ΣΥΝΑΞΗ, τ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008, σελ. 45-54.
Ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία ή ότι – κατά μείζονα λόγο – είναι αντίθετος προς τη θρησκεία μπορεί να αποτελεί μια θέση παράδοξη εκ πρώτης όψεως, τα ζητήματα όμως που εγείρει συνιστούν καίρια πρόκληση για τη χριστιανική αυτοσυνειδησία. Το είδαμε και πρόσφατα, με την έκδοση του βιβλίου του Χρήστου Γιανναρά Ενάντια στη Θρησκεία (εκδ. Ίκαρος, 2006). [Βλ.στο Αντίφωνο μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση και τις εντελώς αντίθετες μεταξύ τους βιβλιοκριτικές του π. Σταύρου Τρικαλιώτη και του γράφοντος, καθώς και την παρουσίαση του βιβλίου στην Εκπομπή "Ανιχνεύσεις" του Παντελή Σαββίδη στην ΕΤ-3.] Με αφορμή αυτό το βιβλίο θεώρησα χρήσιμο να ανατρέξω σε παρόμοιες απόψεις που άλλοι θεολόγοι έχουν διατυπώσει στο παρελθόν. Αν και είχα την εντύπωση ότι γνώριζα κάπως το ζήτημα, οφείλω να πω ότι έμεινα έκπληκτος συνειδητοποιώντας πόσο βαθιά έχει επηρεάσει αυτή η ιδέα τη σύγχρονη προτεσταντική θεολογία και πόσο ζωντανή εμφανίζεται τα τελευταία ιδίως χρόνια όχι μόνο στον προτεσταντικό, αλλά και στο ρωμαιοκαθολικό χώρο. Από την άλλη μεριά, παραλληλίζοντας συναφείς θέσεις ορθοδόξων θεολόγων διέκρινα λεπτές αλλά αξιοσημείωτες διαφορές, οι οποίες προηγουμένως μου διέφευγαν. Κρίνοντας ότι και τα δύο αυτά μπορεί να έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, θεώρησα χρήσιμο να καταγράψω τα βασικά ευρήματα της περιδιάβασής μου σε μια συνοπτική, καθαρά ενημερωτική παρουσίαση· χωρίς φιλοδοξίες ανάλυσης, ερμηνείας ή αξιολόγησης· χωρίς προθέσεις βαθύτερης διερεύνησης των υπαρκτών ή μη εξαρτήσεων ή οποιωνδήποτε άλλων συσχετίσεων μεταξύ των διαφόρων απόψεων· ωσάν μια εγκυκλοπαιδική χαρτογράφηση αυτού του ‘γνωστού’ όσο και ‘άγνωστου’ θεολογικού τοπίου.
Το ζήτημα μπορεί στην ουσία του να είναι παλιό, όσο και το αν η Εκκλησία συνιστά ‘πλήρωση’ ή ‘υπέρβαση’ του Μωσαϊκού Νόμου· ετέθη όμως με αυτούς τους συγκεκριμένους όρους – αν δηλαδή είναι ή όχι ‘θρησκεία’ ο Χριστιανισμός – μόλις τον 20ο αιώνα. Πρώτος το έθεσε ο Καρλ Μπαρτ[i] (Karl Barth, 1886-1968), ένας από τους σημαντικότερους προτεστάντες θεολόγους, στην “Εκκλησιαστική Δογματική” του (Die Kirchlishe Dogmatic). Σ’ αυτό το ογκώδες όσο και θεμελιώδες για τη σύγχρονη δυτική θεολογία έργο του, ο Μπαρτ ξεκάθαρα αντιπαρέθεσε τη θρησκεία προς το χριστιανικό Ευαγγέλιο, λέγοντάς μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η θρησκεία είναι «έλλειψη πίστης» και μέριμνα «του χωρίς Θεό ανθρώπου» (σ.299)[ii], μια «υπερφίαλη όσο και απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου» να κατασκευάσει ένα «υποκατάστατο της αποκάλυψης». Επομένως «καμιά θρησκεία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στη Χάρη του Θεού ως αληθής θρησκεία» (σ.325)· «η αποκάλυψη του Θεού καταργεί τη θρησκεία» (σ.280). Ο δεύτερος που διατύπωσε μια ανάλογη ιδέα είναι ο Ντίτριχ Μπονχέφερ (Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945). Ο Γερμανός αυτός λουθηρανός θεολόγος εκτελέστηκε από τους Ναζί για την αντίστασή του κατά του χιτλερισμού, έμεινε όμως γνωστός και ως «προφήτης ενός μη θρησκευτικού χριστιανισμού»[iii]. Ο Μπονχέφερ αφορμάται από τον Μπαρτ, ακολουθεί όμως άλλη κατεύθυνση. Ενώ ο Μπαρτ διαπιστώνει ουσιώδη εξ αρχής διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και θρησκείας, ο Μπονχέφερ βλέπει τη θρησκεία όχι ακριβώς ως αλλοίωση του Χριστιανισμού, αλλά ως μια παρωχημένη φάση του· εντοπίζει δηλαδή το ζήτημα στη μετάβαση από μια προηγούμενη εποχή (την οποία αξιολογεί ως εποχή πνευματικής ανωριμότητας) σε μια άλλη, πνευματικώς πιο ώριμη. Σε έναν «κόσμο – λέει – που ενηλικιώθηκε» (σ.146)[iv] και όπου οι άνθρωποι «δεν μπορούν πλέον να θρησκεύουν» (σ.147) το κέντρο βάρους της εκκλησιαστικής πράξης μετατοπίζεται από το ‘θρησκευτικό’ στο ‘κοινωνικοπολιτικό’ πεδίο. Η Εκκλησία οφείλει πλέον να αναλάβει την ευθύνη της έναντι της ιστορίας μέσω της κοινωνικής και πολιτικής κυρίως πράξης, χωρίς αυτό να σημαίνει εγκατάλειψη του λόγου, της λατρείας, των μυστηρίων και της προσευχής (σ.149). Αυτή είναι η βασική ιδέα του περίφημου ‘μη θρησκευτικού’ χριστιανισμού. (Αξίζει δε να αναφερθεί, έστω και εν παρενθέσει, ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό σημείο επαφής με τον Χρ. Γιανναρά και την ορθόδοξη θεολογία του ‘Προσώπου’, αφού ο Μπονχέφερ έχει επίσης μιλήσει για τον κοινοτικό χαρακτήρα της λατρευτικής σύναξης, αλλά και για το Θεό ως ‘υπάρχων-εν-σχέσει’, being-in-relation[v].)
Οι δύο πόλοι που διαμόρφωσαν ο Μπαρτ και ο Μπονχέφερ όρισαν κατά κάποιο τρόπο το πεδίο όλου του θεολογικού προβληματισμού που ακολούθησε, και ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα έντονος από τότε έως τις μέρες μας. Όπως σημειώνει ο Ν. Νησιώτης, η διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας «ουδένα σχεδόν θεολόγον ή χριστιανικώς φιλοσοφούντα εν τη Δύσει άφησεν ανεπηρέαστον»[vi]. Ο Μπαρτ παραμένει η κλασική βάση αυτής της διάκρισης, ενώ ο ‘μη θρησκευτικός’ χριστιανισμός του Μπονχέφερ είναι η μήτρα όλων των κοινωνικο-πολιτικών θεολογιών που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αι. Ο Γάλλος ‘χριστιανός αναρχικός’ Ζακ Ελλύλ (Jacques Ellul, 1912-1994) γράφει, ακολουθώντας τον Μπαρτ, πως «η πίστη συντρίβει κάθε θρησκεία»[vii]. Στον ίδιο τόνο ο Αμερικανός επισκοπιανός ιερέας Ρόμπερτ Καπόν (Robert Farrar Capon) μάς λέει πως «το ευαγγέλιο της χάριτος είναι το τέλος της θρησκείας»[viii], άρα αυτή καθεαυτή η έννοια της ‘Χριστιανικής θρησκείας’ είναι αντιφατική και ανακόλουθη[ix]. Από την άλλη μεριά, ο Βαπτιστής Αμερικάνος θεολόγος, Χάρβεϋ Κοξ (Harvey Cox), έγινε διάσημος στην Αμερική τη δεκαετία του ’60 με το βιβλίο του “Η Κοσμική Πόλις” (The Secular City, 1965) στο οποίο διατυπώνει μια ριζοσπαστική κοινωνικο-πολιτική θεολογία σε στενό διάλογο με το ‘μη θρησκευτικό’ χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Αξιοσημείωτο είναι πως τα τελευταία δέκα χρόνια μια σειρά άρθρων, βιβλίων και αφιερωμάτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας[x] δείχνουν ότι η ιδέα αυτή, στη μια ή την άλλη μορφή της, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα, κερδίζει έδαφος. «Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να διακρίνουμε και να αντιδιαστείλουμε τη θρησκεία από τον Χριστιανισμό»[xi] έγραφε μόλις το 1998 εν είδει μανιφέστου ο Αμερικανός ιερέας Τζαίημς Φάουλερ (James A. Fowler) στο βιβλίο του με το χαρακτηριστικό τίτλο “Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία”, ενώ ένα ανάλογο βιβλίο, με τίτλο “Για έναν μη θρησκευτικό Χριστιανισμό”[xii] εξέδωσε το 2002 ο Ιταλός καθηγητής φιλοσοφίας, ριζοσπάστης καθολικός χριστιανός, Τζιάννι Βάττιμο (Gianni Vattimo)[xiii].
Στον ορθόδοξο χώρο τα πράγματα είναι λιγότερο θεαματικά, ίσως όμως περισσότερο περίπλοκα. Κύριοι πόλοι της εκκλησιαστικής κριτικής προς τη θρησκεία είναι εδώ ο Χρ. Γιανναράς και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Το “Ενάντια στη θρησκεία” μάς θύμισε τη σταθερή πολεμική του Χρ. Γιανναρά κατά της ‘θρησκειοποίησης’. Εξ ίσου όμως μαχητικός και απόλυτος είναι και ο π. Ιω. Ρωμανίδης, όπως το δείχνει ο εύγλωττος τίτλος ενός άρθρου του της δεκαετίας του ’60 «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της»[xiv]. Αν θα θέλαμε να συγκρίνουμε τις απόψεις των δύο ορθοδόξων θεολόγων με τις αντίστοιχες των Μπαρτ και Μπονχέφερ το πρώτο πράγμα που πράγμα που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι η διαφορά στην ορολογία, αφού ούτε ο Χρ. Γιανναράς ούτε ο π. Ιω. Ρωμανίδης μιλούν για ‘Χριστιανισμό’. Αντ’ αυτού ο πρώτος μιλά για ‘Εκκλησία’ (μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τον Χριστιανισμό ως διδασκαλίας ή ως θεσμού προς τη ζώσα κοινότητα και την πνευματική της εμπειρία), ενώ ο δεύτερος μιλά για ‘Ορθοδοξία’ (τονίζοντας τη διαφορά του ανατολικού προς το δυτικό χριστιανισμό). Παρ’ όλα αυτά, αν περιοριστούμε σε μια φορμαλιστική επιφανειακή προσέγγιση, τόσο ο Γιανναράς όσο και ο Ρωμανίδης φαίνεται να κινούνται στον άξονα του Μπαρτ[xv], αφού και για τον έναν και για τον άλλον η διαφορά θρησκείας και χριστιανισμού έχει να κάνει με μια εξ αρχής ουσιώδη αντίθεση της χριστιανικής Εκκλησίας προς τη θρησκεία. Όμως στους δύο αυτούς κορυφαίους θεολόγους της γενιάς του ’60 πρέπει να προσθέσουμε και έναν νεώτερο, τον Παντελή Καλαϊτζίδη, το ενδιαφέρον του οποίου στρέφεται προς το ριζοσπαστικό χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Στο πρόσφατο έργο του “Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα” (Ίνδικτος, 2007) o Καλαϊτζίδης αναγνωρίζει ότι ο Γερμανός θεολόγος «έπεσε εν μέρει έξω» (σ.93) όσον αφορά το ‘τέλος’ των θρησκειών· θεωρεί εν τούτοις ότι «η επιστροφή του θρησκευτικού, με όλα τα σκοτεινά και τα επικίνδυνα ενδεχόμενα που κρύβει, κάνει επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε το αίτημα του Bonhoeffer για έναν μη θρησκευτικό χριστιανισμό» (σ.94).
