Ἀγωγή χαρᾶς

0
609

Χαρὰ ἡ τοκόσμου ξένη.

Ποιά παιδεία χαρς παραδίδουμε στπαιδιά μας;

Μήπως τὰ ἐγκαταλείψαμε στ«καφτς χαρς» τν ΜΜΕ, ποδιακωμωδεῖ ὅλους τος θεσμος τς νθρώπινης συνύπαρξης;

Γίναμε στίες γινγνωρίσουν τπαιδιτχαρτν σύχιον, τχαρτμυστικὴ ἀπτζσα πνοτοΘεοστν πνοή μας;

Μπς νμιλήσεις στπαιδιγιτοτο τλεπτκακεκρυμμένο μυστήριο τς χαρς σήμερα ποὺ ἡ χαρὰ ἔχει ταυτιστεμτν νοησία, τκεν κατθόρυβο;

Θυμμαι χιόνιζε. Στρέφοντας τβλέμμα στν αλεδα τμικρπαιδποεχε νοίξει διάπλατα τχέρια του, καμτκορμί του σσχμα σταυρογύριζε γύρω-γύρω κοιτώντας κστατικπρς τπάνω τν τρελχορτν νιφάδων.

– Ξέρεις τί κανες κεῖ ἔξω; ρώτησα.

– Τι κανα;

– Προσευχή. Εχες γίνει νας ζωντανς σταυρς καγύριζες γύρω γύρω σνελογοσες. Εχες διαποτιστεῖ ἀπτμυστήριο τς Δημιουργίας καεχες νοιχτεντγιορτάσεις. Ατεναι χαρτς προσευχς. Ατὴ ἡ κατάληψη πτμυστήρια το Θεο.

Καὶ ἄλλοτε, μεγαλύτερος, μές στν καρδιτοθέρους, μτκύμα μως νξεπερντμπόι του, ρπαγμένος πτν γριο παλμτοστερεώματος, βάδιζε πέντε, δέκα βήματα κατμκος τς κτς κι στερα στρεφε πρς τνερά, τέντωνε τχέρια, παιρνε πάλι τσχμα τοσταυροτσμα, σπου τκατέβαζε καβάδιζε πάλι πέντε δέκα βήματα καξανὰ ἀπ’ τν ρχὴ ὁ ἴδιος χορς,σπου σττέλος κανε χωντχέρια στστόμα του καδυνατφώναξε στ’ γρια λμυρνερτὸ ὄνομά του.

 Λαβαίνω κι γὼ ἀφορμὴ  καστος γριους κυματισμος τν δοκιμασιν τοθυμίζω τμυστήριο ποτν γραφε σταυρστὸ ἀκρόγιαλο, φήνοντας μάλιστα ς λπίδα ερήνης στφουρτούνα τ’ νομά του.

Στν καλύτερη περίπτωση διδάσκουμε τπαιδιτν προσευχή, λλλησμονομε ντος δείξουμε τχαρτς προσευχς, τν παλμκατν θεο δυναμισμπομεταγγίζει εροκρυφίως στζωή τους.

«Ἡ ἀληθινή χαρά εναι πονεμένη», γράφει Κόντογλου. Πονεμένη λλμακρόθυμη. χαρδν εναι δρόμος τοκόσμου,που παντοκαραδοκεῖ ὁ θάνατος. χαρεναι δρόμος τοπόνου, που παντογρηγορεῖ ὁ Ἀθάνατος.

χαρδν εναι κάτι ποθβρες. χαρσοῦ ἔχει δη δοθε. Εναι τφς τοΘεοποκατοικεστν καρδιά σου. Εναι δυνατότητα ποὺ ἔχει δοθεστν παρουσία σου νγίνει τ«χημα λίου τονοητο», ὁ  «νας τοπνεύματος», τ«ψος τὸ ἄρρητον» πρς τὸ ὁποοχει κληθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση σου. δβρίσκεται τὸ ἱερὸ ἔδαφος τς προσευχς ς μετοχτς χαρς στχάρη. ς μετοχτοεναι στὸ ἀεεναι. κενο ποὺ ὁ ἅγιος σακ Σρος λέγει: «χαρὰ ἡ ἐν τΘεεναι σχυροτέρα τς παρούσης ζως.» Διότι ατὴ ἡ χαρὰ ὑπερβαίνει τφθορτοκόσμου, περβαίνει τς δοκιμασίες. Εναι κλίμακα μυστικποφέρνει μιλεπτκαταλλαγκαὶ ἀγαλλίαση ς νβρισκόμαστε «μέσον πυρς στάμενοι καμφλεγόμενοι» διότι εμαστε ναμμένοι πτπρ τς θεότητος.

