Μία σημαντική διαφορά μεταξύ τῆς Ἀθηναϊκῆς καί τῆς Ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας εἶναι ὅτι ἡ δεύτερη εἶχε μηχανισμούς ἐνσωμάτωσης πού δέν διέθετε ἡ πρώτη. Συγκεκριμένα ἡ Ἀθήνα παρεῖχε μέ πολύ μεγάλη φειδώ τό δικαίωμα τοῦ Ἀθηναίου πολίτη. Ὁ Περικλῆς μάλιστα στό μεσουράνημα τῆς Ἀθήνας, τό 455 π. Χ. θέσπισε νόμο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἐθεωρεῖτο Ἀθηναῖος πολίτης μόνο ὅποιος εἶχε ἀμφότερους τούς γονεῖς του γνήσιους Ἀθηναίους. Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει στήν Ἀθηναίων Πολιτεία: «τρία χρόνια ἀργότερα ὅταν ἐπώνυμος ἄρχοντας ἦταν ὁ Ἀντίδοτος, ἐπειδή αὔξαινε ὁ ἀριθμός τῶν πολιτῶν, ἀποφάσισαν, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Περικλῆ, νά μήν ἀναγνωρίζονται σέ κανέναν πολιτικά δικαιώματα ἄν δέν ἦσαν καί οἱ δύο γονεῖς του Ἀθηναῖοι».[1] Μέ ἄλλα λόγια οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ 5ου αἰῶνα περιόρισαν ἀκόμη περισσότερο τίς ἤδη φειδωλές προϋποθέσεις ἀποκτήσεως τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἀθηναίου πολίτη πού εἶχαν θεσπίσει τόν 6ο αἰῶνα ὁ Σόλων καί ὁ Κλεισθένης.
Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι εἴκοσι περίπου χρόνια ἀργότερα ἀπό τήν, εἰσηγήσει τοῦ Περικλῆ, ψήφιση τοῦ νόμου ὅτι πλήρη πολιτικά δικαιώματα εἶχε μόνο ὁ ἔχων ἀμφότερους τούς γονεῖς Ἀθηναίους, ὁ ἴδιος ὁ Περικλῆς παρεκάλεσε τόν Ἀθηναϊκό λαό νά κάνει μία ἐξαίρεση στόν νόμο πού εἶχε προτείνει ὁ ἴδιος καί νά ἀπονείμει πλήρη πολιτικά δικαιώματα στόν γιό του Περικλῆ τόν νεώτερο, τόν νόθο γιό του ἀπό τήν Ἀσπασία.Πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔκαμε ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος (Πλουτάρχου, Περικλῆς 37)
Τοὐναντίον οἱ Ρωμαῖοι παρεῖχαν γενναιόδωρα τό δικαίωμα τοῦ Ρωμαίου πολίτη ἤδη ἀπό τά πρώϊμα χρόνια τῆς Βασιλείας (753-509 π.Χ.) καί συνέχισαν καί στά χρόνια τῆς Δημοκρατίας (509-27 π.Χ.) Τοῦτο εἶχε ὡς ἄμεσο εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τήν ὕπαρξη ἀνεξάντλητου ἀνθρώπινου δυναμικοῦ πού στελέχωνε τήν πολιτεία καί τόν στρατό. Οἱ Ρωμαῖοι, παρά τίς σημαντικές στρατιωτικές ἐπιτυχίες τους, ὑπέστησαν καί καταστροφικές ἧττες στά χρόνια τῆς Δημοκρατίας (ἤ «Ἐλευθέρας Πολιτείας») πού τούς στοίχισαν πολύ σέ ἀνθρώπινο ὑλικό. Ἰδιαίτερα στόν 2ο Καρχηδονιακό πόλεμο (218-201 π.