Φαίνεται ότι δεν μπορεί η ελλαδική κοινωνία συντεταγμένα, με σοβαρότητα και με συναίσθηση του χρέους να τιμήσει εθνικές επετείους και θυσίες παλαιότερων γενεών το μέγεθος των οποίων παραμένει ασύλληπτο για τα σημερινά μέτρα και σταθμά. Πάντα προκύπτει ένα γεγονός, το οποίο αφ’ ενός διχάζει, αφ’ ετέρου καταδεικνύει το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο δημοσίου διαλόγου και πολιτικού προσωπικού της χώρας. Οι δηλώσεις δημοσίων προσώπων, μεταξύ άλλων, περί εθελοντισμού και άρνησης στα ορυκτά καύσιμα καταδεικνύει ότι σχεδόν 80 χρόνια από την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν έχει υπάρξει συναίνεση για τα πλέον στοιχειώδη και αδυνατούμε συγκροτημένα και συντεταγμένα ως κοινωνία να μνημονεύσουμε την τελευταία μεγάλη μας στιγμή ως έθνος (η τελευταία το 1955-1959). Δεν υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο και το κάθε δημόσιο πρόσωπο δεν αισθάνεται δεσμευμένο με αποτέλεσμα να προβαίνει σε δηλώσεις άσχετες σε περιεχόμενο με το νόημα της επετείου ή να προχωρά σε άστοχες συγκρίσεις που δεν βρίσκουν αντιστοίχιση με το παρόν.
Παράλληλα, δεν θα μπορούσαν να παραλείψουν, οι καθιερωμένες πλέον ανιστόρητες πατερναλιστικές παραινέσεις μιας ανθυπομέτριας «διανόησης» περί κατάργησης των παρελάσεων με την τελευταία να αγνοεί ότι οι δύο παρελάσεις, της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου, ενισχύουν την γεωπολιτική ταυτότητα και συνείδηση της χώρας -και του Ελληνισμού ευρύτερα- του διαχρονικού διμέτωπου αγώνα, σε Ανατολή και Δύση, για τη διατήρησης της πολιτικής ανεξαρτησίας της ελλαδικής πολιτείας αλλά και αυτής της εθνικής μας ταυτότητας.
Όσοι στήριξαν την εν λόγω «παρέμβαση» μερικών «καλλιτέχνιδων» στην παρέλαση του δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας εξύμνησαν, μεταξύ άλλων, και το νεαρό της ηλικίας τους το οποίο δεν αποδείχθηκε τελικά. Η νεότητα αναδεικνύεται ως αυταξία. Η ορθότητα ή μη μιας πράξης πιστοποιείται, αποκλειστικά, με ηλικιακό κριτήριο και στον/ην νέο/α αποδίδονται αγνά κίνητρα που τολμά να σηκώσει ανάστημα απέναντι σε μια καταπιεστική κοινωνία. Μια τέτοια κίνηση, όμως, δεν αψηφά τον κίνδυνο αλλά συνιστά μια καλά υπολογισμένη κίνηση εκ του ασφαλούς έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο προοδευτικοί ζηλωτές θα προστρέξουν σε βοήθεια σε οποιονδήποτε τολμά να επιτεθεί στο «συντηρητικό» κατεστημένο της χώρας. Μια κοινωνία εθισμένη στον ανέξοδο ηρωισμό, στον άκρατο συναισθηματισμό και στην υπερβολή έτοιμη να αναδείξει τον οιοδήποτε. Άρα και «καλλιτέχνιδες» σε αναζήτηση αντισυμβατικών ενσήμων. Τα κινήματα διαμαρτυριών/ανυπακοής του εικοστού αιώνα αντίθετα, αφ’ ενός ενείχαν την έννοια του κόστους, αφ’ ετέρου δεν χαρακτηρίζονταν από μηδενισμό θέτοντες στο επίκεντρο τις προοπτικές του μέλλοντος, σε αντίθεση με τις πάσης φύσεως κινήσεις της τωρινής ελλαδικής πραγματικότητας και την πατροκτονική προσέγγιση των τελευταίων απέναντι στην έννοια της εθνικής ταυτότητας και τα στοιχεία που τη συγκροτούν.
