Χαῖρε, κεχαριτωμένη

0
2080

span class="s1">Εὐαγγελισμός! Κάποτε, αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς λαμπρότερες καὶ πιὸ χαρμόσυνες μέρες τοῦ ἔτους, ἡ γιορτὴ ποὺ συνειδητά, ἀλλὰ καὶ ἀσυνείδητα ἀκόμη, συνδεόταν μὲ μιὰ ὄμορφη διαίσθηση, ἕνα ἀκτινοβόλο ὅραμα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ καταγράφει τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

«Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί. Ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, Μαριάμ, εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ· καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται, υἱὸς Θεοῦ. Καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὖτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ. Ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα. Εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου. Καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. 1, 26-38).

Φυσικά, αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία, ἰδωμένη ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ ἀποκαλούμενου «ἐπιστημονικοῦ» ἀθεϊσμοῦ, δίνει πολλὲς ἀφορμὲς γιὰ νὰ μιλήσει κάποιος σχετικὰ μὲ «μύθους καὶ θρύλους». Ὁ ὀρθολογιστὴς θὰ πεῖ, «πότε παρουσιάζονται ἄγγελοι σὲ κοπέλες καὶ συζητοῦν μαζί τους; Νομίζουν ἄραγε οἱ πιστοὶ πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σ’ ἕναν τεχνολογικὸ πολιτισμό, μποροῦν νὰ τὰ πιστέψουν ὅλα αὐτά; Δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ πόσο ἀνόητο, ἀντιεπιστημονικὸ καὶ ἀδύνατο εἶναι αὐτό;» Ὁ πιστὸς εἶχε ἀνέκαθεν μία μόνο ἀπάντηση σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἐριστικὴ συζήτηση, τὴν ὑποτίμηση καὶ τὸν ἐμπαιγμό: ναί, ἀλλοίμονο, εἶναι ἀδύνατο νὰ στριμωχτεῖ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μέσα στὸ ρηχὸ κοσμοείδωλό σας. Ὅσο τὰ ἐπιχειρήματά σας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θρησκεία παραμένουν στὸ ἐπιπόλαιο ἐπίπεδο τῶν χημικῶν πειραμάτων καὶ τῶν μαθηματικῶν τύπων, θὰ κερδίζετε πάντοτε πολὺ εὔκολα. Ἀλλὰ ἡ χημεία καὶ τὰ μαθηματικὰ δὲν μποροῦν ν’ ἀποδείξουν ἀπολύτως τίποτε στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστεως. Φυσικά, στὴ γλώσσα τῆς ἐπιστήμης σας, οἱ λέξεις «ἄγγελοι», «εὐαγγέλιο», «χαρὰ» καὶ «ταπείνωση» εἶναι ἐντελῶς ἀκατάληπτες. Ἀλλὰ γιατί νὰ περιορίζουμε τὴ συζήτηση μόνο στὴ θρησκεία; Περισσότερες ἀπὸ τὶς μισὲς λέξεις εἶναι ἀκατανόητες στὴν ὀρθολογιστική σας γλώσσα, κι ἔτσι μαζὶ μὲ τὴ θρησκεία πρέπει νὰ καταπιέσετε τὴν ποίηση, τὴ λογοτεχνία, τὴ φιλοσοφία καὶ οὐσιαστικὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φαντασία. Ἐπιθυμεῖτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος νὰ σκέφτεται ὅπως ἐσεῖς, μὲ τοὺς ὅρους τῆς παραγωγῆς καὶ τῶν δυνάμεων τῆς οἰκονομίας, τοῦ σχεδιασμοῦ καὶ τῶν προγραμμάτων. Ὡστόσο, ὁ κόσμος δὲν σκέφτεται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο· θὰ πρέπει νὰ φορέσει χειροπέδες καὶ νὰ βιαστεῖ γιὰ νὰ σκέφτεται ἔτσι, ἢ μᾶλλον νὰ φαίνεται πὼς σκέφτεται ἔτσι. Ἰσχυρίζεστε πὼς ὅλη ἡ φαντασία εἶναι ἐσφαλμένη ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ «φανταστικό», κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔζησαν ἀνέκαθεν μὲ τὴ φαντασία, ζοῦν τώρα, καὶ θὰ ζοῦν στὸ μέλλον. Ἐπειδὴ ὅλα τὰ πράγματα στὴ ζωὴ ποὺ ἔχουν μεγάλο βάθος καὶ οὐσία ἔχουν πάντοτε ἐκφραστεῖ μὲ τὴ γλώσσα τῆς φαντασίας. Δὲν προσποιοῦμαι ὅτι καταλαβαίνω τί εἶναι ὁ ἄγγελος, οὔτε μπορῶ νὰ ἐξηγήσω, χρησιμοποιώντας τὴν περιορισμένη γλώσσα τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη σχεδὸν πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια σὲ μιὰ κωμόπολη τῆς Γαλιλαίας. Ἀλλὰ μὲ καταπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ποτὲ δὲν ξέχασε αὐτὴ τὴν ἱστορία, πὼς αὐτοὶ οἱ λίγοι στίχοι ἔχουν ἐπανειλημμένα ἐνσωματωθεῖ σὲ ἀναρίθμητες εἰκόνες, ποήματα καὶ προσευχές, καὶ πὼς ἔχουν ἐμπνεύσει καὶ συνεχίζουν νὰ ἐμπνέουν. Αὐτὸ σημαίνει φυσικὰ ὅτι οἱ ἄνθρωποι μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἄκουσαν κάτι τὸ πάρα πολὺ σημαντικό· μιὰ ἀλήθεια ἡ ὁποία προφανῶς δὲν μποροῦσε νὰ ἐκφραστεῖ μὲ κανέναν ἄλλο τρόπο πέρα ἀπὸ τὴν παιδική, χαρούμενη γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια; Τί συνέβη ὅταν ἡ νεαρὴ γυναίκα, ποὺ μόλις εἶχε ξεπεράσει τὴν παιδικὴ ἡλικία, ἄκουσε ξαφνικὰ –ἀπὸ τί ὑπερβατικὸ ὕψος!– αὐτὸν τὸν ὄμορφο χαιρετισμό: «Χαῖρε!», ἐπειδὴ αὐτὸ ὑπῆρξε ἀκριβῶς τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου στὴν Παναγία: Χαῖρε!

