Ηλίας Παπαγιαννόπουλος
Το εκλογικό αποτέλεσμα μάς ξάφνιασε όλους∙ αυτή η αίσθηση αποτελεί όμως και το μόνο αναμφίβολο εδώ. Διότι ο εκλογικός χάρτης που προέκυψε αποτελεί μια εικόνα. Και η εικόνα αυτή, όπως κάθε άλλη, χρειάζεται ερμηνεία. Ειδικά από τη στιγμή που αυτή συγκροτείται από τόσο αντιθετικές τάσεις, μοιάζει απαραίτητο να μη βιαστούμε να την ερμηνεύσουμε ως μονοσήμαντη έκφραση μιας ενιαίας κοινωνικοπολιτικής τάσης, ενός σαφούς, αποφασιστικού αιτήματος, και πιθανώς να πρέπει να την διαβάσουμε αντί αυτών στην αμφισημία και στην βαθιά αμφιθυμία της.
Μπορούμε να συλλάβουμε την αμφιθυμία αυτή ξεκινώντας από το εξής ερώτημα: είναι άραγε βέβαιο ότι το απρόσμενο αποτέλεσμα της κάλπης εκφράζει την επιθυμία ενός λαού να αλλάξει; Να αλλάξει τι ακριβώς; Το κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι πως μια ορισμένη πολιτική αλλαγή μπορεί, υπό προϋποθέσεις και σε συγκεκριμένες συνθήκες, να υποκρύπτει την άρνηση μιας κοινωνικής αλλαγής∙ να ενσαρκώνει δηλαδή την ίδια την αντίσταση σε μια πραγματική αλλαγή του συλλογικού εαυτού. Ας σκεφτούμε το παράδειγμα ενός ανθρώπου που, ενώπιον μιας αποφασιστικής εσωτερικής αλλαγής η οποία βρίσκεται στο κατώφλι αν όχι ήδη καθοδόν, επιλέγει να αντικαταστήσει τους όρους που τον δεσμεύουν στην αλλαγή. Αλλάζοντας ό,τι του θυμίζει τον εκκρεμή και αποσταθεροποιημένο εαυτό του μπορεί να ακυρώσει την διαταραχή της επερχόμενης δομικής αλλαγής του και να επιστρέψει στον παλιό, γνώριμο πλην ψεύτικο εαυτό του. Ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να είναι πολύ εντονότερο στο επίπεδο των συλλογικών υποκειμένων, εκεί όπου η εξουσία λειτουργεί συχνά ως προνομιακός καθρέφτης των ατόμων - και είναι πολύ εύκολο να αλλάξουμε τον καθρέφτη μας ακριβώς για να μην αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτό, λοιπόν, το οποίο συζητώ εδώ είναι το φαινόμενο μιας ανανέωσης που συντηρεί ουσιαστικά το ίδιο εν ετέρα μορφή. Σε μια τέτοια περίπτωση μόνο παραπλανητική μπορεί να είναι η εκτίμηση ότι εκείνο που πράττει κανείς απεικονίζει συνάμα και τις πραγματικές του προθέσεις. Θα πρέπει τότε να αναποδογυρίσουμε την εικόνα για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Να αντιληφθούμε δηλαδή ότι έχουν αλλάξει τα μέσα και οι τρόποι, όχι όμως και ο χαρακτήρας των αιτημάτων μας, η φύση των στόχων μας, η συγκρότηση της επιθυμίας μας.
