Φαίδρος και Σαμαρείτιδα στην κοίτη του Ιλισού

1
659

Εκεί που άλλοτε κυλούσε ο Ιλισός, κατά την αρχαιότητα μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο με πυκνή βλάστηση, πηγές και σπηλιές υπήρχαν πολλοί βωμοί και ιερά. Σύμφωνα με τον μύθο εκεί ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα έκτισαν το Ολυμπιείο μετά τον κατακλυσμό. Εκεί υπήρχαν βωμοί των Μουσών και τις Νυμφών. Ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Ιπόλλυτο να τιμά εκεί την Αγροτέρα Άρτεμη θεά της αγνότητας και να της προσφέρει ένα στεφάνι, την εποχή που η πανίσχυρη Αθήνα έχει παραδοθεί στα έκλυτα ήθη.

Στην κοίτη του Ιλισού υπήρχαν και τα ιερά της Δήμητρας και Κόρης καθώς εδώ πιστευόταν ότι άρπαξε ο Πλούτωνας την Περσεφόνη και τελούνταν τα Μικρά Μυστήρια ή εν Αγραίς κατά τον  μήνα Ανθεστηρίωνα (μέσα Μαρτίου). Ήταν το προπαρασκευαστικό στάδιο για όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στα Ελευσίνια Μυστήρια ή Μεγάλα Μυστήρια, που τελούνταν κατά το μήνα Βοηδρομιώνα (μέσα στο Σεπτέμβριο), αφού έπρεπε πρώτα να περάσουν ένα πρώτο τελετουργικό στάδιο κάθαρσης στα νερά του Ιλισού.

Στην Παριλίσια κοίτη υπήρχε και βωμός του Βορέα και της Ωρείθυιας (= αυτή που τρέχει σαν τρελή στο βουνό) αφού εκεί ο Βορέας θεός του ανέμου άρπαξε την κόρη του Ερεχθέα την Ωρείθυια και στη συνέχεια ενώθηκε μαζί της βίαια. Ο Πλάτων στον Φαίδρο βάζει τον Σωκράτη να αναφέρει κάπως ειρωνικά ότι ίσως υπάρχει μία λογική εξήγηση της ιστορίας: η Ωρείθυια μπορεί να έπεσε και να σκοτώθηκε στα βράχια του Ιλισού όταν φύσηξε μια δυνατή ριπή βοριά, και έτσι να ειπώθηκε ότι την πήρε ο Βορέας.

Μέσα από τέτοιους μύθους με αρπαγές όπως της Περσεφόνης και της Ωρείθυιας εκφράζεται μια η αλλαγή στην ιστορία του πολιτισμού, το πέρασμα από την μητριαρχία στην πατριαρχία. Σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολόγων φαίνεται ότι κατά την εποχή του χαλκού στις κοινωνίες του ελλαδικού χώρου, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως στην Αίγυπτο και την Μεσοποταμία κυριαρχούσαν οι γυναικείες θεότητες της βλάστησης και ένας μητριαρχικός πολιτισμός με κέντρο την γυναίκα. Αυτό συνέβαινε επειδή οι πολιτισμοί εκείνοι ήταν γεωργικοί και έτσι θεοποιούσαν κατά κάποιο τρόπο τη γη και την γυναίκα που είναι σύμβολο της γονιμότητας. Αυτές οι θεότητες ονομάζονται επίσης και χθόνιες.

Οι νομαδικοί λαοί αντίθετα είχαν ουράνιες θεότητες και ένα πολιτισμό με κέντρο τον άνδρα. Αυτοί οι λαοί επειδή μετακινούνταν συνέχεια δεν είχαν κάποιο δέσιμο με την γη αντίθετα λάτρευαν τα ουράνια σώματα και κυρίως τον ήλιο. Έγιναν ιδιαίτερα ισχυροί κατά την εποχή του σιδήρου. Εφεύραν καινούργια όπλα από σίδερο, κατασκεύασαν τον τροχό και την άμαξα και άλλα εργαλεία και υποδούλωσαν τις αγροτικές κοινωνίες. Τέτοιος λαός ήταν και οι Δωριείς που κυριάρχησαν στον ελλαδικό χώρο μετά την γνωστή κάθοδο των Δωριέων.

