Η Χαϊντεγκεριανή «μέριμνα» και η θεολογία

15
2066

H ορθόδοξη θεολογία λέγει ότι πρέπει να αγαπάμε τον Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» μας. Αυτή είναι η πρώτη και ύψιστη εντολή, μαζί βέβαια με το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις δύο επιταγές: η πρώτη μιλά για την λατρεία που οφείλουμε στον Θεό, την ολοκληρωτική αφοσίωση, την παράδοση σε Αυτόν, πέρα από οποιοδήποτε μέτρο και απλό φυσικό ένστικτο. Πρέπει να αγαπάμε τον Θεό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ασφαλώς τον εαυτό μας. Εδώ δεν θα μιλήσουμε καθόλου για την αγάπη που οφείλουμε στον συνάνθρωπο, ούτε για το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός ασφαλώς αγάπησε τόσο τον άνθρωπο, πέρα και από την δική του ανθρώπινη ζωή, ώστε τελικά θυσιάστηκε γι’ αυτόν. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Θα μας απασχολήσει η διαφορά της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής και της βαθύτερης ποιότητας αυτής από την «μέριμνα» για το Είναι, για την οποία κάνει τόσο λόγο ο Χάιντεγκερ.

Είναι πολύ γνωστό το περιεχόμενο αυτής της «μέριμνας»[1]. Συγκεκριμένα, το da­‐sein, ή αλλιώς «ενθάδε‐είναι» υπάρχει προνομιακά ως μια έγνοια, μια φροντίδα για τον ίδιο τον κόσμο, πέρα από την ευτέλεια της καθημερινότητας. Το «ενθάδε‐είναι», που αντλεί το μεγαλείο της υπάρξεώς του από την ίδια την χρονικότητα[2] και το γεγονός ότι είναι επίσης ένα «είναι-‐προς­‐θάνατον»[3], απομακρυνόμενο από τους πολλούς, αλλά και την εν γένει καιρική περίσταση, στην αναγκαιότητα της μοναξιάς του, νοιάζεται για τον κόσμο. Και αυτός ο κόσμος είναι ο μεγάλος υπαρκτικός ορίζοντας του «ενθάδε‐είναι», καθώς ακόμη και ο Θεός, εφόσον κατ’ ανάγκην έχει ύπαρξη, κατατάσσεται στο Είναι, δηλαδή τον κόσμο[4].
Ποια είναι η θέση της μέριμνας στην ορθόδοξη πατερική σκέψη; Κατ’ αρχήν, πρέπει να θυμίσουμε ότι για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι λάθος να θεωρήσουμε τον Θεό ως μέρος του «Είναι», καθότι αυτός υπερέχει του Είναι. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και την ίδια την ύπαρξη, ο Θεός δεν είναι σχήμα ή μορφή για να περιληφθεί στο «ον» γενικά. Ο Θεός, ως υπερούσιος, ανήκει με μια έννοια και στο μη‐Είναι[5].
Ο Θεός φυσικά είναι άκτιστος για την πατερική σκέψη, και ο άνθρωπος κτιστός. Αυτό αποτελεί την θεμελιώδη διαφορά. Ο άνθρωπος εξαρτάται οντολογικά από τον Θεό, οδεύει προς αυτόν, και όχι απλώς προς την πληρότητα του Είναι. Ο κόσμος δεν είναι ο αληθινός ορίζοντας του ανθρώπου, αλλά ο Θεός[6]. Και η σχέση με τον Θεό, δηλαδή με ένα πρόσωπο, όπως έχει σωστά παρατηρηθεί από την θεολογία του ’60, είναι αυτή που πρωτεύει για τον άνθρωπο.
Αυτό σημαίνει (κάτι το οποίο επίσης έχει ωραία σημειωθεί από την θεολογία αυτή, ιδίως τον Χρήστο Γιανναρά) ότι ο άνθρωπος αναζητώντας τον Θεό, σχετιζόμενος μαζί του, αναγκαστικά ριψοκινδυνεύει. Εξέρχεται σε περιπέτεια. Οδεύει αναγκαστικά προς την διακινδύνευση. Γιατί έτσι;
Υπάρχει μια θεολογική εξήγηση: ο άνθρωπος είναι ον κτιστό. Η κτίση ρέπει από μόνη της στην φθορά, στην ανυπαρξία, στο μη‐Είναι[7]. Οταν αυτή η αδυσώπητη τάση για φθορά συναντήσει την ίδια την Ζωή, και όχι απλώς το Είναι, αναγκαστικά «οδυνάται». Οι φλόγες της ύπαρξης απειλούν τον άνθρωπο, φύσει. Και αυτό είναι στοιχείο της μοίρας του.
Ολα αυτά δεν είναι απλές θεωρητικολογίες, αλλά λαμβάνουν σάρκα και οστά στον καθ’ ημέραν χριστιανικό βίο, κάτι που καθιστά έκδηλο η πατερική, και προπαντός ασκητική, γραμματεία. Εκεί λοιπόν προνομιακή μορφή αυτής της σχέσης με τον Θεό, της πορείας προς τον Θεό, φαίνεται να είναι όχι η μέριμνα, αλλά ακριβώς η απόγνωση. Επαναλαμβάνοντας πείρα αιώνων, ο Γέροντας Σιλουανός του Αθω μιλά για τη φοβερή απόγνωση που ένιωσε κάποτε σε ένα ναΪσκο, και την μετέπειτα βέβαια θέαση του «ακτίστου φωτός». Η απόγνωση αυτή από φιλοσοφική άποψη έχει τεράστια σημασία. Δεν πρόκειται για απλό ψυχολογισμό, για μια περιστασιακή δυσφορία, έστω και έντονη, για μια απελπισία που προκύπτει από κάποια στέρηση. Η απόγνωση αυτή είναι άλλης τάξεως, έχει δηλαδή οντολογική αξία: είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να ενστερνιστεί το κτιστό το άκτιστο.
Συνακόλουθη με την απόγνωση αυτή, είναι και η λεγόμενη εμπειρία του Άδη῀[8]. Η διαφορά της ορθόδοξης γραμματείας με τον Χάιντεγκερ είναι εδώ καταφανής: αν υποθέσουμε ότι μέρος του «Είναι» είναι και ο Θεός, πού θα έπρεπε να κατατάξει κανείς τότε τον «Αδη»; Δεν πρόκειται απλά για «εκμηδενισμό». Ο Αδης είναι υπαρκτός όχι ως μια απλή στέρηση, μια πλήρης αφαίρεση, αλλά ως το «φρικώδες», το «δαιμονικό» ­‐ και χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο με το φιλοσοφικό του περιεχόμενο, αυτό ακριβώς που έχει στον Ντοστογιέφσκι. Ο Άδης είναι όχι απλώς κάτι κακό, αλλά ο ίδιος ο μηδενισμός, η λαχτάρα για την ντοστογιεφσκική αυτοκτονία, το ανίερο.
Η απόγνωση και η εμπειρία του Άδη δεν αφορούν καθόλου μια έγνοια για τον κόσμο. Πρόκειται για υπαρξιακές, όχι απλά υπαρκτικές καταστάσεις-­‐ κάτι που συνιστά για τον Χάιντεγκερ εκπεσμό. Εντός του ανθρωπίνου προσώπου, και χάριν αυτού, της υπαρξιακής του δηλαδή ισορροπίας, διαδραματίζονται τα μεγάλα γεγονότα. Ο πιστός δεν μεριμνά για τον κόσμο, αλλά για την «εαυτού καρδίαν»[9]. Κάπου λέγεται: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και όλος ο κόσμος θα ειρηνεύσει για σένα». Η μεγάλη τραγωδία του κακού δεν είναι ο κόσμος έξω, αλλά αυτό που συμβαίνει στην καρδιά: και ασφαλώς αυτό έχει κοσμικές επιπτώσεις. Ο κόσμος περιμένει από τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος από τον κόσμο.
Περνάμε πια στο πεδίο της ηθικότητας, κάτι που για τον Χάιντεγκερ συνιστά επίσης εκπεσμό. Η μέριμνα για το Είναι δεν επιτρέπεται να μπει καθόλου στον καθ’ ημέραν βίον, γιατί χάνει την αυθεντικότητά της. Το «ενθάδε-­‐είναι» είναι εξ ορισμού μοναχικό.  Ωστόσο, στους Πατέρες γίνεται μεγάλος λόγος για το «αυτομίσος» και την «αυτοκαταδίκη»[10]. Το «ενθάδε‐είναι» δεν θα μπορούσε να «μισεί» τον εαυτό του. Αισθήματα όπως η αγάπη ή το μίσος δεν το αφορούν. Το καλό και το κακό υπάρχουν μόνο ως αυθεντικό-‐μη αυθεντικό. Τίποτε περισσότερο. Εξαλλου, το «ενθάδε‐είναι» είναι τόσο λεπτή ύπαρξη, παρά την σωματικότητά του, υπάρχει με έναν τόσο διακριτικό τρόπο (περισσότερο ως μια χειρο‐νομία της προ‐χειρότητας παρά ακριβώς ως ένσαρκη παρουσία του τάδε ανθρώπου) ώστε δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο αυτομίσος. Δεν έχει νόημα για αυτό κάτι τέτοιο. Το αυτομίσος απαιτεί «σάρκα», με την βιβλική έννοια, απαιτεί ουσία, σωμάτωση, και αυτό δεν έχει ουσία, καθώς δεν είναι κάτι πέρα από την ίδια την μέριμνα. Η ουσία το ρίχνει κατάχαμα στην καθημερινότητα, και αυτό θέλει να αποφύγει τους «πολλούς»[11].
