Φωτοβήματα μέσα στην απειρία του αδυσώπητου: Η ετερόδοξα παιδαγωγική εποπτεία της ιστορίας στο έργο του Αλ. Σολζενίτσυν [1]

3
1193

Αναλαμβάνοντας να μιλήσω σήμερα για τον Αλ. Σολζενίτσιν, δεν μπορώ να μην ανατρέξω στα λόγια του T.S. Eliot, ο οποίος, γράφοντας στον Stephen Spender, διατύπωνε την άποψη ότι «δεν μπορείς στην πραγματικότητα να κάνεις κριτική σε έναν συγγραφέα αν δεν έχεις ποτέ παραδώσει τον εαυτό σου σ’ αυτόν (…) πρέπει να εγκαταλειφθείς και στη συνέχεια να ανανήψεις, και θάναι την τρίτη φορά που θα έχεις κάτι να πεις, πριν λησμονήσεις ολότελα και την εγκατάλειψη και την ανάνηψη» (Selected Prose of T. S. Eliot, p. 13).

Αυτή η τριφασική πορεία κατανόησης του λογοτεχνικού έργου του Ρώσου συγγραφέα θα καθοδηγήσει και το δικό μου εγχείρημα. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το πρώτο πράγμα που νιώθει κανείς ασχολούμενος με τον Σολζενίτσιν είναι ότι αποτελεί, ακόμη και σήμερα, ένα σημείο αντιλεγόμενο. Το τελευταίο του λ.χ. βιβλίο, με τίτλο Διακόσια χρόνια μαζί 1795-1995 (2002), που αναφέρεται στην ιστορία των ταραγμένων σχέσεων των Ρώσων με τους Εβραίους, προκάλεσε για άλλη μια φορά στη χώρα του και στο εξωτερικό ένα σκάνδαλο, δηλαδή φανατικούς υποστηρικτές αλλά και αφοσιωμένους αντιπάλους, από ολόκληρο το πολιτικο-ιδεολογικό φάσμα.

Ο Σολζενίτσιν αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού του έργου στην «εποχή των άκρων», σε αυτόν τον «σύντομο 20ό αιώνα», ο οποίος, σύμφωνα με τη «ζώσα περιοδολόγηση» του Άγγλου ιστορικού Eric Hobsbawm, ξεκίνησε στα 1914 και ολοκληρώθηκε στα 1991. Μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές, όπως το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, Ο πρώτος κύκλος, Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, Πτέρυγα Καρκινοπαθών, Ο κόκκινος κύκλος, Το σπίτι της Ματριόνα, Το κορίτσι της αγάπης και Ο αθώος κλπ., ζωγραφίζουν μια εκπληκτικά παραστατική τοιχογραφία της Σοβιετικής κοινωνίας στη σταλινική της εκδοχή, μια τοιχογραφία η οποία, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιήθηκε από πολλούς με πολλούς τρόπους, θέλγοντας παράλληλα με την αποκαλυπτική της δύναμη εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο. Η επιρροή των έργων του Σολζενίτσιν κυρίως στην δεκαετία του ’70, βοηθούντος οπωσδήποτε του ψυχροπολεμικού κλίματος αλλά και της απονομής σε αυτόν του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας (1970), ήταν πολύ έντονη. Σφράγισε με τη λέξη «Γκουλάγκ» το πολιτικό λεξιλόγιο της Δύσης, καθιδρύοντας έτσι μια ισχυρή μετωνυμία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το όνομα του Ρώσου συγγραφέα έγινε σημείο αναφοράς και για τη «σοβιετική παράνοια» αλλά και για την «αντικομμουνιστική υστερία» εκείνων των χρόνων, για να χρησιμοποιήσουμε τις πιο γνωστές από τις οξείες αλληλοκατηγορίες των φανατικών αντιπάλων. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χρουτσώφ για να πολεμήσει τον σταλινισμό, από την αμερικανική και ευρωπαϊκή Δεξιά για την αυτοδικαίωσή της, από διανοούμενους της Δύσης ως οδοδείχτης μιας σοσιαλιστικότερης εκδοχής του μαρξισμού, από τους νοσταλγούς του τσαρικού καθεστώτος ή τους Ρώσους εθνικιστές ως έκφραση των ματαιωμένων κάποτε, και ενεργών έκτοτε, πόθων τους, από τους χριστιανούς και ειδικότερα τους Ορθοδόξους ως μια μαρτυρία για το εσαεί αδιάπτωτο της πίστης. Και πάντα, μέχρι σήμερα, είναι φανερή, όχι μόνο η περιφρόνηση και η εχθρότητα από τους εκάστοτε αντιπάλους του αλλά και ένας απροσδιόριστος εκνευρισμός γύρω από το όνομά του, μια διφορούμενη δυσφορία για την ύπαρξή του και για τον λόγο του, ακόμη και στους ίδιους τους φίλους και υποστηρικτές του. Ίσως να ευθύνεται το γεγονός ότι το έργο του Σολζενίτσιν ιδρύθηκε μέσα σε μια πολεμική ατμόσφαιρα και απέκτησε στη συνέχεια ένα πεπρωμένο κατ’ εξοχήν πολεμικό, δικαιώνοντας οπωσδήποτε την ίδια την ουσία της σκέψης, αλλά με το οδυνηρό αποτέλεσμα να είναι πάντοτε εξαιρετικά ευάλωτο απέναντι στις χρήσεις και τις εκμεταλλεύσεις της ιστορίας, καθρεφτιζόμενο συνεχώς μέσα στην παραγνώριση και την υπερβολή. Ήδη από την εποχή που έκανε την περίφημη διάλεξη στο Harvard (1978), όπου τόλμησε να θέσει τα όρια και τις προϋποθέσεις ισχύος του δυτικού πολιτικού και πολιτιστικού παραδείγματος, κάνοντας μάλιστα κατάχρηση της αμερικανικής ανοχής, παγιώθηκε στη Δύση μια καρικατούρα του Σολζενίτσιν που αντανακλούσε την εντύπωση πολλών διανοουμένων και πολιτικών ότι τελικά «δεν είναι ο ‘φιλελεύθερος’ που θα θέλαμε να είναι», κατά τη διάσημη έκφραση της δημοσιογράφου Jeri Laber (Edward E. Ericson, Jr. & Daniel J. Mahoney, The Solzhenitsyn Reader: New and Essential Writings 1947-2005, pp. xxiv-xxvi). Έτσι, ζούσε στην Αμερική συνεχώς ανάμεσα σε μυλόπετρες, όντας πάντοτε ένας ανυπεράσπιστος αλλά και ανυπότακτος κόκκος (Η αυτοβιογραφία του είχε τίτλο: The Little Grain Managed to Land Between the Millstones: Sketches of Exile).