Το λεγόμενο μανιφέστο των «καλλιτέχνιδων» βρίθει από κοινότυπες αναφορές «προοδευτικού» καταγγελτικού λόγου. Αντίσταση απέναντι στις «διαταγές, στα παραγγέλματα» και στους στρατούς «που κάνουν πολέμους, βομβαρδισμούς, επεμβάσεις». Κατά ειρωνικό τρόπο οι κατηγορίες αυτές απευθύνονται σε μια χώρα όπου έχει χαθεί κάθε έννοια πειθαρχίας και η οποία, διαχρονικά, αντιδρά νωθρά και αναιμικά σε προκλήσεις γειτονικών κρατών. Ίσως στόχος είναι να απονομιμοποιηθούν ακόμα και αυτές οι χλιαρές αντιδράσεις. Θα ήταν όντως γενναίο σε μια χώρα με εμφανή μιλιταριστικά χαρακτηριστικά όπως η γείτων Τουρκία να λάμβανε χώρα, από μια ομάδα νέων Τούρκων, η συγκεκριμένη κίνηση. Στη σημερινή Ελλάδα, όμως, με μια αναιμική θητεία εννέα μηνών όπου η ιστορία και η εθνική ταυτότητα της χώρας δέχεται τα καθημερινά πλήγματα μιας ρηχής «διανόησης» σε τι αποσκοπεί μια τέτοια δήλωση;
Παρέλαση μάλιστα, η οποία λαμβάνει χώρα εις ανάμνηση ενός αμυντικού πολέμου απέναντι σε δύο πανίσχυρες στρατιωτικές δυνάμεις η συμμαχία των οποίων ιστορικά βαρύνεται με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός και αν οι «καλλιτέχνιδες» θεωρούν ότι η αντίσταση σε εισβολέα φανερώνει μιλιταρισμό και πολεμοκάπηλα αισθήματα. Η λογική συνέπεια ενός τέτοιου επιχειρήματος είναι ο πλήρης αφοπλισμός, ενέργεια που θα ενισχύσει τον μιλιταρισμό αναθεωρητικών γειτονικών κρατών υπονομεύοντας τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ίσως οι «ιδέες που ενσαρκώνονται σε όλα αυτά» (διαταγές, παραγγέλματα, εμβατήρια), όπως αναφέρουν στο κείμενο τους, δεν τους πείθουν. Δεν πείθουν και δεν συγκινούν λοιπόν τις «νέες καλλιτέχνιδες» με ανησυχίες το αντιστασιακό φρόνημα ενός λαού ούτε η απόρριψη διπλού τελεσιγράφου (28.10.1940, 6.4.1941) έναντι υπέρτερων εισβολέων ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Προσπάθησαν δε να διευρύνουν την απήχηση της παρέμβασης τους ισχυριζόμενες πως δήθεν θεωρήθηκαν από τρίτους ως «προβληματικά παιδιά». Γνώριμη τακτική κάθε ομάδας, κατ’ επάγγελμα αντισυμβατικής, που αξιώνει αγωνιστικές δάφνες προοδευτικών αγώνων, να χρησιμοποιεί με δόλιο τρόπο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας με στόχο τη σφυρηλάτηση - έτσι το προσλαμβάνουν στο αρρωστημένο τους μυαλό - ενός αρραγούς μετώπου απέναντι στη βάρβαρη κανονικότητα που συνθλίβει την κάθε διαφορετικότητα… Εξυμνείται η εξαίρεση, η δε διαφοροποίηση από την πλειονότητα, αδιαφορώντας για το πλαίσιο και τον λόγο αυτής, μαρτυρά γενναιότητα και θαρραλέα στάση ζωής… Η σύνδεση, επίσης, των προσφυγικών ριζών της Ν. Φιλαδέλφειας- Ν. Χαλκηδόνας και των τωρινών πληθυσμιακών ροών προς την πατρίδα μας μαρτυρεί ιδεοληπτικές εμμονές παραβλέποντας συνειδητά ότι οι πρόσφυγες του 1922 ήσαν ομοεθνείς των Ελλαδιτών. Αλλά μάλλον, για τις κυρίες δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση μεταξύ ομοεθνών και αλλοδαπών αναδεικνυομένων των ανθρωπιστικών ιδεωδών και της ανωτερότητας ψυχής που διαθέτουν οι γενναίες αυτές «καλλιτέχνιδες»…