Χ.),τόν ἀγώνα ζωῆς ἤ θανάτου μέ τούς Καρχηδονίους τοῦ Ἀννίβα, στόν ὁποῖο ὑπέστησαν τρομερές ἀπώλειες σέ ἀνθρώπινο δυναμικό (περίπου 70000 ἄνδρες ἦσαν οἱ ἀπώλειες στήν μάχη τῶν Καννῶν), αὐτό πού τελικά τούς ἔσωσε ἦσαν οἱ ἀνεξάντλητες ἀνθρώπινες ἐφεδρεῖες πού διέθεταν. Τό ὅτι ἡ Ρώμη κατέστη κοσμοκράτειρα ὀφείλεται βέβαια στό πολίτευμά της καί στίς ἀρετές τοῦ Ρωμαϊκοῦ χαρακτῆρα, ὅπως σωστά διέγνωσε ὁ Πολύβιος, ἐξίσου ὅμως καθοριστικῆς σημασίας ἦταν καί ἡ συμβολή τῆς ἐκτεταμένης καί εὐρυτάτης παραχώρησης τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρωμαίου πολίτη. Εἶναι γεγονός ὅτι χάρη σ᾿αὐτό τόν «οἰκουμενισμό» της ἡ Ρώμη ἤδη στό ἀπώτατο παρελθόν της στά πρώϊμα χρόνια τῆς Δημοκρατίας διέθετε 130000 χιλιάδες ἐνήλικες ἄρρενες, καί ὁ ἀριθμός τους συνεχῶς αὐξανόταν, τή στιγμή πού ἡ Ἀθήνα στό ἀπόγειό της δέν ξεπερνοῦσε τους 30000 χιλιάδες ἐνήλικες ἄρρενες καί μόλις καί μετά βίας διέθετε 15000 χιλιάδες μάχιμους ὁπλῖτες.
Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ Γάλλος ἱστορικός Claude Nicolet: «Ὅλα αὐτά θά μποροῦσαν νά εἶναι τά γνωρίσματα ὁποιασδήποτε ἐπεκτατικῆς πολεμικῆς καί ἄπληστης γιά ἡγεμονία res publica μεταξύ πολλῶν. Τῆς Λακεδαίμονος μετά τήν Ἀθήνα, τῆς Καρχηδόνος μετά τήν Λακεδαίμονα. Ὅμως ἡ Ρώμη ἐπέτυχε ἐκεῖ ὅπου ὅλες εἶχαν ἀποτύχει. Ἕνας ἀπό τούς λόγους αὐτῆς τῆς ἐπιτυχίας σχετίζεται ἀσφαλώς μέ τή ρωμαϊκή ἰδιοτυπία: μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί τήν ἐπέκταση τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων – αὐτό πού μποροῦμε νά ἀποκαλέσουμε ἤδη ἀπό τήν ἀπαρχή του ρωμαϊκό οἰκουμενισμό. Ὁρισμένες ἑλληνικές πόλεις σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν ὁρισμό τῆς πολιτείας τους, περιόριζαν αὐθαίρετα τόν ἀριθμό τῶν πολιτῶν τους. Ὅσο πίσω κι ἄν πᾶμε στά χρόνια, δηλαδή θεωρητικά στό 508 π. Χ. ἔχει ἕναν ἀριθμό πολιτῶν (130000 χιλιάδες ἐνήλικες ἄρρενες) ὑπέρογκο σέ σύγκριση μέ τίς ἄλλες πόλεις. Αὐτό τό γεγονός διατηρήθηκε μέχρι τό πέρας τῶν κατακτήσεων καί ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς ἕναν ἀπό τούς βασικούς λόγους τους: κανένα ἐγχείρημα δέν ξεπερνοῦσε τίς δυνατότητες τῶν ἀνθρωπίνων πόρων μιᾶς τέτοιας πόλεως».[2] Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Ρώμη τό 509 π.Χ. ἀριθμοῦσε 10000 περίπου κατοίκους, ἐνῶ τό 27 π.Χ. 1000000. Οἱ ἀνθρώπινοι πόροι ἦσαν ἀνεξάντλητοι καί διαρκῶς ἀνανεούμενοι γιά τή Ρώμη ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενισμοῦ της. Ἡ Ἀθήνα βρισκόταν στούς ἀντίποδες μιᾶς τέτοιας οἰκουμενικῆς πολιτικῆς.
Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης συγκρίνοντας τόν Ἀθηναϊκό ἰμπεριαλισμό μέ τόν Ρωμαϊκό ἰμπεριαλισμό ἀποδίδει τήν ἐπιτυχία τοῦ δευτέρου καί τήν ἀποτυχία τοῦ πρώτου σ᾿αὐτό ἀκριβῶς τό κρίσιμο σημεῖο: οἱ Ρωμαῖοι ἐκχωροῦσαν τό δικαίωμα τοῦ Ρωμαίου πολίτη σέ ξένους, πρᾶγμα πού πεισματικά ἀρνοῦνταν νά κάνουν οἱ Ἀθηναῖοι: «Ἡ ἀνάπτυξη τῆς δουλείας στήν Ἀθήνα συμβαδίζει, νομίζω, μ᾿ἕνα ἄλλο ἐξαιρετικά σημαντικό γνώρισμα, τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ. Δέν μπορῶ νά ἐπιμείνω πολύ, ἀλλά κατά τή γνώμη μου εἶναι φανερό πώς ἡ πολύπλευρη ἀποτυχία τῆς Ἀθήνας ὀφείλεται στόν συνδυασμό αὐτοῦ τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ μέ τή διατήρηση τῆς ἀντίληψης ὅτι πολιτικά ὑποκείμενα μποροῦν νά εἶναι μόνο οἱ Ἀθηναῖοι πολίτες. Τό ὅτι ἡ Ρώμη κατάκτησε τόν ἀρχαῖο κόσμο, τό ὅτι σήμερα μιλᾶμε στή Γαλλία μιά γλώσσα πού, ὅπως ἔλεγε ὁ Προύστ, ἀποτελεῖ μία ἐσφαλμένη προφορά τῆς λατινικῆς, δέν ὀφείλεται στήν πολιτική ἀρετή τῶν Ρωμαίων οὔτε στή λιτότητά τους ἀλλά στήν ἐκπληκτική πολιτική σταδιακῆς ἀφομοίωσης πού ἐπινόησε ἤ ἀναγκάστηκε νά ἐπινοήσει ἡ Ρώμη, ξεκινώντας φυσικά ἀπό τούς πληβείους. Οἱ πληβεῖοι ἀρχικά εἶναι ξένοι, μετανάστες, μέτοικοι. Ἀγωνίζονται, ἀποτραβιοῦνται στόν Ἀβεντίνο λόφο κλπ., καί μετά ἀπό ἕνα αἰώνα, δύο αἰῶνες, ἡ Ρώμη ἀναγκάζεται νά τούς συγχωνεύσει – καί ἡ συγχώνευση τῶν κατακτημένων πληθυσμῶν ἁπλώνεται σταδιακά, χάρη σέ μύριους ὅσους θεσμούς: ρωμαϊκές ἀποικίες, παραχώρηση τῆς civitas pomana σέ μερίδες τῶν ἡττημένων πληθυσμῶν, πράγμα πού ἐπιτρέπει τό διχασμό τους, στούς πληθυσμούς τῆς Ἰταλίας μετά τόν Συμμαχικό πόλεμο (90 π.Χ.), καί τέλος σε ὅλους τούς ἐλεύθερους κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας μέ τό διάταγμα τοῦ Καρακάλλα (212 π. Χ.) − ἐνῶ παράλληλα ἡ χειραφέτηση καί ἡ ἀφομοίωση τῶν δούλων ἐφαρμόζεται σέ ὅλο καί μεγαλύτερη κλίμακα. Οἱ Ἀθηναῖοι, ἀντίθετα, ποτέ δέν ἐξετάζουν ὑπό κανονικές συνθῆκες τήν ἐπέκταση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ἀθηναίου πολίτη (οἱ ἐπεκτάσεις πού γίνονται ὑπέρ τῶν Πλαταιέων καί τῶν Σαμίων θά ἔρθουν ἀργότερα, τή στιγμή τῆς καταστροφῆς). Γνωρίζουμε πολύ λίγες περιπτώσεις πολιτογράφησης καί ἐξίσου λίγες χειραφετήσεις δούλων. Ἡ ἡγεμονία παραμένει μέχρι τέλους ὡς τό σύνολο τῶν πόλεων πού εἶναι ὑποταγμένες στήν κατ᾿ἐξοχήν πόλιν, τήν Ἀθήνα. Τό ἐγχείρημα ἑπομένως τῆς ἐπέκτασης, ἀκόμα καί τῆς διατήρησης τῆς Ἡγεμονίας, γίνεται πολύ σύντομα παράλογο».[3]
Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού γράφει ὁ Τάκιτος γιά τήν ἔλλειψη μηχανισμῶν καί νοοτροπίας ἐνσωματώσεως τῶν ἡττημένων ἐκ μέρους τῶν Ἀθηναίων καί τῶν Σπαρτιατῶν πού ἐπέφερε τήν στρατιωτική ἀποτυχία τους παρ’ ὅλη τή στρατιωτική δυναμή τους: «διότι ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τόσο τῶν Σπαρτιατῶν ὅσο καί τῶν Ἀθηναίων, παρά τή στρατιωτική τους δύναμη, ἄν ὄχι τό γεγονός ὅτι ἀπέκλειαν – μετά τη νίκη – τούς ἡττημένους, μέ τό νά τούς συμπεριφέρονται σάν νά ἀνήκουν σέ ἄλλη φυλή;»[4]
Οἱ Ρωμαῖοι κατά κανόνα δέν διενεργοῦσαν πολέμους μέ σκοπό τήν τελική ἐξόντωση καί ἀφανισμό τοῦ ἀντιπάλου − ἐξαίρεση ἀπετέλεσε ἡ Καρχηδών, ἀλλά γι’αὐτό συνέτρεχαν εἰδικοί, ἰδιάζοντες λόγοι. Παγία τακτική τῶν Ρωμαίων ἦταν ἡ σύναψη συνθήκης καί συμμαχίας, ἔστω καθ᾿ὑπαγόρευσιν, μέ τόν ἡττηθέντα ἀντίπαλο. Ὁ χθεσινός ἀντίπαλος καί ἐχθρός δέν ἀφανιζόταν, ἀλλά μετατρεπόταν σέ ὑποτελῆ − εἶναι ἀλήθεια − μελλοντικό σύμμαχο καί φίλο.Ἡ τακτική αὐτή σταθεροποιοῦσε τήν κυριαρχία τους πάνω στούς ὑποτελεῖς λαούς.Ἡ διαφορά Ἑλληνικῆς καί Ρωμαϊκῆς πολιτικῆς νοοτροπίας ἐμφανίζεται στή διαφορετική ἐκδοχή τοῦ «νόμου» στούς δύο λαούς. Στούς Ἕλληνες ὁ νόμος χαράσσει τά ἐπιτρεπτά ὅρια τῆς πολιτικῆς δραστηριότητας. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν συνιστᾶ «ὕβριν». Ὁ νόμος μορφοποιεῖ τήν ἄσκηση τῆς πολιτικῆς ἐντός τῆς πόλεως μεταξύ τῶν ἐλευθέρων καί ἴσων πολιτῶν. Ἐκτός τῆς πόλεως οὐδεμία δικαιοδοσία ἔχει. Ἔτσι οἱ Ἕλληνες τήν ἐξωτερική πολιτική δέν θεωροῦσαν ὡς τήν καθαυτό πολιτική σέ ἀντίθεση μέ τούς Ρωμαίους πού τήν ἐξωτερική πολιτική θεωροῦσαν ὡς κατ᾿ἐξοχήν πεδίο ἀκήσεως τῆς πολιτικῆς. Ὁ Ρωμαϊκός lex (=νόμος) στήν πραγματικότητα σημαίνει «μακροχρόνια δέσμευση» μεταξύ τῶν συμβαλλομένων μερῶν, ἀπαιτοῦσε τήν συναίνεσή τους καί κατά κάποιο τρόπο