Ὁ κόσμος ἔχει γεμίσει ἀπὸ ἀναρίθμητα βιβλία γιὰ τὴν πάλη καὶ τὸν ἀνταγωνισμό, ποὺ τὸ καθένα προσπαθεῖ νὰ δείξει ὅτι ὁ δρόμος πρὸς τὴν εὐτυχία εἶναι τὸ μίσος, καὶ ποὺ σὲ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν βρίσκεται ἡ λέξη «χαρά». Οἱ ἄνθρωποι οὔτε κἂν γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ λέξη. Ἡ χαρὰ ὅμως ποὺ ἀνήγγειλε ὁ ἄγγελος παραμένει μιὰ ζωντανὴ δύναμη, ποὺ ἔχει ἀκόμη τὴν ἐνέργεια νὰ καταπλήξει καὶ νὰ ταρακουνήσει τὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Μπεῖτε σὲ μιὰ ἐκκλησία τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Μείνετε ἐκεῖ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς ἀκολουθίας, καὶ παρακολουθῆστε την καθὼς αὐτὴ ξεδιπλώνεται. Τότε θὰ ἔρθει ἡ στιγμή, μετὰ τὴ μακρὰ ἀναμονή, ποὺ ὁ χορὸς ἀρχίζει νὰ ψέλνει μαλακά, μὲ μιὰ θεσπέσια ὀμορφιά, τὸ γνώριμο ἑόρτιο ἀπολυτίκιο, «...Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»! Ἑκατοντάδες χρόνια ἔχουν περάσει καὶ καθὼς ἀκοῦμε αὐτὴ τὴν πρόσκληση νὰ χαροῦμε, ἡ χαρὰ γεμίζει τὴν καρδιά μας μ’ ἕνα κύμα ζεστασιᾶς. Ὅμως χαρὰ γιὰ ποιό πράγμα; Χαιρόμαστε πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν παρουσία αὐτῆς τῆς γυναίκας, ποὺ τὸ πρόσωπό της, ἡ εἰκόνα της, εἶναι γνωστὴ σ’ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ μᾶς ἀτενίζει ἀπὸ τὶς εἰκόνες, ποὺ ἔγινε μιὰ ἀπὸ τὶς θαυμασιότερες καὶ καθαρότερες μορφὲς τῆς τέχνης καὶ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου. Χαιρόμαστε γιὰ τὴν ἀπάντησή της στὸν ἄγγελο, γιὰ τὴν πιστότητα, τὴν καθαρότητα, τὴν ἀκεραιότητά της, γιὰ τὸ ὁλοκληρωτικό της δόσιμο καὶ γιὰ τὴν ἀπεριόριστη ταπείνωσή της. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἀντηχοῦν στὰ λόγια της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου». Πέστε μου, ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν πλούσια καὶ περίπλοκη ἱστορία του, κάτι τὸ ὑψηλότερο καὶ ὀμορφότερο ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο ὄν; Ἡ Μαρία, ἡ πανάμωμη καὶ κεχαριτωμένη, εἶναι ἀληθινὰ αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία, «χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις». Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ στὸ ψέμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, στὸ ψέμα ποὺ τὸν μειώνει μόνο σὲ γῆ καὶ ὄρεξη γιὰ φαγητό, σὲ ποταπότητα καὶ κτηνωδία, στὸ ψέμα ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι μονίμως ὑποδουλωμένος στοὺς ἀμετάλλαχτους καὶ ἀπρόσωπους φυσικοὺς νόμους, δείχνοντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς παναμώμου Θεοτόκου, πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας, σύμφωνα μ’ ἕνα Ρῶσο ποιητή, προσφέρεται σὰν ἕνα ἀτέλειωτο ποτάμι «τὸ ξεχείλισμα τῶν γλυκύτερων ἀνθρώπινων δακρύων ἀπὸ καρδιὲς ποὺ ξεχειλίζουν». Τὸ ψέμα συνεχίζει νὰ διαπερνᾶ τὸν κόσμο, ἀλλ’ ἐμεῖς χαιρόμαστε, ἐπειδὴ ἐδῶ, στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, φαίνεται τί ἀκριβῶς εἶναι τὸ ψέμα. Χαιρόμαστε μὲ εὐχαρίστηση καὶ θάμβος, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι πάντοτε μαζί μας, ὡς παράκληση καὶ ἐμψύχωση, ὡς ἔμπνευση καὶ βοήθεια. Χαιρόμαστε ἐπειδή, ἀτενίζοντας αὐτὴ τὴν εἰκόνα, εἶναι τόσο εὔκολο νὰ πιστέψουμε στὴν οὐράνια ὡραιότητα τοῦ κόσμου καὶ στὴν οὐράνια, ὑπερβατικὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χαρὰ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι τὰ καλὰ νέα του ἀγγέλου, πὼς οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν χάρη «παρὰ Θεοῦ», καὶ πὼς σύντομα, πολὺ σύντομα, ὁ Θεὸς θ’ ἀρχίσει νὰ ἐκπληρώνει τὸ μυστήριο τῆς λυτρώσεως τοῦ κόσμου μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς τελείως ἄγνωστης γυναίκας τῆς Γαλιλαίας. Δὲν ὑπῆρξε κεραυνός, οὔτε φόβος κατὰ τὴν παρουσία Του, ἀλλὰ ἦρθε πρὸς αὐτὴ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν πληρότητα ἑνὸς παιδιοῦ. Μέσῳ αὐτῆς, ἕνα Παιδὶ θὰ γίνει τώρα Βασιλιάς: ἕνα Παιδί, ἀδύναμο, ἀνυπεράσπιστο, ποὺ ὅμως ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ θὰ χάσουν γιὰ πάντα τὴ δύναμή τους μπροστὰ σ’ Αὐτό.