Δυστυχώς, ένα μέρος των συμπατριωτών μας φαίνεται να έχει διακόψει τους δεσμούς – ελπίζουμε όχι μόνιμα - με τον Ελληνισμό και ότι αυτός πρεσβεύει διαχρονικά. Διαφορετικά τα αίτια. Προσωπικά βιώματα, κομματική στράτευση, άγνοια. Η αντίδραση σε αυτήν την νοοτροπία δεν πρέπει να εμπεριέχει μίσος, οφείλει να είναι αταλάντευτη και συνειδητή αλλά όχι διχαστική. Όσοι αρνούνται σήμερα την Ελλάδα να «αναγκαστούν» να την αγαπήσουν ξανά. Η άρνηση της πατρίδας εντοπίζεται στην παρακμή των τελευταίων δεκαετιών. Υπάρχει, σε ένα σημαντικό βαθμό, ακριβώς λόγω αυτής. Η αδυναμία γεννά περιφρόνηση και αυτή με τη σειρά της μίσος. Μίσος όχι τόσο για την ίδια την Ελλάδα αλλά για την παρακμή της. Η χώρα αποδοκιμάζεται εξαιτίας της τωρινής κατάστασης ώστε η ταύτιση με αυτήν να μην αποτελεί για κάποιους επιλογή. Κατά πόσο οι επίσημοι αυτού του τόπου μπορούν να αξιώνουν συνέχεια με ενδόξους προγόνους και ανείπωτες θυσίες του παρελθόντος με την ασυνεπή ως προς τις θυσίες αυτές πολιτική τους; Σε ποιο βαθμό θεσμοί και ηγεσία έκαναν χρήση των θυσιών των προγόνων μας και κατά πόσο το πνεύμα του διπλού ΟΧΙ, προσωποποιείται στο Κοινοβούλιο, στις αρχές του τόπου; Σε ποιο βαθμό μπορούν να εμπνεύσουν αγώνα και θυσίες αντίστοιχους του παρελθόντος; Τέλος, σε ποιο βαθμό με τον πολιτικό τους βίο κατευθύνουν τους συμπατριώτες μας σε στάση άρνησης κατά της ίδιας τους της χώρας;
Η σοβαροφάνεια, ο καθωσπρεπισμός και η υποκρισία, από την άλλη πλευρά, δεν δικαιολογούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την άρνηση της πατρίδας. Η αναξιοσύνη ή μη των επίσημων, κάθε επιπέδου, στην εξέδρα δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουν αναδειχθεί μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Η δε επίσημη παρουσία της ελλαδικής πολιτείας στην παρέλαση συμβολίζει την ανεξαρτησία της χώρας. Η εναλλακτική θα ήταν αρχές ξένου κράτους…
Η αποστροφή για το ανάξιο παρόν δεν πρέπει να συμπαρασύρει μαζί θυσίες και αγώνες χιλιετιών. Δεν είναι δίκαιο για όσους έχουν προσφέρει απλόχερα τη μια και μοναδική ζωή τους για αυτόν τον τόπο.
Στην εικαστική πλαισίωση του άρθρου, συν-παράθεση δύο ζωγραφικών πινάκων του Γιάννη Γαΐτη.
Τυπικό παράδειγμα ειρωνικής αρθρογραφίας, του είδους που έχει θέση μόνο στο προσωπικό ιστολόγιο του καθενός κι όχι σ’ ένα δημόσιο βήμα όπως το Αντίφωνο. Αν θέλει κανείς να κρίνεται άξιος ανάγνωσης και σχολιασμού θα πρέπει να τηρεί ένα ήθος ξένο προς την ειρωνία, προσκλητικό σε κοινό τόπο ή έστω σε αγώνισμα κατανόησης κι όχι στον εξυπνακίστικο εκβιασμό θέσης. Ο κύριος Λάμπρου επιβάλλεται να ξαναγράψει το άρθρο εκ θεμελίων δίχως εισαγωγικά κι άλλους εκφραστικούς ευτελισμούς. Αν έχει κάτι ουσιαστικό να πει υπάρχει και καλύτερος τρόπος, ας τον αναζητήσει. Άστοχη πρόταση άρθρου, η οποία δεν τιμά το ήθος του Αντίφωνου.
Πολλές ευχαριστίες στο Αντίφωνο για την ανάρτηση του άρθρου. Αποτελεί τιμή για τον γράφοντα η συμπερίληψη του μικρού αυτού κειμένου σε μια ιστοσελίδα όαση στην ελληνική διαδικτυακή πραγματικότητα. Τα ζητήματα ταυτότητας καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία μας προσεγγίζει ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος δυστυχώς, διχάζουν ακόμα και σήμερα. Ως κοινωνία, αρκετές δεκαετίες μετά τον Β΄ΠΠ, αδυνατούμε να συμφωνήσουμε στα στοιχειώδη. Ως εκ τούτου είναι φυσικό να υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις.
