του Γεωργίου Mπαμπινιώτη
Η εξοικείωση με την ιστορική γραφή των λέξεων, τελικά, αποτελεί λεπτή πνευματική άσκηση
Γιατί παιδευόμαστε με τα έξι /i/ τής ορθογραφίας τής γλώσσας μας (ι, η, υ, ει, οι, υι), με τα δύο /e/ (ε, αι), τα δύο /o/ (o, ω), τα τρία /v/ (β, αυ, ευ), τα τρία /f / (φ, αυ, ευ), τα δύο /z/ (ζ, σμ, σλ) κ.ο.κ.; Δεν μας φτάνει ένα /i/ το ι, ένα /e/ το ε, ένα /o/ το ο, ένα /v/ το β κ.τ.ό.; Γιατί να μη γράφουμε ιρίνι (ειρήνη), ίπαρξι (ύπαρξη), κερί (καιροί), γινέκα (γυναίκα), εσθάνομε (αισθάνομαι), χόρι (χώροι), εβγενίς (ευγενείς), άβριο (αύριο), έφθιμι (εύθυμη) κ.τ.ό.;
Είναι η ιστορική ορθογραφία απόρροια (ή «απόρια») ενός εθνικού μαζοχισμού; Είναι επινόηση κάποιων διανοουμένων; Είναι προσκόλληση σε παρωχημένες γλωσσικές εμμονές; Και προχωρώντας πιο τολμηρά, λένε μερικοί, γιατί να μη γράφουμε irini, iparksi, keri, gineka, esthanome, chori, evgenis, avrio, efthimi κ.τ.ό.; Γιατί να μη προσχωρήσουμε δηλ. στο λατινικό αλφάβητο (που -στο κάτω-κάτω- είναι ελληνικής προελεύσεως), κάνοντας τη γραφή μας πιο προσιτή στους ξένους; Ηδη δεν επικοινωνούμε στους Η/Υ με τα Greeklish;
Αυτά και άλλα πολλά ακούω κατά καιρούς σε μαθήματα, διαλέξεις, συζητήσεις, όταν έρχεται ο λόγος στην ιστορική ορθογραφία τής γλώσσας μας και στις δυσκολίες που γεννά η ορθή γραφή της ως απορίες κάποιων ομιλητών τής Ελληνικής που θέτουν το αίτημα ή νομίζουν πως «ανακαλύπτουν» τη λύση των δυσκολιών τής ορθογραφίας με την υιοθέτηση μιας φωνητικής ορθογραφίας με ελληνικά ή -κατά τους πιο τολμηρούς- με λατινικά γράμματα. Η συζήτηση συνήθως -εκ μέρους μου- προχωρεί ως εξής: Αλήθεια, γιατί οι αγγλόφωνοι λ.χ. λαοί (Αγγλοι, Αμερικανοί, Αυστραλοί, Καναδοί) δεν προχώρησαν σε υιοθέτηση τής φωνητικής ορθογραφίας, όταν μάλιστα έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ οξύτερες ορθογραφικές δυσκολίες απ' ό,τι εμείς; Οταν λ.χ. έχουν να αντιμετωπίσουν την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ προφοράς και γραφής σε παραδείγματα που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για να δείξουν λ.χ. ότι τελείως διαφορετικοί φθόγγοι ή διαδοχές φθόγγων (ou, af ap, au, u, o, oκ/och) ορθογραφούνται με την ίδια διαδοχή γραμμάτων, γράφονται το ίδιο ως -ough: Though the rough cough and hiccough plough me through, Ι ought to cross the lough! Και, φυσικά, τι να πει κανείς για τα συστήματα γραφής/ορθογραφίας που χρησιμοποιούνται για την κινεζική ή την ιαπωνική γλώσσα με τις χιλιάδες των χαρακτήρων που πρέπει να ξέρει κανείς για να γράφει αυτές τις γλώσσες;