Είναι αλήθεια ότι ο Σολζενίτσιν αποτέλεσε μέρος των «Μεγάλων Αφηγήσεων» του 20ού αιώνα, ανδρώθηκε μέσα στην ηγεμονία τους, συνειδητοποίησε τον εαυτό του και το ταλέντο του μέσα στην σκληρότητά τους και εκείνες του προσέφεραν αφειδώλευτα το τραχύ υλικό τους για να συγκροτήσει στη συνέχεια τη δική του αφήγηση. Γεννημένος στα 1918, ήταν ουσιαστικό «παιδί της Επανάστασης», ένα από τα «παιδιά του Οκτώβρη», στα οποία οι μπολσεβίκοι στήριξαν όλες τους ελπίδες για τον μετασχηματισμό της ρωσικής κοινωνίας (The Solzhenitsyn Reader, p. xvi). Στη μετανεωτερικότητα όμως, που σημαδεύτηκε, ως γνωστόν, από την Πτώση του Τείχους, ο περιώνυμος «θάνατος» αυτών των Μεγάλων Αφηγήσεων, επεφύλαξε αναπόφευκτα και στον Σολζενίτσιν μια θέση στο βασίλειο της λησμονιάς ή της περιφρόνησης. Συχνά΄ για υποστηρικτές και αντιπάλους δεν είναι πλέον ο ηρωικός συγγραφέας ή, από την άλλη μεριά, ο κατάσκοπος της Δύσης, αλλά ένας γραφικός, ανεδαφικός, ρομαντικός, φονταμενταλιστής ή μεγαλοϊδεάτης γραφιάς, ο οποίος δεν είναι σε θέση να συλλάβει και να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών.

Ο Σολζενίτσιν λοιπόν παρουσιάζεται σήμερα ως ένας «άχρηστος» συγγραφέας, δηλαδή σαν κάποιος του οποίου η χρήση δεν μπορεί να φέρει πλέον καρπό, δηλαδή ισχύ. Ο βασικός λόγος μιας, ενδεχόμενης, τέτοιας αχρηστίας είναι ότι σε μια μη-οραματική εποχή, σε μια εποχή πολλαπλών ιδιωτικών αφηγήσεων που δεν ενδιαφέρουν ουσιαστικά κανέναν, αλλά επιζούν γιατί υποτάσσονται και τρέφουν την κραταιά αφήγηση του καταναλωτισμού, o Σολζενίτσιν, ερχόμενος πάντοτε από αλλού, αφοσιωμένος αγγελιαφόρος αλλά και υπηρέτης οραμάτων, στέκεται στο μεταίχμιο δύο κόσμων, που απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο ιλιγγιωδώς, επισημαίνοντας ακριβώς την αναγκαιότητα της σύζευξης. Γράφει στην Έρνα: «Εγώ αυτό που θα ήθελα είναι να συντελέσω για να φτάσει σε έναν άλλο μάρτυρα […] η τρεμάμενη φλόγα της ψυχής μας. Το σημαντικό είναι να μην τη σβήσουν στον αιώνα μας – αυτόν τον αιώνα του ατσαλιού και του ατόμου, αυτόν τον αιώνα του σύμπαντος, της ενέργειας, της κυβερνητικής. Ύστερα, στον 21ο αιώνα, ας κάνουν οι άνθρωποι ό,τι θέλουν» (Olivier Clément, Το πνεύμα του Σολζενίτσιν, σ. 336).

Αυτή την «τρεμάμενη φλόγα της ψυχής», την κατεργασμένη πολλαχώς μέσα στο ρωσικό και το παγκόσμιο καμίνι του 20ού αιώνα, ο Σολζενίτσιν επιχείρησε να κομίσει και στον 21ο αιώνα, το κατώφλι του οποίου ευτύχησε ή δυστύχησε να διέλθει και εκείνος, γέρος όμως πια, έχοντας ζήσει πολύ, περισσότερο ίσως από όσο θα επιθυμούσε, όπως φάνηκε να υπαινίσσεται στην τελευταία του συνέντευξη στο Der Spiegel (22.8.2007). Μάρτυρας της ψυχής, «μάρτυρας της μνήμης», όπως τον αναγνώρισε και ο Octavio Paz, νοσταλγός ενός μέλλοντος που θα εξακολουθεί να τρέφεται από μνήμη, ενός μέλλοντος δηλαδή πηγαίου, εντοπίζει ακριβώς τον κίνδυνο στην απώλεια αυτής της μνήμης για ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα ισχύος στην ανθρώπινη ιστορία.