ἐξυπηρετοῦσε τά συμφέροντα ἀμφοτέρων τῶν μερῶν. Ἔτσι ἡ Ρώμη μετουσίωνε τούς χθεσινούς ἐχθρούς σέ αὐριανούς φίλους, ἐπιβάλλοντας τήν παγκόσμια εἰρήνη της, τήν pax romana, σέ ὅλη τήν οἰκουμένη πού εὑρίσκετο ὑπό τήν κυριαρχία της. Καί αὐτή ἡ οἰκουμένη ἀσμένως ὀνομάζετο ρωμαϊκή καί ἀσμένως ἐδέχθη τήν προνομία τοῦ Ρωμαίου πολίτη σέ κάθε ἐλεύθερο κατοικό της. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφομοιωτική δύναμη τῆς Ρώμης!
Τοὐναντίον οἱ Ἕλληνες ἀδυνατοῦσαν νά ἐγκαθιδρύσουν μιά τέτοια μετουσίωση τοῦ ἐχθροῦ σέ φίλο. Κατά τήν Χάννα Ἄρεντ «Γιά τούς Ἕλληνες μιά τέτοια μετουσίωση μιᾶς ἐχθρικῆς ἀναμέτρησης περιοριζόταν ἀποκλειστικά στήν ποίηση καί στή θύμηση καί δέν εἶχε κάποιο ἄμεσο πολιτικό ἀποτέλεσμα».[5]
Σημειώσεις
1Ἀριστοτέλη, Ἀθηναίων Πολιτεία, μετάφραση Ἄγγελου Βλάχου, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 1980, σσ. 89-90
2Claude Nicolet, «Ἡ Εὐρώπη τῶν Ρωμαίων» στόν συλλογικό τόμο Οἱ Εὐρωπαῖοι, μετάφραση Πάρης Μπουρλάκης, ἐκδ. Σαβάλλας, Ἀθήνα 2003, σ. 96
3Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 2000, σσ. 233-234
4 Κορνηλίου Τακίτου, Annales XI, 24, 4
5 Hannah Arendt, Ὑπόσχεση πολιτικῆς, μετάφραση Κατερίνα Χαμούλκου, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 2009, σσ. 2431.
πηγή: Aντίφωνο
Αγαπητέ Φώτη, με το κρίσιμο αυτό κείμενό σου ανοίγεις ένα μεγάλο πεδίο συζήτησης, χρήσιμο για να κατανοήσουμε θεματικές της κίνησης της ιστορίας του κόσμου. Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό που έκανε μεγάλους τους Έλληνες, δηλαδή η [i]ιδιαιτερότητά[/i] τους, ήταν και ο περιορισμός τους. Η Ρώμη φέρνει στο ιστορικό προσκήνιο την [i]καθολικότητα[/i], τον οικουμενισμό και εμμέσως προετοιμάζει τον κόσμο για τον χριστιανισμό.
Την Ρώμη δεν την συγκρίνουμε με την Αθηνα, αλλα με την Μακεδονία και τον ακόλουθο Ελληνισμό…
Ας μη παραθεωρείται εν τούτοις ότι, ενώ η αθηναϊκή πόλις προσπαθούσε και κατά το μάλλον επετύγχανε να είναι φυσικό σύνολο πολιτών όπου ο πολίτης ήταν ο κατ’ Αριστοτέλην “μετέχων αρχής και κρίσεως” , η ρωμαϊκή πόλις απέδιδε ρήματι μεν την πολιτική ιδιότητα, πράγματι δε εκείνη η ιδιότητα προσιδίαζε σε υπήκοο.
