Bασίλειος Παϊπάης
«Νομίζομε λοιπόν ότι είναι ανάγκη όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, να αντικατασταθή στο νού των αρχηγών τουλάχιστον του έθνους, το ιμπεριαλιστικό μας όνειρο (σ.σ. εννοούν την Μεγάλη Ιδέα) με το ακόλουθο πρόγραμμα, που δεν λέμε μεν ότι βέβαια θα επιτύχη, βρίσκομε όμως ότι είναι η μόνη ελπίς σωτηρίας για τον Ελληνισμό, ο μόνος τρόπος να ζήση μέσα στην Ανατολή και ν’ ακμάση πάλιν, ανάλογα προς τις πραγματικές του αρετές και ικανότητες. Όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, σκοπό να βάλωμε όχι μια ελληνική μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά ένα συνασπισμό των λαών και των κρατών της Βαλκανικής χερσονήσου και της Μικράς Ασίας.»
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το υπόμνημα αποτελεί το κύκνειο άσμα των προσπαθειών για την πραγματοποίηση του οράματος του Ρήγα πριν από την απόλυτη επικράτηση των εθνικιστικών λύσεων. Οι συντάκτες του οσμίζονταν την καταστροφή που επερχόταν και είχαν ορθώς εντοπίσει τις αιτίες της. Η προσκόλληση στην στενόθωρη λογική των εθνικά καθαρών λύσεων δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα επιβίωσης του Ελληνισμού στα πατρογονικά του εδάφη, ενώ μακροπρόθεσμα περιόριζε την εμβέλεια του ελληνικού πολιτιστικού μηνύματος.
Παρόλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν είναι δυνατή η αναβίωση της Ανατολικής Ιδέας ύστερα από την μεσολάβηση ενός αιώνα εθνικιστικής λαίλαπας. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στην έλλειψη φυσικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Ανατολή. Πολύ περισσότερο, δύο αιώνες συστηματικής εμβάπτισης στα σύμβολα και τις πρακτικές της εθνικής κρατικής οργάνωσης έχει διαποτίσει τις συνειδήσεις και δεν επιτρέπει αισιοδοξία ως προς την δυνατότητα των βαλκανικών κρατών να απογαλακτιστούν από τις νεωτερικές αξίες. Ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας είναι γνωστό ότι από το 1923 που οργανώθηκε σε σύγχρονο εθνικό κράτος κατά τα δυτικά πρότυπα, η χώρα διήλθε περίοδο εντατικής εθνογένεσης με σκοπό τον εκτουρκισμό του ετερογενούς πληθυσμού της. Οι ισλαμιστές είναι και αυτοί παράγωγα μιας διαδικασίας συστηματικού εκτουρκισμού που καθιστά σχεδόν απαγορευτική την επιστροφή σε προνεωτερικά πρότυπα. Με άλλα λόγια, η προνεωτερική βάση της πολιτικής ιδεολογίας των ισλαμιστών δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση ότι η ισλαμιστική Τουρκία μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για μια ανασηματοδότηση του πολιτικού χώρου μακριά από νεωτερικά εθνο-ρατσιστικά πρότυπα. Αντιθέτως, η εμπειρία έχει δείξει ότι η μετεμφύτευση προνεωτερικής ιδεολογίας σε νεωτερικές δομές οδηγεί κατά κανόνα στη δημιουργία ακραίου λαϊκιστικού εθνικισμού που στην Τουρκία γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνος καθώς επενδύεται με αντιδυτικό μένος. Ίσως το παράδειγμα της Τουρκίας αναδεικνύει γενικότερα και τα όρια του παραδείγματος της ‘μετα-εκκοσμίκευσης’ (post-secularism) ως μιας ενναλακτικής θεώρησης της οργάνωσης των πολιτικών σχέσεων. Οταν δεν γίνεται εργαλείο στα χέρια κυνικών της ισχύος αδυνατεί να υπερβεί τα όρια τη νεωτερικής προοπτικής και μετατρέπεται σε ιδεολογία.