Υπάρχουν όμως και οι αντιρρήσεις. Αντίθετοι, για παράδειγμα, με την απόλυτη αντιδιαστολή χριστιανισμού και θρησκείας ήταν εξ αρχής τόσο ο Ν. Νησιώτης, όσο και ο νυν αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος. «Ασφαλώς, τοιαύτη αντίληψις περί Θρησκείας – γράφει ο Nίκος Νησιώτης κρίνοντας τον Μπαρτ – ελέγχεται ως πολύ μονομερής και περιορισμένη. Ορθή αντίληψις περί αυτής δεν θα επέτρεπε τοιούτον διαχωρισμόν»[xvi]. Τόσο η ‘πίστις’ – σημειώνει – όσο και η ‘αληθής θεολογία’ δεν αντίκεινται «προς την ούτω πως θεωρουμένην ‘φυσικήν’ θρησκευτικότητα», διότι «θρησκεία, κατά την πίστιν ταύτην (σημ.: τη χριστιανική), δεν είναι έρευνα προς ανεύρεσιν του Θεού, αλλ’ απόφασις προς αποδοχήν τούτου … ενόρασις τούτου εν τη ενεργεία αυτού εν τω κόσμω»[xvii]. Ανάλογη είναι η θέση του Αναστασίου Γιαννουλάτου που προχωρά παραπέρα, υπερασπιζόμενος τον θεοκεντρικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά όλων, κατά κάποιο τρόπο, των θρησκειών: «η θρησκευτική εμπειρία – γράφει – έχει τις ρίζες της στην αποκάλυψη του Θεού στον πρώτο άνθρωπο. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Θείας αποκαλύψεως στην ανθρωπότητα σχετίζεται με το έμφυτο θρησκευτικό συναίσθημα.»[xviii] «Με βάση της θεώρηση αυτή θα μπορούσαμε να δούμε τις θρησκευτικές εμπειρίες της ανθρωπότητος ως βαθύ πόθο του ανθρώπου και αναζήτηση της υψίστης πραγματικότητος και συγχρόνως ως απορρόφηση ορισμένων ακτίνων από την παγκόσμια θεία ακτινοβολία»[xix]. Τα υπόλοιπα, λέει ο Γιαννουλάτος, είναι θέμα ορολογίας[xx]. Ο Νησιώτης και ο Γιαννουλάτος λένε τα παραπάνω αναφερόμενοι κυρίως στη θεωρία του Μπαρτ, δεν πρέπει όμως να έχουμε καμία αμφιβολία ότι την ίδια ώρα έχουν κατά νου και τις ανάλογες θέσεις του Χρ. Γιανναρά και του π. Ιω. Ρωμανίδη. Την αντίληψη αυτή των Νησιώτη και Γιαννουλάτου, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί την ‘πλήρωση’ της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου, υπερασπίζεται και ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος απαντώντας σε ένα άρθρο του Μ. Μπέγζου στο οποίο θα αναφερθούμε και στη συνέχεια[xxi]. «Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον αρκετά οξύ διαχωρισμό σε Εκκλησία και κόσμο – γράφει ο Στ. Παπαλεξανδρόπουλος – ούτε, επομένως, σε Εκκλησία και θρησκεία». «Η Αλήθεια της Εκκλησίας φανερώνει την αλήθεια του κόσμου». Στο βαθμό που οι θρησκείες «αποτελούν εκφράσεις … της λαχτάρας και νοσταλγίας του κόσμου για το αληθινό είναι του, για την αλήθειά του», η Εκκλησία «ακριβώς όπως ο Θεάνθρωπος… αποτελεί ‘πλήρωση’ της θρησκείας»[xxii].
Ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις (την ‘αντιθρησκευτική’ και τη ‘φιλοθρησκευτική’) μπορεί να βρει κανείς μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων μια σειρά από ενδιάμεσες θέσεις, που φαίνεται να υιοθετούν τη διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας, αλλά με πιο ήπιο τρόπο από τους αρχικούς εισηγητές της και με πολλά περιθώρια σχετικοποίησης των όρων. Βλέπουμε πολλές φορές να αναφέρεται η θρησκεία με αρνητική σημασία –θυμίζοντας λίγο ως πολύ τον Μπαρτ – αυτή όμως η αρνητική χροιά δηλώνεται είτε με την προσθήκη στη λέξη εισαγωγικών (‘θρησκεία’) είτε με τη χρήση ειδικών επιθέτων που περιορίζουν τον αρνητικό χαρακτηρισμό σε ιδιαίτερες εκφάνσεις και εκδοχές της θρησκείας και όχι στο θρησκευτικό φαινόμενο εν γένει. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, για παράδειγμα, λέει με τρόπο όμοιο με αυτόν του Χρ. Γιανναρά ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία και όχι ‘ατομικιστική’ θρησκεία[xxiii], αφήνοντας όμως έτσι θετικό περιθώριο για μια ‘μη ατομικιστική’ θρησκεία. Ανάλογη είναι και η θέση του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν. Στο ιδιαίτερα επικριτικό προς τη θρησκεία βιβλίο του “Για να ζήσει ο Κόσμος” (1963-1964)[xxiv], ο Σμέμαν γράφει ότι ο Χριστιανισμός «σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας» (σ.27) και ότι «ο Χριστός εγκαινίασε μια νέα ζωή και όχι μια νέα θρησκεία» (σ.28). Σπεύδει όμως να σχετικοποιήσει αυτές τις δηλώσεις στις αμέσως επόμενες γραμμές, διευκρινίζοντας ότι μιλά για τη ‘θρησκεία’ «με τη συνηθισμένη κατά παράδοση σημασία αυτής της λέξης» (σ.28), υπονοώντας προφανώς ότι πέρα από την παραδοσιακή της σημασία η λέξη μπορεί να αποκτήσει και μια νέα, πράγμα που του επιτρέπει παρακάτω να μιλά για την «αληθινή ‘θρησκεία’» (σ.55). Επομένως η κριτική του Σμέμαν στρέφεται κατά της θρησκείας «όσο αυτή εξακολουθεί να είναι θρησκεία του κόσμου τούτου» (σ.155). Άρα ενώ τη μια στιγμή φαίνεται να υιοθετεί κι αυτός το αντιθετικό δίπολο θρησκεία-Εκκλησία, την αμέσως επόμενη το αναιρεί, ή εν πάση περιπτώσει το σχετικοποιεί. Και να μην παραλείψουμε την κριτική που ο Σμέμαν ασκεί στους «ιδεολόγους ενός ‘μη θρησκευτικού’ Χριστιανισμού» (σ.166), υπονοώντας σαφώς τον Μπονχέφερ και τους ριζοσπάστες επιγόνους του.
Ανάλογη στάση βλέπουμε και σε Έλληνες θεολόγους που δείχνουν επιφυλακτικοί προς την έννοια της θρησκείας, αφήνοντας όμως τελικά περιθώριο για μια χριστιανική εκδοχή της. Θα σταθώ σε τέσσερεις περιπτώσεις· τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο Βλάχο, τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, τον Μάριο Μπέγζο και τον Ηλία Βουλγαράκη. Οι δύο πρώτοι ανήκουν στο θεολογικό ‘κλίμα’ του π. Ιω. Ρωμανίδη και αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για να σημειώσουμε τις διαφοροποιήσεις που επιφέρουν στη δική του απόλυτη θέση. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο αρνητικός προς τη θρησκεία, καταλήγει όμως σε μια κατά συγκατάβαση και υπό προϋποθέσεις αποδοχή της. Ο Χριστιανισμός, λέει, «δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία» (σ.22)[xxv], διευκρινίζει όμως αμέσως: «με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα» (σ.22)· δεν μπορεί, συνεχίζει, «να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας», αλλά προσθέτει: «όπως συνήθως δίνεται στις ‘φυσικές’ λεγόμενες θρησκείες» (σ.23)· επομένως «και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις» (σ.24)[xxvi]. Με παρόμοιο και ίσως ακόμα πιο συγκαταβατικό τρόπο αντιμετωπίζει τα πράγματα και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μελετώντας το συναφές προς τη θρησκεία θέμα της λατρείας: αρνητικός προς τη θρησκεία στην αρχή, διαλλακτικός στη συνέχεια. «Πρέπει να προσεχθεί – γράφει – ότι ο Χριστιανισμός ούτε χαρακτηρίσθηκε, ούτε ταυτίστηκε αρχικά με τη ‘θρησκεία’, η οποία προϋποθέτει Θεό ‘μακράν’ του ανθρώπου. … Ο Χριστιανισμός δεν ονομάζεται στην Κ.Δ. ‘θρησκεία’ αλλ’ ‘οδός’ (=ζωή) (Πράξ. 9,2). Είναι τρόπος ζωής, μέθοδος σωτηρίας/θεώσεως» (σ.23, σημ.10)[xxvii]. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ο π. Γ. Μεταλληνός, η Εκκλησία αποδέχθηκε σταδιακά τον όρο ‘θρησκεία’ «με την έννοια της λατρείας» (σ.24)[xxviii], όπως επίσης αποδέχθηκε τον όρο ‘λειτουργία’, παίρνοντάς τον από την εβραϊκή και την εθνική λατρευτική παράδοση με μια «ενέργεια κυριολεκτικά επαναστατική» (σ.27), αφού «η χριστιανική λατρεία … ως λειτουργία είναι υπέρβαση της λατρείας ως θρησκευτικού φαινομένου» (σ.27).
Παρόμοια είναι και η θέση του Μάριου Μπέγζου. Στο άρθρο του[xxix] που έδωσε την αφορμή για τις αντιρρήσεις του Στ. Παπαλεξανδρόπουλου που είδαμε ήδη παραπάνω, ο Μ. Μπέγζος μιλά για τη «διάσταση χριστιανισμού-θρησκείας» (σ.77), τονίζοντας ότι ο «χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά Εκκλησία» (σ.81), ότι η Εκκλησία «δεν είναι ένας άλλος τρόπος του ‘θρησκεύεσθαι’, έστω ανώτερος, καλύτερος ή καταλληλότερος» (σ.83) και πως οι Απόστολοι «δεν καθιέρωναν μιαν ακόμα θρησκεία», αλλά «ως Εκκλησία αποτελούσαν άρνηση της θρησκείας» (σ.86). Παρά ταύτα, και για τον Μ. Μπέγζο η Εκκλησία δεν αποκόπτεται εντελώς από τη θρησκεία, απλώς βρίσκεται σε συνεχή ένταση με αυτήν («ούτε μονιστική ταύτιση ούτε δυαλιστική διάσταση, αλλά διαλεκτική ένταση», σ.85). Η ένταση αυτή εκφράζεται με τη «διαλεκτική του ‘εκ’ και του ‘εν’» (σ.85), όπου «η Εκκλησία είναι εν τη θρησκεία χωρίς να είναι εκ της θρησκείας», «έχει όση θρησκεία θέλετε (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστικισμό, θεολογία κτλ.) αλλά δεν είναι θρησκεία» (σ.85). Το πρόβλημα λοιπόν και για τον Μ. Μπέγζο δεν είναι η θρησκεία καθεαυτήν, αλλά η απώλεια της ισορροπίας της διαλεκτικής έντασης, ήτοι η ‘θρησκειοποίηση’ της Εκκλησίας – που «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ‘χριστιανική’ ειδωλολατρία» (σ.85). Συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, το διαφαινόμενο consensus μεταξύ των παραπάνω ‘ενδιάμεσων’ θέσεων ο Ηλίας Βουλγαράκης συμπέρανε[xxx] ότι «η δυτική θεολογική σκέψη στην από μέρους της σύγκριση Χριστιανισμού και θρησκειών εγκλωβίστηκε στις λύσεις: αντίθεση, συμπλήρωση, εξέλιξη, από τις οποίες τελικά καμιά δεν είναι ικανοποιητική» (σ.94). Πράγματι, λέει, «η θρησκεία, ως διάμεσο ανθρώπου και Θεού, αποτελεί γεγονός της πτώσης» και επομένως δεν είχε θέση εκεί όπου υπάρχει «διαπροσωπική επικοινωνία και σχέση» μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστιανισμός λαμβάνει «θρησκειακή μορφή», η οποία «δεν ανάγεται στην ουσία του, αλλά αποτελεί σκόπιμη συγκατάβαση, που λειτουργεί στο σχήμα κένωση - πρόσληψη - ενσάρκωση» (σ.93). Αν λοιπόν, καταλήγει, διακρίνουμε την ουσία από το ένδυμα του Χριστιανισμού «οι δυτικές λύσεις χάνουν τη διάζευξή τους και έτσι μπορεί να υιοθετηθούν κατά περίπτωση είτε ξεχωριστά είτε μαζί, είτε ακόμη και να απορριφθούν» (σ.94). Με την τελευταία αυτή θέση του ο Ηλ. Βουλγαράκης θεμελιώνει θεωρητικά την επιλεκτική ευχέρεια του ορθοδόξου χριστιανού να υιοθετήσει ή να τροποποιήσει ή να απορρίψει κατά περίπτωση το αντιθετικό δίπολο του Μπαρτ και του Μπονχέφερ, χωρίς αυτή η θεωρητική ‘ανακολουθία’ να συνιστά κατ’ ανάγκη και ουσιαστική ασυνέπεια. Ή, όπως το λέει απλούστερα ο Θανάσης Παπαθανασίου, «ανάλογα με το νόημα που δίνεται στον όρο θρησκεία, διατυπώνονται διαφορετικές θεολογικές θέσεις περί του αν ο Χριστιανισμός είναι η κατεξοχήν θρησκεία (νοούμενη ως η σχέση Θεού και κόσμου) ή, αντιθέτως, η υπέρβαση της θρησκείας (νοούμενης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που προϋποθέτει τείχος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο)»[xxxi]. Ο ίδιος πάντως προσεγγίζει το φαινόμενο της θρησκείας ως εκδήλωση της θεμελιώδους δυνατότητας του ανθρώπου να προσδιορίζει τί κομίζει νόημα στην ύπαρξή του και στον κόσμο[xxxii].
