Από τον Θανάση Γιαλκετσή
Στο βιβλίο του «Le nouvel Antichristianisme» (Desclee de Brouwer, 2005), ο γάλλος ιστορικός και πολιτειολόγος Ρενέ Ρεμόν επισημαίνει και αντικρούει τις θέσεις και τις κριτικές που διατύπωνει ο «νέος αντιχριστιανισμός». Ας παρακολουθήσουμε τους συλλογισμούς αυτού του χριστιανού στοχαστή, ο οποίος πέθανε πρόσφατα (στις 14 Απριλίου 2007) στα 88 του χρόνια. Σύμφωνα με τον Ρεμόν, στον 19ο αιώνα, στη μεγάλη συζήτηση που αντιπαρέθετε τη θρησκεία στην επιστήμη, την πίστη στο λόγο, το κύριο διακύβευμα ήταν η αναζήτηση της αλήθειας.
Κατηγορούσαν τη θρησκεία ότι ασκεί μια κηδεμονία, έναν καταναγκασμό και ότι αντιτίθεται στη μεθοδική αμφιβολία και στο κριτικό πνεύμα που αντιδρά στην εκ των άνω διαδασκαλία της αλήθειας. Οι ισχυρισμοί της θρησκείας εμφανίζονταν σαν παραμύθια ή σαν απάτες. Σήμερα δεν είναι πλέον αυτό το επίμαχο ζήτημα. Σε σχέση με τους πρόγονούς μας, εμείς ασχολούμαστε λιγότερο με την αλήθεια.
Η συζήτηση σήμερα στρέφεται γύρω από την ικανοποίηση των προσωπικών προσδοκιών και ιδιαίτερα της προσδοκίας για ευτυχία. Και ένα δεύτερο στοιχείο στη συζήτηση για τον ρόλο της θρησκείας στη λειτουργία της κοινωνίας είναι η κατηγορία ότι η θρησκεία γενικά είναι ένας παράγοντας που προκαλεί διαιρέσεις και πολέμους.
Ο Μισέλ Ονφρέ κατηγορεί τον χριστιανισμό ότι είναι εμπόδιο στην ευτυχία. Η φιλοσοφία του Ονφρέ είναι ηδονιστική και υπερ-ατομικιστική. Σύμφωνα με αυτήν, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να ικανοποιούν τις βλέψεις τους για απόλαυση και ευτυχία.
Ο Ονφρέ κατηγορεί τον χριστιανισμό ότι έρχεται σε αντίθεση με τη φύση και ότι εμποδίζει τον άνθρωπο να κατακτήσει αυτό για το οποίο είναι φτιαγμένος, δηλαδή την απόλαυση. Ο νέος αντιχριστιανισμός εκδηλώνεται κυρίως ως αντίθεση στις διδαχές της Εκκλησίας για την ατομική ηθική και με αυτή την έννοια ευθυγραμμίζεται με ορισμένες σύγχρονες τάσεις. Από τη δεκαετία του 1960, μια από τις κυριότερες τάσεις των δυτικών κοινωνιών, ιδίως των ευρωπαϊκών, είναι η διεκδίκηση της αυτονομίας των ατόμων. Οταν πρόκειται για την οργάνωση της προσωπικής τους ζωής, οι άνθρωποι δεν αποδέχονται το να αποφασίζουν άλλοι για λογαριασμό τους και ιδιαίτερα το να υπάρχει μια εξωτερική αυθεντία που λέει τι είναι καλό και τι είναι κακό. Οι νέοι αντιχριστιανοί αμφισβητούν κυρίως την ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας, αντίθετα με τον Βολτέρο και τον Ντιντερό, οι οποίοι αμφισβητούσαν την Αποκάλυψη.