Φυσικά δεν υπάρχει κανένας «εκβιασμός θέσης». Κατατίθεται μια άποψη, επωνύμως, και κρίνεται όπως όλες οι άλλες. Αναφορικά με τα εισαγωγικά στον χαρακτηρισμό των κυριών ως «καλλιτέχνιδων» έγινε συνειδητή χρήση αυτών διότι ο γράφων διατηρεί την άποψη πως το εν λόγω δρώμενο/παρέμβαση δεν συνιστά οτιδήποτε σχετικό με τέχνη. Τα εισαγωγικά στη λέξη επανάσταση καταδεικνύουν ακριβώς αυτό που αναφέρεται στο άρθρο, τον ανέξοδο ηρωισμό στον οποίο έχει εθιστεί η σημερινή κοινωνία. Η ιδιότητα του κατ’ επάγγελμα προοδευτικού που τολμά να σηκώσει ανάστημα στο κατεστημένο αποτελεί στην εποχή μας ένα καλό εισιτήριο για ταχεία ανέλιξη, ενίοτε δε αποτελεί και το τελευταίο καταφύγιο κάθε απατεώνα… Τα εισαγωγικά τέλος, στη λέξη διανόηση έχουν να κάνουν με την ρηχότητα των επιχειρημάτων υπέρ της κατάργησης της παρέλασης από συμπατριώτες μας τους οποίους η υποβάθμιση της έννοιας διανόηση, ο ευτελισμός των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια, η κομματική αλληλεγγύη και ο πολύ χαμηλός πλέον πήχης αξιολόγησης των πάντων έχουν αναγάγει σε «πνευματικό κόσμο» και οι οποίοι τις περισσότερες φορές αποτελούν καρικατούρες προγόνων μας που έφεραν – και δικαίως – τον σχετικό χαρακτηρισμό. Η στάση των πρώτων, σχετικά με τις παρελάσεις, δεν είναι στάση διανοητών και πνευματικών ανθρώπων αλλά νεοπροσύλητων ζηλωτών που θεωρούν εαυτούς αναμορφωτές μιας καθυστερημένης κοινωνίας…
Επίσης, η ειρωνεία ως μέσο έκφρασης, από όσο γνωρίζω δεν απαγορεύεται. Απολύτως θεμιτή η χρήση της. Η δε χρήση της στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου σε καμία περίπτωση δεν συνιστά «εκφραστικό ευτελισμό». Πομπώδεις εκφράσεις άνευ νοήματος που καταδεικνύουν την φτώχεια επιχειρημάτων. Η μη αντίκρουση συγκεκριμένων επιχειρημάτων με συγκεκριμένα αντεπιχειρήματα και η δαιμονοποίηση της αντίθετης άποψης όπως και η απόδοση σε αυτήν κινήτρων και χαρακτηρισμών που δεν τη αφορούν καταδεικνύουν μια συγκεκριμένη νοοτροπία.
Η δε φράση «επιβάλλεται να ξαναγράψει το άρθρο εκ θεμελίων » αποτελεί γνώρισμα αυτής της συγκεκριμένης νοοτροπίας σκοπός της οποίας είναι η ακύρωση/απονομιμοποίηση κάθε αντίθετης με τη δική της άποψης.
Εμμένω στο κείμενο όπως αναρτήθηκε.
Ευχαριστίες και πάλι στο Αντίφωνο, μια προσπάθεια η οποία πρέπει να βρει την αρωγή και τη στήριξη όλων όσων ενδιαφέρονται για την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου στην πατρίδα μας.
Δεν θα επανέλθω.
Ι.Σ. ΛΑΜΠΡΟΥ
Εφόσον ο συγγραφέας δεν έχει πρόθεση να επανέλθει, ας αφήσω ένα τελευταίο σχόλιο προς άρση κάθε παρεξήγησης κι ας το κλείσουμε εδώ. Κανείς δεν απαγορεύει, ούτε επιβάλλει σε κανέναν το παραμικρό κι ετούτη η ρητορική της θυματοποίησης δεν πείθει κανέναν. Όταν κανείς γράφει «επιβάλλεται» δεν εννοεί ούτε δια της βίας, ούτε δια του χωροφύλακα, παρ’ αυτοπροαιρέτως, ένεκα καλής διάθεσης κι ευγένειας. Ούτε συνιστά απαγόρευση η υπόδειξη από κάποιον του κατάλληλου ή του ακατάλληλου του χώρου ή της στιγμής. Ο καθένας έχει δικαίωμα να σχολιάζει ό,τι και όπως νομίζει, στα πλαίσια της αξιοπρέπειας, φαντάζομαι όμοια κι εγώ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θα πρέπει να έχει κανείς επίγνωση πως η ειρωνία όχι ως ατάκα καφενείου, μα ως ύφος γραφής, οσοδήποτε εύστοχη ή ευφυής, συνιστά ύφος επιθετικό και δηκτικό και σε καμία περίπτωση δε θέτει ένα καλοπροαίρετο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων. Αντιθέτως, χαράσσει κυρίως το ναρκισσισμό του μονοδιάστατου. Ελπίζω να έχετε τουλάχιστον την καλλιέργεια να το καταλάβετε τούτο. Ως ύφος είναι άριστο για το προσωπικό ιστολόγιο οποιουδήποτε κι ως συναισθηματική εκτόνωση, ωστόσο στο Αντίφωνο, ένα χώρο ανοικτού διαλόγου και προβληματισμού θα έπρεπε να σπανίζει, αν όχι να εκλείπει παντελώς. Για παράδειγμα ο κύριος Ζιάκας, ο οποίος θίγει απείρως πιο ουσιαστικά ζητήματα τόσα χρόνια, δεν έχει προσφύγει ουδέποτε στην εύκολη λύση της ειρωνίας. Αλλά δικαίωμά σας. Μην έχετε ωστόσο αυταπάτες ως προς τη σημειολογία του ύφους σας.