Αυτό είναι, με δυο λόγια, το τοπίο της διάκρισης χριστιανισμού και θρησκείας στη σύγχρονη θεολογική σκέψη σε Δύση και σε Ανατολή. Βεβαίως η συντομία και η ελλειπτικότητα της παρουσίασης κρύβει έναν κίνδυνο: να νομίσει ο αναγνώστης ότι οι ίδιοι όροι που πολλές φορές χρησιμοποιούν αυτοί οι θεολόγοι μιλούν όντως για ίδια πράγματα. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ορισμένες φορές μάλιστα μπορεί να λένε ακριβώς τα αντίθετα – και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεολογική τους σημασία (που εξαρτάται από το δόγμα και την πνευματική εμπειρία του καθενός), αλλά και στις φιλοσοφικές ή ιδεολογικές συντεταγμένες τους: Για παράδειγμα, ενώ ο π. Γ. Φλωρόφσκυ ή ο Χρ. Γιανναράς, τονίζουν τον μη-ατομικιστικό, κοινοτικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, ο Φάουλερ που ανέφερα στην αρχή – τυπικός Αμερικάνος φιλελεύθερος – υπερασπίζεται κυρίως την ατομική ελευθερία του Χριστιανού, απορρίπτοντας τη ‘δέσμευση’ που υποδηλώνει στα αγγλικά η λέξη ‘θρησκεία’ βάσει της λατινικής ρίζας του religio=δεσμός[xxxiii]. Όμως παρά τις διαφορές αυτές – δογματικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές – υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Είναι η ειλικρινής από όλους αναγνώριση της κρίσης που χαρακτηρίζει τη σχέση του λεγόμενου χριστιανικού κόσμου με το χριστιανικό Ευαγγέλιο και η εξίσου κοινή σε όλους διάθεση κριτικής και αμφισβήτησης των παγιωμένων εκκλησιαστικών σχημάτων (νόρμες, θεσμούς, δόγματα) – ό,τι εν πάση περιπτώσει ο καθένας αντιλαμβάνεται ως αλλοίωση της αυθεντικής ταυτότητας και εν τέλει ως ακύρωση τού Ευαγγελίου. Πρόκειται, θα έλεγα, για τη ‘γραμματική’ μιας κοινής αγωνίας. Μένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσον προκύπτει μέσα απ’ αυτήν το ‘συντακτικό’ μιας εξίσου κοινής ελπίδας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Βλ. (α) Jenkins, Daniel, Beyond Religion: The Truth and Error in ‘Religionless Christianity’, London, 1962. (β) Gibellini, Rosino, Η θεολογία του εικοστού αιώνα, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2002. (γ) Νησιώτη, Νικολάου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986. σ.26, σημ.1. (δ) Του ιδίου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.182 κ.ε.
[ii] Οι επόμενες παραπομπές είναι από την αγγλόφωνη έκδοση: Barth, Karl, Church Dogmatics, Vol. I, Pt. 2, T&T Clark, Edinburgh, 1956.
[iii] Βλ. (α) Reynolds Michel, «Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d’un christianisme non religieux», στο Témoignages, 26/9/2006, σ.16. (β) Corbic, Arnaud, Dietrich Bonhoeffer,le Seigneur des non-religieux: de l’avant-dernier au dernier Bonhoeffer, Ed. Franciscaines, Paris, 2001. (γ) Tου ιδίου, Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d’un christianisme non religieux, Albin Michel, Paris, 2002. (δ) Schlingensiepen, Ferdinand, Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945: une biographie, Salvator, Paris, 2005. (ε) Mottu, Henry, Dietrich Bonhoeffer, Cerf, Paris, 2002. (στ) Mengus, Raymond, Théorie et pratique chez Dietrich Bonhoeffer, Beauchesne, Paris, 1978. (ζ) Cox, Harvey Gallagher, “Beyond Bonhoeffer? The Future of Religionless Christianity”, The Seduction of the Spirit, Simon & Schuster, NΥ, 1973, σ. 123-143. Πρώτη δημοσίευση στο Commonweal 43, 21 (1965), σ.653-657. – Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στην ιστοσελίδα της International Dietrich Bonhoeffer Society (εδώ). – Επίσης αναλυτική βιβλιογραφία για τον Μπονχέφερ στο Gibellini,R., ό.π., σ.672-674 και πλήρης αρθρογραφία στη Bonhoeffer Bibliography (αρχείο pdf) της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Columbia. – Για το σχολιασμό του ‘μη θρησκευτικού χριστιανισμού’ του Μπονχέφερ από πλευράς ορθοδόξων βλ. (α) Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1983, σ. 166-169. (β) Καλαϊτζίδη, Παντελή, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, σ.84-97.
[iv] Οι παραπομπές του Μπονχέφερ είναι από το Gibellini, R, ό.π.
[v] Περισσότερα για τον Μπονχέφερ και τη συνάφεια της σκέψης του με τους Χρ. Γιανναρά και Ιω. Ζηζιούλα βλ. και στο Λουδοβίκου, π. Νικολάου, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αρμός, Αθήνα, 2002, σ.122-128. – Βλ. και Gibellini,R, ό.π., σ.133 κ.ε.
[vi] Νησιώτη, Νικολάου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.186.
[vii] Ellul, Jacques, Living Faith: Belief and Doubt in a Perilous World, Harper and Row, San Francisco, 1983, σ.123 (αρχική γαλλική έκδοση: La foi au prix du doute, Ηachette, Paris, 1980). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στις ιστοσελίδες www.ellul.org και www.jacques-ellul.org.
[viii] Farrar-Capon, Robert, Between Noon and Three: Romance, Law, and the Outrage of Grace, Harper and Row, San Francisco, 1982, σ. 126-127.
[ix] «Σχεδόν ο καθένας, εντός ή και εκτός της εκκλησίας, ανακαλύπτει ότι η έννοια της χάριτος είναι αντίθετη προς οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως θρησκεία». (Farrar-Capon, Robert, ό.π., σ.136). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στην ιστοσελίδα του Robert Farrar Capon.
[x] Βλ. (α) Αφιέρωμα στο Generation Magazine, Vol 3.1, με θέμα «Christ vs. religion». (β) Ιστοσελίδα JESUS VERSUS RELIGION. (γ) «Ekklesia (Body) & Faith – VS – Religion». (δ) «Religion vs. Spirituality?». (ε) Αναφορά στις γνωστικιστικές ιδέες της Μη-θρησκείας (non religion) του François Laruelle.
[xi] Βλ. Fowler, James A., Christianity is not religion, ChristInYou.Net, 1998.
[xii] Vattimo, Gianni, Dopo la cristianità. Per un cristianesimo non religioso, Garzanti, Milano, 2002. Αγγλικά: After Christianity, Columbia University Press, ΝΥ, 2002. Γαλλικά: Après la chrétienté. Pour un christianisme non religieux, Calmann-Lévy, Paris, 2004. Βλ. παρουσίαση στα αγγλικά και στα γαλλικά.
[xiii] Για μια γνωριμία με τον Τζιάννι Βάττιμο στα ελληνικά βλ. Derrida, Jacques· Vattimo, Gianni (επιμ), Η θρησκεία, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003.
[xiv] Ρωμανίδη, π. Ιωάννη, «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», στόν τόμο Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα, Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, Αγ. Όρος, 1966, σ.67-87. Βλ. και στην ιστοσελίδα αφιερωμένη στον π. Ρωμανίδη.
[xv] Σημειώνω την παρατήρηση του Π. Καλαϊτζίδη για τον Χρ. Γιανναρά, ότι εδώ έχουμε ένα «δυτικής προέλευσης δάνειο» που «θα πρέπει να αποδοθεί περισσότερο μάλλον στη θεολογία του Barth παρά σε εκείνην του Bonhoeffer» (βλ. Καλαϊτζίδη, Π., Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, ό.π., σ.96, σημ.147).
[xvi] Νησιώτη, Ν., Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.185, σημ.1.
[xvii] Του ιδίου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, ό.π., σ.27. Για περισσότερα ο Ν. Νησιώτης παραπέμπει στον Λεωνίδα Φιλιππίδη: (α) “Θρησκεία. Ein Versuch zu endgultiger Etymolgie des Wortes.”, Θεολογία, τόμ. ΛΒ΄, Ιαν.-Μάρτ. 1961, σ.8. (β) Religionsgeschichte als Heilsgeschichte in der Weltgeschichte, Athen, 1953, σ.9. (Βλ. Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.185, σημ.1.)
[xviii] Γαννουλάτου, Αναστασίου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα, 2000, σ.191.
[xix] Ό.π., σ.193.
[xx] Σε μια εκτεταμένη σημείωση των πανεπιστημιακών του παραδόσεων ο Αν. Γιαννουλάτος θέτει ρητά το ερώτημα: «Εντάσσεται ο Χριστιανισμός στις θρησκείες;» Κι ενώ για τους ιστορικούς, κοινωνιολόγους κ.ά. η απάντηση είναι αυτονόητα καταφατική, πολλοί θεολόγοι, σημειώνει, απαντούν αρνητικά, ότι δηλαδή ο Χριστιανισμός “δεν ανήκει στις θρησκείες”, ότι είναι ‘Εκκλησία’. «Κατανοούμε – συνεχίζει ο Γιαννουλάτος – το θεολογικό σκεπτικό αυτής της τάσεως, που την επέτεινε η διαλεκτική θεολογία με την περίφημη πρόταση του K.Barth: “Η θρησκεία είναι απιστία!” … Είναι ενδιαφέρον ότι εκπρόσωποι και άλλων θρησκειών (π.χ. Βουδδιστές, Ινδουϊστές) αρνούνται ότι η διδασκαλία τους ανήκει στις θρησκείες. Προτιμούν να ονομάζουν το σύστημά τους ‘φιλοσοφία’ ή ‘ψυχολογία’. Βεβαίως εξαρτάται τι ορισμό δίνει κανείς στη θρησκεία και από ποια οπτική γωνία εξετάζει το θέμα. Στη γλώσσα πάντως της Καινής Διαθήκης δεν βλέπουμε εξοστρακισμό της λέξεως ‘θρησκεία’. Στην Επιστολή του Ιακώβου (1:27) αναφέρεται “Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλο εαυτόν τηρεί από του κόσμου” … Θα προτιμούσαμε – στη θεολογική γλώσσα – να διακρίνουμε ‘Χριστιανισμό’ και ‘Εκκλησία’ και να προτείνουμε τη διατύπωση “Η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Είναι η υπέρβαση του προπτωτικού γεγονότος της θρησκείας”. Αλλά μια τέτοια συζήτηση ανήκει περισσότερο στην προβληματική της θεολογικής ορολογίας. Θρησκειολογικά, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία παρουσίασε πολλαπλά ‘θρησκευτικά’ χαρακτηριστικά». (Γιαννουλάτου, Αναστασίου, Θέματα Ιστορίας των θρησκευμάτων, πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αθήνα, 1989, σ.13-14).