Οπως και να το δούμε, η ιστορική ορθογραφία των λέξεων μιας γλώσσας είναι μέρος τής πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού. Η γραπτή μορφή των λέξεων μαζί με τη σημασία τους συναποτελούν τον γραπτό λόγο μιας γλώσσας. Μέσα σ' αυτόν απεικονίζεται η ιστορία των λέξεων, αφού ιστορική ορθογραφία σημαίνει παράσταση τής ετυμολογικής προέλευσης και τής ετυμολογικής συγγένειας κάθε λέξης, απ' όπου συνάγεται η βασική σημασία της και η σχέση της με τις άλλες λέξεις που ανήκουν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια. Ετσι λ.χ. γράφοντας φίλος με ι συνδέεις τη λέξη με όλα τα σύνθετα και τα παράγωγα που ανήκουν στην ίδια ετυμολογική-σημασιακή οικογένεια (φιλία, φιλικός, άφιλος, φιλόσοφος, ζωόφιλος, συμφιλιώνω κ.λπ.), ενώ γράφοντας φυλή (με υ και ένα λ) συνδέεις τη λέξη ετυμολογικά-σημασιακά με λέξεις όπως φυλετικός, φυλετισμός, διαφυλικός φυλογενετικός, αλλόφυλος κ.λπ., γράφοντας δε φύλλο (με υ και δύο λ) έχεις περάσει σε άλλη ετυμολογική οικογένεια και σημασία, που φαίνεται στις λέξεις φύλλωμα, φυλλωσιά, πλατύφυλλος, τριαντάφυλλο, φυλλομετρώ κ.τ.ό. Αλλο το λειπ- στο λείπω, λειψός, έλλειψη, διάλειμμα κ.λπ., άλλο το λυπ- στα λύπη, λυπάμαι, περίλυπος, λυπηρός κ.λπ., άλλο το ληπ- (του λαμβάνω) στα αντιληπτός, λήψη, κατάληψη, ακατάληπτος κ.τ.ό. Το ότι το λοιπ- στα λοιπός, λοιπόν, υπόλοιπος κ.ά. ή το λιπ- στο ελλιπής, λιποτάκτης, λιποψυχώ αποτελούν συγγενείς φωνολογικές μορφές («μεταπτωτικές βαθμίδες» τις λένε οι γλωσσολόγοι) τής ρίζας λειπ- (λείπω) είναι κι αυτό μια γνώση/πληροφορία που φωτίζει ετυμολογικά-σημασιακά τις αντίστοιχες λέξεις. Το ότι επίσης το λιπ- στα λίπος, λιπαρός, λίπωμα είναι μια άλλη ομόγραφη ρίζα, όπως και το λιπ- τού εκλιπαρώ και τού αρχολίπαρος («ο επιθυμών και επιδιώκων αξιώματα»), αυτό δείχνει τον πλούτο και τη σημασιολογική ιστορία των λέξεων που είναι μια ελκυστική διανοητική περιπλάνηση στα εκφραστικά μέσα ενός λαού. Η ορθογραφική διάκριση φον- (φόνος, φονικός, φονιάς) και φων- (φωνή, ραδιόφωνο, άφωνος), οικ- (οικία, κάτοικος, οικονομία), εικ- (εικόνα, εικάζω), και ικ- (ικανός, ικέτης, άφιξη) φωτίζει τη σημασία και την προέλευση πλήθους λέξεων, ενώ το θέμα ι-, που σημαίνει κίνηση (από το αρχ. είμι «έρχομαι»), οδηγεί στα δύσκολα σημασιολογικά μονοπάτια λέξεων ομόρριζων (και συνδεομένων στη βασική σημασία τους) όπως προσ-ι-τός, εισ-ι-τήριο, ι-ταμός, ι-σθμός, ανεξ-ί-τηλος, αμαξ-ι-τός κ.ά.