Ξαναρωτώ λοιπόν: όντως κάτι αλλάζει τελικά - ή υπάρχει κάτι που μάλλον εμμένει και καθηλώνεται, αρνούμενο να αλλάξει; Ή μήπως αυτά τα δύο συμβαδίζουν γύρω μας και μέσα μας σε μια σκληρή μάχη, όπου ο αντίπαλος δεν είναι πάντα προφανής και συχνά συμπίπτει με τον εαυτό μας ή με τα είδωλά του;
Είναι φανερό πως αν το παλαιό δικομματικό εκκρεμές συνέχιζε την κλειστή πορεία του δίχως μια ηχηρή εκλογική αμφισβήτηση, αυτό θα ήταν ικανή ένδειξη πολιτικής αναισθησίας. Είχαμε επί χρόνια βυθιστεί στον λήθαργο μιας εικονικής σχέσης με την πραγματικότητα και με τους εαυτούς μας. Και ξαφνικά εκείνος που λειτουργούσε ως άξονας και εγγυητής αυτής της σχέσης εμφανίστηκε αλλιώς: αλαζόνας και ιδιοτελής. Ασφαλώς, το να συνεχίσει κανείς σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, αυτό θα σήμαινε να εθελοτυφλεί. Όμως το να εστιάζει την κριτική του στην απόσυρση του άλλου από την πρότερη θέση του και όχι στην ίδια την παθολογία της κατάστασης την οποία η θέση εκείνη εξασφάλιζε δεν είναι, ίσως, κάτι λιγότερο. Κάνουμε σα να διαψεύστηκε μόνο η εικόνα που είχαμε για τον άλλο, τον εκάστοτε άλλο, ενώ εκείνο που πρωτίστως διαψεύστηκε, εκείνο που θα έπρεπε καταρχάς να αναγνωρίσουμε ως προβληματικό, είναι η εικόνα που είχαμε για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η αντίσταση στους έξωθεν προερχόμενους εκβιασμούς, στην εκμετάλλευση και στην απειλή κατάλυσης της δημοκρατίας, όπως και η αναγνώριση, επιτέλους, των δομικών αδιεξόδων της σύγχρονης μεταπολιτικής θέσμισης, είναι σημάδι πολιτικής υγείας. Αν, όμως, η αντίσταση αυτή καταστεί άλλοθι προκειμένου να αρνηθεί κανείς και να προσπεράσει τα εξίσου δομικά αδιέξοδα της νεολληνικής συνθήκης, λέγοντας λ.χ. πως δεν υπάρχει ελληνική κρίση ή, λίγο-πολύ, πως ο ελληνικός λαός επέχει θέση αθώου θύματος, αυτό καθίσταται επικίνδυνο. Η δε επίκληση της δυνάμει ενότητάς του ως ‘λαού’ τείνει να προσπεράσει μέσα στον ενθουσιασμό της το γεγονός πως οι καταφανώς αντικρουόμενες ιδεολογικές αναγνώσεις μιας τέτοιας ενότητας, οι οποίες αναδύθηκαν ταυτόχρονα και δη σε αμοιβαία εξάρτηση, υποδαυλίζουν μια διχαστική σύγκρουση στο όνομα αυτής ακριβώς της ανύπαρκτης προς το παρόν ενότητας.
Όταν μιλώ εδώ για δομικό αδιέξοδο της νεοελληνικής συνθήκης δεν έχω κατά νου πρωτίστως τα τεχνικά προβλήματα της διακυβέρνησης που, όσο σημαντικά κι αν είναι, παραμένουν απότοκα ενός βαθύτερου προβλήματος. Εννοώ ότι δεν υπάρχει στα νεότερα χρόνια ούτε ικανή αίσθηση, ούτε και ικανή θεωρητική αναπαράσταση ενός πραγματικού συλλογικού υποκειμένου. Η ίδρυση ενός τέτοιου υποκειμένου μπορεί να συμβεί μόνο με την προϋπόθεση της ανάληψης της ευθύνης και συνεπώς της κριτικής μιας φαντασιακής αθωότητας, ενός εξιδανικευμένου συλλογικού εαυτού. Στον βαθμό που θα κατανοήσουμε ότι χειραφέτηση σημαίνει εξίσου απομυθοποίηση του εαυτού μας, θα αντιληφθούμε ότι σήμερα, γύρω από την γραμμή διαφωνίας που ορίζει η συνθήκη του Μνημονίου, υφαίνονται νέες αφηγήσεις μιας αυτομυθοποίησης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ξεπερνούσαμε, όπως συνήθως λέγεται αυτές τις μέρες, την μεταπολίτευση. Απεναντίας, θα επιστρέφαμε άμαθοι από ό,τι μεσολάβησε, άθικτοι από τις διαψεύσεις της, στις απαρχές της, παίζοντας ταυτοχρόνως αυτή τη φορά το τελευταίο, καταστροφικό επεισόδιό της.
Από την εσπευσμένη ελληνοποίηση της κρίσης στην πρώτη της φάση, κινδυνεύουμε τώρα να περάσουμε σε μια εξίσου εσπευσμένη πλήρη δυτικοποίησή της. Η κοινωνική δραστικότητα τέτοιων ερμηνευτικών σχημάτων δεν οφείλεται μόνο στα οικονομικά συμφέροντα τα οποία αναμφίβολα εμπλέκονται συχνά σε αυτά. Εξίσου οφείλεται στο γεγονός ότι υπόσχονται μια τεχνική διέξοδο σε προβλήματα που αφορούν πρωτίστως μια συμβολική διάσταση μη αναγόμενη στα πρακτικά δεδομένα: η οικονομία και τα ζητήματα της διαχείρισής της δεν μπορούν να αναδείξουν αυτομάτως τον κοινωνικό δεσμό που λείπει σήμερα τόσο από την Ελλάδα όσο και, βεβαίως, από την Ευρώπη. Για τούτο απαιτείται πρωτίστως μια συμβολική δημιουργία, δηλαδή μια νέα θέσμιση, μια νέα αναπαράσταση κοινής μοίρας.