[xxi] Βλ. παρακάτω, υποσημείωση 29.
[xxii] Παπαλεξανδρόπουλου, Στέλιου, «Κοσμολογία-Εσχατολογία: συμπλήρωση και όχι αλληλοαναίρεση», Σύναξη, 11 (1984), σ.73.
[xxiii] Φλορόφσκυ, Γεωργίου, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1976, σ.97.
[xxiv] Schmemann, Alexander, For the life of the world, National Student Christian Federation, 1964. Οι παραπομπές είναι από την ελληνική έκδοση: Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1987.
[xxv] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Βλάχου, Ιερόθεου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Γ΄ έκδ., 1989. Βλ. επίσης στο διαδίκτυο: “Ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη” και στα αγγλικά: “Christianity is not a religion; It is psychotherapeutic science”.
[xxvi] Ό.π., σ.24: Πρώτη προϋπόθεση που θέτει ο π. Ι. Βλάχος είναι «ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως [sic] Εκκλησία …» (σ.24) και δεύτερη ότι σκοπός του Χριστιανού είναι η θέωση. Στην προοπτική αυτή, ο Χριστιανισμός «είναι κυρίως θεραπεία» - «θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στη συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό» (σ.25).
[xxvii] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Μεταλληνού, Γεωργίου, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αρμός, Αθήνα, 1995.
[xxviii] «Στην Κ. Διαθήκη ο όρος ‘θρησκεία’, ταυτιζόμενος στην ελληνική γλώσσα με τη λατρεία, δεν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη λατρεία της Εκκλησίας. Για πρώτη φορά στην Α΄ Κλήμεντος (τέλη του α΄ αιώνα) ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με την έννοια της λατρείας. ... Ο μακρός αυτός δισταγμός είναι κατανοητός, λόγω του περιεχομένου του όρου. Θρησκεία είναι για τον εξωχριστιανικό κόσμο η θεραπεία, η λατρεία του θείου, κάτι που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το χριστιανικό πνεύμα …» (σ.24).
[xxix] Μπέγζου, Μάριου Π., «Εκκλησία και Θρησκεία», Σύναξη, 9 (1984), σ.107-111. Αναδημοσιεύτηκε στο: του ιδίου, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας: Μεταμοντερνισμός και Εσχατολογία, Γρηγόρης, Αθήνα, 1988, σ.75-88.
[xxx] Βλ. Βουλγαράκη, Ηλία, «Το δικαίωμα της Ιεραποστολής», Σύναξη, 11 (1984), σ.92-95, απ’ όπου και οι επόμενες παραπομπές.
[xxxi] Παπαθανασίου, Θανάση Ν., Θρησκεία, Ιδεολογία, Επιστήμη, Πορθμός, Χαλκίδα, 2003, σ.27, σημ.5.
[xxxii] Παπαθανασίου, ό.π., σ.11-14.
[xxxiii] Γράφει ο π. Φάουλερ: «Η Λατινική λέξη από την οποία προέρχεται η αγγλική λέξη ‘θρησκεία’ (religion), σημαίνει ‘δεσμεύω’. Όμως ο Ιησούς δεν ήλθε να μας δεσμεύσει με κανόνες και κανονισμούς ή τελετουργικούς τύπους αφιέρωσης, αλλά να μας ελευθερώσει, ώστε να γίνουμε ‘άνθρωποι’ σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού.» Βλ. Fowler, James A., Christianity is not religion, ό.π.
πηγή: περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008, σελ. 45-54.
Αγαπητέ κ. Ξυδιά,
Διαβάσαμε το κείμενό σας με ευχάριστη έκπληξη, για τη φυσική οργανωση του. Μια παρατήρηση και μια ερώτηση αν μας επιτρέπετε.
Ο περίφημος μη θρησκευτικός χριστιανισμός είναι στην πραγματικότητα το γνωστό φαινόμενο της εκκοσμικεύσεως.
Αναφέρετε ορισμένα σημεία επαφής ανάμεσα στον λουθηρανό θεολόγο Μπονχέφερ και στον κ. Γιανναρά. Βασικά σημεία επαφής απ’ ότι καταλαβαίνουμε. Πώς κατορθώνετε να διακρίνετε ότι η θεολογία του κ. Γιανναρά, παρ’ όλα αυτά, είναι ορθόδοξη;
Με εκτίμηση
Αμέθυστος
Αγαπητέ Αμέθυστε, ευχαριστώ κατ’αρχάς για το ευγενικό σχόλιο.
1. Ξεκινώ από την παρατήρηση ότι ο ‘‘μη-θρησκευτικός χριστιανισμός’’ είναι ‘‘το γνωστό φαινόμενο της εκκοσμικεύσεως’’. Συμφωνώ ότι η συγκεκριμένη ιδέα κινείται στο πλαίσιο της εκκοσμίκευσης, θα ήταν όμως λάθος να ταυτίσουμε (ή μάλλον, να περιορίσουμε) την εκκοσμίκευση αποκλειστικά στο ‘‘μη-θρησκευτικό χριστιανισμό’’. Φοβάμαι μάλιστα ότι αυτή είναι μια ‘‘εκκοσμικευμένη’’ αντίληψη της εκκοσμίκευσης (διότι είναι ακριβώς οι αντικληρικαλιστές διαφωτιστές ιδεολόγοι που έθεσαν με αυτούς τους όρους το αίτημα μιας κοινωνίας ‘‘κοσμικής’’ ή, όπως επίσης λέγεται, ‘‘λαϊκής’’, δηλ. αποεκκλησιαστικοποιημένης ή αποθρησκειοποιημένης). Αν το δούμε από τη σκοπιά της Εκκλησίας η εκκοσμίκευση είναι κάτι πολύ ευρύτερο της αποθρησκειοποίησης. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κάποιος ότι χειρότερη μορφή εκκοσμίκευσης είναι η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας. Τη θρησκειοποίηση αυτή στις μέρες μας τη γνωρίζουμε ως προσκόλληση σε παρωχημένους θεσμούς ή πρακτικές θρησκευτικού χαρακτήρα (που διατηρούνται ως σκέτο κέλυφος, όχι λόγω πνευματικής εγρήγορσης απέναντι στις προκλήσεις του ‘‘κόσμου τούτου’’, αλλά λόγω πνευματικής αδράνειας και ιστορικής αμηχανίας).
‘Οπως είναι γνωστό η Εκκλησία δεν είναι ‘‘εκ’’ του κόσμου, είναι όμως ‘‘εν’’ τω κόσμω και δεν μπορεί να είναι αλλιώς, διότι η Εκκλησία υπάρχει για τον κόσμο (‘‘για να ζήσει ο κόσμος’’, όπως λέει ο π. Αλ. Σμέμαν). Η Εκκλησία λοιπόν δεν εκκοσμικεύεται όταν διατηρεί ενεργό τη χάρη να μεταμορφώνει τον κόσμο εν Χριστώ. Αυτό προϋποθέτει ότι η Εκκλησία (με τη θεολογία της, τη λειτουργική της πράξη, τους διοικητικούς της θεσμούς) είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ιστορία και τον κόσμο· ότι προσλαμβάνει τον κόσμο ως ιστορική της σάρκα – κατ’ αρχήν αυτόν που οικειοθελώς εντάσσεται στους κόλπους της (δηλ. τα μέλη της και τους ίδιους θεσμούς της).
2. Με τα παραπάνω νομίζω ότι δίνω κατ’ ουσίαν την απάντηση και στο ερώτημα για τον Χρ. Γιανναρά. Και εδώ το ζήτημα έχει να κάνει με τη λειτουργία της σαρκώσεως. Ειδικότερα η Χριστιανική θεολογία πάντοτε διαλέχθηκε με την κοσμική ή την εξωεκκλησιαστική θρησκευτική σκέψη και άντλησε απ’ αυτήν όχι μόνο την ορολογία της (όπως συνηθίζουμε να λέμε) αλλά πολλές ιδέες, τις οποίες βέβαια ενέταξε στο δικό της πνευματικό πλαίσιο. Να μη σταθώ στην κλασική περίπτωση των Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας και στη σχέση τους με την ελληνική φιλοσοφία. Να πω δυο σύγχρονα παραδείγματα: (α) Η ‘‘επιστροφή’’ κατά τον 20ο αι. στους ορθοδόξους Πατέρες τροφοδοτήθηκε κατά πολύ από την επιστημονική έρευνα και τον θεολογικό στοχασμό ρωμαιοκαθολικών θεολόγων. (β) Η ‘‘επιστροφή’’ του Φώτη Κόντογλου στη βυζαντινή αγιογραφία πρέπει μεταξύ άλλων να ενισχύθηκε από την επιρροή καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του (στροφή στην τέχνη παραδοσιακών πολιτισμών κλπ) με τα οποία, όπως φαίνεται, ήρθε σε στενή επαφή στις σπουδές του στην Ευρώπη.
Με αυτό δεν θέλω να πω τί ακριβώς συνέβη με τον Χρ. Γιανναρά και τη σύγχρονη δυτική θεολογία ή φιλοσοφία. Θέλω να πω γενικότερα ότι θεωρητικές συγγένειες και δάνεια αυτού του είδους είναι απολύτως νόμιμα και δεν προδικάζουν εκ προοιμίου τον χαρακτήρα ή τον πνευματικό προσανατολισμό της σκέψης αυτού που δανείζεται ή διαλέγεται με αυτά. Αντιθέτως, μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει πραγματικά ορθόδοξη θεολογία: τα υπόλοιπα δεν είναι ούτε ‘‘ορθόδοξη’’ ούτε ‘‘θεολογία’’. Είναι το ιδεολογικό συμπαρακολούθημα της θρησκειοποίησης που λέγαμε παραπάνω.
Σε αναμονή ενδεχόμενων αντιρρήσεων ή άλλων σκέψεων …
28 Ιανουαρίου 2009
Αγαπητέ Σωτήρη,
Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστώ τη θεολογία του Μπονχέφερ, νομίζω ότι δύσκολα θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς ‘πρόσκοπο’ κάποιον με τη δική του δράση και κυρίως με το μαρτυρικό του θάνατο. Διότι εκτός άλλων, ο Μπονχέφερ συμμετείχε στη Γερμανική αντίσταση κατά τον Ναζί, πήρε μέρος στην αποτυχημένη απόπειρα εκτέλεσης του Χίτλερ (20 Ιουλίου 1944), συνελήφθη και απαγχονίστηκε με τρόπο βασανιστικό (9 Απριλίου 1945, μόλις τρεις εβδομάδες πριν την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος).
Στους οκτώ μήνες της φυλάκισής του συνέγραψε το σημαντικότερα θεολογικά του κείμενα, και εκεί, μέσα στη φυλακή, συνέλαβε την ιδέα του μη-θρησκευτικού χριστιανισμού, η οποία, αν έχω καταλάβει καλά, δεν έχει καμία σχέση με ‘ηθικούς κανόνες’· μιλά για παρέμβαση στην ιστορία. Αν θα θέλαμε οπωσδήποτε να βρούμε κάτι παρόμοιο, μάλλον θα έπρεπε να ανατρέξουμε στην παλαιοδιαθηκ. αντίληψη του λαού του Θεού που αναμετριέται με την ιστορία.
Βεβαίως, από κει και πέρα, αναπτύχθηκαν λογίς λογίς κοινωνικοπολιτικές θεολογίες, αλλά αυτό δεν έχει άμεση σχέση με τον ίδιο τον Μπονχέφερ.