Οι περιπλανώμενες φυλές επιβλήθηκαν λόγω της στρατιωτικής τους ισχύος στις αγροτικές κοινωνίες και έτσι περάσαμε από την μητριαρχία στην πατριαρχία. Όλη αυτή η αλλαγή στην ιστορία του πολιτισμού εκφράστηκε και στον θρησκευτικό τομέα. Ουράνιες και χθόνιες θεότητες άρχισαν να συνυπάρχουν και άλλοτε κάποιοι θεοί αντικατέστησαν άλλους. Όπως τα νομαδικά φύλα κυριάρχησαν πάνω στους αγροτικούς πληθυσμούς έτσι και οι ουράνιες θεότητες επισκίασαν τις χθόνιες. Έτσι σε πάρα πολλούς μύθους ένας θεός αρπάζει μια γυναίκα η οποία λέγεται συνήθως φεύγουσα και τα γεγονότα αυτά γίνονται μοτίβα˙οι γνωστές αρπαγές.

Η πιο ακραία έκφραση της πατριαρχίας κατά την αρχαιότητα είναι η ομοφυλοφιλία. Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδρος ο Λυσίας αναφέρεται στον έρωτα ως ομοφυλοφιλική σχέση, ενώ αντίθετα οι γυναίκες φαίνεται να είναι κλεισμένες στις οικίες τους και να χρησιμεύουν κυρίως για την αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους. Η ομοφυλοφιλία επίσης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στα δωρικά στρατιωτικά φύλα. Με αυτό τον τρόπο οι στρατιώτες ενώνονταν συναισθηματικά μεταξύ τους και δημιουργούσαν ισχυρά και δεμένα στρατιωτικά σώματα.

Μια θερμή καλοκαιρινή μέρα ο Σωκράτης μαζί με τον Φαίδρο βρέθηκαν στην κοίτη του Ιλισού και ξεκίνησαν ένα διάλογο. Αιτία ήταν οι θέσεις του σοφιστή Λυσία, ο οποίος υποστήριζε ότι ένας άνδρας που είναι όμορφοςπρέπει να χαρίζει τον εαυτό του σε κάποιον που δεν είναι ερωτευμένος μαζί του, παρά σε έναν που είναι. Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να χαίρεται τις ηδονές και να αποφεύγει όλες εκείνες τις δυσκολίες που δημιουργεί το συναισθηματικό δέσιμο.

Ο Πλάτωνας παρουσιάζει τον Σωκράτη να αμφισβητεί τη θέση του Λυσία και συστηματικά να αναπτύσσει τον πλατωνικό έρωτα. Στη συνέχεια κριτικάρει τους σοφιστές οι οποίοι αναπτύσσουν τεχνικά τον λόγο και την ρητορική χωρίς όμως να ενδιαφέρονται και να ψάχνουν την αλήθεια. Μέσα σε αυτή την προοπτική ακόμη και η γραφή αποτελεί τροχοπέδη για την ανθρωπότητα, αφού από την μια αδυνατίζει την μνήμη και από την άλλη γεμίζει τους ανθρώπους με πληροφορίες για πράγματα που δεν έχουν ζήσει. Έτσι κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται σοφοί, ενώ δεν είναι. Τι είναι όμως ο πλατωνικός έρωτας;

Ο Σωκράτης αρχίζει την επιχειρηματολογία του διακρίνοντας την σωφροσύνη από την ύβρη. Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν δύο αρχές που μας κυβερνούν και μας καθοδηγούν, και τις οποίες ακολουθούμε. Η μία είναι η έμφυτη επιθυμία για τις ηδονές και η άλλη είναι μια επίκτητη γνώμη, η οποία αποβλέπει στο καλύτερο. Και αυτές μέσα μας άλλοτε συμπνέουν και άλλοτε μάχονται η μια την άλλη και άλλοτε επικρατεί η μία, και άλλοτε η άλλη. Η επικράτηση της γνώμης που, διαμέσου του λόγου, οδηγεί στο καλύτερο και κυριαρχεί, ονομάζεται σωφροσύνη. Αντίθετα η επικράτηση της επιθυμίας η οποία, κυριεύοντάς μας, μας οδηγεί ασυλλόγιστα προς τις ηδονές, ονομάζεται ύβρη.