Όσον αφορά στα επί της ουσίας, θα ήταν χαρά μου να επιχειρηματολογήσω ως προς το παραπάνω κείμενο, αν ήταν γραμμένο σε άλλο τόνο, καθώς βρίθει λογικών αλμάτων τα οποία παλεύουν να εκβιάσουν το συμπέρασμα. Ήδη, για παράδειγμα, απ’ τις εισαγωγικές γραμμές οι έννοιες ισοπεδώνονται έτσι, ώστε να ταυτίζεται η τυχούσα ασέβεια προς τις εθνικές επετείους με την ασέβεια προς τις θυσίες των παλαιότερων, πράγματα τα οποία είναι από μόνα τους, παντελώς, ασυνάρτητα. Ώστε το ένα δε συνεπάγεται το άλλο και τ’ αντίθετά τους ομοίως. Έτσι μπορεί κανείς να σέβεται τον αγώνα για την ελευθερία, δίχως να σέβεται τις επετείους και αντιθετοαντίστροφα, να σέβεται τις επετείους, στην πράξη αδιαφορώντας βαθιά για οποιοδήποτε αγώνισμα ελευθερίας, παλαιότερο ή σύγχρονο.
Εφόσον ο κύριος Λάμπρου εμμένει στο ύφος του κειμένου, σε μας δεν απομένει παρά να του ευχηθούμε καλή τύχη, συνεχίζοντας κι εμείς το δρόμο μας.
Κύριε Αντώνη, επισημαίνω μόνο τον βασικό σας ισχυρισμό: Δεν μπορεί να διεκδικεί δίκιο – μας λέτε – αυτός ο οποίος διαλέγεται μέσω ειρωνειών. Ονομάζετε δηλαδή ειρωνείες το να θέτει κάποιος εντός εισαγωγικών (όσον αφορά μια συγκεκριμένη ενέργεια) τις λέξεις «καλλιτέχνιδες», «παρέμβαση», «διανόηση», «πρόοδος». Κι αυτό, ενώ ο ίδιος προσέρχεστε στον διάλογο για να δικαιώσετε την παροξυσμική εκείνη ειρωνεία διά της οποίας εκδηλώθηκε – καταμεσής παρελάσεως – η αντίρρηση εναντίον των παρελάσεων!
Ενώ φτάνετε, εν τέλει, στο σημείο να υποστηρίξετε ότι «βρίθει λογικών αλμάτων» – όχι η δική σας γραφή, αλλά – η παρούσα εδώ ανάρτηση.
Όχι, δεν αντιμιλώ: Απλά υπογραμμίζω.
Άς μού επιτραπεί κι’ εμένα νά προσθέσω ένα ακόμα (μόνο, φλύαρο) σχόλιο, στήν “αντιπαράθεση” μεταξύ ενός επώνυμου Αρθρογράφου, που “ειρωνεύεται”, – καί “καπηλεύεται” τό φιλόξενο βήμα τού “Αντίφωνου” [ στό οποίο, άρα, αναγνωρίζεται καί ανατίθεται, η παράθεση / δημοσιοποίηση κάποιων, αλλ’ όχι όλων τών (κοσμίων), απόψεων, “δι’ επιλογής” από κάποιον Υπερκείμενον Ορθώς Κρίνοντα, που εγκρίνει κάποια σχόλια διαμαρτυρίας τού Ανωνυμογράφου κ. Αντώνη Τάδε, ενώ (θά’ πρεπε ν’) απορρίπτει τά, σχεδόν ως κατάπτυστα περιγραφόμενα, σχόλια τού πρώτου (τολμήσαντα) επί επικαιρικού θέματος ].
Καί συγχωρήστε μου τήν πληθώρα τών εισαγωγικών, ενδεικτικών περισσής ειρωνείας από πλευράς μου – δυστυχώς αυτή η “μανιέρα” μού απέμεινε, αναμεσίς στήν κοσμιότητα (νά βάλω κι’ εδώ εισαγωγικά 😉 τών γραφίδων, στίς οποίες εκτίθεμαι -, που τήν χρησιμοποιώ σάν “ασπίδα” στίς υπερβολές τής ιδεοληψίας, τής μονομέρειας, ίσως καί τής επιθετικότητας, τής προκατάληψης, ή καί τής αγένειας, γιά νά μή φτάσω ν’ αναφερθώ στήν όχι σπάνια “ανθρωποφαγία” τών διαδικτυακών σχολιασμών καί (έλλειψης) σχέσεων, κατά προσφυή αποφθεγματική έκφραση τού κ. Γ. Καστρινάκη επί σχολιασμού παλαιότερου άρθρου – μέ τόση τήν αποστροφή του, ώστε είχα φοβηθεί οτι θά μάς στερούσε τής χαράς τού επανα-σχολιασμού του.