ΒΞ
Βλ. Wipedia, Dietrich Bonhoeffer
Μὰ δὲν ἤξερα, γι\’ αὐτὸ καὶ ρώτησα! Εὐχαριστῶ.
Μὴν ἔχοντας διαβάσει Bonnhoeffer, διερωτῶμαι κατὰ πόσον ἡ ἀποθρησκειοποίηση ποὺ προτείνει συνιστᾶ κατ\’ οὐσίαν ἀντικατάσταση μὲ κάποιους ἠθικοὺς κανόνες (αὐτὸ ποὺ ὁ Γιανναρᾶς ὀνομάζει… προσκοπισμό), κάτι ποὺ θὰ \”κόλλαγε\” μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς κοινωνικοῦ/πολιτικοῦ θεολόγου ὅπως αὐτὴ κατανοεῖται στὴν δυτικὴ εὐρώπη. Ἄν αὐτὸ ἰσχύει, ἡ ἀποθρησκειοποίηση ποὺ προτείνει ἀντίκειται ἐντελῶς στὸ (ἐξ ὁρισμοῦ μὴ θρησκευτικὸ) ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ ὁ Γιανναρᾶς. Τί ἰσχύει ἐν τέλει;
(ΥΓ: Ἀπορῶ καλοπροαίρετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ διατείνονται ὅτι κατανοοῦν τί σημαίνει θρησκειοποίηση καὶ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὅμως ὑπερασπίζονται μανιασμένα τὸ θρησκευτικὸ (καὶ μάλιστα ἀποκλειστικῶς θρησκευτικὸ) χαρακτήρα τοῦ Εὐαγγελίου.)
Υπάρχει μία δυσκολία στον σύγχρονο άνθρωπο, βλέπε αστό, να κατανοήσει το εκκλησιαστικό γεγονός, ως κοινωνικό και την εκκλησία ως κοινότητα.
Διότι ο αστός ζεί στην τραγωδία του αποκλεισμού του στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, ή του γραφείου του κοκ. Έχει μάλλον χάσει την δυνατότητα κάθε συνάντησης με τον άλλο, αφού και όταν εκκλησιάζεται, παρακολουθεί μία ιεροτελεστία, ένα θέαμα, απολαμβάνοντας καλλίφωνους ιερείς και χορωδίες, εκστασιαζόμενος μπροστά στο μεγαλείο των χρυσοντημένων επισκόπων κλπ.
Έχει εκλείψει στις πόλεις μας η ανάγκη της συνάντησης με τόν άλλο και τον Θεό, στους ναούς, μία ανάγκη που συνεπάγεται αλλά και προυποθέτει την καταλλαγή. Με την έννοια αυτή, ο σύγχρονος αστός είναι οπαδός θρησκείας και δεν είναι μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Τραγωδία δηλαδή, και πως να σωθείς από αυτήν…
Κάπου ο Γιανναράς έγραφε (πού, δεν θυμάμαι ακριβώς), και πρότεινε να τελείται η θεία λειτουργία εκεί όπου υπάρχει μία ελάχιστη προυπόθεση κοινωνίας: πχ σε ένα διαμέρισμα ανά πολυκατοικία. Να συναντιώνται οι ένοικοι-συγκάτοικοι, με όρους πλέον εκκλησιαστικούς και καθόλου θρησκευτικούς.
‘Ισως αυτά να απηχούν και μία παράδοση μιας περιόδου που έχει οριστικά εκλείψει, έναν δηλαδή ρομαντισμό. Αλλά ακόμη επιτακτικότερα απαιτείται να αποκατασταθεί η συνέχεια που δείχνει να έχει σπάσει.
Ευτυχώς όχι παντού, αφού την σώζουν κάποιες μικρές κοινότητες ή κάποια μοναστήρια, όπου δηλαδή ο άνθρωπος έχει άμεση ανάγκη να βλέπει το πρόσωπο του άλλου και σε αυτό την σωτηρία του.
Ἀγαπητέ μου Ἀμέθυστε,
Ἂν πρόσεξες, στὸ προηγούμενο ἀπαντητικὸ πρὸς ἐσένα σημείωμά μου, λέω ὅτι καὶ κατὰ τὴ δική μου γνώμη ἡ ιδέα τοῦ Μπονχέφερ κινεῖται στὴ λογικὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἁπλῶς συμπλήρωσα ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι κάτι εὐρύτερο τοῦ Μπονχέφερ, καὶ ὅτι, ἀλλοίμονο, μᾶς τὴν ἔχει στημένη ἐκεῖ ποὺ δὲν τὴν περιμένουμε, περιλαμβάνοντας πρὶν ἀπ’ ὅλα ἕνα συγκεκριμένο τῦπο ‘θρησκείας’ καὶ ‘θρησκεύειν’. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή – καὶ γιὰ νὰ ἀπαντήσω εὐθέως στὴν πρόκλησή σου – μπαίνω στὸν πειρασμὸ νὰ πῶ πὼς ὁ ‘μὴ-θρησκευτικὸς χριστιανισμὸς’ τοῦ Μπονχέφερ, μπορεῖ, ὡς ἔκφραση τῆς βιβλικῆς ἐντολῆς ‘‘οὐ λήμψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ’’ (Ἔξοδ. 20.7), νὰ εἶναι ἐν τέλει πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ ἀπὸ ἕναν φαρισαϊκὸ τῦπο θρησκευτικῆς ‘‘ὀρθοδοξίας’’ (βλ. ματαιοδοξίας), ποὺ εἶναι ἔτοιμος νὰ ‘‘μετρήσει’’ μὲ ἀντικειμενικὴ βεβαιότητα καὶ μὲ ἀπόλαυση τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς πρὸς ἀπώλειαν ἀδελφούς του.
Ὅσον ἀφορᾶ τὰ ὑπόλοιπα, ὁμολογῶ πὼς δυσκολεύομαι νὰ παρακολουθήσω ὅλη αὐτὴ τὴν ἐκτεταμένη γκάμα θεμάτων, καὶ γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, δὲν εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ σὲ ἐνδιέφερε πραγματικὰ κάποια ἀπάντησή μου. Ἄλλωστε φοβᾶμαι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ συνεννοηθοῦμε: ἐγῶ βλέπω τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία ὡς ἕναν λόγο διαρκῶς ἀνοικτὸ στὴν ἀνανεούμενη ἐντὸς τῆς ἱστορίας ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, ἕναν λόγο ποὺ εἶναι ἔκφραση ζωντανοῦ διαλόγου μὲ τὸν ἐπίσης ἐξελισσόμενο κόσμο, ἐνῶ ἐσύ, ὅπως λὲς ἀφοπλιστικά, πιστεύεις πὼς ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ‘‘δεν εξελίσσεται’’ (πρᾶγμα ποὺ ἐγῶ θὰ τὸ θεωροῦσα προσβολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι ὅποιος ἀπὸ τοὺς δυό μας κάνει λάθος, θὰ τὸ συνειδητοποιήσει ἐγκαίρως.
Καλὸ παράδεισο (ὅπως λὲς κι ἐσύ)
ΒΞ
Ἀδυνατῶ νὰ μὴ διερωτηθῶ, δὲν ἔχετε τίποτα καλύτερο νὰ κάνετε ἐκεῖ στὶς \”ἐκδόσεις Ἀμέθυστος\”;;;
(ΥΓ Σμέμαν, Λόσσκυ, Γιανναρᾶς, Ζηζιούλας καὶ ξερό ἀντίδωρο.)
Αγαπητέ κ. Ξυδιά,
Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει ο ίδιος ο Μπονχέφερ για την εκκοσμίκευση!
« Έφτασε σε μια κάποια ολοκλήρωση στις μέρες μας η κίνηση η οποία ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, και είχε σαν σκοπό την αυτονομία του ανθρώπου. Εννοώ για αυτονομία την ανακάλυψη των νόμων, βάσει των οποίων ο κόσμος ζει και επαρκεί στον εαυτό του μέσα στην επιστήμη, στην κοινωνική ζωή και στην πολιτική, στην τέχνη… Ο άνθρωπος έμαθε να τα βγάζει πέρα μόνος του σε όλα τα σημαντικά ζητήματα χωρίς να ανατρέχει στην υπόθεση εργασίας: Θεός».
Απόσπασμα από τα κείμενα της Φυλακής “Αντίσταση και παθητικότης”.
Παθητικότης είναι η έννοια με την οποία ερμηνεύουμε σήμερα την παράδοση! Μπορούμε να κρατήσουμε όμως ήδη κάτι από το μικρό απόσπασμα! Από νόμο προσπαθεί να ξεφύγη η εκκοσμίκευση, σε νόμο πέφτει, όπως αποκαλύπτει ο Μπονχέφερ! Η κληρονομιά της Λατινικής Εκκλησίας είναι βαρειά ακόμη για τον άνθρωπο.
Το μεγάλο και αληθινό ερώτημα που έθεσε ο Μπονχέφερ είναι το εξής: «Πώς μπορεί να γίνει ο Χριστός ο Κύριος ακόμη και των ανθρώπων που δεν θρησκεύουν;». Εδώ ακριβώς εισέρχεται το πρόσωπο. Να πως ορίζεται η φιλοσοφία ή η θεολογία από τους μελετητές: Η προσπάθεια να κατασκευαστεί ή να εδραιωθεί μία πραγματικότης, το ΠΡΟΣΩΠΟ, με μία μόνον φύση!
Η ορθόδοξη διδασκαλία του προσώπου μιλά για δύο φύσεις και αυτή η διδασκαλία δεν εξελίσσεται όπως καταλαβαίνετε!
Ο κ. Γιανναράς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το ορθόδοξο πρόσωπο!
Ο Σμέμαν δεν μπορεί να είναι στήριγμα της πίστεώς μας ή ακόμη χειρότερα της ζωής μας. Αν διαβάσετε ποτέ την ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας του Καβάσιλα, εκεί θα δείτε πως ολόκληρη η ερμηνεία της Θ. Ευχαριστίας του Σμέμαν είναι αρχαία Λατινική κακοδοξία!
Η Εκκλησία, αγαπητέ κ. Ξυδιά, δεν είναι μια τέταρτη υπόσταση όπως δίδαξαν και ο Σολόβιεφ και ο Μπερντιάεφ, ακόμη ακόμη και ο Γιουνγκ. Έτσι ώστε να ενσαρκώνεται κι’ από πάνω.
Η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία ερμήνευσε την πραγματικότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συμπεριλαμβάνοντας στην ερμηνεία της και τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, κάτι απολύτως ανέφικτο για τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος μπορεί και ζει κατακερματισμένος, κάτι που δεν άντεχε ο αρχαίος. Ποτέ όμως ο σκοπός των πατέρων δεν υπήρξε η πραγματικότης δηλαδή η απάντηση στο οντολογικό ερώτημα! Όπως ευφυώς ομολογεί και ο Χάιντεγκερ: κανείς μας δεν μπορεί να προσευχηθεί στην Causa sui!
Η “επιστροφή” στους πατέρες, κατά τη γνώμη μας, δεν επραγματοποιήθη ποτέ και όσο για την « επιστροφή» του Κόντογλου, έληξε με τον θάνατο του ιδίου! Όπως λέει και ο Μπονχέφερ, δεν υπήρξε τίποτε άλλο από υπόθεση εργασίας! Ο Κόντογλου “γεννήθηκε, εργάσθηκε και πέθανε” όπως όλοι μας! Ένα ακόμη ευφυολόγημα του Χάιντεγκερ.
Οι “εκλεκτικές συγγένειες” του φιλοσοφικού συστήματος του κ. Γιανναρά, δεν αφορούν τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας, παρά μόνον τον τρόπο υπάρξεως του έρωτος, όπως διδάσκει και ο Γκαίτε!
Είναι “ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες” και εξόχως βαρετές!
Τέλος, αγαπητέ κ. Ξυδιά, το πρόβλημα που εγείρει σήμερα ο μη-θρησκευτικός Χριστιανισμός, έχει τεθεί και λυθεί επιτυχώς στο παρελθόν, με την εικονομαχία και την εικονολατρία!
Με εκτίμηση
Αμέθυστος
Κύριε Ξυδιά!