Το πώς όμως θα γίνει η αναπαράσταση και συνεπώς η διάσωση αυτής της καίριας μνημονικής λειτουργίας θα τον απασχολήσει σε όλα του τα έργα. Ο τρόπος που επιλέγει να τη φέρει στο φως σχετίζεται άμεσα με την επανακτημένη μέσα στα στρατόπεδα Ορθόδοξη πίστη του, απηχώντας εκείνη την παλαιά παιδική αναστροφή του μαζί της. Έτσι, στο μεταίχμιο του νεωτερικού με τον μετανεωτερικό κόσμο, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σολζενίτσιν προσπαθεί να επαναφέρει με τις μυθ-ιστορίες του μια λησμονημένη ουσιαστικά ασκητική, που πρόθυμα ακούει σε μια σειρά, συχνά παρωχημένων, προσηγοριών: καθήκον, χαρακτήρας, θάρρος, θυσία, συγγνώμη, ευγνωμοσύνη, συμπόνια, αγνότητα, θαύμα, αδελφική φιλία, συνείδηση – λέξεις που απηχούν μια βαθύτατη απαραλλαξία μέσα στον ιστορικό και μετα-ιστορικό ορυμαγδό των αέναων παραλλαγών. Στόχος του είναι μια πνευματική πάντοτε αναγέννηση, μια ζωή διαποτισμένη από το αίσθημα της προσωπικής υπευθυνότητας απέναντι στον κόσμο, μια ανυποχώρητη συμπεριφορά μπροστά στο ψέμα και στη βία: μιλά, άμεσα ή έμμεσα, για μια μεταστροφή, για μια μετάνοια σε πρώτο πρόσωπο, εκφράζοντας μάλιστα την ελπίδα να γίνει στο τέλος συλλογική. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά σήμερα, όταν η ενστικτώδης στερεοτυπία της εποχής δεν τα αναγνωρίζει παρά ως πεπαλαιωμένες, λίγο-πολύ, εκδοχές πουριτανισμού, εξαιρετικά επικίνδυνες μάλιστα απέναντι στο ηγεμονικά ομόφωνο αίτημα μιας βουλιμικής συναίνεσης; Είναι χαρακτηριστικό ότι τριάντα χρόνια μετά τη διάλεξη στο Harvard, όπου ο Σολζενίτσιν επισήμανε ωμά την απειλητική «παρακμή του θάρρους» στη Δύση, ο Γάλλος φιλόσοφος A. Badiou, μπορεί να ζητά σήμερα χωρίς να λοιδορείται ως γραφικός, την «επανεφεύρεση του ηρωισμού», ως φραγμού στην είσοδο της βαρβαρότητας, γιατί ο Badiou προχωρεί σε αυτήν την απόφανση στο όνομα ακριβώς μιας εκκοσμικευμένης, δηλαδή μη ενοχλητικής, θεολογίας. Γιατί η συνήθης αντίδραση αυτής της εποχής είναι ακριβώς να «πορνογραφεί» ως αρχαίες αυτές τις ποιότητες βίου: μετά την «πορνογραφία του θανάτου» που αποκάλυψε ο Geoffrey Gorer (Geoffrey Gorer, “The Pornography of Dearh”, Encounter, 1955, pp. 49-52), αλλά και ο Phillippe  Ariès (Δοκίμια για τον θάνατο στη Δύση) μέσα στον 20ό αιώνα, για την οποία και ο Σολζενίτσιν, ένας εξαιρετικά οικείος του θανάτου, ήταν εξίσου βέβαιος (Clément, ό.π., σ. 33), φαίνεται ότι έφθασε ο καιρός να κατασκευαστεί, πίσω από το κάλυμμα του προφανούς σαρκασμού, μια «πορνογραφία» της θυσίας, της συμπόνιας, του καθήκοντος ή της συνείδησης…

Γιατί και ο ίδιος ο Ρώσος συγγραφέας παρουσιάζεται πλέον ως «πορνογραφημένος», εφόσον ήταν δίχως άλλο ένας κελιώτης (Α. Σολζενίτσιν, Η ομιλία του για το Βραβείο Νόμπελ, σ. 13). Έζησε και ανδρώθηκε στα κελιά, οικειώθηκε ακούσια στα κελιά την ακτημοσύνη, την παρθενικότητα της οδύνης, την υπακοή στην εκάστοτε βαναυσότητα και αυτό είναι που κομίζει μέχρι σήμερα, θεωρώντας πολύτιμο θησαυρό: την τριπλή ιδιότητα του μοναχικού επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος εγκλεισμού, εσωστρέφειας αλλά και ανάτασης, ενός επαγγέλματος αφαιρετικού-ασκητικού και όχι πολλαπλασιαστικού- καρκινικού. Μιλά με τη δραματουργική φωνή των κελιών, συνεπώς μιλά με τη φωνή των αιώνων, εφόσον η οντογένεση του κάθε κελιού συμπυκνώνει μέσα του τη φυλλογένεση της βίας ως της κατ’  εξοχήν ροπής του ανθρώπου. Γιατί σήμερα, σε μια εποχή που δοξολογεί την αδηφάγα συσσώρευση εμπειριών ως πιστοποίηση της επιβίωσης, ένα γεγονός είναι παραπάνω από βέβαιο: δεν έλειψε από τον Σολζενίτσιν η εμπειρία, η τραγική και ακραία εμπειρία, χόρτασε από αυτήν, τα αλλεπάλληλα και βίαια κύματά της αλμύριζαν βαθιά τη ζωή του, τη σκέψη του και τον λόγο του. Βυθίστηκε ο ίδιος στην πείνα, το κρύο, τη βρωμιά, τον εξευτελισμό, τον ψυχικό και σωματικό πόνο, και από τα βάθη αυτά είδε ακόμη βαθύτερα άλλους, περισσότερο εξουθενωμένους από αυτόν, να μεταλαμβάνουν πληρέστερα της κυνικότητας του συστήματος. Αγωνιώντας για μια καραβάνα σούπα, για εκατό γραμμάρια ψωμί, για ένα ζευγάρι τσόχινες μπότες, για μια τρύπια κουβέρτα ή μια θέση προνομιακή κοντά στη σόμπα του θαλάμου, οι φυλακισμένοι αντιμετώπιζαν τη ζωή στο επίπεδο του στοιχειώδους, του βραδυπορούντος, του οργανικού. Είχαν γίνει ένα με το χώμα που έσκαβαν, τις πέτρες που πελεκούσαν, τα δέντρα που υλοτομούσαν, μόλις εξείχαν από τη γη τους. Ασχολούνταν καθημερινά με το ασήμαντο, το πρόχειρο, το τιποτένιο και όμως αυτό τους έδινε και τους έπαιρνε τη ζωή. Ίσως να είναι αυτή ακριβώς η αλμυράδα του λόγου του που δεν αντέχει ο σύγχρονος άνθρωπος, γι’  αυτό και ο Ρώσος συγγραφέας είναι και παραμένει ουσιαστικά ετερόδοξος σε σχέση με την εποχή μας: γιατί προσδοκά με περισσή, πραγματικά, αυθάδεια ή αφέλεια να διαρρήξει το πέπλο του μοναδικού πλέον μετανεωτερικού οράματος, της διαρκώς υπνοβατούσας καταναλωτικότητας, στην οποία ο άνθρωπος αναζητά και απολαμβάνει την ακραία εμπειρία μόνο στα extreme sports ή έστω στην τηλοψία τους, στο επιδοσιακό σύμπαν ενός τυποποιημένου βιωματισμού, σε μια διαρκώς ανέφικτη πολυοργασμικότητα, σε μια αντεστραμμένη ηθικολογία ηδονιστικής συναίνεσης. Έτσι, η καταφυγή του Σολζενίτσιν στην μη-αντιπροσωπευτική δημοκρατία και στον κοινοτισμό, η οραματική αίσθηση της αποστολής, η απόρριψη της αυτο-αναφορικής δημιουργικής ευφυΐας του καλλιτέχνη, και, πάνω από όλα, η αφοσίωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτέλεσε στη συνέχεια για πολλούς ένα ολότελα αναπόφευκτο σκάνδαλο νοσταλγικής αφέλειας και ανωφέλειας.