Θα ήταν λάθος η επικείμενη αλλαγή του πολιτικού προσωπικού να αποτελέσει απλώς το όχημα παράκαμψης της κοινωνικής και ιστορικής μας αυτοκριτικής, για την οποία τώρα έχουμε πιθανώς μια μοναδική ευκαιρία. Θα ήταν λάθος να είναι αυτός ο τρόπος τον οποίο θα επινοήσουμε ώστε να αναβάλλουμε, γι άλλη μια φορά, την αναγνώριση της προβληματικής ποιότητας των κοινωνικοπολιτικών δεσμών μας στο όνομα ενός φαντασιακού ‘λαού’. Η Ελλάδα μπορεί πράγματι να είναι το ιστορικό υποκείμενο της Δύσης αυτή τη στιγμή - αλλά αυτόν τον δύσκολο ρόλο θα τον αναλάβει μόνο αν αντιληφθεί ότι ο άγγελος της Ιστορίας δεν προχωρά μπροστά παρά μόνο κοιτάζοντας τα ερείπια.
πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=457218&h1=true
Μα και βέβαια δεν πρόκειται για βαθειά αλλαγή. Δεν πρόκειται καν για μέτρια αλλαγή. Οι πολίτες που ψήφισαν αντιμνημονιακά, το έπραξαν αυτό με βάση την παραδοσιακή οθωμανική νοοτροπία που τόσο πολύ συνηθίζεται: Τάξε μου, ερίφη μου, για να σε ψηφίσω. Και, όπως πάντα, ψήφισαν αυτόν που τους έταξε: το προνεωτερικό αυτό σύμφυρμα παρεών, που μέχρι τώρα ΟΥΤΩΣ Η ΑΛΛΩΣ ήταν πλειοψηφικό στα πανεπιστήμια, στον καλλιτεχνικό κόσμο και στους δημοσιογράφους. Αυτό που έχουμε δει από την δεκαετία του 80 και δώθε στα πανεπιστήμια, τώρα απλά θα το δούμε σε μεγένθυνση. Σιγά τα λάχανα! Νέα μεταπολίτευση θα έχουμε όταν απαγορευθούν τα κόμματα που δεν έχουν δημοκρατικό καταστατικό, όταν γίνουν ασυμβίβαστες οι ιδιότητες βουλευτή και υπουργού, όταν ο πολίτης είναι ελεύθερος να ψηφίσει πρόσωπα από διαφορετικούς συνδυασμούς, όταν, όταν, όταν…
Με την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης δόθηκε η δυνατότητα για μια αυτοκριτική-αυτομαστίγωμα της ελληνικής κοινωνίας η οποία δεν ξέρω κατά πόσο σχετίζεται με την εντεινόμενη οικονομική δυσπραγία. Δεν ξέρω κατά πόσο οι ηθικολογικοί όροι των αναλύσεων έχουν να κάνουν τόσο όσο υπονοούν με τους οικονομικούς δείκτες. Και επίσης δεν ξέρω γιατί οι ηθικολογικοί αυτοί όροι δείχνουν εμμέσως πλην σαφώς τα μεσαία στρώματα του λαού, που πλήττονται περισσότερο από όλους, και όχι και την ελίτ.
Όσον αφορά τις επιλογές του λαού στις εκλογές, έχω την αίσθηση ότι δεν δείχνουν μια επιλογή κομμάτων που υπόσχονται ανέξοδες λύσεις, όσο την προσπάθεια εξεύρεσης μιας ελπίδας, έστω πολύ δύσκολης.
Φίλε Ηλία,
το ζήτημα του “ελληνικού λαού ως αθώου θύματος” που βάζεις, είναι πολύ σημαντικό και όντως αντιστοιχεί σε αυτό που λες “εξιδανικευμένο συλλογικό εαυτό”. Με απασχόλησε συχνά τον τελευταίο καιρό και ειδικά στο αρχίνισμα της κίνησης γύρω από τη “σπίθα”, ότι σε ομιλίες ή δηλώσεις δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στην ευθύνη του λαού. Για όλα έφταιγαν τα δυο κόμματα και φυσικά οι Ευρωπαίοι. Περίπου η ίδια γραμμή υπάρχει και στον Σύριζα. Επομένως προχωρώντας έτσι μένουμε ή μάλλον επιμένουμε στις απομυθοποιήσεις και στις εξιδανικεύσεις.