Η εξοικείωση με την ιστορική γραφή των λέξεων, τελικά, αποτελεί λεπτή πνευματική άσκηση, αφού συνδέεται με την προσπάθεια να γνωρίσει κανείς την αρχική βασική σημασία μιας λέξης και την οικογένεια των λέξεων που συνδέονται ετυμολογικά-σημασιακά μαζί της. Να γιατί η γλώσσα, όταν διδάσκεται δημιουργικά από εμπνευσμένους ευαίσθητους δασκάλους, αποτελεί μύηση στις διαδικασίες τής έκφρασης, τής σκέψης και τού πνεύματος και, κατ' επέκτασιν, τού πολιτισμού ενός λαού.
πηγή: Το ΒΗΜΑ, 06/01/2008
Η παραπάνω προσέγγιση του θέματος είναι κάπως μονόπλευρη, εκφράζει πως εκφράζεται ο γραπτός λόγος, γραπτά.
Αν κάποιος κάνει ανάλυση των ήχων ή προσέξει τι λέει, θα δει ότι τα ι,ε και ο προφέρονται διαφορετικά. Το “και” δεν ακούγεται “κε” αλλά “κιε”. Το “ώρα” ακούγεται “οορα”. Αντίστοιχα και τα 6 ι έχουν διαφορές.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά από το τι νομίζουμε ότι ακούμε και το τι ακούμε και αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν μιλάμε για απλοποίηση τις ελληνικής γλώσσας και να μη τα ρίχνουμε όλα στην ιστορική συνέχεια της γλώσσας.
Αυτό που θα είχε μεγάλο ενδιαφέρων θα ήταν η απλοποίηση της αγγλικής γλώσσας. Η προφορά δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην εκμάθηση της, π.χ. fire=φάιερ, όχι φιρε, και δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην επικοινωνία με άτομα που δεν είναι η μητρική τους γλώσσα. Ακόμα οι προσπάθειες για την δημιουργία κανόνων προφοράς των αγγλικών από τον γραπτό λόγο μπορούν να καλύψουν μόνο το 50% των λέξεων, χωρίς λεξικό είναι αδύνατο να υπάρξει σωστή προφορά.
Άρα θα έπρεπε να μιλάμε για την δημιουργία μιας νέας γλώσσας “Διεθνή Αγγλικά” που ο γραπτός λόγος θα ανταποκρίνεται στον προφορικό.
Η σημασία μίας γλώσσας και των λέξεων-παραγώγων της είναι η ετυμολογία των λέξεων της, καθόσον η ρίζα κάθε μίας λέξεως παραμένει, κατά κανόνα, αναλλοίωτη. Συνεπώς οι λέξεις, που διαμορφώνουν το λεξιλόγιο ενός λαού, αποτελούν κατά βάση και την διαχρονική εξέλιξη τόσο του λαού και της Ιστορίας του, όσον και αυτήν της γλώσσας. Οποιαδήποτε ανατροπή σε αυτό το αρχέτυπο, σε βάθος χρόνου αποτελεί και την ταφόπλακα του.
Τιθεται λοιπόν το ερώτημα το εάν, οι ιδρυτές της γλώσσας τους, μετά χρονική πάροδο χιλιετιών, έχουν το δικαίωμα να θέσουν τέλος σε μία μορφή επκοινωνίας που διατηρείται ακμαία κι έχει παρεισφρύσει δυναμικά σχεδόν σε όλες τις “δυτικές” γλωσσικές επικοινωνιακές παραλάξεις, υιοθετώντας μία από αυτές, -που κατά κανόνα είναι πτωχότερη της αρχέτυπης.
Η προσέγγιση δεν είναι μονόπλευρη. Δεν είναι μόνον η αγγλική, αλλά και η γερμανική, η ιταλική, η ισπανική, η γαλλική, γλώσσες που κατά κανόνα δατηρούν αυτά τα ίδια στοιχεία. Ούτε η αγγλική αποτελεί την φενάκη στην διεθνή επικοινωνία.
Άς είμεθα πραγματιστές και να μην προκαλούμε τον εαυτό μας με αυτοκαταστροφική τάση εξιλεώσεως.
Είναι η γλώσσα μας, και αυτήν πρέπει να μάθωμε.