Και τέλος φτάνουμε στο κέντρο της ορθόδοξης ηθικής. Η αμαρτία παύει όταν όχι απλά κάποιος αγαπά, έστω και πολύ, αλλά όταν κάποιος «ρίχνεται στον Άδη», δηλαδή όταν ταπεινώνεται. Η ταπείνωση σημαίνει ακριβώς την παραδοχή του κτιστού ότι έναντι του Θεού είναι όχι απλώς κάτι ασήμαντο, αλλά και «αμαρτωλό». Η ταπείνωση, αυτή η μυστηριώδης κατάφαση του Απείρου από το ίδιο το κτιστό, που αυτοπροσδιορίζεται έναντι Αυτού ως ουτιδανό, είναι η κατεξοχήν στάση της «κτιστότητας»[12]. Το να αποδεχθεί το μεγαλείο του Θεού όχι μόνο δεν συντρίβει το κτίσμα, αλλά το αγιάζει.
Και μόνο έχοντας ως μέσον την ταπείνωση, μπορεί πια το κτιστό να αρχίσει την «ανάβαση» του Είναι. Γι’ αυτήν την ανάβαση έχουν πει οι Πατέρες πολλά, ιδίως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ωστόσο το σημαντικό είναι ότι ο λίγο κατοπινός του Μάξιμος ο Ομολογητής αναδιάρθρωσε το πολύτιμο σχήμα του Διονυσίου βάζοντας στο κέντρο του κόσμου, ακριβώς κάτω από τον Θεό, τον άνθρωπο. Δεν είναι πια οι αγγελικές ιεραρχίες που, φωτιζόμενες άμεσα από τον Θεό, μεταδίδουν και στον άνθρωπο τον θείο φωτισμό. Αντιστρόφως, είναι ο άνθρωπος που έχει λάβει από τον Θεό το χάρισμα να βρίσκεται στο κέντρο της κτίσεως, με ειδικό σκοπό να ενώσει όλα τα διεστώτα -‐ύλη και πνεύμα, αίσθηση και νου, αρσενικό και θηλυκό‐ και να τα οδηγήσει προς τον Θεό[13]. Αντί για την κάθοδο του Αρεοπαγίτη, και την μάλλον χωρική του αντίληψη για τον κόσμο, ο Μάξιμος θεωρεί ότι η κτίση κινείται δυναμικά προς τον Θεό, εντός φυσικά του χρόνου, για να φτάσει βέβαια στην «υπέρ πάσαν στασιμότητα» αιωνιότητα. Ο άνθρωπος καθώς έχει σώμα, μπορεί να το υποτάξει στο πνεύμα, μπορεί επίσης να υποτάξει την αίσθηση στον νου, και φυσικά, υπερβαίνοντας την αρχή της γενετήσιας ηδονής μέσω της παρθενίας και του έρωτα των νοητών, συγκεντρώνει στον εαυτό του ολόκληρη την κτίση. Μόνο ο άνθρωπος εμφανίζει αυτήν την ιδιότητα, όχι να μεριμνά απλά για τον κόσμο, αλλά να γίνεται ο κόσμος. Και τέλος, λόγω του δυναμισμού της φύσεώς του, και την αγαπητική του φορά προς τον Θεό, μπορεί να οδηγεί όλον πια τον κόσμο προς τον Θεό[14]. Αυτό φυσικά ήταν το έργο του Ιησού Χριστού, που έγινε άνθρωπος και όχι άγγελος, και αυτό είναι το έργο της Λειτουργίας, στην οποία ο Ιδιος ο Ιησούς Χριστός, ως Μέγας Αρχιερεύς, «αναφέρει», δηλαδή οδηγεί όλη την κτίση στον Θεό‐Πατέρα. Και έτσι, η τελική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι η ευχαριστιακή, και μάλιστα είναι ο κόσμος το μέσον αυτής της Ευχαριστίας: «τα Σα εκ των Σων». Το σώμα μάλιστα του Ιησού Χριστού, καθώς ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σάρκα και αίμα του Θεανθρώπου, γίνονται το μέσον της Ευχαριστίας. Το ανθρώπινο σώμα γίνεται ο φορέας της ζωής.
Από την απόγνωση λοιπόν, το τρομερό «Προνόμιο της Απελπισίας», για το οποίο μιλούσε κάποτε ο Χρήστος Γιανναράς στο ομώνυμο βιβλίο του, και το οποίο στον Γέροντα Σιλουανό αποκαλύφθηκε ως το χάρισμα της «καταβάσεως στον Αδη» ‐μια κατάβαση που είναι αποτέλεσμα της ταπεινώσεως‐, φτάσαμε στην πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό, μια πορεία που συνάζει ολόκληρο τον κόσμο και ευχαριστιακά τον οδηγεί προς τον Πατέρα.
Αντιθέτως, η χαϊντεγκεριανή μέριμνα εμμένει στο πεδίο της χρονικότητας, καθώς αρνείται να παραδεχτεί ότι η αιωνιότητα έχει κάτι το οντολογικά «περισσόν» σε σχέση με αυτή. Ο Χάιντεγκερ αρνείται να δεχτεί ότι η αιωνιότητα μπορεί να έχει οποιοδήποτε δυναμικό χαρακτήρα, και έτσι δεν θεωρεί ότι η μέριμνα μπορεί να εξελιχτεί σε οποιουδήποτε είδους πορεία προς το Απόλυτο. Μια αδιόρατη τομή χωρίζει επίσης το «ενθάδε‐είναι» από τον κόσμο, ώστε αυτό να μην μπορεί τελικά να ταυτιστεί με αυτόν. Η σωματικότητα στον Χάιντεγκερ, παρά την προχειρότητα, δεν θα μπορούσε να εμπλακεί ενεργά στο κοσμικό γίγνεσθαι. Το ανθρώπινο αίσθημα ‐πλην της αγωνίας‐ παραμένει πάντα ψυχολογισμός, και δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί οντολογικής σημασίας. Ορισμένες συναισθηματικές καταστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν προνομιακές και δηλωτικές της φύσεως του κτιστού. Η μέριμνα δεν μεταμορφώνεται σε Ευχαριστία.
Τελειώνοντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, παρά την πιθανή αντίρρηση του ίδιου του Χάιντεγκερ, μέσα στην «μέριμνα» ανιχνεύεται το «τραγικό». Ωστόσο, λανθασμένα πιστεύει αυτός ότι η λεγόμενη «οντο‐θεολογία», τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την βυζαντινή σκέψη, αδυνατεί να γνωρίσει το «μηδέν». Καθώς, όπως είπαμε, το κτιστό οδεύει προς το άκτιστο, είναι αδύνατον να μην συναντήσει το μυστήριο του Σταυρού, το οποίο δεν αποτελεί απλή οδύνη, έστω και ποσοτικά άπειρη. Η διαφορά του Σταυρού από κάθε άλλο ανθρώπινο πόνο δεν είναι αριθμητικού μεγέθους, αλλά ποιοτικού, δηλαδή οντολογικού. Ο Κύριος πήρε επάνω του όχι απλώς τον πόνο, αλλά την «αμαρτία», που σημαίνει κάτι περισσότερο. Γι’ αυτό και ο Σταυρός αποτελεί θυσία, που είναι η απάντηση του Θεού στην φρίκη του «μηδενός». Ο Χριστός γνώρισε το «μηδέν» στον Σταυρό, και το νίκησε. Και η μετέπειτα Ανάσταση δεν αποτελεί άρση του Σταυρού, αλλά υπέρβασή του, με την έννοια της ολοκλήρωσης. Το μυστήριο του Σταυρού αφορά την Αιωνιότητα. Και έτσι, ακόμη και το τραγικό βρίσκει μια θέση στην θεολογία.
Σημειώσεις
[1] Ακολουθώ εδώ την παρουσίαση της θεωρίας του Χάιντεγκερ από το βιβλίο «Η Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ» του Κ. Παπαγιώργη, Νεφέλη, Αθήνα, 1983. Για την «μέριμνα», σελ. 119 κ.ε.
[2] Ο.π. σελ 92 κ.ε.
[3] Ο.π. σελ. 161 κ.ε.
[4] Για τον Θεό λέγονται πολλές παραδοξότητες από τον Χάιντεγκερ, όπως ότι αποτελεί «μέρος του Είναι» (ό.π. σελ 37), ότι το «μηδέν» μπορεί να συνυπάρχει με τον Θεό και μάλιστα ο Θεός δεν μπορεί να το γνωρίσει (30) κλπ. Ολα αυτά δεν είναι ασυναρτησίες, απλά φανερώνουν την άμεση εξάρτηση του Χάιντεγκερ από την σχολαστική θεολογία και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις της.
[5] Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτη Συγγράμματα, Πουρναράς, Θες/κη, 2008, σελ. 471 («Είναι μέσα σε Αυτόν το Είναι και δεν είναι μέσα στο Είναι Αυτός»).
[6] π. Γ. Φλορόφσκι, Ανατομία Προβλημάτων της Πίστεως, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θες/κη, 1977, σελ. 7 κ.ε.
[7] π. Γεωργίου Φλορόφσκι, ΟΙ Βυζαντινοί Πατέρες του Τέταρτου Αιώνα, Πουρναράς, Θεσ/κη 2009, σελ. 59-­‐60
[8] «Κράτα τον νου σου στον Αδη και μην απελπίζεσαι», είπε ο Χριστός στον Γέροντα Σιλαυανό. «Πιστέψτε με, αδελφοί, στον τόπο όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι», είπε κάποτε και ο Αββάς Ποιμήν. ( Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Αγιος Σιλουανος, Ι.Μ.Τ. Προδρόμου, Εσσεξ, 2002, σελ. 51-­‐54)
[9] π. J. Meyendorff, A Study of Gregory Palamas, SVSP, N. York, 1998, σελ. 147-­‐8
[10] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ΙΜΤ Προδρόμου, Εσσεξ, 1993, σελ. 221 κ.ε.
[11] Αυτή είναι η ουσία της κριτικής που ασκεί στον Χάιντεγκερ ο Μ. Μπούμπερ στο βιβλίο του, «Το Πρόβλημα του Ανθρώπου», Γνώση, Αθήνα, 1987, σελ. 79 κ.ε.
[12] Αρχιμ. Σωφρονίου, «Αγιος Σιλουανός», σελ 383 κ.ε.
[13] π. J. Meyendorff, Christ in Eastern Chrisçan Thought, SVSP, 1975, σελ. 131 κ.ε.
[14] π. Νικολάου Λουδοβίκου, Η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, 1992, σελ 217 κ.ε.
πηγή: Aντίφωνο