Αὐτὸ γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ ἑορτὴ ὑπῆρξε πάντα –καὶ εἶναι– τόσο χαρμόσυνη καὶ λαμπερή. Ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνω πὼς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἢ νὰ ἐκφραστοῦν μέσῳ τῶν περιορισμένων κατηγοριῶν τῆς σκέψεως καὶ τῆς γλώσσας ποὺ εἶναι οἰκεία στὸν «ἐπιστημονικὸ» ἀθεϊσμὸ καὶ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ συμπεράνουμε ὅτι αὐτὴ ἡ προσέγγιση ἔχει ἑκούσια καὶ αὐθαίρετα διακηρύξει πὼς μιὰ ὁλόκληρη διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας εἶναι ἀνύπαρκτη, περιττὴ καὶ ἐπικίνδυνη, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς λέξεις καὶ τὶς ἔννοιες ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ ἐκφράσουν αὐτὴ τὴν ἐμπειρία. Τὸ νὰ συζητᾶμε λοιπὸν αὐτὴ τὴν προσέγγιση, ἐπὶ τῇ βάσει μόνο τῶν δικῶν της ὅρων, εἶναι σὰν νὰ κατεβαίνουμε κατ’ ἀρχὰς σ’ ἕνα σκοτεινὸ ὑπόγειο, ὅπου, ἐπειδὴ ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι ὁρατός, ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξή του. Ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ ὁ ἥλιος, συμπεραίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει. Τὰ πάντα εἶναι βρώμικα, ἀπωθητικά, καὶ σκοτεινά, κι ἔτσι ἡ ὀμορφιὰ εἶναι ἄγνωστη καὶ ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξή της. Εἶναι ἕνας τόπος ὅπου ἡ χαρὰ εἶναι ἀδύνατη, κι ἔτσι ὅλοι εἶναι ἐχθρικοὶ καὶ θλιμμένοι. Ἂν ἀφήσεις ὅμως τὸ ὑπόγειο, καὶ βγεῖς ἔξω, βρίσκεσαι ξαφνικὰ στὸ μέσο μιᾶς ἀντηχούσης καὶ χαρούμενης ἐκκλησίας, ὅπου γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκοῦς, «...Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε, κεχαριτωμένη. ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»!

πτβιβλίο Παναγία, κδ. κρίτας, και τοο περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τχ  257 Μάρτιος 2014. 

πηγήΑντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