Πώς μπορούμε να ομιλούμε για “επιστροφή” στους Πατέρες και ταυτόχρονα για εξέλιξη; Για “Βαβυλώνειο” αιχμαλωσία και ταυτόχρονα για εξελισσόμενο κόσμο;
Δεν μπορούμε! Γι’ αυτό και μας έμεινε ο εξελισσόμενος κόσμος, και από την “επιστροφή” στους Πατέρες το μόνο όφελος ήταν να ονομάσουμε “Πατέρες” τον κ. Ζηζιούλα, τον κ. Γιανναρά, και ίσως-ίσως και εσάς γιατί όχι;
Φιλικά, αμέθυστος!
Αγαπητέ μου Αμέθυστε,
Φοβάμαι μην κάνουμε κατάχρηση της φιλοξενίας του Αντφώνου, αλλά ομολογώ ότι οι προκλητικές ερωτήσεις σου έχουν αρχίσει να μου γίνονται ευχάριστο συνήθειο. Κάτι σαν τα προβλήματα σκακιού στον ημερήσιο τύπο. Μόνο που αυτό το τελευταίο παραείναι εύκολο … Ρωτάς πώς μπορούμε να ομιλούμε για ‘‘επιστροφή’’ στους Πατέρες και ταυτόχρονα για εξέλιξη. Η δική μου απορία θα ήταν η ανάποδη: Πώς μπορούμε να ομιλούμε για πραγματική ‘‘επιστροφή’’ στους Πατέρες παραβλέποντας την εξέλιξη;
Δεν είμαι βέβαιος τί ακριβώς σε προβληματίζει. Αν πρόκειται για το γενικό φιλοσοφικό-οντολογικό ζήτημα (του πώς μπορεί να μένει ίδιο κάτι που αλλάζει) αυτό έχει λυθεί από τον Πλάτωνα: τίποτα δεν μένει ίδιο αν δεν αλλάζει, έλεγε, υπερβαίνοντας έτσι συνθετικά την αντίθεση Παρμενίδη και Ηράκλειτου. [Σημ.: Ο Παρμενίδης έλεγε ότι ο κόσμος συνίσταται σε ένα αμετάβλητο Εν και ότι η μεταβολή είναι ψευδαίσθηση (παρόμοια πράγματα λέει και ο φιλοσοφικός Ινδουισμός). Ο Ηράκλειτος αντιθέτως έλεγε ότι το μόνο πραγματικό είναι η μεταβολή, ενώ τίποτα από τα φαινόμενα πράγματα δεν μένει σταθερό και ίδιο με τον εαυτό του. Ξεπερνώντας το δίλημμα, ο Πλάτων συνέλαβε την ιδέα της ταυτότητας μέσω της μεταβολής. (Για περισσότερα βλ. στο Σοφιστή ή στον Θεαίτητο).]
Αλλά και εκκλησιολογικώς, πάλι στο ίδιο καταλήγουμε. ‘Οπως ο Χριστός ενεδύθη σάρκα ιστορική, έτσι και η Εκκλησία. Αν ο μόνος πραγματικά αμετάβλητος, ο Θεός, εισεχώρησε στον τόπο της μεταβολής, πώς μπορεί η Εκκλησία να είναι Σώμα Χριστού μένοντας αμετάβλητη; Για να είναι αμετάβλητη κατά το πνεύμα της και την ταυτότητά της, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να μεταβάλλεται στην εξωτερική της μορφή. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό: Η ιστορική εξέλιξη δεν ορίζει απλώς τη συνθήκη ύπαρξης της Εκκλησίας, αλλά και τον ίδιο το σκοπό της ως εν Πνεύματι συνέχεια και επέκταση του έργου του Ιησού Χριστού. Αν ο Ιησούς απεκατέστησε τη ενότητα δημιουργού-δημιουργήματος στο όριο του ενός ανθρώπου, σκοπός της Εκκλησίας είναι η εν Πνεύματι επέκταση αυτής της ενότητας στον κόσμο συνολικά. Για να ενεργεί αυτή την επέκταση του έργου του Κυρίου της, η Εκκλησία οφείλει όχι απλώς να αλλάζει εξωτερική μορφή (προσαρμοζόμενη απλώς στις εξωτερικές συνθήκες), αλλά να αναπτύσσεται ουσιαστικά σαρκούμενη της Ιστορία. Αλλιώς προσβάλλουμε και την ορθόδοξη Χριστολογία της σαρκώσεως και την ορθόδοξη Πνευματολογία τής δια του Πνεύματος επεκτάσεως και αναπτύξεως του Λόγου.
Παρά ταύτα, εσύ επιμένεις ότι Πατέρες και ‘‘εξέλιξη’’ δεν συνδυάζονται. Προφανώς κατανοείς την ‘‘επιστροφή’’ με όρους ιστορικούς και την ‘‘εξέλιξη’’ με όρους πνευματικούς, ενώ θα έπρεπε να κάνεις ακριβώς το αντίθετο: να κατανοείς την ‘‘επιστροφή’’ με όρους πνευματικούς και την ‘‘εξέλιξη’’ με όρους ιστορικούς. ‘Η ίσως φοβάσαι ότι το να παρακολουθούμε την εξέλιξη σημαίνει πιθανόν υποταγή στους νόμους της. Αυτός είναι όντως ένας πραγματικός κίνδυνος. Αλλά την απάντηση την έδωσε κατ’ αρχάς ο Ιησούς, ο οποίος υπήρξε καθόλα άνθρωπος, όντας ταυτοχρόνως αναμάρτητος (δηλ. μη υποταγμένος στην πτωτική ανθρώπινη φύση). Ο κόσμος είναι πτωτικός, όχι όμως κατά την κατασκευή του που είναι εκ Θεού. Ομοίως και η εξέλιξη, ενεργείται εντός της ιστορίας ως φορά πτώσεως, δεν είναι όμως αυτός ο εκ Θεού προορισμός της. ‘Οπως ο Ιησούς ανέδειξε την μη-πτωτική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ομοίως σκοπός της Εκκλησίας είναι να αναδεικνύει την μη-πτωτική πλευρά της εξέλιξης.
Η διδασκαλία των Πατέρων είναι λόγος ζωντανός (αλλιώς δεν θα ήταν λόγος ζωής). ‘Οποιος αντιλαμβάνεται αυτόν τον ζωντανό λόγο ως στατική φωτογραφία, τον νεκρώνει και τον μετατρέπει στο αντίθετό του (σε λόγο θανατηφόρο). Αναφέρθηκες ειρωνικά σε ‘‘νέους πατέρες’’ σαν να θεωρείς αυτονόητο ότι δεν μπορεί να εμφανιστούν στο παρόν ή στο μέλλον νέοι Πατέρες. Παραμερίζω το ζήτημα της προσφοράς των συγκεκριμένων στους οποίους αναφέρθηκες (Γιανναράς, Ζηζιούλας), το έργο των οποίων θα αποτιμηθεί με την πάροδο των χρόνων από το σύνολο του εκκλησιαστικού μας σώματος. Μιλώντας όμως γενικά, είναι για μένα καταφανές ότι μια ζωντανή Εκκλησία αφήνει ως μαρτυρία σε κάθε εποχή τους δικούς της οσίους, μάρτυρες, ιεράρχες και πατέρες. Αν δεν υπάρχουν τέτοια σημεία, τότε υπάρχει πρόβλημα στην ίδια την Εκκλησία. Η Ιστορία δεν σταμάτησε στην εποχή του Ιησού Χριστού, κι αυτό μάς το έδειξαν και οι Πατέρες με την ανάπτυξη της θεολογίας, της λειτουργικής ζωής, των εκκλησιαστικών θεσμών κλπ. Προφανώς ούτε στην εποχή των Πατέρων μπορεί να σταματήσει η Ιστορία, και μαζί μ’ αυτήν και η ανάπτυξη της Εκκλησίας. Αυτό, εκτός από τους Πατέρες μάς το υποδεικνύει η κοινή λογική, αλλά πολύ περισσότερο οφείλουμε να το καταλαβαίνουμε από τη συμμετοχή μας στη λειτουργική ζωή και από την αναμέτρησή μας με τις προκλήσεις της ζωής μας (αν η εμπειρία μας αυτή είναι όντως ευχαριστιακή).
Εύχομαι ό,τι καλό
ΒΞ
Αγαπητέ κ. Ξυδιά,
Την επόμενη κίνησί μας λοιπόν!
Ας ξεκινήσουμε προστατεύοντας τον Βασιληά! Ο Κύριος δεν ενεδύθη σάρκα ιστορική. Ενεδύθη σάρκα προφητική. Αυτό είναι και το μεγάλο κρίμα του κ. Γιανναρά.
Ας συνεχίσουμε με την προστασία της Βασίλισσας, της Εκκλησίας! Η Μεταβολή, το Γίγνεσθαι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ουδεμία σχέση έχει με την εξέλιξη. Η εξέλιξη και η Ιστορία η αδερφή της γεννήθηκαν από την κακοποίηση της Χριστιανικής Εσχατολογίας, κακοποίηση η οποία συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας. Κάποιος απίθανος Gioacchino da Fiore, χώρισε την οικονομία της Σωτηρίας σε τρεις αποκαλυπτικές εποχές, ανάλογες των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ανήγγειλε θριαμβευτικά την Εποχή του Αγίου Πνεύματος και οδήγησε τον Giambattista Vico να γράψει την Scienza Nuova, την Ιστορία, στην οποία θέλουμε να ανήκουμε. Αυτή η κακοδοξία έφτασε μέχρι τον Λόσκι σαν οικονομία του Αγίου Πνεύματος, η οποία διδάσκει ότι βρισκόμαστε ήδη στην εποχή των εσχάτων. Αυτή την κακοδοξία κατήγγειλε, προς τιμήν του, και στον καιρό της, ο κ. Ζηζιούλας, αλλά δυστυχώς στην συνέχεια υπέκυψε στις σειρήνες της εσχατολογίας, παρασυρόμενος και από τον Σμέμαν, με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα που ξεκινούν από τον Επισκοποκεντρισμό και φτάνουν στην ενότητά μας με τους Λατίνους του πάπα.
Εξέλιξη και εσχατολογία δίδυμα αδέλφια. Και σαν αδέλφια μοιράστηκαν τον σύγχρονο κόσμο. Η εξέλιξη ανέλαβε την επιστήμη και η εσχατολογία την ανθρωπολογία.
Πρέπει εδώ να προσθέσουμε όμως και ένα άλλο κακό που έκανε στο πνεύμα σου η συχνή σου συναναστροφή με κακοδοξίες! Γράφεις: «Αν ο Ιησούς απεκατέστησε την ενότητα δημιουργού – δημιουργήματος στο όριο του ενός ανθρώπου…». Αυτή ακριβώς είναι η κακοδοξία του προσώπου. Ο Κύριος δεν προσέλαβε κάποια ανθρώπινη υπόσταση, τον Ιησού, αλλά ολόκληρη την ανθρώπινη Φύση.
Ας δούμε και τους αξιωματικούς και τους πύργους: Ο Πλάτων δεν ενδιαφερόταν και τόσο πολύ για την οντολογία, όπως εμείς νομίζουμε σήμερα. Δεν είχε διαβάσει Ακινάτη!
Σοφιστής 248 Α10-C5
Δύο αρχές βρίσκονται πίσω από την οντολογία και πάνω απ’ αυτή! Από τις οποίες εξαρτάται και το ΟΛΟΝ. “Το πάσχειν ή δραν”.
Τοιουτοτρόπως και οι Έλληνες Πατέρες δέχτηκαν την μόνη δυνατή Εκκλησιαστικώς μεταβολή του ανθρώπου που μπορεί να οδηγήσει στην ένωσί του με τον Κύριο. Την θεληματική μεταβολή των διαβλητών παθών του κάθε πιστού, στα αδιάβλητα. Την γνωστή Μετάνοια.
Αναμφίβολα υπάρχουν και σήμερα Πατέρες και Άγιοι, μερικούς από τους οποίους μας επιτρέπεται και να γνωρίσουμε! Βεβαίως ο Κύριος δεν πήρε πίσω τον Λόγο του. Αιτείτε και δοθήσεται.
Το πρόβλημα μόνον είναι πως οι περισσότεροι ζητούν σήμερα την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια. Βεβαίως και ο Κύριος δεν τους την αρνείται. Μόνον που δεν πρέπει να συγχέουμε την αξιοπρέπεια με την πατρότητα ή την αγιότητα!