Βέβαια, καθώς τα λέμε αυτά, νομίζω ότι ενεργούμε έξω από τον δεδομένο και καθορισμένο χώρο της πολιτικής είτε δεξιός είναι είτε αριστερός. Κινούμαστε φιλοσοφικά ή θεωρητικά θίγοντας πλευρές που δεν φαίνεται να έχουν διάθεση να θίξουν οι πολιτικοί. Προσωπικά πιστεύω πως για δύο και πλέον χρόνια υφιστάμεθα στη χώρα αυτή ένα βομβαρδισμό πολιτικό-οικονομίστικο που έχει ξεπεράσει κάθε όριο, τη στιγμή μάλιστα που σφίγγεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε “χρηματιστική οικονομία”. Και εδώ έρχομαι σε αυτό που λες “η οικονομία και τα ζητήματα της διαχείρισης της δεν μπορούν να αναδείξουν αυτομάτως τον κοινωνικό δεσμό που λείπει σήμερα τόσο από την Ελλάδα όσο και βεβαίως από την Ευρώπη. Για τούτο απαιτείται πρωτίστως μια συμβολική δημιουργία, δηλαδή μια νέα θέσμιση, μια νέα αναπαράσταση κοινής μοίρας”.
Υπάρχουν θα έλεγα αξιόλογοι άνθρωποι που βλέποντας σήμερα τον καλπασμό της παγκοσμιοποιήσης με τις συνέπειες που έχει-παγκοσμιοποιήση που δε θα μπορούσε να επεκταθεί αν δεν είχε καταρρεύσει ο λεγόμενος “υπαρκτός σοσιαλισμός”- θεωρούν ότι αυτός ο κοινωνικός δεσμός που λείπει, είναι το έθνος, είναι η εθνική συνείδηση που βέβαια θα συνδέεται με μια ηθική ευθύνης. Ωστόσο, και τα δύο αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε πνεύμα οικονομοκρατίας. Απαιτείται η προώθηση μιας εκ νέου ανεξάρτητης πολιτικής, μιας πιο αυτονομημένης από την οικονομία πολιτικής πραγματικότητας.
Αυτά προς το παρόν, για να γίνει συζήτηση.
Αγαπητέ κ. Γουνελά,
παρά τον καταιγιστικό ρυθμό της πολιτικής επικαιρότητας τις μέρες που μεσολάβησαν, οι βασικοί όροι της συζήτησης νομίζω πως διατηρούνται αλώβητοι. Και δεν νομίζω πως πρόκειται να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον. Δύο βιαστικές παρατηρήσεις:
(1) Δεν ξέρω αν πρέπει υποχρεωτικά (ή αν μπορούμε) να μιλήσουμε για μεγαλύτερη αυτονομία της πολιτικής από την οικονομία. Θα προτιμούσα ίσως να κάνω λόγο για μια νέα εμπλοκή της πολιτικής στην οικονομία, διότι τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομία είχε καταπιεί την πολιτική έχοντας ακυρώσει την ένταση που παραδοσιακά διέπει τις σχέσεις τους. Έτσι η οικονομία είχε απομείνει κάτι σαν ένας οιονεί αυτόματος διαχειριστής των κοινωνιών. Γεγονός που, βεβαίως, απηχούσε ήδη μια ορισμένη πολιτική απόφαση – αλλά μια παράδοξη εντούτοις, εφόσον θεμελιώδη πολιτικά διλήμματα είχαν τεθεί στο περιθώριο ως δήθεν ξεπερασμένα πια. Ε, τώρα επανήλθαν, με τρόπο δραματικό και με μορφές νέες κι όμως ταυτοχρόνως παμπάλαιες.
(2) Δεν ξέρω επίσης αν το έθνος είναι το εννοιολογικό και ιστορικό μέγεθος που γυρεύουμε. Πιθανώς να είναι. Το ζήτημα όμως, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ούτε αυτή η έννοια μπορεί να ξεφύγει από τον γενικό κανόνα που λέει πως οι παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα. Και πως, επομένως, η ανάδειξη και η υποστήριξή τους δεν μπορεί απλώς να επικαλεστεί μια διαθέσιμη συνέχεια. Απεναντίας, απαιτεί νέες και δημιουργικές επεξεργασίες των πραγματικών ιστορικών μας εμπειριών, έτσι ώστε το όποιο νήμα με το παρελθόν, η όποια κληρονομιά και η όποια συγκρότηση κοινού βίου, να προκύπτει μέσα από το παρόν μας και όχι ως παράκαμψή του.
Η.Π.