Ο Πλάτωνας προσπαθώντας να αποκαταστήσει τον έρωτα καταφεύγει στον δυισμό. Εκθειάζει την ψυχή, η οποία έχει αθάνατη ουσία και φτερά με τα οποία προσπαθεί να ανέβει ψηλά και να βρει το όντως αγαθό. Αντίθετα το σώμα στην ουσία του κάτι κακό˙είναι ένα όστρακο που εγκλωβίζει την ψυχή. Για τον Πλάτωνα η μανία-τρέλα είναι προϊόν της ανθρώπινης αρρώστιας ή θεϊκή επίσκεψη.Η θεϊκή μανία διαιρείται σε τέσσερα μέρη: τη μαντική έμπνευση που προέρχεται από τον Απόλλωνα, τη μυσταγωγική μανία από τον Διόνυσο, την ποιητική από τις  Μούσες, και την τέταρτη την καλύτερη, την ερωτική μανία, που αποδίδεται στην Αφροδίτη και τον Έρωτα.

Ο Σωκράτης παρομοιάζει την ψυχή με έναν ηνίοχο, που το άρμα του οδηγούν δύο άλογα, ένα καλό και υπάκουο (άσπρο) και ένα άσχημο και κακότροπο (μαύρο). Αυτό το κακότροπο άλογο παρασύρει και το καλό στην απόλαυση των σαρκικών ηδονών, όταν ο ηνίοχος δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Έτσι είναι και η ψυχή μας, η οποία αποτελείται από τρία μέρη. Τα δύο είναι όπως τα άλογα και το τρίτο όπως ο ηνίοχος. Το μαύρο άλογο συμβολίζει το αισθησιακό στοιχείο του ανθρώπου και την ευτέλεια της σάρκας (επιθυμητικό) και το άσπρο την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου (θυμοειδές). Ο ηνίοχος αγωνίζεται να μην συρθεί το άρμα εκεί που θέλει το κακότροπο άλογο, που είναι ο ξεπεσμός της ψυχής και αυτός αποτελεί το λογιστικό.

Οι ψυχές που αποκαλούνται αθάνατες, όταν φθάσουν στην άκρη της αψίδας, περνούν έξω και εγκαθίστανται στην πλάτη του ουράνιου θόλου . όταν μάλιστα σταθούν εκεί, αυτές βλέπουν τα πράγματα που είναι πέρα από τον ουρανό˙την άχρωμη, άμορφή και ανέγγιχτη ουσία γύρω από την οποία γεννιέται η αληθινή γνώση. Αυτή είναι θεατή μόνο από το νου, τον κυβερνήτη της ψυχής.

Τότε ο ηνίοχος είναι σαν να βάζει τα άλογα μπροστά στη φάτνη και να τους δίνει να φάνε αμβροσία, και μετά τα ποτίζει με νέκταρ. Αντίθετα όταν ο ηνίοχος δεν καταφέρνει να επιβληθεί στο επιθυμητικό τότε η ψυχή δεν ανάγεται από την ομορφιά του ερωμένου στο αρχέτυπο κάλλος, αλλά εγκλωβίζεται στις ηδονές, το σώμα και τον κόσμο με συνεχείς μετενσαρκώσεις.

Οι Χριστιανοί πατέρες προσέλαβαν από την διδασκαλία του Πλάτωνα την έννοια της αθανασίας της ψυχής, την τριμερή διαίρεσή της, καθώς και την έννοια της αγνότητας. Από την άλλη απέρριψαν τον δυισμό, την υποτίμηση του σώματος και της γυναίκας και την έννοια της μετενσάρκωσης. Μέσα από αυτά φαίνεται πόσο σημαντική ήταν η συζήτηση γύρω από το χριστολογικό δόγμα στην αρχαία Εκκλησία, αν δηλαδή ο Χριστός προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση ή όχι.

 Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια στην περιοχή του Ιλισού βρίσκονταν οι εκκλησίες της Παναγίας στην Πέτρα καθώς και η βασιλική και ο τάφος του αγίου μάρτυρος Λεωνίδη. Η εκκλησία της αγίας Φωτεινής χτίστηκε το 1872 μια εποχή που στο νεοελληνικό κράτος συζητιόταν έντονα το ζήτημα της συνέχειας του ελληνισμού από την Αρχαιότητα διαμέσου του Βυζαντίου στα νεότερα χρόνια.

Την διήγηση της συνάντησης του Χριστού με την Σαμαρείτιδα την συναντάμε στο 4ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου. Το ευαγγέλιο του Ιωάννη έχει χαρακτηριστεί ως πνευματικό, ωστόσο δεν του λείπει η ιστορικότητα. Μπορεί να λείπουν οι κατάλογοι, τόσο αγαπητοί στους αρχαίους συγγραφείς όπως και άλλες ιστορικές τεχνικές λεπτομέρειες, ωστόσο μετά το θαύμα στην Κανά ο Ιωάννης ξεκινάει μια πολύ ουσιαστική γνωριμία με τα γνωρίσματα και τους ανθρώπους της εποχής του Ιησού.

Ο Χριστός πριν ξεκινήσει την διδασκαλία του και τα θαύματά του κάνει ένα γρήγορο πέρασμα από όλο τον Ισραήλ. Αν και όλοι εκείνοι την εποχή μιλούν για τον νόμο του Θεού, αυτό που ισχύει είναι ο νόμος του κέρδους, ο νόμος του ισχυρού, ο νομικισμός των Φαρισαίων.

Η εποχή του Χριστού μας θυμίζει την γη την πρώτη μέρα της δημιουργίας: «η γη ήταν έρημη και ασχημάτιστη˙ήταν σκοτάδι πάνω από την άββυσο, και πάνω από τα νερά έπνεε Πνεύμα Θεού (Γεν. 1,2)». Αυτό που επικρατεί στον Ισραήλ την εποχή του Χριστού είναι η πλήρης σύγχυση, διαίρεση και διάσπαση. Ο ναός έχει γίνει οίκος εμπορίου και τυπολατρίας (Ιω 2,13-25). Πολλά κινήματα δημιουργούνται εκείνη την εποχή που θέτουν το ζήτημα της πνευματικής αναγέννησης, όπως είναι οι Εσσαίοι ή ο κύκλος των μαθητών του Προδρόμου (Ιω 3,22-36). Αυτά τα κινήματα έχουν ένα αναχωρητικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να συμβιβάσουν την λατρεία του Γιαχβέ στον Ναό την ώρα που στην κοινωνία επικρατεί το άδικο και η δουλεία στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ο Χριστός τελικά δεν συναντά τον Πρόδρομο.

Ο νομικισμός των Φαρισαίων φαίνεται ξεκάθαρα στον νυκτερινό μαθητή Νικόδημο. Ο πιο καλοπροαίρετος των Φαρισαίων δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει πνευματική αναγέννηση. Η ερώτησή του είναι απλοϊκή: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος πια να γεννηθεί ξανά; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί άλλη μια φορά;» Ο Χριστός θα κάνει μια δριμεία κριτική στους Φαρισαίους που συμπυκνώνεται στη φράση: «οι άνθρωποι παρόλο που γνώριζαν το Νόμο αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές» (Ιω 3,19).

Η συνάντηση του Χριστού με την Σαμαρείτιδα γίνεται στο πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιακώβ στην Παλαιά Διαθήκη λεγόταν και Ισραήλ. Ο Ισραήλ διασπάστηκε το 924 π.Χ. σε βόρειο και νότιο βασίλειο. Το βόρειο βασίλειο με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια τις περισσότερες φορές είχε ασεβείς βασιλιάδες που συμμαχούσαν με άλλους λαούς εναντίον του νοτίου βασιλείου που είχε πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, στην οποία βρισκόταν ο Ναός. Έτσι οι βασιλιάδες του ανέπτυξαν μια θρησκευτική πολιτική που αντιπολιτευόταν τη λατρεία του Ναού των Ιεροσολύμων και επέβαλε ένα θρησκευτικό συγκρητισμό. Ο Ωσηέ προφήτης του βορείου βασιλείου παρομοιάζει την πατρίδα του με πόρνη που απιστεί στον άνδρα της, τον Γιαχβέ και λατρεύει άλλους θεούς: «Το λαό του Εφραΐμ εγώ καλά τον ξέρω˙δεν μπορεί να μου κρυφτεί ο λαός του Ισραήλ. Η φυλή Εφραΐμ έχει μολυνθεί με την πορνεία κι ο Ισραήλ με την ειδωλολατρία του. Τα έργα τους δεν τους αφήνουν να επιστρέψουν στο Θεό τους, γιατί πνεύμα πορνείας είναι μέσα τους και δεν αναγνωρίζουνε τον Κύριο (Ωσηέ 5,3-4)».