Βεβαίως, οι μεταμοντέρνες αιτιάσεις εναντίον της νοσταλγίας είναι τουλάχιστον προβληματικές, εφόσον σκοπίμως λησμονούν ότι σήμερα η νοσταλγία δεν εκφράζει μια στερεότυπη επιστροφή σε προνεωτερικούς «παραδείσους», αλλά αποτελεί ουσιαστικά το άλλο όνομα αυτής της συνετής επιφύλαξης απέναντι στη σύγχρονη, ανηλεή ιλιγγιοποίηση των πάντων, ότι παραπέμπει σε μια διασκεπτική και συναισθηματική δίαιτα απέναντι στη αδηφαγία. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται άραγε να τονίσουμε ότι το σκάνδαλο αποτέλεσε στην πραγματικότητα την ίδια την τροφή του Ρώσου συγγραφέα, την ίδια του την ύπαρξη; Από μικρό παιδί εξασκείτο να ακονίζει τη φυσική του ανθρώπινη δειλία πάνω στο ξυράφι της οδύνης και της απόγνωσης: αντιδικούσε διαρκώς με τη μοναξιά, τον πόνο, το φόβο, την απελπισία και τον θάνατο. Γιατί η προσωπική εμπειρία του Σολζενίτσιν είναι η ίδια η εμπειρία του αδυσώπητου. Ορφανός από την κοιλιά της μάνας του, ζώντας μέσα στη φτώχεια και στον κοχλία του φόβου της μετεπαναστατικής Ρωσίας, κατάφερε να σπουδάσει μαθηματικός, παρά το γεγονός ότι λαχταρούσε τη λογοτεχνία. είχε μια πρώιμη ωριμότητα και μια ισχυρή αίσθηση αποστολής, που εκφράστηκε ήδη από την ηλικία των δέκα μόλις ετών, όταν άρχισε αν συγκεντρώνει τα πρώιμα λογοτεχνικά του σχεδιάσματα σε ένα τετράδιο, στο οποίο επέγραψε τον μεγαλειώδη τίτλο «Ο εικοστός αιώνας», με υπότιτλο «Η σημασία του 20ού αιώνα» (The Solzhenitsyn Reader, ό.π., σ. xvii).

Έχοντας εμπνευστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω κυρίως της θείας του, αποδέχθηκε στην εφηβεία του τον μαρξισμό, υπακούοντας στην κυριαρχούσα κατήχηση της εποχής του. Προικισμένος λοιπόν ήδη με μια τόσο σκληρή κληρονομιά αντιστίξεων, έμελλε στη συνέχεια να ζήσει την καθεαυτό αδυσώπητη εμπειρία της ζωής του με την είσοδο της χώρας του στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1941. Από τότε άρχισε μια κυριολεκτικά κεκαυμένη προσωπική πορεία που διήλθε διαδοχικά μέσα από τον πόλεμο, τα γκουλάγκ και το νοσοκομείο των καρκινοπαθών. Ο Σολζενίτσιν θα βιώσει αυτή την ακολουθία ουσιαστικά ως μια παραλλαγή στρατοπέδων, ως παραλλάξεις ανελευθερίας και αναβαθμούς σκληρότητας, τους οποίους διέρχεται στη σειρά, μεταβαίνοντας ακούσια από τον ένα στον άλλο, σύμφωνα με κάποιο αδιόρατο, υποχρεωτικό σχέδιο, όντας αναγκασμένος να υποστεί στο σώμα του και στην ψυχή του όλες αυτές τις ποικιλίες του βαθέος τρόμου και της ανείπωτης οδύνης που παρείχαν αφειδώς αυτά τα στρατόπεδα. Και αν μάλιστα χρησιμοποιεί συχνά στα έργα του το σύμβολο του Κύκλου ή του Τροχού, κυρίαρχο στη ρωσική λαϊκή δαιμονολογία, το κάνει για να τονίσει ακριβώς αυτή την απρόβλεπτη και υποχρεωτική διολίσθηση και υποταγή, όχι μόνο τη δική του αλλά και ολόκληρου του ρωσικού λαού, στις ανεξέλεγκτες και καταστροφικές λειτουργίες μιας παντοδύναμης, σχεδόν υπερκόσμιας, εξουσίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι μέσα  σε όλη αυτή την τραγωδία παρέμεινε πάντοτε ζωντανή μια φλόγα ή, έστω, μια πυγολαμπίδα αντίστασης σε αυτήν, η αδιατάραχτη παρουσία της οποίας θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάποιες ερμηνείες όσον αφορά τις επανειλημμένες κατηγορίες εχθρών, αλλά και φίλων, για τη μονομανία ή την εγωμανία του Ρώσου συγγραφέα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν, οπωσδήποτε, ο Αλ. Σμέμαν, υμνητής και πρώτος του εξομολόγος στη Δύση, η μετάλλαξη του οποίου, όπως παρουσιάζεται τουλάχιστον στο Ημερολόγιό του, είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική. Ο Σμέμαν, πριν ακόμη συναντήσει τον Σολζενίτσιν για πρώτη φορά στην Ελβετία, βλέποντάς τον από την τηλεόραση να κατεβαίνει από το αεροπλάνο της εξορίας, του ευχήθηκε από μακριά «να παραμείνει αυτός που είναι», «να μην ταυτιστεί με κανέναν και με τίποτε στη Δύση». Αργότερα, μέσα στη θέρμη και στο «παραμύθι», όπως το ονομάζει, της πρώτης επικοινωνίας μαζί του, θα εξάρει την «απίστευτη ηθική υγεία», την «απλότητα», την «αποφασιστικότητα», τη «διαισθητική του κατανόηση», τη «σταθερή πίστη στην αποστολή του […] που τον κάνει ταπεινό», αναφωνώντας ότι «μια τέτοια πίστη μετακινεί βουνά!». Τον θαυμάζει ως «άνθρωπο που έχει αναλάβει το φορτίο της διακονίας, που της έχει δοθεί ολοκληρωτικά, που δεν χρησιμοποιεί τίποτα για τον εαυτό του». Αποκαλύπτεται μπροστά στη μεγαλοσύνη και τη μεγαλοφυΐα του το γεγονός ότι «δεν απλώνεται οριζόντια, αλλά προς τα κάτω ή ψηλά πάνω», ενώ θα εκφράσει το φόβο του «μήπως εξαντληθεί, πώς μπορεί κάποιος να ζει μέσα σε μια τέτοια φωτιά…».