Δν εναι χαρὰ ἡ πόρνη τοκόσμου τούτου, ταυτισμένη μ τν δονή τ σκοτεινοχαρ πο σ γεμίζει πληγς κα διαβρώνει τν ρεττοπροσώπου  καταπνίγοντας τνλπίδα  πο φέρνει Θες στν κόσμο μ τν παρουσία σου. Ατὴ ἡ  ἀφώτιστη χαρεναι κενκακακία πο κατακερματίζει τν παρξη κα διασπ  τν κόσμο. Ἡ ἐν τΘεχαρσυμπάσχει μετπασχόντων κα χαίρει μετχαιρόντων. Εναι καρδιποφλέγεται, ποδιακονε, πού γίνεται τρόπος κα χρόνος σταυραναστάσιμος. Παίρνει στος μους της τβάρος τοκόσμου γινὰ ἐμφυσήσει σ’ ατπνοζως, στοργπαραδείσια στε ν’ νακτήσει πάλι κόσμος τν κεκρυμμένη του ραιότητα, ν’ ναστηθεκπεσμένη του δόξα. «Χριστς νέστη χαρά μου» προσφωνοσε ὁ ἅγιος Σεραφεμ τοΣάρωφ ποιον συναντοσε. Διότι κάθε παιδ τοΘεοῦ  ἀποτελετς χαρς  τὸ ἀναστάσιμο σήμαντρο. «Νν πάντα πεπλήρωται φωτός», καλύτερος ρισμς γι τ χαρὰ ὡςναστάσιμη μετοχ  δέν πάρχει.

– Διψ, εχε πε ο μικρς φτάνοντας γιπροσκύνημα στπατρογονικό  Κακοπέρατο.

– Ζήτα παττνεργινμν ξαναδιψάσεις ποτέ, τοεπα κατν δήγησα στεκόνισμα τς Ζωοδόχου Πηγς. Καὶ ἀπτότε ατὴ ἔγινε φυσική μας κίνηση σκάθε προσκύνημα. Μτραβοσε πτχέρι καμὲ ὁδηγοσε στο«ζντος δατος» τν «πηγτν κένωτο».

«Χαρε χαρς δοχεον.» Δν βρίσκεται στήν κπόρνευση χαρά μας λλ στν ναπαρθένευση. Μ τν ννοια το Παύλου Εδοκίμωφ: «Σκοπς το γάμου εναι διάσωση τς παρθενικότητας τν συζύγων.» Χριστός, ἡ ἀληθιν καίχραντος χαρ τοκόσμου. 

Ζήτησε δάσκαλος νξέρουν τν πόμενη μέρα τ«Πάτερ μν» π’ ξω.

– Δν εναι μάθημα ατό, επα. Ατεναι προσευχτοΚυρίου. Δν μαθαίνεται πως τμαθήματα. Ατεναι χαρ θείας  κοινωνίας.

– Τί θκάνουμε; ρώτησε.

– Σήκω, θὰ ἀνηφορίσουμε ς τξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου.

Μετουσιώθηκε πορεία σ μυστικὴ ἀγωγή. λα γύρω μας σιωποσαν νὰ ἐνδυναμώσουν τν λόγο. λα προσεύχονταν. Ἡ ἐσπεριναρα συνηγοροσε. ναβα μ τίς παραβολς τοΧριστοτνοήματα καὶ ἡ μυρωμένη σιωπτς κτίσης βοηθοσε νδιαποτίσουν τμνήμη. σπου φτάσαμε. Σαρώσαμε τξωκκλήσι, βάλαμε λαιο καφλόγα στς φωλις τν καντηλιν, νάψαμε τθυμίαμα καζητήσαμε τμεσιτεία τοῦ ἁγίου.

γιος Θεός, γιος σχυρός, γιος θάνατος.ρχισε μσυστολνλέγει τ«Πάτερ μν»,φουγκραζόμενος τν δικό μου ψίθυρο που ξεχνοσε τλόγο.

ταν μεττ«Δι’ εχν» κινήσαμε νφύγουμε, πρόσμενα να τεράστιο φεγγάρι σν παρρησία Θεομς ρπαξε.