Η ελληνική πόλις επιθυμούσε να συγκροτεί ως φυσικό το σύνολο των πολιτών, προκειμένου να είναι δυνατή η συγκρότηση του βασικού πολιτειακού της οργάνου, της Εκκλησίας, της οποίας ο κύριος χαρακτήρας παρέμεινε πάντα η δυνατότητα της συνελεύσεως σε ένα τόπο. Μια περιορισμένη δυνατότητα, για μια συνέλευση σε ένα περιορισμένο τόπο. Γι’ αυτό περιόριζε το δικαίωμα, όταν δεν πολλαπλασίαζε την πόλη με αποικισμό. Ενώ η Ρώμη, παρά τις φωνές δημοκρατικής ευαισθησίας κατά καιρούς, πορεύθηκε σταθερά υπό την καθοδήγηση της Συγκλήτου στον μετασχηματισμό της από πόλεως σε δικαιοδοτικό κράτος (imperium). Και ενώ στην δημοκρατούμενη Αθήνα ο λαός υπήρχε ως δήμος, ο ρωμαϊκός λαός, χωρίς ποτέ να αξιωθεί αυτής της ευεργετικής κλήσεως, παρέμεινε πάντα populus, αν όχι plebs.
Ας μη συγχέεται άρα η καθολικότητα του imperium με την πολιτική καθολικότητα. Η πρώτη είναι μια ποσοτική καθολικότητα, η δεύτερη όμως είναι ουσιαστική. Η ρωμαϊκή οικουμένη είναι τόπος, η ελληνική τρόπος.
Και αν η πολιτική καθολικότητα, η καθολική συνήθεια των Ελλήνων να εκκλησιάζουν, εκφράζει τη φυσική για τον καθ’ έκαστον άνθρωπο, ως φύσει πολιτικού ζώου, εγγενή τάση και ροπή της ανθρωπότητας (ή του καθ’ όλου ανθρώπου) , η ρωμαϊκή καθολικότητα εκφράζει αντιθέτως την διηνεκή απόπειρα του ανθρώπου να εκτεχνίσει το φυσικό, να διαμεσολαβήσει την αμεσότητα της κατά φύσιν ανθρώπινης σχέσης, και συνεπώς να εξουσιάσει. Το ρωμαϊκό imperium σε σχέση με την ελληνική πόλη εμφάνισε με ιστορικούς όρους αυτό που με φιλοσοφικούς είχε διατυπωθεί στα ελληνικά με το ερώτημα νόμω ή φύσει. Κι αν η Ρώμη επεχείρησε να αναγκάσει και να δέσει με τα pacta και τη lex δικαιοδοτικά τον άνθρωπο και τον πολίτη, η πόλις επιχειρούσε την πολιτική ιδιότητα ως ιδιότητα του ελευθέρου και λογικού.
Ως εκ τούτου, είναι καλό το σχόλιο του Παύλου Κλιματσάκη, δεδομένης όμως και της διαφοράς ανάμεσα στη ρωμαϊκή καθολικότητα αρχαιόθεν και έως της σήμερον και την ορθοδόξως εκκλησιαστική καθολικότητα – και οικουμενικότητα – του Χριστιανισμού. Η αρχαιόθεν διαφορά εξηγεί την απειλή που αισθάνθηκε η αρχαία ρωμαϊκή καθολικότητα από την χριστιανική Εκκλησία και ερμηνεύει τους ακολουθήσαντες για πολλούς αιώνες διωγμούς. Ενώ η έως της σήμερον διαφορά ας παρατηρηθεί στην σχισματική ρωμαϊκή καθολικότητα σε σχέση προς την τηρουμένη απαρεκκλίτως αρχική καθολικότητα της Εκκλησίας.