Ωστόσο, σύντομα θα ομολογήσει ότι «η εισβολή του στη ζωή μας δεν υπόσχεται τίποτε άλλο παρά ταλαιπωρία και διχογνωμίες», θα δει τον εαυτό του να ενοχλείται από την αυξανόμενη προσχώρηση του Σολζενίτσιν στην «έμφυτη επικινδυνότητα των ιδεολογιών», το γεγονός ότι «για αυτόν υπάρχει μόνο η Ρωσία». Αυτή είναι «ο θησαυρός του» και «είναι αφοσιωμένος στο θησαυρό του μ’ έναν τρόπο που κανείς από μας δεν διαθέτει για τον δικό του. Νομίζω πως η πίστη του μπορεί να μετακινεί βουνά, ενώ η δική μας – σε κάθε περίπτωση η δική μου – δεν μπορεί».

Ο Σμέμαν, όντας πλήρως ενσωματωμένος στην αμερικανική κοινωνία, μέχρι του σημείου να θαυμάζει, λ.χ., την τελετή μεταβίβασης της αμερικανικής προεδρίας από τον Ford στον Carter στον κήπο του Λευκού Οίκου (1977) και να διολισθαίνει αμέσως ευθύς αμέσως σε μια υμνολογία της χώρας που τον φιλοξενεί, θα προσάψει στον Σολζενίτσιν ότι έχει μια «ορισμένη πρωτόγονη συνείδηση», «δεν αισθάνεται καμιά απόχρωση της πολυπλοκότητας», έχει μια «περίεργη έλλειψη κατανόησης των ανθρώπων», είναι «απίστευτα κρυψίνους», δείχνει «απίστευτη αυτοδικαίωση» και «καμμιά ηπιότητα, έλεος, υπομονή». Θα αρνηθεί τέλος να πάρει μέρος στη διαμάχη που είχε ήδη ξεσπάσει γύρω από τον Ρώσο συγγραφέα στην Αμερική, υποψιαζόμενος ίσως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να υπονομεύσει και τη δική του θέση στη χώρα. Έτσι φροντίζει να καταλήξει στη βολική αντίστιξη ότι «θα υπερασπιστεί όσα έχει μάθει μέσα από τη δημιουργική του τέχνη, αλλά θα παραμείνει ελεύθερος από την ιδεολογία του, η οποία του είναι αρκετά ξένη» και θα αισθανθεί σίγουρος όταν αποδεχθεί πια το γεγονός «πως ο συγγραφέας στη ζωή του δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη με τον συγγραφέα στη δημιουργικότητά του» (π. Αλ. Σμέμαν, Ημερολόγιο 1973-1983, σσ. 63, 79-83, 96-97, 107, 131-132, 108, 132).

Αλλά την εσωτερική διάθεση του Ρώσου συγγραφέα, μια διάθεση που σφυρηλατήθηκε βασανιστικά μέσα σε σκληρότατες συνθήκες, τη δείχνει, νομίζω, χαρακτηριστικά το όραμα που φαίνεται να ενσαρκώνει ο Γκλεμπ Νέρζιν, το alter ego του ίδιου του Σολζενίτσιν. Σε αυτό, η έλλειψη ανοχής και πολυπλοκότητας, η μονομέρεια και ο εγωισμός που του προσάπτονται τόσο εύκολα, θα μπορούσαν να ιδωθούν με άλλο βλέμμα από αυτό που εκτρέφεται μέσα στην ελευθερία και την ανάπαυση: «Από μικρό παιδί ο Νέρζιν κατείχε εκείνο το ξεχωριστό και παράξενο δώρο να μπορεί ν’ ακούσει όλ’ αυτά τα σιωπηλά σήματα κινδύνου – τις ζωντανές καμπάνες των μουγκρητών, τις στριγκλιές, τις κραυγές και το βόγγο των πνιγμένων, που έχουν γίνει έτσι ώστε να ξεφεύγουν για πάντα ακόμη κι από το πιο ξυπνό μυαλό». Έτσι, ήδη από τα νιάτα του, ορκιζόταν «πως θάκανε το κάθε τι για να μαθευτεί η αλήθεια και να δώσει ένα νόημα και μια εξήγηση σ’ όλα αυτά […] ονειρευόταν τη μέρα που όλα θα ξεκαθάριζαν γι’ αυτόν, κι όταν οι εφημερίδες που θα διάβαζε θα’ γραφαν για το τι γινόταν πίσω από τους ψηλούς εκείνους τοίχους, όπου όλα τα θύματα ενός ανθρώπου είχαν συντριβεί κυριολεκτικά πριν βαδίσουν στο θάνατό τους».