Με υπόβαθρο τα παραπάνω καταλαβαίνουμε πόσο διφορούμενη είναι η παρατήρηση του Χριστού: «πέντε άντρες πήρες κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρας σου˙αυτό που είπες είναι αλήθεια». Η παρατήρηση ισχύει τόσο για τη Σαμαρείτιδα όσο και για τους Σαμαρείτες κατοίκους του βορείου βασιλείου που ήδη από 722 π.Χ. είχαν πέσει στην κυριαρχία των Ασσυρίων. Η Σαμαρείτιδα σε αυτό αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη. Το συναρπαστικό είναι ότι εκτός από αυτά που φανερώνονται γι’ αυτήν προσωπικά καταλαβαίνει και πολλά περισσότερα. Θέτει το ερώτημα γιατί να είναι οι άνθρωποι διηρημένοι στο ζήτημα της λατρείας του Θεού. Ύστερα από την απάντηση που παίρνει από τον Χριστό: «Ο Θεός είναι πνεύμα. Κι αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια», φανερώνεται μπροστά της η αλήθεια την οποία θα διαδώσει, ότι ο Ιησούς από την Ιουδαία είναι ο Μεσσίας.

 Η Εκκλησία τοποθετεί την διήγηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα μερικές εβδομάδες μετά το Πάσχα. Η συνομιλία του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα μοιάζει με τις μεταναστατικές εμφανίσεις του Χριστού στους μαθητές του, κατά τις οποίες τους εξηγούσε τα μυστήρια για το πάθος, την ανάσταση και την βασιλεία του. Για να κλείσουμε πάλι με τον Πλάτωνα καταλαβαίνουμε ότι η πραγματική δίψα της Σαμαρείτιδας δεν ήταν αυτή για τις ηδονές, αλλά η κρυφή της ατέλειωτη δίψα για καθαρό ουρανό.

Βιβλιογραφία

Η Αγία Γραφή, Νεοελληνική μετάφραση, Ελληνική Βιβλική Εταιρία, 2003
Πλάτων, Φαίδρος, εκδόσεις Ζήτρος 2006
Πλάτωνος,Συμπόσιον, κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1934
Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγέλιον, Παναγιώτη Τρεμπέλα, Σωτήρ 1990
Το δράμα του Ιππολύτου, Κωνσταντίνος Γανωτής, Μαΐστρος 2009
Παράδοξος βασιλιάς, π. Ευάγγελος Γκανάς, Άρτος Ζωής 2016
Το πηγάδι και η πηγή, π. Αντώνιος Πινακούλας, Εν Πλω 2008
Η καταγωγή της βασιλείας, μετάβαση από την μητριαρχική στην πατριαρχική κοινωνία, Παναγής Λεκατσάς, Καστανιώτης 2006
Η μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την ελληνική πατριαρχία, Παναγής Λεκατσάς, Καστανιώτης 2006
πηγή: Aντίφωνο

1 σχόλιο

  1. Ο Χριστός αποκάλυψε σε μια γυναιίκα -και ξέρουμε πόσο λίγη σημασία έδιναν στη γυναίκα την εποχή εκείνη, που ήταν και αιρετική για τα θρησκειολογικά δεδομένα τότε, την ουσία της διδασκαλίας του ”πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνειν”.. Όπως μας έδωσε και παράδειγμα ανεκτικότητας και αλληλεγγύης χωρίς εθνικούς ή θρησκευτικούς περιορισμούς θεραπεύοντας τον δούλο του ρωμαίου αξιωματικού. Ύψιστα παραδείγματα τρόπου ζωής, που ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να προσεγίσουμε.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