Μιά, λοιπόν, που οι “συμβαλλόμενοι”, εκόντες-άκοντες – καί άς μήν ψάχνουμε ποίος “ήρξατο χειρών αδίκων” – “αλληλοπυροβολήθηκαν” μέ κίνδυνο “θυματοποίησης” τών απόψεών τους, άς επανέλθουμε “επί τής ουσίας”, βοηθούμενοι από τίς απόψεις δύο πολύ αναγνωρίσιμων Αρθρογράφων, που συνέπεσε ν’ ασχοληθούν, χθές Κυριακή, (μεταξύ άλλων καί) μέ τό ίδιο θέμα / “μήλο τής έριδος”.
Ο πρώτος * ίσως γράφει (κι’ αυτός) “ειρωνικά” – όπως κατά τόν κ. Τάδε τεκμαίρεται εκ τών αρκετών εισαγωγικών, που κι’ αυτός, μάλλον συμπτωματικά, χρησιμοποιεί -, ενώ στόν δεύτερο ** δύσκολα, μάλλον, θά μπορούσαμε νά τού προσάψουμε οτι “βρίθει λογικών αλμάτων”, λόγω τής μεθοδολογίας του.
Άς δούμε τά αποσπάσματα :
<>
<>
Καί, άς κλείσω, μέ τό “περίεργο” συμπέρασμα οτι ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ (μέ τήν “ειρωνεία” τού πρώτου καί τήν “λογικότητα” τού δεύτερου), καταλήγουν στό ίδιο “ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ”, παρά τά διαφορετικά “μέσα” που χρησιμοποιούν γιά τήν ανάδειξη τών λεγομένων τους.
Βλέπετε, αγαπητέ Κύριε Γ. Καστρινάκη, η “ανθρωποφαγία” ΔΕΝ είναι ενδημική στό διαδίκτυο. Μόνο η οίηση, που μάς κάνει νά ξεχνάμε, πότε-πότε, τούς, γενικά, “καλούς μας τρόπους”.
Έρρωσθε !
* «Διασκεδάζουμε όλοι στην κηδεία», του Χρήστου Γιανναρά | Kathimerini: https://www.kathimerini.gr/1051148/opinion/epikairothta/politikh/diaskedazoyme-oloi-sthn-khdeia
** Η αμφισβήτηση των συμβόλων, ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ* | Kathimerini: https://www.kathimerini.gr/1051155/opinion/epikairothta/politikh/h-amfisvhthsh-twn-symvolwn
Έχουμε εξαιρετικό ενδιαφέρον οι άνθρωποι, καθώς συνδιαλεγόμενοι σκοντάφτουμε στα συναισθήματά μας περισσότερο συχνά απ’ ότι στις λογικές συνεπαγωγές μας – εμού μη εξαιρουμένου. Να σημειωθεί κύριε Καστρινάκη πως ουδέποτε εξέφρασα άποψη κι ουδόλως πήρα θέση ως προς την παρέμβαση των «καλλιτέχνιδων», παρά μόνο ως προς το ύφος του κειμένου. Για το γεγονός καθαυτό δεν έχω σχηματίσει ακόμη αρκούντως συνεκτική θέση, ώστε να τη μεταλαμπαδεύσω με συνέπεια κι ως εκ τούτου στο αρχικό μου σχόλιο δεν έθιξα στο παραμικρό τη θέση του αρθρογράφου. Μόνο τη στάση. Οπότε μπορείτε να συνεχίσετε το διάλογο και μόνος σας, αν το επιθυμείτε.