Ο Νέρζιν μάλιστα, καταλαβαίνοντας ότι «οι ευχές μας επαληθεύονται φτάνει να είναι πολύ δυνατές», προκάλεσε σχεδόν την τύχη του και μπήκε στη φυλακή, θυσιάζοντας την ελευθερία του, την καριέρα του και την οικογένειά του. Έτσι, ήρθε κατευθείαν αντιμέτωπος με ό,τι διακαώς ευχόταν, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τη μεγαλειώδη εμμονή του: «Όταν το μυαλό διακατέχεται από ένα μεγάλο, κεντρικό πάθος, όλα τ’ άλλα τ’ αποκλείεις μέσα σου δίχως οίκτο – δεν υπάρχει θέση για τίποτε άλλο» (Α. Σολζενίτσιν, Ο Πρώτος Κύκλος, σ. 290, 292).

Αν λοιπόν η ιστορία του Νέρζιν μπορεί να μας προσφέρει μια ερμηνεία για την τραχύτητα του Ρώσου συγγραφέα απέναντι στη ζωή και το πνεύμα της, γι’ αυτόν τον ανεπίτρεπτο για εκλεπτυσμένα ώτα φιλισταϊσμό που επιδείκνυε ανενδοίαστα ακόμη και μέσα στο Harvard, τότε γίνεται φανερό ότι το ζήτημα της αυτοβιογραφικότητας των έργων του δεν υφίσταται καν, αφού ο Σολζενίτσιν συνειδητά πλέον επιστρέφει σε όλα του τα έργα σε αυτή την τραγική εμπειρία του χέρσου ή τουλάχιστον στην ηχώ της, αντλεί από αυτήν, είναι η καινούργια προίκα του, το δικαίωμά του στη ζωή και τον λόγο, το δικαίωμά του στην αθανασία. Σε αυτό θυμίζει τον μεγάλο του πρόγονο, τον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος, όταν κάποτε κατηγορήθηκε ότι μιλά τόσο αυστηρά για τους Ρώσους, «ανασήκωσε ξαναμμένος τα παντελόνια του και δείχνοντας εκεί στους αστραγάλους τα σημάδια από τις αλυσίδες του τσαρικού κάτεργου, φώναξε: «Να ποιος μου δίνει αυτό το δικαίωμα!...» (Τ. Αθανασιάδης, Τρία παιδιά του αιώνα τους, σ. 151). Γιατί, αλήθεια, παρά τις διαφορές του ύφους, του βάθους ή της μεγαλοσύνης, πώς μπορεί να μην ανιχνεύσει κανείς πίσω από το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς τη βαριά σκιά των Αναμνήσεων από το σπίτι των πεθαμένων, αυτές τις ουσιαστικά ιδρυτικές χειρονομίες δυο παράδοξα συγγενικών σταδιοδρομιών;

Αυτή λοιπόν η οδυνηρή εμπειρία, αυτή η εκπληκτική απειρία του αδυσώπητου, χάλκευσε μέσα του, πάνω απ’ όλα, μια βαθιά ετεροδοξία, μια ετεροδοξία που δεν βρήκε όμως τον καιρό να μολυνθεί από τον σύγχρονο ιό της ανέξοδης και αδιέξοδης εναλλακτικότητας, η οποία καταχράται το όνομά της, γιατί της προσφέρθηκε αίφνης η δυνατότητα να ποτιστεί έγκαιρα με τον πόνο. Ο Σολζενίτσιν ήταν και εξακολουθεί να είναι και σήμερα ένα σημείο αντιλεγόμενο, και αυτή η αναγνώριση μας δίνει τη δυνατότητα να τον θεωρήσουμε πλέον ως την κατ’ εξοχήν παιδαγωγική προσωπικότητα. Γιατί παιδαγωγική προσωπικότητα δεν είναι αυτή η μορφή που υπερχειλίζει μέσα σου, που σε καταλύει, που της παραδίδεσαι αμαχητί για την υπερβάλλουσα ισχύ της και την αδιαμφισβήτητη γοητεία της. Αλλά αυτή με την οποία βρίσκεσαι σε μια διελκυστίνδα, σε μια βασανιστική και ταυτόχρονα γοητευτική αντιπαλότητα, της οποίας η τραχύτητα σε εκλεπτύνει, ενώ η λεπτότητά της σε κάνει χέρσο και τραχύ. Είναι αυτή που ακριβώς σε παιδεύει, δηλαδή σε τεμαχίζει γλυκαίνοντάς σε, σε ανυψώνει στο επίπεδο μιας νέας, ωριμότερης ισορροπίας, περισσότερο ευσταθούς στο χρόνο και τις αντιξοότητες. Σου ανοίγει ορίζοντες και ταυτόχρονα σου δίνει τα όπλα για να τους κλείσεις, γιατί ζητά από σένα την πίστη και την έκσταση από το προφανές, χειρουργώντας το τετριμμένο, αλλά, κυρίως, περιστρεφόμενη πάντοτε γύρω, αν όχι από την αλήθεια, πάντως από ένα πρόταγμα φιλαλήθειας. Ο παιδαγωγός δεν είναι δίπλα σου, δεν είναι ο εμψυχωτής σου, όπως μια ναρκισσιστική παιδαγωγική ρητορεία κατηχεί σήμερα. Είναι μπροστά και ταυτόχρονα πίσω σου, σε γυροφέρνει και τον γυροφέρνεις, είναι μεγαλοφυής και ταυτόχρονα αφελής, είναι συχνά ανεδαφικός και απόμακρος, αλλά, κάποτε, σε μια και μόνο αποστροφή του λόγου του ή της παρουσίας του, μπορούν αίφνης να ανοιχτούν μπροστά σου κοιτάσματα πλούτου εκπληκτικού. Ο παιδαγωγός είναι πάνω από όλα μυστήριο και αίνιγμα και σε αυτό ακριβώς καλεί και τον παιδαγωγούμενο. Είναι αυτός για τον οποίο επιβάλλεται κανείς πάντοτε να ρωτά: «Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;».