15 Σχόλια

  1. Το άρθρο αυτό το διάβασα με προσοχή και πιστεύω πως τούτη η σύγκριση εκτός του ό,τι είναι επιμορφωτική (εν μέρει, διότι δεν εμπεριέχει τις μετέπειτα βαρυσήμαντες μεταστροφές στην σκέψη του Χάιντεγκερ όσον αφορά τη μέριμνα αλλά και το το είναι) δεν αποκαλύπτει (και είναι ουσιαστικά ανατρεπτικό, εκτός αν το αγνοεί ο αρθρογράφος) ότι τελικά ο Χάιντεγκερ, δέκα χρόνια πριν το τέλος της ζωής του, φρόντισε να εξαλείψει ο ίδιος τούτη την αντινομία, αποκαλύπτοντας εμμέσως πλην σαφώς, μετά από μεγάλη και περιπετειώδη πορεία, πως: «η φιλοσοφία έχει φτάσει στο τέλος», οπότε ο μόνος λόγος πλέον για να καταπιαστεί κάποιος με τα γραφτά του Χάιντεγκερ είναι καθαρά διαλεκτικός.
    Είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι υποστήριζαν αλλά και υποστηρίζουν πως ο Μ. Χάιντεγκερ ήταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, κατά τη γνώμη μου δεν σφάλουν. Διότι απαιτείται οιονεί μέγιστο ψυχικό σθένος να πετάξεις στο καλάθι των αχρήστων μια μακρόχρονη, ακαδημαϊκή και αναγνωρισμένη φιλοσοφική πορεία αποκαλύπτοντας τελικά πως: «μόνο ένας Θεός θα μας σώσει», (πόσο μάλλον δε όταν έχεις το κύρος ενός “Χάιντεγκερ”, το οποίο μόνο ένας μωρός θα μπορούσε να το αμφισβητήσει).
    Έτσι λοιπόν ο ίδιος ο Μ. Χάιντεγκερ σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο περιοδικό Der Spiegel, η οποία δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, μας αποκαλύπτει τα εξής: «Η φιλοσοφία δεν θα μπορέσει να επιφέρει καμία άμεση αλλαγή στη σημερινή κατάσταση του κόσμου. Αυτό δεν ισχύει μόνον για τη φιλοσοφία, αλλά για κάθε αμιγώς ανθρώπινη σκέψη και επιδίωξη. Μόνον ένας Θεός μπορεί πια να μας σώσει. Με την σκέψη μας δεν μπορούμε να κάνουμε τον Θεό να έρθει, μπορούμε το πολύ να αφυπνίσουμε την ετοιμότητα της προσδοκίας»[1]. Και στην ερώτηση αν ο Μ. Χάιντεγκερ αποδίδει ένα ιδιαίτερο καθήκον στους Γερμανούς, απάντησε: «Ναι, με την παραπάνω έννοια: στη συνομιλία με τον Χαίλντερλιν»[2].
    Έτσι βλέπουμε ο Χάιντεγκερ να ανοίγει δυο εξόδους κινδύνου στη φιλοσοφία: τον ένα προς τις αποκαλύψεις του ιερού και την άλλη προς τις αποκαλύψεις του ωραίου[3]. Μπορούμε ακόμη να πούμε πως ο Χάιντεγκερ έμμεσα υποδέχεται την πίστη αλλά και την αγωνία, λέγοντας: «Η φιλοσοφία και το μεμονωμένο άτομο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εκτός από το να προετοιμάσουν την ετοιμότητα, να παραμένουν ανοιχτοί για τον ερχομό ή για την έλλειψη του Θεού»[4].
    Επειδή τώρα στο άρθρο γίνεται λόγος περί ταπεινότητας, να προσθέσουμε πως είναι μεγάλος εκείνος ο οποίος θα πορευτεί είτε φιλοσοφικά είτε θεολογικά για να προσφέρει και να συνεισφέρει, να ανακαλύψει ή να αποκαλύψει, αλλά εκείνος ο οποίος θα ταπεινωθεί και θα υψώσει την αλήθεια επάνω από το κύρος και την μακρινή και περιπετειώδη πορεία του είναι μέγιστος. Η ταπείνωση του κάθε ανθρώπου δεν γίνεται πάντα ορατή από τους άλλους και καλό είναι να μην γίνεται ποτέ, αλλά στην περίπτωση του Χάιντεγκερ είναι ολοφάνερη.
    Τέλος, μην ξεχνάμε πως για να αγαπάς τον Θεό «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» προϋποτίθεται το άλμα της πίστεως η οποία ναι μεν υπερβαίνει τη φιλοσοφία αλλά υπερβαίνει και τη θεολογία. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης μας λέει πως: «Το πολύ να υπάρξει μια θεολογία της πίστεως, η οποία ωστόσο είναι υποχρεωμένη να δεχθεί τις θέσεις της πίστεως υπό μορφή δογματικών αληθειών. Εφόσον προσεγγίζουμε το ζήτημα της πίστεως με μέσα ορθολογικά, δηλαδή φιλοσοφικά ή θεολογικά, είναι αδύνατον να μην τεθεί το ζήτημα του δόγματος. στο βαθμό που η πίστη συλλαμβάνεται με μέσα ορθολογικά, δεν είναι «λόγος» αλλά «δόξα». Τούτο σημαίνει πως πάντοτε ο ορθολογισμός θα ταπεινώνει την πίστη. Βεβαίως το αντίστροφο πραγματοποιεί η πίστη εις βάρος του ορθολογισμού[5].

    [1] Ένας στοχαστής στον σύγχρονο κόσμο: ο Martin Heidegger για τη σχέση του με το ναζισμό: η συνέντευξη στον “Spiegel”, Εστία, 2011, σελ.53
    [2] Η συνέντευξη στον “Spiegel” σελ. 63
    [3] Ο φωτισμός του ανθρώπου, Χρήστου Μαλεβίτση, Οι εκδόσεις των φίλων, 1996, σελ. 243
    [4] Η συνέντευξη στον “Spiegel” σελ.55
    [5] Η ζωή και το πνεύμα, Δοκίμια για την έσχατη μέριμνα του ανθρώπου, Χρήστου Μαλεβίτση, Εκδόσεις Αρμός, 2012, σελ. 17

  2. Ενδιαφέρουσα παρέμβαση! γιατί δεν γράφετε ένα κείμενο να μας εξηγήσετε καλύτερα τις έννοιες του ιερού και της ομορφιάς στον Χάιντεγκερ, που μένουν ασαφείς στο σχόλιο, ειλικρινά θα ήταν ευχής έργον να διαβάσουμε κάτι γι’αυτές τις μετέωρες έννοιες, επίσης καλό θα ήταν κάποιος εδώ να γράψει κάτι για τα περίφημα “μαύρα τετράδια” του Γερμανού φιλοσόφου.

  3. Καλησπέρα σας κ. Μποζέκογλου. Πιστεύω πως το σχόλιο είναι απολύτως ξεκάθαρο, ειδικά για κάποιον που έχει εντρυφήσει στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ καθ’ όλη τη διάρκεια του στοχασμού του (αυτό έχει μέγιστη σημασία λόγω των μεταστροφών που επισημαίνω παραπάνω)*, αποδομώντας ή μελετώντας επιλεκτικά υπάρχει περίπτωση να παρερμηνεύσουμε. Αυτό το λέω διότι εάν ξαναδιαβάσετε το σχόλιο με προσοχή θα δείτε πως ήδη έχετε παρερμηνεύσει διότι οι αποκαλύψεις του ιερού και της ομορφιάς δεν αναφέρονται στην προκειμένη περίπτωση στην φιλοσοφία του Χάιντεγκερ αλλά στις εξόδους κινδύνου που μας επισημαίνει ο Χάιντεγκερ ώστε να δραπετεύσουμε από αυτή την ίδια τη φιλοσοφία. Η μια έξοδος λοιπόν είναι το ιερό μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσμένει τον Θεό ή απορρίπτει ο ίδιος τη δυνατότητά του να προσμένει σε αυτόν, και η άλλη έξοδος είναι η ανάδυση του ωραίου την οποία ο Χάιντεγκερ την εντοπίζει στην ποίηση του Χαίλντερλιν. Οπότε γίνεται ξεκάθαρο πως αυτό που εσείς εντοπίζεται στο σχόλιό μου ως “έννοιες” (και περιέργως μετέωρες) του ιερού και της ομορφιάς δεν αναφέρονται στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ δηλαδή “στον Χάιντεγκερ” αλλά στις ύστατες προτάσεις του Χάιντεγκερ ώστε στο το μέτρο του δυνατού να διαφύγουμε από αυτή τη φιλοσοφία. Θα ήθελα επίσης να πω ότι προσωπικά μου είναι αδύνατον να γράψω ένα κείμενο για τον Χάιντεγκερ και για κάθε φιλόσοφο τέτοιου μεγέθους, κάποια πράγματα είναι αρκετά βαρυσήμαντα ώστε να ταπεινωθούν σε ένα απλό άρθρο, για αυτό λοιπόν περιορίζομαι σε σχόλια, αλλά σας παραπέμπω σε αξιόλογα μελετήματα στο κάτω μέρος του σχολίου ώστε να διαβάσετε για αυτές τις μετέωρες έννοιες όπως τις επονομάζετε. Τώρα όσον αφορά τα “μαύρα τετράδια” θα έλεγα ότι στη ζωή μου έμαθα πως η αδιαλλαξία γεννά τη μέγιστη ανελευθερία οπότε επιτρέψτε μου να είμαι διαλλακτικός και επιεικής με τους ανθρώπους ως άνθρωπος, για να μπορώ να εκμαιεύω από αυτούς τα στοιχεία που θα με κάνουν να προοδεύω ώστε να μην υποπέσω εγώ και οι απόγονοί στα ίδια ατοπήματα, βέβαια τούτο είναι ένα άλλο θέμα, απλώς κατέθεσα την προσωπική μου άποψη η οποία θαρρώ πως δύναται να συντμηθεί αντιστρόφως ανάλογα στη ρήση: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω».

    *Θεωρώ αδιανόητο να κατανοήσει κάποιος τέτοια θέματα μόνο μέσω άρθρων οπότε θεωρώ αυτονόητο ότι όποιος διαβάζει και σχολιάζει έχει μελετήσει και στοχασθεί εκτενέστερα επάνω σε αυτά τα θέματα, οπότε και γνωρίζει πως εξελίσσονται οι φιλοσοφικοί όροι ενός στοχαστή καθ’ όλη την συγγραφική πορεία του.