Ας τελειώνουμε την κίνησί μας με την επανάληψη της ερωτήσεως. «Πώς είναι δυνατόν να ομιλούμε για Βαβυλώνειο αιχμαλωσία και ταυτοχρόνως για εξέλιξη;».
Με εκτίμηση
Εκδόσεις Αμέθυστος
Εντάξει Αμέθυστε. Η τελευταία σου κίνηση με άφησε άφωνο· ομολογώ δεν την περίμενα. Αν ο Βασιληάς σου δεν ‘‘ενεδύθη σάρκα ιστορική’’ προφανώς είναι άλλος από τον δικό μου. Μήπως παίζουμε ο καθένας σε άλλη σκακιέρα, διαφορετικές παρτίδες;
1. Ομολογώ ότι δεν κατανοώ τί θα πει ‘‘σάρκα προφητική’’ σε αντιδιαστολή προς την είσοδο του Θεού στην Ιστορία. Δεν είναι αυτό μια έμμεση άρνηση της ανθρώπινης φύσης του Ιησού και επομένως μια μορφή μονοφυσιτισμού; Ο Χριστός είναι φορέας και του ιερατικού και του βασιλικού και του προφητικού αξιώματος, ακριβώς επειδή εισήλθε ως άνθρωπος στην Ιστορία. Η προφητεία π.χ. δεν έχει νόημα εκτός Ιστορίας· δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποκάλυψη (είτε δια προρρήσεων, είτε δια αυτής και μόνης της προσωπικής μαρτυρίας, είτε με άλλους τρόπους) του πνευματικού νήματος που διαπερνά και κατευθύνει την ιστορική εξέλιξη, ή μάλλον του πνευματικού χαρακτήρα των συγκρούσεων και των τάσεων που ορίζουν την Ιστορία. (Τα υπόλοιπα περί τριών ιστορικών εποχών κτό μού είναι αδιάφορα και δεν νομίζω ότι έχουν καμία σχέση με το θέμα μας.)
2. Ο Κύριος ασφαλώς δεν προσέλαβε καμία ανθρώπινη υπόσταση, διότι, όπως μαρτυρούν τα Ευαγγέλια και οι Σύνοδοι των Πατέρων, η υπόστασή του είναι αυτή του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Τριάδος· προσέλαβε την ανθρώπινη φύση (ολόκληρη, όπως πολύ σωστά επισημαίνεις). Κατά τούτο (δηλαδή κατά το ότι την προσέλαβε ολόκληρη) και ομοιάζει και διαφέρει προς όλους τους υπολοίπους ανθρώπους, αφού κάθε άνθρωπος τείνει να προσλάβει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό του. Αυτό βέβαια ενεργείται στους ανθρώπους με τρόπο πτωτικό, που σημαίνει ότι η φύση αυτή υποστασιάζεται στα ανθρώπινα πρόσωπα ως κατακερματισμένη και όχι ως καθολική και ενιαία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η προοπτική της σωτηρίας που επαγγέλλεται η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο από την αποκατάσταση της ενότητας και της καθολικότητας της φύσεως – όχι μόνο της ανθρώπινης αλλά του σύμπαντος κόσμου – στο πρόσωπο του καθενός ανθρώπου. Η ενότητα δημιουργού – δημιουργήματος ‘‘στο όριο του ενός ανθρώπου’’, του Ιησού, δεν περιορίζει την καθολικότητα, αλλά αντιθέτως δείχνει την εστία από την οποία εξακτινώνεται και ενεργείται θεληματικά στην προοπτική του κόσμου ως Κοινωνίας. Διότι η καθολικότητα δεν είναι απλώς μια αντικειμενική κατάσταση, αλλά ο τρόπος αυτής της κοινωνίας: η Βασιλεία του Θεού.
… Αλλά μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι εσύ μιλούσες εξ αρχής για τη Βαβυλώνιο Αιχμαλωσία, ενώ εγώ είχα την εντύπωση ότι μιλούσαμε για τη Βασιλεία του Θεού.
Φιλικά, ΒΞ
Κ. Ξυδιά
Συγνώμη που παρεμβαίνω αλλά νομίζω ότι ο εκπληκτικός και διορατικότατος κ. Ζιάκας ψυχογράφησε το πρόβλημα. Λέει χαρακτηριστικά:
«Η εμφάνιση του μεταμοντέρνου φουνταμενταλισμού τοποθετείται στη δεκαετία του ’60 και έκτοτε βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των ποικίλων και εχθρικών μεταξύ τους φουνταμενταλιστικών ρευμάτων, είναι η διάγνωση ότι για όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου φταίει η Νεωτερικότητα και ζητούν την αναθεμελίωση του πολιτισμού επί των δικών τους προνεωτερικών ανθρωπολογικών βάσεων. Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ο κολεκτιβισμός και η ενεργοποίηση των πιο απίθανων παραδοσιακών απαγορεύσεων και καθηκόντων, με σκοπό την πλήρη διαφοροποίηση-αποξένωση από το «διεφθαρμένο» νεωτερικό περιβάλλον (γενειάδες, κοτσιδάκια, μαντήλες, κλπ.).»
Δυστυχώς όταν απολυτοποιήσει κάποιος τα «μέσα» σχετικοποιεί το «σκοπό». Έτσι εξηγούνται οι διαστρεβλώσεις, οι τάχα και διαλεκτικές επιθέσεις και προκλήσεις, αλλά και η πολεμική απέναντι σε θεμελιώδη δόγματα όπως αυτό της μοναρχίας του Πατρός. Σκοπός είναι να στοχεύσουν στην διάκριση και όχι στην Αλήθεια. Το προνόμιο της ορθοδοξίας το σφετερίζονται αδιαπραγμάτευτα οι «γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί» με κάθε μέσο. Η ροπή στο Μονοφυσιτισμό, ο «μαγικός» χαρακτήρας της θυσίας του Χριστού στη Θεία Λειτουργία, η φετιχοποίηση και τιμή όχι των προσώπων αλλά των αρετών τους (Αειπάρθενο στην Παναγία, τη δύναμη των θαυμάτων και τις υπεράνθρωπες ικανότητες στους Αγίους) αλλά πολύ παραπάνω οι πρακτικά κοινωνικές συνέπειες «ακοινωνησίας» της διακεκριμένης πίστης τους είναι αναπόφευκτες συνέπειες.
Ευχαριστώ
Γιώργος
Ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα κ. Ξυδιά και βλέπουμε με την παρτίδα και τις έξυπνες ερωτήσεις και απαντήσεις!
Στη σελίδα 201 του βιβλίου του κ. Γιανναρά «Ενάντια στη θρησκεία», στην υποσημείωση και στο απόσπασμα από έργο του Φλωρόφσκυ, δίνεται η εξήγηση για την προφητική σάρκα!
Φυσικά καταλαβαίνεις πως υπάρχει η Ιστορία της ανθρωπότητος η οποία καταγράφει τα έργα και τις ημέρες διασήμων ανδρών, αγαθών και μη. Ο Θουκυδίδης είχε προτείνει να είναι διδακτική η αφήγησί της άλλα στάθηκε φωτεινή εξαίρεση!
Ο Κύριος άλλαξε τον ρουν της Ιστορίας, όπως ακριβώς στην Βάπτισί του άλλαξε του ρουν του Ιορδάνη. Όπως ακριβώς έγινε με τον Μ. Κων/νο. Ο Κύριος στην Ιστορία δείχνει το μεγαλείο Του και την δύναμή Του. Όπως ακριβώς και στην ζωή των ανθρώπων δείχνει την νίκη Του πάνω στην αμαρτία και στον θάνατο καλώντας τους σε Μετάνοια. Όπως ακριβώς εξηγήθηκε στον Μωυσή, στους αριθμούς 27, 14. «Δεν προβάλατε τότε στα μάτια των Ισραηλιτών την αγιότητα και τη δύναμή μου, όταν βγάλατε νερό από το βράχο».
Διάβασε το μικρό βιβλιαράκι του Hans Jonas «ο θεός μετά το Άουσβιτς» για να δεις την απελπισία του Εβραϊκού λάου που έμεινε χωρίς θεό. Ο Jonas λοιπόν απεφάνθη πως τώρα πια ο θεός ζήτα την βοήθειά μας, στην εξέλιξή μας, ημών προς τα έσχατα, των δε Εβραίων προς την έλευση του Μεσσία.
Εδώ υπάρχει και το μεγάλο πρόβλημα. Η Ιστορία “κινείται” από τις μεγάλες προσωπικότητες, είτε αγαθές είτε όχι, οι οποίες μαγεύουν ή υποτάσσουν τους ανθρώπους ή τους ελευθερώνουν προς την ζωή της ωριμότητος και της ολοκληρώσεως. Προσωπικότητες οι οποίες εμπνέουν και δίπλα στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους. Νομίζω πως θάχεις και συ γνώση τέτοιων περιπτώσεων. Οι Σοφιστές π.χ. και ο ίδιος ο Περικλής στην εποχή τους ήταν όλοι τους ακαταμάχητες προσωπικότητες. Όπως συμβαίνει σήμερα στις μέρες μας με τον κ. Γιανναρά, και τον κ. Ζηζιουλα! Ο Κύριος δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτή την Ιστορία όπως καταλαβαίνεις. Ο μόνος προφήτης που διαθέτει αυτή η Ιστορία είναι ο Χρόνος, ο οποίος όμως θεραπεύει τα πάθη, φωτίζει και τα σκοτάδια της Ιστορίας. Η Βασιλεία την οποία περιγράφεις, οι Δυτικοί συνάδελφοί μας, παληότεροι άθεοι από εμάς, την ονομάζουν πλέον Φιλοσοφία του πολιτισμού!
Βεβαίως οι ψευδοπροφήτες τείνουν να ταυτίζουν την Εκκλησιά με τους θρήσκους, τους ζηλωτές της κάθε εποχής και να διδάσκουν στους ελαφρόμυαλους οπαδούς τους πως θα γίνουν το μέτρο όλων των πραγμάτων, αν απελευθερωθούν από την θρησκεία.
Η Εκκλησιά δεν ταυτίστηκε ποτέ της, ούτε με τον κλήρο, ούτε με τις ιστορικές προσωπικότητες, τους πρώτους και αλάθητους της Ιστορίας. Αυτή η Εκκλησιά συνεχίζει να υπάρχει και ας μην την έχετε ανακαλύψει ακόμη κ. Ξυδιά. Όπως δεν την έχει ανακαλύψει ούτε ο κ. Γιανναράς.
Η αποκατάσταση της ενότητας και της καθολικότητας της φύσεως, στο πρόσωπο του καθενός ανθρώπου, έχει καταδικαστεί από την Εκκλησιά ήδη από την εποχή του Γρ. Νύσσης.
Το ερώτημά μου συνεχίζει να είναι άθικτο. Πώς είναι δυνατόν νάχει μιλήσει ο Φλωρόφσκυ για Βαβυλώνειο αιχμαλωσία της ορθόδοξης θεολογίας, μέσα σ’ έναν εξελιγμένο κόσμο;
Με εκτίμηση
Αμέθυστος
Γιώργο, δεν θα ήθελα να ‘‘εντάξουμε’’ κάπου τον Αμέθυστο (δηλ. να τον κρίνουμε). Κατά τα άλλα συμφωνώ μαζί σου. Θα προσέθετα μάλιστα ότι αυτή η στάση αμηχανίας-εξορκισμού των σημερινών ‘‘παραδοσιακών’’ έναντι της νεωτερικότητας είναι πολύ παλιότερη. Ανάγεται στο γενικότερο ζήτημα της υπαγωγής του Θεού στον Νόμο. Τέτοια ήταν π.χ. η περίπτωση των Φαρισαίων και η αδυναμία τους να δεχθούν το καρδιακό και πολιτιστικό άνοιγμα του Χριστού.
ΒΞ
Παληόφιλε Γιώργο, κάτι από την επιφυλλίδα του κ. Γιανναρά της Κυριακής 25 Ιανουαρίου 2009.