Η αισιόδοξη άποψη προϋποθέτει ότι η Τουρκία θα αντιληφθεί τον ρυθμιστικό της ρόλο με όρους πολιτιστικής συνύπαρξης και όχι αφομοίωσης των λαών που κάποτε συμβιούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία. Είναι γεγονός ότι στις δημόσιες ομλίες του, όπως αυτή που εκφώνησε σε διεθνές συνέδριο στο Σαράγεβο, ο κ. Νταβούτογλου δίνει έμφαση στην «πολιτιστική αρμονία» και την «οικονομική αλληλεξάρτηση» ως στοιχεία που χαρακτήριζαν την οθωμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια. Όσο και αν η περιγραφή αυτή μεταφέρει μια μάλλον εξωραϊσμένη εικόνα του οθωμανικού δεσποτισμού, το πραγματικό πρόβλημα δεν έγκειται κατά βάση εκεί. Γιατί θα πρέπει μια πολιτική συνεργασίας και ανάδειξης κοινών προβλημάτων να επενδύεται με σχήματα του παρελθόντος που, αν δεχθούμε την μαρξιστική ρήση, μόνο ως φάρσα μπορούν να αναβιώσουν; Γιατί θα πρέπει μια φαινομενικά φιλειρηνική πολιτική διαπολιτισμικής συνύπαρξης να ενδυθεί το μανδύα του ηγεμονισμού, έστω ήπιου, και όχι της ισότιμης πολυμερικότητας; Υπό αυτή την έννοια, αν δηλαδή ο κ. Νταβούτογλου εννοεί αυτά που λέει, μένει να αναρωτηθούμε γιατί επιλέγει από το οπλοστάσιο της Ιστορίας το παράδειγμα του οθωμανικού ηγεμονισμού και όχι αυτό της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας ή, ακόμα καλύτερα, της δημοκρατικής ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών του Ρήγα Φερραίου. Προφανώς, οι ισλαμικές του καταβολές δεν θα του επέτρεπαν κατι τέτοιο. Όμως, σε αυτήν την περίπτωση, και υπό το πρίσμα της προηγούμενης ανάλυσης, εύλογα αναδύεται το ερώτημα αν το νεο-οθωμανικό όραμα του κ. Νταβούτογλου εδράζεται στην απόρριψη της κοσμοθεωρίας του έθνους-κράτους ή απλώς υποκρύπτει επεκτατικές βλέψεις υπό τον μανδύα ενός συναινετικού ηγεμονισμού. Αν ισχύει το δεύτερο –και η πρόσφατη επιθετική ρητορική και πρακτική της Άγκυρας στο θέμα των ισραηλινο-κυπριακών γεωτρήσεων ενισχύουν αυτή την άποψη- τότε η πολιτική Νταβούτογλου δεν ανατρέπει το ισχύον πλαίσιο διεθνών σχέσεων, απλά μας καλεί να αποφασίσουμε αν επιθυμούμε να αντιταχθούμε στον τουρκικό νεο-ηγεμονισμό ή να ακολουθήσουμε πολιτική κατευνασμού και ήπιας προσχώρησης στην τουρκική σφαίρα επιρροής. Και οι δύο πολιτικές έχουν κόστος και οφέλη ανάλογα με την ιεράρχηση αξιών και προτεραιοτήτων κάθε κοινωνίας. Αρκεί να αντιληφθούμε ότι περί αυτού πρόκειται παρά τις κομψές διακηρύξεις της τουρκικής διπλωματίας.