    Θα ήθελα και είναι σημαντικό να προσθέσω για καλύτερη κατανόηση των προαναφερθέντων πως η ιερότητα εδώ (όπως αυτή φανερώνεται εντός του κόσμου) δεν απευθύνεται άμεσα στον Θεό αλλά στη δυνατότητα σχέση του ανθρώπου με τον Θεό από την οποία σχέση ούτε ο άνθρωπος ούτε ο Θεός είναι εξαρτημένοι, δηλαδή ούτε ο άνθρωπος ούτε ο Θεός είναι η σχέση ως τοιαύτη (γι’ αυτό λέω παραπάνω: «το ιερό μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσμένει τον Θεό»). Έτσι η ετοιμότητα της προσδοκίας αξιώνει την πίστη αλλά και την αγωνιά περί του εσχάτου, πράγμα που έχω ξαναπεί ότι μόνον ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει. Τοιουτοτρόπως η ιερότητα δεν είναι μετέωρη αλλά ούτε και θεμελιωμένη σε βεβαιότητες, τουναντίον, κάθε στιγμή το ιερό φανερώνεται μέσω της ελεύθερης απόκρισης στο κάλεσμα για σχέση με το υπέρλογο ή και απόρριψής της, τούτη η απόρριψη είναι δυνατή διότι ούτε το “θαύμα της ανθρώπινης αφύπνισης” έγκειται στη σχέση ως τοιαύτη αλλά στο ό,τι ο άνθρωπος καλείται και μόνο καλείται, αυτό το κάλεσα αφυπνίζει τον άνθρωπο και του δίνει την δυνατότητα να συμμετέχει σε υπερκόσμιες συναντήσεις . Όσον αφορά την ανάδυση του ωραίο μέσα από την ποίηση το οποίο κιόλας δύναται να εξακτινωθεί μέχρι τους εκκλησιαστικούς ύμνους, τούτο μόνο απομένει στον άνθρωπο σε χαλεπούς καιρούς, όπου η τεχνική γλώσσα των πολιτισμών λησμονά το Θείο κάλεσμα, να του υπενθυμίζει εκείνο το οποίο δεν λέγεται αλλά σημαίνει, κάτι που μόνο το ποιητικό ιδίωμα δύναται να προσεγγίσει, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο πως βρίσκεται σε αλλότρια εδάφη.

  4. Προς HolyJoy: Θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι να μη μπορούν να αντιληφθούν αυτά που γράφεις (όπως και εγώ ομολογώ ότι δεν θα μπορούσα πριν μερικά χρόνια) διότι εδώ και αρκετό καιρό ο M. Heidegger ερμηνεύεται μονομερώς και αυτό το οποίο εσύ αναφέρεις είναι μια διαφορετική ερμηνεία, ουσιαστική και αποκαλυπτική θα έλεγα. Οι σκέψεις του Heidegger είναι ένα δυνατό εργαλείο στα σωστά χέρια τα οποία μετέπειτα μπορούν να καλλιεργήσουν σε πνευματικά εδάφη χωρίς να έχουν πλέον ανάγκη τον ίδιο τον φιλόσοφο ως οδηγό. Οι περισσότεροι, λέω λοιπόν, δεν γνωρίζουν ότι η λεγόμενη “αποφασιστικότητα” στο “Είναι και Χρόνος” σε συνδυασμό με την ύστερη φιλοσοφία του Heidegger έγινε της μοδός ναι μεν να ερμηνεύονται μέσω της “απόφασης” και της “απάθειας”, αλλά με την εκκοσμικευτική σημασία των εννοιών. Ναι, ναι, την απόφαση έτσι όπως την περιγράφει π.χ. ο Π. Κονδύλης στη χειρότερη μορφή που μπορεί να πάρει και την απάθεια όχι όπως τη βίωνε ο Δυτικός μυστικισμός και πιο συγκεκριμένα ο Miguel de Molinos, αλλά εκκοσμικευτικά, ως ολική αδιαφορία, ως εκμηδένιση της ατομικής ιδιοσυστασίας, συνεπώς ο άνθρωπος δεν αφομοιώνεται πλέον από τον Θεό αλλά από τον εκάστοτε κυρίαρχο, από το εκάστοτε ολοκληρωτικό καθεστώς. Κάποια στιγμή λοιπόν συνειδητοποίησα κι εγώ ότι αν ερμηνεύσουμε διαφορετικά την Χαϊντεγκεριανή ”αποφασιστικότητα”, δηλαδή όχι ως κοσμοθεωριτική απόφαση, διεύρυνση της ισχύος, μοναδικό τρόπο αυτοσυντήρησης, αλλά ως Κιρκεγκωριανή “απόφαση” για πίστη η οποία λαμβάνεται λόγω της αφύπνισης που επισυμβαίνει καθώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί τον επικείμενο και σε κάθε στιγμή ενδεχόμενο θάνατο για τον οποίο ο Heidegger μας μιλάει στο “Είναι και Χρόνος”, και ακολούθως ερμηνεύοντας την “απάθεια” όχι ως αδιαφορία και εκμηδένιση της ατομικής ιδιοσυστασίας αλλά ως “εσωτερική γαλήνη” συνοδευόμενη από τη ”νήψη” η οποία επικουρεί στο να μην πλανόμαστε, να μην εκπέσουμε στον Χαϊντεγκεριανό “περίκοσμο”, διότι τότε διατελούμε αναυθεντικά, θα μπορέσουμε τελικά να χρησιμοποιήσουμε τoν Χαϊντεγκεριανό τρόπο σκέψης ως εργαλείο για επίγνωση και να μην τον εκλαμβάνουμε ως μεταμφίεση του ολοκληρωτισμού, διότι κάτι τέτοιο δεν μας εξυπηρετεί στο να αντιληφθούμε την εσωτερική (μυστικιστική) προοπτική του. Τέτοιου είδους μεταμφιέσεις άλλωστε μπορούν να εντοπιστούν σε πάμπολλες ιστορικές στιγμές και να μας βοηθήσουν όντως να στοχαστούμε επάνω στο εν λόγω καθεστώς, αλλά σκέψεις σαν και του Heidegger δύσκολα συναντά κανείς και θα ‘ταν κρίμα να επικαλυφθούν και να ερμηνευτούν μονομερώς λόγω της δικής μας όπως λες και εσύ αδιαλλαξίας. Τα προαναφερθέντα φέρουν βέβαια άρωμα Carl Schmitt το οποίο επίσης φοριέται πολύ στις ημέρες μας. Όλα αυτά εξυπηρετούν πάντα κάποιους οι οποίοι πασχίζουν να ενστερνιστούμε την αντίληψη που αυτοί προωθούν για τον κόσμο και τον άνθρωπό ακρωτηριάζοντας τη δική μας ερμηνευτική ικανότητα, υιοθετώντας αυτοί οι ίδιοι την “απόφαση” και την “απάθεια” στην εκκοσμικευτική της εκδοχή.

  5. Είναι γνωστό ότι στη γλώσσα μας δεν υπάρχουν αρκετά έργα του Χαϊντεγκερ μεταφρασμένα, και υπάρχει όντως αυτή η τάση η οποία δεν γνωρίζω να σας απαντήσω αν εξυπηρετεί ορισμένους ή αν είναι απλώς μια παρερμηνεία της σκέψης του φιλοσόφου. Παρ᾽ όλα αυτά στην Ελλάδα ο Χρήστος Μαλεβίτσης είχε αντιληφθεί το βάθος της φιλοσοφίας του η οποία μας οδηγεί απευθείας στην ανάληψη της έσχατης ευθύνης. Και εδώ θα συμφωνήσω ότι οι σκέψεις του φιλοσόφου μας οδηγούν σε πνευματικά μονοπάτια, που θα έλεγα ότι ακόμη και εκεί τον έχουμε ανάγκη για να μας αφυπνίζει. Σε αυτά που γράφετε υπάρχει όμως μια αντίφαση που αν την αποφύγουμε κι αυτή τότε γλιτώνουμε ακόμη μια παρερμηνεία καταλήγοντας στην εμπειρία εγκαταλείποντας πλέον τις “ερμηνείες”. Εκείνο θα έλεγα που δημιουργεί την αντίφαση είναι η αναφορά σας στον Δυτικό μυστικισμό, κάτι που ο Χαϊντεγκερ αποφεύγει όπως αποφεύγει να θεολογεί (άσχετα αν με τις σκέψεις του δεν μας αφήνει περιθώριο στο τέλος παρά να θεολογούμε εμείς…). Αν λοιπόν η αφομοίωση του ανθρώπου από τον εκάστοτε κυρίαρχο καταργεί όπως λέτε την ατομική ιδιοσυστασία του, σάμπως δεν την καταργεί και η αφομοίωση της από τον Θεό; Έτσι η Κιρκεγκωριανή “απόφαση” για πίστη δεν συνάδει με την έννοια της αφομοίωσης διότι αυτή η απόφαση προϋποθέτει το κάθε πρόσωπo ξεχωριστά αντιμέτωπο με το παράδοξο, με το υπέρλογο. Γι᾽ αυτό το λόγο θα συμπλήρωνα ότι ο άνθρωπος κατοικεί αυθεντικώς τον κόσμο μόνο όταν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του”ερριμμένο σε τούτο το μέρος εν αναμονή” αλλά ως “τεθλιμμένο κάτοικο” και όχι ως ένα αδιάφορο, απρόσωπο μέρος ενός Θεού η ενός καθεστώτος που αποποιείται κάθε ευθύνη, κάθε πόνο και κάθε πρόβλημα. Όπως το απρόσωπο μέλος συμβάλλει στον ολοκληρωτισμό, στις μαζικές δημοκρατίες κλπ., έτσι δύναται να συμβάλλει και στον φονταμενταλισμό αντίστοιχα. Όταν ξεκαθαρίσει αυτό μπορούμε τότε να επιστρέψουμε εκεί που εσείς γράφετε: «πίστη η οποία λαμβάνεται λόγω της αφύπνισης που επισυμβαίνει καθώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί τον επικείμενο και σε κάθε στιγμή ενδεχόμενο θάνατο για τον οποίο ο Χαϊντεγκερ μας μιλάει στο “Είναι και Χρόνος». Διότι ο άνθρωπος ο αληθινός δεν επαναπαύεται σε τίποτα. Όπως μας λέει και ο ίδιος ο φιλόσοφος: «Η πίστη που δεν εκτίθεται σε απιστία δεν είναι πίστη αλλά βόλεμα.

    Υ.Γ. κ. Δασκαλόπουλε συγχωρέστε με για την καθυστέρηση της απάντησης και τη προχειρότητά της λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας. Εάν διαβάζετε στα αγγλικά θα σας πρότεινα να διαβάσετε από το βιβλίο “After Christianity” του Gianni Vattimo το δέκατο κεφάλαιο “Heidegger and Christian Existence” και από το “Philosophy and the Turn to Religion” του Hent de Vries το τρίτο κεφάλαιο “Formal Indications”.

