λόγια στὸ βαθμὸ πού (ἡ ἀλήθεια) αὐτή… δὲν προβαίνει ἀποδείξιμη!
Ἡ ζωὴ καθίσταται ζῶσα, σὰ νὰ λέμε, τότε μόνο ὅταν ὁ «λόγος» της μᾶς προτείνεται ὡς «πίστη»: ὡς αὐτοβούλως ἀποδεκτὴ ἢ ἀπορρίψιμη ἑρμηνεία τοῦ εἶναι – ὡς τοῦ γίγνεσθαι μέθεξη.
Ὅσοι τώρα (στὸ ὁρόσημο αὐτὸ δίλημμα) προκρίνουμε τὴν πίστη, τὴν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς ὡς μιὰ πίστη σὲ «κάτι». Σὲ κάτι λοιπόν… ἀναπόδεικτο. Μὰ ἐδῶ, ἀκριβῶς, βρισκόμαστε στὸν ὁρισμὸ τοῦ δόγματος.
Δόγμα εἶναι τὸ «τί» τῆς πίστης μας. Ταυτοχρόνως, εἶναι τὸ «τί» τοῦ νοήματος. Ἐλλείψει πάντως αὐτοῦ, ἔχουμε μιὰ πίστη σέ… τίποτα – δηλαδὴ ὁλοφάνερα μία ἄρνηση πίστης. Ἐν ταυτῷ καί, ἀκέραιη, ἀπουσία νοήματος.
Ἡ πίστη, ἰδού, ἢ θὰ εἶναι Πίστη (ἀρθρωμένη) σὲ Δόγματα ἢ θὰ εἶναι μὴ-πίστη. Κάθε ἐκδοχὴ περὶ νοήματος, ἄλλωστε, συνιστᾶ κι’ αὐτὴ ἕνα δόγμα. Ὥστε, μοναδικὸς συνεπὴς Ἀντιδογματισμός – ἂν τυχὸν ἐννοοῦμε ὅ,τι λέμε – ἀποβαίνει ἡ Ἀπονοηματοδότηση.
Ὁ ἰσχυρισμός, συνοψίζοντας, ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι ἀπαράδεκτη ἐπειδὴ περιέχει δόγματα, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπόφανση ὅτι ἡ μεταφυσικὴ εἶναι ἀσύστατη ἐπειδὴ εἶναι μεταφυσική!
Προσκομίζει καταμεσῆς τῶν αἰώνων τῆς «κριτικῆς» αὐτεπάρσεως, μία ἄλογη σκέψη. Κάποιο… μὴ ἐπιχείρημα. Ἕναν ὀρθογώνιο παρα-λογισμό. Μὰ πρὶν κι ἀπ’ ὅλα αὐτά, μιὰ ταυτόλογη ρήση.
Δημοσιεύθηκε στο τχ 23 (Μάιος-Ιούνιος 2014) του περιοδικού «Νέα Ευθύνη»
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση ("Πέτρα", 1985) είναι δημιουργία του Νίκου Νικολάου.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Ωραίο κείμενο, σαν απάντηση προς την “θρησκεία της επιστήμης” και προς τους οπαδούς της, που είναι έτοιμοι να δεχτούν την τελευταία λέξη της επιστήμης με λατρευτικά άκριτη στάση, ξεχνώντας την αμέσως προηγούμενη, συχνά αντίθετη άποψη. Βεβαίως, σε ένα επόμενο στάδιο συνειδητοποίησης, η Πίστη σε Δόγματα, πρέπει να γραφεί, σωστότερα, Πεποίθηση σε Δόγματα, και να θυμηθούμε ότι το Πιστεύω δεν έχει αντικείμενο, αλλά είναι ο πρώτος βαθμός μετοχής στις Άκτιστες Ενέργειες, με επόμενους βαθμούς την Ελπίδα και την Αγάπη, συμφώνως προς τον Κλίμακος, ο οποίος μιλούσε βιωματικά.
Εὐπρόσδεκτη ἡ ἐπισήμανση. Ἐξ ἧς καὶ ἀναδιατυπώνω τὴ φράση. Ὄχι ἀκριβῶς «πίστη σὲ δόγματα», ἀλλά: «πίστη ἀρθρωμένη σὲ δόγματα».
Νίκο, εὐχαριστῶ.
ΥΓ: Ἡ ἀναφορά σου μάλιστα στὴν ἀπόπειρα στράτευσης τῆς ἐπιστήμης ἐναντίον τῆς μεταφυσικῆς, μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ συμπληρώσω ὅτι δὲν εἶναι δυνατόν (διατείνομαι) νὰ προσκομιστεῖ κ ἂ ν [b]ἕνα[/b] θεωρητικὸ ἐπιχείρημα κατὰ τῆς πίστης, τὸ ὁποῖο νὰ [i]μὴν[/i] εἶναι ταυτολογικό.
Κάθε έντιμος επιστήμονας θα απαντήσει ότι από την επιστήμη δεν λείπει η δογματική γνώση, απλώς έχει τη μορφή των θεμελιωδών αξιωμάτων, του 0 και του 1, της αρχής του αποκλεισμού τρίτου της ίδιας της γλώσσας (που μόνο αυτή, για αρχή, αφήνει άπειρο μέρος του κόσμου εκτός) κ.λπ . Η διαφορά από τη θρησκεία ίσως έγκειται όχι στην έλλειψη δογμάτων αλλά στο μηχανισμό επαλήθευσης της γνώσης, ο θεός της λογικής από τη μια, ο Θεός της αγάπης από την άλλη.