* Ο Βασίλειος Παϊπάης διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Σκωτία
πηγή: Αντίφωνο
Πολύ ενδιαφέρων ο προβληματισμός του Β. Παϊπάη και χαίρομαι ιδιαίτερα για τη θετική αναφορά του στην ανάγκη διαλόγου σχετικά με «τους όρους και τις προϋποθέσεις της μακροϊστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού». Με την ελπίδα ενός τέτοιου διαλόγου θα ήθελα να πω τούτο. Το να αναρωτιόμαστε για τις δυνατότητες μελλοντικής προοπτικής του Ελληνισμού πέρα από τα όρια του έθνους-κράτους ή, ακόμα πιο ειδικά, στην προοπτική μιας διαβαλκανικής συνεννόησης, δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ερώτημα για τη στάση απέναντι στον νεοοθωμανισμό. Προφανώς τα δύο θέματα συνδέονται – ιδίως αν τα δούμε στα όρια της σημερινής συγκυρίας – αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να στριμώχνουμε το ιστορικό ενδεχόμενο μιας κοινής διαβαλκανικής προοπτικής (άλλοι μιλούν για ομοσπονδία, εγώ προτιμώ τον πιο ευρύ όρο «κοινοπολιτεία») σε ένα «Ναι» ή ένα «Όχι» στη στρατηγική Νταβούτογλου (μόνο και μόνο εξ αιτίας της αδιαμφισβήτητης γεωπολιτικής ισχύος της Τουρκίας). Αν συμφωνούμε σ’ αυτό, τότε δεν μπορεί το πρόβλημα να εξαντλείται στην «ειλικρίνεια» του νεο-οθωμανικού σχεδίου. Το κύριο ερώτημα είναι αν υπάρχουν στο σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο ρεαλιστικοί όροι προσέγγισης των βαλκανικών λαών ή αν αυτό αποτελεί μια ρομαντική απλώς αναφορά στο παρελθόν. Από την άποψη αυτή το ερώτημα δεν είναι κατά τη γνώμη μου αυτό που θέτει ο συνονόματός μου αρθρογράφος- ενδιαφέρον κατά τα άλλα – σχετικά με «την δυνατότητα των βαλκανικών κρατών να απογαλακτιστούν από τις νεωτερικές αξίες», ούτε τα «όρια του παραδείγματος της ‘μετα-εκκοσμίκευσης’ (post-secularism) ως μιας ενναλακτικής θεώρησης της οργάνωσης των πολιτικών σχέσεων». Αν το θέμα ήταν αυτό θα συμφωνούσα απολύτως μαζί του. Έχει δίκιο όταν λέει πως η μεταεκκοσμικευτική αυτή θεώρηση «όταν δεν γίνεται εργαλείο στα χέρια κυνικών της ισχύος αδυνατεί να υπερβεί τα όρια τη νεωτερικής προοπτικής και μετατρέπεται σε ιδεολογία». Γι’ αυτό άλλωστε κι εγώ είμαι απολύτως αντίθετος με οποιαδήποτε ιδέα «ορθοδόξου τόξου». Όμως το θέμα βρίσκεται αλλού κατά τη γνώμη μου. Θέλοντας να παρακάμψω σ’ αυτό εδώ το μικρό σχόλιο το θεωρητικό ζήτημα που τίθεται, θα έλεγα πως ένας τρόπος για να δει κανείς τη διαχρονική διάρκεια της δυνατότητας για μια στενότερη διαβαλκανική προοπτική είναι ο εμπειρικός. Να μελετήσει δηλαδή πώς σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, σε κάθε περίοδο κρίσης, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο διασαλεύθηκε το στάτους των εθνικών κρατών, εκτός από την αυτονόητη ένταση των εθνικών ανταγωνισμών αμέσως εμφανιζόταν και η αντίθετη τάση για κοινή βαλκανική προοπτική (τα λέω αυτά αναλυτικά στο βιβλίο μου, Βαλκανική Κοινοπολιτεία, που έχει δημοσιευθεί στο Αντίφωνο). Με