  6. Αγαπητέ Holy Joy και κύριε Δασκαλόπουλε, σας ευχαριστώ θερμά για την συζήτηση που διανοίξατε με βάση το ταπεινό άρθρο μου. Θα ήθελα όμως να καταθέσω μερικές σκέψεις μου, με αφορμή τα λεγόμενά σας. Νομίζω λοιπόν ότι καταρχήν ο Χάιντεγκερ δεν εκφεύγει του μυστικισμού, και μάλιστα του μυστικισμού του Είναι, καθότι τουλάχιστον στο “Είναι και Χρόνος” θεωρεί πως ακόμη και ο Ίδιος ο Θεός, όντας ενα Ον, υπάγεται και αυτός στην οντικότητα. Αντιθέτως, στην ορθόδοξη Ανατολή, το Είναι, όπως κάπου λέγει ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, εκπορεύεται από τον Θεό (αποτελεί, θα λέγαμε, μια άκτιστη θεία Ενέργεια). Η τάση του για τον μυστικισμό, που στηρίζεται σαφώς στην σχολαστική θεολογία, γίνεται, από όσο γνωρίζω, πολύ πιο έντονη στα μετέπειτα, έργα του, όπου σχολιάζει ποιητές κλπ. Οσον αφορά τον “κίνδυνο” να αφομοιωθεί κανείς, μέσω της πίστης, από το θείο Είναι, και άλλα συναφή, παρόμοια προβλήματα, με απασχόλησε και με απασχολεί ακόμη, ωστόσο έχω καταλήξει να θεωρώ ότι σε όλα τα ζητήματα που στο εξωτερικό έχουν το όνομα της philosophical theology, η καλύτερη απάντηση ειναι ο παλαμισμός, η θεολογία δηλαδή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Εκεί τονίζεται εμφατικά η δυνατότητα του Ακτίστου να “κοινωνεί” με το κτιστό “διακρινόμενο από αυτό αδιακρίτως”. Δηλαδή, Θεός και Άνθρωπος ενώνονται ασυγχύτως, πράγμα που αποτελεί μια οντολογική δυνατ’οτητα του Θεού, φυσικά μή εξορθολογίσμη, και όχι απλά μια παραδοξολογία. Εν πολλοίς άλλωστε, ακόμη και οι άνθρωποι ενώνονται ασυγχύτως μεταξύ τους σε διάφορες μορφές επι-“κοινωνίας”. Να θυμίσω τέλος, μια βασική αρχή της θεολογίας του ’60, ότι ο μυστικισμός, με την κυριολεκτική του έννοια, είναι ο χειρότερος εχθρός της πραγματικής Θεολογίας, που είναι κατά βάσιν υπαρξιακή.
    Ευχαριστώ θερμά.

  7. Καλησπέρα κ. Ιωάννου. Κατ᾽ αρχάς για να έχουν μια συνοχή αυτά που γράφουμε θα ήθελα πρώτα να επισημάνω πως οι σκέψεις μου φαντάζουν συγκεχυμένες από τη στιγμή που κάποιος δεν είναι υποψιασμένος αλλά και συνηθισμένος με τον συσχετισμό περικοπών του Απ. Παύλου, ορολογίας του Κίρκεγκωρ και ορολογίας του Χαϊντεγκερ, αυτό είναι όμως ένα άλλο θέμα διότι εσείς στο σχόλιό σας αναφέρεστε ουσιαστικά στη φιλοσοφία του Χαϊντεγκερ. Θα συμφωνήσω εν μέρει όμως με τα γραφόμενα σας εξηγώντας το γιατί.

    Ας σταθούμε λίγο στο σημείο που γράφετε: «ο Χάιντεγκερ δεν εκφεύγει του μυστικισμού, και μάλιστα του μυστικισμού του Είναι, καθότι τουλάχιστον στο στο “ΕκΧ” θεωρεί πως ακόμη και ο Ίδιος ο Θεός, όντας ένα Ον, υπάγεται και αυτός στην οντικότητα». Να εξηγήσουμε αρχικά πως ο Θεός κατά τον Χαϊντεγκερ δεν είναι το Ον (Sein) αλλά ένα ον (Seiendes) και αυτό διότι ο ´Ίδιος «είναι» αλλά δεν υπάρχει. Μόνο ο άνθρωπος υπάρχει λαμβάνοντας αυτή τη δυνατότητα από την ανοιχτότητα που προσφέρει εντός του Da το Ον (Sein) το οποίο βρίσκεται πέραν των όντων (Seiendes). Tο Ον (Sein) η καθολική έννοια του «Είναι» —ως ύπαρξη— δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να υπάρχει εδώ (Da) ως ο μοναδικός που θέτει το ερώτημα περί του Όντος (Sein). Έτσι η ανώτερη ύπαρξη είναι το πάρειμι (Da-sein) ήτοι άνθρωπος. Τώρα, το ότι ο Θεός δεν υπάρχει κατά τον τρόπο ύπαρξης του Da-sein δεν σημαίνει πως Αυτός δεν «είναι» κατά έναν τρόπο τον οποίο το Da-sein δεν δύναται να συλλάβει, όπως άλλωστε αδυνατεί να “συλλάβει” την αλήθεια κάθε όντος, παρότι θέτει το ερώτημα γι αυτά. Για τούτη λοιπόν την κρυπτότητα των όντων και του Όντος ο Χαϊντεγκερ επιχειρεί να μιλήσει χρησιμοποιώντας όρους που ναι μεν δανείζεται από το μυστικισμό αλλά μεταφρασμένους σε φιλοσοφική γλώσσα και μόνο.

    2. Η λεγόμενη αφομοίωση που αναφέρει ο κ. Δασκαλόπουλος σχετίζεται με την λέξη [Gelassenheit] αταραξία, γαλήνη, είναι μια λέξη που δανείστηκε ο Χαϊντεγκερ από τον Meister Eckhart παρόλο που η συγκεκριμένη λέξη παρουσιάζεται και σε άλλες θρησκείες αλλά και φιλοσοφίες. Κατά τον Χαϊντεγκερ όμως η “γαλήνη” δεν έχει ούτε μυστικιστικό χαρακτήρα, υπερβαίνει την μεταφυσική και δεν προέρχεται από μια παθητικότητα, βρίσκεται πέραν της συνηθισμένης ενεργητικότητας και παθητικότητας. Για τον φιλόσοφο η “γαλήνη” είναι η αναμονή που καθίσταται δυνατή εντός του ιδιοσυμβάντος [Ereignis] ήτοι o Τόπος (Gegnet) όλων των τόπων. Εκεί δεν αναμένεται κάτι συγκεκριμένο γι᾽ αυτό σε προηγούμενο σχόλιο γράφω πως: «ο άνθρωπος προσμένει τον Θεό ή απορρίπτει ο ίδιος τη δυνατότητά του να προσμένει σε αυτόν» έτσι εδώ δεν υπάρχει βεβαιότητα και η ανθρωπότητα θα τελεί πάντα εν κινδύνω.

    3. Όσον αφορά τώρα τη θεολογία του άγιου Γρηγόριου Παλαμά εξαρτάται αν κάποιος θα πρέπει να συμφωνήσει, και γράφω εξαρτάται διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη βεβαιότητα της αναστάσεως του Χριστού. Στην περίπτωση που εμείς ενστερνιστούμε την βιωμένη βεβαιότητα των πρωτοχριστιανών περί της αναστάσεως του Χριστού ουσιαστικά ανοίγεται μπροστά μας ο ορίζοντας της πίστης διότι πρέπει να πιστέψουμε στην βιωμένη βεβαιότητα των άλλων. Η πίστη όμως δε μπορεί να στηριχθεί σε βεβαιότητες αλλιώς δεν είναι πλέον πίστη αλλά σιγουριά. Έτσι λοιπόν εκείνοι που είδαν τον Χριστό μετά την ανάσταση παύουν πλέον να είναι πιστοί διότι πλέον είναι “βέβαιοι”. Εμείς όμως δεν μπορούμε παρά να μείνουμε πιστοί και μόνο. Επειδή όμως είπαμε πως η πίστη στερείται βεβαιότητας τότε δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι η πίστη ως τοιαύτη έχει ροπή προς την απιστία. Άρα ο ένθεος άνθρωπος είναι εκείνος που πιστεύοντας κινδυνεύει κάθε στιγμή να υποπέσει σε απιστία και γενικώς διακινδυνεύει, η ζωή του είναι μια εν αγωνία περιπέτεια αφού δεν υποτάσσεται στις βεβαιότητες. Παίρνοντας αυτή τη θέση ξεφεύγουμε βέβαια από τα όρια του Χάιντεγκερ ο οποίος έλεγε πως δεν δύναται να υπάρχει μια φιλοσοφία της πίστης. Και εδώ πλέον δίνεται η δυνατότητα να γίνει ένας συσχετισμός ορισμένων περικοπών του Απ. Παύλου, ορολογίας του Κίρκεγκωρ και ορολογίας του Χαϊντεγκερ, για να δούμε κατά πόσο αυτά συγκλίνουν ή είναι τελείως ξένα μεταξύ τους.

    Τέλος να πω ότι έχουν γίνει απόπειρες να συσχετισθεί το έργο του Χάιντεγκερ “Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis)” με το “Tzimtzum” της Λουριανικής Καμπαλά και η λέξη [Gelassenheit] με το έργο του Franz Rosenzweig “The Star of Redemption”, που καταλήγουν πάντα στις περί ναζισμού θεωρίες, (τις οποίες βέβαια κάποιοι τις θεωρούν ορθές και πρέπει να το σεβαστούμε). Τα έργα πάντως “Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis)”, “Besinnung”, “Das Ereignis” και ”Feldweg-Gespräche” δεν είναι εκείνα στα οποία ο φιλόσοφος καταπιάνεται κατεξοχήν με την ποίηση του Χαίλντερλιν, που απ’ ό,τι καταλαβαίνω εσείς εννοείτε. Επίσης το έργο του “Phänomenologie des religiösen Lebens” είναι πολύ σημαντικό καθώς ο φιλόσοφος καταπιάνεται εκεί με τις επιστολές του Απ. Παύλου.