Ο Σολζενίτσιν λοιπόν εποπτεύει τη σύγχρονη ιστορία με ένα βλέμμα παιδαγωγικό, εξαιτίας της ίδιας της εκπαιδευμένης στον κόπο και τον πόνο προσωπικότητάς του. Αλλά επιπλέον αυτή η παιδαγωγικότητα ανατέλλει μέσα και στο ίδιο του το έργο, στις ψηλαφήσεις του, στις επιλογές του. Μέσα σε αυτή την μακρόσυρτη συρραφή των στρατοπέδων, τον οδυνηρό τους μικρόκοσμο, όπου η ρυθμική καθημερινότητα κυλούσε πάνω στα σώματα και τις ψυχές των κρατουμένων με μια εκπληκτική κυνικότητα και ευτέλεια, ο Σολζενίτσιν κάνει αίφνης να παρουσιάζονται μορφές ενός άλλου κόσμου που μαρτυρούν, αντίθετα, την  υπομονή, τη θυσία, το καθήκον, τη συνείδηση και το φως: λειτουργούν ακριβώς ως φωτοβήματα ή φωτογεννήματα μέσα σε εκείνο το πηχτό έρεβος. Μορφές σαν του Ιννοκέντιου Βολοντίν, του Εφραίμ Ποντούιεφ, του Γερασίμοβιτς, του Γκλέμπ Νέρζιν, του Νεμώφ, του άγνωστου γερο-κρατούμενου με τον κωδικό Υ81, αλλά και της Ματριόνας, της Βέρας, της Μούμπας, στέκονται όρθιες στα σταυροδρόμια της ιστορίας, στα σταυροδρόμια των αφηγήσεων, και κανοναρχούν το έρεβος τριγύρω τους με τη σιωπή τους, με το σιωπηλό τους μειδίαμα, έχοντας πάντοτε το «βλέμμα εκείνων που ξέρουν» (Clèment, ό.π., σ. 9).  Κάποτε τα ίδια τα ονόματά τους είναι σήματα ενός άλλου κόσμου από αυτόν με τον οποίο υποχρεωτικά συμφύρονται: ο Ιννοκέντιος είναι ο «αθώος», η Βέρα η «πίστη», η Βέγκα το «άστρο», η Μούμπα η «αγάπη», η Ματριόνα είναι η «μητέρα». Περιφέρουν μια παράδοξη σταθερότητα βίου, συναιρούν ευφρόσυνα τη δικαιοσύνη με την αλήθεια, αποσυνδέουν τη βία από το ψεύδος και βέβαια, όταν μιλούν, παιδαγωγούν χωρίς να διδάσκουν. Άλλοι έχουν μια κατακτημένη ωριμότητα, άλλοι αγκομαχούν και τρέμουν πριν η απόφασή τους πατήσει γερά μέσα στον κίνδυνο: μόλις που σώζονται από την ασυνειδησία, αλλά σώζονται. Έτσι, δεν παρουσιάζονται ολότελα ατόφιοι και ανιστορικοί, ως πλαστά προϊόντα αγγελισμού, αλλά έχουν σκιερές μεριές και λασπωμένες επιφάνειες, είναι ανθρώπινα όντα που η θέλησή τους ταλαντεύεται στα όρια των κόσμων, δηλαδή στα όρια της ίδιας της καρδιάς: «Συχνά μου αποκαλύφθηκε ότι η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό δεν περνά μέσα από κράτη, ούτε μέσα από τάξεις, ούτε μέσα από πολιτικά κόμματα, αλλά ακριβώς μέσα από κάθε ανθρώπινη καρδιά, μέσα από όλες τις ανθρώπινες καρδιές» (A. Solzhenitsyn, The Gulag Archipelago II, σ. 626).

Γνώρισε πραγματικά ή έπλασε μυθιστορηματικά αυτές τις μορφές ο Σολζενίτσιν; Εκείνος μαρτυρεί πάντοτε για το πρώτο. Έτσι και αλλιώς, κάθε μυθιστορηματική μορφή είναι μια ευτυχής συναίρεση των συντυχιών και των αναπλάσεών τους μέσα στο πυρωμένο χαλκείο του συγγραφέα της. Αλλά, ακόμη περισσότερο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τούτες οι παραδειγματικές μορφές ήταν αυτές που του χρησίμεψαν για να υπάρξει, για να αντέξει μέσα στον ωκεανό της απόγνωσης. Μες στο μυαλό  και την ψυχή του αυτές οι νησίδες ιερότητας έγιναν διάσπαρτοι θύλακες μιας απρόβλεπτης «αυθεντίας» και ο Σολζενίτσιν φροντίζει να τις μπήξει αιφνίδια ανάμεσα στις ποικίλες εκφράσεις του πόνου, αλλά με τέτοια μαεστρία που νομίζεις ότι όλο το έρεβος φτιάχτηκε ακριβώς για να ανατείλουν αυτές οι ιερές μορφές, ότι ήταν η αναγκαία συνθήκη για να έρθουν στο φως, μια και το έρεβος ανέκαθεν παρασιτούσε στο φως. Εξάλλου, ήταν αυτές οι μορφές που του μετέδωσαν μια ανεκτίμητη, διπλή γνώση: «Πού αλλού, έξω από τη φυλακή μπορούσε κανείς να μάθει τους ανθρώπους τόσο καλά, πού αλλού μπορούσες να βρεις τόσο τέλεια την αντανάκλαση του εαυτού σου;» (Ο Πρώτος Κύκλος, ό.π., σ. 364). Τότε η φυλακή από κατάρα μπορούσε να γίνει ευλογία, εργαστήριο ελπίδας και ασκητική αγιότητας, δραστική χειρουργία του περιττού, υμνολογία του απέριττου, του χειρωνακτικού, του στοιχειώδους, του ενός «ου έστι χρεία», μια ασκητική, ούτως ή άλλως, απόλυτα ετερόδοξη σε σχέση με την εποχή μας:

«Αρχίζει να τρώει. Στις αρχές πιάνει μόνο το ζουμί. Πίνει, πίνει. Απλώνεται η ζέστα και του πλημμυρίζει όλο το κορμί. Τη λαχταράει το άντερό του αυτή τη σούπα, την περιμένει. Αχ, τι όμορφα που είναι! Μόνο γι’ αυτή τη σύντομη στιγμή ζει ο κρατούμενος και τη στιγμή ετούτη, δε σεκλετίζεται για τίποτε ο Σουκώβ, ούτε για τη βαριά ποινή του, ούτε για το μάκρος τούτης της μέρας, ούτε για την Κυριακή που πάει περίπατο για μια ακόμη φορά. Και λέει τούτη τη στιγμή: Θα τα βγάλω πέρα. Με τη χάρη του Θεού θα τα βγάλω πέρα και θα δω το τέλος!» (Α. Σολζενίτσιν, Μια η μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, σ. 162).

Και ο Σολζενίτσιν τα έβγαλε πέρα και είδε το τέλος και δόξασε τη χάρη του Θεού. Το έργο του, που ανδρώθηκε και κορυφώθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον οργουελικό, καλείται τώρα να διαπορθμεύσει την παρουσία του σε μια παγκόσμια χαξλεϊκή κοινότητα. Αν τελικά κριθεί άκαρπο και ανεπίκαιρο γι’ αυτήν, ο Σολζενίτσιν, ο οποίος κινήθηκε πάντοτε μεταξύ επικαιρότητας και αιωνιότητας, εκεί δηλαδή που εκτείνεται ακριβώς το ξέφωτο της ιστορίας, ίσως θα ήταν πρόθυμος να αποκριθεί, γαλήνιος πλέον και χορτάτος από την απειρία του αδυσώπητου, δηλαδή την ωριμότερη γεύση της αγάπης του Θεού, με εκείνη την περίφημη αυτοβιογραφική του προσευχή:

«Φτάνοντας στην κορυφή της επίγειας δόξας, στρέφομαι κι αντικρίζω με έκπληξη το δρόμο που διάνυσα και που ποτέ δεν θα είχα ανακαλύψει ολομόναχος. Ένα δρόμο εκπληκτικό, που μέσα από την απελπισία με οδήγησε στον τόπο εκείνο, απ’ όπου μπόρεσα να στείλω στην ανθρωπότητα την ανταύγεια των ακτίνων Σου. Και θα συνεχίσω να τις αντικαθρεφτίζω, όσο τούτο είναι απαραίτητο. Κι αν δεν έχω πια καιρό, αυτό θα σημαίνει πως θα αναθέσεις σε άλλους να το κάνουν…».

*Αναπλ. καθηγητής Παν. Θεσσαλίας

[1] Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τχ. 1825 (Σεπτ. 2009).

3 Σχόλια

  1. Διαβάζοντας βιβλία του Σολτζενίτσιν είχα πάντα την αίσθηση του ακέραιου και ανυποχώρητου στις ιδέες του και την Αλήθεια ανθρώπου, που η ακεραιότητά και η αγνότητά του κατεργάστηκαν μέσα από το καμίνι του πόνου, της αρρώστιας, των κατέργων, της φυλακής, των βασάνων* και γι’ αυτό δεν μπορούσε να συμβιβαστεί ούτε με την απανθρωπιά του ολοκληρωτικού “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ούτε και με το αμερικάνικο όνειρο του πλούτου και της ευτυχίας, εις βάρος των άλλων κι ενώ οι άλλοι υποφέρουν. Ενός προφήτη της εποχής μας που ουσιαστικά πορεύτηκε μόνος του, και στον καιρό της δόξας και στον καιρό της αφάνειας.

    Ίσως είναι κρίμα που, ενώ εκτίμησε κι αγάπησε την Ορθοδοξία, δεν βρήκε κάποιον σαν τον άγιο Πορφύριο να τον μυήσει σ’ αυτήν, κάποιον σαν τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ να του διδάξει βιωματικά το “Χριστός ανέστη, χαρά μου”, τη χαρά της Αναστάσεως· και γι’ αυτό να παρέμεινε λίγο γκρινιάρης και στο δεύτερο μισό της πολύχρονης ζωής του, αυτό της εξωτερικής ελευθερίας και της φήμης.

    Πολλά από τα παραπάνω μου τα ξαναθύμισε το παρόν άρθρο κι ευχαριστώ το “Αντίφωνο” για τη δημοσίευση.

    *Στην τελευταία ταινία του Κουστουρίτσα ο Τουπαμάρο και μετέπειτα πρόεδρος της Ουρουγουάης “Ελ Πέπε” Μουχίκα, αναφερόμενος στα δεκατέσσερα χρόνια του στις φυλακές (τα περισσότερα στην απομόνωση), λέει: “Θα πω κάτι που ίσως ακουστεί σκληρό, αλλά νομίζω ότι ο άνθρωπος μαθαίνει περισσότερα απ’ τον πόνο και τα βάσανα παρά απ’ τις νίκες και τα εύκολα πράγματα.”

  2. Η ανάγνωση ενός λογοτέχνη ως ανάγνωση μιας (σχεδόν οικουμενικής) ιστορικής περιπέτειας.
    Έξοχου ρυθμού, πυκνότητας, ουσίας, ερμηνεία και εμβάθυνση!

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