κάποιο περίεργο και αναπάντεχο τρόπο η ιδέα της διαβαλκανικής συνύπαρξης επανέρχεται στο προσκήνιο εκεί που θα πίστευε κανείς πως είναι πλέον οριστικά ξεχασμένη. Και μάλιστα επανέρχεται όχι σε κάποιους περιθωριακούς μόνο κύκλους ιδεολόγων, αλλά και στους κεντρικούς σχεδιασμούς των κρατών και των πολιτικών ηγεσιών. Και πιστεύω ότι δεν είναι τόσο η ισχύς των βαλκανικών εθνικισμών, όσο το ευρύτερο πλαίσιο των παγκόσμιων συσχετισμών ή αν προτιμάτε, των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που βαραίνει ώστε τελικώς να επικρατεί ο ενδοβαλκανικός ανταγωνισμός. Κι αν το δούμε από την άλλη μεριά, όποτε οι Βαλκανικοί λαοί θέλησαν να απεμπλακούν από τις ιμπεριαλιστικές εξαρτήσεις, η φυσική ροπή ήταν η αμοιβαία ενδοβαλκανική υποστήριξη. Ίσως είναι τούτη μια τέτοια ιστορική στιγμή. (Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον, ως μια ακόμα ενδιαφέρουσα συμβολή στον διάλογο, ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα. Βλ. στο διαδίκτυο: Ευελπίδης Οικονομάκης, «Για μια Βαλκανική Ομοσπονδία», ιστοσελίδα ΕΠΑΜ. Και στα αγγλικά “For a Balkan federation” By Evel Economakis, δημοσιευμένο στην τουρκική Today’s Zaman.)
Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και το γόνιμο διάλογο. Δεν θα διαφωνούσα μαζί σας ότι το κλεδί για να εξετάσει κανείς την αιτία αλλά και την ένταση των διαβαλκανικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων είναι η εξάρτηση. Αλλά ακριβώς επειδή η εξάρτηση είναι μία μάλλον ‘ανεξάρτητη μεταβλητή’ στην αναλύση μας-για να μεταχειριστώ αυτό το βάρβαρο όρο του νεο-θετικισμού στις διεθνείς σχέσεις- αποτελεί και μια συνθήκη που πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη διότι έχει διαστρεβλωτική επίδραση ακόμα και επί γόνιμων και καλοπροαίρετων προθέσεων. Στην ανάλυσή μου το νεο-οθωμανικό όραμα είναι στο επίκεντρο όχι γιατί αποτελεί προνομιακό πεδίο διακύβευσης αυτών των προβληματισμών-κάθε άλλο μάλιστα- αλλά γιατί συγκυριακά προβάλλεται ως πιθανή διέξοδος από συγκρουσιακά μοντέλα διεθνών σχέσεων και παραδοσιακούς συσχετισμούς ισχύος. Είμαι αλληλλέγυος σε οποιαδήποτε ερμηνευτική πρόταση που προτείνει την υπέρβαση των εθνο-ρατσιστικών αγκυλώσεων (ειδικά μάλιστα τώρα που στα Βαλκάνια κατέδειξαν τον ιστορικό τους αδιέξοδο). Πιστεύω όμως ότι τα όρια του νεο-οθωμανικού μοντέλου ενδείκνυνται-για τους λόγους που εξήγησα- και για μια ευρύτερη κριτική των νεο-ρομαντικών προσεγγίσεων που λησμονούν ακριβώς το πλαίσιο της εξάρτησης και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που διαμόρφωσαν το πλαίσιο των ιστορικών εθισμών εντός του οποίου οφείλει να διαγωνιστεί οποιαδήποτε νέα προταση. Με άλλα λόγια οποιαδήποτε διαβαλκανική συνεργασία δεν λάβει υπόψη της ένα ιστορικό φορτίο δύο αιώνων, αν δεν αποτελεί απλή ουτοπία, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Θα διαβάσω με ενδιαφέρον τις παραπομπές σας