  8. Αγαπητέ Holy Joy, πολύ ενδιαφέροντα τα όσα γράφετε, και δεν θα προσπαθήσω να απαντήσω παριστάνονταςα τον όποιο ειδήμονα. αλλα καθαρά βιωματικά. Όσον αφορά την αντίληψη ότι ο “χρόνος” διανοίγει το πεδίο του νοήματος, συναρτημένου μάλιστα απαραιτήτως με ένα “da”, εδώ (=τον τόπο της εγκατάλειψης), σχετίζεται με την σχολαστική αντίληψη περί αιωνιότητος ως μιας απονεκρωμένης, στατικής κατάστασης, ανιαρής, πάντα ταυτόσημης με τον εαυτό της. Κάπου διάβασα ένα κείμενο του Μητρ. Περγάμου Ιωάννου, που έλεγε ότι αυτή δεν είναι η ορθόδοξη αντίληψη περί αιωνιοτητας του Θεού, η οποία είναι γεμάτη από νόημα και ένα είδος “υψηλής χρονικότητας” (πχ ο Θεός κάποια στιγμή αποφασίζει να γίνει Δημιουργός, να εισέλθει στον χρόνο ως ανθρωπος κλπ, χωρίς κατι τέτοιο να προκύπτει, όπως λέγει ο Ακινάτης, απλώς από ανάγκη, λόγω της φύσης του). Κατά συνέπεια, ο Χάιντεγκερ αρνείται να δει το υπαρξιακό και δυναμικό νόημα που εχει αυτό που λέγεται “θεία αιωνιότητα”. Απ’ την άλλη, το γνωστό “ενθάδε” του Χαιντεγκερ, αυτός ο τόπος της παντελούς αποξενωσης, της ερημίας, περισσότερο μου θυμίζει μια δικαιολογημένη κριτική στον σημερινό χώρο της εκβιομηχανισμένης και αλλοτριωμένης ανθρωπότητας, παρά το αληθινό “εδώ” που δεξιώνεται τον νεογέννητο ανθρωπο, ένα εδώ που το σημαδεύει πάντα, όπως ορθώς διακρίνει ο Λακάν, η παρουσία του Μεγάλου Αλλου. Αυτό το χαιντεγκεριανό “εδώ” μοιάζει υπερβολικά αφηρημένο, άσαρκο, άσχετο ακόμη και από το κιργκεριανό ή και σαρτρικό υποκείμενο. Τέλος, θα συμφωνήσω απολύτως με αυτά που λέγει ο Χρήστος Γιανναράς περί της ανάγκης του δυτικού υποκειμένου για “βεβαιότητα”, ότι δηλαδή αυτή προκύπτει από την νοησιαρχική στροφή της δυτικής σκέψης και θεολογίας, που εξισώνει το “ειναι” με το “νοείν”. Στην ανατολή, όπου ο “λόγος” σημαδεύεται πάντα από την νοερή (και όχι νοητική) και καρδιακή πραγματικότητα, πρωτεύει το ίδιο το γεγονός της “κοινωνίας”, που ξεπερνά πλήρως το δίλημμα “βεβαιότητα” ή “πίστη”. Και γι’ αυτό, ο κίνδυνος δεν είναι η απιστία (“και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίσσουσι”), αλλά ακριβώς η άρνηση να διανοιχθείς σε αυτή την αγαπητική κοινωνία. Με όλα αυτά, δεν κάνω τίποτε περισσότερο από το να επαναλαμβάνω πράγματα που έμαθα και εγώ απο την θεολογία του ’60, και θεωρώ πάντα πολύτιμα. Πολλά ακόμη από οσα γράφεις με απασχολούν, και δεν μπορώ να πώ οτι έχω δώσει μια τελειωτική απάντηση. Ευχαριστώ.

  9. κ. Ιωάννου, το ότι δεν προσπαθείτε να απαντήσετε παριστάνοντας τον όποιο ειδήμονα είναι σημάδι ευπροσηγορίας καθώς ούτε κι εγώ προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά όμως με ενδιαφέρει να προσεγγίζω το σκεπτικό του κάθε συγγραφέα χωρίς να το ερμηνεύω μονομερώς ή να προσπαθώ να το θέσω σε αντιπαράθεση με κάποιες ήδη υπάρχουσες σκέψεις και εμπειρίες μου, έτσι αποφεύγω να βγαίνω σε συμπεράσματα διότι ουσιαστικά δεν προσπαθώ να φτάσω κάπου, απλώς μελετάω. Κοιτάξτε τι γίνεται τώρα, εσείς έχετε στο μυαλό σας ορισμένα πράγματα που ως επί το πλείστον σχετίζονται με το βιβλίο ΕκΧ, η σκέψη του Χάιντεγκερ όμως δεν σταματά εκεί. Αν τώρα αυτά που έχω στο μυαλό μου (από τη μελέτη μεταγενέστερων έργων του Χάιντεγκερ) δεν τα έχετε και εσείς, είναι αδύνατον να συνεννοηθούμε. Στο σχόλιό σας μέσα σε είκοσι γραμμές παραθέτετε διάφορες ορολογίες και ανοίγετε θέματα τα οποία πολλές φορές γίνονται αρκετά σκοτεινά διότι όλα αυτά θέλουν την ανάλογη ανάπτυξη, το καθένα έχει τη δική του προοπτική δεν είναι όλα τόσο απλά, κάτι που πιστεύω ότι το αντιλαμβάνεστε. Είναι ίσως και το μέσο το οποίο δεν βοηθά σε κάτι τέτοιο. Θα μπορούσα να σταθώ σε πολλά σημεία που έχετε μεταφέρει από το βιβλίο του Κ. Παπαγιώργη τα οποία είναι συγκεχυμένα (δηλαδή δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα) θα προτιμήσω όμως να μεταφέρω κάτι που έχει γράψει ο Χ. Μαλεβίτσης το οποίο είναι αρκετά διαφωτιστικό για το θέμα μας, καθότι είναι αδύνατον να διεισδύσουμε στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ σχολιάζοντας και μόνο.

    Μας λέει λοιπόν ο Χ. Μαλεβίτσης πως: « Ο Χάιντεγκερ μας οδηγεί από έναν απίστευτα περίπλοκο δρόμο προς ένα σημείο που μια γνήσια θρησκευτική (όχι θεολογική) συνείδηση μπορεί να το φτάσει με ένα βήμα. Ο σύγχρονος όμως άνθρωπος είναι αδύνατο να πραγματοποιήσει αυτό το βήμα. Διότι ο μόνος δρόμος που του έμεινε ανοιχτός είναι ο διασκεπτικός. Είναι σημαντική η συμβολή του Χάιντεγκερ στην προσπέλαση των θρησκευτικών χώρων μέσα από διασκεπτικές διόδους.*

    *Αν στη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ βλέπουμε με σαφήνεια πώς λειτουργούν οι αρχέγονες θρησκευτικές εμβιώσεις, τούτο επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως ολόκληρη η ευρωπαϊκή σκέψη, και η αντιθρησκευτική και η βέβηλη και η άθεη, ξεκινάει από τη μεγάλη μήτρα των ιουδαιο-χριστιανικών κατηγοριών. χωρίς αυτή την υψηλή αγωγή της ευρωπαϊκής συνείδησης δεν θα ήταν δυνατή ούτε η επιστήμη ούτε ο υλισμός ούτε ο κομμουνισμός. Εν τέλει, οι προφήτες του Χάιντεγκερ δεν είναι μόνον οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Η ρητή γνώμη, ωστόσο, του φιλοσόφου μας, είναι διαφορετική. Λέγει λ.χ. πως «θα ήταν έσχατη πλάνη να θέλουμε να ερμηνεύσουμε τη θέση του για την εκ-στατική ουσία του ανθρώπου σαν την εκκοσμικευμένη μεταφορά στον άνθρωπο μιας σκέψης που την εξέφρασε η χριστιανική θεολογία για τον Θεό». Για τη σχέση Είναι και Θεού διαφωτιστική είναι η εξής φράση του: « Μόνον ξεκινώντας από την αλήθεια του Είναι μπορούμε να σκεφτούμε την ουσία του ιερού. Μόνον ξεκινώντας από την ουσία του ιερού μπορούμε να σκεφτούμε την ουσία της θειότητας. Μόνον ξεκινώντας από το φως της ουσίας της θειότητας μπορούμε να σκεφτούμε και να πούμε αυτό που ονοματίζει η λέξη “Θεός”. Εν προκειμένω, η καθοδική του κλίμακα έχει ως εξής: Είναι – ιερό – θειότητα – Θεός. Αυτές τις κλίμακες δεν τις διέθετε την εποχή του «Είναι και Χρόνος» (1927)

    Κλείνοντας, να πω κ. Ιωάννου πως ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς που αναφέρετε αλλά και η ορθοδοξία σε όλο το πνευματικό βάθος της είναι δυστυχώς κάτι ξένο για τον σημερινό άνθρωπο και απ᾽ ό,τι αντιλαμβάνομαι ο ίδιος απομακρύνεται πλέον με ιλιγγιώδη ταχύτητα από την πηγή, έτσι εμείς είτε φιλοσοφικά είτε θεολογικά, με κάθε τρόπο, πρέπει να αφυπνίζουμε τους εαυτούς μας και τους γύρω μας. Θα ήθελα να σας προτείνω εάν μπορείτε να το βρείτε και να διαβάσετε τη Διδακτορική διατριβή “Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις” του Νικ. Α. Νησιώτη η οποία είναι ένας καλός οδηγός όσον αφορά τον θέμα μας.