"Βέβαια, εκλεγμένοι με κομματικά αλισβερίσια είναι οι πρυτάνεις, είκοσι εφτά χρόνια τώρα, τρέμουν να καλέσουν τους «μπάτσους» μήπως και χαρακτηριστούν «συντηρητικοί» από τις προστάτιδες του εγκλήματος «προοδευτικές» δυνάμεις".
Αγαπητέ Γιώργο, άλλο Μοναρχία του Πατρός, άλλο Αιτιώδης Αρχή ο Πατήρ. Για σκέψου λίγο!
Αμέθυστος
Αιτιώδης αρχή του Υιού και του Πνεύματος , Μοναρχία του Πατρός ( δηλ. μοναδική αρχή των υποστάσεων του Υιού και του Πνεύματος, Θεογόνο θεότητα, Πηγή των υποστάσεων του Υιού και του Πνεύματος ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ. Αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις είναι το πρώτο όριο-δόγμα -σύμβολο της Χριστιανικής πίστης. Και μη μου πεις ότι έχει διαφορά η Αιτιώδης αρχή , η Αιτία , και η Μοναρχία γιατί θα σε παραπέμψω σε αυτό του Μ. Βασιλείου που είχες γράψει εσύ παλαιότερα σχετικά με τον Αίτιο και τα Αιτιατά και που για το Θεό δεν παρεμβάλεται χρόνος και άρα δεν προηγείται Ο Αίτιος των Αιτιατών.
Ξαναλέω όμως ότι είναι το πρωταρχικό δόγμα και σε παραπέμπω και σε παλαιότερη συνομιλία μας για να μην εκτεθείς!!!
Χαίρομαι πραγματικά που ξαναμιλάμε για τα σημαντικά και σου υπενθυμίζω ότι δεν προκειται να ασχοληθώ με κρίσεις σου για τρίτα πρόσωπα.
Γιώργος
Φιλαράκο περιμένουμε απάντηση και στο πρώτο μέρος του σχολίου.
Με αδημονία.
Αμέθυστος!
όποτε θέλεις να “ξεφύγεις” και να μη δώσεις απάντηση καταφεύγεις στις γνωστές σου τακτικές.
Ή θα απαντήσει ο Πέτρος “αλλα λόγια να αγαπιόμαστε” ή με ένα ειρωνικό σχόλιο όπως έκανες και με τον κ.Ζιάκα θα τελειώσεις τη συζήτηση..Λυπάμαι δεν πρόκειται να ακολουθήσω. Αν θες να συζητήσουμε εντάξει, αλλά “φιλαράκο” και τέτοια ευχαριστώ δεν θα πάρω! Βασική προυπόθεση ενός διαλόγου είναι ο σεβασμός του συνομιλητή.
Ευχαριστώ και πάλι
Γιώργος
Φιλαράκο όταν μας έλεγες δαιμονισμένους με σεβασμό το έκανες;
Και δεν μας απάντησες ακόμη.
Αμέθυστος
Κύριε Ξυδιά,
"δεν θα θέλατε να κρίνετε" τον "Αμέθυστο", αλλά τελικά δεν τα καταφέρατε! Παρακολουθώντας τον «διάλογο» στο "Αντίφωνο" διαπίστωσα πως εσείς μεν συμπεριφέρεσθε όπως σας αρέσει ("όσο γι΄ αυτά, δεν με αφορούν…" λέτε κάπου), τη στιγμή που ο "Αμέθυστος" τοποθετείται απέναντι στα γραπτά σας εν τοις πράγμασι, και πουθενά όπως αυτός νομίζει.
Προφανώς εκεί, στα ίδια ήδη τα πράγματα, βρίσκεται και η αδυναμία σας.
Κατά τα άλλα, βοηθήσατε να καταλάβουμε πολύ καθαρά το πρόβλημα της σύγχρονης, δήθεν και "θεολογικής" σκέψης στον τόπο μας, με τις μνημειώδεις σας εκφράσεις ότι "[u]η καθολικότητα [/u]δεν είναι μια αντικειμενική κατάσταση, αλλά ο τρόπος αυτής της κοινωνίας: [u]η Βασιλεία του Θεού[/u]" και για την "αδυναμία των Φαρισαίων να δεχθούν το καρδιακό και πολιτιστικό άνοιγμα του Χριστού"!
Καταλαβαίνει κανείς δυστυχώς μετά απ’ αυτά , και το γιατί "το έργο του κ. Ζηζιούλα" π.χ., πρωτεργάτη της υποταγής [b]στο πρωτείο του Πάπα[/b], "θα αποτιμηθεί [u]με την πάροδο των χρόνων από το σύνολο του εκκλησιαστικού μας σώματος[/u]".
Ευχαριστούμε άλλη μια φορά για όσα, επίμονα και παραστατικά, μας ξεσκεπάσατε!
Σταύρος
Φιλε Γιωργο
σε ευχαριστω! Μ εφτιαξες!
Κερναω μπυρες.
Πετρος.
αγαπητέ αμέθυστε
Ας δούμε τι έγραφες σε παλαιότερο άρθρο σου : /”Ας προσέξουμε όμως την καταστροφική απόκλιση: “πλήρεις από το Πνεύμα του το Άγιο”. Αυτό εδώ είναι το διάσημο Filioque! Η καθολική Εκκλησία είναι ένας βάρβαρος Μονοθεϊσμός, στο επίπεδο του Μωαμεθανισμού και του Φαρισαϊσμού καθότι δεν υφίσταται Αγία Τριάδα, παρά μόνον Μία Αιτία, ο ΠΑΤΗΡ!”/
Είναι προφανές όπως και με τη σύγχυσή σου σχετικά με τις Θείες Ενέργειες και τις Υποστάσεις ότι τα έχεις λίγο μπερδέψει.
Καταλαβαίνω ότι θέλεις πάλι να ξεφύγεις από το θέμα της συζήτησης γι αυτό καταφεύγεις στις συνήθεις σου τακτικές. Δεν σας είπα ποτέ δαιμονισμένους αλλά σε κάποια στιγμή που μίλησες για τον εαυτό σου στον πληθυντικό, χαριτολογόντας είπα “γιατί μιλάς για τον εαυτό σου στον πληθυντικό; Είστε πολλοί; Μήπως λεγεών; και μέσα σε παρένθεση για αποφυγή παρεξηγήσεων έγραψα ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ.
Το λίγο απ’ όλα στην πίτα γύρο κάνει γεύση. Στη θεολογία όμως βλάπτει σοβαρα την υγεία. Τα έχεις κάνει σαλάτα και εγώ δεν θα γίνω το λάδι σου. Θα σου απαντάω μόνο στις σοβαρές σου τοποθετήσεις. Χωρίς παρεξήγηση.
Με εκτίμηση ΓΙΩΡΓΟΣ
Φίλε μου το μόνο προφανές σ΄ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι αρνείσαι να σχολιάσεις πεισματικά το κείμενο του κ. Γιανναρά. Για ποιον λόγο δεν ξέρω. Εσύ ξέρεις.
Υστερόγραφο.
Όποιος ενδιαφέρεται και έχει σώας τας φρένας μπορεί να βρει το ίδιο το κείμενο "Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ" στη διεύθυνση:
http://amethystosbooks.blogspot.com/2008/10/blog-post.html
Φίλε Αμέθυστε.
Εχουν περάσει αρκετές ημέρες από το σημείωμά σου και δεν αξιώθηκα ακόμα να σου μεταφέρω τις σκέψεις μου. Δεν είναι από αδιαφορία, ούτε από φυγομαχία. Θα επανέλθω μόλις ξεμπερδέψω με διάφορες υποχρεώσεις.
Προς το παρόν όμως θα ήθελα, αν σου είναι δυνατόν, μερικές εξηγήσεις σε δύο σημεία:
α) Διάβασα την παραπομπή του Φλωρόφσκυ, και δεν κατάλαβα πώς τη συνδέεις με τη ιδέα σου περί ”προφητικής σάρκας”. Δεν βοηθάς λίγο;
β) Αναφέρεσαι σε μια Εκκλησία που, όπως λες, ”δεν ταυτίστηκε ποτέ της, ούτε με τον κλήρο, ούτε με τις ιστορικές προσωπικότητες, τους πρώτους και αλάθητους της Ιστορίας”. Και συμπληρώνεις με έμφαση πως αυτή η Εκκλησιά ”συνεχίζει να υπάρχει και ας μην την έχετε ανακαλύψει ακόμη κ. Ξυδιά. Όπως δεν την έχει ανακαλύψει ούτε ο κ. Γιανναράς.” Δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω τί εννοείς. Μήπως μπορείς να βοηθήσεις; Ποιο είναι το ειδοποιές στοιχείο αυτής της Εκκλησίας και γιατί κατά τη γνώμη σου δυσκολευόμαστε μερικοί να την ανακαλύψουμε;
ΒΞ
Stavros said:
“”δεν θα θέλατε να κρίνετε” τον “Αμέθυστο”, αλλά τελικά δεν τα καταφέρατε! […]
Σταύρος”””
κ. Σταῦρο Νικολαίδη [b]γιατί ὑπογράφετε ὡς τρίτο πρόσωπο, ὡς παρατηρητής, ἐνῶ ἀνήκετε στὴν ὁμάδα (γνησίων ὀρθοδόξων) “ἀμέθυστος”,[/b] ὅπως φαίνεται στὸ ἱστολόγιο ποὺ ἐκδίδετε καὶ ὅπου ἐκδίδεστε;
Εἶναι ἐνδιαφέρον φαινόμενο καὶ θὰ μὲ ἐνδιέφερε μιὰ ἀπάντησή σας.
-Σωτήρης Μητραλέξης
κ. Μητραλέξη,
…και ξαφνικά “βρίσκεσαι να «κάνεις πορεία» μ’ έναν συρφετό ανθρώπων πού δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους.”
Υπάρχει κάποια αναλογία, ανάμεσα στον λόγο σου και στο επίθετό σου; Αναρωτιέμαι! Άγονος! Στείρος!
Αμέθυστος
“Άγονος! Στείρος!”
Εὐχαριστῶ. Θὰ τὸ ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου.
Δὲν ἀπαντήσατε στὴν ἐρώτησή μου, [b]γιατί ὑπογράφετε ὡς τρίτο πρόσωπο, ὡς παρατηρητής, ἐνῶ ἀνήκετε στὴν ὁμάδα (γνησίων ὀρθοδόξων) “ἀμέθυστος”[/b], Καὶ ὁμάδα ἀμέθυστος, ἀλλὰ ὅταν χρειάζεται σιγοντάρισμα καὶ Σταῦρος. Πιστεύετε ὅτι βοηθοῦν αὐτὲς οἱ πρακτικὲς τὴ “γνησιότητα τῆς ὀρθοδοξίας”;;;
Ἴσως ἀπαντῶντας νὰ ἔκανα τὸ λάθος νὰ μὴν ἀκούσω τὶς παροτρύνσεις τῆς ἱστοσελίδας http://to-adifago-kitos.com/ .
Αγαπητέ κ. Ξυδιά,
Παρότι ο αμέθυστος αποχωρεί από το αντίφωνο λόγω χορτασμού ύβρεων θα κρατήσουμε το διάλογο μαζί σας ανοικτό.
α) Σαν προφητική σάρκα εννοούμε την θεωμένη ανθρώπινη φύση.
β) Σ’ αυτή την Εκκλησία στην οποία αναφερόμαστε ανήκει π.χ. ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κλπ. Είναι μόνο μερικά παραδείγματα της ιστορίας του Βυζαντίου όπου φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία δεν είναι ούτε οι Πατριάρχες, ούτε οι Επίσκοποι, ούτε ο κλήρος, ούτε οι αυτοκράτορες δηλαδή ούτε τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Όλοι αυτοί είναι Εκκλησία λόγω της υπάρξεως του μαρτυρίου των Πατέρων στους οποίους αναφερθήκαμε. Αν δεν υπήρχε ο Συμεών ο νέος θεολόγος και υπήρχε μόνον ο Στέφανος (ο διώκτης του) δεν θα υφίστατο Εκκλησία για να μιλάμε εμείς σήμερα. Γιατί μερικοί από μας δεν την βρίσκουμε είναι πλέον νομίζουμε ευκόλως εννοούμενο.
Αμέθυστος
http://amethystosbooks.blogspot.com/
Αναρωτιέμαι! Ά-γονος! Στείρος!
Αμέθυστος