Κύριε Σταμπούλη, είναι φανερό ότι χαριτολογείτε, παρ’ όλα αυτά και για να μην δημιουργείται η εντύπωση πως κρύβομαι πίσω απ’ την ασφάλεια καμιάς ανωνυμίας απαντώ με τα πλήρη μου στοιχεία, αν σας κάνει διαφορά. Το πρόβλημα με τούτο είναι πως φτάνει κάποτε ένα σημείο, όπου οι άνθρωποι παραγνωρίζονται – όπως ας πούμε η αναδρομική αναφορά σας στον κύριο Καστρινάκη – κι απ’ όπου οι προσωπικές αντιπαραθέσεις και η ένταση αντικαθιστούν την αναζήτηση της όποιας αλήθειας και τυχόντος κοινού τόπου. Ας είναι όμως. Ως δείγμα σεβασμού σε συνομιλητές, απέναναντι στους οποίους δεν ήμουν ούτως ή άλλως κακώς διακείμενος κι ας φάνηκε ίσως αυτό από δεδομένο θυμό μου.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο που και τα δυο παραδείγματα παρατίθενται απ’ την Καθημερινή κι ίσως γι’ αυτό καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Τον κύριο Γιανναρά τον σέβομαι σα να ‘ταν συγγενής μου κι όσο κι αν παρακολουθώ τη βιβλιογραφία του με δίψα, τη μαυρίλα και την απαισιοδοξία της αρθρογραφίας του δεν καταφέρνω να την παρακολουθήσω με την ίδια συνέπεια. Ως εκ τούτου, μόλις διαπίστωσα το – κατά τη γνώμη μου – «μια από τα ίδια» και τούτη τη φορά, προχώρησα και ολοκλήρωσα – με μεγάλο ομολογώ ενδιαφέρον – την ανάγνωση του επόμενου άρθρου. Σαφώς ψυχραιμότερος ο κύριος Χαρίδημος προσφέρει μια πολύτιμη ανάγνωση.
Δυστυχώς – και δίχως τούτο να χαρακτηρίζει το σύνολο του κειμένου – υποπίπτει κι αυτός στο ίδιο σφάλμα που κάνουμε πολλοί σα γράφουμε – το συχνότερο, λόγω κακής εκτίμησης του χώρου : εκβιάζουμε τα συμπεράσματα, ώστε λίγο πριν την κατακλείδα να τελειώνουμε και μ’ αυτό το ζήτημα. Έτσι, για παράδειγμα, γράφει στην προτελευταία παράγραφο ο κος Τσούκας :
«Σοβαρά; Τους διαφεύγει ότι την ελευθερία την έχεις μόνο όσο είσαι διατεθειμένος να την υπερασπίσεις: να βάλεις τη ζωή σου σε «καλούπια» αν χρειαστεί, να θέσεις τον εαυτό σου πειθαρχημένα στην υπηρεσία της συλλογική αυτοάμυνας αν το επιβάλλει η συγκυρία – όπως το 1940.»
Να σας πω τώρα τι δεν κολλάει; Πρώτον, γίνεται λόγος προηγουμένως για «τον πόλεμο του ανθρώπου για την ελευθερία του», οπότε κανείς διαμαρτυρόμενος δεν έδειξε απροθυμία υπεράσπισης όπως μας τσαμπουνά ο αρθρογράφος. Δεύτερον, να βάλεις τη ζωή σου καλούπια απ’ το να στη βάλουν σε καλούπια είναι δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες έννοιες. Τρίτον, η υπηρεσία της συλλογικής αυτοάμυνας με την οργάνωση και τα καλούπια του στρατού ή τις προθέσεις και τα καλούπια του Κράτους δε συμπλέουν απαραίτητα, συχνά δε συγκρούνται κιόλας. Τέλος πάντων, ο κος Τσούκας είχε κι αυτός στη διάθεσή του ένα ολόκληρο άρθρο προκειμένου ν’ αποδομήσει την επετειακή παρέμβαση, αρκέστηκε παρόλα αυτά στις τελευταίες μόνο αράδες.
Τι θα προτιμούσα να διαβάσω, λοιπόν, εγώ από τον κύριο Λάμπρου ή τον οποιονδήποτε; Όχι μια εριστική ρητορική ad hominem, αλλά μια επιχειρηματολογία η οποία, εκκινώντας με καλή διάθεση και λαμβάνοντας ως δεδομένες τις ασυναρτησίες (ή μη) των καλλιτέχνιδων (ή μη), θα μας οδηγούσε τελικά στις αντιφάσεις και τα λογικά αδιέξοδά τους. Με τον τρόπο ετούτο θα μαθαίναμε τουλάχιστον κάτι για την ορθότητα ή την σφαλερότητα των μέσων, δίχως να χρειαστεί ν’ απαξιώσουμε συνανθρώπους μας, συμπολίτες μας κι ίσως μεθαύριο συμπολεμιστές μας, υποτιμώντας τις προθέσεις τους, τις διαθέσεις τους, την καλλιέργειά τους, την αρτιότητα του ήθους τους και τα λοιπά. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μόνο σε μένα φαντάζουν όλα ετούτα «χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση»;
Νά τ’ αποσπάσματα :
1) Αβελτηρία σημαίνει: νωθρότητα, οκνηρία της σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα. Γεννάει την αβελτηρία ο δογματισμός, και δογματισμός είναι το ηδονικό αφιόνι για την ανεπάγγελτη, δίχως ελπίδα ή προοπτικές νεολαία. Με το αφιόνι του δογματισμού της όποιας μπαγιάτικης ιστορικο-υλιστικής κονσέρβας, Αριστερής τάχα ή τάχα «προοδευτικής» Δεξιάς, κάποια νεολαία βαυκαλίζεται ότι έχει «πεποιθήσεις». Λογαριάζει την ψυχολογική εγκύστωση στο Τίποτα σαν προνομία συστράτευσης στις «προοδευτικές δυνάμεις».