  10. Αγαπητέ Holy Joy,
    στο κείμενό μου για τον Χάιντεγκερ, δεν προσπάθησα ακριβώς να αποδείξω ότι όλα όσα λέγει ο φιλόσοφος είναι πλάνες, αλλά ότι απλά υπάρχει χαώδης διαφορά με την ορθόδοξη παράδοση. Βεβαίως, επιμένω κυρίως στο Είναι και Χρόνος, και δεν έχω κανένα πρόβλημα να σταθούμε απλώς στην επισήμανση ότι το συγκεκριμένο βιβλίο βασίζεται πχ στην προγενέστερη σχολαστική παράδοση, και είναι ασύμβατο με αυτό που λέμε “ανατολική θεολογία”. Το “Είναι και Χρόνος” γνωρίζει πχ πολλά “companion”, γράφονται εισαγωγές γι’ αυτο κλπ. Επιμένω όντως σ’ αυτό. Αν το ύεστερο έργο του φιλοσόφου αναιρεί το κύριο βιβλίο του, ή αν πχ στο τέλος μεταστραφηκε στον χριστιανισμό, είναι εντελώς αλλο ζήτημα. Ο πολύς κόσμος γνωρίζει τον Χαίντεγκερ από το βασικό του έργο, και γράφετε περίπου ότι πρέπει να υπολογίζουμε λίγο ως πολύ αυτή την πραγματικότητα. Αναφέρετε κάποιον στοχαστή, τον Μαλεβίτση (μου αρέσει πολύ το βιβλίο του “Περί του τραγικού”) και την ερμηνεία του περί Χάιντεγκερ, αλλα και ορθοδοξίας. Ο εν λόγω στοχαστής προσανατολίζεται περισσότερο σε αυτό που θα λέγαμε “ανθρωπιστική ορθοδοξία”, η οποία, τολμώ να πω με τον κίνδυνο να θεωρηθώ μονομερής ή αφοριστικός, καμία σχέση δεν έχει με ό,τι θα λέγαμε “ορθθοδοξία που σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις”, κατά Καβασιλα. Μπορεί να πειτε ότι αυτή η Ορδοδοξία των Μυστηρίων φαίνεται απωθητική στον συγχρονο ανθρωπο (τοσο το χειροτερο γι’ αυτόν). Ωστόσο, αν κάτι πράγματι έχει πεθάνει στον σύγχρονο κόσμο, αυτό είναι η μεταφυσική, και υποστηρίζω ότι η ανθρωπιστική ερμηνεία της ορθοδοξίας είναι καθαρά μεταφυσική (εξάλλου και ο ανθρωπισμός, στον σύγχρονο μεταμοντέρνο κόσμο έχει εξαφανιστεί). Πιο κοντά στον σύγχρονο ανθρωπο (και ποιος είναι άραγε τελικά αυτός;) είναι η ευχαριστική θεολογία του π. Σμέμαν, ας πούμε, παρά αυτού του είδους ο ανθρωπισμός-υπαρξισμός. Το Είναι και Χρόνος είναι έργο καθαρά μεταφυσικό, όπως γράφει ο Μαριόν στο “Ο Θεός χωρίς το Είναι”, λογω της πρωτοκαθεδρίας του Είναι έναντι της “κοινωνίας”, που στο κάτω κάτω ηχεί και κάτι πιο “γήινο”, εμπειρικό, σάρκινο. Είναι και αυτό αφοριστικό; Τελικά η σκέψη μας δεν μπορεί ποτέ να πυκνώνεται, τουλάχιστες σε κάποιες βασικές επισημάνσεις; Αν τώρα η παλαμική θεολογία φαινεται απαρχαιωμένη, είναι ίσως γιατι μερικοί δεν έχουν καταλάβει τον πλούτο της, ή την μπερδεύουν με τον σχολαστικισμό, ή ακόμη και τον μεταφυσικό ανθρωπισμό. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κριτήριο του φιλοσοφείν η γνώμη των πολλών (όπως είπε πρωτος ο Σωκράτης), αλλα η αλήθεια. Και η “αλήθεια”, ακόμη και ως έννοια, μαζι και ο “διάλογος”, βαλλεται απο τον μεταμοντερνισμό, που ξεπέρασε το απλό “διασκεπτικό” σταδιο, για το οποίο ομιλειτε, και κατέληξε απλώς πολιτική. Καλό ειναι να υπερασπιζόμαστε την αλήθεια, τουλαχιστον την εμπειρική, αυτήν στην οποία βιωματικά έχουμε φτάσει. Εστω και αν καμιά φορά τα οσα γράφουμε ηχούν αφοριστικά. Ευχαριστώ. Συγνώμη αν κάτι στα οσα γράφω σας φαίνεται αδιάκριτο.

  11. κ. Ιωάννου, δεν μου φαίνεται κάτι αδιάκριτο αλλά όπως είπα και στο προηγούμενο σχόλιό ανοίγετε πάρα πολλά θέματα τα οποία χρειάζονται ξεχωριστά την ανάλογη ανάπτυξη. Δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να ακολουθήσω σε κάτι τέτοιο, διότι τουλάχιστον στα σχόλια μιλάμε για κάτι συγκεκριμένο και όχι για τον ίδιο τον Μαλεβίτση ή για τη γνώμη του κόσμου, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτός ο κόσμος που αναφέρετε κατέχει ακόμη και το ΕκΧ σε όλη του την έκταση, το οποίο μάλιστα (αν και διαφορετικό) σχετίζεται άρρηκτα με το μετέπειτα έργο του φιλοσόφου και δεν είναι ορθό να μελετάται ξεχωριστά. Εκτός αυτού παρατηρώ ότι χρησιμοποιείτε μια πληθώρα χαρακτηρισμών θέλοντας να κατατάξετε τα πάντα σε συγκεκριμένους θεολογικούς ή φιλοσοφικούς χώρους κάτι που τουλάχιστον εγώ αποφεύγω, δεν με απασχολεί, καθότι είμαι μελετητής από προσωπικό ενδιαφέρον, δεν εντάσσομαι κάπου συγκεκριμένα, προσπαθώ να εκμαιεύω από τους ανθρώπους και τα βιβλία τα ζωτικότερα στοιχεία ώστε από άνθρωπος να γίνομαι άνθρωπος αληθινός, κάτι το οποίο δεν υποδηλώνει χρησιμοθηρία αλλά τάση για μια ζωή αληθείας και όχι ασυνείδητης η συνειδητής αδιαλλαξίας που ανά τους αιώνες τείνει να διαπερνά το καθετί.

  12. Καμία σχέση δεν έχει η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ με τον Σχολαστικισμό. Το ότι ο Χάιντεγκερ γαλουχήθηκε και επηρεάστηκε γενικά από τον Δυτικό τρόπο σκέψη (και τον Σχολαστικισμό) αυτό δεν πάει να πει ότι ενστερνίστηκε τις απόψεις και τις θεωρίες της οποιασδήποτε τάσης. Κάθε άλλο, ήταν κατά της σχολαστικής νοησιαρχίας. Και έχει δίκιο σε ένα σημείο ο “holyjoy” που γράφει ότι: «ο Χάιντεγκερ δανείζεται όρους από το μυστικισμό αλλά μεταφρασμένους σε φιλοσοφική γλώσσα και μόνο». Και αυτός ο μυστικισμός όντως, δεν προέρχεται από τον Σχολαστικισμό αλλά από τον Λούθηρο ο οποίος ήταν κατά της σχολαστικής νοησιαρχίας και από την οποία πήρε πάλι σαφείς αποστάσεις ο Χάιντεγκερ . Άλλωστε ο Χρήστος Γιανναράς στο έξοχο βιβλίο του “Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης” (στο οποίο αποσαφηνίζει όλα αυτά τα θέματα) το γράφει ξεκάθαρα: «O Χάιντεγκερ έρχεται να αναγνωρίσει, με τον δικό του τρόπο, τον αποφατισμό της καινοδιαθηκικής -τουλάχιστον- Θεολογίας. Όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο θα δει τον Χάιντεγκερ και τον Νίτσε με διαφορετικό τρόπο.

  13. Αγαπητέ Στέφανε,
    βρίσκω την παρέμβασή σου πολύ γόνιμη, και θα ήθελα να πω κάποια πράγματα σε όσα λες. Καταρχήν, δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ γενικότερα ως πρόσωπο, η ιδιοσυγκρασία του, η ψυχοσύνθεσή του, τι έγινε προς το τέλος της ζωής του κλπ. Όχι γιατί δεν τον θεωρώ σημαντική προσωπικότητα, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί με ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι θέσεις του. Αυτές ψάχνω να δω σε τι ομοιάζουν, αλλά και διαφοροποιούνται από την ορθόδοξη σκέψη. Αυτήν μάλιστα την στάση, του να διαχωρίζουμε δηλαδή αυστηρά το ίδιο το πρόσωπο από τις ιδέες του, που χαρακτηρίζει σήμερα, είναι βέβαια αλήθεια, την αναλυτική φιλοσοφία, προκρίνω ως καλύτερη όταν συζητάμε τέτοιου είδους ζητήματα, ειδικά στη χώρα μας. Τώρα, επί του συγκεκριμένου: ασφαλώς και δεν λέω ότι όλος ο Χάιντεγκερ κατάγεται από τον σχολαστικισμό. Λέω όμως ότι η περί τον Θεό οντο-θεολογία του κατάγεται δυστυχώς από κει. Και αυτό γιατί, όταν υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο Θεός, ως Ον, υπάγεται στο Είναι, είναι μέρος του Είναι, τότε δεν μπορεί να έχει υπόψη του ασφαλώς ούτε τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τον άγιο Μάξιμο, αλλά ούτε πολύ περισσότερο και τον Γρηγόριο Παλαμά (για τον οποίο το Είναι αποτελεί άκτιστη θεία ενέργεια). Ο Ακινάτης είναι αυτός που είπε ότι υπάρχει αναλογία κτιστού και ακτίστου, και άρα μπορούν ουσιωδώς αυτές οι δύο πραγματικότητες, ας το πούμε έτσι, να αποτελέσουν το μεγάλο πεδίο του «υπαρκτού», του Είναι, εντός του Οποίου ο Θεός είναι απλά ένα, έστω και το υπέρτατο, από τα Όντα. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο Θωμάς θεώρησε πως τα Τρία Πρόσωπα της Θεότητας είναι διακρίσεις εντός της Θείας ουσίας που υπέρκειται Αυτών, αντίθετα από την γνωστή θεολογία των Καππαδοκών, είχε ως συνέπεια το θείο Ον να θεωρηθεί ασυνείδητα μοναχική, έστω και τέλεια, ύπαρξη, που αντλεί μακαριότητα απλά θεώμενο τον εαυτό Του. Η καππαδοκική θεολογία, όπου τα πρόσωπα υπέρκεινται της ουσίας, και ο Θεός είναι εν τέλει κοινωνία υποστάσεων, άρα αληθής ζωή και, για να το πω έτσι, μη μοναχική μακαριότητα, δεν αφομοιώθηκε ποτέ οργανικά από την Δύση.
    Περαιτέρω, τι μπορεί να σημαίνει μια δήλωση του τύπου, «μόνο ο άνθρωπος μπορεί να θέσει το ερώτημα για το Είναι», που κάνει ο Χάιντεγκερ; Είναι λάθος να το ερμηνεύσουμε, όπως κάνουν πολλοί, ότι σημαίνει «μόνο ο άνθρωπος μεριμνά για τον Θεό, ή το πρόσωπο ή την σχέση κλπ», ορθοδοξοποιώντας άκριτα τον φιλόσοφο. Ποιο ερμηνευτικό βοήθημα για το «Είναι και Χρόνος» προκρίνει αυτήν την ερμηνεία;
    Η ανωτέρω δήλωση του φιλοσόφου είναι ασφαλώς πρόκληση για την θεολογία. Γιατί λοιπόν ο Θεός δεν μπορεί να θέσει το ερώτημα για το Είναι; Έχει μήπως μειωμένη γνώση; Όχι βέβαια. Ο Χάιντεγκερ εννοεί ότι ο άνθρωπος, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τον σχολαστικό «Θεό», και την ανιαρή, δυστυχώς, μακαριότητά Του, που Τον κάνει ένα Ον το Οποίο στερείται, για να το πούμε απλά, τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο που έχει ο άνθρωπος. Ωστόσο, ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει ότι η «αιωνιότητα» του Θεού, όπως κάπου επισημαίνει ο μητροπολίτης Πέργαμου, δεν σημαίνει ακινησία, στιγμή μεγεθυμένη στο άπειρο. Η θεία αιωνιότητα περιλαμβάνει και την υπαρξιακή πληρότητα. Η πλήρης άγνοια της ορθόδοξης θεολογίας (έστω και αυτής της πρώτης χιλιετίας) είναι εμφανέστατη στο σημείο αυτό.
    Περαιτέρω, έχετε πράγματι δίκιο ότι ο φιλόσοφος δανείζεται και άλλα στοιχεία από τον Λούθηρο. Και πάλι θεωρώ ότι αντί για σαφείς αποστάσεις, πολλά στοιχεία του λουθηρανισμού ενσωματώνονται οργανικά στο έργο του. Η σχέση με τους «πολλούς», θέμα για το οποίο ασπάζομαι πλήρως τις σχετικές αναλύσεις του Μάρτιν Μπούμερ («Το πρόβλημα του ανθρώπου»), η αδυναμία του Ντασέιν να ενταχθεί οργανικά στον κόσμο, για τον οποίο απλώς «μεριμνά» (αυτό θυμίζει τόσο πολύ την προτεσταντική αμήχανη έγνοια και απραξία του πιστού ενώπιον του δόγματος του απολύτου προορισμού) κλπ, μου φαίνονται όλα καταγόμενα από τη Διαμαρτύρηση.
    Τέλος, πρέπει να πω ότι ερείσματα σε αυτήν την ανάγνωσή μου βρήκα, και παρηγορήθηκα για αυτό, τελευταία και στο βιβλίο «ο Θεός χωρίς το Είναι», του γνωστού γάλλου φαινομενολόγου Ζαν – Λυκ Μαριόν, ο οποίος ακριβώς διαμαρτύρεται για την κακομεταχείριση της θεολογίας από τον Χάιντεγκερ. Οφείλω να ομολογήσω ότι η εργασία αυτή μου έκανε βαθιά εντύπωση, και ήταν μια τεράστια έκπληξη. Η αυστηρή κριτική που ασκεί στον Ακινάτη ο καθολικός αυτός φιλόσοφος, με ρητή μάλιστα επιδοκιμασία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, αποτέλεσαν για μένα μια μεγάλη έκπληξη. Ευχαριστώ.