– Εδες, εναι κλειδτ«Πάτερ μν», νοιξε τν ορανκι ναψε κι ατς γιμς τκαντήλι του, νά ’χει ερφς πορεία μας. Δν εναι πλλόγια προσευχή. Εναι κίνηση θείας ζως στζωή μας. Ντθυμσαι κανκρατς τκλειδί της στν ψυχή σου.

Κι λλη φορτν βρκα μαζεμένο, σκεφτικό, βαρύθυμο.

– Τί χεις; ρώτησα.

– Νά, φίλος μου Κώστας θμείνει σκαλύτερο χωριὸ ἀπτδικό μας, ποὺ ἔχει παιδιά, κούνιες κασχολεο.

– Δν μολές, τν γαπς τν Κώστα;

– Φυσικά.

– Κατί ζητς στν προσευχή σου, νεναι καλύτερα χειρότερα πσένα;

– Ατεναι; επε καπετάχτηκε ξω καὶ ἔπαιζε χαρούμενος.

Διότι εναι προσευχτὸ ἀναστάσιμο σμα τοκόσμου. νας νθαδικς τόπος μετάστασης στς ελογίες τοΠαραδείσου. που λοι, ζντες καί κεκοιμημένοι, πρόγονοι καί πόγονοι ν Χριστ γινόμαστε να σμα πού περβαίνει κάθε χωροχρονική τραγικότητα.

Αττν γωγτς χαρς ποὺ ὑπερβαίνει χρο καχρόνο, τ«θανάτθάνατον πατήσασα», τν ερχαρποεναι μπόλιασμα θείας δύναμης τν παραδώσαμε στπαιδιά μας; μήπως τν γκλωβίσαμε σὲ  πρόσκαιρες μέριμνες μστόχο τοΓολγοθτὰ ἀργύρια;

Τκάναμε ννιώσουν στὸ ἄναμμα τοκεριοτμυστικὸ ἀγνάντεμα τν πραγμάτων π τὰ ἔσχατα τς θείας καθολικότητας; ναψαν οἱ ὀφθαλμοί τους π τν ασθηση Θεοστν καρδιά τους; λλοιώθηκαν π τν γλυκασμ τς γγύτητάς Του; Γεύθηκαν τν λευθερία τους ς διαστολ τς αωνιότητας π τ μπόλιασμα τοπνεύματός τους στ Πνεμα τοΘεο; νστερνίστηκαν τ σπουδή τοσταυροῦ ὡς γωγ καί ρωγ διακονίας γι τν ναστάσιμη χαρ τοκόσμου; γινε θεία χάρη τόπος κατρόπος τς χαρς τους; πάρχουν ς υο φωτός;

Καί πς νσταλάχτηκαν λα τοτα στν συνειδητότητά τους; φήσαμε τν Θεό ν γάπ, ν λευθερίκαί ληθείν τπισκεφτε; Γίναμε γόνιμη σιγ κα προσευχ γι ατά; Μς εδαν ερηνόχυτα ν δακρύζουμε γι τν χαρά τους κα τ χαρ  λάκαιρου το κόσμου;

– Μν κάνεις τόσους σταυρούς. Καμλιγότερους σώζεσαι.

– Ματοδν εναι γιμένα. Γιμένα καναν οπαποδες μου. Ατοεναι γισένα, πάντησα, κατί γυρνκαμολέει μικρός.

, τότε νκάνεις περισσότερους!

«Κατερινιώ μου μάλαμα,

Κατερινιώ μου μέλι,

Κατερινικρύο νερ

ποπίνουν οἱ ἀγγέλοι»!

Τόσο πλχύνονταν π’ τνανούρισμα τς μάνας χαρὰ ἡ μυστικστν ψυχή μου.

«Τέτοια χαρπς τβαστον,

πς τν νασηκώνουν

νμδιψονε οθνητοί

κι οἱ ἄγγελοι βουρκώνουν;»

Προσευχήσου. Κάνε τεναι, ε εναι μεττοσυνανθρώπου καε εναι μεττο Θεο. Χαρε.

Δημοσιεύθηκε στο τχ 281 (Μάιος 2016) της “Πειραϊκής Εκκλησίας”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Χαρά εν όλω τω κόσμω».

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Καίτης Νικολάου.

πηγή ψηφιακού κειμένου: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