Πατρίδα, Ιστορία, κοινωνία – κοινότητα, σημαία, Γιορτή, κοινό όραμα, όλα αυτά, τα «ανοιχτά μυαλά» οφείλουν να τα χλευάζουν. Ακόμα και η αναισχυντία δικαιώνεται από την «προοδευτική» διαμαρτυρία. Τα κορίτσια της Νέας Φιλαδέλφειας καμάρωναν σαν άδειες ψυχές, μόνο για να χλευάσουν το συμβατικό Τίποτα της εθνικής γιορτής, το Τίποτα που παρελαύνει σαρκώνοντας το κενό και την άγνοια. Ενας δάσκαλος παλιός (που θα πει: πολύ ατίθασος στον συμβιβασμό) μπροστά στην «προοδευτική» αναισχυντία που βεβήλωνε τη γιορτή της πατρίδας, απλώς, με ευγένεια και σεβασμό, θα έβγαζε σιωπηρά το καπέλο του. Οπως όταν περνάει από μπροστά μας ένα φέρετρο, σε κηδεία.
==========================================================
2) Η παρέλαση
Οι νεαρές της Νέας Φιλαδέλφειας παρωδούν τη μαθητική παρέλαση. Αντιδιαστέλλουν τα «χαζά βαδίσματά» τους με τον πειθαρχημένο βηματισμό της τελετής. Αμφισβητούν εμπράκτως το αξιακό πλαίσιο που τη συνέχει – τη σύνδεση του πατριωτισμού με την πειθαρχημένη συμπεριφορά. Οπως στην περίπτωση των Αφροαμερικανών αθλητών, η ειρηνική ακτιβιστική παρέμβασή τους γίνεται αποδεκτή σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο λόγος είναι ότι το δημοκρατικό φαντασιακό εμπεριέχει τη διαρκή διερώτηση – τίποτε δεν είναι δεδομένο. Οι αμφισβητίες ευφάνταστα μας καλούν να ξανασκεφθούμε τον πατριωτισμό και πώς τον καλλιεργούμε.
Αποδεχόμενοι την πρό(σ)κλησή τους τι ανακαλύπτουμε; Μια ανερμάτιστη ελευθεριακότητα, η οποία υποκαθιστά τον πατριωτισμό. Γράφουν: «Ο πόλεμος του ανθρώπου για την ελευθερία του δεν είναι έπος ούτε τραγωδία. Είναι η ίδια η ζωή εν κινήσει. Κίνηση που δεν μπορεί να ελεγχθεί και να μπει σε καλούπια». Σοβαρά; Τους διαφεύγει ότι την ελευθερία την έχεις μόνο όσο είσαι διατεθειμένος να την υπερασπίσεις: να βάλεις τη ζωή σου σε «καλούπια» αν χρειαστεί, να θέσεις τον εαυτό σου πειθαρχημένα στην υπηρεσία της συλλογική αυτοάμυνας αν το επιβάλλει η συγκυρία – όπως το 1940.
Για τα παιδιά του smartphone, όμως, τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό όσο η ελευθερία να επιλέγουν. Δεν κατανοούν ότι η ελευθερία δεν είναι φυσική κατάσταση αλλά συλλογικό επίτευγμα – άρα χρήζει υπεράσπισης. Ενώ οι Αφροαμερικανοί αθλητές παίρνουν στα σοβαρά τον εθνικό ύμνο τους και γι’ αυτό υποδεικνύουν την αναντιστοιχία του με τη βιωμένη πραγματικότητα, οι νεαρές μας καλούν να ξανασκεφτούμε τον πατριωτισμό ως αναχρονισμό. Κάτι φανερώνει για τη σημερινή Ελλάδα, νομίζω.
=========================================================
Αφού “κατακάθησε ο κουρνιαχτός” από τά (κάπως) αψίκορα σχόλιά μας, θά’ λεγα ν’ αναστοχαστούμε σέ πιό αφαιρετικό επίπεδο, “πατώντας” πάνω σέ κάτι που διάβασα στήν προμετωπίδα ενός αξιόλογου ιστότοπου Λόγου καί Τέχνης :
“Σιγανά πατώ τή γής (ή, στή γή),
σιγανά καί ταπεινά” (παραδοσιακό)
Έτσι, θά’ λεγα, νά πορευθούμε, καί σ’ αυτό νά πατήσουμε, γιά τίς επόμενες σχολιογραφίες μας.
Νά είστε όλοι καλά.
https://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.songs&id=253
Κι εσύ! Καλή συνέχεια!