  14. Γι’ αυτό αγαπητέ Δημήτρη αναφέρω το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, επειδή είναι η καλύτερη απάντηση σε όλα αυτά και για αυτό και σκέφτηκα να το γράψω, επειδή είναι ένα αρκετά ιδιαίτερο και δύσκολο θέμα. Ο Χάιντεγκερ βέβαια ως φιλόσοφος δεν αναμιγνύεται και δεν προχωρά ούτε σε θρησκευτικούς αλλά ούτε και σε θεολογικούς δρόμους. Παρ’ όλα αυτά όπως τελικά αναφέρει και ο Γιανναράς: [«Η στάση του Χάιντεγκερ αποδείχνεται περισσότερο «αποκαλυπτική» από την οποιαδήποτε νοησιαρχική θεολογία, αφού οδηγεί στην αυτεπίγνωση της φύσης που είναι σε πτώση, και μια τέτοια αυτεπίγνωση είναι προϋπόθεση για την πρόσβαση στο γεγονός της «ανάπλασης» του ανθρώπου «ἐν Χριστῶ»]. Ο μηδενισμός του Χάιντεγκερ οδηγεί αγαπητέ Δημήτρη από άλλο δρόμο απευθείας σε όλα αυτά που αναφέρεις γιατί δεν σχετίζεται με την γνωστή έννοια του μηδενισμου. Αλλά εδώ δεν μπορώ να μην αναφέρω κάτι που γράφεις και το οποίο αποτυπώθηκε στο μυαλό μου εξ αρχής, περιμένεις από ερμηνευτικά βοηθήματα για το «Είναι και Χρόνος» (κατ εξοχήν δυτικότροπα) να σου δώσουν μια τέτοια ερμηνεία; Αυτό λοιπόν αποδεικνύει ότι υπάρχουν πιο οξυδερκείς αλλά και πιο αποκαλυπτικές ερμηνείες που δεν έχουν καμία σχέση με την Δύση. Εξ αρχής ο λόγος που έγραψα είναι γιατί είδα ότι αυτό το βιβλίο του Γιανναρά ερμηνεύει τον μηδενισμό του Χάιντεγκερ με τον τρόπο τον οποίο έχει ερμηνεύσει και στο παρελθόν ο Μαλεβίτσης τον οποίο αναφέρει ο holyjoy. Είμαι της άποψης ότι ο δρόμος που θα διαλέξει ο καθένας σχετίζεται άρρηκτα όχι μόνο με τα βιώματα του αλλά και με τον τρόπο τον οποίο τα ερμηνεύει. Η Δύση δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει με αυτό τον τρόπο ούτε τον Νίτσε ούτε τον Χάιντεγκερ διότι πολύ απλά δεν έχει μέσα της όλα αυτά τα οποία αναφέρεις εσύ. Σε ευχαριστώ και καλές γιορτές.

  15. Αγαπητέ στέφανε, χρωστώ πάρα πολλά στον Χρήστο Γιανναρά και δεν θα έλεγα τίποτε αρνητικό εις βάρος του. Ωστόσο, θεωρώ για το ζήτημα της ερμηνείας της δυτικής φιλοσοφίας άκρως εμβληματικό. αποκαλυπτικό και πολύτιμο το “Εισαγωγή στη Φιλοσοφία”, το οποίο, από τότε που το διάβασα, στο ζήτημα της αλληλοδιαδοχής και αλληλεξάρτησης των δυτικών φιλοσοφιών μεταξύ τους, ακολουθώ πιστά. Οσον αφορά την ¨πράσληψη¨, για να το πωέετσι, του Χάιντεγκερ γενικότερα από την θεολογία του ΄60, τον θαυμασμό γι’ αυτόν και την ενθουσιώδη αποδοχή, ρόλο φρονώ ότι έπαιξε και η σύνδεσή του με το κινημα του υπαρξισμού, την οποία ο ίδιος ο Χάιντεγκερ σταθερά, ως γνωστάν, αρνούνταν. Στην ουσία τώρα, δεν λέω ότι όλος ο φιλόσοφος είναι νοησιαρχικός, αλλά προπαντός η θεολογία του. Περαιτέρω, ο Χάιντεγκερ αναμιγνύεται σταθερέ στα θεολογικά ζητήματα, καθώς θεωρεί το περί του Θεού ερώτημα ως μερικότερο σε σχέση με το ερώτημα περί του Είναι. Αυτό είναι μια δήλωση που μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ¨ορθόδοξα”, αν πούμε ότι ο φιλόσοφος εννοεί δήθεν με το Είναι την πληρότητα της προσωπικής “κοινωνίας”, για την οποία μιλά η Ορθόδοξη Θεολογία. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο Χαιντεγκερ το λέγει ρητά, ότι θεωρεί μέρος του Είναι τον Θεό και όχι το αντίθετο. Το πιο σημαντικό, λες ότι ο Χάιντεγκερ μιλά για την αυτεπίγνωση της φύσης που είναι σε πτώση, και ότι αυτή η αυτεπίγνωση θα βοηθήσει στην εν Χριστώ ανάπλαση του ανθρώπου. Αλλά για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος αλλωστε δεν μιλά ποτέ για “φύση” (από φόβο μήπως εξισωθεί ο όρος με το “δημιουργία”), είναι ίδιον του κόσμου να βρίσκεται σε πτώση, κι αυτή είναι η ουσία του μηδενισμού του. Δεν συνέβη, όπως διδάσκει η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, να κάνει κάτι κακό, μια αμαρτία ο άνθρωπος, και αυτό να έχει κοσμικές επιπτώσεις, αλλά συμβαίνει να είναι ανέκαθεν ο κόσμος “εκπεπτωκώς”, και απλώς ο άνθρωπος δια του χρόνου βιώνει αυτήν την πραγματικότητα. Ούτε το μήνυμα του Χάιντεγκερ μπορεί να εκληφθει έστω οικολογικά, δηλαδή ότι η από ένα σημείο και έπειτα ξεπεσμένη φύση δια της “αυτεπίγνωσης”, δηλαδή της συνειδησιακής αφύπνισης, μπορεί δήθεν να ανακαινιστεί και να αναζωογονηθεί ξανά. Είναι συστατικό του ανθρώπου φύσει το είναι-προς θάνατον, και η αυτεπίγνωση για την οποία μιλά, αν καταργηθεί ο θάνατος, θα πάψει απλά να είναι αυτεπίγνωση. Είναι συνθήκη του Όντος το Είναι προς Θάνατον, γι’ αυτό και η πραγματική θεολογία, που μιλά για ανάσταση, δεν χωρά στο έργο του. Ελλείπει ο χώρος εδώ για να πω οτι πράγματι , σε πολλά άλλα, όπως πχ η ιδέα ότι ο Χρόνος (προτιμώ εγώ να το πω ύλη, σωματικότητα κλπ) διανοίγει την πληρότητα του Είναι και δεν την περιορίζει, γι’ αυτό και στην ορθόδοξη θεολογία ο άνθρωπος, ως ενσώματο ον, πλεονεκτεί των αγγέλων κλπ. Υπάρχουν πάμπολλες τέτοιες ιδέες στο έργο του. Αλλά χρειαζόμαστε και μια απάντηση στα ερωτήματα που έθεσα πριν, και αποτελούν προκλήση, έστω γόνιμη, για την ορθόδοξη θεολογία. Υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας ο για μένα σαφής μηδενισμός του Χάιντεγκερ; Ιδού το ερώτημα. Χρόνια σου πολλά και ευλογημένα.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