Και η κατηγορία ότι η θρησκεία είναι παράγοντας διαίρεσης δεν είναι καινούρια, αλλά βρήκε νέα επιχειρήματα εξαιτίας της εξέλιξης του ισλάμ. Η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Και ο λόγος του Μπιν Λάντεν αντιπαραθέτει την αλήθεια του ισλάμ στους «σταυροφόρους». Οι νέοι αντιχριστιανοί αποδίδουν υπερβολικές διαστάσεις στον φονταμενταλισμό και νομίζουν ότι αυτό που χαρακτηρίζει το ισλάμ χαρακτηρίζει όλες τις θρησκείες. Πιστεύουν ότι αν ο χριστιανισμός, για την ώρα, δεν εκδηλώνει παρόμοιες τάσεις, αυτό συμβαίνει μόνο για πολιτικούς λόγους, και ότι αν ξανάβρισκε τη δύναμή του θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο. Θεωρούν ότι οι θρησκείες είναι όλες τους περίπου ίδιες και δεν συνεκτιμούν αρκετά την εξέλιξη της χριστιανικής πίστης, η οποία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τον πλουραλισμό. Δεν λογαριάζουν τις εγκάρδιες και αδελφικές σχέσεις που διατηρούν μεταξύ τους οι διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες. Ο λόγος της Ασίζης, τα συνοδικά κείμενα είναι θεμελιώδη κείμενα που αρνούνται την ιδέα ότι ο χριστιανισμός είναι μισαλλόδοξος, απολυταρχικός και ότι τείνει να προκαλεί πολέμους. Οι Εκκλησίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συμφιλίωση των εχθρών του παρελθόντος στη Γαλλία και τη Γερμανία, στην Πολωνία και την Γερμανία. Η ανάπτυξη της Ευρώπης είχε τη στήριξη των Εκκλησιών.
Οι φιλόσοφοι της ευτυχίας κατηγορούν τον χριστιανισμό ότι είναι μια θρησκεία του πόνου. Αντιπαραθέτουν τη ζωή στο θάνατο και θεωρούν ότι η θρησκεία είναι με την κυριαρχία του θανάτου. Οι φιλόσοφοι της ευτυχίας επικρίνουν την Εκκλησία γιατί δεν ακολουθεί τη φύση, για το ότι έχει δημιουργήσει μιαν ασκητική θρησκεία που εξαγγέλλει τη θυσία, την αυταπάρνηση και αντιμετωπίζει καχύποπτα την απόλαυση (ακόμα και τη σεξουαλική απόλαυση). Ο Ρεμόν αναγνωρίζει ότι ένα τμήμα του χριστιανισμού εκδηλώνει πράγματι μια τάση προς τη στέρηση. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επανάσταση της δεκαετίας του '60 με την έλευση του ανώδυνου τοκετού. Οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν αρκετά επιφυλακτικοί σε αυτό το θέμα επειδή στη «Γένεση» γράφεται ότι εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος η γυναίκα θα γεννάει με πόνους. Αλλά η επίσημη θέση της Εκκλησίας εξελίχθηκε. Οι χριστιανοί προωθούν εκείνες τις θεραπείες που βοηθούν να αποφεύγουμε τον πόνο ακόμα και μπροστά στο θάνατο. Ερχονται έτσι σε ρήξη με τη μακρά παράδοση της οδύνης, θεωρώντας ότι για να προετοιμαστεί κάποιος για το θάνατο δεν είναι αναγκαίο να περάσει από τον πόνο.
Η Εκκλησία -σημειώνει ο Ρεμόν- έχει το δικαίωμα να εκφράζεται απολύτως ελεύθερα σε θέματα όπως οι αμβλώσεις και άλλα, αλλά θα έπρεπε, σε καταστάσεις που αφορούν λεπτά προσωπικά προβλήματα, να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανεκτικότητα, περισσότερη κατανόηση και πραότητα. Θα έπρεπε να στέλνει σε όλους ένα μήνυμα στο οποίο ο Θεός δεν εμφανίζεται σαν αυστηρός δικαστής αλλά φιλεύσπλαχνος. Σύμφωνα πάντα με τον Ρεμόν, σήμερα ο χριστιανισμός όχι μόνον δεν είναι αντίθετος στον ορθολογισμό, αλλά είναι σύμμαχός του στη μάχη για να διαφυλαχθεί η ελεύθερη άσκηση του λόγου.
πηγή: Ελευθεροτυπία - 23/12/2007